25 Μαΐου, 2011

Η ΕΠΙ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΟΜΙΛΙΑ.

image

ΟΛΑ Η ΤΙΠΟΤΕ

«Το όλα ή τίποτε στην καθημερινή πρακτική άσκηση της ευσέβειας σημαίνει πως ο Θεός απαιτεί όλο τον άνθρωπο και ότι ο Θεός είναι ο μόνος σκοπός της θρησκείας και της ευσέβειας, και ο άνθρωπος συνεργάτης του Θεού για την πραγματοποίηση σκοπών που υπερβαίνουν την ανθρώπινη δύναμη και επινόηση. Ο Θεός στην παλαιά δικαιοσύνη ήταν περισσότερο μέσον για την πραγματοποίηση ιδιοτελών εθνικών, κοινωνικών ή ατομικών σκοπών. Αυτή η δικαιοσύνη είναι υποκριτική και ψεύτικη. Η νέα δικαιοσύνη ζητάει τα πάντα από τον Θεό. Η άποψη αυτή του Ιησού έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί πάρα πολλοί άνθρωποι σήμερα πιστεύουν -κατεξοχήν στον τόπο μας, για να μην πάμε πιο μακριά- πως η θρησκεία είναι ιδιαίτερα «χρήσιμη» για εθνικούς και κοινωνικούς λόγους.

Γεννιέται, λοιπόν, ευθύς αμέσως το ερώτημα: ποια σημασία μπορεί να έχει για την κοινωνία και την ιστορία μια θρησκεία που τα θέλει όλα για τον Θεό και δεν συμβιβάζεται με τίποτε; Κάτι που τείνει προς-το απόλυτο πώς μπορεί να βοηθήσει ό,τι κινείται στο επίπεδο του σχετικού; Η πιο σωστή απάντηση στα ερωτήματα αυτά βρίσκεται μέσα στην ιστορία των χριστιανικών εθνών: οσάκις δηλαδή η αλήθεια του Ευαγγελίου μίλησε χωρίς συμβιβασμούς, είχαμε κάποιον ουσιαστικό σταθμό στην πορεία των ανθρώπων οσάκις συμβιβάστηκε -και αυτό υπήρξε το συνηθέστερο-, υπηρέτησε τα συμφέροντα ορισμένων μερίδων, και συνετέλεσε στον υποβιβασμό του συνόλου.

Ο άνθρωπος και η ανθρώπινη κοινωνία βρίσκουν το αληθινό τους νόημα κάτω από το φως της Βασιλείας του Θεού, που δεν συμβιβάζεται με τίποτε παρακάτω από την αλήθεια. Όταν όμως αυτή η βασιλεία ζευγαρώνεται με τη βασιλεία οποιουδήποτε καίσαρα, τότε σχετικοποιείται, νοθεύεται, αποδυναμώνεται και μαζί της νοθεύει και την έννοια του ανθρώπου και της ανθρώπινης κοινωνίας. Η ανταμοιβή του ουρανίου πατρός που δίνεται εν τω φανερώ έχει προφανώς εσχατολογικό χαρακτήρα και σημαίνει τη συμμετοχή στη Βασιλεία του Θεου, που τελικά θα έλθει».

Λησμονημένος, απωθημένος σε γενικές γραμμές και, παρά ταύτα, ανθεκτικός (ακόμη και) στην Ευρώπη του πάλαι ποτέ Διαφωτισμού, ο χριστιανισμός εξακολουθεί να κινεί το ενδιαφέρον και να προκαλεί ανάλογες τύψεις για την αθεΐα που κυριαρχεί, καθώς η ζωή έχει παραδοθεί σε φρενήρη αμεσότητα. Το κοινό χαρακτηριστικό όπως ξέρουμε δεν είναι η αθεΐα, αλλά η αδιαφορία που δέχεται πολλά από τα νοήματα του Ευαγγελίου, αλλά αρνείται ασυζητητί την Αποκάλυψη και τη διττή υπόσταση του Χριστού.

Σε ένα σύντομο υπόμνημα του, ο Σάββας Αγουρίδης - επιφανής φυσιογνωμία στη θεολογία - επιχειρεί να καταστήσει σαφείς τις υποθήκες της Επί του Όρους Ομιλίας (Η Επί του Όρους Ομιλία του Ιησού, Άρτος ζωής, 210). Αρχικά είναι απίθανο ο Ιησούς να ανήλθε σε κάποιο όρος ή λόφο· αντίθετα, η ομιλία του αποτελείται από λόγους και διδάγματα που ειπώθηκαν σε διάφορες περιπτώσεις. Πάντως είναι πολλοί οι εξηγητές που δέχονται ότι ο Ματθαίος χωρίζει το κείμενο του σε πέντε μέρη - απαντώντας ουσιαστικά στα πέντε βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.

Με άλλα λόγια, στο Σινά δόθηκε ο Νόμος στους Εβραίους, ενώ στο «όρος» -ως νέος Μωυσής- ο Ιησούς έδωσε τον νέο Νόμο της Χάριτος. Μάλιστα, επειδή υπάρχει η αναφορά του Λουκά για τον «Ιησού επί τόπου πεδινού», οι μελετητές αποδέχονται ότι η πληροφορία δίνεται από τα Λόγια (του Ιησού, τα άγραφα δηλαδή, που δεν περιλαμβάνονται στα κανονικά Ευαγγέλια). Επίσης έχει εκφραστεί και η άποψη ότι το Κατά Ματθαίον δεν γράφτηκε από ένα πρόσωπο, παρά από τη Σχολή του αγίου Ματθαίου.

Έτσι γεννιέται η εύλογη απορία: ποιοι ήταν οι λόγοι που ώθησαν τον Ματθαίο να συγγράψει τη σύνθεση του; «Για να καταλάβουμε τον Ευαγγελιστή σωστά», γράφει ο Αγουρίδης, «πρέπει να πάμε πίσω στην εποχή του. Γράφει το Ευαγγέλιο του ελληνικά για τους εξ Ιουδαίων χριστιανούς, που μιλούσαν ελληνικά, στην Καισαρεία ίσως της Παλαιστίνης ή στην Αντιόχεια ή κάπου άλλου στην ίδια περιοχή, κάμποσες δεκαετίες μετά τον θάνατο του Ιησού.

Ζει σε ένα περιβάλλον ιουδαϊκό και θέλει στους ομοφύλους του προσηλύτους στη νέα θρησκεία να εξηγήσει σε ποια σχέση βρίσκεται ο νέος Νόμος με τον παλαιό την υπεροχή του νέου Νομοθέτη έναντι του παλαιού. Αυτό όχι μόνο τους προσηλύτους στην Εκκλησία θα στήριζε, αλλά και τους Ιουδαίους καλοπροαίρετους αναγνώστες του Ευαγγελίου του θα μπορούσε να ελκύσει στη νέα πίστη» (σ. 23). Επίσης υπήρχαν το πρόβλημα του γνωστικισμού, που οδηγούσε σε πλήρη περιφρόνηση του παλαιού Νόμου, όπως και οι ραβίνοι της Ιάμνειας, που στήριζαν την επιβίωση του έθνους τους στον παλαιό Νόμο.

Έτσι, οι Μακαρισμοί εισάγουν κάτι νεοφανές στη θρησκευτική ιστορία του ανθρώπου. Τη σχέση τού «πρόσωπον προς πρόσωπον». Βέβαια το φιλολογικό και ιστορικό πρόβλημα της επί του Όρους ομιλίας υστερεί καταφανώς σε σπουδαιότητα έναντι του θεολογικού προβλήματος. Όταν ο Ματθαίος γράφει «ην γαρ διδάσκων αυτούς ως εξουσίαν έχων και ουχ ως οι γραμματείς αυτών», θέλει τάχα να μας πει ποιος ήταν Αυτός που τη δίδαξε, ή μήπως μας κατηχεί σχετικά με το περιεχόμενο της νέας δικαιοσύνης και τον τρόπο ζωής του χριστιανού; Το χριστολογικό νόημα μοιάζει να συγχέεται με το ηθικό νόημα, και φυσικά το εσχατολογικό. Ενώ η επί του Όρους ομιλία δεν αναφέρεται πουθενά στον θάνατο και στην Ανάσταση του Ιησού, το περιεχόμενο της παραμένει ακατανόητο χωρίς τη μετοχή των μαθητών στον σταυρό και στην ανάσταση του. Ο παλαιός κόσμος πέθανε - ένας νεοφανής κόσμος αρχίζει.

Όπερ σημαίνει για τον Αγουρίδη ότι η χριστολογική εξήγηση συμπορεύεται με την ηθικοεκκλησίαστική. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στο αρχικό στάδιο της Εκκλησίας επικρατούσε πρωτοφανής ενθουσιασμός, καθώς οι πάντες ανέμεναν τη Βασιλεία του Θεού από στιγμή σε στιγμή. Ενώ όταν πλέον αποδέχθηκαν ότι η έλευση του Ιησού δεν είναι επί θύραις και η Εκκλησία εγκαταστάθηκε στον ιστορικό κόσμο, η ηθική τής επί του Όρους ομιλίας κατέστη ηθική της «μεσο-περιόδου» μεταξύ Χριστού και ελπίδας που ατόνησε.

«Μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε· εν ω γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε και εν ω μετρώ μετρείτε μετρηθήσεται υμίν. Τι δε βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου, την δε εν τω σω οφθαλμώ δοκόν ου κατανοείς; Ή πώς ερείς τω αδελφώ σου άφες εκβάλω το κόρφος εκ του οφθαλμού σου, και ιδού η δοκός εν τω οφθαλμώ σου; Υποκριτά, έκβαλε πρώτον εκ του οφθαλμού σου την δοκόν, και τότε διαβλέψεις εκβαλείν το κάρφος εκ του οφθαλμού του αδελφού σου.

Πας ουν όστις ακούει μου τους λόγους τούτους και ποιεί αυτούς, ομοιωθήσεται ανδρί φρονίμω, όστις ωκοδόμησεν αυτού την οικίαν επί την πέτραν. Και κατέβη η βροχή και ήλθον οι ποταμοί και έπνευσαν οι άνεμοι και προσέπεσαν τη οικία εκείνη, και ουκ έπεσεν τεθεμελίωτο γαρ επί την πέτραν. Και πας ο ακούων μου τους λόγους τούτους και μη ποιών αυτούς ομοιωθήσεται ανδρί μωρώ, όστις ωκοδόμησεν αυτού την οικίαν επί την άμμον. Και κατέβη η βροχή και ήλθον οι ποταμοί και έπνευσαν οι άνεμοι και προσέκοψαν τη οικία εκείνη, και έπεσεν και ην η πτώσις αυτής μεγάλη».

Δεν υπάρχουν σχόλια: