12 Μαρτίου, 2011

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ (ΜΕΡΟΣ Α΄)

clip_image002

Ή Ιστορία του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, ή άλλως του «Ρωμαϊκού Πατριαρχείου» (Der Rum), είναι ιστορία άγιότητος, μαρτυρίου και διαρκών αγώνων υπέρ της Εκκλησίας του Χριστού και του χριστεπωνύμου αυτής ποιμνίου.

Α'. Ή Ίδρυσις της Εκκλησίας Ιεροσολύμων ανάγεται εις αυτήν τήν ήμέραν της Πεντηκοστής καί τής καθόδου του άγίου Πνεύματος επί τήν Ιερουσαλήμ, άπό τής οποίας οι άγιοι Απόστολοι, δι' εντολής του Αναστάντος Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, διέσπειραν τό κήρυγμα του Ευαγγελίου εις τήν οίκουμένην. Πρώτος επίσκοπος τής Εκκλησίας Ιεροσολύμων ανεδείχθη ό Ιερομάρτυς Απόστολος άγιος Ιάκωβος ό Αδελφόθεος. Μετά τους πρώτους κατά τών Χριστιανών διωγμούς ύπό του ραβινικού Ιουδαϊσμού καί τήν καταστροφήν τών Ιεροσολύμων ύπό του Ρωμαίου στρατηγού Τίτου τω 70 μ.Χ., έδρα τής Εκκλησίας τών Ιεροσολύμων ανεδείχθη ή πόλις Πέλλα, επί τής ανατολικής πλευράς του ποταμού Ίορδάνου τότε καί ή Εκκλησία τής άγίας Γης προσέλαβε πλείστους Έλληνας, τούς απογόνους τών κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καί καθώς ό αριθμός τών Ιουδαίων Χριστιανών έμειούτο, ή Εκκλησία αύτη καθίστατο όλονέν περισσότερον ελληνική, έξηπλώθη δέ είς άπασαν τήν Παλαιστίνην. Μέρος αυτής επέστρεψε καί κατώκησεν είς Ιεροσόλυμα.

Τά τελευταία μέλη τής έν Πέλλη ελληνικής Εκκλησίας επέστρεψαν καί έγκατεστάθησαν μετά τήν έπανάστασιν του Βάρ-Κόχβα (135 μ.Χ.) είς Ιερουσαλήμ, ή όποία τότε μετετράπη είς άπηγορευμένην διά τούς Ιουδαίους ρωμαϊκήν άποικίαν, τήν Αίλίαν Καπιτωλίναν, τά δέ Ιερά Προσκυνήματα εύρίσκοντο κεχωσμένα ύπό τήν γήν, καί ειδωλολατρικοί ναοί είχον κτισθή έπ' αυτών. Τήν έποχήν αυτήν πρωτεύουσαν θέσιν εις τήν όργάνωσιν της Εκκλησίας της αγίας Γης είχεν ή πόλις Καισάρεια, ώς Μητρόπολις εις τήν οποίαν ύπήγετο ή Επισκοπή Αίλίας, δηλ. Ιεροσολύμων. Οί Χριστιανοί της αγίας Γης υπέστησαν σκληρούς διωγμούς ύπό των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων Αδριανού, Δεκίου, Διοκλητιανού καί Μαξιμίνου, κατά τούς οποίους άνεδείχθησαν πολλοί Μάρτυρες.

Β'. Περίοδον ακμής έγνώρισαν τά Ιεροσόλυμα άπό της έπικρατήσεως τού αγίου βασιλέως καί ίσαποστόλου Κωνσταντίνου τού μεγάλου (324 μ.Χ.), έως καί των άρχων τού 7ου αί. Τη βοηθεία τού αγίου Κωνσταντίνου ή Βασιλομήτωρ αγία Ελένη, εύρούσα τόν Τίμιον Σταυρόν καί τό κενόν Μνήμα της τού Χριστού Αναστάσεως, ανέδειξε καί έκόσμησε καί άπαντα τά λοιπά πάνσεπτα Προσκυνήματα της επί γης οικονομίας τού Θεού Λόγου, τού Κυρίου Ιησού Χριστού, οίκοδομήσασα περί τούς εικοσιπέντε περικαλλείς ιερούς Ναούς, έπί τού Παναγίου Τάφου, τού Φρικτού Γολγοθά, της Ευρέσεως τού Τιμίου Σταυρού, τού Θεοδέγμονος Σπηλαίου της Γεννήσεως, τού τόπου της τού Κυρίου Αναλήψεως κ.ά. αγίων Τόπων (326-335). Οί Επίσκοποι Ιεροσολύμων διεδραμάτισαν σπουδαίον ρόλον είς τήν καταπολέμησιν των αιρέσεων, ώς λ.χ. ό άγιος Κύριλλος ό Κατηχητής κατά της αίρέσεως τού Αρειανισμού.

Ό Μοναχισμός άνεπτύσσετο συνεχώς, έλαβε δέ περισσότερον όργανωμένην μορφήν ύπό τά λαυρεωτικά συστήματα τών αγίων Ίλαρίωνος καί Χαρίτωνος είς τάς άρχάς τού 4ου αί. Τω 407 σημειούται καί ή οριστική πτώσις της ειδωλολατρίας είς τήν Παλαιστίνην, διά της καταστροφης τού έν Γάζη Μαρνείου Ναού ύπό τού αγίου Πορφυρίου, επισκόπου Γάζης, τού Θεσσαλονικέως ( 420 μ.Χ.), καί τών έν Γάζη Χριστιανών. Σταδιακώς ή Επισκοπή τών Ιεροσολύμων, ή όποία κατέστη παγχριστιανικόν προσκύνημα, άνήχθη είς Μητρόπολιν τών τριών Παλαιστινών (άρχάς 5ου αί.), ή δέ λατρευτική αύτης τάξις, τό Τυπικόν, συνεχώς άνεπτύσσετο ύποδειγματικώς, μέ γλώσσαν λατρείας, σχεδόν άποκλειστικώς, τήν έλληνικήν.

Τελικώς ή Δ' Οίκουμενική έν Χαλκηδόνι Σύνοδος τω 451 άνύψωσε τήν Έκκλησίαν τών Ιεροσολύμων είς Πατριαρχείον, έν έκ τών πέντε μεγίστων έκκλησιαστικών κέντρων τού τότε κόσμου (της «Πενταρχίας τών Πατριαρχών»), λόγω της θέσεως, τήν όποίαν είχεν είς τήν συνείδησιν τών Χριστιανών διά τήν έξαίρετον λατρείαν, θεολογίαν καί μοναχικήν ζωήν, διά τούς ύπέρ της Ορθοδοξίας άγώνας καί τήν μνημειώδη αύτης έκκλησιαστικήν άρχιτεκτονικήν. Ό Μοναχισμός της Ίεροσολυμιτικης Εκκλησίας έδωκε κατά τούς 5ον καί 6ον αίώνας είς τήν Έκκλησίαν μερικάς άπό τάς πλέον λαμπράς άσκητικάς μορφάς:

Τούς αγίους Εύθύμιον τόν Μέγαν, Γεράσιμον τόν Ίορδανίτην, Σάββαν τόν Ήγιασμένον καί Κυριακόν τόν Αναχωρητήν, τόν όργανωτήν τού Κοινοβιακού Μοναχισμού άγιον Θεοδόσιον τόν Κοινοβιάρχην καί άλλους πολλούς, οί όποιοι μετέτρεψαν τάς άνύδρους έρήμους της Ιουδαίας καί Παλαιστίνης είς πόλεις άγγελικης διαγωγης.

Τό Τάγμα τών «Σπουδαίων» τού Ναού της Αναστάσεως, δηλ. ή πρώιμος μορφή της Άγιοταφιτικης Αδελφότητος, ίδρυθέν είτε ύπό τού Επισκόπου Αλεξάνδρου τόν 3ον αί., είτε μετά τήν άνοικοδόμησιν τού Ναού της Αναστάσεως, έγκατεστάθη τήν περίοδον αύτήν, τέλη τού 5ου αί., ύπό τού Πατριάρχου Ηλία Α' όριστικώς είς τόν περί τόν Πανάγιον Τάφον χώρον. Οί Πατριάρχαι Ιεροσολύμων καί οί προαναφερθέντες μοναστικοί ήγέται, πέραν της ποιμαντικης ή καί άσκητικης αύτών μερίμνης, έπεδόθησαν άποτελεσματικώς καί είς τήν κατεπολέμησιν τών αιρέσεων τού Μονοφυσιτισμού καί τού Ώριγενισμού.

Τά Ιεροσόλυμα καθίσταντο κέντρον της χριστιανικής λατρείας καί τών έκκλησιαστικών γραμμάτων, αί δέ εύεργεσίαι τού Αύτοκράτορος Ιουστινιανού, συμπληρούσαι αύτάς της πρό ένός αίώνος δρασάσης Αύτοκρατείρας Εύδοκίας της Αθηναίας, εύεργέτιδος τών αγίων Τόπων (είς τά μέσα τού 5ου αί.), ένίσχυσαν τήν πρόοδον ταύτην έτι περισσότερον. Όλίγον πρίν ή Ιερουσαλήμ πέση είς τάς χείρας τών Περσών του Χοσρόου τήν 19ην Μαΐου του 614, ή Εκκλησία εύρίσκετο είς άκμήν, ύπήρχον δέ τέσσαρες μεγάλαι Μητροπόλεις, Καισαρείας, Σκυθουπόλεως, Πέτρας καί Βόστρων, καί περί τάς 365 ίεραί Μοναί.

Ή ύπό τών Περσών καταστροφή, θλιβερόν όρόσημον είς τήν ίστορίαν τής Σιωνίτιδος Εκκλησίας, κατέλιπεν είς τά Ιεροσόλυμα 65 χιλιάδας νεκρών καί ίσοπεπεδωμένα τά ιερά Προσκυνήματα καί τάς Μονάς, τόν δέ Τίμιον Σταυρόν, τόν Πατριάρχην Ζαχαρίαν καί τούς προύχοντας τών Ιεροσολύμων, έν αίχμαλωσία είς τήν Περσίαν. Ό τοποτηρητής του Θρόνου, καί άργότερον Πατριάρχης Ιεροσολύμων, άγιος Μόδεστος, έπανήνεγκε τά Προσκυνήματα είς τό πλείστον τής παλαιάς των αίγλης, ό δέ Αυτοκράτωρ Ηράκλειος, μετά πολυετείς πολέμους, κατατροπώσας τούς Πέρσας τω 627, άνέκτησε τόν Τίμιον Σταυρόν, τόν όποιον έπανέφερε θριαμβευτικώς είς Ιεροσόλυμα, ομού μετά τών αίχμαλώτων, τω 630. Ώστόσον, ολίγα έτη άργότερον, ό Ηράκλειος δέν ήδυνήθη νά σταματήση τόν κατακλυσμόν τής άραβικής προελάσεως, καί τό έτος 638 τά Ιεροσόλυμα διεχωρίσθησαν όριστικώς άπό τήν χριστιανικήν έλληνορωμαϊκήν Αυτοκρατορίαν, πεσόντα είς τάς άραβικάς χείρας.

Γ'.Ή περίοδος τών μεγάλων δεινών διά τό Πατριαρχείον τών Ιεροσολύμων, διήρκεσε ύπέρ τήν χιλιετίαν, παρά τήν εύνοιαν διά τής όποίας ό πορθητής τών Ιεροσολύμων, Όμάρ ίμπν Αλ-Χαττάπ, άντεμετώπισε τούς Χριστιανούς καί τόν Πατριάρχην των, άγιον Σωφρόνιον ό Χαλίφης Όμάρ δι ειδικού διατάγματος (άχτιναμέ) άνεγνώριζεν είς τόν Πατριάρχην του «βασιλικού έθνους» (δηλ. τών Ρωμηών) τήν ίδιότητα έθνάρχου καί πνευματικού ήγέτου πάντων τών Χριστιανών τής Παλαιστίνης, άκόμη καί τών έτεροδόξων, ώς έπίσης καί πρεσβεία τιμής μεταξύ πάντων τών Χριστιανών άρχηγών, προσέφερε δέ είς αυτόν έγγυήσεις ευνοίας, άσφαλείας καί φορολογικης άσυδοσίας άπό μέρους τών μελλόντων Μουσουλμάνων ήγεμόνων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: