11 Φεβρουαρίου, 2010

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΣΕΤΣΗ ΣΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ ΑΜΒΡΟΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΟ BLOG ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΩΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ.

image

Με  τον άγιο Καλαβρύτων γνωριζόμαστε εδώ  και μια εικοσιπενταετία περίπου. Είναι ένας εύχαρις άνθρωπος, ευχάριστος συνομιλητής, απλός στους τρόπους, ανεπιτήδευτος στην συναναστροφή. Με πολλά που λέγει και γράφει συμφωνώ με την Σεβασμιότητά του. Με άλλα, όμως, όχι. Όπως μ΄αυτά που έγραψε στο προσωπικό του blog σχετικά με την Πατριαρχική επίσκεψη στην Μεσσηνιακή πρωτεύουσα.

Αποκρινόμενος σε ερώτημα κάποιου κληρικού της Διασποράς, αν θα βρίσκεται στη Καλαμάτα για την υποδοχή του Πατριάρχου, ο Μητροπολίτης Καλαβρύτων, αφού πρώτα δήλωνε ότι δεν πρόκειται να μεταβεί διότι δεν προσεκλήθη, προφανώς επειδή «δεν είναι έξ εκείνων που έναντι του Οικουμενικού Θρόνου προσφέρουν ”γην και ύδωρ”», στη συνέχεια προέβαινε σε μια εντονώτατη, εφ΄όλης της ύλης, κριτική κατά του Πατριάρχου Βαρθολομαίου, μη παραλείποντας όμως να περιλούσει παρεμπιπτόντως και σύμπασα την ανά την Οικουμένη Ορθόδοξο Ιεραρχία, στιλητεύοντας την «αντικειμενική αδυναμία» Πατριαρχών, Αρχιεπισκόπων, Μητροπολιτών και Επισκόπων όπως αντιτάξουν ένα σθεναρό «όχι» στον Οικουμενικό Πατριάρχη, προκειμένου να αναχαιτίσουν τα προς τη Ρώμη και γενικά τη Δύση «ανοίγματά» του.

Οίκοθεν νοείται ότι τα στενά περιθώρια  ενός σχολίου δεν επιτρέπουν μια λεπτομερή ανάλυση των όσων εμπεριέχονται στο σκληρό αυτό «μπλογκογράφημα». Ως εκ τούτου, θα ήθελα να σχολιάσω, με άκρα συντομία, μόνο τα σημεία εκείνα που αφορούν στη θέση και το διακόνημα του Οικουμενικού Πατριάρχου μέσα στο Ορθόδοξο Εκκλησιαστικό Πολίτευμα, και στην ιδιάζουσα διαχρονική σχέση που υπάρχει μεταξύ των Εκκλησιών Κωνσταντινουπόλεως και Ελλάδος, μεταξύ Φαναρίου και Αθηνών.

Είναι άτοπος και άδικος ο ισχυρισμός ότι  ο Οικουμενικός Πατριάρχης διεκδικεί δι΄εαυτόν ένα ίσο προς εκείνο του Πάπα Ρώμης «ισχυρό Πρωτείο και ακλόνητο Αλάθητο», καθώς διατείνεται το εν λόγω κείμενο. Ο Κωνσταντινουπόλεως, ως Πρώτος της Ορθοδοξίας Επίσκοπος, δεν είναι ούτε «Δεσπότης», ούτε «Μονάρχης», όπως πολλοί πιστεύουν και διαλαλούν. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν έχει «ελέω Θεού» προνόμια, ούτε την αξίωση να είναι «παγκόσμιος επίσκοπος», όπως ο Ρώμης, έχων απόλυτη δικαιοδοσία εφ΄όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Και αστοχούν όσοι, εντός και εκτός Ελλάδος, διαστρέφουν αυτήν την αλήθεια και μιλούν σήμερα περί «Φαναριωτικού Παπισμού», επιχειρώντας να ταυτίσουν τα εκ μέρους Οικουμενικών Συνόδων χορηγηθέντα πρεσβεία του Κωνσταντινουπόλεως προς εκείνα τα οποία διεκδικεί δι΄εαυτόν ο Ρώμης. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν είναι ο «Πάπας της Ανατολής». Είναι όμως, μας αρέσει ή όχι, φύσει και θέσει το ορατό σημείο της Ορθοδόξου ενότητος, και πρωτίστως ο κατ΄εξοχήν «διάκονος» της Μιάς Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και εγγυητής της ενότητάς της.

Πράγμα το οποίο απέδειξε εμπράκτως κατ΄επανάληψιν κατά τον ρουν της εκκλησιαστικής μας ιστορίας. Και πριν και μετά το Μεγάλο Σχίσμα. Όπως και στις αρχές ακόμη του εικοστού αιώνα, όταν Ιωακείμ ο Γ΄ (το 1902 και 1904) συνηγορούσε υπέρ της αναβιώσεως της συνοδικότητος στην Ορθοδοξία και όταν, λίγο αργότερα, Μελέτιος Δ΄ ο Μεταξάκης εγκαινίαζε το 1923, σε χαλεπούς μάλιστα για Φανάρι καιρούς, την διαδικασία συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδοξίας. Αν  οι Πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως είχαν  όντως τάσεις κυριαρχίας κατά το Παπικό πρότυπο, θα είχαν πρό πολλού καταργήσει τα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία της Ανατολής, όταν αυτά είχαν διαλυθεί και πέσει σε αφάνεια κατά τους χρόνους της Οθωμανικής κυριαρχίας.

Η ιστορία μας λέγει ότι όχι μόνο τούτο δεν συνέβη, αλλά τουναντίον οι Προκαθήμενοι των εμπερίστατων αυτών Πατριαρχείων, βρήκαν στέγη και θαλπωρή στην Κωνσταντινούπολη ως φιλοξενούμενοι του Οικουμενικού Πατριάρχου και συμμετείχαν ενεργά στην ζωή συνόλης της Ορθοδοξίας, έως ότου επιστρέψουν στις έδρες τους και ξαναρχίσουν να ποιμαίνουν τους πιστούς των περιοχών οι οποίες ανήκαν στην ιστορική και κανονική τους δικαιοδοσία.

Και στις μέρες μας, την καλλίτερη απάντηση στον ισχυρισμό ότι οι Πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως διέπονται από Παπικό πνεύμα, δείνει η καινοτόμος πρωτοβουλία του Πατριάρχου Βαρθολομαίου ευθύς μετά την ανάρρηση του στον Οικουμενικό Θρόνο, όπως συγκαλεί κατά καιρούς Ιερές Συνάξεις των Ορθοδόξων Προκαθημένων, υπό τύπον μιάς «άτυπης δεκαπενταρχίας».

Και τούτο προς από κοινού εξέταση των προβλημάτων της Εκκλησίας και της κοινωνίας, και παροχή εν «ενί στόματι και μιά καρδία» μιας υπεύθυνης, πειστικής και παρήγορης Ορθοδόξου μαρτυρίας στον σύγχρονο κόσμο. Άδικος, όμως, είναι και ο ισχυρισμός ότι «πρόθεσις του Φαναρίου είναι η εξάρτησις και υποταγή και υποδούλωσις της Αυτοκεφάλου Ἐκκλησίας της Ελλάδος εις τον Οικουμενικόν Πατριάρχην». Εκείνο το οποίο επιθυμεί το Φανάρι είναι, απλώς, ο πλήρης σεβασμός των όσων είναι κατωχυρομένα στο Σύνταγμα της Ελλάδος και στον Καταστατικό Χάρτη της κατά Ελλάδα Εκκλησίας.

Και τίποτε περισσότερο. Από τότε που παρεχώρησε στην Εκκλησία της Ελλάδος το Αυτοκέφαλο (1850), η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ουδέποτε αμφισβήτησε το αυτοδιοίκητο της κάποτε θυγατρός και στη συνέχεια νέας αυτής αδελφής Εκκλησίας. Να  μη λησμονείται όμως ότι στο πρόσφατο παρελθόν η δική του υπόσταση και οικουμενική διάσταση αμφισβητήθηκαν απροκάλυπτα εκ μέρους των Αθηνών.

Όταν, π.χ., επ΄ευκαιρία μεγάλων εορτών εξαπολύονταν εγκύκλιοι προς την Ελληνορθόδοξο διασπορά και εξεφωνούντο λόγοι, ενώπιον μάλιστα Ιεραρχών του Οικουμενικού Θρόνου, όπου χωρίς επαμφοτερισμούς πνευματικός ηγέτης του αποδήμου Ελληνισμού εμφανιζόταν ο Αθηνών και όχι ο Οικουμενικός Πατριάρχης, στην Εκκλησιαστική δικαιοδοσία του οποίου ανήκει ο χώρος της Διασποράς. (Ευτυχώς scipta manent!). Αντί, λοιπόν, να προβληματίζεται κανείς, πρέπει να χαιρετίζει με άκρα ικανοποίηση την αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ Αθηνών και Φαναρίου.

Με την ενεργοποίηση της Πράξεως του 1928 δεν κινδυνεύει ούτε η Αυτοκεφαλία της Ελλαδικής Εκκλησίας, ούτε η εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, όπως λέγεται και γράφεται ευκαίρως, ακαίρως. Κάποτε, ο μακαριστός και αλησμόνητος  Μητροπολίτης Πριγκηποννήσων Δωρόθεος, αναφέρομενος στους άρρηκτους δεσμούς  μεταξύ Εκκλησίας και Γένους έλεγε: «Εκκλησία και φυλή δεν είμαστε  δυό ακτές στο ποτάμι της ιστορίας μας, της ζωής μας, αλλ΄αποτελούμε αυτό το ποτάμι. Δυό συνοδείες είμεθα που πάμε αντάμα, που ψέλνουμε μαζύ».

Εμπνεόμενος από την παραπάνω ρήση του χειροτονήσαντός  με αειμνήστου αυτού Ιεράρχου θα έλεγα: Φανάρι και Αθήνα δεν είναι δυο απομακρυσμένες απ΄αλλήλων όχθες του ποταμού της μακράς κοινής των ιστορίας. Αυτό το ποτάμι είναι. Ένα ποτάμι που αναβλύζει από την ίδια πηγή και πορεύεται εκεί όπου το έταξε ο Θεός.

Να  μη το λησμονούμε. Ιδίως κατά τους κρίσιμους τούτους για την Εκκλησία και το Γένος καιρούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: