Γραπτές δηλώσεις του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ του Α΄ εις τον Τύπο επί των σχέσεων μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου 26/4/1973
Εξ΄ευνοήτων έθνικών λόγων καί χάριν της διαφυλάξεως του κύρους του Οικουμενικού Θρόνου, εις τόν έντέχνως καί έκ ποικίλων ελατηρίων έγερθέντα περί τάς σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος καί του Οικουμενικού Πατριαρχείου θόρυβον ετήρησα μέχρι σήμερον άπόλυτον σιγήν.
Μετά όμως τό διαπραχθέν πρωτάκουστον εις τά εκκλησιαστικά χρονικά του νά κοινοποιηθή υπό του Πατριαρχείου έγγραφόν του, άπευθυνόμενον δι΄ εμού προς την μέλλουσαν νά συνέλθη Ιεράν Σύνοδον της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, πρός ύπερτριάκοντα Μητροπολίτας της, προτού λήφθη τούτο υπό τού άποδέκτου, ως ητο δέ έπόμενον νά δημοσιευθή καί από τών στηλών του Ήμερησίου Τύπου, είμαι πλέον ύποχρεωμένος, πρός διάλυσιν τών δημιουργηθεισών παρά τώ Έλληνικώ Λαώ έσφαλμένων εντυπώσεων και ανησυχιών, νά λύσω την σιωπήν μου.
Άς μού επιτραπή νά είπω εν πρώτοις ολίγα τινά περί της προσωπικής μου θέσεως έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Επειδή είμαι βαθύτατα πεπεισμένος περί της ίερότητος της αποστολής του Οικουμενικού Θρόνου, τάς αγαθωτάτας έναντί του διαθέσεις μου έχω μέχρι τούδε αποδείξει επανηλειμμένως και εμπράκτως. Θά υπενθυμίσω μόνον τάς κυριωτέρας καί χαρακτηριστικωτέρας έκ τών ένεργειών μου.
Πρώτον, ενώ κατά την εποχήν της υπ' εμού αναλήψεως τών αρχιεπισκοπικών καθηκόντων αί σχέσεις της Εκκλησίας μας πρός τό Πατριαρχείον ήσαν τόσον τεταμέναι, ώστε ό αείμνηστος προκάτοχός μου καί από του άμβωνος του Καθεδρικού Ναού, μεταδιδομένων από ραδιοφώνου τών λόγων του, νά έχη έπιτεθή κατά του Οικουμενικού Πατριάρχου, ώς πρώτον μέλημά μου έθεώρησα νά έπισκεφθώ πάραυτα την ΚΠολιν.
Ούτως μέ την έπιμονήν μου έπεισα την Ιεράν Σύνοδον καί επέτυχα ώστε δυο μόλις έβδομάδας μετά την ενθρόνισίν μου, καί συγκεκριμένως την 5ην Ιουνίου 1967 συνοδευόμενος υπό συνοδικής άντιπροσωπείας, νά έχω έπισκεφθή τό Φανάρι.
Τοιαύτη χειρονομία άμέσου μεταβάσεως του νεοεκλεγέντος Προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος είς ΚΠολιν έγίνετο διά πρώτην φοράν από της ιδρύσεώς της.
Δεύτερον, ότε κατηρτίζετο ό νέος Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας μας, ίδιωτικώς καί άνευ γνώσεως της Ιεράς Συνόδου, έκ σεβασμού καί πρός τόν Οικουμενικόν Θρόνον καί πρός τό σεπτόν πρόσωπον του Πατριάρχου, πρός ατομικήν του καθαρώς ένημέρωσιν καί μέ την παράκλησιν, όπως έχω τάς επί του κειμένου παρατηρήσεις του, απέστειλα αντίτυπον του υπό έπεξεργασίαν Νομοσχεδίου.
Καί ή χειρονομία μου αύτη έσημειούτο δια την πρώτην φοράν εις την Έκκλησίαν της Ελλάδος, φαντάζομαι δέ ότι είναι μοναδική είς τά χρονικά τών Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
Τρίτον, κατά την έπεξεργασίαν του Νομοσχεδίου του Καταστατικού Χάρτου, υπεστηρίχθη άρμοδίως, νά λήξη η άπό κανονικής απόψεως τραγελαφική κατάστασις της υπάρξεως τριών έκκλησιαστικών δικαιοδοσιών εντός τών ορίων του Ελληνικού Κράτους.
Χαρακτηριστικώς ας αναφέρω, ότι ό άείμνηστος καθηγητής του Κανονικού Δικαίου Άμίλκας Άλιβιζάτος, είς τόν οποίον είχα αποστείλει τό κείμενον του Νομοσχεδίου, που είχεν απευθύνει πολυσέλιδον ιδιόχειρον έπιστολήν του, είς την οποίαν έγραφεν ότι πρέπει, μέ την ευκαιρίαν της Επαναστάσεως, νά λήξη έπί τέλους τό «κανονικόν αίσχος» της υπάρξεως πολλών έκκλησιαστικών δικαιοδοσιών εντός του Έλληνικού Κράτους καί τόσον η Κρήτη καί η Δωδεκάνησος, όσον καί αι λεγόμεναι Ν. Χώραι νά υπαχθούν έξ ολοκλήρου υπό την Έκκλησίαν της Ελλάδος.
Είς τάς προτάσεις αυτάς άντέστην έρρωμένως, δηλώσας κατά την σχετικήν μετά της Κυβερνήσεως συζήτησιν, ότι έφ' όσον εγώ θά κατέχω τόν Θρόνον τών Αθηνών, τοιούτόν τι ουδέποτε είναι δυνατόν νά συμβή. Τη επιμονή μου δέ περιελήφθη είς τό κείμενον του σχεδίου του Καταστατικού μας Χάρτου καί φράσις, κατοχυρώνουσα τό έπί της Κρήτης καί της Δωδεκάνησου κρατούν έκκλησιαστικόν καθεστώς.
Τέταρτον, ότε οι Σεβ. Μητροπολίται Έλευθερουπόλεως καί Φλωρίνης έσταμάτησαν νά μνηρονεύουν κατά τάς Θείας Λειτουργίας τό όνομα τού Οίκουμ. Πατριάρχου, ήμην ό μόνος, ό οποίος έξηκολούθησα νά έπιμένω, όπως έπιβληθούν πειθαρχικαί εναντίον των κυρώσεις. Δεν θά επεκταθώ είς περισσότερα, καίτοι θά ηδυνάμην νά αναφέρω πολλά άκόμη ίσης πρός τά ανωτέρω μνημονευθέντα σημασίας. Θεωρώ όμως ταύτα αρκετά, διά νά γίνη άντιληπτόν, ότι τό λεγόμενον, ότι έχω τάχα έπιβουλευθή τά «δικαιώματα» του Οικουμενικού Πατριαρχείου έπί της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι καθαρά συκοφαντία.
Ώς πρός τά έπί της Εκκλησίας της Ελλάδος «δικαιώματα» του Οικουμενικού Θρόνου, τά οποία οί όψιμοι υποστηρικταί του ηθέλησαν δήθεν νά υπερασπίσουν, θά άφήσω νά όμιλήσουν πρόσωπα καί κείμενα, τά οποία είναι εντελώς ξένα πρός τόν έγερθέντα σήμερον θόρυβον, διότι τά μέν κείμενα εγράφησαν περίπου πρό πεντηκονταετίας, οι δέ γράφοντες έχουν άποθάνει πρό πολλού. Καί έκ τών κειμένων αυτών άποδεικνύεται, ότι τό δημιουργηθέν καθεστώς ητο μία λύσις «κατ' οικονομίαν».
Τό ζήτημα του τρόπου της διοικήσεως τών Μητροπόλεων τών λεγομένων Νέων Χωρών είχεν έγερθη ευθύς μετά τους νικηφόρους πολέμους του 1912-1913. Συμφώνως πρός τους Ιερούς Κανόνας καί τό Κανονικόν Δίκαιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έπρεπεν αι νέαι περιοχαί τάς οποίας άπέκτησεν τό Έλληνικόν Κράτος, νά αποσπασθούν εντελώς από τό οικουμενικόν Πατριαρχείον καί νά προσαρτηθούν είς την Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν της Ελλάδος.
Τοιουτοτρόπως ό έπί της πρώτης Κυβερνήσεως του Έλευθ. Βενιζέλου υπουργός Δικαιοσύνης, άείμνηστος Ν. Δημητρακόπουλος είχεν άξιώσει είς την Βουλήν την άμεσον έκκλησιαστικήν άφομοίωσιν τών Νέων Χωρών καί είχε χαρακτηρίσει ώς «άντισυνταγματικήν καί άντεθνικήν» την εντός του Κράτους ύπαρξιν δύο έκκλησιαστικών δικαιοδοσιών. Έν τω μεταξύ όμως εξερράγη ό Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, έπηκολούθησαν αί γνωσταί έθνικαί περιπέτειαι, τό Οικουμενικόν Πατριαρχείον άπεγυμνώθη κατά τό πλείστον έκ τών πληθυσμών τούς οποίους έποίμενε καί τέλος συνήφθη ή συνθήκη της Λωζαννης, όπου μετά πολλούς αγώνας κατέστη δυνατόν νά κρατηθή τό Οικουμενικόν Πατριαρχείον είς την ΚΠολιν, μέ ποίμνιον έλάχιστον έν συγκρίσει πρός ό,τι διέθετε κατά τό παρελθόν.
Παρά ταύτα υπήρξαν πολλοί, ίδίως δέ μεταξύ τών Μητροπολιτών τών Ν. Χωρών, οι οποίοι έξηκολούθησαν νά έπιμένουν, όπως συμφώνως πρός τους ίερούς Κανόνας ΙΖ' της Δ΄ Οικουμενικής καί ΛΗ της Πενθέκτης τακτοποιηθούν έκκλησιαστικώς αι περιοχαί τάς οποίας, μετά την προσάρτησιν της Θεσσαλίας, είχεν αποκτήσει τό Έλληνικόν Κράτος, ήτοι η Κρήτη, ή Θράκη, η Μακεδονία, η Ήπειρος καί αι Νήσοι του Αιγαίου. Δηλαδή, έζήτουν νά προσαρτηθούν πλήρως είς την Εκκλησίαν της Ελλάδος.
Ιδού τί λέγει η έπί του Νόμου 3615/1928 είσηγητική Έκθεσις της άρμοδίας κοινοβουλευτικής Επιτροπής πρός την Βουλήν του 1928, υπογραφομένη υπό του Προέδρου Κ. Γόντικα καί του Είσηγητού Α. Παχνού «'Ώς πρώτη σκέψις έπρυτάνευσε τότε (εννοεί μετά τό 1912-1913) η χειραφέτησις αυτών δηλαδή τών Ν. Χωρών) καί η προσάρτησίς των είς την Έκκλησίαν της Ελλάδος. Ήτο άλλως τε ή λύσις αύτη η κρατούσα κανονική αρχή έν τη 'Ορθοδόξω Ανατολική Εκκλησία ανέκαθεν».
Έν συνεχεία αναφέρει πολλάς περιπτώσεις εφαρμογής της αρχής ταύτης, καί συνεχίζει: «Ήτο έπόμενον, ότι η αυτή οδός έπρεπε νά άκολουθηθή καί διά τάς Μητροπόλεις τών Νέων Χωρών». Διεκτραγωδεί κατόπιν την κατάστασιν, εις την οποίαν περιήλθεν τό Οικουμενικόν Πατριαρχείον, καί άπαριθμεί καί σχολιάζει τάς κυριωτέρας τών λύσεων, αι οποίαι είχον προταθή. Έπί διετίαν όλόκληρον έγένοντο έπανειλημμένως συζητήσεις εις την Ιεράν Σύνοδον καί πολλά άρθρα εγράφησαν εις τόν ήμερήσιον καί τό περιοδικόν Τύπον, η λύσις όμως έν τέλει εδόθη υπό του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου του Α΄, η οποία καί υιοθετήθη υπό του γνωστού υπ΄ αριθ. 3615 Νόμου του 1928.
Ιδού πώς έρμηνεύει την πρότασίν του ό άείμνηστος Αρχιεπίσκοπος: «Τό Πατριαρχείον αναθέτει την διοίκησιν τών είρημένων Μητροπόλεων εις την Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος, έπομένως παραιτείται εις τό έξής οιασδήποτε ασκήσεως διοικητικής Εκκλησιαστικής Εξουσίας έπ' αυτών. Την έξουσίαν ταύτην θά άσκή η Ιερά Σύνοδος, ής θά μετέχωσι τούτου ένεκα καί οί Αρχιερείς τών είρημένων Μητροπόλεων».
Καί συνεχίζει ό Αρχιεπίσκοπος κατωτέρω έπί λέξει: «Απολύτως σύμφωνος πρός τάς απαιτήσεις ταύτας (εννοεί τών ιερών Κανόνων) θά ητο η διακοπή παντός δεσμού πρός τό Οικουμενικόν Πατριαρχείον. Αλλ ώς ήδη είπομεν πρόκειται περί έργου μάλλον οικονομίας χάριν του Πατριαρχείου».
Καί προσθέτει πάλιν ολίγον κατωτέρω: «Βεβαίως απολύτως σύμφωνος πρός την κανονικήν ακρίβειαν είναι ή πλήρης χειραφέτησις τών Μητροπόλεων τών Νέων Χωρών καί ή παράδοσις της διοικήσεως αυτών εις τήν Αυτοκέφαλον Έκκλησίαν, αλλά τό περί ού πρόκειται σχέδιον ώς έργον οικονομίας δέν είναι άνευ προηγουμένου έν τη ίστορία της Εκκλησίας». Γνωρίζων όμως καλώς ό αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος, ότι ή προτεινομένη υπ' αυτού λύσις είναι αντίθετος προς τους ιερούς Κανόνας, επιστρατεύει όλην τήν έμβρίθειαν του εξαιρέτου εκκλησιαστικού ιστορικού, μέ τήν οποίαν ήτο ώπλισμένος, διά νά εύρη καί άλλας περιπτώσεις, κατά τάς οποίας είχε γίνει παρομοία ή παραπλησία άπόκλισις από τών ιερών Κανόνων. Έκ τών ανωτέρω καταφαίνεται, ότι ή δοθείσα υπό του άειμνήστου προκατόχου μου λύσις ήτο μία λύσις κατ' οικονομίαν, ή οποία, ώς γνωστόν, ούτε δικαιώματα γεννά ούτε δίκαιον διαμορφώνει.
Θά προβληθή όμως ή απορία: Καί ή Πατριαρχική Πράξις του 1928; Πρέπει να σημειωθούν καί δι' αυτήν όλίγα τινά διότι τόσος λόγος έγένετο κατά τους τελευταίους μήνας δι' αυτήν καί τόση σύγχυσις περί αυτήν εδημιουργήθη. Ή Πράξις του 1928 εξεδόθη είς τάς 4 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους διά νά περισώση τά προσχήματα. Διότι τό Έλληνικόν Κράτος, πιεζόμενον άφ' ενός μέν υπό τών 2/3 του συνόλου αριθμού τών Μητροπολιτών τών Ν. Χωρών (ίδε Έφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» της 29/10/1926), άφ' ετέρου δέ υπό πάντων τών Μητροπολιτών της Π. Ελλάδος, παρά τήν άντίδρασιν του Φαναρίου, είχεν ήδη από της 11ης Ιουλίου 1928, ήτοι 7 ολοκλήρους εβδομάδας πρό της εκδόσεως της Πατριαρχικής Πράξεως, προβή είς τήν έκδοσιν του ύπ' αριθ. 3615/1928 Νόμου.
Δι' αυτού συμφώνως πρός τήν συμβιβαστικήν πρότασιν του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου, έρρυθμίζοντο τά της Εκκλησιαστικής καταστάσεως τών Ν. Χωρών. Έπομένως, ό Νόμος δέν έπεκύρωσε τήν Πατριαρχικήν Πράξιν, αφού ούτος είχεν έκδοθή προηγουμένως, άλλ' ή Πατριαρχική Πράξις ήκολούθησε καί έπεκύρωσε τρόπον τινά τόν Νόμον. Ελέχθη επίσης τελευταίως, ότι ή Πατριαρχική Πράξις αποτελεί διεθνή συμφωνίαν, άλλά ούτε ώς άμφοτεροβαρής συμφωνία δύναται νά θεωρηθή αύτη δεσμεύουσα τόσον τό Οικουμενικόν Πατριαρχείον, όσον καί τήν Έκκλησίαν τής Ελλάδος, καθόσον αύτη περιέλαβε καί άλλους όρους έπί πλέον εκείνων, τους οποίους είχε περιλάβει ό Νόμος. Διά τούτο, έπί μίαν σχεδόν πεντηκονταετίαν οι έν λόγω όροι δέν έφηρμόσθησαν έν Έλλάδι, χωρίς ποτέ τό Πατριαρχείον νά διαμαρτυρηθή δι΄ αυτό.
Ώς πρός τήν τελευταίως προβληθείσαν ύπ' αυτού αξίωσιν, όπως ή έκλογή τής Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας τής Ελλάδος γίνεται κατά ώρισμένον τρόπον, δηλαδή κατά τά πρεσβεία τής χειροτονίας, τούτο υπερβαίνει καί τά υπό τής Πράξεως του 1928 όριζόμενα. Εκεί, εις τό άρθρον 2, ζητείται απλώς, όπως οι Μητροπολίται τών Νέων Χωρών μετέχουν «κατ' ίσον άριθμόν πρός τους έκ τών έπαρχιών τής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας τής Ελλάδος προσκαλουμένους Αρχιερείς».
Τούτο όχι μόνον τό έχομεν δεχθή άλλ' έχομεν καί προσφάτως ύπερθεματίσει είς αυτό. Αρκεί νά σημειωθή, ότι εις τήν Ιεράν Σύνοδον του 1969-1972 μετείχον 8 Μητροπολίται τών Νέων Χωρών καί 3 μόνον έκ τών τής Παλαιάς Ελλάδος. Ώς πρός τόν τρόπον τής προσκλήσεώς των, ή Πράξις αναφέρει μόνον, ότι καλούνται «κατά τόν αυτόν τρόπον καί σύστημα», κατά τά οποία καλούνται καί οι τής Π. Ελλάδος.
Έπομένως, έφ' όσον μεταβάλλεται ό τρόπος προσκλήσεως τών Συνοδικών τών προερχομένων έκ τής Π. Ελλάδος, μεταβάλλεται καί ό τρόπος τής προσκλήσεως καί τών προερχομένων έκ τών Μητροπόλεων τών Ν. Χωρών. Πάσα άλλη άξίωσις, όθενδήποτε προερχομένη θά άπετέλει άνάμιξιν είς τά εσωτερικά τής Εκκλησίας τής Ελλάδος. Τελειώνων, έπιθυμώ να έπιληφθώ τής ευκαιρίας νά δηλώσω καί δημοσία ότι παρά τά κατά τους τελευταίους μήνας διατρέξαντα, τόσον εγώ προσωπικώς όσον καί άπασα ή Εκκλησία τής Ελλάδος είμεθα πρόθυμοι να σταθώμεν παρά τό πλευρόν του Οικουμενικού Πατριαρχείου είς πάσαν τυχόν παρουσιαζομένην δυσχέρειάν του, επίσης δέ ότι θά έξακολουθήσωμεν νά τρέφωμεν άπαραμείωτον σεβασμόν καί άγάπην πρός τόν αίωνόβιον θεσμόν του Οικουμενικού Θρόνου, τό θρησκευτικόν τούτο παλλάδιον τής Ορθοδοξίας.
Άφ' ετέρου όμως έπιθυμώ νά δηλώσω, ότι ή Εκκλησία μας, ώς μία τών Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, δικαιούται νά αξιώση, όπως του λοιπού τυγχάνη υπό πάντων ανεξαιρέτως ίσου σεβασμού καί άναλόγου πρός τάς λοιπάς Εκκλησίας μεταχειρίσεως καί ότι έπ΄ουδενί λόγω είναι διατεθειμένη νά δεχθή οιανδήποτε μείωσιν τών έκ τών ιερών Κανόνων διαγραφομένων απαραγράπτων δικαιωμάτων της.
_______________________________________
Αγαπητέ αναγνώστη του blog,
Το ως άνω αποκαλυπτικό κείμενο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου κυρού Ιερωνύμου Α΄ φωτίζει και δεικνύει από πόσο παλιά κρατά αυτή η κολώνια. Επειδή όμως αυτή η καραμέλα έχει λιώσει πια με τα περί “Νέων Χωρών” με τα περί “Μητέρας” Εκκλησίας, ενώ είναι αδελφή Εκκλησία, διότι η σωστή Μητέρα δεν φέρεται στο παιδί της σκληρά και αυταρχικά έχοντας απωθημένα στην ποδιά της (φαρέτρα της), όπως ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρθολομαίος. Μήπως θα πρέπει πλεον, διότι ο κόμπος έχει φτάσει στο κτένι, με τις κάθε λίγο και λιγάκι ανούσιες απαιτήσεις του Φαναρίου η Διοίκηση της Ελλαδικής Εκκλησίας να προβεί σε ενέργειες μέσω της Ελληνικής Πολιτείας, ώστε κάποιοι κύριοι εκ του Φαναρίου να πάψουν να πιστεύουν περί των δήθεν πρωτείων τους και ότι είναι εξουσιαστές της Ελλαδικής Εκκλησίας;
Θα επανέλθω περί του θέματος.
Voiotosp.blogspot.com
22/2/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου