04 Νοεμβρίου, 2009

Κείμενο του Ειδικού Νομικού Συμβούλου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος κ. Θεόδωρου Παπαγεωργίου εν΄όψει της "φορολογίας της Εκκλησιαστικής περιουσίας" 3/11/2009.

IMG_3247

Στίς 27 Μαρτίου 2007 ψηφίσθηκε ἀπό τήν Βουλή διάταξη, εἰσαχθεῖσα ὑπό τήν μορφή τροπολογίας, μέ τήν ὁποία ὠρίσθηκε ὅτι:

α) διαγράφονται τά βεβαιωμένα χρέη «τῶν νομικῶν προσώπων πού ὑπάγονται στίς διατάξεις τοῦ ν. 1091/1980 (ΦΕΚ 167 Α΄)» πρός τό Ἑλληνικό Δημόσιο ἀπό φόρο εἰσοδήματος (Φ.Ε.) καί ἀκίνητης περιουσίας (Φ.Α.Π.),

β) διαγράφονται οἱ σχετικές προσαυξήσεις καί τά συνακόλουθα φορολογικά πρόστιμα, πού βεβαιώθηκαν λόγῳ τῆς μή ἐξοφλήσεως τῶν ἀνωτέρω χρεῶν,

γ) παραγράφεται τό ποινικό ἀδίκημα τῆς μή καταβολῆς τῶν παραπάνω ληξιπρόθεσμων χρεῶν,

δ) αἴρονται μέ ἀπλή αἴτηση τῶν νομικῶν προσώπων (καί δή ἀτελῶς) ὅλες οἱ ὑποθήκες καί κατασχέσεις, πού εἶχαν ἐπιβληθῇ στά ἀκίνητά τους πρός ἐξασφάλιση τῶν ἀνωτέρω ὀφειλῶν,

ε) ἀπαλλάσσονται τά ἐν λόγῳ νομικά πρόσωπα τῆς ὑποχρεώσεως νά ὑποβάλουν δήλωση φόρου εἰσοδήματος, ἀκίνητης περιουσίας καί μεγάλης ἀκίνητης περιουσίας γιά ὅσα παρελθόντα ἔτη δέν εἶχαν ὑποβάλλει σχετική δήλωση,

στ) ἀπαλλάσσονται ἐφεξῆς τοῦ φόρου μεγάλης ἀκίνητης περιουσίας (Φ.Μ.Α.Π.). Ἡ διάταξη αὐτή ἀποτελεῖ πλέον τό ἄρθρο 7 τοῦ νόμου 3554/2007 (ΦΕΚ Α΄ 80/16.4.2007). Ἡ όχι καί τόσο κατατοπιστική διατύπωση «νομικά πρόσωπα τοῦ νόμου 1091/1980» ταυτίζεται μέ τά μουσουλμανικά Βακούφια τῆς Δυτικῆς Θράκης. Στήν πράξη, ἕως τήν ψήφιση τοῦ ν. 3554/2007, οἱ φόροι εἰσοδήματος (ἀπό μισθώματα) καί ἀκίνητης περιουσίας προσδιορίζονταν ἀπό τίς Δ.Ο.Υ. ἀλλά τά μουσουλμανικά Βακούφια δέν κατέβαλαν τίς φορολογικές τους ὀφειλές, οἱ φόροι βεβαιώνονταν ταμειακῶς (καθίσταντο δηλ. ληξιπρόθεσμοι) καί ἐπ’ αὐτῶν ὑπολογίζονταν προσαυξήσεις καί πρόστιμα, ἐπί πλέον τά Βακούφια δέν ὑπέβαλαν δηλώσεις Φ.Μ.Α.Π. (ὁπότε ἐλλείψει δηλώσεων ἐκκρεμοῦσε ἡ βεβαίωση φόρων παρελθόντων ἐτῶν)[1].  Τό δέ Ἑλληνικό Δημόσιο ἀρκεῖτο, εὐσχήμως φερόμενο, στήν ἐγγραφή ὑποθήκης στά ἀκίνητά τους πρός ἐμπράγματη ἐξασφάλισή του[2]. Λίγα χιλιόμετρα ἀνατολικότερα, ἡ νομοθετική καί διοικητική πρακτική τῆς γείτονος χώρας ἀπέναντι στά Ἑλληνορθόδοξα Βακούφια τροφοδοτεῖ τά τελευταῖα χρόνια μέ δικαστικές ὑποθέσεις τήν νομολογία τοῦ Ευρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων. Τό «κοστολόγιο» τῆς τροπολογίας σέ βάρος τοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ συνειδητοποιεῖ κανείς διαβάζοντας τήν συνημμένη ἀπό 7.3.2007 Ἔκθεση τοῦ Γενικοῦ Λογιστηρίου τοῦ Κράτους:

- Ἐτήσια ἀπώλεια ἐσόδων γιά τό Δημόσιο ποσοῦ 1.500.000 ευρώ ἀπό τήν ἐξαίρεση τῶν Βακουφίων ἀπό τόν Φ.Μ.Α.Π..

- Ἐφ’ ἅπαξ ἀπώλεια ποσοῦ γιά τό Δημόσιο περίπου 20.000.000 ευρώ λόγῳ τῆς διαγραφῆς τῶν ληξιπρόθεσμων χρεῶν ἀπό Φ.Ε. καί Φ.Α.Π., λόγῳ ἀπαλλαγῆς ἀπό τήν ὑποχρέωση νά ὑποβληθοῦν δηλώσεις Φ.Ε., Φ.Α.Π., Φ.Μ.Α.Π. παρελθόντων ἐτῶν, λόγῳ ἀπαλλαγῆς τῆς ἐξαλείψεως τῶν ὑποθηκῶν ἀπό τέλη χαρτοσήμου καί λόγῳ μή εἰσπράξεως ἐξόδων διοικητικῆς ἐκτέλεσης ἀπό τήν ἄρση τῶν κατασχέσεων, πού είχαν ἐπιβληθῇ στά ἀκίνητα τῶν Βακουφίων.

Καί μιά λεπτομέρεια ὄχι ἀδιάφορη διεθνοπολιτικῶς. Ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τό Φ.Μ.Α.Π. ἔγινε γιά πρώτη φορά χωρίς τόν ὅρο τῆς ἀμοιβαιότητας (ὁ ὁποῖος διαλαμβανόταν στόν ν. 2459/1997, ἄρθρο 35 παρ. 2) σέ σχέση μέ τά μειονοτικά Ἑλληνορθόδοξα Βακούφια στήν Τουρκία. Κατά τήν ἐθνική νομοθεσία γιά τά Βακούφια (ἄρθρο 4 τοῦ ν. 1091/1980 καί ἤδη ἄρθρο 4 τοῦ ν. 3647/2008) ἀναγνωρίζεται ὅτι πρόκειται γιά νομικά πρόσωπα ἰδιωτικοῦ δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) λογιζόμενα ὡς κοινωφελῆ ἱδρύματα.

Ἡ ἀναφορά ἀξίζει, καθ’ ὅσον eo ipso διαψεύδει τήν δήλωση τῆς αἰτιολογικῆς ἐκθέσεως τῆς τροπολογίας ὅτι τά φορολογικά τους χρέη διαγράφονται πρός τό σκοπό νά ἐπέλθῃ «πλήρης φορολογική ἐξομοίωση τῶν μουσουλμανικῶν ἱδρυμάτων τοῦ νόμου 1091/1980 μέ ὅλους τούς ἄλλους ἐκκλησιαστικούς φορεῖς».

Καί τοῦτο, διότι τά Βακούφια ἐννοιολογικῶς δέν ἀποτελοῦν «ἐκκλησιαστικούς φορεῖς» ὅπως π.χ. εἶναι οἱ Ὀρθόδοξες ἤ Καθολικές Ἱ. Μητροπόλεις ἤ Ἱ. Μονές, δηλ. ὀργανισμοί πού ἔχουν ὡς κύρια ἀποστολή τήν ὑλοποίηση θρησκευτικοῦ ἔργου γιά μιά ὡρισμένη κοινότητα μελῶν τους καί διαρθρώνουν ὡς φορεῖς τήν «Ἐκκλησία» τοῦ οικείου δόγματος ἤ θρησκείας, ἀλλά κοινωφελῆ ιδρύματα, πού διοικοῦν γιά τήν προαγωγή εὐαγῶν σκοπῶν περιουσίες ἀφιερωμένες κατά τόν Ἱερό Ἰσλαμικό Νόμο[3]. Ἡ εὔνοια τοῦ ν. 3554/2007 γιά τά μουσουλμανικά ἱδρύματα ἰδιωτικοῦ δικαίου ἔβη πέραν τῶν ἰσχυόντων γιά τά ἀντίστοιχα κοινωφελῆ ἱδρύματα ἰδιωτικοῦ δικαίου τῶν λοιπῶν γνωστῶν θρησκειῶν τῆς χώρας, τά ὁποῖα ὑπάγονταν κατά τόν τότε ἰσχύοντα ν. 2459/1997 στόν Φ.Μ.Α.Π [4]. 

Ὁ ν. 3554/2007 προχώρησε συνεπῶς σέ καθαρή παραβίαση τῆς ἀρχῆς τῆς ἴσης μεταχειρίσεως εἰς βάρος τῶν «κοινωφελῶν» Ν.Π.Ι.Δ., πού ἀνήκουν ἤ ἐξαρτῶνται ἀπό τίς λοιπές, πλήν τῆς μουσουλμανικῆς, γνωστές ἐν Ἑλλάδι θρησκεῖες [5]. Ὁ Φ.Μ.Α.Π. καταργήθηκε μέ τό ἄρθρο 21 παρ. 1 τοῦ νόμου 3634/2008 (ΦΕΚ Α΄ 37/29.2.2008), ὁ ὁποῖος θέσπισε τό Ἐνιαῖο Τέλος Ἀκίνητης Περιουσίας.

Μέ τό δεδομένο ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, οἱ Ἱ. Μητροπόλεις, οἱ Ἱ. Μονές καί Ἐνορίες καί ἐν γένει τά ἐκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου τοῦ ἄρθρου 1 παρ. 4 τοῦ ν. 590/1977 εἶναι πρῶτον δημοσίου δικαίου νομικά πρόσωπα κατά τίς νομικές τους σχέσεις, δεύτερον νομικά πρόσωπα γνωστῆς κατά τό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος θρησκείας, καί ἐκ τρίτου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα, ἐντεῦθεν ἡ ἐξαγγελλόμενη σέ ἐπίπεδο προγραμματικῶν δηλώσεων ἀπό τήν νέα Κυβέρνηση ἐπαναφορά τοῦ Φ.Μ.Α.Π. καί ἡ μή ἀπαλλαγή ἀπό αὐτόν τῆς «Ἐκκλησίας» (ὅπως κατά συνεκδοχήν καλεῖται ἀπό τούς πολιτικούς μας ἡ ἐν Ελλάδι Ὀρθόδοξη Ἀνατολική τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία), θά πρέπει συνεπακόλουθα –γιά νά μήν προσκρούει στήν συνταγματική αρχή τῆς ἴσης μεταχειρίσεως (4 παρ. 1 καί 5 Συντ.) καί τῆς (ἴσης) προστασίας τῆς περιουσίας (ἄρθρο 17 παρ. 1 Συντ. καί ἄρθρο 1 τοῦ 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ανθρώπου)– νά συμπαρασύρῃ σέ φορολόγηση :

1) Τά λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

2) Τά λοιπά μή κερδοσκοπικά νομικά πρόσωπα (σχέτως νομικς μορφς διωτικο δημοσίου δικαίου) ς πρός τά διοχρησιμοποιούμενα κίνητά τους.

3) Τά λοιπά νομικά πρόσωπα, πού εναι φορες τν κατά τό ρθρο 13 Συντ. γνωστν θρησκειν (σχέτως νομικς μορφς).

4) Τό ερό Κοινό το Πανάγιου Τάφου, τήν ερά Μονή το ρους Σινά καί τό γιο ρος. Περιττό νά σημειωθῇ ὅτι οἱ ἀνωτέρω κατηγορίες νομικῶν προσώπων καί ὀργανισμῶν ἀπαλλάσσονταν, ὑπό ὄρους, τοῦ φόρου μεγάλης ἀκίνητης περιουσίας κατά τό ἄρθρο 23 (περ. η, ιβ, ιγ) τοῦ ν. 2459/1997. Προφανῶς λοιπόν ἡ Κυβέρνηση ἔχει ἀναλογισθῇ ὅτι κατ’ ἀνάγκην, πρός τήρηση τῆς ἴσης μεταχειρίσεως, ἡ ἐξαγγελία περί ἐπαναφορᾶς τοῦ Φ.Μ.Α.Π., χωρίς ὅμως νά ἀπαλλάσσονται τά ἐκκλησιαστικά Ν.Π.Δ.Δ. τοῦ ἄρθρου 1 παρ. 4 τοῦ ν. 590/1977 (ὅπως προέβλεπε ὁ ν. 2459/1997, ἄρθρο 23 περ. ιγ) συναποτελεῖ ἐξαγγελία ὑπαγωγής σέ αὐτόν καί γιά ὅλες τίς παραπάνω ὑπό στοιχεῖα 1,2,3,4 κατηγορίες θρησκευτικῶν νομικῶν προσώπων καί ὀργανισμῶν.

Διαφορετική (δυσμενέστερη) φορολογική μεταχείριση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δέν θά εἶναι ἀνεκτή συνταγματικῶς, ἀλλά καί ἐν ὄψει τῶν διατάξεων της Ε.Σ.Δ.Α.. Ἡ ἀρχή αὐτή αὐτοθρόως ἰσχύει ἐνδεχομένης καί προκειμένης τῆς ὑπαγωγῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σέ κάθε φόρο, γεγονός πού θά συνέπεται τήν μή ἐξαίρεση ἀπό αὐτόν γιά τά λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τά λοιπά θρησκευτικά νομικά πρόσωπα ἤ φορεῖς, καθώς καί τά λοιπά μή κερδοσκοπικά νομικά πρόσωπα.

Εἰδάλλως ἡ δημιουργία νέων φορολογικῶν ἀντικειμένων μόνον γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί ἐν γένει τά νομικά πρόσωπα τοῦ ἄρθρου 1 παρ. 4 τοῦ ν. 590/1977 (καί όχι καί γιά τά λοιπά Ν.Π.Δ.Δ.) ἀποτελεῖ ἐκ μέρους τῆς νομοθετικῆς λειτουργίας συνειδητή ἔναρξη ἀπορρυθμίσεως τῶν σχέσεων Κράτους καί Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος  καί ἐκθεμελίωση τῆς ἰδιότητας τῆς τελευταίας ὡς Ν.Π.Δ.Δ. [6] .

Σημειώσεις:

[1].Κατά τήν αρχική διατύπωση τοῦ ἄρθρου 23 περιπτ. ιγ΄ του ν. 2459/1997 (ΦΕΚ Α΄ 17/18.2.1997) απαλλάσσονταν τοῦ Φ.Μ.Α.Π. «ιγ)Οι Ιεροί Ναοί, οι Ιερές μονές, τα αναγνωρισμένα θρησκευτικά δόγματα για τα ακίνητα πού χρησιμοποιούν.», κατά τήν νεώτερη διατύπωσή του «ιγ)

Οι κατά το άρθρο 13 παράγραφος 2 του Συντάγματος γνωστές θρησκείες και τα δόγματα, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 35 του παρόντος νόμου.» (ὅπως τροποποιήθηκε μέ τό ἄρθρο 14 παρ. 1 τοῦ ν. 2579/1998). Κατά τό ἄρθρο 35 (Φορολογία μεγάλης ακίνητης περιουσίας μειονοτικών νομικών προσώπων) προβλεπόταν ὅτι : «1. Ο φόρος στη μεγάλη ακίνητη περιουσία που ορίζεται από τα άρθρα του παρόντος επιβάλλεται και στα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα μειονοτικά νομικά πρόσωπα που βρίσκονται στην Ελλάδα και προβλέπονται από τη Συνθήκη της Λωζάνης της 24ης Ιουλίου 1923, η οποία κυρώθηκε με νομοθετικό διάταγμα της 25ης Αυγούστου 1923.

2. Τα νομικά πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου απαλλάσσονται από το φόρο της μεγάλης ακίνητης περιουσίας, με τον όρο της απαλλαγής με αμοιβαιότητα των αντίστοιχων ελληνορθόδοξων μειονοτικών νομικών προσώπων.». Ὁ ν. 3554/2007 (ἄρθρο 7) κατήργησε τό ἄρθρο 35 καί προσέθεσε πλέον στό ἄρθρο 23 (περιπτ. κθ΄) ὡς –ἄνευ ὅρου ἀμοιβαιότητας– ἀπαλλασσόμενα τά Βακούφια.

[2]. Ἀς μήν παροραθῇ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ βουλευτής τοῦ Συνασπισμοῦ Μουσταφά – Μουσταφά κατά τήν συζήτηση τῆς ὑπ’ ἀριθμ. 742/8.3.99 ἐπίκαιρης ἐρωτήσεώς του πρός τόν Ὑπουργό Οἰκονομίας Γ. Δρύ, ἀφοῦ χαρακτήρισε γενικῶς «ἀντισυνταγματική» τήν φορολογία τῶν μειονοτικῶν βακουφίων τῆς Κομοτηνῆς, δευτερολόγησε λέγοντας «Να δεχθούμε τη φορολογία, αλλά να γίνει μία διαρρύθμιση επιτέλους» (Πρακτικά Βουλῆς, Θ’ Περίοδος, Σύνοδος Γ΄, Συνεδρίαση Δ΄ τῆς 10ης Μαρτίου 1999). «Ἀποδοχή» τῆς φορολογίας στήν πράξη δέν φαίνεται νά ἔγινε καί ἀντί διαρρυθμίσεως τῆς καταβολῆς τῶν χρεῶν, ἐκδόθηκε τό ἄρθρο 7 τοῦ ν. 3554/2007 περί συνολικῆς ἀφέσεώς τους.

[3]. «Βακούφιο είναι αφιέρωμα κατά τον Ιερό Ισλαμικό Νόμο, που περιλαμβάνει ακίνητα ή/και κινητά περιουσιακά στοιχεία ή πρόσοδο υπέρ ευσεβούς, αγαθοεργού, κοινωφελούς γενικά σκοπού ή υπέρ φιλανθρωπικού, θρησκευτικού, ευαγούς ιδρύματος, που είτε υπάρχει είτε ιδρύεται για μη κερδοσκοπικό σκοπό». (ἄρθρο 2 τοῦ ν. 3647/2008).

«1. Τα υπάρχοντα Βακούφια που περιλαμβάνουν ακίνητη περιουσία αποτελούν, από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου, χωριστά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και λογίζονται ως κοινωφελή ιδρύματα που λειτουργούν προς εξυπηρέτηση του σκοπού για τον οποίον έχουν συσταθεί.» (ἄρθρο 4 παρ. 1 τοῦ ν. 3647/2008).

[4]. Βλ. ΣτΕ 1876/2006, 1877/2006 γιά τό Ἐκκλησιαστικό Ὀρφανοτροφεῖο Βουλιαγμένης τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, ὅπου κρίθηκε ὅτι ἀπό τόν Φ.Μ.Α.Π. «δεν απαλλάσσονται δε από τον φόρο τα ιδιαίτερα νομικά πρόσωπα που ανήκουν ή εξαρτώνται από άλλες γνωστές θρησκείες και δεν ταυτίζονται (τα νομικά αυτά πρόσωπα) με το ίδιο νομικό πρόσωπο – φορέα τς άλλης γνωστής θρησκείας. Επομένως, δεν θεσπίζεται ευνοϊκότερο καθεστώς φορολογικής μεταχειρίσεως των ακινήτων των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου τν άλλων αυτών θρησκειών, ώστε να τίθεται θέμα παραβιάσεως της συνταγματικής αρχής της ισότητας.»

Μέ τήν τελευταία του νύξη τό Δικαστήριο βασίσθηκε, μεταξύ ἄλλων, καί στό νομικό γεγονός ὅτι κατά τήν ἔκδοση τῆς ἀποφάσεώς του (2006) κανένα Ν.Π.Ι.Δ., ἐξαρτώμενο ἀπό γνωστή θρησκεία, δέν ἀπαλλασσόταν τοῦ Φ.Μ.Α.Π. ὑπό τό καθεστώς τοῦ ν. 2459/1997, γιά νά καταλήξῃ στό συμπέρασμα ὅτι, ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου, ἡ ὑποβολή σέ Φ.Μ.Α.Π. τοῦ Ὀρφανοτροφείου τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν δέν ἀποτελοῦσε ἄνιση μεταχείρισή του ἔναντι τῶν ἱδρυμάτων τῶν λοιπῶν γνωστῶν θρησκειῶν τῆς χώρας. Γιά τήν ἔννοια τοῦ νομικοῦ προσώπου – φορέως τῆς θρησκείας/δόγματος, βλ. γνωμοδότηση τοῦ ΝΣΚ 332/2002 (www.nsk.gr, καί εἰς Κ. Παπαγεωργίου, Φορολογία θρησκειῶν καί κοινωφελῶν νομικῶν προσώπων, 2005, σελ. 165 ἑπόμ).

[5]. Και γιά τά ὁποῖα προβλεπόταν ἀπαλλαγή ἕως τοῦ ποσοῦ τῶν 607.490 ευρώ, καί ὑπαγωγή σέ φορολογικό συντελεστή ποσοστοῦ 0,35 % γιά τό ὑπερβάλλον (ἄρθρο 25 παρ. 2 τοῦ ν. 2459/1997).

[6]. Ἀντίθετος στο σημεῖο αὐτό ὁ Κ. Παπαγεωργίου, Οἱ φορολογικές ἀπαλλαγές τῶν θρησκευμάτων –Ζητήματα συνταγματικότητας, ΔΦΝ 2009, σελ. 27.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: