29 Ιουλίου, 2009

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Κυρού ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ – 1935 –

 
Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ

Κατά τους πρώτους αιώνας του Χριστιανισμού, προ της πλήρους διαμορφώσεως της εκκλησιαστικής διοικήσεως, πάντες, ως γνωστόν, οι Ιεράρχαι έφερον τον τίτλον του Επισκόπου. 

Όλως εξαιρετικώς ο της Αλεξανδρείας Επίσκοπος έφερε τον τίτλον Πάπας, εις ον πολύ μεταγενεστέρως προσετέθη και ο ιστορικώς αδικαιολόγητος τίτλος του Πατριάρχου (Πάπας και Πατριάρχης). 

Από του η΄ αιώνος επεκράτησε να καλήται Πάπας και ο Επίσκοπος Ρώμης, ειδικώς έκτοτε προσλαβών τον τίτλον τούτον. Αλλ΄ ο Αλεξανδρείας λίαν ενωρίς προσωνομάζετο Αρχιεπίσκοπος. 

Ούτως ωνόμαζε τον προκάτοχόν του Αλέξανδρον ο Μ. Αθανάσιος. Τον τίτλον δε τούτον του Αρχιεπισκόπου προσέλαβον και πάντες οι πρόεδροι των Εκκλησιών. Προ του ε΄ αιώνος, ότε ήρξατο επικρατών ο τίτλος του Πατριάρχου δι΄ ωρισμένους Επισκόπους, ούτοι ωνομάζοντο Αρχιεπίσκοποι.

Κατά τον στ΄ αιώνα ο ΚΠόλεως ετιτλοφορείτο «Αρχιεπίσκοπος και Πατριάρχης» (Αρχιεπίσκοπος ΚΠόλεως και Οικουμενικός Πατριάρχης). Μετά δε την Γ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον, υφ΄ ης κατεκυρώθη η από του Πατριαρχείου Αντιοχείας ανεξαρτησία και το αυτοκέφαλον της Εκκλησίας της Κύπρου, ο της Εκκλησίας ταύτης Πρόεδρος ωνομάσθη Αρχιεπίσκοπος. 

Διότι ο τίτλος ουτός του Αρχιεπισκόπου συνεδέετο μετά της εννοίας του «αυτοκεφάλου». Ο Άγιος Βασίλειος λ.χ. ήτο Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας, ως Έξαρχος της Καππαδοκίας, ενώ ο άγιος Νικόλαος ωνομάζετο Επίσκοπος, διότι ήτο Μητροπολίτης Μύρων της Λικίας.

Συνήθως δε και οι διοικούντες Μητροπόλεις εν τη αρχαία εποχή διετήρουν τον τίτλο του Επισκόπου, τίτλον καθηγιασμένον υπό της πολιάς αποστολικής αρχαιότητος. 

Κατά τους μέσους όμως χρόνους, εκτός των Αρχιεπισκόπων Προέδρων των Εκκλησιών, υπήρχον εν τω Πατριαρχείω Κωνσταντινουπόλεως και οι λεγόμενοι «αυτοκέφαλοι» Αρχιεπίσκοποι. 

Εν τη των Επαρχιών του Πατριαρχείου πρώτη σωζομένη αναγραφή, υπό την Επιγραφήν «Έκθεσις Επιφανίου», ήτις απεδόθη μεν εις τον Άγιον Επιφάνιον Κύπρου (†403) πράγματι όμως συνετάχθη κατά τον ζ΄ αιώνα, αναγράφονται, εκτός των Μητροπόλεων και Επισκοπών, 33 «αυτοκέφαλοι» Αρχιεπισκοπαί. 

Κατ΄ άλλας Εκθέσεις εν αρχή του θ΄ αιώνος αί «αυτοκέφαλοι». Αρχιεπισκοπαί ανήλθον εις 47 κατά δε τον ι΄ αιώνα εις 51, βραδύτερον ήρξατο ελαττούμενος ο αριθμός αυτών, δι΄ ους θα είπωμεν λόγους, έως ου έπαυσαν αναφερόμενοι οι «αυτοκέφαλοι» Αρχιεπίσκοποι.

Το «αυτοκέφαλον» αυτών συνίστατο κυρίως εν τούτω, ότι δεν υπέκειντο υπό την δικαιοδοσίαν του Μητροπολίτου της Επαρχίας, αλλ΄ εξηρτώντο παρά του Πατριάρχου ΚΠόλεως, παρ΄ αυτού χειροτονούμενοι και του ονόματος αυτού, ουχί δε του Μητροπολίτου, μνημονεύοντες. 

Δεν είνε γνωστόν εάν συμμετείχον των Επαρχιακών Συνόδων, βέβαιον δε είνε ότι συμμετείχον των υπό την προεδρείαν του Πατριάρχου Ενδημουσών εν ΚΠόλει Συνόδων. Η τιμή του «αυτοκεφάλου» εθεωρείτο μεγάλη, απεδίδετο δε εις τους Επισκόπους πόλεων, ας ετίμησαν άγιοι και μάρτυρες Επίσκοποι, ή αίτινες σπουδαίαν κατείχον πολιτικήν ή ιστορικήν θέσιν. 

Εν τη Εκκλησία Αντιοχείας υπήρχον «Μητροπολίται αυτοκέφαλοι» και αντίστοιχοι προς αυτούς «Αρχιεπίσκοποι Επαρχιώται» ή «Αρχιεπίσκοποι Σύγκελλοι» μη υποκείμενοι εις Μητροπολίτας. Ούτοι δε προς διάκρισιν από των «αυτοκεφάλων» Μητροπολιτών εκαλούντο «Μητροπολίται μεγάλοι». 

Αι «αυτοκέφαλοι» Αρχιεπισκοπαί του Πατριαρχείου ΚΠόλεως ήρξαντο προαγόμεναι εις Μητροπόλεις. Ούτως η Επισκοπή Σμύρνης λ.χ. υποκειμένη υπό τον Μητροπολίτην Εφέσου προήχθη εις Αρχιεπισκοπήν «αυτοκέφαλον» είτα δε και εις Μητρόπολιν.

Αλλά κατά την κανονικήν τάξιν δεν ηδύνατο να υπάρξη Μητρόπολις άνευ «υποκειμένων θρόνων», τουτέστιν άνευ Επισκοπών. Και πολλάκις μεν κατά την προαγωγήν Αρχιεπισκοπής «αυτοκεφάλου» εις Μητρόπολιν εμορφούντο εκ τμημάτων αυτών και τινες Επισκοπαί, ενίοτε όμως τούτο δεν καθίστατο δυνατόν. Εντεύθεν εν ταις αναγραφαίς των Επαρχιών σημειούται ότι αύτη η εκείνη Μητρόπολις δεν έχει «υποκειμένους θρόνους».

Τούτο ήτο πάντως παρά την κανονικήν τάξιν, καθ΄ήν δεν δύναται να νοηθή πραγματική Μητρόπολις άνευ Επισκοπών.Η κανονική ακρίβεια έτι μάλλον παρεβιάσθη ότε ήρξατο αθρόα η προαγωγή των Επισκόπων εις Αρχιεπισκοπάς και των Αρχιεπισκοπών εις Μητροπόλεις. 

Ενώ κατά τον ζ΄και η΄ αιώνα το Πατριαρχείον ηρίθμει 33 Μητροπόλεις, ισαρίθμους «αυτοκεφάλους» Αρχιεπισκοπάς και 352 Επισκοπάς, υποκειμένας υπό τας Μητροπόλεις, κατά τον ιγ’ αιώνα, επί των Παλαιολόγων, ο αριθμός των Μητροπόλεων ανήλθεν εις 109.

Αι Μητροπόλεις δεν είχον πλέον πάσαι Επισκοπάς υποκειμένας. Μετεβάλετο δε κατά καιρούς και η τιμητική θέσις των Μητροπόλεων. Διότι η Ενδημούσα Σύνοδος ΚΠόλεως κατήρτιζεν εκάστοτε την λεγομένην «τάξιν πρωτοκαθεδρείας», ήτοι το Συνταγμάτιον, προάγουσα τιμητικώς ή και υποβιβάζουσα την θέσιν εκάστης Μητροπόλεως. 

Κατά τας παραμονάς της αλώσεως της ΚΠόλεως υπό των Τούρκων το Πατριαρχείον ηρίθμει 72 Μητροπόλεις, αλλά τούτων μόνον αι 21 είχον Επισκοπάς.

Κατά τους μετά την άλωσιν χρόνους δεν υπάρχουσι πλέον Αρχιεπισκοπαί «αυτοκέφαλοι», εν τη γνωστή εννοία της λέξεως, αλλά εν τη «τάξει πρωτοκαθεδρείας» οι Αρχιεπίσκοποι τάσσονται μετά τους Μητροπολίτας, καίτοι και οι τελευταίοι ούτοι απλούν τίτλον Μητροπολίτου έφερον και παρά του Πατριάρχου την χειροτονίαν ελάμβανον και του ονόματος αυτού εμνημόνευον.

Οι ίδιοι δε κατά τας ιερουργίας εμνημονεύοντο ουχί ως Μητροπολίται, αλλ΄ ως Αρχιεπίσκοποι. Ταυτοχρόνως όμως ο τίτλος του Αρχιεπισκόπου εν τη αρχαία και πρώτη αυτού εννοία παρέμεινεν εν τω προσώπω των Προέδρων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, κατά την νεοτέραν έννοιαν της λέξεως ταύτης, του «αυτοκεφάλου».

Διότι «Αυτοκέφαλοι» ωνομάσθησαν αι διοικητικώς ανεξάρτητοι επί μέρους Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, εξ΄ων απαρτίζεται η Μία Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.

Ειδικώτερον εν τη Εκκλησία της Ελλάδος κατά τους τρεις πρώτους αιώνας του Χριστιανισμού, ότε κέντρον της Εκκλησίας της Ελλάδος ήτο η Κόρινθος, η Επισκοπή Αθηνών υπέκειτο υπό την Επισκοπήν Κορίνθου, ήτις μικρόν κατά μικρόν, ως Επισκοπή της πρωτευούσης τότε πόλεως της Ελλάδος, απέβη η Μητρόπολις της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Κατά δε την από του δ΄ αιώνος μόρφωσιν της Εξαρχίας της Θεσσαλονίκης, ο Μητροπολίτης Κορίνθου, μετά των υπ΄ αυτόν τριάκοντα Επισκοπών, υπήχθη υπό τον Έξαρχον Θεσσαλονίκης, αλλ΄ από του 733 ετέθη υπό την δικαιοδοσίαν του Πατριάρχου ΚΠόλεως, δια της μετ΄ αυτού διοικητικής ενώσεως της Εξαρχίας Θεσσαλονίκης. Εν τω μεταξύ χρόνω η πόλις των Αθηνών ανέκτα την παλαιάν της θέσιν, ενώ αντιθέτως η πόλις της Κορίνθου παρήκμαζεν. 

Εν αρχή δε του θ΄ αιώνος η τέως Επισκοπή Αθηνών εμφανίζεται ως αυτοτελής Μητρόπολις, προαχθείσα προφανώς αμέσως από Επισκοπής εις Μητρόπολιν, έχουσα υφ΄ εαυτήν πέντε Επισκοπάς (Ευρίπου, Διαυλείας, Κορωνείας, Άνδρου, Ωρείου ή Ωρεού) ενώ η Μητρόπολις Κορίνθου ηρίθμει τρεις μόνον Επισκοπάς (Δαμαλά, Άργους, Μονεμβασίας). 

Επί του αυτοκράτορος Λέοντος στ΄ του Σοφού (886-911) έτι μάλλον προήχθη η Μητρόπολις Αθηνών, έχουσα υφ΄ εαυτήν δέκα Επισκοπάς. Κατά την κατάληψιν όμως της Ελλάδος υπό των Σταυροφόρων κατηργήθη, προς ταις άλλαις, και η Ορθόδοξος Μητρόπολις Αθηνών, του τότε διαπρεπεστάτου Μητροπολίτου Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτου απομακρυνθέντος και διαβιώσαντος εν Κέω († περί το 1220). 

Επί δε των Ατζαϊώλων, των από του τέλους του ιδ΄ αιώνος μέχρι της τουρκικής, κατακτήσεως αρξάντων των Αθηνών, επετράπη η εγκαθίδρυσις του Ορθοδόξου Ιεράρχου Αθηνών. 

Ενώ δε ο επείσακτος λατίνος Αρχιεπίσκοπος κατείχε τον Παρθενώνα της Ακροπόλεως ως καθεδρικόν ναόν, ο ορθόδοξος Μητροπολίτης, διαμένων εν πενιχρώ και ασήμω οικήματι (όπου νυν το στρατιωτικόν αρτοποιείον, το τζαμί του κατακτητού), είχε πιθανώς ως Μητροπολιτικόν ναόν τον παρά τον Άρειον Πάγον ναόν του Αγίου Διονυσίου. 

Έφερε δε τον τίτλον «Μητροπολίτης Αθηνών Έξαρχος απάσης Ελλάδος, Πρόεδρος Θηβών και Νέων Πατρών», και είχεν υφ΄εαυτόν κατά τον ιε΄ αιώνα τας Επισκοπάς Διαυλείας, Ταλαντίου, Άνδρου, Σκύρου, Σόλωνος (Σαλώνων) και Μενδενίτζης.

Κατά δε τους μετά την άλωσιν της ΚΠόλεως χρόνους διετήρησεν η Μητρόπολις Αθηνών τας Επισκοπάς ταύτας, προσετέθησαν δε εις αυτάς και αι Επισκοπαί Θηβών, Νέων Πατρών (Υπάτης) και Ναυπάκτου. 

Εν διαρκεία της Επαναστάσεως διηθύθυνε την Μητρόπολιν Αθηνών ως Τοποτηρητής ο εις αυτήν ανήκων Επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος Μεταξάς, καίτοι δε τω 1833 υπήρξε τις Άνθιμος «Μητροπολίτης Αθηνών και Λεβαδείας», ο Ταλαντίου Νεόφυτος κατά την πρώτην διαρρύθμισιν των Επισκοπών της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος.

Ότε απεφασίσθη να υπάρχωσιν εν αυτή μόνον Επίσκοποι, καταργηθέντος παντός άλλου τίτλου, διωρίσθη Επίσκοπος Αθηνών υπό τον γενικόν τίτλον Επισκόπου Αττικής, μέχρι της 2 Σεπτεμβρίου 1850, ότι δια Β. Διατάγματος, συμφώνως προς τον Συνοδικόν Τόμον του Πατριαρχείου ΚΠόλεως περί της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως ισόβιος Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου ωνομάσθη Μητροπολίτης Αθηνών.

Κατά δε την επί τη βάσει των νόμων Σ΄ και ΣΑ΄ του 1852 γενομένην νέαν διαρρύθμισιν της διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος ωρίσθη εις μόνος Μητροπολίτης, ο Αθηνών, ωσαύτως ωρίσθησαν δέκα Αρχιεπίσκοποι, οίοι ήσαν οι Επίσκοποι των εδρών των Νομών και 13 Επίσκοποι. 

Υπό την νέαν ταύτην μορφήν η Εκκλησία της Ελλάδος παρουσιάσθη ως μια Μητρόπολις έχουσα υφ΄εαυτήν 23 Επισκοπάς, αλλ΄ η ομοιότης αυτής προς τας αρχαίας Μητροπόλεις ήτο μάλλον εξωτερική, ο δε Μητροπολίτης Αθηνών, κατά τους νόμους του 1852, διετήρησε τας προνομίας του Προέδρου Αυτοκεφάλου και αυτονόμου Εκκλησίας, οία ήτο η Μητρόπολις αύτη.

Βεβαίως όμως η ύπαρξις και δέκα Επισκόπων, φερόντων τίτλον Αρχιεπισκόπου, υπήρξεν απλή διακόσμησις του νέου διοικητικού συστήματος, διότι και οι Αρχιεπίσκοποι δεν ήσαν «αυτοκέφαλοι» κατά την παλαιοτέραν έννοιαν, αλλ΄ απλοί Επίσκοποι. 

Δια του νόμου της 6ης Ιουλίου 1899 γενομένης νέας διοικητικής διαιρέσεως του Κράτους, προσηρμόσθη προς αυτήν και η εκκλησιαστική διοίκησις, ορισθεισών 31 εν συνόλω Επισκοπών και μιας Μητροπόλεως, της των Αθηνών.

Ούτω δε Εκκλησία της Ελλάδος παρουσίαζε πάλιν κατά την διοικητικήν αυτής διαίρεσιν τον τύπον παλαιάς Μητροπόλεως μετά των Επισκοπών αυτής, αυτονόμου και αυτοκεφάλου, ανεξαρτήτου Εκκλησίας ης ο Πρόεδρος έφερε τον τίτλον Μητροπολίτου. 

Αλλά τω 1922 επήλθεν ουσιώδης μεταβολή, καθ΄ ην δια νόμου της Γ΄ Εθνοσυνελεύσεως, απενεμήθη εις πάντας τους Επισκόπους της Εκκλησίας της Ελλάδος ο τίτλος Μητροπολίτου, ο δε Αθηνών Μητροπολίτης προσωνομάσθη Έξαρχος πάσης Ελλάδος και προσηγορεύθη Μακαριώτατος, ως είχεν ήδη προτείνει η μεγάλη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπεία του 1914.

Εάν δια τον Αθηνών κατηργείτο ο τίτλος του Μητροπολίτου και παρέμεινε μόνος ο τίτλος Εξάρχου ηδύνατο να δικαιολογηθή η προσαγόρευσις του Μακαριωτάτου. Αλλά ταύτην μεν φέρουσι μόνον Πρόεδροι Αυτοκεφάλων Εκκλησιών Αρχιεπίσκοποι και Πατριάρχαι.

Ο δε τίτλος του Εξάρχου δεν αρμόζει εις αυτόνομον και «αυτοκέφαλον» εν τη πραγματική εννοία της λέξεως Προέδρου Εκκλησίας. Ο Αθηνών ετιτλοφορείτο Έξαρχος, ως είδομεν, ότε υπέκειτο υπό τον Οικουμενικόν Πατριάρχην.

Εις Πρόεδρον δε «αυτοκεφάλου» Εκκλησίας ανήκει ο τίτλος ή Αρχιεπισκόπου ή Πατριάρχου, αλλ΄ επί πλέον εφ΄ όσον πάντες οι Επίσκοποι της Εκκλησίας της Ελλάδος προσηγορεύθησαν Μητροπολίται.

Ο Αθηνών, χάριν της θέσεως αυτού εν τη σειρά των λοιπών Προέδρων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ων ο της Σερβίας και ο της Ρουμανίας έσπευσαν να προσλάβωσι τον τίτλον Πατριάρχου, και χάριν της κανονικής ακριβείας τω 1923, αποφάσει της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και νομοθετική εγκρίσει της Πολιτείας, ωνομάσθη «Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος».

Εν τοιαύτη εννοία φέρουσι σήμερον τον τίτλον του Αρχιεπισκόπου πάντες σχεδόν οι Πρόεδροι των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, των δε Πατριαρχικών Εκκλησιών αι υπό την άμεσον δικαιοδοσίαν του Πατριάρχου τελούσαι Επαρχίαι αποτελούσι την Αρχιεπισκοπήν του Πατριαρχείου, (οίον Αρχιεπισκοπή ΚΠόλεως, Αρχιεπισκοπή Αλεξανδρείας, Αρχιεπισκοπή Αντιοχείας και εξής).

Ειδικώτερον δε ο μεν Οικουμενικός Πατριάρχης καλείται Αρχιεπίσκοπος ΚΠόλεως, ο Σερβίας Πατριάρχης Αρχιεπίσκοπος Πεκίου, ο Ρουμανίας Πατριάρχης Αρχιεπίσκοπος Ουγκροβλαχίας, ο Πατριάρχης-Καθολικός της Γεωργίας, Αρχιεπίσκοπος Μιτσχέτης. 

Μόνος, ο της εσχάτως χειραφετηθείσης Ορθοδόξου Εκκλησίας Πολωνίας, τιτλοφορείται Μητροπολίτης. Ωσαύτως Αρχιεπίσκοποι προσαγορεύονται, εκτός του Αυτοκεφάλου Κύπρου, ο Σιναίου και οι Πρόεδροι των αυτονόμων Ορθοδόξων Εκκλησιών Αμερικής, Τσεχοσλοβακίας, Φιλανδίας, Εσθονίας, Λεττονίας.

Αυτόνομοι δε καλούνται αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, αι έχουσαι μεν διοικητικήν αυτοτέλειαν, μη ούσαι όμως εντελώς ανεξάρτητοι. Αύτη εν γενικωτάταις γραμμαίς υπήρξεν η ιστορία του τίτλου του Αρχιεπισκόπου και η έννοια, υφ ην φέρουσι τούτον οι Πρόεδροι των Ορθοδόξων Εκκλησιών.

† Ο ΑΘΗΝΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ




Δεν υπάρχουν σχόλια: