13 Ιουνίου, 2009

† Ο Όσιος ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ (15η Ιουνίου)

st195_300


«Ιερώνυμον τον μέγαν τεθνηκότα,

Μέγας μένει στέφανος ουκ απεικότως.»


ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ο Όσιος πατήρ ημών ήτο σύγχρονος του εν Αγίοις πατρός ημών Γρηγορίου του Θεολόγου, του οποίου και μαθητής εχρημάτισεν εν έτει τν΄ (350). Κατήγετο δε εκ της Δαλματίας, και ήτο κάτοχος κατά μεν τον ιερόν Αυγουστίνον τριών γλωσσών, ήτοι της Ελληνικής, της Λατινικής και της Εβραϊκής, κατά δε τον Δοσίθεον Ιεροσολύμων πέντε˙ διότι εκτός των ρηθεισών τριών διαλέκτων εγνώριζεν έτι και την των Περσών και την των Χαλδαίων˙ όθεν και πεντάγλωσσος επωνομάσθη. Εις Βηθλεέμ δε απελθών, αφού πρότερον περιήλθε πολλάς πόλεις της Ανατολής και της Αιγύπτου, έτι δε και τα ονομαστά ησυχαστήρια των εκείσε ασκουμένων Μοναστών και πολλά εκείθεν διδαχθείς και ωφεληθείς, ίδρυσεν ίδιον ασκητικόν ησυχαστήριον και Μονήν ανδρών, της οποίας αυτός ήτο καθηγητής και ηγούμενος.


Ήσκησε δε κατ΄ αρχάς μέν εις τινα έρημον της κατά την Συρίαν Χαλκίδος˙ όθεν επιστρέψας εις Ρώμην εχρημάτισε γραμματεύς του Πάπα Δαμάσου. Μετά δε την τούτου τελείωσιν ανεχώρησεν εκ Ρώμης συκοφαντηθείς και καταδιωχθείς φθονερώς υπό του μισομονάχου μέρους της Ρωμαϊκής κοινωνίας, και απήλθεν εις Βηθλεέμ, όπου εγκαταστάς ετελειώθη εν Κυρίω.


Ηκολούθησε δε αυτόν ευλαβώς τον αυτόν ασπασαμένη βίον η ευγενεστάτη και περίδοξος Πατρικία Ρωμαία Οσία Παύλα χήρα, μετά της λαμπράς θυγατρός αυτής Παρθένου Οσίας Ευστοχίας και άλλων πεντήκοντα Ρωμαίων παρθένων ευγενών, αίτινες πάσαι ομού ευσεβώς περιήλθον μετά του Ιερωνύμου πάντας τους Αγίους Τόπους της Παλαιστίνης, την Αίγυπτον και τάς ερήμους της Νητρίας και Θηβαΐδος, αίτινες και πόλεις Αγίων ωνομάζοντο, διά το πλήθος των εν αυταίς Μοναστηρίων και ησυχαστηρίων κατοικουμένων υπό των διαπρεπεστέρων Οσίων Ασκητών και καθηγητών του μοναχικού βίου, των ακμασάντων κατά τον Δ΄ αιώνα, από Αντωνίου του Μεγάλου και εφεξής.


Ήτο δε ο μακάριος Ιερώνυμος ούτος και του ιερού Αυγουστίνου επιστήθιος φίλος και συναγωνιστής δια των συγγραμμάτων αυτού κατά των αιρετικών. Εκτιμών δε τούτον ο Αυγουστίνος ως θεόσοφον και των υπερουρανίων μύστην και θεωρόν, ότε ηθέλησε να συγγράψη το περί πόλεως Θεού βιβλίον αυτού, πρός τούτον τον Όσιον Ιερώνυμον απετάθη δι΄ επιστολής, παρακαλών όπως μυήση και αυτόν ως επίσταται τα κατά την πόλιν του Θεού την ουράνιον. Αλλ΄ ο θείος Ιερώνυμος είχεν ήδη αποθάνει, πρίν ή κομισθή πρός αυτόν η εν λόγω επιστολή του Αυγουστίνου.


Αλλ΄ όμως και κατ΄ όναρ τω Αυγουστίνω φανείς είπεν˙ «αδύνατον ην ανθρώπω λαλήσαι ή περιγράψαι ως έχει τα κατά την Πόλιν του Θεού, ήτοι τα των μακαρίων ψυχών εν ουρανοίς σκηνώματα˙ ουκ αν επίστευον δε πώποτε ότι ούτος έχει, ει μη απήλαυον τούτων» (1) .


Καρπός δε των θεολογικών αυτού σπουδών και μελετών είναι αί μεταφράσεις αυτού των Αγίων Γραφών και ένιαι διορθώσεις, και τα κατά των αιρετικών συγγράμματα αυτού και άλλα, δι΄ ων μεγάλως ωφέλησε την του Χριστού Εκκλησίαν, στηρίζων τους πιστούς εις την ευσέβειαν, και διδάσκων την κατά Χριστόν μόρφωσιν των ηθών και διαγωγήν, γενόμενος ούτω μέγας της Εκκλησίας πατήρ και έξοχος Διδάσκαλος˙ εις έπαινον δε αυτού αρκεί το λόγιον Ιωάννου του Κασσιανού λέγοντος: «όντως Ιερώνυμος των Ορθοδόξων ο καθηγητής, ου τα συγγράμματα λάμπουσιν ως θεϊκαί λαμπάδες ανημμέναι, και φέγγουσιν ως ηλιακαί ακτίνες από Ανατολών μέχρι Δυσμών».


Εν τω ησυχαστηρίω λοιπόν αυτού, τω όντι εν Βηθλεέμ, όπερ και παράδεισον των μελετών του απεκάλεσε, τάς μελέτας αυτού ποιούμενος και ασκούμενος την μοναχικήν πολιτείαν, την οποία ησπάσθη από της ανδρικής αυτού ηλικίας, και θεολογήσας, απήλθε προς Κύριον πλήρης ημερών γενόμενος και ζήσας έτη 97, ων τα τελευταία τριάκοντα εν Βηθλεέμ.


Επ΄ ευκαιρία της ως άνω αναρτήσεως, Υίικώς ευχώμεθα λόγω των Ονομαστηρίων της Αυτού Μακαριότητος τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΝ κατ΄ άμφω υγείαν και μακροημέρευσιν.


__________________________


1) Εις δε το βιβλίον «Θύρα της Μετανοίας» η υπόθεσις αύτη ούτως εκτίθεται (εν Βίβλ. Δ΄ όφελος εκ της μνήμης της Βασιλείας των Ουρανών). Την ιδίαν ημέραν, λέγει ο ιερός Αυγουστίνος, και περί την ώραν καθ΄ ην απέθανεν ο Άγιος Ιερώνυμος, ήμην εις την Ιππώνα˙ και ησυχάζων εις το κελλίον μου διελογιζόμην μετά πολλού πόθου, οποίαν τάχα δόξαν θέλουσιν έχει αί ψυχαί των Δικαίων, και εις πόσην χαράν και αγαλλίασιν θέλουσιν ευρίσκεσθαι, και οποίας ηδονάς θα απολαμβάνωσιν, επιθυμών από ταύτην την ύλην (τον συμπερασμόν) να γράψω βραχύλογον σύνταγμα. Και δη λαβών εις χείράς μου κάλαμον και χαρτίον, επεχείρησα πρότερον να γράψω επιστολήν πρός τον προειρημένον Ιερώνυμον (νομίζων ότι ζή εν τη παρούση) διά να μοί αντιγράψη και αυτός τι ιδέαν έχει περί τούτων.


Καθ΄ ον δε χρόνον επεχείρησα να σχεδιάσω το προοίμιον της επιστολής, έξαφνα εγέμισεν όλον μου το κελλίον μία άρρητος φωτοχυσία με ανεκδιήγητον και απαράβλητον ευωδίαν και οσμήν πάντερπνον, την οποίαν ανθρωπίνη γλώσσα δεν δύναται παντελώς να ερμηνεύση˙ τα οποία αισθανόμενος εγώ έγινα όλος έκθαμβος και έμφοβος˙ έχασα παρευθύς τάς δυνάμεις και τάς κινήσεις και της ψυχής και του σώματος˙ διότι δεν ήξευρα ότι ο Κύριος ημών εκείνην την ώραν ανύψωσεν εις τούς ουρανούς την ψυχήν του δούλου του Ιερωνύμου.


Πηγή: ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ


________________________________


Δεν υπάρχουν σχόλια: