07 Ιανουαρίου, 2009

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 4/1/2009

Κατάργηση θρησκευτικού όρκου

Θετική η απήχηση


Θετική είναι η ανταπόκριση που βρίσκει τόσο στον πολιτικό κόσμο όσο και στο εσωτερικό της Εκκλησίας η τοποθέτηση που έκανε μέσω της «Κ» ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος για κατάργηση του θρησκευτικού όρκου.


Βουλευτές και στελέχη των δύο μεγάλων κομμάτων στηρίζουν την πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου, ενώ υπέρ της κατάργησης τίθεται και η κοινοβουλευτική Αριστερά. Ακόμη πιο θερμή είναι η στήριξη που προσφέρουν δημοσίως στη θέση του Αρχιεπισκόπου μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος.


«Οχι» στον όρκο λένε και οι μητροπολίτες

Με την πρόταση του Aρχιεπισκόπου Ιερώνυμου φαίνεται να συντάσσεται η συντριπτική πλειονότητα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας


Tου Νικου Παπαχρηστου


Αίσθηση, προβληματισμό και έντονες συζητήσεις προκάλεσε στο εσωτερικό της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος -και όχι μόνον- η τοποθέτηση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Ιερώνυμου, στη συνέντευξη που παραχώρησε την περασμένη Κυριακή στην «Κ», σχετικά με τον θρησκευτικό όρκο και το ενδεχόμενο κατάργησής του.


Ηταν η πρώτη φορά που Προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας δήλωνε δημόσια πως «η κατάργηση του θρησκευτικού όρκου δεν δημιουργεί πρόβλημα στην Εκκλησία», υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα πως ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός απαγόρευσε κάθε είδους όρκο με την εντολή Του, «μη ομόσαι όλως». Ετσι, ο κ. Ιερώνυμος έδειξε πως η όποια μελλοντική διευθέτηση του συγκεκριμένου ζητήματος, που κατά το παρελθόν και μόνο η ανακίνησή του αποτελούσε casus belli για την Ιεραρχία, αφορά την Πολιτεία, η οποία άλλωστε καθιέρωσε αυτή τη μορφή ορκοδοσίας. Με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο φαίνεται να συντάσσεται η συντριπτική πλειονότητα της Ιεραρχίας, με εξαίρεση ίσως τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ανθιμο, που εξέφρασε τις επιφυλάξεις του για τη χρονική στιγμή που «άνοιξε» ένα τόσο σημαντικό θέμα. H «Κ» φιλοξενεί ενδεικτικές τοποθετήσεις μητροπολιτών.


Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ανθιμος

Πολύ σημαντικό ζήτημα


«Προσωπικά δεν διαφωνώ με την τοποθέτηση του μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου, πολύ περισσότερο όταν αναφέρεται στις εντολές του Κυρίου που είπε να μην ορκιζόμαστε καθόλου. Αλλά όμως στην όλη τοποθέτηση του ζητήματος και σε μια στιγμή που δεν έχει τεθεί από καμία άλλη πλευρά, νομίζω ότι δεν μπορούμε να το απλουστεύσουμε γιατί είναι πολύ σημαντικό και για την ίδια την Πολιτεία. Εάν δεν ήταν σημαντικό, θα το είχε ήδη καταργήσει», δηλώνει στην «Κ» ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Ανθιμος. Ο ιεράρχης σημειώνει ότι «η χρήση του όρκου είναι υπόθεση 2.000 χρόνων, με αναφορές στην Παλαιά αλλά και στην Καινή Διαθήκη» και αναγνωρίζει ότι στην πρακτική του μορφή, είτε ως βεβαιωτικός είτε ως υποσχετικός, αφορά την Πολιτεία, όπως για παράδειγμα «στη διάκριση αξιόπιστων ή μη μαρτύρων στη Δικαιοσύνη». Ωστόσο ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης απέφυγε να δώσει μια σαφή απάντηση στο ερώτημα γιατί οι ιεράρχες μετά την εκλογή τους δίνουν διαβεβαίωση και όχι θρησκευτικό όρκο ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας. «Βάζουμε το χέρι στην καρδιά. Δεν μπορούμε επί του ιερού Ευαγγελίου γιατί είναι η ζωή και η αναπνοή μας», υποστηρίζει και ερωτηθείς εάν η εφαρμογή της «διαβεβαίωσης» για τους αρχιερείς -που επί της ουσίας είναι πολιτικός «όρκος»- συνδέεται με την υποχρέωσή τους να είναι συνεπείς με το «μη ομόσαι όλως» του Χριστού, δηλώνει: «Νομίζω ότι είναι μια διάκριση για τους αρχιερείς λόγω του αξιώματος και της θέσεώς τους και έχει εξευρεθεί αυτός ο τρόπος διαβεβαιώσεως που είναι υποσχετικός όρκος όταν λέει ότι θα τηρήσουμε το Σύνταγμα. Επίσης επειδή ο όρκος των οργάνων της Πολιτείας δίδεται ενώπιον των αρχιερέων, δεν μπορεί ο ίδιος (ο ιεράρχης) να είναι και αυτοορκιζόμενος επί του ιερού Ευαγγελίου». Πάντως ο κ. Ανθιμος εκτιμά πως μια ενδεχόμενη κατάργηση του θρησκευτικού όρκου δεν θα διαταράξει τις σχέσεις Εκκλησίας - Πολιτείας.


Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος

Ορθή επανεξέταση


Απόλυτα σύμφωνος με τις θέσεις που διατύπωσε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, δηλώνει στην «Κ» ο μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, τακτικός καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών. «Ο θρησκευτικός όρκος επεβλήθη κάτω από ένα πολιτειοκρατικό σχήμα και εφαρμόζεται υπό την προοπτική της υποχρεωτικής του διάστασης. Θεωρώ ότι δεν μπορεί να είναι υποχρεωτικός για κανέναν. Ειδικότερα για τους ανθρώπους της Εκκλησίας και ιδιαίτερα της Ορθόδοξης, όπου η ορκοδοσία είναι απαγορευτική, επιβάλλεται να επανεξετάσουμε με ορθά εκκλησιολογικά δεδομένα την αναθεώρηση αυτής της υποχρέωσης», τονίζει ο κ. Χρυσόστομος: «Μια τέτοια ορκοδοσία υπάρχει επειδή το επιβάλλει ένας νόμος και προβλέπεται από μια συνταγματική διάταξη. Η αναζήτηση πολιτικού τρόπου για την εφαρμογή ενός όρκου σε πολιτειακό επίπεδο είναι θέμα της Πολιτείας. Η αναθεώρηση τέτοιων διατάξεων δεν επηρεάζει τις σχέσεις Εκκλησίας - Πολιτείας».


Μητροπολίτης Δημητριάδος Ιγνάτιος

Δεν μας προσδίδει κανένα κύρος


Την επανεξέταση του ζητήματος του θρησκευτικού όρκου είχε υποστηρίξει πριν από μερικά χρόνια, μαζί με άλλους αρχιερείς, ο μητροπολίτης Δημητριάδος Ιγνάτιος. Συνάντησαν, ωστόσο, την άρνηση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου και πολλών μητροπολιτών που δεν ήθελαν να ξεκινήσει μια τέτοια συζήτηση. «Είναι πολύ σοβαρή η άποψη που διατύπωσε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος. Η Πολιτεία καλείται να κρίνει εάν και κατά πόσο αυτό τη διευκολύνει. Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλοι ότι ζούμε σε μια εκκοσμικευμένη εποχή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να τίθενται θέματα που αφορούν τις σχέσεις της Εκκλησίας με την Κοινωνία και της Εκκλησίας με την Πολιτεία. Η Εκκλησία θα πρέπει να αντιληφθεί ότι έχει ένα καθαρά πνευματικό, ποιμαντικό και κοινωνικό ρόλο να διαδραμματίσει σε αυτή την Κοινωνία. Χρειάζεται από την πλευρά μας ιεραποστολή και κατήχηση. Δηλαδή να έχουμε πλήρη ταύτιση με τον αληθινό ρόλο που καλούμαστε να αναλάβουμε σήμερα. Δεν νομίζω ότι αποκτά κανένα κύρος ούτε ωφελείται σε τίποτα το ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας μας από τέτοιες διαδικασίες όπως είναι ο όρκος», επισημαίνει στην «Κ».


Μητροπολίτης Ζακύνθου Χρυσόστομος

Σωστά το έθεσε πρώτος


Ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας που έχει προσλάβει σήμερα η ελληνική κοινωνία αποτελεί για τον μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο έναν από τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να καταργηθεί ο θρησκευτικός όρκος. «Αλλωστε, όπως πολύ σωστά δήλωσε στην «Κ» ο Αρχιεπίσκοπος, ο Χριστός δεν προέβλεψε αλλά απαγόρευσε τον όρκο. Από την άλλη πλευρά δεν είναι σωστό να δεχόμαστε κάποιοι να μας κοροϊδεύουν και να μας εμπαίζουν όταν ορκίζονται σε κάτι που δεν πιστεύουν, με το οποίο δεν έχουν καμία σχέση και επομένως αυτά που θα πουν δεν έχουν νόημα, δεν τους δεσμεύουν. Ολα αυτά κάποια στιγμή θα αλλάξουν, θα τροποποιηθούν. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να ορκίζονται στο Ευαγγέλιο (σ.σ. βουλευτές, και υπουργοί) ότι θα τηρήσουν το Σύνταγμα και να το παραβαίνουν. Πολύ σωστά ο Αρχιεπίσκοπος έθεσε πρώτος το θέμα, ότι δεν χρειάζεται ο όρκος».


Η ορκοδοσία επιβλήθηκε από τους Βαυαρούς


«Διαβεβαιούμαι επί τη Αρχιερωσύνη μου ότι θα εκπληρώ τη θεία χάριτι τα αρχιερατικά μου καθήκοντα μετά πάσης σπουδής και δυνάμεως, τηρών απαρασαλεύτως τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς Κανόνας και τας ιεράς Παραδόσεις, διαδηλώ δε υπακοήν εις το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους».


Αυτή είναι η διαβεβαίωση που δίνουν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αμέσως μετά την εκλογή τους οι νέοι μητροπολίτες και ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Στην πραγματικότητα είναι η μοναδική πολιτικού χαρακτήρα διαβεβαίωση που προβλέπεται με νόμο του ελληνικού κράτους -αντί του καθιερωμένου θρησκευτικού όρκου- και αφορά αποκλειστικά τους λειτουργούς της επικρατούσης θρησκείας. Αντιθέτως, όλοι οι υπόλοιποι πολίτες, μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί και οι βουλευτές, όταν απαιτηθεί δίνουν τον θρησκευτικό όρκο, θέτοντας μάλιστα την παλάμη του δεξιού τους χεριού, εφόσον είναι χριστιανοί, επί του ιερού Ευαγγελίου. Η εξαίρεση των κληρικών από τον θρησκευτικό όρκο συνδέεται ευθέως με την υποχρέωσή τους να είναι συνεπείς με τον λόγο του Χριστού, ο οποίος απαγόρευσε κάθε μορφή ορκοδοσίας.


«Την ορκοδοσία δεν την επέβαλε η Εκκλησία αλλά το «ανορθόδοξο» νεοσύστατο ελληνικό κράτος την εποχή της βαυαροκρατίας, δηλαδή επί βασιλείας του ρωμαιοκαθολικού Οθωνος και αντιβασιλείας του προτεστάντου Μάουρερ», αναφέρει ο εκπαιδευτικός κ. Χάρης Ανδρεόπουλος, γενικός γραμματέας της Ενωσης Θεολόγων Λάρισας, ο οποίος ανήκει στους υποστηρικτές της κατάργησης του θρησκευτικού όρκου. «Στόχος του νεοσύστατου κράτους ήταν να «αξιοποιήσει» τη θρησκευτική συνείδηση των διαδίκων, των μαρτύρων και εν γένει των διοικουμένων για τους δικούς του σκοπούς», σημειώνει ο κ. Ανδρεόπουλος. Ο καθηγητής Κοινωνιολογίας του Χριστιανισμού Γ. Μαντζαρίδης, στο βιβλίο του «Χριστιανική Ηθική» (εκδ. Πουρναρα, 1995) σημειώνει πως εξαιτίας των επιδιώξεων της βαυαροκρατίας προκλήθηκε η έντονη διαμάχη ανάμεσα στους ιερείς Κωνσταντίνο Οικονόμο εξ Οικονόμων και τον Θεόκλητο Φαρμακίδη. Ο Οικονόμος υποστήριξε ότι οι χριστιανοί δεν πρέπει να ορκίζονται, ενώ ο Φαρμακίδης θεώρησε τον όρκο επιτρεπτό, ιδίως όταν επιβάλλεται από την πολιτεία. Σε εγκύκλιο σημείωμα που εξέδωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1849 «Προς τους απανταχού Ορθοδόξους» και υπογράφεται και από τους Πατριάρχες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων στηλιτεύεται η θέση του Φαρμακίδη ότι η χριστιανική πίστη δεν απαγορεύει τον όρκο Με την συνέντευξή του στην «Κ» o Αρχιεπίσκοπος ανέδειξε τη θεολογική διάσταση του θέματος με αποτέλεσμα να διαλύσει τη σύγχυση και τους μύθους», τονίζει ο κ. Ανδρεόπουλος.


- Η χρήση του θρησκευτικού όρκου έφερε κατά καιρούς σε δύσκολη θέση την ελληνική πολιτεία, η οποία πρόσφατα καταδικάσθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στη συγκεκριμένη υπόθεση το ΕΔΔΑ έκρινε πως υπήρξε παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας ενός 32χρονου δικηγόρου γιατί εξαναγκάστηκε να αποκαλύψει δημόσια τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις κατά τη διάρκεια ορκωμοσίας του ενώπιον του δικαστηρίου.


- Το 1998 το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) με την υπ' αριθμ. 2601 απόφασή του, έκρινε νόμιμο το δικαίωμα να αρνηθεί να ορκισθεί εκείνος που επικαλείται κώλυμα για λόγους θρησκευτικής συνείδησης. Με την απόφαση δικαιώθηκε απόφοιτος του Τμήματος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών ο οποίος προσέφυγε κατά της πράξεως του προέδρου του τμήματος που επέβαλλε υποχρεωτικά θρησκευτικό όρκο.


- Το 2005 το στρατοδικείο Θεσσαλονίκης δικαίωσε αξιωματικό ο οποίος είχε αρνηθεί να δώσει θρησκευτικό όρκο, προκειμένου να αναλάβει τα καθήκοντά του ως στρατοδίκης, δηλώνοντας ότι του το απαγορεύει το ορθόδοξο δόγμα που πιστεύει. Το δικαστήριο δέχθηκε να δώσει διαβεβαίωση, επικαλούμενος την τιμή και τη συνείδηση του.


Ευρεία αποδοχή από τα πολιτικά κόμματα


Των Ελλης Τριανταφυλλου - Κωνσταντινου Ζουλα


Θετική απήχηση φαίνεται ότι έχει σχεδόν στο σύνολο του πολιτικού φάσματος η πρόταση που διατύπωσε μέσω της «Κ» ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος για κατάργηση του θρησκευτικού όρκου. Εξαιρετικά λογική και γενναία χαρακτηρίζει την πρόταση του Αρχιεπισκόπου ο βουλευτής Ευβοίας της κυβερνητικής πλειοψηφίας κ. Κων. Μαρκόπουλος, ενώ υπέρ της κατάργησης του όρκου τάσσεται και η αρμόδια πολιτική υπεύθυνος του ΠΑΣΟΚ κ. Αννα Διαμαντοπούλου. Ακόμη πιο προωθημένη άποψη έχουν το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία σε ανύποπτο χρόνο έχουν καταθέσει και προτάσεις νόμου για τον διαχωρισμό κράτους-Εκκλησίας, ενώ το μόνο κόμμα που φαίνεται να διαφωνεί ριζικά είναι ο ΛΑΟΣ, παρά το γεγονός ότι και στους κόλπους του φωνές βουλευτών τάσσονται υπέρ της θεσμοθέτησης της δυνατότητας μη ορκωμοσίας στο Ευαγγέλιο.


Λογική και γενναία


Ειδικότερα, με δήλωσή του προς την «Κ», ο βουλευτής Ευβοίας της Ν.Δ. κ. Κ. Μαρκόπουλος χαρακτηρίζει εξαιρετικά λογική αλλά και αρκούντως προστατευτική της Εκκλησιαστικής Διδασκαλίας την πρόταση του Αρχιεπισκόπου, διότι όπως σημειώνει, «όλοι γνωρίζουμε πόσα ανομήματα έχουν γίνει στο όνομα του όρκου» !


Ο κ. Μαρκόπουλος θεωρεί την πρόταση ως σπόρο για την επανατοποθέτηση των σχέσεων με το κράτος και για νέους όρους αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας. «Είναι γενναία η πρωτοβουλία του κ. Ιερώνυμου και βαθιά ειλικρινής. Για την κυβέρνηση είναι σπουδαία ευκαιρία να αναλάβει πρωτοβουλία εκκίνησης διαλόγου με την Εκκλησία της Ελλάδος με σαφείς στόχους», σημειώνει ο βουλευτής και προσθέτει: «Κατ’ αρχήν την κοινή δράση στην κατεύθυνση της ανακούφισης ευπαθών και αναξιοπαθούντων σε μια ιστορική συγκυρία οικονομικής κρίσης που απαιτεί παρόμοιες πολιτικές και κατά δεύτερον την επανατοποθέτηση της οικονομικής σχέσης Κράτους-Εκκλησίας. Η προσωπικότητα του Αρχιεπισκόπου και η διαχρονική της Νέας Δημοκρατίας προς την Εκκλησία εγγυώνται ανυπόκριτο και αποτελεσματικό διάλογο χωρίς αγκυλώσεις και αντιθρησκευτικά ιδεολογήματα που χαρακτηρίζουν το σύνολο της εξ αριστερών αντιπολίτευσης… Οταν κατακτηθεί η νέα βάση σχέσεων, η συνταγματικά κατοχυρωμένη σχέση δεν θα έχει παρά μόνο αξία τυπολατρείας. Αυτό πιστεύω πως αναζητούν και οι πολίτες. Δηλαδή αποδοχή από την πολιτεία της πνευματικής και ιστορικής συμβολής της Εκκλησίας και την τελευταία τη διαρκή επαλήθευση των παραπάνω, χωρίς εκπτώσεις από καμιά πλευρά».


Υπέρ το ΠΑΣΟΚ


«Εμείς έχουμε διαχρονικά ταχθεί υπέρ των απολύτως διακριτών ρόλων Κράτους – Εκκλησίας», τόνισε στην «Κ» η πολιτική υπεύθυνος Παιδείας και Θρησκευμάτων του ΠΑΣΟΚ κ. Αννα Διαμαντοπούλου. «Στο πλαίσιο αυτό δεν υπάρχει κανένας λόγος διατήρησης του θρησκευτικού όρκου», υπογράμμισε συμφωνώντας απολύτως με την πρόταση του κ. Ιερώνυμου. Σημειώνεται ότι η κ. Αννα Διαμαντοπούλου διαφωνεί και με το ενδεχόμενο ο θρησκευτικός όρκος να διατηρηθεί προαιρετικά για όποιον βουλευτή επιθυμεί να ορκίζεται στο Ευαγγέλιο, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι η συγκεκριμένη άποψη είναι προσωπική. Διευκρίνιση που δεν έγινε τυχαία, καθώς στο ΠΑΣΟΚ είναι γνωστό πως οι απόψεις διίστανται και γι’ αυτό το θέμα με πολλούς βουλευτές –κυρίως της επαρχίας- να μην επιθυμούν την κατάργηση του θρησκευτικού όρκου, έχοντας στο παρελθόν αντιδράσει π.χ. με το ενδεχόμενο «αποκαθήλωσης» της εικόνας του Χριστού από τις δικαστικές αίθουσες.


ΣΥΡΙΖΑ - ΚΚΕ


«Μπορεί να είναι και συμπτωματικό, αλλά το κόμμα μας μόλις πριν από 15 ημέρες επανακατέθεσε μια πλήρη πρόταση νόμου για μια νέα ρύθμιση των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας, που αναλυτικώς περιγράφει και τη θέση μας για το συγκεκριμένο θέμα», ανέφερε σχετικά ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ κ. Φώτης Κουβέλης. Και πράγματι το άρθρο 8 του συγκεκριμένου ν/σ μεταξύ άλλων προβλέπει τη μη συμμετοχή θρησκευτικών λειτουργών «σε ορκωμοσίες που διεξάγονται σε δημόσιες Αρχές και υπηρεσίες», ενώ εις αντικατάσταση του όρκου προτείνει τη δέσμευση υπουργών και βουλευτών «στην τιμή και τη συνείδησή τους» ότι «θα τηρούν το Σύνταγμα και τους νόμους και θα υπηρετούν το γενικό συμφέρον του ελληνικού λαού».«Ο θρησκευτικός όρκος να καταργηθεί σε όλες τις περιπτώσεις, όπως και η θεσμοθετημένη επίσημη παρουσία θρησκευτικών λειτουργών σε πολιτικές τελετές», αναφέρει ρητά και η αντίστοιχη πρόταση που έχει καταθέσει σε ανύποπτο χρόνο το ΚΚΕ. Σημειώνεται ωστόσο ότι στην ίδια πρόταση ο Περισσός διευκρινίζει ότι «τούτο δεν σημαίνει να μην καλούνται θρησκευτικοί παράγοντες στις πολιτικές τελετές», θέλοντας προφανώς να μην προκαλέσει το ορθόδοξο αίσθημα κάποιων ψηφοφόρων του.


Αρνητικός ο ΛΑΟΣ


Με τα δεδομένα αυτά το μόνον κόμμα που εμφανίζεται να διαφωνεί κάθετα με την πρόταση του κ. Ιερώνυμου είναι ο ΛΑΟΣ. «Ας κοιτάξουν ένιοι “εκσυγχρονιστές” και πολυτελούς αμφίεσης ιεράρχες να βρουν γιατί κάποιοι θα είχαν λόγο να αρνηθούν τον όρκο, κι ας αφήσουν τα “μη ομόσαι όλως” που επιλεκτικά ανέσυραν από την Αγία Γραφή», σχολίασε καυστικά η σχετική ανακοίνωση του κόμματος του κ. Γ. Καρατζαφέρη που εξεδόθη αμέσως μετά τη συνέντευξη του Αρχιεπισκόπου στην «Κ». Κληθείς πάντως να εξηγήσει την άκρως αρνητική αυτή στάση του ΛΑΟΣ, ο βουλευτής του κόμματος κ. Μάκης Βορίδης κράτησε κάποιες αποστάσεις. «Προσωπικά», είπε, «δεν διαφωνώ με την παροχή της δυνατότητας σε κάποιους βουλευτές να μην ορκίζονται, αν δεν το επιθυμούν, στο Ευαγγέλιο, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πόσω μάλλον να συμφωνήσω με όσους τάσσονται υπέρ της πλήρους κατάργησής του θρησκευτικού όρκου».

Δεν υπάρχουν σχόλια: