Επειδή βρίσκεται στην επικαιρότητα, κάθε λίγο και λιγάκι το θέμα χωρισμού Κράτους – Εκκλησίας, κατά περίεργο τρόπο αναρτώ σήμερα, το εμπεριστατωμένο κείμενο, του διακεκριμένου Νομικού κ. Αποστόλου Μπούτα, το οποίο έλαβα, διότι κάποτε πρέπει να πάψει να κυριαρχεί στον τόπο μας, η άγνοια ή η ημιμάθεια!
________________________________________
Κράτος και Εκκλησία
Όταν κάνουμε λόγο για χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας πολλοί εννοούν δύο θεσμούς που είναι μεταξύ τους ενωμένοι και πρέπει να χωρίσουν. Θα πρέπει να δούμε ποιοι είναι αυτοί που πρόκειται να χωρίσουν.
Όταν λέμε Κράτος-Πολιτεία εννοούμε όλη τη συντεταγμένη πολιτεία με τα όργανά της, εννοούμε τους πολίτες μιας χώρας μαζί με τους εκλεγμένους άρχοντες, αλλά και τους νόμους επί τη βάσει των οποίων λειτουργεί η Πολιτεία αυτή.
Και όταν λέμε Εκκλησία εννοούμε όλα τα μέλη της που είναι βαπτισμένα και κατά ποικίλους τρόπους και βαθμούς ζουν μέσα στην εκκλησία, καθώς επίσης και τα όργανά της, Ιερά Σύνοδος, μητροπόλεις, ενορίες, μονές, που έχουν ρυθμισθεί να λειτουργούν σύμφωνα με τους κανόνες της εκκλησίας.
Έχοντας αυτά υπόψη, τουλάχιστον ως προς την Εκκλησία που πρέπει να χωρίσει από το Κράτος, εννοούμε τρεις πραγματικότητες. Η μία είναι τα μέλη της, η δεύτερη είναι η διοίκησή της και η τρίτη είναι η παράδοσή της.
Τα μέλη της Εκκλησίας προφανώς δεν μπορούν να χωρίσουν από το Κράτος, γιατί είναι ταυτοχρόνως πολίτες του συγκεκριμένου Κράτους, ακόμη και πολιτικοί ηγέτες. Η παράδοση της ελληνικής κοινωνίας που έχει εμποτισθεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι δύσκολο να χωρισθεί από το Κράτος, αφού αυτή η παράδοση έχει γίνει εν πολλοίς ήθη και έθιμα των κατοίκων της πολιτείας και δεν μπορεί εύκολα η πολιτεία να αποδεσμευθεί από αυτή, διότι οι περισσότεροι πολίτες επιθυμούν να τηρούν αυτές τις παραδόσεις που έχουν σχέση με τις εορτές και τον τρόπο ζωής.
Οπότε, απομένει ως χωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος να εννοούμε το χωρισμό της διοίκησης της Εκκλησίας από τη διοίκηση του Κράτους.
Χωρισμός ή αναθεώρηση - οριοθέτηση των σχέσεων;
Η έννοια του χωρισμού έχει σχέση με τον αποχωρισμό και αυτό ερμηνεύεται με την έννοια του διαζυγίου, δηλαδή τελεία διακοπή των σχέσεων. Θα πρέπει το Κράτος, σύμφωνα με την άποψη αυτή, να αποσπασθεί από τη σχέση του με την Εκκλησία ή η Εκκλησία να χωρισθεί από το Κράτος. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να γίνει σε μια συντεταγμένη πολιτεία.
Η συνταγματική ρύθμιση των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας δεν γίνεται μόνον με το άρθρο 3 που χαρακτηρίζει ως επικρατούσα θρησκεία τη θρησκεία της ορθόδοξης εκκλησίας, αλλά μ' ένα ευρύτερο πλέγμα διατάξεων όπου κορυφαία θέση κατέχει το άρθρο 13 περί θρησκευτικής ελευθερίας.
Κρίσιμο είναι κυρίως όλο το κεφάλαιο των ατομικών δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων ομαδικής δράσης (προστασία ιδιωτικού βίου, δικαίωμα του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, ελευθερία του λόγου, προστασία της ιδιοκτησίας κ.λ.π.). Από τεχνικής πλευράς σημασία έχει το άρθρο 18 παρ.3 (αναπαλλοτρίωτο της περιουσίας των πρεσβυγενών πατριαρχείων, της Μονής του Σινά και των Μονών της Αγίας Αναστασίας, των Βλατάδων και του Ευαγγελισμού στην Πάτμο) και το άρθρο 105 (καθεστώς του Αγίου Όρους).
Το άρθρο 3 περί επικρατούσας θρησκείας δεν περιορίζει καθόλου την θρησκευτική ελευθερία τόσο ως ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης όσο και ως ελευθερία της λατρείας. Η θρησκευτική ελευθερία προστατεύεται σε συνταγματικό επίπεδο πλήρως. Υπάρχουν, όμως, σοβαρά προβλήματα στο επίπεδο της παλιότερης νομοθεσίας, της νομολογίας και της διοικητικής πρακτικής.
Τα μεγάλα μέτωπα είναι η οριοθέτηση και η ποινική μεταχείριση του προσηλυτισμού, η ίδρυση ευκτήριων οίκων και ναών από ετεροδόξους ή αλλόθρησκους, η μεταχείριση των αντιρρησιών συνείδησης και η διδασκαλία των θρησκευτικών σε σχέση με τους μαθητές που δεν ακολουθούν το ορθόδοξο δόγμα.
Αυτό λέγεται από την άποψη ότι ούτως ή άλλως η Εκκλησία ως ένας οργανισμός θα πρέπει να έχει κάποια σχέση με το Κράτος, αφού δεν μπορεί να είναι τελείως ανεξάρτητη. Τίποτε μέσα σε ένα Κράτος δεν μπορεί να είναι τελείως ανεξάρτητο, γιατί τότε αυτό θα ήταν ένα κράτος εν κράτει. Κάθε οργανισμός πρέπει να έχει μια νομική προσωπικότητα, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, θα πρέπει να έχει κάποια σχέση με το Κράτος.
Οπότε, δεν μπορούμε να μιλούμε για χωρισμό, αλλά για μια ενδεχόμενη αναθεώρηση ή νέα οριοθέτηση των σχέσεων μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοικήσεως σε δύο σημεία, ήτοι στον Καταστατικό Χάρτη και την εκκλησιαστική δικαιοσύνη. Δεν μπορούμε διαφορετικά να εννοήσουμε την έννοια του χωρισμού.
Ακριβώς γι' αυτόν το λόγο είναι λάθος η φράση «χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας» και από την άποψη των όρων Εκκλησία και Πολιτεία και από την άποψη του χωρισμού.
Σχέσεις με τους Μουσουλμάνους της Θράκης
Θα πρέπει να ρυθμισθούν ανάλογα και οι σχέσεις της Ελληνικής Πολιτείας με τους Μουσουλμάνους της Θράκης και να μελετηθεί το θέμα αυτό σε σχέση με τη Συνθήκη της Λωζάννης, σύμφωνα με την οποία οι θρησκευτικοί αρχηγοί (μουφτής) θεωρούνται ως «δημόσιοι λειτουργοί». Ακόμη και οι ισραηλιτικές κοινότητες είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
Έτσι, δεν είναι ορθό να υποβιβασθεί η Εκκλησία της Ελλάδος, χωρίς να αναθεωρηθούν οι σχέσεις της ελληνικής πολιτείας με τους μουσουλμάνους, και αυτό μάλιστα το τελευταίο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, γιατί δεν το επιτρέπει η Συνθήκη της Λωζάννης και επομένως μια διαφορετική ρύθμιση θα έχει οδυνηρές συνέπειες στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδος. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να αντιμετωπισθούν και οι σχέσεις με όλες τις άλλες θρησκείες και ομολογίες.
Υπάρχει πολιτική βούληση για το χωρισμό; Ο λεγόμενος όμως χωρισμός χρησιμοποιείται πολλές φορές για πολιτική σκοπιμότητα, αλλά τελικά όσες φορές χρειάσθηκε να προχωρήσει κάτι σταμάτησε από τους ίδιους τους πολιτικούς. Είναι γεγονός ότι υπάρχουν υποσχέσεις και προγράμματα των κομμάτων για το χωρισμό «Εκκλησίας και Πολιτείας», αλλά ούτε καθορίζεται τι είναι χωρισμός ούτε υπάρχει πολιτική βούληση για ένα τέτοιο έργο. Η ιστορία του θέματος αυτού το αποδεικνύει περίτρανα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1987 συστήθηκε μεικτή επιτροπή για τη μελέτη του θέματος, η οποία ύστερα από 36 πολύωρες συνεδριάσεις κατέληξε στα εξής βασικά σημεία: (α) να γίνει μια συμφωνία μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας που θα καθορίζονται μερικά πλαίσια βασικών αρχών (β) να καταρτισθεί νέος νόμος που να έχει λίγα άρθρα και πολλές εξουσιοδοτήσεις κανονιστικού περιεχομένου και (γ) να χαρακτηρισθεί η Εκκλησία ως εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο ειδικού χαρακτήρα. Όμως αυτή η συμφωνία παρέμεινε στα συρτάρια κάποιου γραφείου και δεν προχώρησε στην υλοποίηση.
Και η δυσπραγία αυτή γίνεται φανερή από ένα σημαντικό λόγο. Η Πολιτεία δεν θα ήθελε ποτέ μια ανεξέλεγκτη και ελεύθερη Εκκλησία, γιατί δεν γνωρίζει πού θα μπορούσε να οδηγήσει αυτή η ελευθερία, ήτοι θα μπορούσε να ευνοήσει την ασυδοσία μερικών μητροπολιτών ή την ανταρσία μερικών πρεσβυτέρων και μοναχών.
Άλλωστε, όπως έχει παρατηρηθεί, ο χαρακτηρισμός της Εκκλησίας της Ελλάδος με όλες τις επί μέρους κοινότητες ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου έγινε για να ελέγχει το Κράτος την Εκκλησία.
Ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος και γενικά όλη η σύγχρονη εκκλησιαστική νομοθεσία αποτελούν σήμερα, παρά την ανικανότητα μερικών διατάξεων, ασφαλιστική δικλίδα για διάφορες ανταρσίες, σχίσματα και διαιρέσεις μέσα στην Εκκλησία, ακόμη και για επιθετικότητες εναντίον της Πολιτείας.
Οι σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους λοιπόν δεν είναι πρόβλημα τωρινό και μπορούν κάλλιστα να ιδωθούν ως μια μορφή του φιλοσοφικού προβλήματος της σχέσης πνεύματος και ύλης. Και σύμφωνα με τους θεολόγους επανέρχεται δριμύτερο κάθε φορά που επικρατεί η ψυχολογία της μεταπτωτικής περιόδου (της αμαρτίας), όταν δηλαδή εκκοσμικεύονται οι πνευματικά αναγεννημένοι χριστιανοί και ξαναγυρίζουν στην αμαρτωλή μεταπτωτική ψυχολογία. (Κι αν δεν είναι βέβαια η περίοδος που διανύουμε «μεταπτωτική»!) Από την άλλη πλευρά, στην Ελλάδα, όσο και αν η άποψη που ακούγεται συχνότερα είναι η αντίθετη, η «διαπλοκή» των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα αρνητική. Στην Ελλάδα, όπως στην Ισπανία και την Ιρλανδία το θρήσκευμα ιστορικά ενώνει το λαό, αντίθετα με τη Γερμανία, όπου ιστορικά τον διαιρούσε. Το πρόβλημα της κοινωνίας των πολιτών τίθεται σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες, ασφαλώς, αλλά δεν λύνεται με τον ίδιο τρόπο. Γιατί, αν επιχειρήσουμε να δώσουμε τις ίδιες λύσεις, όχι απλώς θα φτιάξουμε «εξαμβλώματα», αλλά και θα παραβιάσουμε την «επικουρικότητα», που αποτελεί βασική αρχή στην «αρχιτεκτονική» της Ενωμένης Ευρώπης.
Ταυτόχρονα, στην Ελλάδα το πρόβλημα της διάκρισης Κράτους - Εκκλησίας έχει λυθεί ιδιόμορφα και προ πολλού, αν και σίγουρα όχι ικανοποιητικά. Για παράδειγμα, το διαζύγιο ουδέποτε υπήρξε αξεπέραστο πρόβλημα - τουλάχιστον για την Εκκλησία, ενώ οι αμβλώσεις ήταν ουσιαστικά νόμιμες ακόμα κι όταν ήταν τυπικά παράνομες. Οι γιατροί, δηλαδή, προέβαιναν σε αμβλώσεις χωρίς να διώκονται ποινικά ούτε οι ίδιοι αλλά ούτε και οι κυοφορούσες. Αντίθετα στις ΗΠΑ ακόμα και τώρα είναι ουσιαστικά παράνομες, παρά το γεγονός ότι τυπικά είναι νόμιμες ήδη από το 1973. Και ένας από τους κυριότερους λόγους είναι ασφαλώς η ισχυρή αντίδραση των εκεί θρησκευτικών οργανώσεων.
Αντίθετα επίσης σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ απαγορεύεται να διδάσκεται η εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου στα σχολεία, αν δεν διδάσκεται ταυτόχρονα και ισοδύναμα το Βιβλίο της Γενέσεως από την Παλαιά Διαθήκη. Προσοχή: οι παραβολές της Βίβλου διδάσκονται ακόμα ως «ισοδύναμη θεωρία ερμηνείας του κόσμου» με τις εξελικτικές θεωρίες. Πρόσφατα, μάλιστα τέθηκε αντίστοιχο θέμα και για τις θεωρίες δημιουργίας του Σύμπαντος (Big Bang)!
Ευτυχώς, στην Ελλάδα ουδέποτε τέθηκαν τέτοια ζητήματα και ούτε πρόκειται να τεθούν στο μέλλον.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΠΟΥΤΑΣ
Δικηγόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου