17 Ιανουαρίου, 2014

(17 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ) † ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ


Μέγας ντώνιος γεννήθηκε περ τ 251 μ.Χ. στν πόλη Κομ τς νω Αγύπτου, κοντ στ Μέμφιδα, π γονες ελαβες κα επορους. ζησε στ χρόνια τν ατοκρατόρων Διοκλητιανο (284 – 305 μ.Χ.) κα Μαξιμιανο (285 – 305 μ.Χ.) μέχρι κα τν ποχ το εσεβος ατοκράτορα Κωνσταντίνου κα τν παιδιν του. π τν παιδική του λικία ταν λιγαρκς κα ατάρκης, «μόνοις δ ος ερισκεν ρκετο κα πλέον οδν ζήτει». Σ νεαρ λικία, περίπου 20 τν, χασε τος γονες του. ξι μνες μετ τν κοίμηση τν γονέων του, κουσε στν κκλησία τν Εαγγελικ περικοπ το πλουσίου νεανίσκου, στν ποία ναφέρεται, τι Χριστς επε στν πλούσιο νέο: «πώλησον τ πάρχοντά σου κα δς πτωχος».

Τόση μεγάλη ντύπωση προξένησε Εαγγελικ ατ προτροπ στν ψυχ το ντωνίου, στε μέσως διένειμε τ πάρχοντά του στος πτωχος κα νδεες, φο φύλαξε τ πολύτως ναγκαα γι τν συντήρηση ατο κα τς μικρς του δελφς, τν ποία φρόντισε ν παραδώσει σ Χριστιανς νέες παρθένους πο εχαν φιερωθε στ χριστιανικ ρετή, βέβαιος τι κοντά τους θ εναι κατ πάντα σφαλής. π τότε γιος ντώνιος ρχισε ν ζε σκητικ βίο, ργαζόμενος διάκοπα κα ποβαλλόμενος σ αστηρ νηστεία, γι ν κατανικήσει τος πειρασμος τς σάρκας, γρυπνώντας λόκληρη τ νύχτα κα τρώγοντας λάχιστα.

Στ συνέχεια πλθε σ τόπο ρημο κα μακριν που πρχαν μνήματα κα φο εσλθε σ να π ατ κλεισε τ θύρα. τροφή του ταν λάχιστη κα το τν πήγαινε σ καθορισμένες μέρες νας συνασκητής του. κε περνίκησε, μ τ χάρη το Θεο, νέους πειρασμούς. ργότερα πγε κοντ στ ρείπια νς φρουρίου κα κατοίκησε σ σπήλαιο χωρς ν τν βλέπει κανένας κα χωρς ν δέχεται κανένα παρ μόνο ναν γνωστό του, ποος το φερνε κάθε ξι μνες ψωμ γι λόκληρο τ ξάμηνο.

Μετ π εκοσι λόκληρα χρόνια σκήσεως κα φο φθασε σ ψη πνευματικς τελειώσεως, μφανίσθηκε στν κόσμο κα τότε ρχισαν ν συρρέουν περ ατν πολλο πο τν θαύμαζαν ς σκητ κα θαυματουργό. Μαρτυρεται τι, ν γιος βρισκόταν κόμα στ ζωή, βλεπε τς ψυχς τν νθρώπων πο ξέρχονταν π τ σμα τους, καθς κα τος δαίμονες πο τς δηγοσαν. Τ γεγονς ατ εναι πολ θαυμαστό, φο μία τέτοια δυνατότητα εναι γνώρισμα μόνο νοερς κα σώματης φύσεως.

Τ τος 311 μ.Χ., κατ τν διωγμ το ατοκράτορα Μαξιμίνου (307 – 313 μ.Χ.), κατλθε στν λεξάνδρεια, γι ν νθαρρύνει κα ν βοηθήσει τος πιστούς, τος μολογητς κα τος Μάρτυρες. ταν παυσε διωγμός, σιος πανλθε στν ρημο, λλ πειδ ασθανόταν νοχλημένος π τν παρουσία πολλν, πο πήγαιναν γι ν τν συναντήσουν, φυγε π κε κα λθε σ τόπο ρημο, ποος βρισκόταν σ ρος ψηλό, κοντ στν ρυθρ Θάλασσα. Κα κε μως προσέρχονταν πολλο γι ν λάβουν τν ελογία του, ν διδαχθον κα ν θεραπευθον. Θεράπευσε δ τος σθενες «ο προστάζων, λλ’ εχόμενος κα τν Χριστν νομάζων».

φήμη το Αγίου ντωνίου φθασε μέχρι τος βασιλες, τόσο στε Μέγας Κωνσταντνος κα ο υοί του, Κωνστάντιος κα Κώνστας, γραφαν σ ατόν, σν ν ταν πατέρας τους κα τν παρακαλοσαν ν τος παντήσει. Κατ τν διάρκεια το σκητικο του βίου ποτ δν λλαξε νδυμα κα ποτ δν νιψε τ σμα τ πόδια του μ νερό. σιος, ν κα γράμματος στν νθρώπινη σοφία, ταν σοφς κατ Θεόν. Εχε λόγο «ρτυμένον τ θεί λατι κα χαρίεντα». Δίδασκε στος μαθητές του ν μν θεωρον τίποτε νώτερο π τν γάπη το Χριστο κα ν μ νομίζουν τι, πειδ πέχουν π τ κοσμικ γαθά, στερονται κάτι ξιόλογο.

Τ ν φήνει κανες τ πίγεια γαθ εναι σν ν καταφρονε μία δραχμ π χαλκό, γι ν κερδίσει κατ χρυσές. Δν πρέπει, λεγε, ν λησμονμε τι νθρώπινος βίος εναι πρόσκαιρος, συγκρινόμενος πρς τ μέλλοντα αώνα. Γι’ ατ δν πρέπει ν κοπιάζουμε γι τν πόκτηση πρόσκαιρων γαθν, τ ποία δν μπορομε ν πάρουμε μαζί μας, λλ γι τν πόκτηση αώνιων γαθν, δηλαδ τς φρονήσεως, τς δικαιοσύνης, τς σωφροσύνης, τς νδρείας, τς συνέσεως, τς γάπης.

Μέγας ντώνιος, φο ζησε κατν πέντε τη, κοιμήθηκε σίως τ 356 μ.Χ. ν καί, πως λέγει Μέγας θανάσιος, μία π τς τελευταες πιθυμίες το σίου ντωνίου ταν ν μείνει κρυφς τόπος τς ταφς του, ο μοναχο πο μόναζαν κοντά του λεγαν τι κατεχαν τ ερ λείψανό του, τ ποο π ουστινιανο (561 μ.Χ.), κατατέθηκε στν κκλησία το γίου ωάννου το Προδρόμου στν λεξάνδρεια κα π κε ργότερα, τ 635 μ.Χ., μεταφέρθηκε στν Κωνσταντινούπολη.