19 Δεκεμβρίου, 2012

ΣΥΛΛΥΠΗΤΗΡΙΟ ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΩΝ Η.Π.Α. κ. ΜΠΑΡΑΚ ΟΜΠΑΜΑ

Συλλυπητήριο τηλεγράφημα προς τον Πρόεδρο των Η.Π.Α. κ. Μπάρακ Ομπάμα απέστειλε ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος. Ο Μακαριώτατος εκφράζει τα ειλικρινή του συλλυπητήρια για τον αδόκητο χαμό τόσων αθώων ψυχών στο δημοτικό σχολείο του Νιούταουν στο Κονέκτικατ. Τον παρακαλεί να διαβιβάσει τη βαθύτατη θλίψη του και την αγάπη του προς τους οικείους των θυμάτων. "Προσεύχομαι στον Θεό", καταλήγει ο Μακαριώτατος, "για την ανάπαυση των ψυχών τους".

ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ (ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟΝ ΠΡΟΣΦΑΤΟ Ν. 3842/2010*)


Του κ. Β. Κ. Μάρκου, Δόκτωρος Νομικής – Δικηγόρου

Ι. Εισαγωγή

 Η κατάρτιση και ψήφιση του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισμού αποτελεί την κορυφαία πράξη της θητείας κάθε κυβέρνησης. Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να αναδείξει τις πτυχές εκείνες του Κρατικού Προϋπολογισμού που άπτονται ζητημάτων του Εκκλησιαστικού Δικαίου. Στο πρώτο μέρος (υπό ΙΙ) εξετάζονται οι διατάξεις εκείνες, με βάση τις οποίες θεσπίζονται παροχές και επιχορηγήσεις υπέρ του κλήρου και διάφορων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων και οργανισμών σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού. Στο δεύτερο μέρος (υπό ΙΙΙ) εξετάζεται το φορολογικό καθεστώς της Εκκλησίας, ενόψει και των αλλαγών που επήλθαν με τον πρόσφατο Ν. 3842/2010.

ΙΙ. Πιστώσεις του Κρατικού Προϋπολογισμού υπέρ της Εκκλησίας

Α΄. Μισθοδοσία κληρικών και εκκλησιαστικών υπαλλήλων

1. Η Ορθόδοξη Εκκλησία χρησιμοποιεί για την επιτέλεση του πολυσχιδούς έργου της άμισθο και έμμισθο προσωπικό. Στην έννοια του προσωπικού αυτού μπορεί να υπαχθεί υπό την ευρεία του όρου έννοια και ο κλήρος. Οι θρησκευτικοί λειτουργοί της επικρατούσας θρησκείας, δηλαδή οι Αρχιερείς (Μητροπολίτες, Τιτουλάριοι και Βοηθοί Επίσκοποι), οι Εφημέριοι και οι Διάκονοι, καθώς και μέρος των εκκλησιαστικών υπαλλήλων, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ιεροκήρυκες μισθοδοτούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό[1].

2. Το Δημόσιο ανέλαβε από 1.1.1980 εξ ολοκλήρου τη μισθοδοσία των Αρχιερέων της Εκκλησίας της Ελλάδος με το άρθρ. 8 Ν. 1041/1980[2]. Επίσης η μισθοδοσία των Αρχιερέων της Εκκλησίας της Κρήτης βαρύνει εξ ολοκλήρου τον Κρατικό Προϋπολογισμό, δυνάμει των άρθρ. 1 Ν.Δ. 986/1971[3] και 2 Ν. 449/1976[4]. Ομοίως τον Κρατικό Προϋπολογισμό βαρύνει και η μισθοδοσία των Μητροπολιτών του Οικουμενικού Πατριαρχείου στα Δωδεκάνησα, κατ’ άρθρ. 1 Ν.Δ. 295/1969[5], αλλά και του Πατριαρχικού Εξάρχου Πάτμου, κατ’ άρθρ. 8 § 3 Ν. 1041/1980. Η οικεία νομοθεσία δεν ορίζει συγκεκριμένο αριθμό οργανικών θέσεων Αρχιερέων, των οποίων η μισθοδοσία βαρύνει το Δημόσιο. Συνεπώς καλύπτει τη μισθοδοσία όλων των Μητροπολιτών, Τιτουλαρίων Μητροπολιτών και Επισκόπων και Βοηθών Επισκόπων, όπως ο αριθμός αυτών εκάστοτε διαμορφώνεται. Οι αποδοχές των Μητροπολιτών ρυθμίζονται από το άρθρ. 48 Ν. 3205/2003[6], με βάση υπολογισμού του μισθού τους τον μισθό του Τιτουλαρίου και Βοηθού Επισκόπου, όπως καθορίζεται σήμερα από το άρθρ. 5 Ν. 3670/2008[7].

3. Το Δημόσιο ανέλαβε από 1.10.1945 τη μισθοδοσία[8] του Εφημεριακού Κλήρου με τον Α.Ν. 536/1945[9]. Η μισθοδοσία αυτή αφορά τόσο τους Εφημερίους της Εκκλησίας της Ελλάδος όσο και εκείνους της Εκκλησίας της Κρήτης, επειδή ο νόμος αναφέρεται γενικώς στον Εφημεριακό Κλήρο της Ελλάδος. Άλλωστε, κατά το άρθρ. 54 Ν. 4149/1961, οι διατάξεις περί Ενοριακών Ναών και Εφημερίων που ισχύουν στην Αυτοκέφαλη (sic) Εκκλησία της Ελλάδος, εφαρμόζονται και στην Εκκλησία της Κρήτης[10]. Στις διατάξεις του Α.Ν. 536/1945 υπάγονται περαιτέρω και οι Εφημέριοι των παρεκκλησίων και εξωκκλησίων του Ταμείου Ασφαλίσεως Ορθόδοξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος (στη συνέχεια: Τ.Α.Κ.Ε.)[11]. Με το Β.Δ. της 14/16.2.1950[12] επεκτάθηκαν[13] οι σχετικές διατάξεις και στους Εφημερίους των Δωδεκανήσων, τα οποία ενσωματώθηκαν στην ελληνική επικράτεια το 1947.Στις διατάξεις του Α.Ν. 536/1945 δεν υπάγονται οι Εφημέριοι των μη ενοριακών ναών των νεκροταφείων, η μισθοδοσία των οποίων επιβαρύνει τον προϋπολογισμό των οικείων Δήμων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 2 § 3 Ν. 547/1977[14]  και 164 § 2 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.[15]. Οι Εφημέριοι που υπηρετούν σε ναούς ευαγών ιδρυμάτων ή Ι. Προσκυνημάτων μισθοδοτούνται από το οικείο νομικό πρόσωπο[16]. Η μισθοδοσία των Εφημερίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας περιήλθε, με τον Α.Ν. 536/1945, σε αυτοτελή χρηματικό λογαριασμό του Δημόσιου Ταμείου με τον τίτλο «Κεφάλαιο προς πληρωμήν μισθού Εφημεριακού Κλήρου».

Σύμφωνα με το άρθρ. 12 § 3 του εν λόγω νόμου, το τυχόν παραμένον στο τέλος του οικονομικού έτους άνοιγμα του λογαριασμού αυτού, καλύπτεται με ισόποση χορηγία του Ελληνικού Δημοσίου, εγγραφομένης ιδίας πιστώσεως στον προϋπολογισμό των εξόδων του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Βασικός πόρος του λογαριασμού αυτού ήταν η εισφορά 25% επί των ακαθάριστων εισπράξεων των Ενοριακών Ναών, η οποία αυξήθηκε σε 35% με το άρθρ. 5 Α.Ν. 469/1968[17]. Η εισφορά αυτή όμως, καταργήθηκε με το άρθρ. 15 Ν. 3220/2004[18], με το επιχείρημα ότι το μέτρο δεν απέδιδε τα αναμενόμενα[19]. Άλλωστε, ήδη από το 1962, είχε καταργηθεί και η προβλεπόμενη από τα άρθρ. 3-10 Α.Ν. 536/1945 «ενοριακή εισφορά», δηλαδή η υποχρεωτική ετήσια εισφορά όλων των ορθόδοξων οικογενειών στην ενορία τους[20]. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα αποκλειστικός πόρος του εν λόγω λογαριασμού να έχει παραμείνει σήμερα η κρατική επιχορήγηση, δηλαδή το Δημόσιο να καλύπτει εξ ολοκλήρου τη μισθοδοσία των Εφημερίων, παρότι σκοπός του νομοθέτη με τον Α.Ν. 536/1945 δεν ήταν να αναλάβει τη μισθοδοσία τους, αλλά να εγγυηθεί την καταβολή της, σε περίπτωση που δεν επαρκούν οι λοιποί πόροι. Ζήτημα τίθεται ως προς τον αριθμό των μισθοδοτούμενων από το Δημόσιο Εφημερίων Ενοριακών Ναών της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το άρθρ. 15 Α.Ν. 536/1945 όρισε τον αριθμό των οργανικών θέσεων Εφημερίων σε 6.000. Η κατανομή αυτών στις επιμέρους Ι. Μητροπόλεις θα γινόταν με βασιλικό διάταγμα, το οποίο όμως δεν εκδόθηκε ποτέ. Άλλωστε, ο αριθμός αυτός αφορούσε τόσο τους Εφημερίους της Εκκλησίας της Ελλάδος όσο και εκείνους της Εκκλησίας της Κρήτης. Καθώς μάλιστα το Β.Δ. της 14/16.2.1950, με το οποίο επεκτάθηκαν οι σχετικές διατάξεις και στα Δωδεκάνησα, δεν όριζε αντίστοιχη αύξηση του συνολικού αριθμού των οργανικών θέσεων Εφημερίων είναι αυτονόητο, ότι σε αυτές τις 6.000 οργανικές θέσεις περιλαμβάνονται και εκείνες των Ενοριακών Ναών της Δωδεκανήσου. Ακολούθως, το άρθρ. 24 § 3 Ν.Δ. 126/1969[21] όρισε ότι, ειδικώς στην Εκκλησία της Ελλάδος, ο αριθμός των Εφημερίων, τα προσόντα των υποψηφίων Εφημερίων και τα της μισθοδοσίας τους καθορίζονται διά βασιλικού διατάγματος, εκδιδομένου μετά από πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και γνώμη της Δ.Ι.Σ. Το δε άρθρ. 40 § 1 Κανον. 2/1969[22] προσδιόρισε τις οργανικές θέσεις Εφημερίων Ενοριακών Ναών της Εκκλησίας της Ελλάδος σε 8.000, «ως δια βασιλικού διατάγματος ορίζεται», παραπέμποντας στη διάταξη του άρθρ. 24 § 3 Ν.Δ. 126/1969. Κατά το άρθρ. 40 § 2 Κανον. 2/1969, η κατανομή των οργανικών θέσεων στις επιμέρους ενορίες (άρα και στις οικείες Ι. Μητροπόλεις) θα γινόταν με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με γνώμη του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου και πρόταση των αρμόδιων Συνοδικών Επιτροπών, διαδικασία που δεν έχει κινηθεί μέχρι σήμερα[23]. Το πρόβλημα ανακύπτει, επειδή το προβλεπόμενο από το άρθρ.  24 § 3 Ν.Δ. 126/1969 βασιλικό διάταγμα, που θα όριζε τον αριθμό των οργανικών θέσεων Εφημερίων, ουδέποτε εκδόθηκε. Η δε διάταξη του άρθρ. 40 § 1 Κανον. 2/1969, που ορίζει τον αριθμό αυτόν σε 8.000 για την Εκκλησία της Ελλάδος, εκδοθείσα καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως του άρθρ. 24 § 3 Ν.Δ. 126/1969, είναι άκυρη.

Επομένως ως προς τον αριθμό των οργανικών θέσεων Εφημερίων Ενοριακών Ναών της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εκκλησίας της Κρήτης και των Μητροπόλεων των Δωδεκανήσων, που μισθοδοτούνται από το Δημόσιο, εξακολουθεί να ισχύει η διάταξη του άρθρ. 15 Α.Ν. 536/1945, ορίζουσα αυτόν σε 6.000[24]. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν δύναται να καθορίζει η ίδια τον αριθμό των Εφημερίων της, σύμφωνα με τις εκάστοτε ανάγκες της. Πλην όμως δεν δύναται, τουλάχιστον βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, να καλύπτεται η δαπάνη της μισθοδοσίας τους, πέραν του αριθμού των 6.000, από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Παρά ταύτα ο αριθμός αυτός είναι σαφώς μεγαλύτερος[25], αφού στην πράξη και λόγω της μη έκδοσης του προβλεπόμενου από το άρθρ. 15 Α.Ν. 536/1945 διατάγματος για την κατανομή των οργανικών αυτών θέσεων στις Ι. Αρχιεπισκοπές Αθηνών και Κρήτης, και στις επιμέρους Ι. Μητροπόλεις της ελληνικής επικράτειας, εξακολούθησε ως προς την κατανομή τους να εφαρμόζεται το πληθυσμιακό κριτήριο του άρθρ. 51 Α.Ν. 2200/1940[26], διατάξεις που επανέλαβε και το άρθρ. 39 Κανον. 2/1969[27]. Την πρακτική αυτή αναγνώρισε εμμέσως και ο νομοθέτης με το άρθρ. 3 § 5 Ν.Δ. 3859/1958[28], ορίζοντας ότι ο διορισμός τακτικού ή προσωρινού εφημερίου, κατά παράβαση του άρθρ. 51 Α.Ν. 2200/1940, ήτοι αναλόγως προς τον αριθμό των οικογενειών ενοριτών, είναι εξ υπαρχής άκυρος και δεν γεννά υποχρέωση καταβολής μισθού στον υπεραρίθμως τοποθετηθέντα εφημέριο, χωρίς όμως να αναφέρεται και στην περίπτωση παράβασης του αριθμητικού κριτηρίου των 6.000 οργανικών θέσεων. Πάντως, η μη έκδοση του διατάγματος για την κατανομή των 6.000 θέσεων, καθιστά μετέωρη τη μισθοδοσία του συνόλου των Εφημερίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, επειδή είναι παντελώς αδύνατο να προσδιοριστεί ποιοι Εφημέριοι έχουν καταλάβει τις οργανικές θέσεις του άρθρ. 15 Α.Ν. 536/1945.

4. Οι μισθοδοτούμενες από το Δημόσιο οργανικές θέσεις Διακόνων καθορίσθηκαν με το Ν.Δ. 1398/1973[29] για την Εκκλησία της Ελλάδος σε 820, αριθμός που δεν είναι όμως ακριβής, διότι με τον Ν. 673/1977[30] κατανεμήθηκαν συνολικώς στην Ι. Αρχιεπισκοπή Αθηνών και στις Ι. Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος 760 θέσεις Διακόνων, ενώ αναφέρεται ότι παραμένουν και 70 θέσεις μη κατανεμηθείσες. Στο σύνολο, δηλαδή, αθροίζονται 830 θέσεις. Παράλληλα με το Ν.Δ. 1399/1973[31] συστάθηκαν 115 οργανικές θέσεις Διακόνων στην Εκκλησία της Κρήτης (90 θέσεις) και στις Μητροπόλεις των Δωδεκανήσων (25 θέσεις). Από τις θέσεις αυτές έχουν απομείνει σήμερα μόλις 290 στην Εκκλησία της Ελλάδος, 33 στην Εκκλησία της Κρήτης και 8 στις Μητροπόλεις των Δωδεκανήσων, οι υπόλοιπες δε έχουν ήδη μετατραπεί σε θέσεις ιεροκηρύκων και εκκλησιαστικών υπαλλήλων, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο αριθμός αυτός ήταν εξαρχής υπερβολικός και δυσανάλογος προς τις πραγματικές ανάγκες της Εκκλησίας.  Οι οργανικές θέσεις Διακόνων μισθοδοτούνται από το Δημόσιο με επιβάρυνση του «Κεφαλαίου προς πληρωμήν μισθού Εφημεριακού Κλήρου»[32]. Ομοίως και οι θέσεις ιεροκηρύκων και εκκλησιαστικών υπαλλήλων που προήλθαν από τη μετατροπή θέσεων Διακόνων[33], εξακολουθούν να επιβαρύνουν τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Στην Εκκλησία της Ελλάδος μισθοδοτούνται, από το Δημόσιο, συνολικώς 292 οργανικές θέσεις ιεροκηρύκων[34]:

α) 207 από μετατροπή θέσεων Διακόνων[35] και

β) 85 θέσεις ιεροκηρύκων, των οποίων τη μισθοδοσία ανέλαβε εσαεί το Ελληνικό Δημόσιο, μετά την κατάργηση του Οργανισμού Διοικήσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας[36], το 1988[37]. Στην Εκκλησία της Κρήτης οι θέσεις ιεροκηρύκων που μισθοδοτούνται από το Δημόσιο και προήλθαν από τη μετατροπή θέσεων Διακόνων ανέρχονται σε 16[38] και στα Δωδεκάνησα σε 5[39]. Οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι μισθοδοτούνται κατά βάση από το νομικό πρόσωπο στο οποίο υπηρετούν[40]. Ειδικώς στην Εκκλησία της Κρήτης, οι υπάλληλοι του Αρχιεπισκοπικού και των Μητροπολιτικών Γραφείων μισθοδοτούνται από τον οικείο Οργανισμό Διοικήσεως Μοναστηριακής Περιουσίας[41]. Σημαντικός αριθμός εκκλησιαστικών υπαλλήλων, όμως, και συγκεκριμένα 323 θέσεις στην Εκκλησία της Ελλάδος, οι οποίες προήλθαν από μετατροπή οργανικών θέσεων Διακόνων και ιεροκηρύκων, μισθοδοτούνται από το Δημόσιο. Ειδικότερα από τις προβλεπόμενες, κατά τα ανωτέρω, 820 οργανικές θέσεις Διακόνων της Εκκλησίας της Ελλάδος, μετατράπηκαν διαδοχικώς: 160 σε θέσεις «λαϊκών υπαλλήλων, κοινωνικών λειτουργών και κλητήρων – οδηγών αυτοκινήτων» με το άρθρ. 20 § 1 Ν. 1476/1984[42], 100 σε θέσεις «λαϊκών υπαλλήλων» με το άρθρ. 19 § 5 Ν. 2819/2000[43], 4 σε θέσεις «λαϊκών υπαλλήλων» με το άρθρ. 8 § 13 Ν. 3194/2003[44], 15 σε θέσεις «διοικητικών υπαλλήλων» με το άρθρ. 6 § 10 Ν. 3255/2004[45], 10 σε θέσεις «διοικητικών υπαλλήλων» με το άρθρ. 23 Ν. 3475/2006[46] και 14 σε θέσεις «εκκλησιαστικών υπαλλήλων» με το άρθρ. 42 § 1 Ν. 3848/2010[47]. Επίσης 20 θέσεις ιεροκηρύκων του Ν. 817/1978 καταργήθηκαν ήδη και αντ’ αυτών συστάθηκαν ισάριθμες θέσεις «εκκλησιαστικών υπαλλήλων» με το άρθρ. 42 § 3 Ν. 3848/2010. Στις ανωτέρω θέσεις εκκλησιαστικών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος πρέπει να συναριθμηθούν και οι 11 θέσεις που συστάθηκαν με τα άρθρ. 6 § 2 β΄ Ν. 3027/2002[48], 30 Ν. 3577/2007[49] και 9 § 4 Ν. 3861/2010[50]. Από το Δημόσιο μισθοδοτούνται και οι 41 θέσεις[51] εκκλησιαστικών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Κρήτης που προήλθαν από μετατροπή θέσεων Διακόνων του Ν.Δ. 1399/1973, ως εξής: 25 σε θέσεις «λαϊκών υπαλλήλων και κλητήρων - οδηγών αυτοκινήτων» με το Π.Δ. 225/1985[52], 3 σε θέσεις «λαϊκών υπαλλήλων» με το άρθρ. 14 § 1 Ν. 3149/2003[53], 3 σε θέσεις «διοικητικών υπαλλήλων» με το άρθρ. 23 Ν. 3475/2006[54] και 10 σε θέσεις «εκκλησιαστικών υπαλλήλων» με το άρθρ. 42 § 2 Ν. 3848/2010.

Ομοίως συστάθηκαν και 12 θέσεις εκκλησιαστικών υπαλλήλων στις Μητροπόλεις Δωδεκανήσων με κατάργηση ισάριθμων θέσεων Διακόνων, σύμφωνα με το Π.Δ. 225/1985 και άρθρ. 42 § 2 Ν. 3848/2010.Σύμφωνα με το άρθρ. 20 § 5 Ν. 1476/1984 οι εκκλησιαστικοί αυτοί υπάλληλοι μισθοδοτούνται από το Δημόσιο με επιβάρυνση του χρηματικού λογαριασμού «Κεφάλαια προς πληρωμή μισθών του εφημεριακού κλήρου». Ήδη, το άρθρ. 42 §§ 6-7 Ν. 3848/2010 ορίζει ότι για τη μισθολογική εξέλιξη των διοριζομένων στις θεσπιζόμενες με τον νόμο αυτόν θέσεις εκκλησιαστικών υπαλλήλων, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 3205/2003, που ισχύει και επί των εν γένει δημοσίων υπαλλήλων. Άλλωστε, με πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση, υπήχθη και το προσωπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που επιβαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό, στο καθεστώς πρόσληψης μέσω του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), εξαιρουμένων μόνο των θρησκευτικών λειτουργών[55].

Β΄. Ασφάλιση κληρικών και μοναχών

1. Οι κληρικοί της Ορθόδοξης Εκκλησίας ασφαλίζονταν κατά το παρελθόν στο Τ.Α.Κ.Ε.[56]. Με το άρθρ. 21 Ν. 2084/1992[57] καταργήθηκαν οι Κλάδοι Συντάξεως και Ασθενείας του Τ.Α.Κ.Ε. και από 1.1.1993 υπήχθησαν οι ασφαλισμένοι του στο Δημόσιο[58]. Το Τ.ΑΚ.Ε. μετονομάστηκε σε Ταμείο Προνοίας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος (Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε.) με σκοπό τη χορήγηση εφάπαξ βοηθήματος στους ασφαλισμένους του[59]. Με την πρόσφατη αναδιάρθρωση των ασφαλιστικών ταμείων καταργήθηκε και το Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε.[60] και αντ’ αυτού συστάθηκε Τομέας Πρόνοιας Ορθόδοξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος[61] στο Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων (Τ.Π.Δ.Υ.).  Ήδη, με τα άρθρ. 27 § 2 Ν. 3863/2010[62] και 2 § 1 α΄ Ν. 3865/2010[63], οι προσλαμβανόμενοι από 1.1.2011 ιερείς και εκκλησιαστικοί υπάλληλοι υπάγονται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως στον κλάδο κύριας συντάξεως του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.

  2. Από 1.7.1973, όλοι οι Έλληνες μοναχοί και μοναχές, που απασχολούνται με οποιοδήποτε τρόπο σε αγροτικές εργασίες εντός της ελληνικής επικράτειας, υπήχθησαν στην ασφάλιση του Ο.Γ.Α., δυνάμει του άρθρ. 5 § 2 Ν.Δ. 1390/1973[64]. Σύμφωνα με το άρθρ. 2 Ν. 2458/1997[65] οι μοναχοί υπάγονται στην ασφάλιση του συσταθέντος, με τον νόμο αυτό, Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών προαιρετικά, χωρίς να θίγεται η ασφάλισή τους στον Κλάδο Ασθενείας του Ο.Γ.Α., ενώ, κατά το άρθρ. 14 § 2, οι μοναχοί απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής εισφοράς, η οποία επιβαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό.

3. Επίσης οι κληρικοί και μοναχοί των Πατριαρχείων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και των μοναχών της Ι. Μονής Αγ. Αικατερίνης Σινά, εφ’ όσον είναι Έλληνες το γένος, δικαιούνται των παροχών του κλάδου υγείας Ο.Γ.Α.[66]. Η προβλεπόμενη εισφορά υπέρ του κλάδου υγείας του Οργανισμού βαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρ. 12 § 2 περ. ιστ΄ Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων[67], λογίζεται ως συντάξιμος και προσμετράται στη λοιπή συντάξιμη υπηρεσία των δημοσίων υπαλλήλων, η προϋπηρεσία που παρασχέθηκε με την ιδιότητα του τακτικού ή έκτακτου με μηνιαίο μισθό ή ημερομίσθιο υπαλλήλου ή κληρικού στις υπηρεσίες της έδρας[68] του Οικουμενικού και των άλλων Ορθόδοξων Πατριαρχείων, η οποία λαμβάνεται υπόψη και για τη μισθολογική του εξέλιξη.

Γ΄.Κρατικές επιχορηγήσεις προς εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα και οργανισμούς  

1. Από τον Κρατικό Προϋπολογισμό επιχορηγείται το σύνολο της εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως, η οποία αποτελεί τμήμα της παρεχόμενης από το Κράτος δωρεάν παιδείας. Τα εκκλησιαστικά γυμνάσια και γενικά εκκλησιαστικά λύκεια της Ορθόδοξης Εκκλησίας επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό με επιβάρυνση του προϋπολογισμού της οικείας νομαρχίας[69]. Ομοίως και οι Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες (στη συνέχεια: Α.Ε.Α.) επιχορηγούνται από τον Κρατικό προϋπολογισμό κατά το πρότυπο της εν γένει πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως[70]. Η κατανομή της επιχορηγήσεως στις επιμέρους Α.Ε.Α. πραγματοποιείται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων[71].Από τον Κρατικό Προϋπολογισμό επιχορηγείται, σύμφωνα με το άρθρ. 26 Ν. 3432/2006, και η «Εστία Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης» για τη σίτιση των μαθητών των Ιερατικών Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας (Ι.Σ.Δ.Ε.) και των φοιτητών προγραμμάτων Ιερατικών Σπουδών των Α.Ε.Α. με πίστωση του Κ.Α.Ε. 2599 «Λοιπές επιχορηγήσεις φυσικών ή νομικών προσώπων και οργανισμών» της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων[72].

2.Επιμέρους διατάξεις θεσπίζουν επιχορηγήσεις υπέρ διάφορων εκκλησιαστικών οργανισμών, οι οποίες καλύπτονται με επιβάρυνση του προϋπολογισμού του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων[73]:

α΄. Το άρθρ. 24 § 1 εδ. η΄ Α.Ν. 976/1946[74] θέσπισε ετήσια κρατική επιχορήγηση προς την Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος ύψους 10.000.000 δρχ. Με το άρθρ. 7 Ν. 1155/1981[75] η επιχορήγηση αυτή ορίστηκε από το οικονομικό έτος 1981 στο ποσό των 15.000.000 δρχ., διατηρουμένης όμως της δυνατότητας αυξομειώσεώς του με κοινή απόφαση των Υπουργών Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομικών, ανάλογα προς τις εκάστοτε ανάγκες της Αποστολικής Διακονίας[76].

 β΄. Ο Ν. 2844/1954[77] ορίζει ότι με πρόταση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών μπορεί να παρέχεται κρατική χορηγία στον Καθεδρικό Ι. Ναό Αθηνών, λόγω ανεπάρκειας των πόρων του, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Παιδείας και Θρησκευμάτων.

 γ΄. Σύμφωνα με το άρθρ. 61 Ν. 590/1977[78] μπορούν να ιδρύονται με προεδρικό διάταγμα Σχολές ειδικεύσεως στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων[79] και στην Ι. Μονή Αγ. Αικατερίνης Σινά. Για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών τους εγγράφεται πίστωση στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, η οποία μεταβιβάζεται υπό τύπον επιχορηγήσεως σε αυτές με αποφάσεις του οικείου Υπουργού.

 δ΄. Το άρθρ. 73 Ν. 2413/1996[80] θεσπίζει τη χρηματοδότηση του Ινστιτούτου Ορθόδοξης Θεολογίας, που λειτουργεί στο Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ της Γενεύης, από τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων[81], με σκοπό την ίδρυση κύκλου σπουδών μεταπτυχιακού επιπέδου σε θέματα ορθόδοξης παραδόσεως και θεολογίας και αναπτύξεως του διαχριστιανικού και διαθρησκευτικού διαλόγου της Ορθοδοξίας. ε΄. Όλως προσφάτως, με το άρθρ. 43 § 5 Ν. 3848/2010[82], ορίστηκε ότι η Ορθόδοξος Ακαδημία Κρήτης μπορεί να επιχορηγείται ετησίως από τον Τακτικό Προϋπολογισμό του «Υπουργείου Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων».

3. Άλλωστε, ειδικές διατάξεις προβλέπουν επιχορηγήσεις σε εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα, με χρέωση διάφορων πιστώσεων του Κρατικού Προϋπολογισμού:

  α΄. Το άρθρ. 14 Ν. 3790/2009[83] ορίζει ότι με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών μπορούν να επιχορηγούνται από τον κωδικό 2449 (επιχορηγήσεις σε λοιπά πολιτιστικά ιδρύματα) του Ειδικού φορέα 110 [Υπηρεσίες Διοικητικής Υποστήριξης (Κεντρική Υπηρεσία)][84] του Κρατικού Προϋπολογισμού και συνολικώς μέχρι του ποσού των 300.000 ευρώ, μεταξύ άλλων και εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα για τα αναγκαία έργα συντήρησης και αποκατάστασης ι. ναών και μέχρι του ποσού των 5.000 ευρώ ανά νομικό πρόσωπο.

  β΄. Το άρθρ. 202 § 1 Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων[85] ορίζει ότι με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου είναι δυνατή η παροχή χρηματικών επιχορηγήσεων σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, περιλαμβανομένων και των εκκλησιαστικών, για την πραγματοποίηση κοινωνικών και πολιτιστικών εκδηλώσεων.

  γ΄. Με το άρθρ. 1 § 1 Α.Ν. 1144/1946[86] καθιερώθηκε ετήσια υποχρεωτική εισφορά υπέρ του Ι. Κοινού του Παναγίου Τάφου σε βάρος των προϋπολογισμών των Δήμων και Κοινοτήτων, η οποία με το άρθρ. 10 Α.Ν. 344/1968[87] καθορίστηκε σε ποσοστό 0,5% επί των πραγματοποιούμενων τακτικών εσόδων τους. Η εισφορά αυτή έπαυσε να εγγράφεται στους προϋπολογισμούς των Ο.Τ.Α., λόγω της οικονομικής τους αδυναμίας, σύμφωνα με την απόφαση Υπ. Εσωτερικών 17459/6.3.1978[88]. Με την υπ’ αριθ. 55327/30.11.1989[89] απόφαση Υπ. Εσωτερικών καθορίστηκε ποιες από τις υποχρεωτικές εισφορές που έχουν επιβληθεί με ειδικούς νόμους, εγγράφονται στους προϋπολογισμούς των Ο.Τ.Α. Σε αυτές δεν περιλαμβάνεται και η ετήσια εισφορά υπέρ του Ι. Κοινού του Πανάγιου Τάφου, χωρίς όμως οι σχετικές διατάξεις να έχουν μέχρι σήμερα ρητώς καταργηθεί.

  δ΄. Ειδική περίπτωση αποτελεί τέλος η ετήσια κρατική επιχορήγηση προς τις Ι. Μονές του Αγίου Όρους[90], που προβλέπεται από το άρθρ. 2 Ν. 1166/1981[91], για την εκπλήρωση και διαφύλαξη της μακραίωνης θρησκευτικής, πνευματικής και πολιτιστικής αποστολής τους. Το ποσό της κρατικής χορηγίας δεν δύναται να είναι μικρότερο των 30.000.000 δρχ. και καθορίζεται κατ’ έτος με Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, κατόπιν εισηγήσεως του Υπουργού Εξωτερικών, με πρόταση της Ιεράς Κοινότητας.

ΙΙΙ. Το Φορολογικό καθεστώς της Εκκλησίας

Α΄. Γενικά

 1.Η φορολόγηση των επιμέρους θρησκειών[92], «γνωστών» και «επικρατούσας», διέπεται από τις αρχές της θρησκευτικής ισότητας (άρθρ. 13 Σ.)και της φορολογικής δικαιοσύνης (άρθρ. 4 § 5 Σ.). Το γεγονός αυτό συνεπάγεται ότι το κράτος δύναται μεν να θεσπίζει ειδικές απαλλαγές υπέρ της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εφόσον όμως δικαιολογείται επαρκώς ο λόγος που επιβάλει αυτήν την παρέκκλιση και με την αυτονόητη προϋπόθεση ότι δεν στηρίζεται γενικώς και αορίστως στην ιδιότητά της ως επικρατούσας θρησκείας[93]. Ομοίως τυχόν μεμονωμένες απαλλαγές υπέρ κάθε άλλης θρησκείας θα πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένες, ώστε να μην υφίσταται περίπτωση ευνοϊκής μεταχείρισης σε βάρος των λοιπών γνωστών θρησκειών ή και της επικρατούσας.  Περαιτέρω, απόρροια της αρχής της φορολογικής δικαιοσύνης, είναι ότι το κράτος δεν μπορεί να θεσπίζει φοροαπαλλαγές, χωρίς να συντρέχουν επαρκείς λόγοι γενικού συμφέροντος[94]. Οι επιμέρους θρησκευτικές κοινότητες στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως της νομικής τους προσωπικότητας, απολάμβαναν ευρύτατων φοροαπαλλαγών, μέχρι την πρόσφατη ψήφιση του Ν. 3842/2010 «Αποκατάσταση Φορολογικής Δικαιοσύνης, αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και άλλες διατάξεις»[95]. Η καθιέρωση συλλήβδην απαλλαγών υπέρ όλων ανεξαιρέτως των θρησκευτικών νομικών προσώπων και ανεξαρτήτως φοροδοτικής ικανότητας, είχε κατακριθεί ως αντίθετη προς την αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης[96].

2. Στην ελληνική επικράτεια, ως γνωστόν, οι βασικές οργανωτικές μονάδες της Ορθόδοξης Εκκλησίας[97], αλλά και οι Ισραηλιτικές Κοινότητες[98], περιβάλλονται τον χαρακτήρα Ν.Π.Δ.Δ., και ως εκ τούτου τυγχάνουν των φοροαπαλλαγών που ισχύουν για τα λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. Αντίθετα οι γνωστές θρησκείες του άρθρ. 13 Σ. οργανώνονται, κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, ως Ν.Π.Ι.Δ. Για λόγους όμως θρησκευτικής ισότητας εκτείνονται και επί αυτών οι ισχύουσες για τα Ν.Π.Δ.Δ. της Ορθόδοξης Εκκλησίας φοροαπαλλαγές.Φοροαπαλλαγών απολαμβάνουν και τα αλλοδαπά θρησκευτικά νομικά πρόσωπα και ιδίως τα ελληνορθόδοξα και ελληνόφωνα[99] Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων[100], η Εκκλησία της Αλβανίας, η Εκκλησία της Κύπρου και η Ι. Μονή Αγ. Αικατερίνης Σινά, η οποία τελεί σε χαλαρή εξάρτηση από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων[101]. Εντελώς ιδιαίτερο είναι το φορολογικό καθεστώς των Ι. Μονών του Αγίου Όρους, όπου ισχύουν ειδικά τελωνειακά και φορολογικά προνόμια. Η απόκλιση αυτή, όμως, είναι δικαιολογημένη, λόγω του ειδικού καθεστώτος που απολαμβάνουν δυνάμει του άρθρ. 105 Σ.[102].

Β΄. Φορολογία Εισοδήματος

  1. Οι θρησκευτικοί λειτουργοί της επικρατούσας θρησκείας υπόκεινται στο ίδιο φορολογικό καθεστώς με τους λοιπούς πολίτες της χώρας και δεν απολαμβάνουν ειδικών φορολογικών προνομίων. Για τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος των αρχιερέων λαμβάνονται υπόψη και τα «λειτουργικά δικαιώματα» τα οποία λαμβάνουν υπό τη μορφή υποχρεωτικών τελών, π.χ. για την έκδοση αδειών γάμου[103]. Σε φόρο εισοδήματος δεν υπόκεινται οι ιερείς για τα «τυχηρά», που λαμβάνουν προαιρετικά από τους πιστούς, για την τέλεση ιεροπραξιών, εκτός από τις περιπτώσεις, όπου αυτά έχουν λάβει τη μορφή μόνιμης περιοδικής παροχής, όπως στην περίπτωση του Ιερού Πανελληνίου Προσκυνήματος Ευαγγελιστρίας Τήνου[104].

2. Ο Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (στη συνέχεια: Κ.Φ.Ε.)[105] περιλαμβάνει στα υποκείμενα του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων τόσο τα κερδοσκοπικού όσο και τα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Στα νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα περιλαμβάνονται άλλωστε και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα υπόκεινται σε φορολογία, με βάση υπολογισμού το καθαρό εισόδημά τους και μόνον εφόσον αυτό προέρχεται από εκμίσθωση ακινήτων ή από κινητές αξίες[106].Το άρθρ. 103 § 1 β΄ Κ.Φ.Ε., όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της κύρωσής του, προέβλεπε την πλήρη απαλλαγή των Ι. Ναών, Ι. Μονών, Ι. Μητροπόλεων, Αποστολικής Διακονίας, Ι. Κοινού Παναγίου Τάφου, Ι. Μονών Αγίου Όρους, Ι. Μονών Αγ. Αικατερίνης Σινά και Αγ. Ιωάννου Θεολόγου Πάτμου από τον φόρο για εισοδήματα από οικοδομές και εκμίσθωση γαιών. Με το άρθρ. 1 περ. 6 Ν.  2459/1997[107] καταργήθηκε πρόσκαιρα η απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος για όλα τα ανωτέρω εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα, πλην των Ι. Μονών του Αγίου Όρους. Επεκτάθηκε όμως εκ νέου με το άρθρ. 35 § 1 Ν. 2523/1997[108] στο Ι. Κοινό του Πανάγιου Τάφου και στην Ι. Μονή Αγ. Αικατερίνης Σινά και με το άρθρ. 6 § 5 Ν. 2873/2000[109] στα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως,  Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων.  Ο Ν. 3296/2004[110] μετέβαλε άρδην τον τρόπο φορολόγησης των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, προβλέποντας τη σταδιακή κατάργηση της φορολόγησης των ανωτέρω εισοδημάτων για όλα τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρ. 103 § 1 β΄ του Κ.Φ.Ε., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 6 § 1 Ν. 3296/2004, απαλλάσσονταν από τον φόρο εισοδήματος «τα εισοδήματα από οικοδομές γενικά και από εκμίσθωση γαιών που ανήκουν στους Ι. Ναούς, στις Ι. Μητροπόλεις, στις Ι. Μονές, στις Ι. Μονές του Αγίου Όρους, στην Ι. Μονή Πάτμου, στην Ι. Μονή Σινά, στην Αποστολική Διακονία, στον Πανάγιο Τάφο, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κων/πόλεως, στα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας, στην Ι. Αρχιεπισκοπή Κύπρου, καθώς και στις Ι. Σταυροπηγιακές Μονές Κύπρου».

Σύμφωνα με το άρθρ. 6 § 3 Ν. 3296/2004 η απαλλαγή αυτή ισχύει για τα εισοδήματα οικονομικού έτους 2008 και έπειτα, ενώ μέχρι τότε θα εφαρμοζόταν κλιμακωτή μείωση του φορολογικού συντελεστή[111]. Παράλληλα με το άρθρ. 103 § 1 δ΄ Κ.Φ.Ε., όπως προστέθηκε με το άρθρ. 6 § 2 Ν. 3296/2004, απαλλάσσονταν πλήρως από τον φόρο εισοδήματος για εισοδήματα από οικοδομές και από εκμίσθωση γαιών τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα που επεδίωκαν κοινωφελείς σκοπούς, ενώ ειδικώς τα ημεδαπά κοινωφελή ιδρύματα απαλλάσσονταν και για τα εισοδήματα από μερίσματα μετοχών και τόκους ομολογιών. Ήδη, με το άρθρ. 12 § 2-3 Ν. 3842/2010, καταργήθηκαν οι διατάξεις του άρθρ. 103 § 1 β΄ και δ΄ Κ.Φ.Ε., όπως είχε έκτοτε τροποποιηθεί. Σύμφωνα δε με το άρθρ. 109 § 2 εδ. β΄ Κ.Φ.Ε., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 12 § 4 Ν. 3842/2010, τα εισοδήματα που αποκτούν από εκμίσθωση οικοδομών και γαιών, από την 1.1.2010 και μετά[112], όλα τα ανωτέρω εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα του πρώην άρθρ. 103 § 1 β΄ Κ.Φ.Ε., τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα που αποδεδειγμένα επιδιώκουν κοινωφελείς σκοπούς και τα ημεδαπά κοινωφελή ιδρύματα, φορολογούνται με συντελεστή 20%[113]. Για τα εισοδήματα αυτά δεν βεβαιώνεται προκαταβολή φόρου[114]. Για τον προσδιορισμό των εισοδημάτων αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 20-23 Κ.Φ.Ε.[115].Εκπίπτουν, όμως, οι δαπάνες επισκευής, συντήρησης, ανακαίνισης, οι πάγιες και λειτουργικές δαπάνες και κάθε είδους άλλη δαπάνη των νομικών προσώπων και ιδρυμάτων αυτών, μέχρι 50% επί των ακαθάριστων εσόδων, εφόσον καλύπτεται από νόμιμα παραστατικά[116].  Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 109 § 3 Κ.Φ.Ε. επιβάλλεται και συμπληρωματικός φόρος στα νομικά πρόσωπα, που υπολογίζεται με συντελεστή 3% επί των ακαθάριστων εισοδημάτων από ακίνητα, χωρίς όμως να μπορεί να υπερβεί το ποσό του φόρου εισοδήματος, όπως καθορίζεται από το άρθρ. 109 §§ 1-2. Ο συμπληρωματικός φόρος δεν επιβάλλεται στα εισοδήματα από ακίνητα των νομικών προσώπων, τα οποία απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος για τα εισοδήματα αυτά, σύμφωνα με το άρθρ. 103 Κ.Φ.Ε. Επομένως, μετά την κατάργηση των απαλλαγών από τον φόρο εισοδήματος για τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα, που προβλέπονταν από το άρθρο 103 Κ.Φ.Ε., επιβάλλεται και επί αυτών ο συμπληρωματικός φόρος 3%, ο οποίος όμως δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό του κύριου φόρου. Κατά την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3842/2010, είναι αυτονόητο, ότι, αν τα νομικά αυτά πρόσωπα ασκούν και εμπορική δραστηριότητα, τότε τα καθαρά τους κέρδη από τη δραστηριότητα αυτή εξακολουθούν να φορολογούνται με τον ισχύοντα κάθε φορά συντελεστή φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων, γιατί τα κέρδη αυτά δεν πραγματοποιούνται κατά την επιδίωξη του κοινωφελούς έργου τους[117].

Τούτο προκύπτει ρητώς και από το άρθρ. 99 § 1 περ. ε΄ Κ.Φ.Ε., σύμφωνα με το οποίο τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα - στα οποία περιλαμβάνονται και τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα - υπόκεινται σε φορολόγηση για το καθαρό εισόδημα που προκύπτει στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή μόνο από την εκμίσθωση ακινήτων και από κινητές αξίες. Δεν αποτελούν αντικείμενο φορολογίας τα λοιπά εισοδήματα αυτών των νομικών προσώπων, καθώς και τα κάθε άλλου είδους έσοδά τους που πραγματοποιούνται κατά την επιδίωξη της εκπλήρωσης του σκοπού τους. Πάντως, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με την υπ’ αριθ. 681/1997[118] γνωμοδότησή του, την οποία αποδέχθηκε και ο Υπ. Οικονομικών[119], υποστήριξε ότι τα έσοδα από τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις (λάδι κ.λπ.) των ημεδαπών νομικών προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα - όχι όμως και των αλλοδαπών - δεν υπόκεινται σε φορολόγηση. Τέλος, εξακολουθεί, κατά το άρθρ. 99 § 1 περ. ε΄ Κ.Φ.Ε., να υπόκειται σε φόρο το καθαρό εισόδημα των νομικών αυτών προσώπων που προέρχεται από κινητές αξίες, σύμφωνα με τις κοινές διατάξεις[120]. Κατ’ εξαίρεση για τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος από τόκους που αποκτούν αυτά τα νομικά πρόσωπα, εκπίπτουν οι τόκοι που καταβάλλονται σε δανειοδοτικούς φορείς, μέχρι το ύψος του συνολικού ακαθάριστου εισοδήματος από τόκους[121].

Γ΄. Φορολογία Κεφαλαίου

  1. Ο Ν. 2459/1997, με τον οποίο καθιερώθηκε ο Φόρος Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας (στη συνέχεια: Φ.Μ.Α.Π.)[122], προέβλεπε την πλήρη απαλλαγή από τον φόρο αυτόν του Ι. Κοινού του Πανάγιου Τάφου, της Ι. Μονής Αγ. Αικατερίνης Σινά και των Ι. Μονών του Αγίου Όρους[123]. Περαιτέρω απαλλάσσονταν από τον Φ.Μ.Α.Π. τα Ν.Π.Δ.Δ.[124]. Σε αυτά, σύμφωνα με τη γνωμοδότηση 523/1997 Ν.Σ.Κ.[125], περιλαμβάνονταν και εκείνα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, πλην των Ι. Ναών και Ι. Μονών, που αρχικώς τύγχαναν απαλλαγής από τον Φ.Μ.Α.Π., μόνον για τα ακίνητα που χρησιμοποιούσαν, όπως και τα αναγνωρισμένα (sic) θρησκευτικά δόγματα[126]. Με τις τροποποιήσεις που επήλθαν με το άρθρ. 14 § 1 Ν. 2579/1998[127], η πλήρης απαλλαγή από τον Φ.Μ.Α.Π. επεκτάθηκε και στους Ι. Ναούς, στις Ι. Μονές και σε όλες τις γνωστές θρησκείες του άρθρ. 13 Σ. Ακολούθως με το άρθρ. 21 Ν. 3634/2008[128] καταργήθηκε ο Φ.Μ.Α.Π. Συγχρόνως καθιερώθηκε με τα άρθρ. 5 επ. το Ενιαίο Τέλος Ακινήτων (στη συνέχεια: Ε.Τ.ΑΚ.), από το οποίο απαλλάσσονταν οι γνωστές θρησκείες (άρθρ. 13 Σ.), το Ι. Κοινό του Πανάγιου Τάφου, η Ι. Μονή Αγ. Αικατερίνης Σινά, οι Ι. Μονές του Αγίου Όρους, τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων και η Εκκλησία της Αλβανίας, μόνον όμως για τα ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητά τους, καθώς και για αυτά που χρησιμοποιούσαν για να επιτελούν το λατρευτικό τους έργο[129].

 Ομοίως απαλλάσσονταν από το Ε.Τ.ΑΚ. και τα Ν.Π.Δ.Δ. για τα ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητά τους[130]. Το Ε.Τ.ΑΚ. καταργήθηκε με το άρθρ. 56 § 1 Ν. 3842/2010 από 1.1.2010[131]. Οι καταργούμενες διατάξεις όμως εφαρμόζονται και μετά την 1.1.2010 για υποθέσεις Ε.ΤΑ.Κ., των οποίων η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μέχρι την κατάργησή τους[132]. Με το άρθρ. 29 Ν. 3842/2010 καθιερώθηκε ήδη νέος Φόρος Ακίνητης Περιουσίας (στη συνέχεια: Φ.Α.Π.). Από τον Φ.Α.Π. απαλλάσσονται τα ακίνητα που ιδιοχρησιμοποιούνται από Ν.Π.Δ.Δ.[133], στα οποία, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, περιλαμβάνονται και εκείνα της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εκκλησίας της Κρήτης και των Ι. Μητροπόλεων Δωδεκανήσων[134]. Περαιτέρω, απαλλάσσονται τα ακίνητα που χρησιμοποιούν για να επιτελούν το λατρευτικό, εκπαιδευτικό, θρησκευτικό και κοινωφελές έργο τους οι γνωστές θρησκείες (άρθρ. 13 Σ.)[135], το Ι. Κοινό του Παναγίου Τάφου, η Ι. Μονή Αγ. Αικατερίνης Σινά, οι Ι. Μονές του Αγίου Όρους[136], τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων και η Εκκλησία της Αλβανίας[137]. Στην έννοια των απαλλασσομένων ακινήτων περιλαμβάνονται, ενδεικτικώς, οι κάθε είδους Ναοί (ενοριακοί, ιδρυμάτων, νεκροταφείων, παρεκκλήσια, εξωκκλήσια κ.λπ.), οι Ι. Μονές και οι τόποι γενικά κοινής λατρείας[138]. Όσον αφορά τα μη ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα όλων των ανωτέρω εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, φορολογούνται με συντελεστή 3‰ επί της αξίας του ακινήτου[139], έναντι του γενικού συντελεστή 6‰, που ισχύει για τα λοιπά νομικά πρόσωπα. Ο φόρος που αναλογεί στη συνολική αξία των κτισμάτων που υπόκεινται στον Φ.Α.Π. δεν μπορεί, πάντως, να είναι μικρότερος του ενός ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, με εξαίρεση τα ημιτελή κτίσματα[140] και τα γεωργικά και κτηνοτροφικά κτήρια[141].

 2. Με το άρθρ. 15 Ν. 3091/2002[142] καθιερώθηκε ο ειδικός φόρος επί των ακινήτων σε βάρος εταιρειών, που διατηρούν εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων στην Ελλάδα. Ο ειδικός αυτός φόρος στην πραγματικότητα έπληττε μόνον τις εξωχώριες (offshore) εταιρείες, όπως συνάγεται και από τις εξαιρέσεις που προέβλεπε[143]. Ήδη με το άρθρ. 57 § 1 Ν. 3842/2010, αντικαταστάθηκε το άρθρ. 15 Ν. 3091/2002. Με το νέο άρθρ. 15 § 1 Ν. 3091/2002, διευρύνεται η φορολογική βάση της ανωτέρω υποχρέωσης, η οποία εκτείνεται πλέον σε όλα τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες του άρθρ. 51Α Κ.Φ.Ε.[144], αυξανόμενου συγχρόνως του ειδικού φόρου επί των ακινήτων από 3% σε 15% επί της αξίας αυτών. Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση Ν. 3842/2010, σκοπός της φορολογίας αυτής υπήρξε η δημιουργία αντικινήτρων και η πάταξη της φοροαποφυγής που παρατηρείται σε ακίνητα που ανήκουν σε εξωχώριες εταιρείες. Η διεύρυνση των υπόχρεων έγινε ώστε να μπορούν να υπαχθούν στον φόρο, πέραν των εταιρειών και άλλα νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες, ανεξαρτήτως από τη νομική μορφή με την οποία έχουν συσταθεί στη χώρα στην οποία έχουν την καταστατική τους έδρα[145]. Η διεύρυνση των υπόχρεων οδήγησε και σε διεύρυνση του κύκλου των απαλλασσόμενων από τον ειδικό φόρο επί των ακινήτων νομικών προσώπων.

Ως εκ τούτου, ορθώς προβλέπεται, από το νέο άρθρ. 15 Ν. 3091/2002, η πλήρης απαλλαγή των γνωστών θρησκειών (άρθρ. 13 Σ.), του Ι. Κοινού του Πανάγιου Τάφου, της Ι. Μονής Αγ. Αικατερίνης Σινά, των Ι. Μονών του Αγίου Όρους, των Πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων και της Εκκλησίας της Αλβανίας[146]. Περαιτέρω απαλλάσσονται και τα εδρεύοντα στην Ελλάδα (ή σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης) Ν.Π.Δ.Δ.[147], άρα και εκείνα της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εκκλησίας της Κρήτης και των Ι. Μητροπόλεων Δωδεκανήσων. Άλλωστε, εξαιρούνται από τον ειδικό φόρο επί των ακινήτων και τα νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν κοινωφελείς, πολιτιστικούς, θρησκευτικούς ή εκπαιδευτικούς σκοπούς:

α) για τα ακίνητα που ιδιοχρησιμοποιούν για την εκπλήρωση των σκοπών τους,

β) για τα ακίνητα που εκμεταλλεύονται, εφόσον το προϊόν της εκμεταλλεύσεως χρησιμοποιείται για την εκπλήρωση των σκοπών τους, και

γ) για τα ακίνητα που είναι κενά ή δεν αποφέρουν κανένα εισόδημα[148].

3. Ο Κώδικας Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Λαχεία απάλλασσε από τον φόρο κληρονομιών και δωρεών τα Ν.Π.Δ.Δ. (άρα και εκείνα της Ορθόδοξης Εκκλησίας), καθώς και τους Ι. Ναούς, τις Ι. Μονές, το Ι. Κοινό του Πανάγιου Τάφου και την Ι. Μονή Αγ. Αικατερίνης Σινά[149]. Ακολούθως οι απαλλαγές αυτές επεκτάθηκαν και στην Εκκλησία της Αλβανίας[150].

Ήδη, με το άρθρ. 25 Ν. 3842/2010, καταργήθηκαν οι ανωτέρω απαλλαγές, ενώ προστέθηκε § 3 στο άρθρ. 25 Ν. 2961/2001, σύμφωνα με την περ. α΄ της οποίας, υπόκεινται σε αυτοτελή φορολόγηση, με συντελεστή 0,5%[151], οι κτήσεις αιτία θανάτου, εφόσον δικαιούχοι είναι τα Ν.Π.Δ.Δ., οι Ι. Ναοί, οι Ι. Μονές, το Ι. Κοινό του Πανάγιου Τάφου, η Ι. Μονή Αγ. Αικατερίνης Σινά, τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, η Εκκλησία της Κύπρου και η Εκκλησία της Αλβανίας.Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρ. 43 ενότ. Β΄ Ν. 2961/2001, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 25 § 16 Ν. 3842/2010, οι ανωτέρω διατάξεις, για την αυτοτελή φορολόγηση των κτήσεων αιτία θανάτου των εν λόγω εκκλησιαστικών προσώπων, εφαρμόζονται αναλόγως και στις κτήσεις αιτία δωρεάς[152]. Ειδικώς οι χρηματικές δωρεές προς τα ανωτέρω εκκλησιαστικά πρόσωπα, υπόκεινται στον φόρο 0,5%, μετά την αφαίρεση αφορολόγητου ποσού 1.000 ευρώ κατ’ έτος. Άλλωστε, τα εκκλησιαστικά αυτά νομικά πρόσωπα απαλλάσσονται από τον φόρο δωρεάς και από την υποχρέωση υποβολής σχετικής δήλωσης για δωρεές που καταρτίζονται μεταξύ τους[153]. Η τελευταία αυτή διάταξη επιβάλλεται και από το άρθρ. 48 Ν. 590/1977, σύμφωνα με την οποία οι πάσης φύσεως μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων, κινητών και ακινήτων, μεταξύ των νομικών προσώπων του άρθρ. 1 § 4 Ν. 590/1977, τυγχάνουν της ίδιας φορολογικής μεταχειρίσεως με εκείνες του Δημοσίου.

Δ΄. Φορολογία επί της δαπάνης[154]

  1. Ειδική περίπτωση φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας συνιστά ο Φόρος Μεταβίβασης Ακινήτων (στη συνέχεια: Φ.Μ.Α.), ο οποίος καθιερώθηκε με τον Α.Ν. 1521/1950[155]. Σύμφωνα με το άρθρ. 6 Α.Ν. 1521/1950, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 14 § 7 Ν. 1882/1990[156], απαλλάσσεται πλήρως από τον Φ.Μ.Α. η μεταβίβαση ακινήτου, στην οποία αγοραστής είναι Ν.Π.Δ.Δ., Ι. Ναός ή Ι. Μονή[157], καταργούμενης συγχρόνως με το άρθρ. 14 § 5 Ν. 1882/1990 της προβλεπόμενης από το άρθρ. 4 § 1 περ. Β στ΄ Α.Ν. 1521/1950 επιβολής Φ.Μ.Α. σε αυτά τα νομικά πρόσωπα με μειωμένο συντελεστή 4%. Επιπλέον κατά το άρθρ. 5 § 1 Α.Ν. 1521/1950, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 14 § 6 Ν. 1882/1990, ο Φ.Μ.Α. βαρύνει μόνον τον αγοραστή. Κατά τον τρόπο αυτόν τα ανωτέρω εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα απαλλάχθηκαν από τον Φ.Μ.Α. όταν συμβάλλονται είτε ως αγοραστές είτε ως πωλητές ακινήτων.  Ακολούθως με τα άρθρ. 2 επ. και 11 επ. Ν. 3427/2005[158] καθιερώθηκε ο Φόρος Αυτόματου Υπερτιμήματος (στη συνέχεια: Φ.Α.Υ.) και το Τέλος Συναλλαγής Ακινήτων (στη συνέχεια: Τ.Σ.Α.), αντιστοίχως. Τόσο ο νέος φόρος όσο και το τέλος επιβάλλονταν[159] επί ακινήτου που αποκτάται με οποιαδήποτε αιτία μετά την 1.1.2006 και μετά την κτήση αυτή μεταβιβάζεται περαιτέρω με επαχθή αιτία[160]. Από το Τ.Σ.Α. και τον Φ.Α.Υ. απαλλάσσονταν, όπως και από τον Φ.Μ.Α., τα Ν.Π.Δ.Δ, οι Ι. Ναοί και οι Ι. Μονές[161].  Ήδη, με το άρθρ. 23 Ν. 3842/2010 καταργήθηκαν τα άρθρ. 2-19 Ν. 3427/2005, που καθιέρωναν το Τ.Σ.Α. και τον Φ.Α.Υ. και ως εκ τούτου επανήλθε ο Φ.Μ.Α. για όλες τις μεταβιβάσεις ακινήτων με επαχθή αιτία από την 23.4.2010[162]. Στην ανωτέρω απαλλαγή από τον Φ.Μ.Α. δεν υπάγονται τα θρησκευτικά, εθνωφελή, κοινωφελή, φιλανθρωπικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα και οργανισμοί[163]. Τα πρόσωπα αυτά επιβαρύνονται με ακέραιο συντελεστή Φ.Μ.Α., ο οποίος ανέρχεται κατά το άρθρ. 4 § 1 περ. Γ΄ Α.Ν. 1521/1950, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 22 Ν. 3842/2010, σε 8% για τη μέχρι του ποσού των 20.000 ευρώ τμήμα της αξίας του ακινήτου και σε 10% για το πέρα του ποσού αυτού τμήμα της. Συγχρόνως καταργήθηκε το Ν.Δ. 3563/1956[164] που προέβλεπε αυξημένο συντελεστή Φ.Μ.Α. για τα ακίνητα που βρίσκονται σε εντός σχεδίου περιοχή όπου λειτουργεί ή έχει συσταθεί πυροσβεστική υπηρεσία.

 2.Η πρόσφατη φορολογική μεταρρύθμιση δεν έθιξε, ως προς τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα, το μέχρι σήμερα καθεστώς των λοιπών φόρων επί της δαπάνης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) και οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης. Άλλωστε, από τους φόρους αυτούς δεν προβλέπονται γενικώς απαλλαγές υπέρ εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, πλην των Ι. Μονών του Αγίου Όρους[165].

IV. Συμπεράσματα

Συνοψίζοντας, διαπιστώνουμε ότι, μέσω πληθώρας ευεργετικών διατάξεων, ο Κρατικός Προϋπολογισμός επιβαρύνεται ετησίως με σημαντικές πιστώσεις υπέρ της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Φυσικά η Ορθόδοξη Εκκλησία από την πλευρά της επιτελεί ένα τεράστιο φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο ανά την επικράτεια, για το οποίο απαιτούνται πόροι δυσεύρετοι σε καιρούς χαλεπούς.  Οι διατάξεις για τη φορολόγηση των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων χαρακτηρίζονται από αποσπασματικότητα, ενδεχομένως και προχειρότητα, χωρίς να εντάσσονται στο πλαίσιο μιας οργανωμένης και συντονισμένης φορολογικής πολιτικής. Ο νέος νόμος επαναφέροντας τη φορολογία επί του εισοδήματος των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων οδεύει προς έναν εξορθολογισμό του συστήματος, χωρίς πάντως να επιβεβαιώνει πλήρως τον τίτλο του περί αποκατάστασης της φορολογικής δικαιοσύνης.

*«Αποκατάσταση Φορολογικής Δικαιοσύνης, αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 58).

-----------------------------

  [1]. Στον Κρατικό Προϋπολογισμό 2010 έχουν εγγραφεί πιστώσεις: α) 6.200.000 ευρώ για μισθοδοσία αρχιερέων και ιεροκηρύκων και β) 226.000.000 ευρώ για επιχορήγηση στον εκτός προϋπολογισμού λογαριασμό της ληψοδοσίας του Δημόσιου Ταμείου «Κεφάλαιο προς πληρωμή μισθού Εφημεριακού κλήρου» για κάλυψη του ελλείμματός του (Α.Ν. 536/1945), υπό τους Κ.Α.Ε. της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων 0371 και 2892, αντιστοίχως. Τον Κρατικό Προϋπολογισμό 2010 βλ. σε: (τελ. επίσκ. 17.6.2010).

  [2]. «Περί αυξήσεως των αποδοχών των Δημοσίων εν γένει υπαλλήλων, ... και καθιερώσεως του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου» (Ε.τ.Κ. Α΄ 75 = Ι. Μ. Κονιδάρησ, Θεμελιώδεις διατάξεις σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας [= Βιβλιοθήκη Εκκλησιαστικού Δικαίου, Σειρά Α΄: Πηγές 1], Αθήνα - Κομοτηνή 22006,  σ. 91).

  [3]. «Περί ρυθμίσεως θεμάτων τινών αποδοχών των Αρχιερέων των Ορθοδόξων Εκκλησιών Ελλάδος και Κρήτης» (Ε.τ.Κ. Α΄ 193 = Ι. Μ. Κονιδάρη - Σ. Ν. Τρωιάνου, Εκκλησιαστική Νομοθεσία. Κείμενα και Σχόλια, Αθήνα 1984, σ. 822).

  [4]. «Περί ρυθμίσεως μισθολογικών θεμάτων των Αρχιερέων των Εκκλησιών Ελλάδος και Κρήτης» (Ε.τ.Κ. Α΄ 273).

  [5]. «Περί καθορισμού παγίων αποδοχών εις τους Μητροπολίτας Δωδεκανήσου και παροχής οικονομικής ενισχύσεως λόγω χρονίας νόσου και γήρατος» (Ε.τ.Κ. Α΄ 194 = Κονιδάρη - Τρωιάνου, όπ. π., σ. 194).

  [6]. «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., ... και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 297 = Κονιδάρης, Θεμελιώδεις διατάξεις κ.λπ., όπ. π., σ. 91 επ.).

  [7]. «Αύξηση συντάξεων του Δημοσίου, εισοδηματική πολιτική έτους 2008 και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 117). Πρβλ. Ι. Μ. Κονιδάρησ, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου. Συμπλήρωμα 2008, Αθήνα 2008, σ. 10 και 209.

  [8]. Οι αποδοχές των εφημερίων και διακόνων ρυθμίζονται επίσης από τον Ν. 3205/2003· βλ. Κ.Υ.Α. 2/73045/0022/2.1.2004 (Ε.τ.Κ. Β΄ 17), όπως τροποποιήθηκε με την Κ.Υ.Α. 2/6352/0022/12.9.2007 (Ε.τ.Κ. Β΄ 1914). Πρβλ. Β. Τρομπούκη, «Τα έσοδα και η φορολόγηση του κλήρου», Επιστημονική Επετηρίδα «Βελλά», τ. Ε΄, Βελλά Ιωαννίνων 2009, σ. 599-628, εδώ σ. 609 επ.

  [9]. «Περί ρυθμίσεως των αποδοχών του Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου της Ελλάδος, του τρόπου πληρωμής αυτών και περί καλύψεως της σχετικής δαπάνης», (Ε.τ.Κ. Α΄ 226 = Κονιδάρη - Τρωιάνου, όπ. π., σ. 381 επ.).

  [10]. Βλ. Κονιδάρησ, Θεμελιώδεις διατάξεις κ.λπ., όπ. π., σ. 259. Πρβλ. Κ. Παπαγεωργίου, Ορθόδοξη Εκκλησία της Κρήτης. Θεσμοί και διοικητική οργάνωση κατά τον Καταστατικό της Νόμο (Ν. 4149/1961), Ταλώς, Περιοδική Έκδοση Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου, τ. Θ΄, Χανιά Κρήτης 2001, σ. 344 επ., κυρίως σ. 353 επ.

  [11]. Μετά την κατάργηση του, ήδη μετονομασθέντος, Ταμείου Προνοίας Ορθόδοξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος (Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε.), με το άρθρ. 17 Ν. 3607/2007 (Ε.τ.Κ. Α΄ 245), η διοίκηση και διαχείριση των παρεκκλησίων και εξωκκλησίων του περιήλθε στις οικείες εκκλησιαστικές αρχές.

  [12]. «Περί επεκτάσεως εις Δωδεκάνησον της ισχύος των διατάξεων του Α.Ν. 536/1945 ...» (Ε.τ.Κ. Α΄ 46 = Κονιδάρη - Τρωιάνου, όπ. π., σ. 826). Για την επέκταση στα Δωδεκάνησα της ισχύουσας στην Εκκλησία της Ελλάδος νομοθεσίας βλ. Αν. Βαβούσκος, Το εκκλησιαστικό καθεστώς της Δωδεκανήσου (1912-2005) [= Δίκαιο και Θεσμοί, 5], Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2005, σ. 138 επ.

  [13]. Κατά το άρθρ. 2 Α.Ν. 1144/1946 «Περί ενισχύσεως του Ιερού Κοινού του Παναγίου Τάφου» (Ε.τ.Κ. Α΄ 114), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 1 Ν. 424/1976 (Ε.τ.Κ. Α΄ 234), οι Αγιοταφίτες Εφημέριοι και Διάκονοι των Ι. Ναών του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα, εφόσον φοιτούν στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, μισθοδοτούνται από το Δημόσιο Ταμείο, βάσει των διατάξεων άρθρ. 1 Α.Ν. 536/1945, μέχρι την αποπεράτωση των σπουδών τους και για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί την πενταετία. Με το άρθρ. 12 Α.Ν. 956/1949 «Περί ρυθμίσεως εκκλησιαστικών τινων ζητημάτων» (Ε.τ.Κ. Α΄ 102) οι διατάξεις αυτές επεκτάθηκαν και στους κληρικούς των Πατριαρχείων Αντιοχείας και Αλεξανδρείας. Επίσης, από τον Προϋπολογισμό του Υπ. Παιδείας και Θρησκευμάτων μισθοδοτούνται οι Εφημέριοι και Διάκονοι των Ι. Ναών Ορθόδοξων Ρώσων σε Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη, κατά τον Ν. 746/1943 «Περί συμπληρώσεως διατάξεων του άρθρου 72 του Αναγκαστικού Νόμου 2200/1940» (Ε.τ.Κ. Α΄ 351), όπως συμπληρώθηκε με τον Ν. 1675/1944 (Ε.τ.Κ. Α΄ 175).

  [14]. «Περί διοικήσεως και διαχειρίσεως των μη ενοριακών ναών των Κοιμητηρίων» (Ε.τ.Κ. Α΄ 56 = Κονιδάρη - Τρωιάνου, όπ. π., σ. 167 επ.). Για τη διοίκηση των νεκροταφείων βλ. αντί άλλων Ι. Μ. Κονιδάρησ, «Οικογενειακοί Τάφοι - Νεκροταφεία. Γνωμοδότηση», ΝοΒ 37 (1989) 884 επ. (= του Ιδίου, Ζητήματα Βυζαντινού και Εκκλησιαστικού Δικαίου Ι, Αθήνα 1990, σ. 237 επ.).

  [15]. Ν. 3528/2007 (Ε.τ.Κ. Α΄ 26).

  [16]. Βλ. Κονιδάρης, Εγχειρίδιο κ.λπ., όπ. π., σ. 211.

  [17]. «Περί μισθολογικής διαβαθμίσεως του εφημεριακού Κλήρου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Ε.τ.Κ. Α΄ 162 = Κονιδάρη - Τρωιάνου, όπ. π., σ. 386 επ.).

  [18]. «Μέτρα αναπτυξιακής και κοινωνικής πολιτικής - αντικειμενικοποίηση του φορολογικού ελέγχου και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄15). Πρβλ. Κονιδάρησ, Εγχειρίδιο κ.λπ., όπ. π., σ. 10.

  [19]. Βλ. Εισηγητική Έκθεση Ν. 3220/2004 σε: ΚΝοΒ 52 (2004) 44 επ., εδώ 50.

  [20]. Άρθρ. 26 § 2 Ν.Δ. 4242/1962 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων» (Ε.τ.Κ. Α΄ 135). Πρβλ. Κονιδάρη - Τρωιάνου, όπ. π., σ. 383.

  [21]. «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Ε.τ.Κ. Α΄ 27).

  [22]. Βλ. Ι. Μ. Κονιδάρης, Κανονισμοί Εκκλησίας της Ελλάδος [= Βιβλιοθήκη Εκκλησιαστικού Δικαίου, Σειρά Α΄: Πηγές 2], Αθήνα - Κομοτηνή 2001, σ. 4 επ., εδώ σ. 14. Πρβλ. Κονιδάρης, Εγχειρίδιο κλ.π., όπ. π., σ. 165.

  [23]. Βλ. Ι. Κουκιάδης - Χ. Παπαστάθης, «Θρησκεία και εργασιακές σχέσεις», Κριτική Επιθεώρηση Νομικής Θεωρίας και Πράξης 1994/1, σ. 47 επ., εδώ σ. 63 σημ. 28· Κονιδάρης, Εγχειρίδιο κ.λπ., όπ. π., σ. 165.

  [24]. Άλλωστε και το άρθρ. 38 § 1 Ν. 590/1977 (= Κονιδάρης, Θεμελιώδεις διατάξεις κ.λπ., όπ. π., σ. 100) δεν διαλαμβάνει ειδικότερα περί του αριθμού και της μισθοδοσίας των εφημερίων, ορίζοντας μόνον ότι τα της μισθοδοσίας τους διέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.

  [25]. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο αριθμός των Εφημερίων της ανέρχεται σήμερα σε 8.515, βλ. Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος 2010, έτ. 86ον , σ. 1169. Πρβλ. Σ. Τρωιάνος - Κ. Παπαγεωργίου, Θρησκευτική Νομοθεσία, Αθήνα 2009, σ. 616, που ανεβάζουν τον αριθμό αυτόν σε 8.570.

  [26].  «Περί Ιερών Ναών και Εφημερίων» (Ε.τ.Κ. Α΄ 42), όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρ. 18 Ν.Δ. 586/1941 (Ε.τ.Κ. Α΄ 350) και 1 Ν.Δ. 1919/1942 (Ε.τ.Κ. Α΄ 274). Πρβλ. Α. Χριστοφιλόπουλου, Ελληνικόν Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, Αθήναι 21965 (ανατ. 2005), σ. 186.

  [27]. Βλ. Κονιδάρης, Κανονισμοί κ.λπ., όπ. π., σ. 12 επ.

  [28]. «Περί τρόπου πληρώσεως κενών Εφημεριακών θέσεων παραμεθορίων Ιερών Μητροπόλεων και ρυθμίσεως Εκκλησιαστικών τινών ζητημάτων» (Ε.τ.Κ. Α΄ 155).

  [29]. «Περί συστάσεως οργανικών θέσεων διακόνων παρά τη Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών και ταις Ιεραίς Μητροπόλεσι της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Ε.τ.Κ. Α΄ 112 = Κονιδάρη - Τρωιάνου, όπ. π., σ. 373 επ.). Πρβλ. Αν. Μαρίνου, «Νομικόν καθεστώς των θέσεων των Διακόνων εν τη Εκκλησία της Ελλάδος», στου Ιδίου, Γνωμοδοτήσεις επί εκκλησιαστικών εν γένει ζητημάτων, τ. Α΄, Αθήναι 2008, σ. 240 επ.

  [30]. «Περί ανακατανομής και ρυθμίσεως οργανικών τινων θέσεων διακόνων» (Ε.τ.Κ. Α΄ 238 = Κονιδάρη - Τρωιάνου, όπ. π., σ. 378). Έκτοτε αρκετές θέσεις μεταφέρθηκαν σε άλλες Ι. Μητροπόλεις με τα Π.Δ. 367/1979 (Ε.τ.Κ. Α΄ 115 = Κονιδάρη - Τρωιάνου, όπ. π., σ. 379), 222/1993 (Ε.τ.Κ. Α΄ 91), 218/2007 (Ε.τ.Κ. Α΄ 247), 246/2007 (Ε.τ.Κ. Α΄ 295), 77/2008 (Ε.τ.Κ. Α΄ 119) και 41/2009 (Ε.τ.Κ. Α΄ 56).

  [31]. «Περί συστάσεως οργανικών θέσεων διακόνων παρά τη Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης και ταις Ιεραίς Μητροπόλεσι Κρήτης και Δωδεκανήσου» (Ε.τ.Κ. Α΄ 112 = Κονιδάρη - Τρωιάνου, όπ. π., σ. 823 επ.).

  [32]. Άρθρ. 3 Ν.Δ. 1398/1973 και άρθρ. 3 Ν.Δ. 1399/1973.

  [33]. Οι οργανικές θέσεις διακόνων, ιεροκηρύκων και εκκλησιαστικών υπαλλήλων της Ι. Μητροπόλεως Αττικής κατανεμήθηκαν στις νεοϊδρυθείσες Ι. Μητροπόλεις Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως και Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού με το άρθρ. 1 § 2 Ν. 3822/2010 «Ίδρυση νέων Ιερών Μητροπόλεων και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 21).

  [34]. Σε αυτές πρέπει να προστεθεί και μία θέση ιεροκήρυκα που συστάθηκε με το άρθρ. 6 § 2 β΄ Ν. 3027/2002 (Ε.τ.Κ. Α΄ 152 = Κονιδάρης, Θεμελιώδεις διατάξεις κ.λπ., όπ. π., σ. 73) για τη νεοϊδρυθείσα Ι. Μητρόπολη Γλυφάδας. Για την υπηρεσιακή κατάσταση των ιεροκηρύκων εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κανον. 5/1978, όπως σήμερα ισχύουν· άρθρ. 1 § 2 Κανον. 5/1978 (= Κονιδάρης, Κανονισμοί κ.λπ., όπ. π., σ. 174). Πρβλ. ΣτΕ 2094/2002, Νομοκανονικά 2/2002, σ. 154 επ.

  [35]. Με το άρθρ. 25 §§ 1-2 Ν. 817/1978 «Περί ρυθμίσεως ενίων εκπαιδευτικών και εκκλησιαστικών θεμάτων» (Ε.τ.Κ. Α΄ 170), οι θέσεις αυτές είχαν αρχικώς καθορισθεί σε 227 (70 θέσεις διακόνων μη κατανεμηθείσες, 5 θέσεις της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών και από 2 σε καθεμία από τις τότε 76 Ι. Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος). Πρβλ. Π.Δ. 582/1980 «Περί κατανομής θέσεων ιεροκηρύκων εις Ιεράς Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Ε.τ.Κ. Α΄ 158), όπως τροποποιήθηκε με το Π.Δ. 41/2009 (Ε.τ.Κ. Α΄ 56). Ήδη, με το άρθρ. 42 § 3 Ν. 3848/2010 «Αναβάθμιση του ρόλου του εκπαιδευτικού - καθιέρωση κανόνων αξιολόγησης και αξιοκρατίας στην εκπαίδευση» (Ε.τ.Κ. Α΄ 71), 20 θέσεις ιεροκηρύκων του άρθρ. 25 § 1 Ν. 817/1978 μετατράπηκαν σε θέσεις εκκλησιαστικών υπαλλήλων.

  [36]. Η μισθοδοσία των ιεροκηρύκων είχε περιέλθει στον Ο.Δ.Ε.Π., με το άρθρ. 6 § 2 Ν.Δ. 1919/1942 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Αν. Νόμου 2200/40 και των Ν.Δ. 585/41, 586/41 και 1300/42 “περί Ενοριακών Ναών”» (Ε.τ.Κ. Α΄ 274). Πρβλ. άρθρ. 24 § 3 Κανον. 13/1970 «Περί των Ιεροκηρύκων και της καταστάσεως αυτών» (Ε.τ.Κ. Α΄ 242).

  [37]. Βλ. άρθρ. 4 § 1 της από 11.5.1988 «Σύμβασης παραχώρησης στο Δημόσιο της δασικής και αγροτολιβαδικής περιουσίας των ιερών Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος», που κυρώθηκε με τον Ν. 1811/1988 (= Κονιδάρη, Θεμελιώδεις διατάξεις κ.λπ., όπ. π., σ. 151 επ.).

  [38]. Άρθρ. 25 § 3 Ν. 817/1978. Σε αυτές πρέπει να προστεθούν και 2 θέσεις ιεροκηρύκων που συστάθηκαν με το άρθρ. 3 § 3 Ν. 2942/2001 (Ε.τ.Κ. Α΄ 202 = Κονιδάρησ, Θεμελιώδεις διατάξεις κ.λπ., όπ. π., σ. 240) για τη νεοϊδρυθείσα Ι. Μητρόπολη Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου.

  [39]. Άρθρ. 25 § 3 Ν. 817/1978 σε συνδ. με άρθρ. 30 § β΄ Ν. 3432/2006 «Δομή και λειτουργία της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης» (Ε.τ.Κ. Α΄ 14).

[40]. Άρθρ. 42 § 1 Ν. 590/1977 (= Κονιδάρησ, Θεμελιώδεις διατάξεις κ.λπ., όπ. π., σ. 104). Για το υπηρεσιακό καθεστώς των εκκλησιαστικών υπαλλήλων βλ. Κουκιάδης – Παπαστάθης, όπ. π., κυρίως σ. 61 επ.

  [41]. Άρθρ. 46 επ. και 88 περ. 1 Ν. 4149/1961 (= Κονιδάρη, Θεμελιώδεις διατάξεις κ.λπ., όπ. π., σ. 255 επ. και 274 επ., αντιστοίχως).

  [42]. «Διορισμός σε μόνιμες θέσεις του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ., των Ο.Τ.Α. και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 136). Οι θέσεις αυτές κατανεμήθηκαν στην Ι. Αρχιεπισκοπή Αθηνών και στις Ι. Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με την Υ.Α. Φ.031/259/Α1/31/18.1.1985 (Ε.τ.Κ. Β΄ 128), όπως έχει τροποποιηθεί με τις Υ.Α. Φ.031/84/Α1/16/22.5.1987 (Ε.τ.Κ. Β΄ 266), Φ.031/38/Α1/589/18.1.1989 (Ε.τ.Κ. Β΄ 29/1990), Φ.031/493/Α1/305/2.6.1989 (Ε.τ.Κ. Β΄ 441), Φ.031/136/Α1/468/15.10.1991 (Ε.τ.Κ. Β΄ 883), Α1/162/10.4.1992 (Ε.τ.Κ. Β΄ 272), Α1/512/30.9.1992 (Ε.τ.Κ. Β΄ 623), Α1/529/23.11.1993 (Ε.τ.Κ. Β΄ 872), Α1/409/23.9.1994 (Ε.τ.Κ. Β΄ 756), Α1/460/29.9.1995 (Ε.τ.Κ. Β΄ 833), Α1/70/22.2.1996 (Ε.τ.Κ. Β΄ 121) και 143890/Α1/11.12.2008 (Ε.τ.Κ. Β΄ 2625).

  [43]. «Ίδρυση εταιρείας “Ολυμπιακό Χωριό 2004 Α.Ε.” προστασία Ολυμπιακών Συμβόλων και Σημάτων και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 84). Οι θέσεις αυτές κατανεμήθηκαν στην Ι. Αρχιεπισκοπή Αθηνών και στις Ι. Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με την Υ.Α. Α1/293/20.10.2000 (Ε.τ.Κ. Β΄ 1351), όπως έχει τροποποιηθεί με τις Υ.Α. 6671/Α1/4.2.2002 (Ε.τ.Κ. Β΄ 162), 2929/Α1/3.10.2002 (Ε.τ.Κ. Β΄ 1324), 20052/Α1/11.5.2004 (Ε.τ.Κ. Β΄ 726) και 127435/Α1/11.1.2008 (Ε.τ.Κ. Β΄ 156).

  [44]. «Ρύθμιση εκπαιδευτικών θεμάτων και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 267). Πρβλ. Υ.Α. 89/Α1/31.12.2003 «Καθορισμός κατηγορίας και κλάδου θέσεων λαϊκών υπαλλήλων Ι. Μητροπόλεων» (Ε.τ.Κ. Β΄ 22/2004).

  [45]. «Ρύθμιση θεμάτων όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων» (Ε.τ.Κ. Α΄ 138).

  [46]. «Οργάνωση και λειτουργία της δευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 146).

  [47]. «Αναβάθμιση του ρόλου του εκπαιδευτικού - καθιέρωση κανόνων αξιολόγησης και αξιοκρατίας στην εκπαίδευση» (Ε.τ.Κ. Α΄ 71).

  [48]. «Ρύθμιση θεμάτων Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων, ανώτατης εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 152).

  [49]. «Δημιουργία Φορέα Διαχείρισης Ολοκληρωμένου Προγράμματος Διά βίου Μάθησης, ... και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 130). Πρβλ. άρθρ. 42 § 6 Ν. 3848/2010.

  [50]. «Ενίσχυση της διαφάνειας με την υποχρεωτική ανάρτηση νόμων και πράξεων των κυβερνητικών, διοικητικών και αυτοδιοικητικών οργάνων στο Διαδίκτυο “Πρόγραμμα Διαύγεια” και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 112).

  [51]. Σε αυτές πρέπει να προστεθούν και 4 θέσεις εκκλησιαστικών υπαλλήλων που συστάθηκαν με το άρθρ. 3 § 3 Ν. 2942/2001 (Ε.τ.Κ. Α΄ 202 = Κονιδάρησ, Θεμελιώδεις διατάξεις κ.λπ., όπ. π., σ. 240) για τη νεοϊδρυθείσα Ι. Μητρόπολη Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου.

  [52]. «Κατανομή θέσεων λαϊκών υπαλλήλων και κλητήρων - οδηγών αυτοκινήτων στην Ι. Αρχιεπισκοπή Κρήτης και τις Ι. Μητροπόλεις Κρήτης και Δωδεκανήσου» (Ε.τ.Κ. Α΄ 85). Βλ. και Π.Δ. 334/1987 «Τυπικά προσόντα λαϊκών υπαλλήλων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και των Ιερών Μητροπόλεων Κρήτης» (Ε.τ.Κ. Α΄ 153). Πρβλ. Παπαγεωργίου, Ορθόδοξη Εκκλησία Κρήτης κ.λπ., όπ. π., σ. 364 επ.

[53]. «Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, Δημοτικές Βιβλιοθήκες και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 141 = Κονιδάρησ, Θεμελιώδεις διατάξεις κ.λπ., όπ. π., σ. 240).

  [54]. Πρβλ. άρθρ. 42 § 4 Ν. 3848/2010.

  [55]. Άρθρ. 14 § 1 περ. ι΄ και § 2 περ. ζ΄ Ν. 2190/1994 «Σύσταση ανεξάρτητης αρχής για την επιλογή προσωπικού και ρύθμιση θεμάτων διοίκησης» (Ε.τ.Κ. Α΄ 28), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 1 Ν. 3812/2009 «Αναμόρφωση συστήματος προσλήψεων στο δημόσιο τομέα και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 234).

  [56]. Ν. 4606/1930 «Περί συστάσεως Ταμείου Ασφαλίσεως του Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου της Ελλάδος» (Ε.τ.Κ. Α΄ 138). Πρβλ. Χριστοφιλόπουλοσ, όπ. π., σ. 207.

  [57]. «Αναμόρφωση της Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 165).

  [58]. Στον Κρατικό Προϋπολογισμό 2010 έχουν εγγραφεί υπό τον Κ.Α.Ε. 0671 του Υπ. Οικονομικών πιστώσεις 76.800.000 ευρώ για τις συντάξεις κληρικών και υπαλλήλων πρώην ασφαλισμένων στο Τ.Α.Κ.Ε.

  [59]. Βλ. Κονιδάρης, Εγχειρίδιο κ.λπ., όπ. π., σ. 140.

  [60]. Άρθρ. 17 Ν. 3607/2007 «Σύσταση και Καταστατικό της “Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης Κοινωνικής Ασφάλισης Α.Ε.” (Η.ΔΙ.Κ.Α. Α.Ε.) και λοιπές ασφαλιστικές και οργανωτικές διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 245).

  [61]. Αρχικώς συστάθηκε ως Κλάδος του Τ.Π.Δ.Υ. και μετονομάστηκε σε Τομέα, με το άρθρ. 115 Ν. 3655/2008 «Διοικητική και οργανωτική μεταρρύθμιση του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης και λοιπές ασφαλιστικές διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 58). Πρβλ. Κονιδάρης, Εγχειρίδιο κ.λπ., όπ. π, σ. 6 επ.

  [62]. «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 115).

  [63]. «Μεταρρύθμιση Συνταξιοδοτικού Συστήματος του Δημοσίου και συναφείς διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 120).

  [64]. «Περί επεκτάσεως ασφαλίσεως του Ο.Γ.Α. και τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί αυτού νομοθεσίας» (Ε.τ.Κ. Α΄ 103).

  [65]. «Σύσταση κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 15).

  [66]. Άρθρ. 59 § 13 Ν. 3518/2006 «Αναδιάρθρωση των κλάδων του Ταμείου Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.) και ρύθμιση άλλων θεμάτων αρμοδιότητας του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας» (Ε.τ.Κ. Α΄ 272). Πρβλ. Υ.Α. Φ.40034/3156/ 399/13.2.2007 (Ε.τ.Κ. Β΄ 278). Μέχρι τότε δικαιούνταν δωρεάν ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, δυνάμει της Κ.Υ.Α. 2928/8.11.1999 (Ε.τ.Κ. Β΄ 2065).

  [67]. Π.Δ. 169/2007 (Ε.τ.Κ. Α΄ 210).

  [68]. Η υπ’ αριθ. 2340/2009 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΔΔΔ 53 [2009] 724 επ.) έκρινε ότι η διάταξη αυτή είναι αντίθετη προς τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας (άρθρ. 4 § 1 Σ.), κατά το μέρος που ορίζει ως συντάξιμη μόνο την προϋπηρεσία που παρασχέθηκε στην έδρα του Οικουμενικού και των άλλων Ορθόδοξων Πατριαρχείων, εκτείνοντας την ισχύ της και σε όσους παρείχαν τις υπηρεσίες τους «εκτός έδρας».

  [69]. Στον Κρατικό Προϋπολογισμό 2010 έχουν εγγραφεί πιστώσεις για την εκκλησιαστική εκπαίδευση σε βάρος των οικείων νομών - νομαρχιών υπό Κ.Α.Ε. 184 ποσού 283.000 ευρώ.

  [70]. Στον Κρατικό Προϋπολογισμό 2010 έχουν εγγραφεί πιστώσεις 2.200.000 ευρώ για τις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες υπό Κ.Α.Ε. 2424 της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων. Σημειωτέον ότι για τους φοιτητές των Α.Ε.Α. εφαρμόζονται οι ευνοϊκές διατάξεις που ισχύουν για τους φοιτητές των πανεπιστημίων, π.χ. Δελτίο Ειδικού Εισιτηρίου, δωρεάν διδακτικά βιβλία, σίτιση, διαμονή κ.λπ.· βλ. Υ.Α. Φ5/107227/Β3/1.10.2007 (Ε.τ.Κ. Β΄ 1994).

  [71]. Σύμφωνα με την Υ.Α. Φ.1Δ/23510 ΙΒ/1.3.2010 (Ε.τ.Κ. Β΄ 258), καθορίστηκε η επιχορήγηση προς τις Α.Ε.Α. για το έτος 2010 στο συνολικό ποσό των 1.800.000 ευρώ. Ακολούθως εκδόθηκε η Κ.Υ.Α. Φ.200/20/39272/Β2/12.4.2010 (Ε.τ.Κ. Β΄ 417), η οποία προβλέπει δαπάνη 1.402.000 ευρώ για το έτος 2010 με επιβάρυνση του Κ.Α.Ε. 2424 «Επιχορήγηση στις Εκκλησιαστικές Ακαδημίες» για την πλήρωση θέσεων προσωπικού των Α.Ε.Α., «χωρίς πρόσθετη επιχορήγηση».

  [72]. Βλ. Υ.Α. 29415/Α2/16.3.2009 (Ε.τ.Κ. Β΄ 534). Πρβλ. Κ.Υ.Α. 69467/Α2/27.5.2008 «Ορισμός ημερήσιου σιτηρεσίου για τους μαθητές των Ιερατικών Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας (Ι.Σ.Δ.Ε.)» (Ε.τ.Κ. Β΄ 1054) και Φ5/12615/Β3/29.1.2008 «Ορισμός του ημερήσιου σιτηρεσίου για τους προπτυχιακούς φοιτητές των Ανώτατων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών» (Ε.τ.Κ. Β΄ 180).

  [73]. Στον Κρατικό Προϋπολογισμό 2010 έχει εγγραφεί πίστωση 920.000 ευρώ για επιχορήγηση σε λοιπούς εκκλησιαστικούς οργανισμούς υπό τον Κ.Α.Ε. 2469 της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων.

  [74]. «Περί Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Ε.τ.Κ. Α΄ 58).

  [75]. «Περί αναγνωρίσεως της Πάτμου ως Ιεράς Νήσου και ρυθμίσεως εκκλησιαστικών τινων θεμάτων» (Ε.τ.Κ. Α΄ 122 = Κονιδάρη, Θεμελιώδεις διατάξεις κ.λπ., όπ. π., σ. 399 επ.).

  [76]. Τμήμα των επιχορηγήσεων αυτών προωθήθηκε, στην Πατριαρχική Εκκλησιαστική Σχολή «Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄» του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, σύμφωνα με τις Κ.Υ.Α. 138360/Α2/27.12.2002 (Ε.τ.Κ. Β΄ 1623), 114693/Α2/17.10.2003 (Ε.τ.Κ. Β΄ 1647), 71576/Α2/ 27.7.2004 (Ε.τ.Κ. Β΄ 1201), 53346/Α2/31.5.2005 (Ε.τ.Κ. Β΄ 764). Άλλωστε, για τις ανάγκες της Σχολής αποσπώνται στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, κατά τις διατάξεις άρθρ. 2 § 17 Ν. 2621/1998 «Ρύθμιση θεμάτων οργάνωσης και λειτουργίας των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 136), μέχρι 15 ιερωμένοι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

  [77]. «Περί παροχής κρατικής χορηγίας εις τον Καθεδρικόν Ιερόν Ναόν Αθηνών» (Ε.τ.Κ. Α΄ 87). Πρβλ. τις Κ.Υ.Α. 63512/Α2/30.6.2003 (Ε.τ.Κ. Β΄ 892), 116411/Α2/19.10.2004 (Ε.τ.Κ. Β΄ 1608), 125257/Α2/8.11.2005 (Ε.τ.Κ. Β΄ 1642) και 130048/Α2/4.12.2006 (Ε.τ.Κ. Β΄ 1778).

  [78]. Βλ. Κονιδάρης, Θεμελιώδεις διατάξεις κ.λπ., όπ. π., σ. 118 επ.

  [79]. Τέτοια σχολή υπήρξε το ιδρυθέν με το Π.Δ. 1282/1981 (Ε.τ.Κ. Α΄ 312)  «Πατριαρχικό Κέντρο Βιβλικών Σπουδών» του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.

  [80]. «Η ελληνική παιδεία στο εξωτερικό, η διαπολιτισμική εκπαίδευση και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 124).

  [81]. Με την Υ.Α. 5260/Α2/11.5.2010 (Ε.τ.Κ. Β΄ 703) καθορίστηκε το ποσό της επιχορήγησης του Ινστιτούτου Ορθόδοξης Θεολογίας για το έτος 2010 στο ποσό των 300.000 ευρώ.

  [82]. «Αναβάθμιση του ρόλου του εκπαιδευτικού - καθιέρωση κανόνων αξιολόγησης και αξιοκρατίας στην εκπαίδευση και λοιπές διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 71).

  [83]. «Εταιρεία ιδιωτικών πλοίων αναψυχής, ... και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 143).

  [84]. Πρόκειται για Κ.Α.Ε. του Υπ. Οικονομικών, στον οποίο για το έτος 2010 προβλέπονται πιστώσεις 50.000 ευρώ.

  [85]. Ν. 3463/2006 (Ε.τ.Κ. Α΄ 114).

  [86]. «Περί ενισχύσεως του Ιερού Κοινού του Παναγίου Τάφου» (Ε.τ.Κ. Α΄ 114).

  [87]. «Περί διατάξεων τινών αφορωσών εις τους οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοικήσεως» (Ε.τ.Κ. Α΄ 71).

  [88]. «Περί τροποποιήσεως της υπ’ αριθ. 82180/8.11.1977 αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών» (Ε.τ.Κ. Β΄ 238). Πρβλ. απόφαση Υπ. Εσωτερικών 82180/8.11.1977 «Περί των εγγραπτέων υποχρεωτικών εισφορών εις τους προϋπολογισμούς των δήμων και κοινοτήτων του οικ. έτους 1977» (Ε.τ.Κ. Β΄ 1253).

  [89]. Ε.τ.Κ. Β΄ 894.

  [90].  Στον Κρατικό προϋπολογισμό 2010 έχει εγγραφεί πίστωση 2.500.000 ευρώ για την επιχορήγηση στις Ι. Μονές του Αγίου Όρους, υπό τον Κ.Α.Ε. 2461 των Υπηρεσιών Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του Υπ. Οικονομικών.

  [91]. «Περί συστάσεως ετησίας οικονομικής χορηγίας του Δημοσίου προς τας Ιεράς Μονάς του Αγίου Όρους» (Ε.τ.Κ. Α΄ 161 = Κονιδάρησ, Θεμελιώδεις διατάξεις κ.λπ., όπ. π., σ. 367 επ.).

  [92]. Για το προϊσχύον καθεστώς βλ. αναλυτικά Κ. Παπαγεωργίου, Το φορολογικό καθεστώς των θρησκευμάτων. Φορολογική ισότητα και θρησκευτική ελευθερία [= Δίκαιο και Θεσμοί, 6], Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2005, κυρίως σ. 129 επ. Πρβλ. του Ιδίου, «Οι Φορολογικές Απαλλαγές των Θρησκευμάτων - Ζητήματα Συνταγματικότητας», ΔΦΝ 63 (2009) 4 επ.

  [93]. Βλ. ΔΕφΑθ 4186/1987, (με Σημείωση Β. Λεονταρίτου), ΝοΒ 36 (1988) 989 επ.· ΜονΔΠρΑθ 1064/1998 (με Παρατηρήσεις Κ. Κυριαζόπουλου), Δικαιώματα του Ανθρώπου 7 (2000) 697 επ. Πρβλ. Ν.Σ.Κ. 734/2001 (με Σημείωση Ν. Χάρτζη), Νομοκανονικά 2/2004, σ. 142 επ.

  [94]. Βλ. Κ. Φινοκαλιώτης, Φορολογικό Δίκαιο, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 32005, σ. 130 επ.· Θ. Φορτσάκης, Φορολογικό Δίκαιο, Αθήνα - Κομοτηνή 32008, σ. 104 επ.

  [95].  Ε.τ.Κ. Α΄ 58. Το σχέδιο νόμου προέβλεπε αρχικώς τη φορολόγηση των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων με υψηλότερους συντελεστές, οι οποίοι μειώθηκαν αισθητά κατόπιν σχετικών προτάσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος· βλ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου, «Εισήγηση προς την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας» (Έκτακτη Σύγκληση της Ι.Σ.Ι., 26.3.2010), Εκκλησία ΠΖ΄ (2010) 243 επ.

  [96]. Βλ. Κ. Παπαγεωργίου, «Η ενοριακή εισφορά, το “πόθεν έσχες” και η οικονομική διαφάνεια: μερικές (άχαρες) σκέψεις για τη φορολογική συνείδηση της Εκκλησίας», Σύναξη 110 (Απρ. - Ιουν. 2009) 70 επ.

  [97]. Για την Εκκλησία της Ελλάδος βλ. άρθρ. 1 § 4 Ν. 590/1977 (= Κονιδαρης, Θεμελιώδεις διατάξεις κ.λπ., όπ. π., σ. 62). Πρβλ. Ι. Μ. Κονιδάρης, Η διαπάλη νομιμότητας και κανονικότητας, Αθήνα - Κομοτηνή 1994, σ. 72 επ. Για την ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης βλ.άρθρ. 131 § 1 και 78 Ν. 4149/1961 (= Κονιδαρης, Θεμελιώδεις διατάξεις κ.λπ., όπ. π., σ. 292 και 270, αντιστοίχως). Πρβλ. ΕφΚρ 315/2005, Εφετειακή Νομολογία Κρήτης 1 (2005) 184 επ.Για τις Μητροπόλεις των Δωδεκανήσων που υπάγονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο βλ. Ν.Σ.Κ. 142/1979, Νομικόν Δελτίον 21 (1979) 21·ΣτΕ 3768/2009 Ολομ., Νομοκανονικά 1/2010, σ. 106 επ.Πρβλ. Ν. Παπαδημητρίου - Δούκας, Το Δίκαιο των Ιερών Χώρων Πάτμου και Μετεώρων, Αθήνα - Κομοτηνή 2004, σ. 127· Λ. Κατσίρα, Το Νομικό Καθεστώς των Ιερών Χώρων στην Ελλάδα (Μετέωρα – Πάτμος), Αθήνα 2009, σ. 81 επ.

  [98]. Βλ. άρθρ. 1 Ν. 2456/1920 (= Κονιδαρης, Θεμελιώδεις διατάξεις κ.λπ., όπ. π., σ. 409). Πρβλ. Χ. Ν. Φραγκιστα, Γνωμοδότησις, Αρμενόπουλος 5 (1951) 525 επ.· Χ. Παπαστάθης, «Η νομική θέση της Ιουδαϊκής θρησκείας στην Ελλάδα», Νομοκανονικές Μελέτες, Τρίκαλα - Αθήνα 2009, σ. 117 επ.

  [99]. Οι οικείες διατάξεις πάντως πρέπει να θεωρηθεί ότι εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και με βάση την αρχή της θρησκευτικής ισότητας (άρθρ. 13 Σ.) σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, αλλά και σε όλα τα αλλοδαπά θρησκευτικά νομικά πρόσωπα, καθώς ναι μεν το ελληνικό κράτος τρέφει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις ελληνόφωνες Ορθόδοξες Εκκλησίες, πλην όμως αυτό δεν αιτιολογείται ειδικώς στους σχετικούς νόμους.

  [100]. Εκτός από την ονομασία «Πατριαρχείο» χρησιμοποιούνται για τον χαρακτηρισμό του και οι όροι «Ι. Κοινό του Παναγίου Τάφου» ή «Αγιοταφική Αδελφότητα» ή «Ελληνορθόδοξο Μοναστήρι»· βλ. άρθρ. 2 Νόμου 27/1958 Χασιμιτικού Βασιλείου της Ιορδανίας, σε: Μητροπολίτου Κίτρους Βαρνάβα Τζωρτζάτου, Οι βασικοί θεσμοί διοικήσεως των Ορθοδόξων Πατριαρχείων μετά ιστορικών ανασκοπήσεων [= Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 126], εν Αθήναις 1972, σ. 151. Πρβλ. Σ. Τρωιάνος - Β. Λεονταρίτου, Οργάνωση των Εκκλησιών και Διεθνείς Σχέσεις, Αθήνα - Κομοτηνή 21997, σ. 59. Ο νομοθέτης, προφανώς εν αγνοία του γεγονότος ότι οι όροι αυτοί ταυτίζονται, αναφέρεται σε φοροαπαλλαγές τόσο υπέρ του Ι. Κοινού του Παναγίου Τάφου όσο και υπέρ του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.

  [101]. Βλ. Α. Βαμβέτσος, Γνωμοδότησις, Θέμις 23 (1912-1913) 287 επ.· Τρωιάνος - Λεονταρίτου, όπ. π., σ. 62.Η Ι. Μονή Αγ. Αικατερίνης Σινά, εδρεύουσα στην αιγυπτιακή επικράτεια, δεν αποτελεί Ν.Π.Δ.Δ. της ελληνικής πολιτείας· βλ. ΑΠ 1305/1988, ΝοΒ 37 (1989) 430 επ.

[102]. Βλ. Ν. Αντωνόπουλος, Η συνταγματική προστασία του αγιορειτικού καθεστώτος, Αθήνα 21997, σ. 275 επ.· Χ. Παπαστάθη, Η ειδική νομική μεταχείριση των Αγιορειτών, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 81 επ.· Κονιδάρης, Εγχειρίδιο κ.λπ., όπ. π., σ. 256 επ.· Κ. Παπαγεωργίου, «Το προνομιακό φορολογικό και τελωνειακό καθεστώς του Αγίου Όρους. Συμβολή στην ερμηνεία του άρθρ. 105 § 5 εδ. β΄ Συντάγματος», Νομοκανονικά 1/2003, σ. 31 επ.

  [103]. Βλ. Κονιδάρης, Εγχειρίδιο κ.λπ., όπ. π., σ. 181. Πρβλ. Κουκιάδης - Παπαστάθης, όπ. π., σ. 69 σημ. 36. Υποστηρίζεται και η άποψη ότι τα «δικαιώματα» επισήμως δεν εισπράττονται σήμερα· βλ. Τρομπούκης, όπ. π., σ. 625 επ.

  [104]. Βλ. ΣτΕ 1473/2002 (με ενημ. σημ. Ν. Χάρτζη), Νομοκανονικά 1/2004, σ. 141 επ. Έχει ορθώς υποστηριχθεί ότι σε φόρο εισοδήματος θα έπρεπε να υπόκεινται τα «τυχηρά» όλων ανεξαιρέτως των Εφημερίων, αφού προσαυξάνουν το εισόδημά τους, κατά τρόπο πάγιο και περιοδικό· βλ. Τρομπούκης, όπ. π., σ. 619 επ.

  [105]. Ν. 2238/1994 (Ε.τ.Κ. Α΄ 151).

  [106]. Άρθρ. 99 § 1 περ. ε΄. Για την έννοια των κινητών αξιών, στις οποίες περιλαμβάνονται κυρίως χρηματοοικονομικά προϊόντα, π.χ. διανεμόμενα μερίσματα μετοχών, βλ. αναλυτικά Ν. Μπάρμπας, Φορολογία εισοδήματος (Φυσικών και Νομικών Προσώπων, όπως ισχύει με τους Ν. 3296/2004, 3312/2005, 3427/2005, 3453/2006), Αθήνα - Θεσσαλονίκη 22006, σ. 40 επ.

  [107]. «Κατάργηση φορολογικών απαλλαγών και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 17).

  [108]. «Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 179).

  [109]. «Φορολογικές ελαφρύνσεις και απλουστεύσεις και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 285).

  [110] «Φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, φορολογικοί έλεγχοι και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 253).

  [111]. Το άρθρ. 109 § 2 Κ.Φ.Ε., όπως προστέθηκε με το άρθρ. 6 § 5 Ν. 3296/2004, όριζε τον συντελεστή αυτόν σε 10% για το οικονομικό έτος 2005, 7% για το 2006 και 4% για το 2007.

[112]. Άρθρ. 12 § 5 Ν. 3842/2010.

  [113]. Για τα εισοδήματα των λοιπών νομικών προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα εξακολουθεί να ισχύει η διάταξη του άρθρ. 109 § 2 εδ. α΄ Κ.Φ.Ε., όπως προστέθηκε με το άρθρ. 6 § 5 Ν. 3296/2004, που ορίζει τη φορολόγησή τους με συντελεστή 25%, από το οικονομικό έτος 2008 και έπειτα. Ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα καθορίστηκαν με την απόφαση Υπ. Οικονομικών 10536/Β0012/13.4.2010 (Ε.τ.Κ. Β΄ 544).

  [114]. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τα εισοδήματα που αποκτούν στην Ελλάδα αντίστοιχα αλλοδαπά νομικά πρόσωπα, καθώς και φορείς ξένων θρησκευμάτων ή δογμάτων. Σημειωτέον ότι με τον Ν. 3842/2010 δεν καταργήθηκε και η διάταξη του άρθρ. 103 § 1 ε΄ Κ.Φ.Ε., η οποία προβλέπει την απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος των αναγνωρισμένων (sic) ξένων θρησκευμάτων και δογμάτων για τα τεκμαρτά εισοδήματα από ακίνητα, εφόσον αυτά χρησιμοποιούνται για την τέλεση της λατρείας τους και τη διεξαγωγή υπηρεσιών θρησκευτικής φύσεως, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας. Η διατήρηση της διάταξης αυτής, παρά την κατάργηση των απαλλαγών υπέρ των εγχώριων θρησκευτικών νομικών προσώπων, δεν εγείρει ζητήματα συνταγματικότητας, καθώς τελεί υπό τον ειδικό όρο της αμοιβαιότητας. Η διαφορετική πάντως φορολογική μεταχείριση των «ξένων» θρησκευμάτων και των αλλοδαπών, ελληνόφωνων Ορθόδοξων Εκκλησιών εγείρει ζητήματα συνταγματικότητας, καθώς δεν αιτιολογείται ειδικώς.

  [115]. Άρθρ. 105 § 13 Κ.Φ.Ε., όπως η παρ. αυτή αναριθμήθηκε με το άρθρ. 11 § 1 Ν. 3296/2004.

  [116]. Άρθρ. 11 § 12 Ν. 3842/2010.

  [117]. Βλ. Αιτιολογική Έκθεση Ν. 3842/2010, σε: ΚΝοΒ 58 (2010) 401 επ., εδώ 416. Πρβλ. Ν.Σ.Κ.

  [118]. Βλ. Νομικό Δελτίο 29 (1997) 104.

  [119]. Πρβλ. Εγκύκλιο Υπ. Οικονομικών 1004760/10009/Β0012/ΠΟΛ.1013/14.1.1998· Λογιστής 45 (1998) 358 επ. Σημειωτέον ότι με παλαιότερη γνωμοδότησή του το Ν.Σ.Κ. είχε υποστηρίξει ότι τα έσοδα από γεωργικές εκμεταλλεύσεις των νομικών προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα υπόκεινται σε φορολόγηση, επειδή ο νόμος ρητώς ορίζει ότι απαλλάσσονται για τα έσοδα που πραγματοποιούνται κατά την επιδίωξη του σκοπού τους και όχι γενικώς για τα έσοδα που διατίθενται για την εκπλήρωση του σκοπού τους· βλ. Ν.Σ.Κ. 383/1973, Νομικόν Δελτίον 15 (1973) 62 επ.

  [120]. Βλ. κυρίως άρθρ. 12, 24-27 και 54 Κ.Φ.Ε., όπως σήμερα ισχύουν.

  [121]. Άρθρ. 105 § 13 περ. β΄ Κ.Φ.Ε.

  [122]. Παράλληλα με τον Φ.Μ.Α.Π. εξακολούθησε να επιβάλλεται και το Τέλος Ακίνητης Περιουσίας (Τ.Α.Π.), που καθιερώθηκε υπέρ των Δήμων με το άρθρ. 24 Ν. 2130/1993 «Τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων της περιφερειακής διοίκησης, ... και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 62). Από το Τ.Α.Π. απαλλάσσονται, μεταξύ άλλων, τα Ν.Π.Δ.Δ., οι Ι. Ναοί, οι Ι. Μονές, το Ι. Κοινό του Πανάγιου Τάφου, η Ι. Μονή Αγ. Αικατερίνης Σινά, οι Ι. Μονές του Αγίου Όρους, η Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος και τα θρησκευτικά γενικά ιδρύματα, τα αναγνωρισμένα (sic) ξένα θρησκεύματα και δόγματα για τα ακίνητα που χρησιμοποιούν αποκλειστικά για την άσκηση της δημόσιας λατρείας και τη διεξαγωγή υπηρεσιών θρησκευτικής φύσεως και τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.

  [123]. Άρθρ. 23 περ. ιβ΄ Ν. 2459/1997 «Κατάργηση φορολογικών απαλλαγών και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 17).

  [124]. Άρθρ. 23 περ. ι΄ Ν. 2459/1997. Δεν περιλαμβάνονταν όμως και τα Ν.Π.Ι.Δ. της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τα οποία υπάγονταν στις γενικές διατάξεις περί νομικών προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και απαλλάσσονταν από τον Φ.Μ.Α.Π. μόνον ως προς τα ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητά τους· βλ. ΣτΕ 1877/2006 (με ενημ. σημ. Θ. Τσιβόλα), Νομοκανονικά 1/2007, σ. 53 επ.

  [125]. Νομικό Δελτίο 29 (1997) 81.

  [126]. Άρθρ. 23 περ. ιγ΄ Ν. 2459/1997.

  [127]. «Φορολογικές διαρρυθμίσεις και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 31). Η απαλλαγή από τον Φ.Μ.Α.Π. όλων ανεξαιρέτως των ακινήτων της επικρατούσας θρησκείας και των γνωστών θρησκειών του άρθρ. 13 Σ., είχε, ορθώς, κατακριθεί ως αντίθετη προς τη συνταγματική αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης (άρθρ. 4 § 5 Σ.)· βλ. Κυριαζόπουλος, όπ. π., σ. 701.

  [128]. «Κατάργηση φόρου κληρονομιών και γονικών παροχών - Απαλλαγή πρώτης κατοικίας - Ενιαίο Τέλος Ακινήτων - Αντιμετώπιση λαθρεμπορίου καυσίμων και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 9).

  [129]. Άρθρ. 8 περ. ι΄ Ν. 3634/2008. Για την έννοια των ιδιοχρησιμοποιούμενων ακινήτων και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την απαλλαγή βλ. Εγκύκλιο Υπ. Οικονομικών 1042151/396/0013/ πολ.1075/10.4.2008, ΔΦΝ 62 (2008) 609 επ.

  [130]. Άρθρ. 8 περ. η΄ Ν. 3634/2008.

  [131]. Άρθρ. 92 § 1 περ. ιε΄ Ν. 3842/2010.

  [132]. Άρθρ. 56 § 2 Ν. 3842/2010. Πρβλ. Εγκύκλιο Υπ. Οικονομικών ΠΟΛ. 1061/14.5.2010 ΔΦΝ 64 (2010) 802 επ.

  [133]. Άρθρ. 29 περ. ια΄ Ν. 3842/2010.

[134]. Παράλληλα, ισχύουν και για τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα, οι γενικές απαλλαγές που προβλέπει το άρθρ. 29 Ν. 3842/2010 από τον Φ.Α.Π., εκ των οποίων ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απαλλαγή δασών και δασικών εκτάσεων (περ. β΄) και των ακινήτων που παραχωρούνται κατά χρήση, χωρίς αντάλλαγμα, στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ. (περ. θ΄). Δεν απαλλάσσεται όμως και ο νομέας επίδικου ακινήτου, ο οποίος μάλιστα, σε περίπτωση εκνίκησης με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, δεν έχει δικαίωμα επιστροφής του φόρου που κατέβαλε· άρθρ. 28 περ. η΄ Ν. 3842/2010.

  [135]. Συγχρόνως, σύμφωνα με την Εγκύκλιο Υπ. Οικονομικών ΠΟΛ. 1094/21.6.2010 (βλ. ΔΦΝ 64 [2010] 1113 επ., εδώ 1118 επ.), απαλλάσσονται από τον Φ.Α.Π. και τα σωματεία ή ιδρύματα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που επιδιώκουν μη κερδοσκοπικούς σκοπούς και δικαιοπρακτούν για λογαριασμό των αντίστοιχων εκκλησιών - ευκτήριων οίκων γνωστής θρησκείας ή δόγματος, με τους οποίους συνδέονται άμεσα, επειδή αυτοί στερούνται νομικής προσωπικότητας, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της Γνωμοδ. 337/2002 Ν.Σ.Κ. (βλ. Νομοκανονικά 2/2003, σ. 188 επ.).

  [136]. Τα ακίνητα της χερσονήσου του Άθω, από τη Μεγάλη Βίγλα και πέρα, η οποία αποτελεί την περιοχή του Αγίου Όρους, απαλλάσσονται από τον Φ.Α.Π., λόγω και της συνταγματικής κατοχύρωσης του ειδικού καθεστώτος του (άρθρ. 105 Σ.)· βλ. Εγκύκλιο Υπ. Οικονομικών ΠΟΛ. 1094/21.6.2010, όπ. π., σ. 1118.

  [137]. Άρθρ. 29 περ. ιγ΄ Ν. 3842/2010.

  [138]. Βλ. Αιτιολογική Έκθεση Ν. 3842/2010, όπ. π., σ. 904. Ειδική απαλλαγή προβλέπεται και για τους ιδιωτικούς ναούς γνωστών θρησκειών και δογμάτων που έχουν τεθεί σε κοινή λατρεία· άρθρ. 29 περ. ιε΄ Ν. 3842/2010. Η σχετική δήλωση για την απαλλαγή, πρέπει να συνοδεύεται από βεβαίωση του ιερέα στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται, ότι ο ναός λειτουργεί τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο· βλ. απόφαση Υπ. Οικονομικών ΠΟΛ.1095/21.6.2010 (Ε.τ.Κ. Β΄ 941).

[139]. Άρθρ. 36 §§ 2 και 3 περ. γ΄ Ν. 3842/2010. Σημειωτέον ότι τα νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα φορολογούνται για τα ακίνητά τους που ιδιοχρησιμοποιούν με συντελεστή 1‰, ενώ για τα υπόλοιπα με 3‰· άρθρ. 36 §§ 3 περ. β΄ και 2, αντιστοίχως.

  [140]. Σύμφωνα με την Εγκύκλιο Υπ. Οικονομικών 1094/21.6.2010 (βλ. ΔΦΝ 64 [2010] 1113 επ., εδώ 1118) απαλλάσσονται του Φ.Α.Π. και τα ημιτελή κτίσματα που προορίζονται αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση των λατρευτικών σκοπών κάθε γνωστής θρησκείας ή δόγματος.

[141]. Άρθρ. 36 § 4 Ν. 3842/2010.

  [142]. «Απλουστεύσεις και βελτιώσεις στη φορολογία εισοδήματος και κεφαλαίου και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 330).

  [143]. Βλ. Φορτσάκης, όπ. π., σ. 285 επ.

[144]. Όπως προστέθηκε με το άρθρ. 78 Ν. 3842/2010.

  [145]. Βλ. Αιτιολογική Έκθεση Ν. 3842/2010, όπ. π., σ. 437 επ.

  [146]. Άρθρ. 15 § 2 περ. ε΄ Ν. 3091/2002. Οι γνωστές θρησκείες υποχρεούνται να τηρούν κατ’ έτος τα εξής δικαιολογητικά, τα οποία και επιδεικνύονται σε περίπτωση φορολογικού ελέγχου: α) φωτοαντίγραφο συστατικού εγγράφου, οργανισμού ή καταστατικού και β) βεβαίωση Υπ. Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων ότι πρόκειται για γνωστή θρησκεία κατ’ άρθρ. 13 § 2 Σ.· βλ. απόφαση Υπ. Οικονομικών ΠΟΛ.1093/14.6.2010 (Ε.τ.Κ. Β΄ 959).

  [147]. Άρθρ. 15 § 3 περ. ε΄ Ν. 3091/2002. Συγχρόνως απαλλάσσονται και οι εταιρείες των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει κατά πλειοψηφία σε Ν.Π.Δ.Δ. ή εταιρείες στις οποίες η πλειοψηφία των μελών Δ.Σ. διορίζεται από Ν.Π.Δ.Δ.· άρθρ. 15 § 2 περ. ε΄ Ν. 3091/2002.

  [148]. Άρθρ. 15 § 2 περ. στ΄ Ν. 3091/2002. Ομοίως απαλλάσσονται και οι εταιρείες των οποίων το σύνολο των ονομαστικών μετοχών, μεριδίων ή μερίδων ανήκουν σε ίδρυμα, ημεδαπό ή αλλοδαπό, που επιδιώκει κοινωφελείς σκοπούς στην Ελλάδα, για τα ακίνητα που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς αυτούς· άρθρ. 15 § 3 περ. δ΄ Ν. 3091/2002. Σύμφωνα με το άρθρ. 15 § 6 Ν. 3091/2002 η απαλλαγή στις περιπτώσεις των §§ 2 στ΄ και 3 δ΄ χορηγείται κατόπιν αιτήσεως των νομικών προσώπων στο Υπ. Οικονομικών. Για τα απαιτούμενα δικαιολογητικά βλ. απόφαση Υπ. Οικονομικών 1075/28.5.2010 (Ε.τ.Κ. Β΄ 816).

  [149]. Άρθρ. 25 § 1 περ. α΄ και 43 ενότ. Γ΄ περ. α΄ Ν. 2961/2001 (Ε.τ.Κ. Α΄ 266).

  [150]. Άρθρ. 11 Ν. 3470/2006 «Εθνικό Συμβούλιο Εξαγωγών, φορολογικές ρυθμίσεις και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 132).

  [151]. Άρθρ. 29 § 5, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 25 § 14 Ν. 3842/2010.

  [152]. Πρβλ. Εγκύκλιο Υπ. Οικονομικών ΠΟΛ. 1048/28.4.2010· ΔΦΝ 64 (2010) 730-731.

  [153]. Προβλέπονται πάντως και υπό το νέο καθεστώς μειώσεις φόρου εισοδήματος υπέρ φυσικών και νομικών προσώπων για δωρεές προς θρησκευτικά και εν γένει κοινωφελούς σκοπού νομικά πρόσωπα· άρθρ. 9 § 3 περ. ζ΄ εδ. αα΄ και 31 § 1 εδ. 15 Κ.Φ.Ε., όπως ισχύουν σήμερα με τα άρθρ. 1 § 4 και 11 § 3 εδ. β΄ Ν. 3842/2010, αντιστοίχως.

  [154]. Πρόκειται για φόρους που επιβάλλονται με την ευκαιρία της διάθεσης του εισοδήματος ή του κεφαλαίου για την απόκτηση πραγμάτων ή υπηρεσιών· βλ. Φορτσάκης, όπ. π., σ. 307 επ.

  [155]. «Περί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων» (Ε.τ.Κ. Α΄ 245), όπως κυρώθηκε με τον Ν. 1587/1950 (Ε.τ.Κ. Α΄ 294).

  [156]. «Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής, διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 43). Πρβλ. Εγκύκλιο Υπ. Οικονομικών 1044899/214/Β0013/ΠΟΛ.1053/11.6.2004, με την οποία πραγματοποιήθηκε η άτυπη «διοικητική κωδικοποίηση» των σχετικών διατάξεων· Λογιστής 51 (2004) 1088 επ.

  [157]. Η απαλλαγή αυτή δεν χορηγείται μόνον στους Ι. Ναούς της Ορθόδοξης  Εκκλησίας, αλλά και σε εκείνους κάθε γνωστής θρησκείας· βλ. ΣτΕ 549/1991, ΝοΒ 40 (1992) 788 επ.

  [158]. «Φόρος προστιθέμενης αξίας στις νέες οικοδομές, μεταβολές στη φορολογία κεφαλαίου και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 312), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 16 Ν. 3522/2006 «Μεταβολές στη φορολογία εισοδήματος, απλουστεύσεις στον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 276). Πρβλ. Εγκύκλιο Υπ. Οικονομικών 1020017/73/Α0013/ΠΟΛ. 1029/22.2.2007, Λογιστής 54 (2007) 580 επ.

  [159]. Υπόχρεος για την καταβολή του Φ.Α.Υ. ήταν ο πωλητής (άρθρ. 4 Ν. 3427/2005), ενώ το Τ.Σ.Α. βάρυνε τον αγοραστή (άρθρ. 13). Σε μεταβιβάσεις υποκείμενες σε Φ.Α.Υ. και Τ.Σ.Α. δεν επιβαλλόταν Φ.Μ.Α. (άρθρ. 11 § 1 και 21 § 6).

  [160]. Η πρώτη μεταβίβαση του ακινήτου μετά την 1.1.2006 υπέκειτο στον οικείο φόρο (Φ.Μ.Α., κληρονομίας ή δωρεάς)· βλ. Εγκύκλιο Υπ. Οικονομικών 1085898/416/Β0013/ΠΟΛ.1119/ 12.8.2008, ΔΦΝ 62 (2008) 1289 επ. Πρβλ. Φορτσάκης, όπ. π., σ. 378.

  [161]. Άρθρ. 16 περ. α΄ και 7 περ. α΄ Ν. 3427/2005.

[162]. Άρθρ. 92 § 2 Ν. 3842/2010.

  [163]. Βλ. Εγκύκλιο Υπ. Οικονομικών 1026955/245/Α0013/ΠΟΛ.1072/4.4.1990 ΔΦΝ 44 (1990) 474 επ., εδώ 485.

  [164]. «Περί των πόρων της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας» (Ε.τ.Κ. Α΄ 221), όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρ. 12 § 2 Ν. 2892/2001 «Ελαφρύνσεις στη φορολογία κεφαλαίου και άλλες διατάξεις» (Ε.τ.Κ. Α΄ 46).

  [165]. Βλ. Παπαγεωργίου, Το φορολογικό καθεστώς κ.λπ., όπ. π., σ. 225 επ.