30 Νοεμβρίου, 2012

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΦΩΝΑΣΚΟΥΝΤΕΣ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΔΟΕ

Ερωτηθείς o Αρχιεπίσκοπος σχετικά με το τι προτίθεται να κάνει με την επιστολή του Μητροπολίτη Μεσογαίας, και αν θα την θέσει στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο, ο Αρχιεπίσκοπος είπε:  

"Έχω ήδη προηγηθεί της επιστολής.

Έχω επικοινωνήσει με τον κύριο Στασινόπουλο, (ο κ. Στέλιος Στασινόπουλος είναι ο ειδικός γραμματέας του ΣΔΟΕ) και έχω ενημερωθεί".

Σχετικά με την επιστολή και την αντίδραση του Μητροπολίτη Μεσογαίας, ο Μακαριώτατος είπε:"Αυτά είναι φανφάρες. Εγώ δεν λειτουργώ με φανφάρες".

† ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ (30 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)

«Ο άγιος Ανδρέας ήταν από την πόλη της Βηθσαϊδά, υιός κάποιου Εβραίου Ιωνά και αδελφός του Πέτρου του αποστόλου και κορυφαίου των μαθητών του Χριστού. Αυτός προηγουμένως μαθήτευσε στον Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη, κι έπειτα, όταν άκουσε από τον διδάσκαλό του, που δακτυλοδεικτούσε τον Ιησού,  το, Ίδε ο αμνός του Θεού, τον άφησε και ακολούθησε τον Χριστό. Είπε και στον Πέτρο το, Ευρήκαμεν Ιησούν τον από Ναζαρέτ, και αποσπάστηκε στην αγάπη του Χριστού. Και πολλά άλλα είναι γραμμένα γι’  αυτόν στη θεόπνευστη Γραφή. Αυτός λοιπόν με τον τρόπο αυτό  ακολούθησε τον Χριστό. Μετά την Ανάληψη Εκείνου, για τον κάθε απόστολο κληρώθηκε και διαφορετική χώρα. Στον πρωτόκλητο έτυχε η χώρα των Βιθυνών και ο Εύξεινος Πόντος, τα μέρη της Προποντίδας, μαζί με τη Χαλκηδόνα και το Βυζάντιο και τη Θράκη και τη Μακεδονία, που έφθαναν μέχρι τον Ίστρο ποταμό, η Θεσσαλία και η Ελλάδα και τα μέρη της Αχαΐας.

Αλλά και η Αμινσός, η Τραπεζούντα, η Ηράκλεια και η Άμαστρις. Αυτές τις χώρες δεν τις πέρασε, σαν λόγια που χάνονται, αλλά σε κάθε πόλη υπέστη πολλές δυσκολίες, συνάντησε πολλές δυσχέρειες, μολονότι με τη βοήθεια του Χριστού τις ξεπερνούσε όλες. Θα θυμηθούμε το τι πέρασε σε μία πόλη, αφήνοντας τις άλλες στους γνώστες του έργου του.  Όταν ο Ανδρέας έφτασε στη Σινώπη και κήρυξε εκεί τον λόγο του ευαγγελίου, υπέστη πολλές θλίψεις. Δηλαδή τον έριξαν στη γη και τον τραβούσαν από τα χέρια και τα πόδια, τον κατασπάρασσαν με τα δόντια και τον κτυπούσαν με ξύλα, τον λιθοβολούσαν και τον τράβηξαν μακριά από την πόλη, αφού του έκοψαν το δάκτυλο με τα δόντια. Αλλά αυτός φάνηκε και πάλι άρτιος και υγιής από τις πληγές του, με επέμβαση του Σωτήρα και Διδασκάλου του.

 Από εκεί σηκώθηκε και επισκέφτηκε πολλές πόλεις και χώρες, όπως τη Νεοκαισάρεια, τα Σαμόσατα, τους Αλανούς, τους Αβασγούς, τους Ζήκχους, του Βοσποριανούς και τους Χερσωνίτας. Έπειτα διέπλευσε στο Βυζάντιο, χειροτόνησε τον Στάχυ επίσκοπο, πέρασε από τις υπόλοιπες χώρες, και έφτασε προς την ένδοξη Πελοπόννησο. Εκεί φιλοξενήθηκε από τον Σωσίο, τον οποίο, επειδή ήταν βαριά άρρωστος, τον θεράπευσε. Και αμέσως όλη η πόλη εκείνη των Πατρών προσήλθε στον Χριστό. Τότε ήταν που και η γυναίκα του ανθυπάτου Μαξιμίλλα λύθηκε από τα χαλεπά δεσμά της αρρώστιας της και έγινε γρήγορα καλά, οπότε πίστεψε και αυτή.  Και ο σοφότατος Στρατοκλής, ο αδελφός του ανθυπάτου Αιγέατου, και άλλοι πολλοί που ταλαιπωρούνταν από ποικίλα νοσήματα,  βρήκαν την υγεία τους με το ακούμπισμα των χεριών του αποστόλου.  Για όλα αυτά, περιέπεσε σε μανία ο Αιγεάτης και προσήλωσε σε σταυρό τον απόστολο, οπότε και ο απόστολος έφυγε από τη ζωή αυτή.

Ο ίδιος δε, έπεσε στη γη από ψηλό γκρεμό και συνετρίβη. Το λείψανο του αποστόλου, μετά από πολύ χρόνο, μετατέθηκε στη Κωνσταντινούπολη, επί της βασιλείας του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, με δική του διαταγή, από τον άγιο Αρτέμιο τον μάρτυρα. Και κατατέθηκε μαζί με τον άγιο Λουκά και τον άγιο Τιμόθεο στο περίβλεπτο τέμενος των Αγίων Αποστόλων». Ο άγιος Ανδρέας ο πρωτόκλητος, ο πρώτος δηλαδή που κλήθηκε από τον Χριστό να γίνει μαθητής Του, δεν κλήθηκε απροϋπόθετα και ως έτυχε. Υπήρξε από εκείνους που είχαν αναζητήσεις σχετικά με τον Μεσσία, που ο πόθος τους για τον Θεό ήταν έντονος. Κι αυτό φάνηκε και από το γεγονός ότι ανήκε στην ομάδα των μαθητών του Ιωάννου του Προδρόμου, ο οποίος προετοίμαζε τους ανθρώπους ακριβώς προς υποδοχή του Μεσσία, και από το γεγονός ότι μετά την κλήση του ένιωσε την ανάγκη να καλέσει τον αδελφό του Πέτρο, με τη διαπίστωση ότι «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν». Ο υμνογράφος του, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, επισημαίνει και τα δύο αυτά γεγονότα.

 «Ο τω Προδρόμου φωτί μεμορφωμένος, ότε το απαύγασμα το ενυπόστατον της πατρικής δόξης έφανεν…τότε πρώτος ένδοξε, τούτω προσέδραμες». (Συ που μορφώθηκες από το φως του Προδρόμου, όταν ο Χριστός, το ενυπόστατο απαύγασμα της δόξας του Θεού Πατέρα φάνηκε…τότε πρώτος, ένδοξε, έτρεξες σ’  αυτόν). Και: «Τον ποθούμενον Θεόν εν σαρκί κατιδών επί γης βαδίζοντα, θεόπτα Πρωτόκλητε, τω μεν ομαίμονι εβόας αγαλλόμενος∙ Ευρήκαμεν ω Σίμων τον ποθούμενον». (Όταν είδες τον Θεό που ποθούσες να βαδίζει ως άνθρωπος στη γη, θεόπτη πρωτόκλητε, φώναζες με χαρά στον αδελφό σου: Βρήκαμε, Σίμων, τον ποθούμενο». Ο συναξαριστής του αυτήν την αναζήτηση, η οποία αποτέλεσε προφανώς και την προϋπόθεση για να γίνει άμεσος συνεργάτης του απολυτρωτικού στον κόσμο έργου του Κυρίου, την καταγράφει ως εξής:

«Ένας από τους μαθητές  του Ιωάννη Προδρόμου ήταν και ο Ανδρέας, άνδρας κατά τα άλλα σεμνός και αξιοσέβαστος, που έψαχνε την αλήθεια πίσω από το γράμμα του νόμου με βαθύ φρόνημα, και που αναζητούσε στον λόγο, σαν πίσω από παραπέτασμα, τις κρυμμένες προφητείες για τον Χριστό, ακολουθώντας μέσω αυτών αυτό που δηλωνόταν». Τα παραπάνω σημαίνουν ότι η αφελής πεποίθηση πολλών ότι οι μαθητές του Κυρίου ήταν απλοϊκοί άνθρωποι, διότι ήταν ψαράδες, δεν ισχύει. Ψαράδες ήταν, απλοί άνθρωποι μπορεί, όχι όμως απλοϊκοί, με την έννοια του απροβλημάτιστου και επιφανειακού ανθρώπου. Καθώς τα πράγματα φανερώνουν, η ύπαρξή τους φλεγόταν από το ερώτημα περί της αληθείας, περί του Θεού και των ενεργειών Του, περί των δηλουμένων από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης.

 Κι είναι φυσικό: ο Κύριος δεν θα μπορούσε να έχει ως αμέσους συνεργάτες Του ανθρώπους χωρίς πάθος για την αλήθεια. Ο ίδιος άλλωστε το είχε επισημάνει: Θα με ακολουθήσουν και θα με ακούσουν όσοι αγαπούν την αλήθεια. «Πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής». Ένας τέτοιος λοιπόν άνθρωπος, σοβαρός και σεβαστός, με βαθειά αναζήτηση ήταν και ο απόστολος Ανδρέας. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας διαπιστώνουν και αυτοί την παραπάνω πραγματικότητα: «Εζήτησας Χριστόν την όντως ζωήν,  και ζητήσας πρώτος εύρες». (Ζήτησες τον Χριστό, που είναι η πραγματική ζωή, και επειδή την ζήτησες, πρώτος και την βρήκες). Η βαθύτητα της αναζήτησης του Ανδρέα περί τα τίμια και αληθή της ζωής κάνει τον άγιο υμνογράφο να επικεντρώσει την προσοχή του και στο ιεραποστολικό πια έργο του αποστόλου. Όπως δηλαδή ο ίδιος στρεφόταν πάντα στο βάθος των πραγμάτων, εκεί που «η αλήθεια κρύπτεσθαι φιλεί», εκεί που αγαπά να κρύβεται η αλήθεια, κατά τον Έλληνα φιλόσοφο, έτσι και η δράση του ως αποστόλου λειτουργούσε στο βάθος της καρδιάς των ανθρώπων.

Αυτό ήταν το ζητούμενο από τον άγιο Ανδρέα: πώς ο λόγος του θα κρούσει τις βαθειές χορδές της καρδιάς του ανθρώπου, πώς ο λόγος του σαν αγκίστρι θεϊκό θα σαγηνεύσει τον αληθινό άνθρωπο. «Ο τη τέχνη αλιεύς και τη πίστει μαθητής, ως βυθόν διερευνών τας καρδίας των πιστών, το άγκιστρον χαλά του λόγου, και σαγηνεύει ημάς». (Ο αλιέας κατά την τέχνη και μαθητής κατά την πίστη, διερευνώντας τις καρδιές των πιστών σαν να είναι βυθός, ρίχνει το αγκίστρι του λόγου και μας σαγηνεύει). Κι αυτό βεβαίως επιτυγχανόταν με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος που είχε λάβει κατά την Πεντηκοστή ο άγιος Ανδρέας, με τη φλόγα που προσέλαβε και έγινε θεόληπτος.

«Του Πνεύματος την φλόγα τη γλώσση προσλαβών, γέγονας, Απόστολε, θεόληπτος ανήρ, των ουρανίων τα κάλλη περιπολεύων». Ο σεμνός και αξιοσέβαστος από τη φύση του χαρακτήρας του αγίου, ενισχυόμενος από τη φλόγα της Πεντηκοστής τον έκανε, κατά τον υμνογράφο, σαν τεντωμένο βέλος, που τραυμάτιζε τους δαίμονες και θεράπευε τους τραυματισμένους από την απιστία ανθρώπους. «Εντείνας σε δυνατόν, ώσπερ βέλος, μακάριε, επαφήκεν εις τον σύμπαντα κόσμον ο Κύριος, τραυματίζων δαίμονας και δυσσεβεία τους ανθρώπους τραυματισθέντας ιώμενος». Ο «αδίστακτος πόθος του να ακολουθεί θερμά τον Χριστό» έκανε τον άγιο Ανδρέα, σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο υμνογράφος του, να προσθέτει πόθο πάνω στον πόθο αυτό, τόσο ώστε να  μιμηθεί τον Κύριό Του και στον τρόπο του διά Σταυρού θανάτου Του.

Με σταυρικό θάνατο τελειώθηκε και ο απόστολος, διαβαίνοντας πια κοντά σ’  Εκείνον τον οποίο πράγματι επόθησε σαν αληθινός μαθητής και σοφός μιμητής Του. «Πόθω πόθον προσθείς, διά σταυρού διαβαίνεις προς ον επόθησας, ως αληθής μαθητής και σοφός μιμητής γενόμενος του διά Σταυρού αυτού πάθους». Μακάρι «η φωτιά της αγάπης του Χριστού που περιέφερε στην καρδιά του» ο άγιος Ανδρέας, να ανάψει λίγο και στη δική μας καρδιά. Θα είναι η απόδειξη ότι πράγματι ο ερχομός του Χριστού που ευαγγελίστηκαν οι απόστολοι, σαν τον άγιο Ανδρέα, βρήκε την εκπλήρωσή του και σε εμάς. Η παράδοση θέλει τον Απόστολο Ανδρέα να έχει αποβιβαστεί στο μέρος όπου είναι κτισμένο το μοναστήρι, όταν το καράβι, με το οποίο ταξίδευε, αναγκάστηκε να σταθμεύσει σε παρακείμενο λιμανάκι. Εκεί ο Απόστολος δημιούργησε πηγή στο βράχο, το σημερινό αγίασμα, και προσέφερε νερό στους διψασμένους ταξιδιώτες. Στην ίδια τοποθεσία κτίστηκε αργότερα από τον καπετάνιο του καραβιού, του οποίου το τυφλό παιδί θεράπευσε ο Απόστολος, ναός αφιερωμένος στον πρωτόκλητο μαθητή του Χριστού.

Η πρώτη μαρτυρία, που υπάρχει για την ονομασία του λιμενίσκου, που βρίσκεται κοντά στο μοναστήρι, είναι από τον Αγγλοσάξονα προσκυνητή Seawolf, του 1103 μ.Χ., που το αποκαλεί “λιμανάκι του Αποστόλου Ανδρέα”. Ο Seawoff δεν δίνει άλλες πληροφορίες και ούτε αναφέρει οτιδήποτε για την ύπαρξη μοναστηρίου στην περιοχή. Όμως, η αναφορά του αυτή είναι πολύ σημαντική, συνδέει το όνομα του Αποστόλου με το άκρο της Καρπασίας από τα βυζαντινά χρόνια, ένδειξη ότι η σχετική παράδοση για τον Απόστολο Ανδρέα ήταν διαδεδομένη από τότε.

Μια άλλη σημαντική μαρτυρία με σαφή αναφορά, αυτή τη φορά, σε ύπαρξη μοναστηρίου στην περιοχή, γίνεται το 1191 από τον Άγγλο ιερωμένο Benedict of Peterborough (+1193), ο οποίος αναφέρει ότι ο τότε διοικητής της Κύπρου Ισαάκιος Κομνηνός (1185-1191) συνελήφθη από το Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο σε πολύ καλά οχυρωμένο μοναστήρι, “πού ονομαζόταν Ακρωτήριον του Αποστόλου Ανδρέα”. Φαίνεται ότι το όνομα του Αποστόλου επεκράτησε από τότε για το ακρωτήρι, αφού σημειώνεται σε παλαιούς χάρτες της Κύπρου με το όνομα “Capo de Sando Andrea”. Από τα κτίσματα του πρώτου αυτού μοναστηρίου δεν διασώθηκαν καθόλου ίχνη. Στη θέση τους ανηγέρθη αρκετά χρόνια αργότερα – κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα – ναός που υπάρχει μέχρι τις μέρες μας, όχι όμως και τα κτίρια που τον περιέβαλλαν.

Παρόμοια αναφορά στο όνομα του ακρωτηρίου γίνεται και από πολλούς περιηγητές, που επισκέφθηκαν την Κύπρο, τόσο κατά την περίοδο της λατινοκρατίας (1191-1571), όσο και κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας (1571-1878). Ο Άγγλος περιηγητής Richard Pococke, που επισκέφθηκε Το μοναστήρι το 1738, αναφέρει πως ήταν τότε ακατοίκητο και πως ζούσαν σ’ αυτό παλαιότερα δύο ή τρεις μοναχοί.

Η ΤΙΜΙΑ ΚΑΡΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ


Ο Απόστολος Ανδρέας, όπως είναι γνωστό, μαρτύρησε στην Πάτρα. Τα Ιερά του Λείψανα μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη όταν αυτοκράτορας ήταν ο γιος του Μ. Κωνσταντίνου, Κωνσταντιος. Τη μεταφορά ανέλαβε ο αξιωματούχος Αρτέμιος (Άγιος Αρτέμιος) και έγινε στις 3 Μαΐου 357. Η Κάρα [=το κρανίο] του Αγίου Ανδρέου, ή έμεινε στην Πάτρα, ή επεστράφη αργότερα τον 9ο αιώνα από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Α΄τον Μακεδόνα.


Στις 11 Απριλίου 1462 ο ηγεμόνας της πόλεως των Πατρών Θωμάς Παλαιολόγος, ο τελευταίος δεσπότης του Μωρηά και αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορα του Γένους Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, φεύγει από την Πάτρα και πηγαίνει στη Δύση, καθώς και η Πελοπόννησος είχε υποδουλωθεί πλήρως στους Τούρκους (1460). Ο Θωμάς Παλαιολόγος είχε πάρει μαζί του και την Τιμία Κάρα του Πρωτοκλήτου Αποστόλου για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων, και την παρέδωσε στους Λατίνους για ασφαλέστερη φύλαξη. Ο Θωμάς Παλαιολόγος παρέδωσε αρχικά την Αγία Κάρα στον απεσταλμένο του πάπα Καρδινάλιο στην Αγκώνα. Από εκεί μεταφέρθηκε προσωρινά στην πόλη Νάρνη της Ομβρικής, όπου παρέμεινε παραπάνω από ένα χρόνο, μέχρις ότου απελευθερωθεί η περιοχή της Ρώμης, ώστε να γίνουν ανεμπόδιστα οι μεγαλοπρεπείς τελετές.

Το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε από τη Νάρνη στα πρόθυρα της Ρώμης, εκεί όπου άλλοτε ο Μ. Κωνσταντίνος είχε δει το όραμα "εν τούτω νίκα" . Εκεί το παρέλαβε ο Πάπας, και με μεγάλη πομπή μετακομίστηκε στη Ρώμη. Η κάρα του Πρωτοκλήτου παραδόθηκε στον πάπα Πίο τον Β' από τον έλληνα καρδινάλιο Βησσαρίωνα, ο οποίος εκφώνησε και υψηλό λόγο κατά την απόθεση της Τιμίας Κάρας στο ναό του Αγίου Πέτρου. Πέρασαν 500 χρόνια. Το 1962 η Ι. Μητρόπολις Πατρών και ο Δήμος Πατρέων κατέβαλαν πολλές προσπάθειες προκειμένου η Ρώμη να αποδώσει τον "Θησαυρόν των Πατρέων" στην πόλη του μαρτυρίου του Πρωτοκλήτου. Η ανταπόκριση ήταν θετική.

Ο μεγαλεπήβολος πάπας Παύλος ο ΣΤ' αποφάσισε να επιστρέψει στην Πάτρα την Τιμία Κάρα, εις ένδειξη καλής θελήσεως. Αντιπροσωπεία του Πάπα Παύλου με επικεφαλής τον Καρδινάλιο Μπέα μετέφεραν την Τιμία Κάρα του Αποστόλου Ανδρέου από το ναό του Αγίου Πέτρου της Ρώμης και την παρέδωσαν στον Μητροπολίτη Πατρών Κωνσταντίνο στις 26 Σεπτεμβρίου 1964, στην πλατεία Τριών Συμμάχων, ενώπιον χιλιάδων λαού, 20 αρχιερέων, του Προέδρου της Κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου, του κλήρου της Ι. Μητροπόλεως και πολλών άλλων επισήμων.

Στη συνέχεια η Τιμία Κάρα με μεγαλειώδη πομπή μεταφέρθηκε στο Ναό του Αγίου Ανδρέου, όπου εψάλη Δοξολογία με την παρουσία της διαδόχου Ειρήνης. Ολόκληρο το χρονικό της επανακομιδής της Τιμίας Κάρας του Αποστόλου Ανδρέου στην Πάτρα, έγραψε ο τότε Αρχιμ. Νικόδημος Βαλληνδράς (ο πρ. Μητροπολίτης Πατρών), ο οποίος έγραψε και την Ασματική Ακολουθία για το γεγονός αυτό.

Το χρονικό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Εκκλησία" (15 Οκτωβρίου 1964, αριθ. 20) ενώ η Ακολουθία εκδόθηκε από την Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος (Αθήναι 1964). Η Ι. Μητρόπολις Πατρών είχε εκδώσει την εποχή εκείνη δύο ενημερωτικά φυλλάδια:

Το Χρονικόν των Τιμίων λειψάνων του πολιούχου Αποστόλου Ανδρέου (1963) Αναμνηστικόν της Επανακομιδής της Ιεράς Κάρας Ανδρέου του Πρωτοκλήτου Πολιούχου Πατρών (1964).Πρωταγωνιστικό ρόλο στο γεγονός της επιστροφής της Τιμίας Κάρας στην Πάτρα διαδραμάτισε ο τότε Πρωτοσύγκελλος της Μητροπόλεως Αρχιμ. Ιερόθεος Τσαντίλης ( πρ. Μητροπολίτης Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης).

Τους επίσημους λόγους του Μητροπολίτου Πατρών Κωνσταντίνου μετέφραζε στα γαλλικά ο αρχιμ. Δημήτριος Τρακατέλλης (νυν Αρχιεπίσκοπος Αμερικής). Μεταξύ των προσκεκλημένων Αρχιερέων ήταν και ο εκ Πατρών μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Ιεζεκιήλ, ο οποίος και προέστη της παννυχίδος "ευγνωμοσύνης και ευχαριστιών", της πρώτης δηλαδή νυκτερινής Θείας Λειτουργίας, που τελέστηκε στον παλαιό Ναό του Αγίου Ανδρέου, με τη συμμετοχή πλήθους πιστών, προσκυνητών της Τιμίας Κάρας του Αποστόλου.

Ο τότε Μητροπολίτης Πατρών Κωνσταντίνος έγραψε σε σχετική εγκύκλιό του: "Συγκίνησις δυσπερίγραπτος πληροί τας ψυχάς. Παλμοί ιεροί διατρέχουν την πόλιν. Δάκρυα κυλούν εις τους οφθαλμούς. Επανέρχεται μετά 500 έτη από την Βασιλικήν του Αγίου Πέτρου Ρώμης εις την Βασιλικήν του Αγίου Ανδρέου Πατρών η Τιμία Κεφαλή του Πολιούχου ημών. Ουδέποτε άλλο άγγελμα συνήγειρε βαθύτερον την πόλιν ημών. Εις το βάθος του ορίζοντος εμφανίζονται τα οράματα των Παλαιολόγων, διαγράφει κύκλους ο Βυζαντινός δικέφαλος αετός.

Κυματίζει εις την αύραν του Πατραϊκού η σημαία της πόλεως με τον χιαστόν Σταυρόν. Νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων, άρχοντες και πάντες λαοί αινέσωμεν το όνομα Κυρίου. Άσωμεν αυτώ άσμα καινόν".



Ευχόμεθα στους εορτάζοντες
και τις εορτάζουσες ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!