16 Ιουνίου, 2009

Ὁμιλία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ἰωάννου, Προέδρου τῆς Δ΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως, κατά τήν ἔναρξιν τῶν ἐργασιῶν αὐτῆς. (Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Σαμπεζύ Γενεύης, 8 Ἰουνίου 2009).

Picture 149

Σεβάσμιοι και αγαπητοί Πατέρες και αδελφοί, οι συγκροτούντες την παρούσαν Πανορθόδοξον Διάσκεψιν,


Θεία συνάρσει και ομοφώνω αποφάσει των σεπτών Προκαθημένων των Αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών, προσκλήσει δε της Α.Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου ως κατά την κανονικήν τάξιν εκφραστού της ομοφώνου ταύτης αποφάσεως, συνήλθομεν ενταύθα, ίνα ως εντεταλμένοι εκπρόσωποι των κατά τόπους Εκκλησιών ημών συγκροτήσωμεν την Δ κατά σειράν Προσυνοδικήν Πανορθόδοξον Διάσκεψιν εις προετοιμασίαν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας.


Από μέρους της Α.Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου χαιρετίζομεν την παρουσίαν πάντων υμών εν τω οίκω τούτω του Πανσέπτου Οικουμενικού Θρόνου, ως φιλοξενουμένων της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, και ευχόμεθα υμίν καλήν διαμονήν και καρποφόρον συνεργασίαν πάντων ημών επ' αγαθώ της Αγιωτάτης Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας.


Ευδοκία και χάριτι του εν Τριάδι Θεού η σύναξις ημών πραγματοποιείται καθ' ον χρόνον “Πεντηκοστήν εορτάζομεν και Πνεύματος επιδημίαν”, ίνα και δια του τρόπου τούτου δηλωθή ότι η υπό της Αγίας ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας δοθείσα εις ημάς εντολή είναι ιερά και αποτελεί εντολήν Αυτού τούτου του Παρακλήτου.


Διο και τελέσαντες χθες, κυριώνυμον ημέραν της Πεντηκοστής, διορθόδοξον Συλλείτουργον εν τω ιερώ ναώ τούτω, συμμετασχόντες δε εις την προς τιμήν του Παναγίου Πνεύματος τελεσθείσαν σήμερον Θείαν Λειτουργίαν, επικαλούμεθα ήδη την χάριν του Παρακλήτου, ίνα εφορεύση Ούτος της Διασκέψεως ημών, και οδηγήση τας σκέψεις ημών και τας καρδίας εις αποφάσεις συμφώνους προς το Άγιον θέλημα του εν Τριάδι Θεού δια την ενότητα και οικοδομήν της Αγίας Αυτού Εκκλησίας.


Όντως, αγαπητοί εν Κυρίω αδελφοί, κατά την παρούσαν σύναξιν καλούμεθα, παρά την ελαχιστότητα ημών, να γίνωμεν όργανα του Παρακλήτου, και επόμενοι Αυτώ, Όστις “όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας”, να συμβάλωμεν και ημείς εις την εδραίωσιν και περαιτέρω εμβάθυνσιν της ενότητος της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, εις ην ηξιώθημεν υπό του ελέους του Θεού να ανήκωμεν. Η ενότης αύτη, αν και δεδομένη υπό της χάριτος του Θεού, χρήζει πάντοτε μερίμνης και καλλιεργείας, καθότι ο “αντίδικος ημών διάβολος” (Α Πέτρου 5,8) δεν παύει, σπείρων ζιζάνια και διχονοίας, να απειλή αυτήν, άλλοτε ανεπιτυχώς, ενίοτε δε και λίαν σοβαρώς και επικινδύνως.


Ευθύνη πάντων ημών, ιδία δε των το επισκοπικόν λειτούργημα εμπεπιστευμένων, δεν παύει να είναι η προστασία της ενότητος ταύτης και η παντί τρόπω επιβεβαίωσις αυτής. Τούτο καθίσταται ιδιαιτέρως αναγκαίον δι' ημάς τους Ορθοδόξους, καθότι, ως εκ της συγκροτήσεως της Εκκλησίας ημών εξ αυτοκεφάλων Εκκλησιών, πολλάκις θεωρούμεθα ως άθροισμα Εκκλησιών και ουχί ως μία Εκκλησία.


Και είναι μεν αληθές ότι η Ορθόδοξος Εκκλησιολογία αντιλαμβάνεται την ενότητα της Εκκλησίας ως ενότητα αυτοκεφάλων Εκκλησιών, κατ' ουδένα όμως τρόπον δεν πρέπει τούτο να ερμηνευθή ως υποδηλούν ότι αποτελούμεν “Εκκλησίας” και όχι “Εκκλησίαν”.


Υπάρχει μόνον μία και ενιαία Ορθόδοξος Εκκλησία, και τούτο δηλούται τόσον εν τη κοινή πίστει και λατρεία όσον και εν τη κανονική διαρθρώσει αυτής. Ως ετόνισεν ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος εν τη προσφωνήσει αυτού προς τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών κατά την Σύναξιν αυτών εν Φαναρίω τον παρελθόντα Οκτώβριον, η αυτοκεφαλία δεν πρέπει να εκτραπή εις “αυτοκεφαλισμόν”.


Εν ταις προς αλλήλας και προς τους έξω σχέσεσιν αι αυτοκέφαλοι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι δέον να ενεργούν ως εν σώμα, ως μία και ενιαία Εκκλησία. Εν τω πνεύματι ακριβώς τούτω απεφασίσθη υπό πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών, ενεργουσών εν ομοφωνία ως μία και αδιαίρετος Εκκλησία, και η πραγματοποίησις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας.


Διότι κατά την μακραίωνα παράδοσιν της Εκκλησίας, αναγομένην εις αυτάς τας πρώτας Αποστολικάς Κοινότητας, ως μαρτυρούν αι Πράξεις των Αποστόλων (κεφ. 15), το συνοδικόν σύστημα αποτελεί την πλέον αυθεντικήν επιβεβαίωσιν, διασφάλισιν και διακήρυξιν της ενότητος της Εκκλησίας. Και επ' αυτού, η Αγία ημών Ορθόδοξος Εκκλησία δεν ήτο δυνατόν ειμή να ενεργήση συμφώνως προς την παράδοσιν ταύτην και την υπαγορεύουσαν αυτήν Εκκλησιολογίαν.


Αλλ' η τελική πραγματοποίησις της Συνόδου ταύτης βραδύνει ήδη τόσον πολύ, ώστε να προκαλή τον σκανδαλισμόν των ομοδόξων και ενίοτε και την χλεύην των εκτός, οίτινες διερωτώνται εάν όντως η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι ηνωμένη, και εάν πράγματι δύναται να πραγματοποιήση την εξαγγελθείσαν σύνοδον. Η ευθύνη των Εκκλησιών ημών είναι εν προκειμένω πελωρία. Δεν αρκεί να λέγωμεν ότι είμεθα ηνωμένοι εν τη πίστει και τη λατρεία. Οφείλομεν να αποδείξωμεν εν τη πράξει ότι είμεθα μία και αδιαίρετος Εκκλησία, δυναμένη να συνέλθη επί το αυτό εν Συνόδω.


Η σύγκλησις και πραγμάτωσις της εξαγγελθείσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν δύναται να βραδύνη άλλο χωρίς να τραυματισθή καιρίως το κύρος και η αξιοπιστία της Εκκλησίας ημών.


Την ευθύνην ταύτην συναισθανόμενος ο Οικουμενικός Πατριάρχης προέτεινεν εις τους λοιπούς Προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών κατά την εν Φαναρίω Σύναξιν αυτών τον παρελθόντα Οκτώβριον, όπως επισπευσθή η διαδικασία προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου δια της συγκλήσεως εντός του ενεστώτος έτους των σχετικών Επιτροπών και Διασκέψεων προς εξέτασιν των υπολοίπων εκ του πανορθοδόξως εγκριθέντος Καταλόγου θεμάτων, επί των οποίων θέλει αποφανθή η μέλλουσα να συνέλθη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος.


Την πρότασιν ταύτην του Οικουμενικού Πατριάρχου ομοφώνως και ασμένως απεδέχθησαν πάντες οι σεπτοί Προκαθήμενοι των Ορθοδόξων Εκκλησιών, και, εν συνεχεία, κατά τον ισχύοντα Κανονισμόν της προετοιμασίας της Συνόδου και την κανονικήν τάξιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, συνεκάλεσεν ούτος δια Πατριαρχικών Γραμμάτων τα σχετικά προς την προετοιμασίαν της Συνόδου σώματα.


Ούτω, δια μεν το θέμα της Ορθοδόξου Διασποράς, του οποίου η προπαρασκευή είχεν ήδη ωριμάσει, συνεκλήθη η παρούσα Δ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις, δια δε τα υπολοιπόμενα τρία θέματα, ήτοι του τρόπου ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου, του τρόπου ανακηρύξεως του Αυτονόμου, και των Διπτύχων, των οποίων θεμάτων η προπαρασκευή δεν έχει εισέτι ολοκληρωθή, συνεκλήθη δια των αυτών Πατριαρχικών Γραμμάτων η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή κατά τον προσεχή μήνα Δεκέμβριον.


Καλούμεθα ούτω, πεφιλημένοι εν Κυρίω αδελφοί, ως πληρεξούσιοι Αντιπρόσωποι των Εκκλησιών ημών να διασκεφθώμεν ενταύθα και να αποφασίσωμεν, επ' αναφορά προς την μέλλουσαν να συνέλθη Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον, επί του θέματος, το οποίον έτυχεν ήδη μακράς και εμπεριστατωμένης μελέτης και προπαρασκευής δι' επανειλημμένων συναντήσεων της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής, ήτις και κατέληξεν ομοφώνως εις διορθοδόξως συμπεφωνημένα κείμενα, άτινα και κείνται ενώπιον ημών προς έγκρισιν, καθώς προβλέπει ο Κανονισμός.


Δεν πρόκειται, συνεπώς, να συζητήσωμεν το θέμα της Διασποράς εξ υπαρχής, καταργούντες ούτω την ήδη επιτευχθείσαν διορθόδοξον συναίνεσιν, αλλά να εστιάσωμεν τας παρατηρήσεις ημών επί των ενώπιον ημών διορθοδόξως αποδεκτών κειμένων, επιφέροντες ενδεχομένως μεταβολάς τινάς και τελικώς, Θεού θέλοντος, εγκρίνοντες αυτά επ' αναφορά, ως είπομεν, εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον. Γνωρίζομεν πάντες, αγαπητοί αδελφοί, ότι το θέμα της καλουμένης Ορθοδόξου Διασποράς αποτελεί εν εκ των πλέον σοβαρών προβλημάτων, τα οποία αντιμετωπίζει η Ορθόδοξος Εκκλησία κατά την εποχήν μας.


Η σοβαρότης, αλλά και το επείγον του προβλήματος τούτου, ανεγνωρίσθησαν και υπό των Προκαθημένων των Εκκλησιών ημών κατά την πρόσφατον Σύναξιν αυτών εν Φαναρίω, όπως καθίσταται φανερόν εκ του Μηνύματος, το οποίον εξαπέλυσαν ούτοι κατά το πέρας της Συνάξεως ταύτης. Εν τω Μηνύματι τούτω οι Προκαθήμενοι τονίζουν, μεταξύ άλλων κατά τα εξής:


“Οι Προκαθήμενοι και οι Αντιπρόσωποι των Αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών... επαναβεβαιούμεν την βούλησιν ημών δια την ταχείαν θεραπείαν πάσης κανονικής ανωμαλίας προελθούσης εξ ιστορικών συγκυριών και ποιμαντικών αναγκών, ως εν τη λεγομένη Ορθοδόξω Διασπορά, επί τω τέλει της υπερβάσεως πάσης τυχόν ξένης προς την Ορθόδοξον εκκλησιολογίαν επιρροής.


Προς τούτο, χαιρετίζομεν την πρότασιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου να συγκαλέση δια το θέμα τούτο, ως και δια την συνέχισιν της προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, Πανορθοδόξους Διασκέψεις εντός του προσεχούς έτους 2009...”.


Εκ των λόγων τούτων των σεπτών Προκαθημένων, εις δύο σημεία δέον να στρέψωμεν την προσοχήν ημών:


α) Η θεραπεία, τουτέστιν η διευθέτησις, του θέματος της Ορθοδόξου Διασποράς δέον να είναι “ταχεία”. Δια τον λόγον ακριβώς τούτον η Α.Θ. Παναγιότης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, εκφράζων την βούλησιν των Προκαθημένων, έδωκε προτεραιότητα εις το θέμα τούτο, δοθέντος άλλωστε, ότι, εν αντιθέσει προς τα λοιπά εναπομείναντα θέματα της Συνόδου, το θέμα τούτο διήλθε δι' όλων των προβλεπομένων υπό του Κανονισμού σταδίων προπαρασκευής, και είναι έτοιμον προς έγκρισιν υπό της Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως.


β) Οι Προκαθήμενοι των Εκκλησιών ημών αναγνωρίζουν ότι υφίσταται ανάγκη θεραπείας “πάσης κανονικής ανωμαλίας προελθούσης εξ ιστορικών συγκυριών και ποιμαντικών αναγκών, ως εν τη λεγομένη Ορθοδόξω Διασπορά, επί τω τέλει της υπερβάσεως πάσης τυχόν ξένης προς την Ορθόδοξον εκκλησιολογίαν επιρροής”. Τους λόγους τούτους των Προκαθημένων, άκρως βαρυσημάντους, οφείλομε να λάβωμεν σοβαρώς υπ' όψιν εν τη εκπληρώσει της ανατεθείσης ημίν ευθύνης. Δυσκόλως θα ηδύνατό τις να αμφισβητήση το ότι, ως έχει σήμερον ο τρόπος διοργανώσεως της Ορθοδόξου Διασποράς, πάσχει σοβαρώς εξ επόψεως κανονικής και εκκλησιολογικής. Ως όλοι γνωρίζομεν, ο 8ος κανών της Α Οἰκουμενικῆς Συνόδου ρητώς ορίζει ότι εν μια και τη αυτή πόλει δεν δύναται να υπάρχουν πλείονες του ενός επίσκοποι.


Ο κανών ούτος είναι θεμελιώδης, διότι εκφράζει την Ορθόδοξον Εκκλησιολογίαν κατά τρόπον σαφή. Συμφώνως προς θεμελιώδη εκκλησιολογικήν αρχήν, μαρτυρουμένην ήδη από των χρόνων του Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας και γενομένην απολύτως σεβαστήν υπό της αρχαίας αδιαιρέτου Εκκλησίας, ο επίσκοπος ενώνει εν τω προσώπω αυτού ως κεφαλή αυτής την όλην τοπικήν Εκκλησίαν ανεξαρτήτως φυσικών, φυλετικών, εθνικών, κοινωνικών και άλλων διαφορών.


Εν τω προσώπω του επισκόπου υπερβαίνονται αι διαφοραί αυταί, ως ακριβώς εν τω Χριστώ, τον Οποίον ο επίσκοπος εικονίζει, “ουκ ένι Έλλην, η Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος” (Κολ. 3,11). Εις την αρχαίαν Εκκλησίαν θα ήτο εντελώς αδιανόητον να υφίσταται εν τη αυτή πόλει άλλος επίσκοπος δια τους Έλληνας και άλλος δια τους Σύρους η τους Λατίνους η άλλης τινος πολιτιστικής η εθνικής ταυτότητος.


Η αρχή αύτη ετηρήθη μετ' ευλαβείας υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας μέχρι περίπου των αρχών του 20ου αιώνος, οπότε και παρατηρούνται ολίγον κατ' ολίγον, και ουχί άνευ διστακτικότητος εν αρχή, αι παράλληλοι δικαιοδοσίαι εν τη Διασπορά. Πρόκειται, συνεπώς, περί σχετικώς νεωτέρου ιστορικού φαινομένου παραβιάσεως της θεμελιώδους εκκλησιολογικής αρχής, την οποίαν εκφράζει ο μνημονευθείς κανών της Α Οἰκουμενικῆς Συνόδου.


Κατά την εμφάνισιν του φαινομένου τούτου το Οικουμενικόν Πατριαρχείον αντέδρασε δια της προβολής του 28ου κανόνος της Δ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, κατά τον οποίον “εν τοις βαρβαρικοίς”, ήτοι εκτός των καθωρισμένων δι' εκάστην αυτοκέφαλον Εκκλησίαν γεωγραφικών ορίων, αι χειροτονίαι επισκόπων ανατίθενται εις τον Κωνσταντινου-πόλεως.


Αλλ' η ερμηνεία αύτη του κανόνος τούτου ημφεσβητήθη υπό τινων Ορθοδόξων με αποτέλεσμα να μη γίνεται σεβαστή υπό μερίδος εξ αυτών. Δεν είναι του παρόντος η συζήτησις του θέματος τούτου, ούτε δύναται να απασχολήση την Διάσκεψιν ημών, τοσούτω μάλλον καθ' όσον η διαμορφωθείσα ήδη κατάστασις έχει μετατοπίσει την όλην προβληματικήν επί άλλης βάσεως.


Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, χωρίς να αποστή της υπ' αυτού διδομένης ερμηνείας του εν λόγω ιερού κανόνος, και χάριν της ενότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ην και θεωρεί υπέρτατον αγαθόν, απεδέχθη την παρουσίαν εν τω χώρω της Διασποράς επισκόπων ετέρων ορθοδόξων εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών άχρις ου εξευρεθή τρόπος διευθετήσεως των πραγμάτων, συμφώνως προς την κανονικήν τάξιν, την εκφραζομένην υπό του 8ου κανόνος της Α Οἰκουμενικῆς Συνόδου και τας θεμελιώδεις εκκλησιολογικάς αρχάς της Ορθοδόξου πίστεως και παραδόσεως.


Και ιδού, ότι ευρισκόμεθα ενώπιον του κρισίμου τούτου σημείου. Είμεθα έτοιμοι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι να επανέλθωμεν εις την αρχαίαν κανονικήν τάξιν, την προβλέπουσαν ένα επίσκοπον εν εκάστη τοπική Εκκλησία ϗ Αι Προπαρασκευαστικαί Επιτροπαί, αι οποίαι ησχολήθησαν με το ερώτημα τούτο και παρήγαγον τα προ ημών προς έγκρισιν κείμενα, έκριναν ότι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι δεν είναι το γε νυν έχον έτοιμαι να επανέλθουν εις την ακριβή κανονικήν τάξιν δια διαφόρους λόγους.


Προτείνουν όμως την σταδιακήν μετάβασιν εις την τάξιν ταύτην, αρχής γενομένης εκ της λειτουργίας επισκοπικών συνελεύσεων εν εκάστη περιοχή των εν αυτή διακονούντων “κανονικών” επισκόπων, αναθέσασαι την επεξεργασίαν των λεπτομερειών της λειτουργίας των συνελεύσεων τούτων εις ειδικήν επιτροπήν Ορθοδόξων κανονολόγων, ήτις και παρήγαγε το προ ημών ωσαύτως ευρισκόμενον κείμενον.


Αύτη είναι εν γενικαίς γραμμαίς η υπό των Προπαρασκευαστικών Επιτροπών γενομένη εργασία, ήτις και εθεωρήθη υπό των Εκκλησιών ημών ως εξαντλήσασα το στάδιον της προπαρασκευής του θέματος της Ορθοδόξου Διασποράς και δυναμένη, κατά τον Κανονισμόν, να υποβληθή εις την παρούσαν Πανορθόδοξον Διάσκεψιν προς έγκρισιν και αναφοράν εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον. Εξ όσων εξετέθησαν ανωτέρω, καταφαίνεται συμπερασματικώς ότι δύο είναι οι βασικοί άξονες, πέριξ των οποίων καλούμεθα να οικοδομήσωμεν την ημετέραν συμφωνίαν εν τη Διασκέψει ταύτη:


Πρώτον, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία επαναβεβαιοί και διακηρύσσει την προσήλωσιν αυτής εις τους ιερούς Κανόνας και την Εκκλησιολογίαν αυτής, άτινα προβλέπουν και επιβάλλουν την ύπαρξιν ενός και μόνου επισκόπου εν εκάστη τοπική Εκκλησία.


Δεύτερον, ότι ένεκα της διαμορφωθείσης ιστορικής συγκυρίας και των σχετικών προς αυτήν ποιμαντικών αναγκών, μεταβατικόν προς την ως άνω κανονικήν τάξιν στάδιον δέον να αποτελέση η λειτουργία των επισκοπικών συνελεύσεων, ως αύτη προβλέπεται υπό των διορθοδόξως εκπονηθέντων κειμένων των Προπαρασκευαστικών Επιτροπών.


Περί τους δύο τούτους βασικούς άξονας θα ηδύνατο να διατυπωθή κατόπιν συζητήσεως και το τελικόν κείμενον της ημετέρας συμφωνίας, ήτις και θέλει υποβληθή εις την μέλλουσαν να συνέλθη, συν Θεώ, Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον της μιας και ηνωμένης Ορθοδόξου Εκκλησίας.


Προσφιλέστατοι και σεβαστοί εν Χριστώ αδελφοί,


Η ευθύνη, την οποίαν επωμιζόμεθα κατά την παρούσαν Διάσκεψιν πάντες ημείς οι μετέχοντες αυτής είναι αληθώς πελωρία. Είναι ευθύνη έναντι του Θεού, του λαού του Θεού και της Ιστορίας. Το ερώτημα, το οποίον τίθεται ενώπιον ημών είναι εάν θα επισπευσθή η θα βραδύνη έτι μάλλον η σύγκλησις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας. Από τας αποφάσεις ημών θα εξαρτηθή τούτο. Τι θα είπωμεν εις τον αγωνιώντα να πληροφορηθή το αποτέλεσμα της Διασκέψεως ημών λαόν του Θεούϗ Ότι απετύχαμεν να συμφωνήσωμενϗ


Αλλά ποίος εξ ημών θα είχε την τόλμην να αναλάβη μίαν τοιαύτην ευθύνην ϗ Ποίος θα ηδύνατο να προτάξη τα στενά συμφέροντα της ιδικής του Εκκλησίας έναντι του γενικωτέρου συμφέροντος της όλης Ορθοδοξίας και της πιστότητος αυτής εις την κανονικήν παράδοσιν και την εκκλησιολογίαν.


Το θέμα της κανονικής διευθετήσεως της Ορθοδόξου Διασποράς είναι, πράγματι, πολύπλοκον και δεν δύναται να λάβη την οριστικήν αυτού κανονικήν μορφήν ευθύς αμέσως. Είναι όμως συγχρόνως και επείγον, και εάν δεν λάβωμεν την στιγμήν αυτήν μέτρα προς την κατεύθυνσιν της κανονικής διευθετήσεώς του, θα παγιωθή μία κατάστασις, η οποία θα εμφανίζη την Ορθοδοξίαν εσαεί διηρημένην. Ήδη οι σκανδαλιζόμενοι εκ της υφισταμένης καταστάσεως είναι πολλοί και διαρκώς μας ψέγουν. Δεν δυνάμεθα πλέον να παραμένωμεν αδρανείς.


Το ολιγώτερον, το οποίον θα ηδυνάμεθα να πράξωμεν είναι, τούτο μεν να διακηρύξωμεν την πιστότητα ημών προς τας αρχάς της Εκκλησιολογίας και τους ιερούς Κανόνας, επί των οποίων ερείδεται η Εκκλησία ημών, ίνα μη κατηγορηθώμεν ότι απεμπολήσαμεν την πίστιν των Πατέρων ημών, τούτο δε, ομολογούντες τας υφισταμένας δυσκολίας προς άμεσον επάνοδον εις την ακριβή κανονικήν τάξιν, να προτείνωμεν μέτρα προς βαθμιαίαν μετάβασιν εις αυτήν.


Τοιαύτα ακριβώς μέτρα περιλαμβάνονται εις τα προ ημών ευρισκόμενα προς έγκρισιν κείμενα των Προπαρασκευαστικών Επιτροπών, τα προβλέποντα τον τρόπον λειτουργίας των κατά τόπους επισκοπικών συνελεύσεων. Αρξώμεθα ουν των εργασιών της Διασκέψεως ημών εν πνεύματι αγάπης και ειλικρινούς διαλόγου, ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα της αληθείας, είη οδηγός ημών, ίνα δια της ομοφωνίας ημών δοξασθή και αύθις το Πανάγιον όνομα του εν Τριάδι Θεού. Αμήν.

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (1975)

ΒΟΥΛΗ


O ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ


έχοντας υπόψη:


α) τα άρθρα 110 παρ. 5 του Συντάγματος και 150 του κώδικα οργανώσεως των υπηρεσιών της Βουλής,


β) το Β΄ Ψήφισμα της 6ης Μαρτίου 1986 της ΣΤ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων “μεταφορά του κειμένου του Συντάγματος στη δημοτική γλώσσα”,


π α ρ α γ γ έ λ ο υ μ ε


να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το κείμενο του Συντάγματος στη δημοτική γλώσσα, που τίθεται σε ισχύ με το Ψήφισμα αυτό, το οποίο έχει ως εξής:


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΤΜΗΜΑ Α΄

ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ


Άρθρο 1.


1. Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.


2. Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία.


3. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.


Άρθρο 2.


1. Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας.


2. Η Ελλάδα, ακολουθώντας τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου, επιδιώκει την εμπέδωση της ειρήνης, της δικαιοσύνης, καθώς και την ανάπτυξη των φιλικών σχέσεων μεταξύ των λαών και των κρατών.


ΤΜΗΜΑ Β΄

ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ


Άρθρο 3.


1. Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού, τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ΄(29) Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928.


2. Το εκκλησιαστικό καθεστώς που υπάρχει σε ορισμένες περιοχές του Κράτους δεν αντίκειται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.


3. Το κείμενο της Αγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτο. Η επίσημη μετάφρασή του σε άλλο γλωσσικό τύπο απαγορεύεται χωρίς την έγκριση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδας και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη.


Για να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο του Συντάγματος της Ελλάδος του 1975 κάνετε κλικ εδώ.


Επίσης για να διαβάσετε το Αναθεωρημένο κείμενο του Συντάγματος της 27ης Μαΐου 2008 κάνετε κλικ εδώ.