17 Ιανουαρίου, 2009

† ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΚΑΙ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (18 Ιανουαρίου)



Ο Μέγας Αθανάσιος γεννήθηκε κατά το έτος 295 μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια από Χριστιανούς γονείς. Έτυχε επιμελημένης εκπαιδεύσεως φιλοσοφικής και θεολογικής. Κατά τη νεανική του ηλικία συνδέθηκε με τον Μέγα Αντώνιο και ασκήτευσε μαζί του στην έρημο.

Στην αρχή χειροθετήθηκε αναγνώστης της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας και το 318 μ.Χ. ήταν ήδη διάκονος. Το έτος 325 μ.Χ. συνοδεύει τον γέροντα Πατριάρχη Αλεξανδρείας Αλέξανδρο στη Νίκαια, όπου συγκλήθηκε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος, «του χορού των διακόνων ηγούμενος». Εκεί, χάρη στη μόρφωσή του και μάλιστα στη θερμουργό και ακλόνητη πίστη του, αναδείχθηκε ένας από τους θαρραλέους αγωνιστές κατά της αιρέσεως του Αρείου. Μάλιστα δε, όπως αποφάνθηκε η εν Αλεξανδρεία Σύνοδος του 399 μ.Χ., κυρίως ο Αθανάσιος «την νόσον του Αρειανισμού έστησεν». Κανένας, ίσως, άλλος από τους Πατέρες και Διδασκάλους της Εκκλησίας, της περιόδου εκείνης, δεν αντιμετώπισε τόσο σπουδαία εκκλησιαστικά και θεμελιώδη προβλήματα της Εκκλησίας, όπως ήταν τα περί Θεού, κόσμου, ανθρώπου, δημιουργίας, τριαδολογίας, ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, σωτηρίας, χριστολογίας, πνευματολογίας, Οικουμενικής Συνόδου κ.α.

Η φήμη του Αθανασίου εδραιώθηκε τόσο πολύ κατά τη Σύνοδο της Νίκαιας, ώστε μετά από λίγο, όταν πέθανε ο γέροντας Πατριάρχης Αλεξανδρείας Αλέξανδρος (κοιμήθηκε 17 Απριλίου 328 μ.Χ.), εξελέγη Επίσκοπος Αλεξανδρείας πιθανότατα τον ίδιο χρόνο.

Ο Μέγας Αθανάσιος, κατά τα 46 έτη της αρχιερατείας του, υπήρξε ο στύλος της Εκκλησίας και ο κατ’ εξοχήν Πατήρ της Ορθοδοξίας. Μερίμνησε δραστήρια για την οργάνωση της Εκκλησίας του. Περιηγούμενος την επαρχία του, μετέβη στη Θηβαΐδα, την Πεντάπολη, την Κάτω Αίγυπτο για να δει από κοντά τις ανάγκες του ποιμνίου του, το οποίο τον υποδεχόταν παντού με ενθουσιασμό. Εγκαθιστούσε στις διάφορες πόλεις άξιους και ικανούς Επισκόπους, μεταξύ των οποίων και τον Άγιο Φρουμέντιο (τιμάται 30 Νοεμβρίου), τον οποίο χειροτόνησε Επίσκοπο Αξώμης.

Όμως, οι Αρειανοί, δημιούργησαν πολλές ταραχές και οχλήσεις στον Άγιο, τον οποίο συκοφαντούσαν. Ο Άγιος εξορίστηκε πέντε φορές και διήλθε περισσότερα από δεκαέξι χρόνια της αρχιερατείας του στην εξορία. Εσύρθη κατ’ επανάληψη από τους Αρειανούς ενώπιον Συνόδων και καθαιρέθηκε.

Καταδιώχθηκε από αυτοκράτορες, υπέφερε ανεκδιήγητες ταλαιπωρίες και στερήσεις, είδε πολλούς από τους συνεργάτες του να υποκύπτουν στις πιέσεις και την βία των Αρειανών και τον Επίσκοπο Ρώμης Λιβέριο (352-366 μ.Χ) να υπογράψει αρειανικό όρο πίστεως, για να αποφύγει την εξορία. Ήλθαν στιγμές, κατά τις οποίες ο χριστιανικός κόσμος φαινόταν αντίθετος προς τον Άγιο, αλλά αυτός ποτέ δεν κάμφθηκε και αγωνιζόταν για την αλήθεια.

Αφορμή για τις διώξεις κατά του Αγίου, έδωσε η άρνησή του να αποκαταστήσει στην εκκλησιαστική κοινωνία τον υπό της Α’ Οικουμενικής Συνόδου καθαιρεθέντα Άρειο, ο οποίος παρουσιαζόταν υποκριτικά ως αποδεχόμενος την ορθόδοξη διδασκαλία. Όταν ο Άρειος ανακλήθηκε από την εξορία υπέβαλε το 330 ή 331 μ.Χ. ομολογία πίστεως, στην οποία απέφυγε επιμελώς να αναφέρει τις αρειανικές εκφράσεις. Ο Άγιος Αθανάσιος είδε την απάτη και το δόλο του Αρείου και αρνήθηκε κατηγορηματικά να δεχθεί σε κοινωνία τον Άρειο παρά τη διαταγή του αυτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μετά την άρνηση του Αγίου, οι εχθροί του άρχισαν να οργανώνουν συστηματικά τον κατ’ αυτού αγώνα. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, αν και τιμούσε τον Άγιο Αθανάσιο για το ήθος και το θάρρος του, παρασύρθηκε τελικά από τις συνεχείς εναντίον του μηχανορραφίες των Αρειανών και διέταξε τη σύγκλιση Συνόδου στην Καισάρεια, το 335 μ.Χ., με σκοπό την εξέταση των κατηγοριών κατά του Αθανασίου. Η Σύνοδος τελικά συγκλήθηκε στην Τύρο της Φοινίκης. Ο Αθανάσιος συνήλθε στη Σύνοδο, στην οποία παρέστησαν 60 Αρειανοί Επίσκοποι. Οι κατηγορίες δεν ήταν δυνατόν να σταθούν παρά τα εφευρήματα των αιρετικών. Επειδή, όμως, έγινε αντιληπτό ότι οι εχθροί του Αθανασίου ζητούσαν να τον φονεύσουν, οι άνθρωποι του βασιλέως, που είχαν επιφορτισθεί την τήρηση της τάξεως και της ειρήνης, τον φυγάδευσαν κρυφά. Έτσι κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη και ζήτησε να δει τον αυτοκράτορα, ο οποίος λόγω των διαβολών, αρνήθηκε να τον δεχθεί σε ακρόαση και διέταξε την εξορία του στη Γαλατία. Επανήλθε στην έδρα του μετά το θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, στις 23 Νοεμβρίου 337 μ.Χ. Πλην όμως και πάλι οι εχθροί του άρχισαν τις κατ’ αυτού διαβολές και συκοφαντίες. Τότε ο Αθανάσιος συγκάλεσε Σύνοδο στην Αλεξάνδρεια, το 339 μ.Χ στην οποία έλαβαν μέρος 100 Επίσκοποι. Οι εχθροί του τότε, συγκρότησαν αρειανική Σύνοδο στην Αντιόχεια, η οποία τον καθαίρεσε και όρισε ως Επίσκοπο Αλεξανδρείας τον Ευσέβιο τον Εμισηνό, αντ’ αυτού δε, επειδή δεν αποδέχθηκε την εκλογή, τον Καππαδόκη Γρηγόριο, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια διά της βίας μετά την απομάκρυνση του Αγίου Αθανασίου. Τότε ο Άγιος κατέφυγε στη Ρώμη, όπου ευρίσκονταν και άλλοι εξόριστοι ιερείς και Επίσκοποι. Εκεί, τον δέχθηκαν όλοι με τιμή και αναγνώρισαν τους αγώνες του υπέρ της Ορθοδοξίας. Έτσι, ο Πάπας Ιούλιος Συγκάλεσε, το έτος 341 μ.Χ., Σύνοδο, η οποία αναγνώρισε τον Άγιο Αθανάσιο ως κανονικό Επίσκοπο Αλεξανδρείας και τον κήρυξε αθώο από όλες τις κατηγορίες των εχθρών του.

Όταν το 345 μ.Χ. εκοιμήθη ο Αλεξανδρείας Γρηγόριος, κατόπιν υποδείξεως του Κώνσταντος, ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος ανακάλεσε τον Άγιο Αθανάσιο από την εξορία. Ο Άγιος επέστρεψε γενόμενος δεκτός θριαμβευτικά από το ποίμνιό του. Αλλά και αυτή τη φορά μόνο για λίγο έμεινε αδιατάρακτος στην έδρα του, διότι μετά την δολοφονία του Κώνσταντος, το έτος 350 μ.Χ., ο Κωνστάντιος, πεισθείς σε νέες διαβολές και πιέσεις των φίλων των Αρειανών, καταδίκασε συνοδικώς τον Άγιο Αθανάσιο. Απέστειλε μάλιστα και στρατιώτες, για να τον συλλάβουν την νύκτα της 9ης Φεβρουαρίου 356 μ.Χ., ενώ τελούσε παννυχίδα με πλήθος πιστών στο Ναό του Αγίου Θεωνά. Ο Άγιος φυγαδεύτηκε στην έρημο, όπου παρέμεινε έξι χρόνια, παρακολουθώντας τις κινήσεις και ενέργειες των Αρειανών και στηρίζοντας τους κλονιζόμενους Χριστιανούς.

Τέλος, επί αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτου (361-363 μ.Χ.) μπόρεσε να επανέλθει στην Αλεξάνδρεια και να συγκροτήσει Σύνοδο η οποία αποτέλεσε σημαντικότατο σταθμό στην ιστορία των αγώνων της Ορθοδοξίας κατά του Αρειανισμού. Οι διωγμοί συνεχίστηκαν και επί αυτοκράτορα Ουάλη, που εξόρισε τον Άγιο. Φοβούμενος όμως εξέγερση του λαού της Αλεξανδρείας, αναγκάσθηκε να ανακαλέσει τον Άγιο από την εξορία.

Αγωνιζόμενος για την ορθόδοξη πίστη μέχρι το τέλος του βίου του, κοιμήθηκε με ειρήνη στις 2 Μαΐου 373 μ.Χ., σε ηλικία 75 ετών, αφού κατεκόσμησε το θρόνο της Αλεξανδρείας. Η Εκκλησία πολύ νωρίς του απένειμε τον τίτλο του Μεγάλου Πατρός αυτής. Είναι εκείνος που διαισθάνθηκε και αντιλήφθηκε άριστα τις λεπτεπίλεπτες σχέσεις αλληλεξαρτήσεως των επί μέρους αληθειών της πίστεως, οι οποίες στη σκέψη του αποτελούν τμήματα μιας και της αυτής αλήθειας, ώστε η πλάνη περί την μία επί μέρους αλήθεια, να συνεπάγεται αναπότρεπτα την ανατροπή ολόκληρου του συστήματος της χριστιανικής διδασκαλίας και την δημιουργία αιρέσεως.

Αλλά ο Άγιος και με τον καθόλου βίο του, απέδειξε το ενάρετο και το ευσεβές του ήθους αυτού σε τέτοιο βαθμό, ώστε το όνομά ου να αποβεί ταυτόσημο προς την αρετή. Γι’ αυτό λέγει επιγραμματικά ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός : «Αθανάσιον επαίνων, αρετήν επαινέσομαι, ταύτον γαρ εκείνόν τε ειπείν και αρετήν επαινέσαι». Ο Άγιος Γρηγόριος συνεχίζοντας παρατηρεί ότι ο Μέγας Αθανάσιος έγινε κατ’ εξοχήν δέκτης του θείου φωτισμού, έφθασε σε ύψος βιβλικών προσώπων και ίσως μάλιστα κάποια από αυτά να υπερέβαλε, γιατί κυριολεκτικά ενώθηκε και έγινε ένα με το θείο φως. Και έτσι μόνο κατόρθωσε να αντιμετωπίσει τις μεγάλες κακοδοξίες των αιρετικών της εποχής του.


Ο Άγιος Κύριλλος Πατριάρχης Αλεξανδρείας



Ο Άγιος Κύριλλος έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μικρού (408-450 μ.Χ.) και γεννήθηκε περί το 370 ή 375 μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια από εύπορους γονείς της ελληνικής κοινωνίας της πόλεως. Ήταν θερμού και ζωηρού χαρακτήρα, ανήσυχος, τολμηρός, ενεργητικός και πολύ δραστήριος. Διακρινόταν για την ευστροφία, την ταχύτητα και αποφασιστικότητα των ενεργειών του και, κυρίως, για την επιμονή, ορμητικότητα και το ανυποχώρητο στις επιδιώξεις των σκοπών για τους οποίους αγωνιζόταν. Είχε ισχυρό το αίσθημα της ορθοδόξου εκκλησιαστικής παραδόσεως και την αγάπη του για την ειρήνη και εκκλησιαστική ενότητα, η δε συναίσθηση του καθήκοντος και ο αγνός ενθουσιασμός του για την αλήθεια τον καθιστούσαν άφοβο στην επιτέλεση της διακονίας του και ικανό αγωνιστή υπέρ της αλήθειας μέχρι θανάτου. Για όλα αυτά τα χαρίσματα δικαίως θεωρείται ως ένας από τους Μεγάλους Πατέρες και Διδασκάλους της Εκκλησίας και ο κατ’ εξοχήν υπερασπιστής της ιεράς παραδόσεως.

Ήταν ανιψιός του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Θεοφίλου, τον οποίο πάντοτε ευγνωμόνως ανέφερε. Έλαβε ευρεία μόρφωση στην Αλεξάνδρεια και μάλιστα στην περιώνυμο Κατηχητική Σχολή, όπου παρακολουθούσε παραδόσεις του μεγάλου διδασκάλου της Σχολής αυτής Διδύμου του Τυφλού. Φοίτησε, ακόμη, στις φιλοσοφικές σχολές της Αλεξάνδρειας και συμπλήρωσε τις σπουδές του με επιπλέον ιδιαίτερες μελέτες της θύραθεν και της χριστιανικής φιλοσοφίας, όπως τούτο προκύπτει από τους λόγους και τα συγγράμματά του.

Όταν μελετούσε την Αγία Γραφή εφάρμοζε την υγιή και ορθή ερμηνευτική μέθοδο, διά της οποίας αναζητούσε πάντοτε να ερευνά την σύνθεση του κειμένου και κατόπιν να αναζητεί τα νοήματά του. Κατά την ερμηνεία της Αγίας Γραφής και γενικώς την έκθεση των δογμάτων προτιμούσε περισσότερο την πίστη, έχοντας ως κριτήριο της Ορθοδοξίας την παράδοση της Εκκλησίας, όπου όμως θεωρούσε αναγκαίο χρησιμοποιούσε και τον λόγο.

Για την καλύτερη πνευματική ανάπτυξή του και τον πληρέστερο καταρτισμό του, κατέφυγε σε μονές της Αιγύπτου, όπου ασκήτευε για ένα χρονικό διάστημα. Έλεγε μάλιστα σχετικά: «Εις χείρας πατέρων τεθράμμεθα ορθοδόξων και αγίων». Μάλιστα κατά τους χρόνους εκείνους, ο μοναχικός βίος της Αιγύπτου βρίσκονταν σε μεγάλη ακμή, από την οποία είχε αρχίσει να εξασθενεί, ιδίως μετά τις βίαιες επιθέσεις, τις οποίες εξαπέλυσε εναντίων του ο Θεόφιλος, λόγω των ωρεγινιστικών ερίδων.

Μάλιστα, σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, ο Άγιος Κύριλλος, απεστέλη από τον θείο του Θεόφιλο, μετά τις σπουδές του, στις μονές της Νιτρίας όπου διέμενε επί πενταετία στη μονή του Αγίου Μακαρίου, μελετώντας την Αγία Γραφή και ασκούμενος υπό την καθοδήγηση του γέροντος Σεραπίωνος. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς εισήλθε στις τάξεις του ιερού κλήρου, αλλά πάντως μετά την συμπλήρωση του 26ου έτους, χειροτονήθηκε αναγνώστης και στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τον θείο του Θεόφιλο.

Μετά τον θάνατο του Θεοφίλου, στις 15 Οκτωβρίου 412 μ.Χ., προβλήθηκε ως διάδοχός του, όπως και ο αρχιδιάκονος Τιμόθεος, ο οποίος ήταν αξιόλογος κληρικός και μάλιστα αρεστός στην αριστοκρατία της αλεξανδρινής κοινωνίας καθώς και στη δημόσια διοίκηση της πόλεως.

Τελικά Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας εξελέγη ο Άγιος Κύριλλος, που ενθρονίσθηκε στις 17 Οκτωβρίου 412 μ.Χ. και διεποίμανε την Εκκλησία της Αλεξανδρείας επί 32 έτη, έχοντας πάντοτε τη βαριά συναίσθηση ότι κατείχε το θρόνο του Ευαγγελιστού Μάρκου. Ο Άγιος Κύριλλος, αφ’ ενός μεν έλεγχε την κοινωνική ανισότητα, καυτηρίαζε την αναλγησία των πλουσίων και τις κακές συνήθειες, καθώς και πολλά άλλα φαινόμενα της ευημερούσης κοινωνίας, αφ’ ετέρου δε προέβαλλε στους πιστούς το ιδεώδες της χριστιανικής ζωής και αγάπης και τους συνιστούσε να ζουν ζωή σύμφωνη με το θέλημα του Θεού και το χριστιανικό τους όνομα.

Ο Άγιος θεώρησε βασικό καθήκον του την αντιμετώπιση διαφόρων αιρέσεων και σχισμάτων, υπολείμματα των οποίων διασώζονται ακόμη, όπως και των Αρειανών, Μαρκίωνος, Παύλου Σαμοσατέως, Ναυατιανών. Επίσης στράφηκε και κατά των Εθνικών, οι οποίοι επηρέαζαν το λαό διά της μαγείας, της αστρολογίας και τις δεισιδαιμονίες και του μαντείου τους στο Μένουθις. Το μαντείο αυτό αντιμετώπισε διά της μεταφοράς των ιερών λειψάνων των Μαρτύρων Κύρου και Ιωάννου και των Παρθένων Θεοκτίστης, Ευδοξίας και της μητέρας τους Αθανασίας στο ναό των Ευαγγελιστών, τον οποίο ανήγειρε ο Θεόφιλος και τα οποία λείψανα είχαν ευρεθεί σε αρχαίο χριστιανικό ναό του Αποστόλου Μάρκου.

Ο Άγιος Κύριλλος στράφηκε και κατά των Ιουδαίων, επειδή είχαν τη μεροληπτική υπέρ αυτών στάση του έπαρχου Ορέστη και συμπεριφέρονταν προκλητικά στους χριστιανούς. Ο Άγιος επίσης, αντιμετώπισε τις αιρετικές δοξασίες του Πελαγίου και τέλος του Νεστορίου. Ο αγώνας του κατά του Νεστορίου ή του Μονοφυσιτισμού γέμισε την ιστορία του Μεγάλου αυτού Πατρός της Εκκλησίας.

Ο Νεστόριος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως από τον Απρίλιο του έτους 428 μ.Χ., δημιούργησε την αίρεση του Μονοφυσιτισμού. Αρνιόταν δηλαδή την καθ’ υπόσταση ένωση των δύο εν Χριστώ φύσεων, θείας και ανθρώπινης, αποδεχόταν μόνο ενοίκηση ή συνάφειά τους και θεωρούσε την Παναγία όχι Θεοτόκο, αλλά «Χριστοτόκο» ή «ανθρωποτόκο». Ο Άγιος Κύριλλος διαφύλαξε τη Χριστολογία της Εκκλησίας, από την πλάνη των αιρετικών, διδάσκοντας την αλήθεια της Εκκλησίας. Ο Χριστός κατά την Θεία Του φύση χαρακτηρίζεται από τον Άγιο Κύριλλο ως «του Πατρός φύσει Υιός και υπέρ ημάς Λόγος», «εκ Θεού Λόγος», «άνωθεν εκ Θεού Πατρός», ο οποίος είναι Θείος Λόγος και ο οποίος «οικονομικώς κατεφοίτησε δι’ ημάς εις ανθρωπότητα», «γέγονε σαρξ» και «καθ’ ημάς άνθρωπος», «ηνώθη κατά φύσιν και καθ’ υπόστασιν τη σαρκί». Έτσι, η Παναγία είναι Θεοτόκος, διότι στον Όρο αυτό συμπεριλαμβάνεται και το πραγματικό της Θείας ενανθρωπήσεως του Λόγου, της κατά σάρκα γεννήσεως του Θεού από την Παρθένο και της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεων στο πρόσωπό του. Ο Όρος Θεοτόκος συνοψίζει άριστα την ενότητα του προσώπου του Χριστού.

Το 430 μ.Χ., η Σύνοδος που συγκάλεσε στην Αλεξάνδρεια ο Άγιος Κύριλλος, διατύπωσε σε 12 αναθεματισμούς, τις διδασκαλίες που όφειλε να αποκηρύξει ο Νεστόριος. Το σκάνδαλο που δημιουργήθηκε και αναστάτωσε την Εκκλησία από τη διδασκαλία του Νεστόριου ήταν μεγάλο. Αυτό ανάγκασε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Β’ να συγκαλέσει στις 7 Ιουνίου του έτους 431 μ.Χ., στην Έφεσσο, την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο. Η Σύνοδος συνήλθε στις 22 Νοεμβρίου 431 μ.Χ. υπό την προεδρία του Αγίου Κυρίλλου. Ο Νεστόριος δεν εμφανίσθηκε. Η Σύνοδος καταδίκασε τη δυσσεβή διδασκαλία του Νεστόριου και τον ίδιο τον αιρεσιάρχη και εξακολούθησε τις εργασίες της επί άλλων θεμάτων.

Με καθυστέρηση έφθασε και ο Αρχιεπίσκοπος Αντιοχείας και οι περί αυτόν Επίσκοποι. Όταν έμαθαν την καταδίκη του Νεστόριου, συνήλθαν σε δική τους Σύνοδο, αφόρισαν όλα τα μέλη της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου και καθαίρεσαν τον Άγιο Κύριλλο και τον Επίσκοπο Εφέσου Μέμνονα. Με αυτοκρατορικό διάταγμα, που εκδόθηκε μετά από υπόμνημα των βασιλικών επιτρόπων, που ήσαν φίλοι του Νεστορίου, φυλακίστηκαν ο Άγιος Κύριλλος και ο Επίσκοπος Εφέσου. Με επέμβαση της ευσεβούς Πουλχερίας, αδελφής του αυτοκράτορα, ο Θεοδόσιος Β’ κάλεσε να εμφανισθούν ενώπιων του αντιπρόσωποι των δύο πλευρών. Τους άκουσε και αποδέχθηκε τις θέσεις των Ορθοδόξων. Τότε επικυρώθηκαν από όλους τα Πρακτικά της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου.

Ο Άγιος Κύριλλος κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη, στις 27 Ιουνίου του έτους 444 μ.Χ. Δικαίως ο Άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης τον προσονόμασε «σφραγίδα των Πατέρων». Η Εκκλησία θέλησε να αδελφώσει την μνήμη των δύο Μεγάλων Πατέρων αυτής και Αρχιεπισκόπων Αλεξανδρείας, του Μεγάλου Αθανασίου, πρωταγωνιστή κατά του Αρειανισμού, και του Αγίου Κυρίλλου, πρωταγωνιστή κατά του Νεστοριανισμού και όρισε το συνεορτασμό τους στις 18 Ιανουαρίου.

Η Σύναξη των Αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία.