21 Οκτωβρίου, 2008

Η ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΤΗΣ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΝΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ.

PATRIARCH3

 

 

Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον είναι η Μητέρα Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία και η κιβωτός της Ορθοδοξίας! Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον ως Κέντρο ενότητος έχει το προβάδισμα, όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Η Εκκλησιαστική Διοίκηση των εν ταις Νέαις Χώραις της Ελλάδος Μητροπόλεων, του Οικουμενικού Πατριαρχείου έχουν θεσπιστεί με ΝΟΜΟ-3615/11-7-1928 (ΦΕΚ Α΄ 120/11-7-1928), καθώς επίσης με τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, ΝΟΜΟΣ 590/1977 (ΦΕΚ. 146/31-5-1977 Τεύχος Α΄). Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον από το 1923 μέχρι σήμερα, περνάει περίοδο οικονομικής παρακμής, ενώ ο αριθμός των πιστών μέσα στην Τουρκία, περιορίζεται μόνο σε λίγες χιλιάδες. Η Πολιτική που εφαρμόστηκε, από τις διαδοχικές Τουρκικές Κυβερνήσεις, έχει μεταβάλει το Πατριαρχείο σε σύμβουλο, από εκεί που ήταν ένας Ισχυρός θεσμός. Υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις μέσα στην Τουρκία, που θα προτιμούσαν την κατάργησή του ή τη μεταφορά του σε άλλη Χώρα. Υπάρχουν όμως και μετριοπαθέστερες δυνάμεις, που κατανοούν τη Διεθνή ακτινοβολία του Πατριαρχείου και το γεγονός, ότι η Τουρκία μπορεί να επωφεληθεί από το ρόλο αυτό.

Η μεγάλη πλειοψηφία, των 350 εκατομμυρίων Ορθοδόξων στον κόσμο ανήκουν σε Αυτοκέφαλα Πατριαρχεία ή Αρχιεπισκοπές. Η Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελείται, από εθνικές Εκκλησίες, που όμως όλες αναγνωρίζουν τον Οικουμενικόν Πατριάρχη ως τον υπέρτατο Πνευματικό τους πατέρα. Ο σημερινός μεγάλος Πατριάρχης του Γένους κκ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ προσπαθεί να συνεισφέρει τα μέγιστα με ιδιαίτερη πατρική αγάπη, την ενότητα της Εκκλησίας, την τήρηση των Θείων και Ιερών Κανόνων και τέλος την μη αλλοίωση, των Πατριαρχικών και Συνοδικών Πράξεων!. Παρ΄ όλες αυτές τις δυσκολίες όμως, το κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου αυξάνει διαρκώς, λόγω της δραστηριότητάς του ως κέντρου ενότητας, όχι μόνο ανάμεσα στον Ορθόδοξο κόσμο, αλλά επίσης και στα πλαίσια του Οικουμενικού κινήματος που αποβλέπει στη συνένωση όλων των Χριστιανών. Η Ανατολική Ορθόδοξος Εκκλησία, ανέκαθεν διηρέθη εις Τοπικάς Εκκλησίας εις τάς οποίας προΐσταται ο Επίσκοπος, έχουσα βασικόν γνώμονα την Αποστολικήν πορείαν, περί την ίδρυσην των εντός της Εκκλησίας Εκκλησιαστικών Περιφερειών, ηνωμένων αρρήκτως περί την πίστην, πλην όμως διοικητικώς, όλως ανεξαρτήτων (Πράξεων 20, 17-35, Α΄ Κορινθίους 1,1, Ρωμαίους 16,16, Αποκάλυψις 1,4 και Κεφ. 2).

Ως πρότυπον, δια την διάρθρωσην των Τοπικών Εκκλησιών, ελήφθη η διοικητική διαίρεσις της Αυτοκρατορίας υπό του Δοκλητιανού. Κατ΄ αρχάς εγένετο κατάταξις κατά Επαρχίας. Αργότερον, περισσότεραι Επαρχίαι ηπήγοντο εις τον Μητροπολίτην, ήτοι τον Επίσκοπον της Πρωτευούσης της Επαρχίας, κατά την Δευτεροβάθμιον διαίρεσιν του Δοκλητιανού. Αποφασιστικός σταθμός δια την οργάνωσιν της Εκκλησίας εις επιμέρους Τοπικάς Εκκλησίας, (διότι η Εκκλησία είναι ΜΙΑ), υπήρξεν η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, ήτις θεσπίζει ‘’Τα αρχαία έθη κρατείτο, τα εν Αιγύπτω, και Λιβύει, και Πενταπόλει, ώστε τον εν Αλεξάνδρεια Επίσκοπον πάντων τούτων έχειν την εξουσία, επειδή και τω εν Ρώμη Επισκοπώ τούτο σύνηθες εστίν. Ομοίως δε και κατά την Αντιόχειαν, και ταις άλλαις επαρχίαις, τα πρεσβεία σώζεσθε ταις Εκκλησίαις…’’ (Ιερ. Κανών ΣΤ΄ της Α΄ Οικουμ. Συνόδου, Σ. Κ. Ράλλη-Ποτλή, Τομ. Β΄ Σελίς 128) και ‘’Επειδή συνήθεια κεκράτηκε, και παράδοσις αρχαία, ώστε τον εν Αιλία Επίσκοπον τιμώσθε, εχέτω την ακολουθίαν της τιμής τη μητροπόλει σωζόμενου του οικείου αξιώματος’’ (Ιερός Κανών Ζ΄ της Α΄ Οικουμ. Συνόδου, Σ. Κ. Ράλλη-Ποτλή, Τομ. Β΄ Σελίς 131-132). Αργότερον η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, εν έτει 381, παρεχώρησεν εις τον Κωνσταντινουπόλεως τα πρεσβεία της τιμής μετά τον Ρώμης ‘’Τον μεν της Κωνσταντινουπόλεως επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης επίσκοπον, δια το είναι αυτήν νέαν Ρώμην’’ (Ιερός Κανών Γ της Β΄ Οικουμ. Συν, Σ. Κ. Τομ. Β΄ Σελ. 173).

Διοικητικήν Εξουσίαν εις τον Κ/πόλεως, εχορήγησεν η Δ΄ Οικουμ. Σύνοδος, εν έτει 451 δια του ΚΗ΄ Ιερού αυτής Κανόνος, δι΄ ου διακελεύει, ‘’Και τω αυτώ σκοπώ κινούμενοι οι εκατόν πεντήκοντα επίσκοποι, τα ίσα πρεσβεία απένειμαν το της Νέας Ρώμης αγιωτάτω θρόνω, ευλόγως κρίναντες, την βασιλείαν και συγκλήτω τιμηθείσαν πόλιν, και των ίσων απολάβουσαν πρεσβειών τη πρεσβυτέρα βασηλίδι Ρώμη, και εν τοις εκκλησιαστικοίς ως εκείνην μεγαλύνεσθε πράγμασι, δευτέρα μετ΄ εκείνην υπάρχουσαν. Και ώστε τους εν Ποντικής, και τοις Ασιανής, και της Θρακικής διοικήσεως μητροπολίτας μόνους, έτι δε και τους εν τοις βαρβαρικοίς επισκόπους των προειρημένων διοικήσεων χειροτονείσθαι υπό του προειρημένου αγιωτάτου θρόνου της κατά Κωνσταντινούπολιν Αγιωτάτης Εκκλησίας, δηλαδή εκάστου μητροπολίτου των προειρημένων διοικήσεων μετά των της ‘’επαρχίας επισκόπων χειροτονούντος τους της επαρχίας επισκόπους, καθώς τοις θείοις κανόσι διηγόρευται χειροτονείσθαι δε, καθώς είρηται, τους μητροπολίτας των προειρημένων διοικήσεων παρά του Κωνσταντινουπόλεως Αρχιεπισκόπου, ψηφισμάτων συμφώνων κατά το έθος γινομένων, και επ΄ αυτόν αναφερομένων. ‘’Εις τον εν λόγω Ιερόν Κανόνα διακρίνονται αι εδαφικαί περιφέριαι, αι οποίαι υφίστανται υπό τον Κωνσταντινουπόλεως’’. Και ώστε τους της Ποντικής, και της Ασιανής, και της Θρακικής διοικήσεως μητροπολίτας μόνους, έτι δε και τους εν τοις βαρβαρικοίς επισκόπους των προειρημένων διοικήσεων χειροτονείσθαι υπό του προειρημένου αγιωτάτου θρόνου της κατά Κωνσταντινούπολην αγιωτάτης εκκλησίας’’. Επομένως εις τον Κωνσταντινουπόλεως υφίστανται τρεις Διοικήσεις: Του Ανατολικού Κράτους α΄) Της Θράκης, η οποία είχε τας Επαρχίας 1) Ευρώπης, 2) Ροδόπης, 3) της κυρίας Θράκης, 4) του Αιμιμόντου, 5) Μυσίας, και 6) Σκυθίας, Β΄) Του Πόντου, η οποία περιελάμβανεν ένδεκα (11) Επαρχίας 1) Βιθυνίας, 2) Ονωριάδος, 3) Παφλαγονίας, 4) Γαλατίας, 5) Γαλατίας Σαλουταρίας, 6) Καππαδοκίας πρώτης, 7) Καππαδοκίας δευτέρας, 8) Ελλησπόντου, 9) Πόντου Παλεμονιακού, 10) Αρμενίας πρώτης, και 11) Αρμενίας δευτέρας, γ΄) Της Ασίας, ήτις περιελάμβανε ένδεκα (11) Επαρχίας 1) Κυρίως Ασίας, 2) Ελλησπόντου, 3) Φρυγίας Πακατιανής, 4) Λυδίας, 5) Πισιδίας, 6) Λυκαονίας, 7) Φρυγίας Σαλουταρίας, 8) Παφυλίας, 9) Λυκίας, 10) Καρίας, και 11) Κυκλάδων. Τη εγκρίσει του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ορισμέναι περιφέριαι εγένοντο Αυτοκέφαλοι Δοικήσεις, συνωδά τω ΚΗ΄ Ιερώ Κανόνι της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, που δίδει όμως στο Οικουμενικό Πατριαρχείο την πλήρη Εξουσίαν, Διοικητικήν και Πνευματικήν, εις τα Κράτη της Ευρώπης και κατ΄ επέκτασιν εις τας Ιεράς Μητροπόλεις των Νέων Χωρών της Εκκλησίας της Ελλάδος. Έτσι λοιπόν, μπορεί η Εκκλησία της Ελλάδος να είναι Αυτοκέφαλη αλλά στην υπογραφείσα μονομερή «Πράξη» γίνεται ρητή δήλωση πως η ανάθεση της διοικήσεως στην «Αυτοκέφαλη» Εκκλησία έχει χαρακτήρα «παρακλητικό» και «επιτροπικό».

2. ΤΟ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.

Κατά την τάξη της κατά Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, αυτή η Μια, Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία απ΄ αρχής εχωρίσθη σε τέσσερα Πατριαρχεία: Της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης, της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων, και το κάθε Πατριαρχείο είχε, υπό την ποιμαντορία του, μια συγκεκριμένη Επικράτεια, την οποία, ποτέ και για κανένα λόγο, δεν εγκαταλείπει, ούτε και παραχωρεί σπιθαμή της. Η Επικράτεια του Πατριαρχείου Κων/πόλεως Νέας Ρώμης, το και Οικουμενικό, επεκτείνετο και επεκτείνεται εισέτι και επί της εκτάσεως του σημερινού Ελληνικού Κράτους, του οποίου, οι Εκκλησιαστικές Επισκοπές και Αρχιεπισκοπές ανά την Επικράτειά του, άνηκαν και ανήκουν στη «Μεγάλη Εκκλησία της Κων/πόλεως εξ΄ ης ήρτηντο» άσχετα αν, για λόγους «καιρικών περιπετειών», παραχωρήθηκε στην Εκκλησία της Ελλάδος η «προς καιρόν Αυτοκεφαλία της» [Συνοδικός Τόμος του 1850].

Προς τούτο συνεπεικουρούν και οι διατάξεις του ΛΔ΄ Ιερού Κανόνα των Αγ. Αποστόλων, «τους Επισκόπους εκάστου έθνους ειδέναι χρη τον εν αυτοίς πρώτον και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν», του όρου «Έθνος» εκλαμβανομένου με την γενική έννοια της λέξεως, αλλά και λαμβανομένου υπόψη και του χρόνου που άρχισαν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του εν λόγω Ιερού Κανόνα, οι οποίες και ισχύουν εισέτι, [ 2ος αιώνας μ.Χ. ].

Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο και με τους ίδιους λόγους η Μεγάλη Εκκλησία της Κων/πόλεως παρεχώρησε, «κατά την χρείαν των καιρών και των πραγμάτων», την Αυτοκεφαλία στην Εκκλησία της Ελλάδος [1850], και τις Μητροπόλεις της Επτανήσου [1866], της Ηπείρου-Θεσσαλίας [1882], και των «Νέων Χωρών» [1928]. Με τον ΝΟΜΟ 3615 και την «Πράξη» του 1928 έγινε με τη ρητή δήλωση πως η ανάθεση της διοικήσεως στην «Αυτοκέφαλη» αδελφή Εκκλησία θεσπίστηκε «κατ΄ οικονομίαν», και έχει πρόσκαιρη σημασία.

Τέλος γι΄ αυτό καλόν είναι όσοι προσπαθούν ατάκτως και παρανόμως κατά καιρούς να εξαφανίσουν, ή να αλλοιώσουν την ισχύν της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928 να θυμηθούν πρωτίστως τον [Ζ΄ Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου] !

3. ΔΙΑΤΙ ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ ΩΝΟΜΑΣΘΗ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ

Ὠνομάσθη τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως Οἰκουμενικὸν καὶ ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Οἰκουμενικὸς ὡς Πατριαρχεῖον καὶ Πατριάρχης τῆς Οἰκουμένης, ὡς ἐλέγετο τότε τὸ Βυζαντινὸν κράτος κατέχον ὅλην σχεδὸν τὴν τότε Οἰκουμένην. Ἐκλήθη ὁ ἐπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης ὡς καὶ οἱ λοιποὶ Πατριάρχαι τῆς καθ’ ἠμᾶς Ἀνατολῆς κατὰ τὸν πέμπτον αἰῶνα, Οἰκουμενικὸς δὲ Πατριάρχης περὶ τὰ τέλη τοῦ ἕκτου αἰῶνος ἐπὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ (582 -595).

Ὑπήγετο κατ’ ἀρχὰς ὁ ἐπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ὑπὸ τὸν Μητροπολίτην Ἡρακλείας της Θράκης, ὅθεν ἐπεκράτησε τὸ μέχρι σήμερον κρατοῦν ἔθιμον ἴνα ὁ Μητροπολίτης Ἡρακλείας ἐγχειρίζη εἰς τὸν ἑκάστοτε ἐκλεγόμενον Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην τὴν πατριαρχικὴν ράβδον. Ὅτε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἐν ἔτει 324 ἔκτισε τὸ Βυζάντιον καὶ κατέστησε τὴν Κωνσταντινούπολιν πρωτεύουσαν τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους, κατέστη καὶ ὁ ἐπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ἀνεξάρτητος ἀπὸ τοῦ Μητροπολίτου Ἡρακλείας, ἤ μᾶλλον ὑπήγαγεν ὑφ’ ἑαυτὸν τὴν Ἡράκλειαν καὶ ὅλην τὴν Θράκην, τὸν Πόντον καὶ τὴν Μικράν Ἀσίαν καὶ ἀπετελέσθη οὕτω ἡ περιφέρεια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.

Ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει κατὰ τὸ ἔτος 381 συνελθοῦσα δευτέρα Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ώρισε τὸν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως δεύτερον μετὰ τὸν Πάπαν Ρώμης, ἀπὸ δὲ τοῦ ὁριστικοῦ σχίσματος τῆς Ἀνατολικῆς ἀπὸ τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας ἐν ἔτει 1204 κατέστη ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως πρῶτος μεταξὺ τῶν Πατριαρχῶν τῆς καθ’ ἠμᾶς Ἀνατολῆς. Ἀφ’ ὅτου δὲ οἱ Ἕλληνες Πατέρες ιδία τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ὧν δύο ἐκ τῶν κορυφαίων Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὑπῆρξαν καὶ οἱ ἐπίσκοποι αὐτῆς, ἐνεκέντρισαν τὸ Ἑλληνικὸν πνεῦμα καὶ τὸν Ἑλληνικὸν πολιτισμὸν εἰς τὴν καλλιέλαιον τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, καὶ ἐκ τῆς ποιότητος τῆς καλλιελαίου ταύτης πιαίνοντες αὐτὰ κατέστησαν ὀργανικὸν στοιχεῖον τῆς ὅλης ὀρθοδόξου χριστιανικῆς ζωῆς καὶ ἀνέπτυξαν ἑνιαῖον δι’ ὅλους τους λαοὺς τῆς καθ’ ἠμᾶς Ἀνατολῆς πολιτισμόν, τὸν ὀρθόδοξον Χριστιανικὸν πολιτισμόν. Εἰς τὸν πολιτισμὸν τοῦτον ἀνεγέννησε καὶ ἐμόρφωσεν ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὅλους τους λαοὺς τῆς καθ’ ἠμᾶς Ἀνατολῆς, Ἕλληνας, Σύρους, Ρώσσους, Ρουμάνους, Σέρβους, Βουλγάρους, Ἀλβανούς, διὰ τοὺς ὁποίους χριστιανισμὸς καὶ πολιτισμὸς εἶναι ἐν καὶ τὸ αὐτό.

Ἰδιότητες τοῦ ἐν τῇ καθ’ ἠμᾶς Ἀνατολὴ κυριαρχοῦντος Ἑλληνικοῦ πνεύματος εἶναι τὸ μέτρον, ἡ ἁρμονία, ἡ εὐσχημοσύνη, ἡ χάρις, ἡ εὐγένεια, καὶ ἐκαλλιέργησε τὸ Ἑλληνικὸν πνεῦμα τάς ἐνοίκους εἰς τὴν χριστιανικὴν θρησκείαν ἰδιότητας ταύτας μὲ τὰ ἀπαράμιλλα συγγράματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ ὡραῖα ἔργα βυζαντινῆς τέχνης. Καὶ ὄχι μόνον τοῦτο, ἀλλὰ μὲ τάς μεταφράσεις συγγραμάτων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν Συριακήν, Κοπτικήν, Ἀρμενικήν, Γεωργιανὴν καὶ Σλαυϊκήν γλῶσσαν ἔθεσε τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον τάς βάσεις καὶ διέπλασε τὴν Ἐθνικὴν τῶν λαῶν τούτων φιλολογίαν καὶ γλῶσσαν.

Ὅσον δὲ στερεώτερον βυθίζει ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως τάς ρίζας της εἰς τὸ ἔδαφος τοῦ πολιτισμοῦ τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ κόσμου, τόσον περισσότερον προσλαμβάνει ἐξ αὐτοῦ μορφάς ζωῆς καὶ λατρείας, ἤθη καὶ ἔθιμα ἑορτασμοῦ ἑορτῶν καὶ πανηγύρεων, καὶ τέχνην εἰκονογραφικὴν καὶ ἀρχιτεκτονικὴν καὶ ποίησιν καὶ μουσικήν. Παραλλήλως πρὸς τὴν εἰκονογραφίαν ἐξελίσσει τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ὑπὸ τὴν σκέπην αὐτοῦ τὴν ἀρχιτεκτονικήν, ἢς μεγαλοπρεπὲς μνημεῖον εἶναι ὁ ναὸς τῆς Ἀγίας Σοφίας μὲ τὸν νέον ἀρχιτεκτονικόν του ρυθμόν. Ἀναλόγως πρὸς τὴν εἰκονογραφικὴν καὶ ἀρχιτεκτονικὴν τέχνην ἀναπτύσσεται καὶ ἡ θεία λατρεία καὶ ἡ σύνθεσις ἀπαραμίλλων εἰς ποίησιν καὶ ὕψος ἐννοιῶν, ἱερῶν λειτουργιῶν καὶ Ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων καὶ συναφῶν αὐτοίς μελωδιῶν, ὧν ἡ μουσικὴ εἶναι ἡ ὑπὸ τοὺς θόλους ὅλων τῶν ναῶν τῆς καθ’ ἠμᾶς Ἀνατολῆς ἀντηχοῦσα σεμνὴ βυζαντινὴ μουσική.

Ἐνῶ διέπλαττε τὸ Πατριαρχεῖον τοιουτοτρόπως τὸν πολιτισμὸν τῆς καθ’ ἠμᾶς Ἀνατολῆς, ήτο συγχρόνως ὑποχρεωμένον νὰ ἀμύνηται κατὰ τῆς Δύσεως, ἀπὸ τῆς ὁποίας ριζικαί διαφοραί πνεύματος καὶ πολιτισμοῦ ἐχώριζον αὐτό, καὶ ἀφ’ ἕτερου νὰ ἀμύνηται κατ’ τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῶν ἐξ αὐτῆς ἐκπορευομένων ὑπερβολῶν ὡς δεικνύει ἡ ἐπὶ ἕνα καὶ ἥμισυ αἰῶνα περίπου (725-842) διαρκέσασα εἰκονομαχία. Τὸν χριστιανισμὸν χρησιμοποιεῖ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον πρὸς ἐκπολιτισμὸν καὶ ἄλλων λαῶν. Ἐκχριστιανίζει καὶ ἐξελληνίζει κατὰ τὸν ἕκτον αἰῶνα τὰ ἄγρια φῦλα τοῦ Πόντου καὶ τοῦ Καυκάσου καὶ καθιστὰ τὸν Πόντον ἑστίαν ἀληθινοῦ πολιτισμοῦ μὲ πρωτεύουσαν τὴν Τραπεζούντα.

Πολιτίζει κατὰ τὸν ὄγδοον καὶ ἔνατον αἰῶνα ὁλόκληρον λαὸν τῆς ἀχανοῦς Ρωσσικῆς χώρας, ἐφευρίσκει τὸ σλαυϊκόν ἀλφάβητον καὶ διαπλάσσει φιλολογικῶς καὶ πλουτίζει τὴν σλαυϊκήν γλῶσσαν. Ὁμοίως κατὰ τὸν ἔνατον αἰῶνα ἐκπολιτίζει τοὺς Βουλγάρους, οὖς ὁ Ἱερὸς Φώτιος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ὀνομάζει «ἄγαλμα τῶν ἑαυτοῦ πόνων», καὶ διαπλάσσει καὶ αὐτῶν τὴν γλῶσσαν φιλολογικῶς μὲ τὸ σλαυϊκόν ἀλφάβητον, ἐπίσης δὲ ἐξεπολίτισε καὶ τοὺς Σλαύους τῆς Μοραβίας διὰ τῶν ἐκ Θεσσαλονίκης διασήμων Ἑλλήνων ἱεραποστόλων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου. Ὁ αὐτὸς Ἱερὸς Φώτιος ἐνέπνευσεν εἰς τὸν Βάρδαν νὰ ἱδρύση τὸ Πανεπιστήμιο τῆς Μαγναύρας, καὶ κατόπιν ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης Ξιφιλῖνος (1064 – 1075) ἀναπτύσσει τὰ τεχνῶν καὶ ἐπιστημῶν διδακτήρια. Κατὰ τὸν δέκατον τρίτον καὶ δέκατον τέταρτον αἰῶνα εἰς τάς Ἱεράς Μόνας τῆς Τραπεζοῦντος ἐκαλλιεργοῦντο τὰ μαθηματικὰ καὶ ἡ ἀστρονομία. Ὁ Ἱερὸς Φώτιος καὶ οἱ μαθηταί του ἐπαναφέρουν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τὰ Ἑλληνικὰ γράμματα, καὶ ὁ Ἱερὸς Φώτιος καθίσταται ὁ δημιουργός της ἀναγεννήσεως τῶν γραμμάτων ἐν Κωνσταντινουπόλει, καταρτίζει βιβλιοθήκην ἐκ σπανιοτέρων Ἑλληνικῶν χειρογράφων, ἡ ὁποία ἐπέτρεψεν εἰς αὐτὸν νὰ γράψη τὸ σπουδαιότερον φιλολογικὸν ἔργον τοῦ μεσαίωνος, τὴν Μυριόβιβλον, ἤτοι τὴν κριτικὴν καὶ φιλολογικὴν ἀνάλυσιν διακόσιων ὀγδοήκοντα συγγραφέων.

Διὰ τῆς ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ θρησκεία ἑνότητος τῶν λαῶν ἐξασφαλίζει τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον τὴν ἑνότητα τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, «τοῦ κράτους τῶν Ρωμαίων», τὸ δὲ Βυζαντινὸν κράτος ὑπὸ τὸ φῶς τῆς θρησκείας ἐπεκτείνει εἰς ὅλους τούς λαοὺς ἀδιακρίτως τὴν ἐλευθερίαν καὶ τὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν ἰσότητα καὶ τὴν ἀγάπην καὶ τὴν εὐγένειαν καὶ τὸν ἀνθρωπισμόν.

Μεταβάλλει τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καὶ ἡ Ἐκκλησία Κωσταντινουπόλεως ἐπὶ τὸ χριστιανικώτερον καὶ ἀνθρωπινώτερον τὴν ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου νομοθεσίαν. Εἰς νομοθετήματα τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (527 – 565) ὑπάρχει σειρὰ νόμων σχέσιν ἐχόντων πρὸς τὴν κοινωνικὴν καὶ ἠθικὴν ἀνύψωσιν ὁλοκλήρων περιφρονουμένων τάξεων, πρὸς τὴν ἱερότητα τοῦ γάμου, τὴν προστασίαν τῶν ἀδύνατων, τὴν πρόνοιαν τῶν παίδων, τὴν περίθαλψιν τῶν αἰχμαλώτων, τὴν δημοσίαν ἠθικήν, τὴν κυριακὴν ἀργίαν. Ὅλοι οἱ νόμοι οὗτοι ἐνομοθετήθησαν ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.

Ἐπιδρᾶ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καὶ εἰς τὴν ἀπονομὴν τῆς δικαιοσύνης μὲ τὰ ἐλάχιστα πατριαρχικὰ καὶ ἐπισκοπικὰ δικαστήρια καὶ μὲ τὴν ἐποπτείαν τὴν διοικητικήν, τὴν ὁποία ἤσκουν οἱ κατὰ τόπους ἐπίσκοποι ἐπὶ τῆς κατὰ τόπους διοικήσεως τοῦ κράτους. Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ήτο προστάτης καὶ ὄργανον τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης καὶ ὅλα τὰ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα ὑπήγοντο ὑπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, ὁ δὲ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Μηνᾶς (536 -552) πρὶν γίνη Πατριάρχης γίνεται ὁ «ξενοδόχος» ἤτοι ὁ διευθυντὴς τοῦ μεγάλου φιλανθρωπικοῦ ἱδρύματος τοῦ Σαμψών. Ὁμοίως καὶ ἄλλοι Πατριάρχαι καὶ ἐπίσκοποι καὶ κληρικοὶ ὑπερηφάνως ἔφερον τάς ἰδιότητας καὶ τοὺς τίτλους ὀρφανοτρόφοι, βρεφοτρόφοι, πτωχοτρόφοι.

Εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Παντοκράτορος ἱδρύεται κατὰ τὸν δωδέκατον αἰῶνα ὁ «Ξενών», μέγα νοσοκομεῖον μὲ πέντε τμήματα, παθολογικόν, χειρουργικόν, ὀφθαλμολογικόν, καὶ ψυχιατρικόν. Εἰς ὅλας τάς ἀποπείρας τῶν Αὐτοκρατόρων πρὸς ἕνωσιν τῆς Ἀνατολικῆς μετὰ τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας ἀντέδρασε τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, διότι διεβλεπεν οὐχὶ ἕνωσιν ἀλλὰ ὑποδούλωσιν τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν Δυτικήν, καὶ ἑπομένως ἀπώλειαν τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, τὸν ὁποῖον μὲ τόσους κόπους καὶ μόχθους ἐδημιούργησε καὶ μὲ τόσους ἀγῶνας διέσωσε.

Καὶ ἐπηκολούθησεν ἡ ἅλωσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐν ἔτει 1453, καὶ ἔκτοτε τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον περισυνέλεξε τὰ συντρίμματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἔθνους τῶν Ρωμαίων, καὶ περιέσωσε καὶ προήγαγεν ὅσον ἐπετρέπον οἱ τότε καιροὶ μὲ αὐτόνομον ἐκκλησιαστικὸν καὶ θρησκευτικὸν πολίτευμα, ὅπερ ὑπάρχον καὶ ἐπὶ Βυζαντινῶν, ἀνεγνώρισεν ὁ Πορθητὴς Μωάμεθ Β΄ μετὰ τινος ἐπεκτάσεως τῶν δικαίων καὶ προνομίων, διὰ τινος συμφωνίας συναφθείσης μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.

Ἡ συμφωνία αὕτη τῶν προνομίων ὠφείλετο εἰς τὴν διαφορὰν τῆς μουσουλμανικῆς καὶ χριστιανικῆς θρησκείας, ἤτις ἐπεβαλεν εἰς ἑκάτερον τῶν ἐθνῶν ιδίαν διοικητικὴν καὶ δικαστικὴν ἐξουσίαν ἀπαραίτητον εἰς τὴν θρησκευτικὴν αὐτῶν ὑπόστασιν. Ἐφετεῖον καὶ Ἄρειος Πάγος τῶν ἐν ταῖς Μητροπόλεσιν δικαζομένων ὑποθέσεων ήτο τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον. Τοῦτο ήτο καὶ τὸ κέντρον ὅλων τῶν ὑποδούλων ὀρθοδόξων χριστιανῶν καὶ πάσης κινήσεως καὶ ζωῆς αὐτῶν, ἐνῶ ἁρμονικώτατα συνειργάζετο ὁ Πατριάρχης καὶ ἡ Ἱεραρχία μετὰ τῶν λαϊκῶν ἀντιπροσώπων καὶ συμβούλους τοῦ Ἔθνους τῶν Ρωμαίων.

Καὶ περισυνέλεξεν οὕτω τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ὑπὸ τάς πτερύγας αὐτοῦ ὅλα τὰ ὀρθόδοξα ἔθνη, Ἕλληνας καὶ Σέρβους καὶ Ρουμάνους καὶ Βουλγάρους, ὡς καὶ τοὺς ἐν τῇ ἀχανεῖ Ρωσσία ἐλευθέρους Ρώσσους μέχρι τῆς ἐν ἔτει 1593 ἀνακηρύξεως τοῦ Ρωσσικοῦ Πατριαρχείου ὡς αὐτοκεφάλου, ἐπὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου δευτέρου του Τρανοῦ, καὶ ἐμερίμνα περὶ πάντων ἀνεξαιρέτως πατρικῶς.

Τὴν αὐτὴν πατρικὴν μέριμναν καὶ ἀντίληψιν ἤσκει τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καὶ πρὸς τὰ λοιπὰ Πατριαρχεῖα τῆς καθ’ ἠμᾶς Ἀνατολῆς ἤτοι Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων, καὶ πρὸς τὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Κύπρου, ἅτινα πάντα παρὰ τὸ αὐτοκέφαλον αὐτῶν συχνὰ κατὰ τοὺς Τουρκικοὺς χρόνους ἐλάμβανον ἀνάγκην τῆς προστασίας καὶ ἀντιλήψεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διὰ τοῦ ὁποίου συνήθως ἡ Ὑψηλὴ Πύλη ἐπεκοινώνει πρὸς αὐτά, καὶ μέχρι τῆς συντάξεως τῶν Ἐθνικῶν Κανονισμῶν (1862) τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον πολλάκις κατ’ ἐπιτροπὴν τῶν ἄλλων Πατριαρχείων ἐξέλεγε τοὺς Πατριάρχας καὶ ἠγέτας αὐτῶν.

Οὕτω ἐν μέσῳ ποικίλων ἀγώνων καὶ δι’ αἱμάτων μαρτυρικῶν τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον συνετήρησε τοὺς λαοὺς τῆς καθ’ ἠμᾶς Ἀνατολῆς καὶ συνετέλεσεν εἰς τὴν ἐλευθερίαν αὐτῶν, καὶ παρέδωκεν εἰς αὐτοὺς ὡς ἱερὰν παρακαταθήκην ὅ,τι κατώρθωσε νὰ διασώση ἐκ τοῦ φοβεροῦ ναυαγίου, ἤτοι θρησκείαν, γλῶσσαν, παιδείαν, παραδόσεις, ἤθη, ἔθιμα, χειρόγραφα ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων, Ἀγίας Γραφής, Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, Μοναστήρια, Ναοὺς Βυζαντινοὺς μὲ τάς τοιχογραφίας των, φορητάς Βυζαντινάς Εἰκόνας, μουσικὴν Ἐκκλησιαστικήν, ἄσμα λαϊκὸν καὶ πᾶν εἶδος ἐθνικῆς λαϊκῆς τέχνης, ἴνα ἐκ πάντων τούτων οἱ ἀπελευθερωθέντες λαοὶ ἀναπτύξουν τὸν ἑνιαῖον πολιτισμὸν των· καὶ ὅταν ἀπελευθερώθησαν οἱ λαοὶ καὶ κατέστησαν κράτη ἐλεύθερα, τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον κατὰ τὸ διακρῖνον αὐτὸ φιλελεύθερον πνεῦμα ἐχορήγησεν εἰς ἑκάστην ἐλευθέραν Ἐκκλησίαν τὸ αὐτοκέφαλον ἤτοι εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρωσσίας, τῆς Ἑλλάδος, τῆς Σερβίας, τῆς Ρουμανίας, τῆς Πολωνίας, τῆς Ἀλβανίας καὶ αὐτῆς τῆς Βουλγαρίας καθ’ ὂν χρόνον ἤχνιζον ἀκόμη τὰ αἵματα τῶν ὑπὸ τῶν Βουλγάρων κατὰ μυριάδας φονευθέντων ἀθώων Ἑλλήνων πολιτῶν κατὰ τὸν λήξαντα παγκόσμιον πόλεμον, καὶ τοῦτο ἴνα μεταβληθῆ ὁ ἐθνολογικὸς χαρακτὴρ τῶν Ἑλληνικῶν χωρῶν Μακεδονίας καὶ Θράκης. Αὕτη ἐν συντόμῳ εἶναι ἡ ἐκπολιτιστικὴ καὶ φιλανθρωπικὴ δρᾶσις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐπὶ ὅλων τῶν ὀρθοδόξων λαῶν τῆς καθ’ ἠμᾶς Ἀνατολῆς καὶ ἤτις δρᾶσις εἶναι ἀπόρροια τῆς ἀμερόληπτου στοργῆς καὶ ἀνάγκης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πρὸς ὅλους τους λαοὺς τούτους, οὖς ώδινε καὶ ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ καὶ τῷ ὀρθοδόξῳ χριστιανικῷ πολιτισμῷ ἐγέννησε καὶ ἀνέθρεψε.

Καὶ εἶναι ἡ βαθεία αὕτη στοργὴ καὶ ἀγάπη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Μητρὸς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας πρὸς ὅλους τους ὀρθοδόξους λαοὺς τῆς καθ’ ἠμᾶς Ἀνατολῆς καὶ ἡ πνευματικὴ περὶ αὐτῶν μέριμνα καὶ ἀντίληψις βαθεία καὶ μακρὰ παράδοσις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Αὕτη δὲ ἀποτελεῖ καὶ σήμερον τὴν οὕτω καλούμενην οἰκουμενικότητα αὐτοῦ. Καὶ ἀποτελεῖ ἡ παράδοσις αὕτη τὴν θρησκευτικὴν καὶ ἠθικὴν ἐκείνην ἀτμόσφαιραν τοῦ Φαναρίου, ἤτις ὡς ἡ φυσικὴ ἀτμόσφαιρα περιρέει καὶ διαβρέχει τὴν ψυχὴν καὶ τὸ πνεῦμα πάντων τῶν ἐνοίκων τοῦ Φαναρίου Πατριαρχῶν καὶ Ἱεραρχῶν, οἵτινες ὀποθενδήποτε καὶ ἂν προέρχωνται μόλις ἐγκατασταθοῦν εἰς Φανάριον θὰ ἀναπνεύσουν κατ’ ἀνάγκην τὴν ἀτμόσφαιραν ταύτην καὶ θὰ ἐνεργοῦν κατὰ τάς ἐπιταγάς τῆς μακρᾶς καὶ βαθείας θρησκευτικῆς καὶ ἠθικῆς ταύτης παραδόσεως, καὶ ὅστις τυχὸν θελήση νὰ ἀναπνεύση ξένην πρὸς τὴν τοῦ Φαναρίου ἀτμόσφαιραν θὰ ἀποθάνη ἐξ ἀσφυξίας.

 

† Ο ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ο αδελφόθεος 23 Οκτωβρίου

Iakovos o adelfotheos

 

 

Η παράδοση αναφέρει ότι ήταν ένας από τους γιους του Ιωσήφ από άλλη γυναίκα, γι΄ αυτό ονομαζόταν αδελφός του Κυρίου. Η συγγενική του, όμως, σχέση με τον Κύριο δεν είναι ομόφωνα καθορισμένη. Αλλά το γεγονός είναι ότι ο Ιάκωβος ο αδελφόθεος έγινε πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων και είναι αυτός που έγραψε την πρώτη Θεία Λειτουργία της χριστιανικής Εκκλησίας. Ο Ιάκωβος, λοιπόν, ποίμανε την Εκκλησία των Ιεροσολύμων με δικαιοσύνη, με γενναία στοργή και στερεότητα στην πίστη. Αυτό όμως, εξήγειρε τη μοχθηρία και την κακουργία των Ιουδαίων. Αφού τον έπιασαν, τον έριξαν πάνω από το πτερύγιο του Ναού, και ενώ ακόμα ήταν ζωντανός, τον αποτελείωσαν με άγριο κτύπημα ροπάλου στο κεφάλι. Έργο του Ιακώβου είναι και η Καθολική Επιστολή του στην Καινή Διαθήκη, στην οποία να τι μας συμβουλεύει, σχετικά με το πως πρέπει να χειριζόμαστε το λόγο του Θεού: «Γίνεσθε ποιηταί λόγου και μη μόνον ακροάται, παραλογιζόμενοι εαυτούς». Δηλαδή να γίνεσθε εκτελεστές και τηρητές του λόγου του Θεού και όχι μόνον ακροατές. Και να μην ξεγελάτε τον εαυτό σας, με την ιδέα ότι είναι αρκετό και μόνον να ακούει κανείς το λόγο.