18 Οκτωβρίου, 2008

ΤΟ ΣΩΤΗΡΙΩΔΕΣ ΕΡΓΟΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

eikona xristos

 

Ως γνωστόν το σωτηριώδες έργο της Εκκλησίας μας, εκτείνεται πανταχού. Σκοπός αυτής είναι, όπως διαδώση την ευαγγελικήν αλήθειαν «πάσει τη κτίσει», συμφώνως προς το υπό του Σωτήρος Χριστού προς τους μαθητάς Αυτού λεχθέν` «πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κυρήξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει», ελκύση δε και περιλάβη εις τους κόλπους αυτής πάντας τους ανθρώπους. Η Εκκλησία είναι ιερόν καθίδρυμα, υπό του Σωτήρος Χριστού θεμελιωθέν προς σωτηρίαν των ανθρώπων. Εν αυτή ενοικεί το Πνεύμα το Άγιον, ο Παράκλητος της αληθείας, δι΄ ου καταρτίζονται οι πιστοί, αγιάζονται και βαίνοντες εις πνευματικήν και ηθικήν τελείωσιν, σώζονται. Εντεύθεν η Εκκλησία καλείται ταμιούχος της Θείας Χάριτος. Υπέρ της Εκκλησίας Αυτού εξέχεε το αίμα Αυτού ο Κύριος. «Προσέχετε εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω, εν ω υμάς το Πνεύμα το άγιον έθετο επισκόπους, ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Κυρίου και Θεού, ην περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος».

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας, η κεφαλή αυτής, ο ακρογωνιαίος λίθος αυτής. «Ούτως ημάς λογιζέσθω άνθρωπος, ως υπηρέτας Χριστού και οικονόμους μυστηρίων Θεού». «Ο φυτεύων δε και ο ποτίζων εν εισίν` έκαστος τον ίδιον μισθόν λήψεται κατά τον ίδιον κόπον. Θεού γαρ έσμεν συνεργοί` Θεού γεώργιον, Θεού οικοδομή έστε. «Θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος έστιν Ιησούς Χριστός». «Και αυτόν έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τη εκκλησία, ήτις έστί το σώμα αυτού, το πλήρωμα του πάντα εν πάσι πληρουμένου. «Ο Χριστός κεφαλή της εκκλησίας, και αυτός έστι σωτήρ του σώματος. Τον καταρτισμόν των πιστών και τον αγιασμόν αυτών εργάζονται οι υπό του Σωτήρος Χριστού κληθέντες και τεθέντες εν τη Εκκλησία Αυτού ποιμένες, οίτινες είναι διάδοχοι Αυτού και των Αγίων Αποστόλων. «Ο ακούων υμών εμού ακούει, και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί` ο δε εμέ αθετών αθετεί τον αποστείλαντά με». «Αμήν λέγω υμίν, ότι όσα εάν δήσητε επί της γης, έσται δεμένα εν τω ουρανώ και όσα εάν λύσητε επί της γης, λελυμένα εν τω ουρανώ». «Και αυτός έδωκε τους μεν αποστόλους, τους δε προφήτας, τους δε ευαγγελιστάς, τους δε ποιμένας και διδασκάλους, προς τον καταρτισμόν των αγίων, εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού».

Οι ποιμένες λοιπόν ετάχθησαν δια του Μυστηρίου της ιερωσύνης εις το διδάσκειν και ποιμαίνειν τους πιστούς, το αγιάζειν και σώζειν τάς ψυχάς αυτών. Εν προκειμένω δέον όπως λεχθή, ότι εν των γνωρισμάτων της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας είναι η αποστολική διαδοχή των εν αυτή ποιμένων, άνευ της οποίας δεν νοείται καν Εκκλησία. Εν αυτή έχομεν πατέρας και πιστούς, ποιμένας και ποιμαινομένους, συγκροτούντας το πνευματικόν ταύτης σώμα και αποτελούντας αδιάσπαστον μεταξύ των ενότητα, έχοντας δε κεφαλήν του σώματος τούτου Αυτόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν ως προείπομεν. Επενέργεια της Θείας Χάριτος και αγιασμός άνευ των ποιμένων εν τη Εκκλησία είναι πάντη αδύνατος, διότι αυτοί κατεστάθησαν φορείς της Θείας Χάριτος και αυτοί τελούσι τα άγια Μυστήρια.

Ο Κύριος εν τω απολυτρωτικώ Αυτού έργω δίδει ανυπολόγιστον αξίαν εις μιαν εκάστην ανθρωπίνην ψυχήν. Δια τον Κύριον και την υπ΄Αυτού ιδρυθείσαν Εκκλησίαν ο άνθρωπος δεν είναι αφηρημένη μονάς, αλλά λίαν υπολογίσιμος. Την ανυπέρβλητον αξίαν της ψυχής αυτού εξάρας ο Κύριος είπε`«τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον, και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού»; Επομένως το απολυτρωτικόν Αυτού έργον προσφέρεται υπέρ της σωτηρίας μιας εκάστης ψυχής. Εις το πνευματικόν δε σώμα της Εκκλησίας Αυτού έχει, ως εκ τούτου, ιδιάζουσαν και εξέχουσαν αύτη θέσιν. Τούτο δηλούται πολλαχού της Αγίας Γραφής, εντεύθεν δε και ο άγιος Απόστολος Παύλος παρώτρυνε τους πιστούς όπως παραμένωσιν ηνωμένοι εν τω σώματι του Χριστού` «αληθεύοντες δε εν αγάπη αυξήσωμεν εις αυτόν τα πάντα, ος έστιν η κεφαλή, ο Χριστός, εξ΄ ου παν το σώμα συναρμολογούμενον και συμβιβαζόμενον δια πάσης αφής της επιχορηγίας κατ΄ ενέργειαν εν μέτρω ενός εκάστου μέρους την αύξησιν του σώματος ποιείται εις οικοδομήν εαυτού εν αγάπη». «Καθάπερ γαρ εν ένι σώματι μέλη πολλά έχομεν, τα δε μέλη πάντα ου την αυτήν έχει πράξιν, ούτως οι πολλοί εν σώμα έσμεν εν Χριστώ ο δε καθ΄ εις αλλήλων μέλη. Έχοντες δε χαρίσματα κατά την χάριν την δοθείσαν ημίν διάφορα, είτε προφητείαν κατά αναλογίαν της πίστεως, είτε διακονίαν, εν τη διακονία, είτε ο διδάσκων, εν τη διδασκαλία, είτε ο παρακαλών, εν τη παρακλήσει, ο μεταδιδούς, εν απλότητι, ο προϊστάμενος, εν σπουδή, ο ελεών εν ιλαρότητι. Η αγάπη ανυπόκριτος, αποστυγούντες το πονηρόν, κολλώμενοι τω αγαθώ, τη φιλαδελφία εις αλλήλους φιλόστοργοι, τη τιμή, αλλήλους προηγούμενοι, τη σπουδή μη οκνηροί, τω πνεύματι ζέοντες, τω Κυρίω δουλεύοντες, τη ελπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτερούντες, ταις χρείαις των αγίων κοινωνούντες, την φιλοξενίαν διώκοντες».

Βάσει λοιπόν της διδασκαλίας ταύτης του Σωτήρος Χριστού και του υπ΄ Αυτού τεθέντος εν τη Εκκλησία σωτηριώδους σκοπού, επιδιώκεται παρ΄ αυτής ο κατά Θεόν καταρτισμός των πιστών και ο αγιασμός των ψυχών αυτών. Ένεκα τούτου παρακολουθείται από της γεννήσεως αυτού πας άνθρωπος, ιδία μετά το δεχθέν παρ΄ αυτού θείον βάπτισμα, μέχρι του θανάτου αυτού, αλλά και πέραν τούτου, αφ΄ ου η Εκκλησία συνεχίζει το έργον αυτής εν ουρανοίς, ως θριαμβεύουσα. Την πλήρωσιν των θρησκευτικών αναγκών ενός εκάστου πιστού μέλους αυτής επιδιώκουσα η Εκκλησία, έρχεται εις άμεσον μετ΄ αυτού επικοινωνίαν, διδάσκουσα αυτόν, αγιάζουσα και σώζουσα. Καθ΄ όλην την ζωήν αυτού ο πιστός έχει πολλάς ευκαιρίας, όπως δέχηται τάς ευεργετικάς επιδράσεις της Εκκλησίας. Αλλά και εις ην περίπτωσιν ούτος δι΄ οιονδήποτε λόγον αφίσταται αυτών, πάλιν η Εκκλησία δια των ποιμένων αυτής επιδιώκει την προσέλευσιν τούτου, κατά το υπό του Σωτήρος Χριστού λεχθέν` «πάντας ελκύσω προς εμαυτόν».

Εκεί δ΄ όπου παραστατικώτατα εκτίθεται το άμεσον και φιλόστοργον του Κυρίου διαφέρον υπέρ πάσης ψυχής ανθρώπων, είναι αι παραβολαί του απολωλότος προβάτου και της απολεσθείσης δραχμής. «Ήλθε γαρ ο υιός του ανθρώπου σώσαι το απολωλός. Τι υμίν δοκεί; εάν γένηται τινι ανθρώπω εκατόν πρόβατα και πλανηθή εν εξ αυτών, ουχί αφείς τα ενενήκοντα εννέα επί τα όρη, πορευθείς ζητεί το πλανωμένον; και εάν γένηται ευρείν αυτό, αμήν λέγω υμίν ότι χαίρει επ΄ αυτώ μάλλον επί τοις ενενήκοντα εννέα τοις μη πεπλανημένοις. Ούτως ουκ έστι θέλημα έμπροσθεν του πατρός υμών του εν ουρανοίς ίνα απόληται εις των μικρών τούτων». «Η τις γυνή δραχμάς έχουσα δέκα, εάν απολέση δραχμήν μιαν, ουχί άπτει λύχνον και σαροί την οικίαν και ζητεί επιμελώς έως ότου εύρη; και ευρούσα συγκαλεί τάς φίλας και τάς γείτονας λέγουσα` συγχάρητέ μοι ότι εύρον την δραχμήν ην απώλεσα. Ούτω λέγω υμίν χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι».

Οι αμαρτωλοί έχουν θέσιν εν τω εκκλησιαστικώ οργανισμώ, ουδείς εξ΄ αυτών αποπέμπεται, αλλά προσκαλούνται εις μετάνοιαν και σωτηρίαν. Χάριν αυτών ενηνθρώπησεν ο Κύριος` «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ΄ έχη ζωήν αιώνιον. Ου γαρ απέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού εις τον κόσμον ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ΄ ίνα σωθή ο κόσμος δι΄ αυτού». Ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν». Ελέγχεται μεν και αποκρούεται υπό του Σωτήρος Χριστού η ενοικούσα εν τω ανθρώπω αμαρτία, προς τους αμαρτάνοντας όμως και ειλικρινώς μετανοούντας ο Κύριος φέρεται λίαν συμπαθώς και φιλοστόργως.

Τούτο λίαν εμφανώς δηλούται δια της παραβολής των ζιζανίων, την οποίαν εδίδαξεν ο Χριστός. «Άλλην παραβολήν παρέθηκεν αυτοίς λέγων` ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω σπείροντι καλόν σπέρμα εν τω αγρώ αυτού` εν δε τω καθεύδειν τους ανθρώπους ήλθεν αυτού ο εχθρός και έσπειρε ζιζάνια ανά μέσον του σίτου και απήλθεν. Ότε δε εβλάστησεν ο χόρτος και καρπόν εποίησε, τότε εφάνη και τα ζιζάνια. Προσελθόντες δε οι δούλοι του οικοδεσπότου είπον αυτώ` κύριε, ουχί καλόν σπέρμα έσπειρας εν τω σω αγρώ; πόθεν ουν έχει τα ζιζάνια; ο δε έφη αυτοίς` εχθρός άνθρωπος τούτο εποίησεν` οι δε δούλοι είπον αυτώ` θέλεις ουν απελθόντες συλλέξωμεν αυτά; ο δε έφη` ου, μήποτε συλλέγοντες τα ζιζάνια εκριζώσητε άμα αυτοίς τον σίτον` άφετε συναυξάνεσθαι αμφότερα μέχρι του θερισμού ερώ τοις θερισταίς` συλλέξατε πρώτον τα ζιζάνια και δήσατε αυτά εις δέσμας προς το κατακαύσαι αυτά, τον δε σίτον συναγάγετε εις την αποθήκην μου».

Κατά συνέπειαν συμφώνως προς τα υπό του Σωτήρος Χριστού λεχθέντα, αδιάφορος δεν δύναται να μένη η Εκκλησία προς πάσαν ανθρωπίνην ψυχήν, αλλά παντί σθένει επιδιώκει την σωτηρίαν ψυχών, αναζητούσα αυτάς οπουδήποτε. Το μέτρον τούτο της σωτηριώδους ενεργείας της Εκκλησίας συνιστά την όλην ιεραποστολικήν ταύτης εργασίαν και πνευματικήν κίνησιν εις όλας τάς εκφάνσεις της ανθρωπίνης ζωής και του κοινωνικού καθόλου βίου των ανθρώπων. Ούτω δια των ζηλωτών και εμπνευσμένων αυτής εργατών, εχόντων συνείδησιν της αποστολής αυτών εν τω κόσμω και της υψίστης έναντι του Θεού ευθύνης αυτών, δύναται να στήση τον άμβωνά της πανταχού εις τε τους ιερούς αυτής ναούς και τους οίκους των πιστών, τους τόπους της εργασίας αυτών, τα εργοστάσια και μεγάλα βιομηχανικά κέντρα, τα ναυπηγεία, ανθρακωρυχεία, και μεταλλωρυχεία, λιμένας, νοσοκομεία, άσυλα, ορφανοτροφεία, γηροκομεία και λοιπά ευαγή ιδρύματα, όπου εν γένει παρατηρείται ανθρωπίνη ύπαρξις και ζωή.

Εννοείται, ότι λέγοντες ταύτα σχετικώς με την επέκτασιν των πνευματικών δικτύων του ευαγγελικού κηρύγματος, ουδόλως υποτιμώμεν ή παραθεωρούμεν τον κύριον της Εκκλησίας λατρευτικόν χαρακτήρα, τον διακρίνοντα την καθ΄ ημάς Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν, άνευ του οποίου είναι εντελώς αδύνατος η μυστική των πιστών ένωσις μετά του εν Τριάδι Θεού και ο αγιασμός αυτών. Μετά της θείας λατρείας είναι αρρήκτως συνδεδεμένη πάσα άλλη ταύτης ποιμαντική διακονία, καθ΄ ότι αύτη αποτελεί τον κύριον πυρήνα του χριστιανικού βιώματος των πιστών. Άνευ αυτής εις ουδέν δύναται να ωφελήση η συνοχή του πνευματικού σώματος της Εκκλησίας, η ενότης αυτού και η κατά Θεόν οικοδομή και πρόοδος αυτού. Επομένως πάσα ποιμαντική ταύτης εξόρμησις απαραιτήτως συνδέεται μετά της θείας λατρείας. Εις δε τόπος εν ω η Εκκλησία από της συστάσεως αυτής προσφέρει τάς πολυτίμους αυτής υπηρεσίας είναι τα κ ο ι μ η τ ή ρ ι α.

Εις αυτά, ως γνωστόν, ενταφιάζονται οι αποθνήσκοντες πιστοί, αλλά και εν αυτοίς, ως και εν τοις ναοίς αναπέμπονται δεήσεις υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των κεκοιμημένων αδελφών της πίστεως. Η τέλεσις ιεράς ακολουθίας εις κηδευομένους πιστούς, ως και η προ των τάφων αυτών ανάπεμψις δεήσεων είναι πολύ παλαιά. Ου μόνον δε εις ναούς πόλεων και χωρίων τελείται η ακολουθία της κηδείας αυτών και τα υπέρ τούτων ιερά μνημόσυνα, αλλά και εις ναούς κοιμητηρίων. Το εν κοιμητηρίοις έργον της Εκκλησίας είναι τούτο μεν τελετουργικόν, τούτο δε ποιμαντικόν. Το μεν αφορά τάς ψυχάς των κεκοιμημένων, το δε τους πενθούντας οικείους αυτών. Τη αληθεία πρόκειται περί σοβαρωτάτου και σπουδαιοτάτου από πάσης απόψεως πνευματικού έργου της Εκκλησίας. Και ναι μεν περιλαμβάνεται τούτο εις το πρόγραμμα της καθόλου σωτηριώδους εργασίας, της παρ΄ εκάστη ενορία τελουμένης, εν προκειμένω όμως έχομεν ανάπτυξιν ειδικής ιεραποστολικής διακονίας.

Τα πάντα λοιπόν προς δόξαν Θεού ! «Ο δε Θεός πάσης χάριτος ο καλέσας υμάς εις την αιώνιον αυτού δόξαν εν Χριστώ Ιησού ολίγον παθόντας, αυτός καταρτίσει υμάς, στηρίξει, σθενώσει, θεμελιώσει` αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων` αμήν.