07 Ιουλίου, 2014

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΒΟΛΟΚΟΛΑΜΣΚ κ. ΙΛΑΡΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ

 
      *Δημιουργήθηκε από Π. ΒΟΙΩΤΟ- 7/7/2014
 
ΔΙΑΛΕΞΗ
ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ
ΒΟΛΟΚΟΛΑΜΣΚ κ. ΙΛΑΡΙΩΝΑ ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ
ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Σήμερα θέλω νά σάς πώ γιά τή θέση τού Πατριαρχείου Μόσχας σχετικά μέ τό πρωτείο στήν Οικουμενική Εκκλησία. Αυτό τό θέμα συζητήθηκε γιά πολλούς αιώνες, καί όπως φαίνεται, ή θέση τής Ορθόδοξης Εκκλησίας θα πρέπει νά είναι ξεκάθαρη καί νά μήν προκαλούνται προβλήματα. Ωστόσο, σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι μέ τό γεγονός ότι στίς συναντήσεις τών Ορθοδόξων καί τών Ρωμαιοκαθολικών κατά τόν διάλογο γιά τό θέμα αυτό υπάρχουν διαφορετικές γνώμες καί απόψεις, μερικές φορές ακόμη καί οί εκπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών διαφωνούν μεταξύ τους. Όλα αυτά δείχνουν ότι τό θέμα δέν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται: σήμερα είναι υπό συζήτηση καί αποκαλύπτονται κάποιες "αιχμηρές γωνίες" πού προφανώς εμείς θά είμαστε αναγκασμένοι νά τίς διαλευκάνουμε σέ διάλογο μέ τήν Καθολική Εκκλησία (στήν πραγματικότητα, ακριβώς γιά τό θέμα τού πρωτείου συνέβη κάποτε ή διάσπαση στήν Εκκλησία), αλλά καί στίς σχέσεις μεταξύ τών Ορθοδόξων τοπικών Εκκλησιών. Ήδη κατά τόν πρώτο αιώνα μετά Χριστό ή Ρωμαϊκή Εκκλησία απολαμβάνει ειδικό κύρος μεταξύ τών άλλων εκκλησιών. Αυτό οφειλόταν σέ δύο κύριους παράγοντες. 

Πρώτον, ή Ρώμη ήταν ή πρωτεύουσα τής ίδιας τής αυτοκρατορίας, τής ίδιας τής οικουμένης, εντός τής οποίας άρχισε νά διαδίδεται ό Χριστιανισμός. Δεύτερον, ή Ρώμη - είναι μιά πόλη στήν οποία μαρτύρησαν οί Απόστολοι Πέτρος καί Παύλος. Γιά τή σημασία τής Ρωμαϊκής Εκκλησίας μιλούσαν οί Άγιοι τόν II αιώνα - ό Ιγνάτιος Αντιοχείας καί ό Ειρηναίος τής Λυών - ειδικά ό τελευταίος εξύψωσε τήν αξιοπιστία πρός τό κήρυγμα καί τό μαρτύριο τών κορυφαίων Αποστόλων. Ή Εκκλησία τής Ρώμης αναφέρονταν ώς Προεδρία τής αγάπης (ή φράση από την Επιστολή πρός Ρωμαίους τού Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας).Ήδη στόν III αιώνα στή Δυτική θεολογία παρατηρείται συσχετισμός μεταξύ του Αποστόλου Πέτρου καί τού Επισκόπου Ρώμης. Ό Πάπας Στέφανος πήρε γιά πρώτη φορά τίς λέξεις από τό κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο,«Εσύ είσαι ό Πέτρος, καί επάνω σέ αυτή την πέτρα θά οικοδομήσω τήν Εκκλησία μου» (Ματθ. 16. 18) στό επισκοπικό του λειτούργημα, επιβεβαιώνοντας έτσι τήν αρχή τής διαδοχής τού Αποστόλου Πέτρου. Στή Σύνοδο τής Ρώμης τό 382 μ.Χ, στήν οποία προήδρευε ό Πάπας Δαμάσος, εγκρίθηκε ή κατάταξη τών Πατριαρχικών θρόνων, πού προσδιορίζεται από τή σχέση μέ τόν Απόστολο Πέτρο: Ρώμη, Αλεξάνδρεια καί Αντιόχεια. Το πρωτείο τού Πάπα στούς επισκόπους τής Καθολικής Εκκλησίας στή Δύση προέκυψε από τόν πρωταγωνιστικό ρόλο τού Αποστόλου Πέτρου στήν αποστολική κοινότητα: ακριβώς όπως ο Χριστός έδωσε εντολή στόν Πέτρο γιά νά γίνει ποιμένας στά πρόβατά του, έτσι καί ό Επίσκοπος τής Ρώμης είναι ό ανώτατος άρχοντας ολόκληρης της Εκκλησίας. 

΄Η άποψη αυτή υπήρχε ήδη στή Ρώμη τόν IV-V αιώνα. Εν΄ τώ μεταξύ, στήν Ανατολή δέν διακρινόταν ή άμεση σχέση μεταξύ τού Αποστόλου Πέτρου καί τής συνέχισης τού λειτουργήματός του από τόν επίσκοπο τής Ρώμης. Ερμηνεύοντας τά λόγια τού Κυρίου τού 16ου κεφαλαίου τού Ευαγγελίου τού Ματθαίου, οί ανατολικοί Πατέρες, μάλλον, έδιναν έμφαση στήν πίστη του Πέτρου: Ή Εκκλησία θεμελιώνεται πάνω στήν πέτρα, πού δέν είναι ό  απόστολος Πέτρος, αλλά ή ομολογία του γιά τόν Ιησού Χριστό ώς τόν Υϊό τού Θεού καί Σωτήρα,. Μερικοί πατέρες, μεταξύ τών οποίων, γιά παράδειγμα, ό Μέγας Βασίλειος, συνέδεσαν τήν ομολογία τού Πέτρου μέ τήν προσωπικότητά του - ώς έκ τούτου, δέν έβλεπαν άμεση σύνδεση μεταξύ τού λειτουργήματός του καί τής διακονίας τού Αποστόλου Πέτρου ώς Επισκόπου Ρώμης. Ή Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είχε μεγάλη ηθική εξουσία καί ή μετάβαση τής προσοχής από αυτήν στήν μοναρχική εξουσία τού επισκόπου τής Ρώμης είναι τό αποτέλεσμα μιάς ιστορικής εξέλιξης τής Δυτικής Εκκλησίας, στήν οποία σχεδόν δέν συμμετέχει, ή Ανατολική Εκκλησία. 

Σχετικά μέ τό πόσο διαφορετικές αντιλήψεις υπήρχαν γιά τήν εξουσία τού Επίσκοπου τής Ρώμης στη Δύση καί τήν Ανατολή, μαρτυρεί ή ιστορία τών Οικουμενικών Συνόδων: όπως γνωρίζουμε, παρευρίσκονταν σέ αυτές οί απεσταλμένοι τού Πάπα, αλλά κανένας Πάπας δέν είχε έρθει προσωπικά στή Σύνοδο καί ούτε ήταν πρόεδρος τής Συνόδου. Δέν προήδρευαν στή Σύνοδο καί οί αντιπρόσωποι τού Πάπα. Όλες οί συνοδικές αποφάσεις λαμβάνονται μέ τή διατύπωση: "Φαινόταν καλό γιά τό Άγιο Πνεύμα καί εμάς. Γίνονταν αντιληπτές στήν Ανατολή ώς αποφάσεις, οι οποίες είχαν δεσμευτική δύναμη γιά τό σύνολο τής Καθολικής Εκκλησίας, ακριβώς επειδή ελήφθησαν στήν Οικουμενική Σύνοδο. Όταν στήν Οικουμενική Σύνοδο λαμβάνονταν καί αξιολογούνταν θετικά τά έγγραφα, πού προέρχονταν από τήν Εκκλησία τής Ρώμης, αυτό δεν ήταν επειδή ήταν ή πηγή τους ή Ρώμη, αλλά επειδή σέ αυτά αναφερόταν τό Ορθόδοξο δόγμα, ειδικότερα, ό τόμος τού Πάπα Λέοντα εγκρίθηκε από τήν IV Οικουμενική Σύνοδο, αφού είχε μελετηθεί προσεκτικά, καί αφότου οί Πατέρες τής Συνόδου κατέληξαν στό συμπέρασμα ότι περιέχει τό δόγμα καί τήν διδασκαλία τού Κυρίλλου (δηλαδή Κύριλλος Αλεξανδρείας), καί ότι "ό Πέτρος μάς μιλάει μέσα από τό στόμα τού Λέοντα."

Η έκφραση αυτή, πού διατυπώθηκε στή Σύνοδο, δέν σημαίνει αναγνώριση στήν Ανατολή τού Επισκόπου τής Ρώμης ώς αποκλειστικού Διάδοχου τού Αποστόλου Πέτρου καί ώς φορέα τής ιδίας αρχής καί τής ίδιας άνευ όρων υπεροχής, πού κατείχε ο Πέτρος στήν αποστολική κοινότητα. Στή Δύση, έν τώ μεταξύ, καθιερώθηκε άλλη αντίληψη, σύμφωνα μέ τήν οποία οί αποφάσεις τών Οικουμενικών Συνόδων είναι δεσμευτικές γιά τήν Οικουμενική εκκλησία μετά τήν έγκρισή τους από τον Πάπα. Στά μάτια τών Δυτικών θεολόγων ή έγκριση τών συνοδικών αποφάσεων από τόν Πάπα ήταν κατά κάποιο τρόπο μιά πράξη αναγνώρισης, ή οποία, κατά τήν άποψή τους, ήταν απαραίτητο γιά νά εξασφαλιστεί ότι οί αποφάσεις αυτές εγκρίθηκαν τελικά. Ο Πάπας διατηρεί τό δικαίωμα νά μήν αποδεχθεί ορισμένες αποφάσεις τής Οικουμενικής Συνόδου. Γιά παράδειγμα, ό 28ος κανόνας τής Συνόδου Χαλκηδόνας, πού ισοβαθμεί στή δεύτερη θέση στά δίπτυχα τόν Πατριάρχη τής Κωνσταντινούπολης καί τόν εξομοιώνει ώς ίσο μέ τόν επίσκοπο τής Παλαιάς Ρώμης, στή Δύση δέν έχει αναγνωριστεί. 

Άν κοιτάξουμε τό κείμενο αυτού τού Συνοδικού κανόνα, θά δούμε ότι γιά τούς Πατέρες τής Ανατολικής Εκκλησίας τό κύριο επιχείρημα, ότι στό θρόνο τής Νέας Ρώμης - Κωνσταντινούπολης εξομοιώνονταν τά ίδια οφέλη, πού ήταν διαθέσιμα στό θρόνο τής Παλαιάς Ρώμης, ήταν τό γεγονός ότι ή Κωνσταντινούπολη, ή Νέα Ρώμη, έγινε πρωτεύουσα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οί Πατέρες τής Συνόδου στό θέμα τής απόφασης γιά τήν δεύτερη θέση στά δίπτυχα, δέν μιλούσαν γιά τήν διαδοχή από τόν απόστολο Πέτρο ή από οποιοδήποτε από τούς αποστόλους, αλλά γιά τήν πολιτική σημασία τής νέας πρωτεύουσας τής αυτοκρατορίας. Κανένα μέρος τής Κωνσταντινούπολης δέν μπορούσε νά καυχηθεί πώς είχε τέτοιες ιστορικές ρίζες, τίς οποίες είχε τό μέρος τής ελληνορωμαϊκής πλευράς πού ήταν τόπος τού μαρτυρίου τού Πέτρου καί Παύλου. Ήδη στό IV αιώνα στή Δύση υπήρξε μιά πρακτική της προσφυγής τού επίσκοπου πού δέν συμφωνούσε μέ τήν απόφαση τού εκκλησιαστικού δικαστηρίου πρός τόν Επίσκοπο τής Ρώμης.  

Η πρακτική αυτή έχει καθοριστεί μέ τούς 3, 4 καί 5 κανόνες τής Συνόδου τών Σάρδεων καί επιβεβαιώθηκε στή συνέχεια από τή Σύνοδο στό Τρουλλό. Αλλά, καί πάλι, τό δικαίωμα προσφυγής στόν Επίσκοπο τής Ρώμης δέν έδειχνε κανένα συγκεκριμένο οικουμενικό ρόλο. Τέλος, σέ ειδικές περιπτώσεις τήν προσφυγή πρός τόν Επίσκοπο τής Ρώμης τήν πράξανε και μερικοί ανατολικοί Πατέρες, αλλά, πρώτα, δέν απευθύνονταν σέ αυτόν ώς επικεφαλής τής οικουμενικής Εκκλησίας, αλλά ώς φορέα ενός ειδικού θεσμού μέ πνευματική καί ηθική αρχή, δεύτερον, προσέφυγαν όχι μόνο στόν επίσκοπο τής Ρώμης, αλλά καί σέ άλλους επισκόπους. Κατά τόν V αιώνα στήν χριστιανική Ανατολή διαμορφώθηκε ή λεγόμενη «πενταρχία» τό σύστημα εξουσιών τών πέντε Πατριαρχείων, πού συγκεντρώνονται γύρω από τούς πέντε παλαιότερους καί τούς πιό σημαντικούς θρόνους: Ρώμη, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια καί τήν Ιερουσαλήμ.  Ό αυτοκράτορας Ιουστινιανός νομοθέτησε τίς τάξεις (Ελληνική τάξις) τών πέντε πατριαρχικών θρόνων, μεταξύ τών οποίων ή πρώτη θέση ανήκε στή Ρώμη. 

Ή έννοια τής "πενταρχίας" προϋποθέτει τήν συνοδική διαχείριση στήν Εκκλησία καί ότι οί Πατριάρχες είναι ίσοι μεταξύ τους, ένας από αυτούς είναι ό πρώτος αλλά ήταν ό πρώτος μεταξύ ίσων (primusinterpares) - όπως ήταν ό επίσκοπος της Ρώμης. Μερικές φορές στίς ανατολικές πηγές συναντάμε πολύ μεγαλειώδη έκφραση σχετικά μέ τήν έδρα τής Ρώμης καί τού επισκόπου τής Ρώμης. Γιά παράδειγμα, ό άγιος Μάξιμος ό Όμολογητής αποκαλεί τή Ρώμη μητροπολιτική κεφαλή όλων τών εκκλησιών, πέτρα πολύ σκληρά καί σταθερή, τήν μεγαλύτερη Αποστολική Εκκλησία, ή οποία κρατά τά κλειδιά τής πίστεως καί τήν Ορθόδοξη Πίστη. Ή Ιστορία τής ζωής καί τού  αγώνα γιά τήν Ορθοδοξία τού Αγίου Mάξιμου μαρτυρεί σαφώς ότι ό ίδιος, καθώς καί άλλοι πατέρες τής Ανατολικής Εκκλησίας, απηύθυναν έκκληση στήν ηθική καί πνευματική εξουσία τής Ρώμης, αλλά δέν αποδέχονταν τόν επίσκοπο της Ρώμης, ώς επικεφαλής τής καθολικής Εκκλησίας, στόν οποίον υπάγονται ή θά πρέπει νά υπόκεινται οί άλλοι Πατριάρχες. Αυτή ή αντίληψη τού επισκόπου τής Ρώμης στήν Ανατολή υπήρχε πάντα μέχρι τό σχίσμα μεταξύ τής Κωνσταντινούπολης καί τού ρωμαϊκού θρόνου.  

Τό σχίσμα αυτό συνέβη τό 1054, καί τά κύρια αιτιώδη ζητήματά του δέν είχαν δογματικό καί θεολογικό χαρακτήρα, αλλά τά προβλήματα πού σχετίζονται μέ τήν πρακτική της εκκλησίας σέ ότι αφορά διάφορα αμφισβητούμενα εδάφη, καθώς καί οί διαφορές από τελετουργικές πρακτικές. Στήν συγκριτική Θεολογία καί Εκκλησιαστική Ιστορία εσείς μελετήσατε μέ κάθε λεπτομέρεια τούς λόγους πού οδήγησαν στή ρήξη μεταξύ τής Κωνσταντινούπολης καί τής Ρωμαϊκής Εκκλησίας, καί νομίζω ότι δέν υπάρχει καμία ανάγκη να μιλήσω τώρα γι’ αυτούς τους λόγους. Θά ήθελα όμως νά τονίσω ένα πολύ σημαντικό γεγονός, τό οποίο συχνά ξεχνούν: τό σχίσμα τού 1054, δέν ήταν ένα χάσμα μεταξύ τών δύο τμημάτων τού χριστιανικού κόσμου, μεταξύ Δύσης καί Ανατολής. Ήταν ένα χάσμα μεταξύ τής Ρωμαϊκής Τοπικής Εκκλησίας καί τής Τοπικής Εκκλησίας τής Κωνσταντινουπόλεως. Ακριβώς έτσι ενήργησαν οί απεσταλμένοι τού Πάπα, ακριβώς έτσι ενήργησε καί ό Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριος. 

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ό οποίος είχε ήδη αυτόν τόν τίτλο, αντιμετωπίζονταν στήν Ανατολή όχι ώς επικεφαλής τής οικουμενικής Εκκλησίας, ή οποία μπορεί νά καθοδηγήσει όλο τό σώμα τής εκκλησίας, αλλά καί ώς ένας από τούς τέσσερεις Ανατολικούς Πατριάρχες, καί στό δίπτυχο πήρε τή δεύτερη θέση. Έτσι συνέβη, ώστε μετά από τήν ρήξη μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, η οποία ρήξη μπορούσε νά είναι προσωρινή, αλλά κατέληξε νά είναι μία πραγματική παύση ανάμεσα στή λατινική Δύση καί τήν Ορθόδοξη Ανατολή, καί σέ αυτή τήν ρήξη μετά τό γεγονός προσκόλλησαν άλλες Εκκλησίες τής Ανατολής, καί αυτό ήταν απολύτως φυσικό, διότι στήν Ανατολή υπήρχε συνοδικός χαρακτήρας τής διαχείρισης τής Εκκλησίας καί όλα αυτά τού είδους τά θέματα συζητήθηκαν στήν Σύνοδο. Στήν Ορθόδοξη Ανατολή ή συνοδική αρχή παρέμεινε ή κύρια κατευθυντήρια αρχή τής εκκλησιαστικής διαχείρισης. Γι' αυτό ό πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος VI, αρνούμενος τήν πρόσκληση τού Πάπα νά πάει στήν I Βατικάνεια Σύνοδο, έγραψε:  

"Δέν μπορούμε νά δεχτούμε ότι ή ολόκληρη ή Εκκλησία τού Χριστού έχει έναν διοικών επίσκοπο ή άλλον επικεφαλής, αλλά μόνο τόν Κύριον, ή ότι υπάρχει Πατριάρχης, ό οποίος μιλάει από τόν άμβωνα καί πιό ψηλά από τίς Οικουμενικές Συνόδους ή ότι οί απόστολοι δέν ήταν ίσοι. Ό Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος VI καί η Σύνοδος τής Εκκλησίας τής Κωνσταντινουπόλεως τό 1895 στήν απάντησή τους  πρός τήν επιστολή τού Πάπα Λέοντα ΧΙΙ είπε, «οί Θείοι Πατέρες, τιμώντας τόν επίσκοπο τής Ρώμης μόνο ώς επίσκοπο τής πρωτεύουσας τού κράτους, τού έδωσαν τήν τιμητική προεδρία τής αρχαιότητας, θεωρώντας τον απλώς ώς τή πρώτη σειρά του επισκόπου, δηλαδή, πρώτος μεταξύ ίσων, τήν ίδια αρχαιότητα έδωσαν καί στήν Κωνσταντινούπολη, όταν ή πόλη έγινε ή πρωτεύουσα τής ρωμαϊκής εξουσίας, όπως αποδεικνύεται από τό γεγονός τού 28ου κανόνα τής IV Οικουμενικής Συνόδου τής Χαλκηδόνος. Σέ Κανένα από τούς Πατέρες δέν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο Επίσκοπος τής Ρώμης είναι ένας ενιαίος αρχηγός τής Καθολικής Εκκλησίας. Αυτά τά παραθετήματα δείχνουν σαφέστατα καί ξεκάθαρα τή θέση τής Ορθόδοξης Ανατολής, σέ σχέση μέ τήν υπεροχή της στήν Οικουμενική Εκκλησία. 

Η θέση αυτή ομολογεί ότι ή Κεφαλή τής Εκκλησίας είναι ό Κύριος Ιησούς Χριστός, ότι ή Εκκλησία διοικείται από ίσους στά αξιώματα Πατριάρχες καί κανένας από αυτούς δέν έχει καμία εξουσία έναντι τών άλλων Πατριαρχών, ή οποία, αντίστοιχα, γιά κάθε τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αυτοκέφαλη, αυτοδιαχείρισιμη. Ιδίως ό καθορισμός τής Συνοδικής φύσης της Εκκλησίας γιά τούς ανατολικούς Πατέρες ήταν ό κύριος λόγος γιά νά αρνηθούν τήν οικουμενική αρχή τού ρωμαϊκού επισκόπου. Η "Οικουμενική Δικαιοδοσία" τού Επίσκοπου τής Ρώμης, όπως έχει ερμηνευθεί στή θεολογία της Δυτικής Εκκλησίας, ήταν τό αποτέλεσμα μιάς μακράς ιστορικής εξέλιξης, ή οποία οφείλεται στό γεγονός ότι στή Δύση ό Ρωμαϊκός θρόνος ήταν ο μόνος αποστολικός θρόνος, πού έλαβε ειδικά πολιτικά προνόμια. Όπως γνωρίζουμε, κατά τόν Μεσαίωνα, οί Πάπες είχαν εξουσία όχι μόνο πνευματική, αλλά καί πολιτική, δέν είναι μόνο ότι έστεφαν τούς χριστιανούς άρχοντες, αλλά καί οί ίδιοι ήταν κατά κάποιο τρόπο άρχοντες τού κράτους: είχαν δική τους γή καί δικό τους στρατό. 

Όλα αυτά, βέβαια, ενίσχυσαν τήν εξουσία τού Ρωμαϊκού θρόνου. Στήν χριστιανική Ανατολή εμφανίστηκαν εντελώς διαφορετικές διεργασίες. Τά εδάφη επί τών οποίων τοποθετούνταν τά αρχαία Πατριαρχεία τής Ανατολής, βρίσκονταν άλλοτε κάτω από τή μιά κυριαρχία καί άλλοτε κάτω από τήν άλλη εξουσία, στή συνέχεια προσβάλλονταν άλλοτε από τίς επιδρομές τών Αράβων, καί άλλοτε τών Τούρκων. Όλα αυτά συνέβαλαν στήν αποδυνάμωση τών αρχαίων Ανατολικών θρόνων - ιδιαίτερα τών Αλεξανδρείας, Αντιοχείας καί Ιεροσολύμων, οί οποίοι de facto έχασαν μεγάλο μέρος τής ανεξαρτησίας της. Αυτοί μπορούσαν γιά χρόνια καί δεκαετίες νά μήν είναι στούς άμβωνες τους, ενώ στήν Κωνσταντινούπολη μπορούσαν νά συμμετέχουν στή Σύνοδο τής Εκκλησίας τής Κωνσταντινουπόλεως, νά υπογράφουν έγγραφα, πού είχαν κοινή εκκλησιαστική σημασία, όπως ήταν, γιά παράδειγμα, ένα έγγραφο σχετικά μέ τήν αναγνώριση τού Πατριαρχείου στήν πόλη τής Μόσχας καί στά βόρεια εδάφη, τό οποίο υπεγράφη από τούς τέσσερις Ανατολικούς Πατριάρχες. Παρά τήν πραγματική εξάρτηση από τήν Κωνσταντινούπολη από απόψεως εκκλησιαστικού δικαίου οί Πατριάρχες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας καί Ιεροσολύμων παρέμειναν πρώτοι στίς αυτοκέφαλες εκκλησίες ισοδύναμες πρός τόν Πατριάρχη τής Κωνσταντινούπολης. 

Μετά τήν άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως ό Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έλαβε πρόσθετα προνόμια ώς Εθνάρχης τού Ορθόδοξου ελληνικού πληθυσμού τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό υπονόμευσε περαιτέρω τήν αξιοπιστία τών αρχαίων πατριαρχών. Το προνόμιο αυτό επιτρέπει στό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στίς δύσκολες συνθήκες τών διωγμών από τούς Τούρκους νά κρατήσει τήν εκκλησία καί ακόμη καί νά χρησιμοποιήσει αυτό τό προνόμιο πρός όφελος όχι μόνο τής Εκκλησίας τής Κωνσταντινουπόλεως, αλλά καί τών άλλων Ορθόδοξων Εκκλησιών. Κατά τήν '20 δεκαετία τού XX αιώνα έγιναν πολύ σημαντικές προσαρμογές στή σχετική θέση τού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως όσον αφορά τό πρωτείο τού άμβωνα τής Κωνσταντινούπολης. Έχουμε δεί πως σέ όλη τήν ιστορία, ή Ανατολική Εκκλησία στή διαμάχη μέ τόν Παπισμό μέ πολύ ζήλο τήρησε τό δόγμα τής ισότητας τών Προκαθημένων τών αυτοκεφάλων Εκκλησιών, καί ότι κανένας από αυτούς δέν είναι ό επικεφαλής, οί έν λόγω Προκαθήμενοι είναι ίσοι καί άν υπάρχει ένας πρώτος, ήταν ό πρώτος μεταξύ ίσων. 

Στήν ίδια δεκαετία υπό τήν επήρεια τών διαδικασιών μετανάστευσης ολόκληρων εθνών καί λαών, ιδιαίτερα εκείνων πού προκλήθηκαν από τή μικρασιατική καταστροφή, ένας τεράστιος αριθμός τών Ορθοδόξων Χριστιανών πού ανήκουν σέ διαφορετικές εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες ήταν εκτός τών ορίων αυτών τών ιστορικών κανονικών δικαιοδοσιών.  Γιά παράδειγμα, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες από τήν πρώην Οθωμανική Αυτοκρατορία βρέθηκαν στή διασπορά τής Αμερικής, τής Αυστραλίας, τής Δυτικής Ευρώπης. Ιδίως τότε ό Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος (Μεταξάκης) διαμόρφωσε μιά εντελώς νέα θεωρία, ή οποία δέν ήταν προηγουμένως γνωστή στήν Ανατολική Εκκλησία: ότι ό Οικουμενικός Πατριάρχης είναι Οικουμενικός όχι μόνο λόγω τού τίτλου του, αλλά επειδη έχει οικουμενική δικαιοδοσία επί τού συνόλου της Ορθόδοξης Διασποράς. Αυτή ή άποψη, ή οποία δικαιολογείται από μιά πολύ ιδιαίτερη καί μονόπλευρη ανάγνωση τού 28ου κανόνα τής Χαλκηδόνας, έγινε η επίσημη θέση τού Πατριαρχείου τής Κωνσταντινούπολης. 

Δέν έγινε δεκτή από άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, ιδίως, από τήν Ρωσική Εκκλησία. Αλλά πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε ότι μεταξύ 1920 - 1950 ήταν μιά εποχή πού ό διορθόδοξος διάλογος ουσιαστικά δέν διεξήχθη. Στήν πραγματικότητα, ξεκίνησε στίς αρχές τής δεκαετίας τού '60 καί έχει συσχετιστεί μέ τήν εμφάνιση τής ιδέας τής σύγκλησης Πανορθόδοξης Συνόδου. Κατά την προετοιμασία αυτης τής Συνόδου ή επικοινωνία μεταξύ τών Ορθοδόξων Εκκλησιών έχει σημαντικά ενταθεί, καί εδώ, κατά τήν προετοιμασία τού συνοδικού έγγραφου αποκαλύφθηκε μιά σημαντική διαφορά στήν κατανόηση τού ρόλου τού πρώτου επισκόπου στήν Οικουμενική Εκκλησία. Ή Προετοιμασία γιά τήν Πανορθόδοξη Σύνοδο, ή οποία ξεκίνησε τό 1961, βρίσκεται ακόμη σέ εξέλιξη. Διαρκεί γιά περισσότερο από πενήντα χρόνια, καί οκτώ από τίς δέκα ερωτήσεις επιλύθηκαν κατά τή διάρκεια τής διαδικασίας στό προ - Συμβούλιο καί υπήρξε κάποια συναίνεση πού έχει καθορισθεί στά έγγραφα, τά οποία σήμερα βρίσκονται στήν προκαταρκτική κατάσταση. 

Αλλά πρέπει νά πούμε ότι τό θέμα τού πρωτείου στήν Οικουμενική Εκκλησία σέ αυτές δέν αγγίχτηκε. Κατά τήν προετοιμασία τών εγγράφων κάτ 'επανάληψη προέκυπταν κάποιες τριβές, οί οποίες συνέβησαν γιά λόγους διαφορετικής αντίληψης τής αρχής καί τού ρόλου τού πρώτου επισκόπου στήν οικουμενική Εκκλησία. Θά σάς φέρω ένα παράδειγμα από τίς πολύ πρόσφατες συζητήσεις σχετικά μέ τή διαδικασία χορήγησης τού αυτοκέφαλου, τό οποίο μπορεί νά τεθεί πρός συζήτηση καί νά αποφασιστεί στήν Πανορθόδοξη Σύνοδο. Οί αρχικές θέσεις τής Εκκλησίας τής Κωνσταντινουπόλεως, γιά παράδειγμα, καί τής Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν τελείως διαφορετικές. Ή Εκκλησία τής Κωνσταντινουπόλεως έκρινε ότι τό δικαίωμα γιά τή χορήγηση τού αυτοκέφαλου σέ κάθε τοπική εκκλησία θά πρέπει νά ανήκει στό θρόνο τής Κωνσταντινούπολης καί ό Τόμος τού αυτοκεφάλου νά υπογραφεί καί στή συνέχεια νά παραδοθεί στόν επικεφαλής τής νεοσύστατης Εκκλησίας από τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. 

Η αφετηρία μας ήταν ότι τήν αυτοκεφαλία μπορεί νά τήν παραχωρήσει σέ ορισμένα από τά τμήματά της εκείνη ή τοπική εκκλησία, στήν οποία ή νεοσύστατη Εκκλησία ήταν μέλος πρίν από τήν παραχώρηση τής αυτοκεφαλίας της. Βάση αυτού τό 1970 ή Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία χορήγησε τό αυτοκέφαλο στήν Ορθόδοξη Εκκλησία τής Αμερικής, καί ή Κωνσταντινούπολη δέν αναγνώρισε καί δέν τό αναγνωρίζει, επειδή διαφωνούν μέ αυτό τόν τρόπο παραχώρησης τού αυτοκέφαλου. Κατά τή συζήτηση τού θέματος τού αυτοκέφαλου, κατά τή Προκαταρκτική διαδικασία, επιτεύχθηκε συμφωνία σχετικά μέ τό πώς θα πρέπει νά παρέχεται στό μέλλον: ή συναίνεση βασίζεται στό γεγονός ότι ή παροχή τού αυτοκέφαλου θά πρέπει νά είναι μιά Πανορθόδοξη διαδικασία, στήν οποία συμμετέχουν όλες οί τοπικές εκκλησίες. 

Ό Τόμος περί τής αυτοκεφαλίας πρέπει να υπογραφεί από τούς αρχηγούς όλων τών Ορθοδόξων Εκκλησιών, ενώ ή πρώτη υπογραφή ανήκει στόν Πατριάρχη τής Κωνσταντινουπόλεως, αλλά μετά από αυτόν σύμφωνα μέ τήν τάξη στό δίπτυχο τήν εντολή υπογράφουν οί αρχηγοί τών άλλων τοπικών Εκκλησιών.  Παραμένει ανοικτό ερώτημα γιά τό πώς θά υπογραφούν. Τό Οικουμενικό Πατριαρχείο επιμένει ότι ή υπογραφή του Οικουμενικού Πατριάρχη πρέπει νά συνοδεύεται από κάποια ορολογία, πού τονίζει τήν πρωτοκαθεδρία της καί δηλώνει ότι αυτός παίρνει τή βασική απόφαση, ενώ ή υπογραφή τών άλλων Προκαθημένων επικυρώνει τήν συμφωνία τους μέ τήν απόφαση πού έχει ήδη ληφθεί. Μιά τέτοια διαδικασία γιά τήν υπογραφή τού Τόμου, πού προτάθηκε από τήν Κωνσταντινούπολη, ή Εκκλησία μας δέν τήν αποδέχθηκε.  

Υπάρχουν επίσης ανεπίλυτα ζητήματα πού σχετίζονται μέ τή διατύπωση τού Τόμου, αλλά είναι ακόμα ιδιωτικές υποθέσεις, αλλά κάποια γενική συμφωνία, συναίνεση σχετικά μέ τήν υπόθεση, ότι ή παροχή τού αυτοκέφαλου θά είναι ή συνέπεια τής Πανορθόδοξης διαδικασίας, υπάρχει ήδη ημέρα. Επιπλέον, υπάρχει συναίνεση ώς πρός τό ποιός θά συγκαλέσει Πανορθόδοξη Σύνοδο. Γνωρίζουμε από τήν ιστορία ότι οί οικουμενικές Σύνοδοι συγκαλούνται από τούς αυτοκράτορες. Οί αυτοκράτορες πλέον δέν υπάρχουν, δέν υπάρχει εκείνη ή πολιτική αρχή, ή οποία μπορεί νά παρέχει τή σύγκληση τής Συνόδου, τήν τάξη σέ αυτό καί τήν περαιτέρω λήψη τών συνοδικών αποφάσεων. Άρα πρέπει νά υπάρχει ένας πανορθόδοξος μηχανισμός. Ένας τέτοιος μηχανισμός έχει δημιουργηθεί, καί τό δικαίωμα νά συγκαλέσει Πανορθόδοξη Σύνοδος τό χορήγησε στόν Πατριάρχη τής Κωνσταντινούπολης, αλλά όχι ώς επικεφαλής τής οικουμενικής Εκκλησίας, αλλά ώς πρώτος μεταξύ ίσων μεταξύ τών Προκαθημένων τών κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών

Καί τό λάμβανε αυτό τό δίκιο, όχι επειδή ό θρόνος τής Κωνσταντινουπόλεως παίζει ένα παγκόσμιο ρόλο, αλλά επειδή αυτή ήταν ή συμφωνία πού ήταν ή συναίνεση τών τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών στίς πανορθόδοξες συναντήσεις. Μέ άλλα λόγια, ή Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία αναθέτει στόν Πατριάρχη Κων/πόλεως ορισμένα καθήκοντα συντονισμού, συμπεριλαμβανομένου τού δικαιώματος νά συγκαλέσει Πανορθόδοξη Σύνοδος. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, σύμφωνα μέ τήν καθιερωμένη πρακτική, μπορεί νά ενεργεί γιά λογαριασμό άλλων τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών άν ή Αυτοκέφαλη Εκκλησία έχει αναθέσει αυτήν τήν αρμοδιότητα σέ αυτόν ή τού τό ζητάνε αυτό, άν αυτό δέν συμβεί, θά ενεργεί ώς επικεφαλής τής τοπικής Εκκλησίας τής Κων/πόλεως. Γιά παράδειγμα, μέσα στίς επόμενες ημέρες θά γίνει μιά συνάντηση τού Πάπα Φραγκίσκου καί τού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου, καί στή Δύση, ιδίως στά κοσμικά μέσα ενημέρωσης, αυτή ή συνάντηση παρουσιάζεται ώς μιά συνάντηση τών επικεφαλής τής Καθολικής καί Ορθόδοξης Εκκλησίας, ωστόσο ό Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έχει κηρυχτεί ώς πνευματικός ηγέτης τών τριακόσιων εκατομμυρίων τού Ορθόδοξου πληθυσμού σέ όλο τό πλανήτη. 

Από τή δική μας σκοπιά, ό Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως συναντιέται μέ τόν Πάπα ώς κεφαλή τής Τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας τής Κωνσταντινουπόλεως, και όχι ώς επικεφαλής όλων τών Ορθοδόξων, γιατί ούτε ή Ρωσική Εκκλησία, ούτε οί άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες δέν τού έχουν αναθέσει αρμοδιότητα νά συναντηθεί εξ' ονόματός τους μέ τόν Πάπα. Ή Εκκλησία τής Ρώμης καί ή Εκκλησία τής Κωνσταντινουπόλεως έχουν μιά ιδιαίτερη ιστορική ευθύνη γιά τή διάσπαση πού σημειώθηκε στόν XI αιώνα, καί μέχρι σήμερα αυτό έχει αντίκτυπο στή ζωή τού κόσμου τού Χριστιανισμού, ώς έκ τούτου, τά βήματα πού ό Πάπας καί ό Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κάνουν ό ένας πρός τόν άλλον (καί οί ενέργειες αυτές ήταν πολλές, αρχίζοντας μέ τόν Πάπα Παύλο VI καί τόν Πατριάρχη Αθηναγόρα), φυσικά, είναι επίσης σημαντικά γιά τήν Ορθόδοξη πληρότητα. 

Ωστόσο, αυτές τίς συναντήσεις εμείς τίς αντιλαμβανόμαστε ώς συναντήσεις τών επικεφαλής τών τοπικών εκκλησιών-Ρώμης καί τής Κωνσταντινούπολης-ακόμη καί άν η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία σήμερα στά μάτια τών Καθολικών σέ όλο τόν κόσμο, καί στή διοικητική της δομή δέν είναι ή τοπική Εκκλησία τής Ρώμης αλλά Εκκλησία διάσπαρτη σέ όλο τό σύμπαν. Ή διαφορά στήν κατανόηση τής υπεροχής στήν Οικουμενική Εκκλησία πλήρως αποκαλύφθηκε καί φανερώθηκε στό θεολογικό διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων καί Καθολικών. Ό επίσημος διάλογος Ορθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικών κρατά περισσότερο από τριάντα χρόνια, από τό 1980. Στό πλαίσιο αυτού τού διαλόγου συζητήθηκαν διάφορα θέματα εκκλησιολογικά, θεολογικά καί εκκλησιαστικά μέ πρακτικό χαρακτήρα. Πολύ σημαντικό επίτευγμα, κατά τή γνώμη μου, είναι ότι τό 1993 ή Ορθόδοξοι καί Καθολικοί μαζί καταδίκασαν τήν Ένωση, δηλώνοντας ότι δεν είναι μιά αποδεκτή μέθοδος γιά τήν επίτευξη ενότητας. 

Γιά μάς τούς Ορθοδόξους, τό γεγονός αυτό ήταν εμφανές καί πρίν, επειδή ή ιστορία τής Εκκλησίας μάς δείχνει ότι ή ένωση δέν φέρει στούς Ορθοδόξους λαούς τίποτα εκτός από καταστροφή, διώξεις καί διακρίσεις. Καί σήμερα βλέπουμε από τίς ενέργειες τών Ουνιτών στήν Ουκρανία, ότι αυτοί δέν είναι φίλοι τής Ορθοδοξίας καί σέ καμία περίπτωση δέν είναι ό ενωτικός σύνδεσμος μεταξύ τής Ανατολικής Ορθοδοξίας καί Δυτικού καθολικισμού, όπως προσπάθησε μερικές φορές νά παρουσιάσει ή Δύση. Στήν πραγματικότητα, ή ένωση δημιουργήθηκε ειδικά ώς ένα ιεραποστολικό καί προσηλυτιστικό έργο, πού στόχο είχε τήν μετατροπή τών ορθόδοξων σέ καθολικούς. Οί Ουνίτες από τήν αρχή ήταν καί παραμένουν βαθιά εχθρικοί πρός τήν Ορθοδοξία. Αυτοί δέν είναι φίλοι τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, καί κάθε φορά πού οί πολιτικές συνθήκες συμβάλλουν στήν αναβίωση αυτής τής ένωσης, οί Ουνίτες τήν χρησιμοποιούν γιά νά προκαλέσουν όσο τό δυνατόν περισσότερο επώδυνα πλήγματα στούς Ορθοδόξους. 

Δηλώσεις, πού ακούγονται σήμερα από τό στόμα τών Ουνιτών επισκόπων, ξεκινώντας από τόν επικεφαλής τής ουκρανικής Ελληνικής Καθολικής Εκκλησίας, Αρχιεπίσκοπο Σβιάτοσλαβ Σέβτσιουκ καί τελειώνοντας μέ τούς απλούς ιερείς καί λαϊκούς - Ουνίτες, έχουν στόχο τόν διαμελισμό τής Ρωσικής Εκκλησίας. Είναι απροκάλυπτα εχθρικοί καί δείχνουν ότι ή Ένωση εξακολουθεί νά αποτελεί εμπόδιο στίς σχέσεις Ορθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικών καί είναι ακόμα ανοιχτή πληγή στό σώμα τού παγκόσμιου Χριστιανισμού. Έτσι, στό διάλογο Ορθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικών τουλάχιστον μία φορά καί τουλάχιστον στά χαρτιά ή Καθολική Εκκλησία αναγνώρισε ότι ή ένωση δεν είναι ό τρόπος γιά νά επιτευχθεί ή ενότητα. Αλλά, δυστυχώς, σέ αυτή τή θεωρητική αναγνώριση τής πλάνης τής ένωσης δεν έγινε κανένα πρακτικό βήμα, καί όταν πρότεινε ή Ορθόδοξη πλευρά νά προετοιμάσει ένα άλλο έγγραφο πού θά αντιμετώπιζε τίς κανονικές καί ποιμαντικές συνέπειες τής Ουνίτικης Εκκλησίας, ή Καθολική πλευρά κατηγορηματικά ήταν αντίθετη. 

 Ο διάλογος έχει ανασταλεί. Στή συνέχεια, έξι χρόνια αργότερα, τά μέρη επέστρεψαν στή συζήτηση, αλλά αποφασίστηκε νά συζητηθούν άλλα θέματα. Πρότειναν νά συζητήσουν τό θέμα τής υπεροχής τού Ρωμαϊκού επισκόπου, καί εδώ αναδείχτηκαν καί βρέθηκαν διαφορές όχι μόνο μεταξύ Ορθοδόξων καί Καθολικών, αλλά καί μέσα στήν οικογένεια τής τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτές οί διαφορές ήταν συνδεδεμένες μέ διαφορετικότητα στήν προσεγγίση τού θέματος, τήν οποία παρατηρούμε στήν Ορθόδοξη Ανατολή, αρχής γενομένης μέ τόν Πατριάρχη Μελέτιο (Μεταξάκη), δηλαδή από τό 1920. Μέ τί συγκρουστήκαμε κατά τήν διάρκεια τού διαλόγου Ορθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικών σχετικά μέ τό προτεινόμενο θέμα; Μέ τό ότι η Καθολική πλευρά πολύ αργά, πολύ ευγενικά προσπαθεί νά μάς επιβάλει τίς απόψεις της σχετικά μέ τήν υπεροχή τού Επισκόπου τής Ρώμης στήν οικουμενική Εκκλησία, επικαλούμενη τόσο τήν εκκλησιαστική ιστορία όσο καί διάφορα είδη εγγράφων τής πρώτης και δεύτερης χιλιετίας.   

Από τήν Ορθόδοξη πλευρά δέν έχει δοθεί μιά ορθή απάντηση σέ αυτές τίς δηλώσεις, σέ αυτές τίς απόψεις τών Καθολικών. Άν μιά τέτοια σαφή απάντηση υπήρχε στήν Ορθόδοξη παράδοση, τουλάχιστον, από τόν ΧΙ έως τόν ΧΙΧ αιώνα, καί είχαμε αυτό τό τεράστιο ποσό τών αποδεικτικών στοιχείων καί αναφορών, τώρα δέν υπάρχει, γιατί δέν υπάρχει ενότητα μεταξύ τών Ορθοδόξων Εκκλησιών ώς πρός τό ποιά προνόμια πρέπει νά απολαμβάνει ό πρώτος επίσκοπος καί άν είναι γενικά ό πρώτος μεταξύ ίσων. Η κατάσταση αυτή οδήγησε τήν Ιερά Σύνοδο τής Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας νά αναθέσει στήν Συνοδική Θεολογική Επιτροπή νά αναπτύξει ένα έγγραφο πού θά καθορίζει τή θέση τού Πατριαρχείου Μόσχας σχετικά μέ τήν υπεροχή τής καθολικής Εκκλησίας.  Αυτή ή εργασία τέθηκε ενώπιον τής Ιεράς Συνόδου τής Συνοδικής Βιβλικής Θεολογικής Επιτροπής, καί είχε στόχο νά αναπτύξει ένα κανονιστικό έγγραφο πού θα χρησιμεύσει ώς βάση γιά τή θέση τού Πατριαρχείου Μόσχας στό διάλογο μέ τή Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αλλά, φυσικά, θά έχει σχέση μέ τά προβλήματα τών διορθοδόξων σχέσεων επειδή τό θέμα της υπεροχής στήν οικουμενική εκκλησία δέν αφορά μόνο τή σχέση μεταξύ Ορθοδόξων καί Καθολικών, αλλά παρουσιάζεται καί στήν ημερήσια διάταξη τού διορθοδόξου διάλογου. 

Αυτό τό έγγραφο έχει συνταχθεί καί εγκριθεί από τήν Ιερά Σύνοδο τής Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, από τόν Δεκέμβριο τού περασμένου έτους. Οί βασικές διατάξεις τού παρόντος εγγράφου βασίζονται σέ δύο χιλιετίες θεολογική παράδοση τής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Κατά κύριο λόγο στό έγγραφο σχηματίζεται ή συναίνεση τών Ορθοδόξων Εκκλησιών σχετικά μέ τή σημασία τού πρωτείου σέ παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό υπάρχει καί σέ καμία περίπτωση δέν τό αρνείται ή Ρωσική Εκκλησία: τό έγγραφο αναφέρει ρητά ότι στήν οικογένεια τών τοπικών Ορθόδοξων Εκκλησιών τό πρωτείο ανήκει στόν Πατριάρχη τής Κωνσταντινούπολης, αλλά αμέσως διευκρινίζει ότι ανήκει σ 'αυτόν ώς πρώτου μεταξύ ίσων Προκαθημένων τών κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών.  

Περαιτέρω αναφέρεται, ότι τό ουσιαστικό περιεχόμενο τού πρωτείου καθορίζεται μέ συναίνεση τών τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών καί εκφράζεται, ιδίως, στίς Πανορθόδοξες συναντήσεις κατά τή διάρκεια τής προετοιμασίας τής Αγίας καί Μεγάλης Συνόδου τής Ορθοδόξου Εκκλησίας.  Εάν οποιαδήποτε συντονιστικά δικαιώματα αναθέτονται στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, δέν είναι επειδή είναι πιό σημαντικός από τούς άλλους, αλλά επειδή μέ αυτό συμφωνήσαν καί άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Τό έγγραφο επισημαίνει ότι στήν Αγία Εκκλησία τού Χριστού τό πρωτείο σε όλα τά πράγματα ανήκει στήν Κεφαλή τού Κυρίου καί Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ότι οποιαδήποτε άλλη μορφή τής ανωτερότητας είναι δευτερεύουσα σέ αυτή τήν αιώνια υπεροχή τού Κυρίου. Στή συνέχεια εξετάζεται τό πρωτείο σέ τρία επίπεδα τής Εκκλησίας: τή μητρόπολη, τήν τοπική εκκλησία καί τήν καθολική εκκλησία. 

Γιατί είναι έτσι δομημένο τό κείμενο; Επειδή τό 2007 στή Ραβέννα, κατά τήν απουσία εκπροσώπων τής Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εγκρίθηκε ένα Ορθόδοξο - Ρωμαιοκαθολικό έγγραφο γιά τήν καθολικότητα καί τήν πρωτοκαθεδρία στήν Οικουμενική Εκκλησία, όπου δόθηκε ακριβώς μιά τέτοια δομή στή συζήτηση τού θέματος καί προτάθηκε πολύ λάθος, κατά τήν άποψή μας, ή παρουσίαση τού υλικού, σύμφωνα μέ τήν οποία αναφέρεται πώς ό,τι αφορά τήν υπεροχή σέ ένα επίπεδο μπορεί νά μεταφερθεί αυτόματα σέ ένα άλλο επίπεδο. Όπως γνωρίζουμε καλά, ό πρωταρχικός ρόλος σέ κάθε επισκοπή ανήκει στόν επίσκοπο, καί εκεί δεν έχει ίσο:είναι επικεφαλής τής επισκοπής, καί όλα τά άλλα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων, γιά παράδειγμα, βοηθών επισκόπων καί τών πρεσβυτέρων, τόν υπακούν. Αλλά τώρα έχουμε δημιουργήσει τίς μητροπόλεις: σέ κάθε μία από αυτές υπάρχει μητροπολίτης καί επίσκοποι, στήν μυστηριακή σχέση είναι ίσοι, καί ό μητροπολίτης είναι ό πρώτος μεταξύ ίσων. 

Καί αποδεικνύεται ότι ή μητρόπολη - δεν είναι πιά επαρχία, αλλά είναι κάποια άλλη μορφή αυτο-οργάνωσης τής εκκλησίας. Υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα καί άλλες μορφές αυτο-οργάνωσης τής εκκλησίας, πού περιλαμβάνουν δύο ή περισσότερες επισκοπές, αρχιεπισκοπή, Μητροπολιτική περιοχή, αυτόνομη αυτοδιαχειριζόμενη ή αυτοκέφαλη Εκκλησία. Γνωρίζουμε ότι τήν άνευ όρων υπεροχή κατέχει σέ κάθε Τοπική Εκκλησία ό Προκαθήμενος, άν είναι Πατριάρχης, ή Αρχιεπίσκοπος ή μητροπολίτης, αλλά επίσης γνωρίζουμε ότι ώς επίσκοπος, αυτός είναι ό πρώτος μεταξύ ίσων. Έχει ορισμένα δικαιώματα σέ σχέση μέ άλλους επισκόπους, αλλά ό προκαθήμενος δέν είναι επίσκοπος τών άλλων επισκόπων, αλλά είναι επικεφαλής τής Εκκλησίας σέ ορισμένο έδαφος. Γιά παράδειγμα, άν μιλάμε γιά τή Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, ό Πατριάρχης είναι ό επίσκοπος τής πόλης τής Μόσχας.  

Σύμφωνα μέ τή λογική τού έγγραφου τής Ραβέννας, τά προνόμια, πού ανήκουν στόν πρώτο στό ίδιο επίπεδο, μπορεί νά μεταφερθούν στόν πρώτο και σε ένα άλλο επίπεδο, καί ώς έκ τούτου ή διακονία τών επισκόπων τής επαρχίας μπορεί νά σχετίζεται μέ τήν υπηρεσία τού μητροπολίτη στήν μητρόπολή του ώς Προκαθήμενου στήν τοπική εκκλησία καί ώς πρώτου επισκόπου στήν οικουμενική Εκκλησία. Μέ τέτοια προσέγγιση αυτού τού θέματος μέ μεγάλη χαρά συμφωνήσαν οί καθολικοί, γιατί, στήν πραγματικότητα, αντανακλά τήν καθολική αντίληψη τής διοικητικής δομής τής οικουμενικής Εκκλησίας, αλλά αυτό δέν μπορεί νά αποδεχθεί ή Εκκλησία μας, επειδή βλέπουμε στή μέθοδο αυτής τής θεολογικής συζήτησης τού θέματος τής υπεροχής μεθοδολογικό λάθος, πού οδηγεί σέ ψευδείς εκκλησιολογικές κατασκευές.. 

Στό κείμενο της Ραβέννας αναφέρεται ότι ή εκκλησία είναι δομημένη σύμφωνα μέ τήν εικόνα τής Αγίας Τριάδος, εμείς δέν διαφωνούμε μέ αυτό, όσον αφορά τίς λεπτομέρειες, καί άν μιλάμε γιά τό ρόλο τών επισκόπων στήν επισκοπή, μπορούμε πραγματικά να δούμε ότι αυτό είναι ό κεντρικός ρόλος. Υπάρχουν επίσης πατερικές ενδείξεις, πού μάς επιτρέπουν νά σχεδιάζουμε τό Τριαδικο μοντέλο γιά τήν δομή των επισκοπών, αυτά είναι τά λόγια τού Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, ότι ό επίσκοπος είναι ό Θεός Πατήρ, οί πρεσβύτεροι νά κάνουν διακονία των αποστόλων, κλπ. Αλλά όταν πρόκειται, γιά παράδειγμα, γιά τήν μητρόπολη καί τήν τοπική εκκλησία, δέν υπάρχουν θεολογικοί λόγοι γιά νά παρομοιάσουμε τόν προκαθήμενο τής τοπικής εκκλησίας ή τόν επικεφαλής τής μητρόπολης μέ τόν Θεό Πατέρα - δεν υπάρχουν τέτοια αποσπάσματα, δεν υπάρχουν τέτοιες πηγές στήν ορθόδοξη παράδοση. Έτσι, εδώ έχουμε νά κάνουμε μέ μιά άλλη μορφή πρωτείου καί συλλογικού πολιτεύματος στήν Εκκλησία. 

Ή Διοίκηση τής επαρχιακής Εκκλησίας μπορεί νά ονομάζεται συλλογική μόνο σχετικά, επειδή υπέρτατη δύναμη σέ αυτή δεν είναι τό επαρχιακό συμβούλιο, ούτε η επαρχιακή συνέλευση, ούτε κανένα είδος συλλογικού οργάνου  όλοι αυτοί οί οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένου τού εκκλησιαστικού δικαστηρίου, είναι συμπληρωματικοί, καί ή επίλυση εξακολουθεί νά είναι στά χέρια τού επίσκοπου. Ωστόσο στήν τοπική Εκκλησία ή απόφαση λαμβάνεται από τό Συμβούλιο τών Επισκόπων, τό οποίο είναι ή υπέρτατη αρχή. Στό επίπεδο τής Τοπικής Εκκλησίας υπάρχει μιά εντελώς διαφορετική οργάνωση - συνοδική διοίκηση, όπου υπάρχει ένας πρώτος μεταξύ ίσων, ό οποίος οδηγεί μιά συζήτηση, συντονίζει τή συνάντηση, αλλά οί αποφάσεις λαμβάνονται συνοδικά καί είναι δεσμευτικές γιά όλη τήν Εκκλησία, καθώς καί γιά τό πρώτο επίσκοπο.  Όσον αφορά την οικουμενική Εκκλησία, στήν ορθόδοξη παράδοση δέν υπάρχει κανένας απολύτως διοικητικός μηχανισμός, πού θά διοικούσε αυτή. 

Ή Οικουμενική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι δομημένη ώς μιά κοινότητα καί κοινοπολιτεία τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, κάθε μιά από τίς οποίες είναι ανεξάρτητη από τίς άλλες στήν διοίκησή της. Δέν έχουμε επικεφαλής τής Οικουμενικής Εκκλησίας, ο οποίος θά θεωρούνταν υψηλότερος, καί δέν θα ήταν ό πρώτος μεταξύ ίσων. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τά προβλήματα στό έγγραφο "Θέση τού Πατριαρχείου Μόσχας σχετικά μέ τό ζήτημα τής υπεροχής τής Οικουμενικής Εκκλησίας", λέμε ότι τό πρωτείο σέ κάθε ένα από αυτά τά τρία επίπεδα έχει διαφορετικό χαρακτήρα καί, ώς εκ τούτου, έχει διαφορετικές πηγές. Ποιά είναι ή πηγή τής ανωτερότητας πρός τούς επισκόπους στίς ενορίες; Ή Αποστολική Διαδοχή: Ό Επίσκοπος είναι διάδοχος τών Αποστόλων, πήρε τή δύναμή του μέσω συντονισμού σέ ευθεία αλυσίδα τής διαδοχής τών Αποστόλων. Ποιά είναι ή πηγή τής εξουσίας τού πρώτου επισκόπου τής τοπικής Εκκλησίας;  

Ή Εκλογή αυτού από τόν Προκαθήμενο τής Εκκλησίας στό Συμβούλιο των Επισκόπων, είναι ό επικεφαλής τής τοπικής εκκλησίας, όχι επειδή είναι ό διάδοχος τών αποστόλων, - όλοι οί άλλοι επίσκοποι επίσης είναι διάδοχοι τών αποστόλων αλλά επειδή εξελέγη από επισκόπους καί τού ανέθεσαν προνόμια, μέ τά οποία είναι συνδεδεμένη ή λειτουργία του Προκαθημένου. Καί ποιά είναι ή πηγή τής υπεροχής στήν Οικουμενική Εκκλησία;  Εδώ είναι ούτε ή αποστολική διαδοχή, ούτε ή εκλογή, αλλά τά δίπτυχα, δηλαδή ή καθεστηκυία τάξη τών τοπικών Εκκλησιών στούς επίσημους καταλόγους. Ό πρώτος επίσκοπος τής Οικουμενικής Εκκλησίας δέν εκλέγεται από τήν Οικουμενική εκκλησία - εκλέχτηκε στήν τοπική εκκλησία του καί ώς έκ τούτου, δέν έχει απολύτως τά ίδια δικαιώματα μέ τούς άλλους Προκαθημένους τών κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Όλες αυτές οί διαφορές, έχουμε προσπαθήσει νά τίς παρουσιάσουμε στή "Θέση του Πατριαρχείου Μόσχας σχετικά μέ τήν υπεροχή στήν Οικουμενική εκκλησία." 

Αυτό τό έγγραφο είναι μικρό, αλλά περιεκτικό καί ουσιαστικό, καί νομίζω ότι οί εξελίξεις πού θά συμβούν τά επόμενα χρόνια, ή θέση μας καί ή συμμετοχή μας σέ αυτές, θά αιτιολογούνται σέ μεγάλο βαθμό από τά συμπεράσματα πού υπάρχουν στό παρόν έγγραφο. Γιά παράδειγμα, τό 2016, εκτός καί άν υπάρχουν τυχόν εμπόδια θά πρέπει νά συγκληθεί Πανορθόδοξη Σύνοδος. Ή συμμετοχή μας σέ αυτή τήν σύνοδο είναι δυνατή μόνο εάν ή απόφαση θά ληφθεί μέ συναίνεση, μέ αρχή τήν λήψη αποφάσεων πού συμφωνήθηκε από τούς Προκαθημένους τών κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών κατά τή συνεδρίαση, ή οποία πραγματοποιήθηκε στις αρχές Μαρτίου στην Κωνσταντινούπολη. Γιατί είναι αυτό σημαντικό γιά εμάς; Επειδή πρέπει νά είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι καμία τοπική Εκκλησία δέν μπορεί νά επιβάλει οποιοδήποτε είδος απόφασης στήν άλλη Τοπική Εκκλησία, ότι καμία απόφαση της Πανορθόδοξης Συνόδου δέν θα γίνεται δεκτή είς βάρος της Εκκλησίας, ενάντια στίς επιθυμίες τών ανθρώπων τής Εκκλησίας μας.   

Ό Οικουμενικός Πατριάρχης υποστήριζε ότι όλες οί αποφάσεις λαμβάνονται από τήν Σύνοδο μέ πλειοψηφία, ώστε κάθε τοπική εκκλησία νά εκπροσωπηθεί από ένα ίσο ποσό επισκόπων. Αυτό δέν μάς ικανοποιεί κατηγορηματικά, γιατί με αυτό τόν τρόπο μπορούμε νά βρεθούμε σέ μιά τέτοια κατάσταση, πού θά λαμβάνονταν αποφάσεις πού δέν θά ήταν αποδεκτές από τήν Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Έτσι, τό ερώτημα ώς πρός τή μέθοδο τής συναίνεσης τής λήψης αποφάσεων ήταν τό κλειδί.  Έχουμε επιτύχει, αλλά υπάρχουν πολλά άλλα θέματα πού σχετίζονται μέ τήν ημερήσια διάταξη τής Πανορθόδοξης Συνόδου, τά θέματα πού θά συζητηθούν, άν θά είναι δυνατόν κατά τή διάρκεια τής Συνόδου νά προβεί σέ αλλαγές στά έγγραφα, τά οποία έχουν προετοιμαστεί έκ τών προτέρων, καί άν ναί, ποιά. Γιά παράδειγμα, πιστεύουμε ότι όλα τά έγγραφα πού πρέπει νά εγκριθούν θά πρέπει από πρίν νά υιοθετηθούν καί νά συμφωνηθούν από τίς Συνόδους τών Ορθοδόξων Εκκλησιών, μόνο τότε μπορούμε να έχουμε ειρήνη τού μυαλού γιά νά πάμε στήν Πανορθόδοξη Σύνοδο. 

Έξ ίσου σημαντικό παρουσιάζεται καί τό θέμα τού πρωτείου στήν Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως είναι η κατανόηση γιά τό πώς αντιλαμβανόμαστε τήν υπεροχή, πού είναι άμεσα συνδεδεμένη μέ τήν πρακτική τής εκκλησιαστικής ζωής. Πιστεύουμε ότι σέ κάποιο βαθμό καταφέραμε νά βρούμε μιά ισορροπία μεταξύ τών θέσεων τών τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών γιά τό θέμα αυτό. Τήν ίδια στιγμή, αυτή ή ισορροπία είναι μάλλον αρκετά εύθραυστη, επειδή ακόμα καί ή δημοσίευση τού εγγράφου μας σχετικά μέ  τήν υπεροχή στήν Εκκλησία προκάλεσε αρκετά ασαφείς αντιδράσεις στήν τοπική εκκλησία, ιδίως στό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Ό ίδιος δέν έχει απαντήσει επίσημα στό έγγραφό μας, αλλά μια σειρά από επίσκοποι καί θεολόγοι τής Ορθόδοξης Εκκλησίας τής Κωνσταντινούπολης μίλησαν επικριτικά γιά αυτό. 

Γιά παράδειγμα, ό Μητροπολίτης Προύσης Ελπιδοφόρος ώς απάντηση στό έγγραφό μας δημοσίευσε ένα άρθρο μέ πολύ εύγλωττο τίτλο "Πρώτος χωρίς ίσο", στήν οποία αποδεικνύει ότι ο Πατριάρχης τής Κωνσταντινούπολης δέν είναι primus inter pares (πρώτος μεταξύ ίσων) αλλά primus sine paribus, πού σημαίνει "πρώτος χωρίς ίσους", επειδή, σύμφωνα μέ τόν ίδιο, ώς επίσκοπος τής Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, αυτός είναι πραγματικά ό πρώτος μεταξύ ίσων, αλλά ώς Προκαθήμενος τού ανώτερου θρόνου - είναι μοναδικός στό είδος του καί δέν υπάρχει ίσος μέ αυτόν. 

Όλα αυτά τά προβλήματα σήμερα είναι μεγάλης σημασίας γιά τήν εσωτερική ύπαρξη τής Ορθόδοξης Εκκλησίας καί γιά τό διάλογο Ορθοδόξων-Καθολικών, καί θά ήθελα πολύ νά μελετήσετε προσεκτικά αυτό τό έγγραφο καί νά γνωρίζετε τά επιχειρήματα, μέ τά οποία ή Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία οδηγεί στή στήριξη τής θέσεώς της, γιά νά καταλάβετε ξεκάθαρα, ποιά ήταν τά κίνητρα γιά τίς ενέργειές μας στόν διάλογο Ορθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικών, καί στήν διορθόδοξη συνεργασία στήν προετοιμασία τής Αγίας καί Μεγάλης Συνόδου."