23 Ιουνίου, 2014

ΙΔΟΥ ΓΙΑΤΙ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΝΟΔΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΟ 2009 Ο ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ ΣΗΜΕΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΣΤΕΡΓΙΟΥ

Του... πήραν την υπογραφή και 4.000 ευρώ

Τρεις αρχιμανδρίτες, ιερομόναχοι της Μονής Αγίας Παρασκευής Μαζίου Μεγάρων, εκ των οποίων ο ένας κατέχει τη θέση του ειδικού συμβούλου της Αρχιγραμματείας της Ιεράς Συνόδου, είναι οι πρωταγωνιστές της περιπέτειας που βίωσε ιεροδιάκονος της ίδιας μονής που παράλληλα είναι και ιατρός και η οποία θα μπορούσε να είχε τίτλο «Αμαρτήσαμε για 4.000 ευρώ».

Ο 37χρονος ιεροδιάκονος Ευπρέπιος Αποστολόπουλος (κατά κόσμον Δημήτριος), ιατρός (συμβεβλημένος με το ΤΕΒΕ Μεγάρων), ανήκε περίπου δέκα χρόνια στο δυναμικό της Μονής Αγίας Παρασκευής που αριθμεί περίπου δέκα μοναχούς και με ευλάβεια τη διακονούσε εγκαταβιώνοντας σε αυτή.

Ο ιατρός και ιεροδιάκονος, όπως ο ίδιος είπε κατέθετε όσα χρόνια εγκαταβιούσε στη μονή το μισθό του (περίπου 1.000 ευρώ το μήνα) στο μοναστήρι ως ενίσχυση καθώς και την επιστροφή φόρου που ελάμβανε κάθε χρόνο. Το 2008 όμως, αποφάσισε να πάρει ο ίδιος την επιστροφή του φόρου κι έτσι δεν υπέγραψε την εξουσιοδότηση προς τους μοναχούς για να εισπράξουν αυτοί την επιστροφή.

Όταν πήγε στην τράπεζα για να ρωτήσει για την είσπραξη επιστροφής φόρου, πληροφορήθηκε έκπληκτος ότι ο αρχιμανδρίτης Αμφιλόχιος Στεργίου (ειδικός σύμβουλος της αρχιγραμματείας της Ιεράς Συνόδου) είχε ήδη εισπράξει την επιταγή που είχε εκδοθεί από τη ΔΟΥ στο όνομα του Ευπρέπιου Αποστολόπουλου!

Αναστατωμένος ζήτησε το φάκελο από την τράπεζα κι εκεί διαπίστωσε πως κάποιοι ή κάποιος αντέγραψαν την υπογραφή του και εισέπραξαν το ποσό των 3.895 ευρώ. Μάλιστα, μαζί με την «μαϊμού» εξουσιοδότηση υπήρχε και φωτοτυπία της αστυνομικής ταυτότητας που είχε παραδώσει προ δέκα ετών ως λαϊκός ο σημερινός ιεροδιάκονος, δηλαδή ταυτότητα που δεν είναι σε ισχύ. «Από τότε έχω εκδώσει άλλες δύο ταυτότητες» μας λέει ο Ευπρέπιος.

Ο ιεροδιάκονος πήγε αναστατωμένος στη μονή και ζήτησε εξηγήσεις από τον αρχιμανδρίτη Αμφιλόχιο, τον αρχιμανδρίτη Ευλόγιο Σάλτα και τον ηγούμενο Χρυσόστομο Κουλουριώτη.  Όπως είπε στην «Espresso 5/2/2009» ο ιεροδιάκονος, ο ηγούμενος του εξομολογήθηκε ότι ήταν δική του ιδέα να αντιγράψουν στην εξουσιοδότηση την υπογραφή του 37χρονου ιατρού-ιεροδιάκονου, την οποία στη συνέχεια επικύρωσε ως γνήσια ο αρχιμανδρίτης Ευλόγιος.

Την εξουσιοδότηση έδωσαν στη συνέχεια στον π. Αμφιλόχιο Στεργίου ο οποίος και εισέπραξε από την τράπεζα το ποσό. Ο Ηγούμενος αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος παρακάλεσε τον ιεροδιάκονο να μη δοθεί συνέχεια στο θέμα και του επέστρεψε το ποσό των 3.895 ευρώ. «Αισθάνθηκα πολύ άσχημα που με εξαπάτησαν» μας λέει ο Ευπρέπιος και αμέσως πήγε στον μητροπολίτη Μεγάρων κ. Βαρθολομαίο στον οποίο είπε τι συνέβη.

Ο Μητροπολίτης όντας και νομικός, αφού κάλεσε και τον πρωτοσύγκελο της μητροπόλεως Δωρόθεο Μουρτζούκο, είπε στον ιεροδιάκονο να καταθέσει μήνυση, αλλά ο πατέρας Δωρόθεος είχε άλλη άποψη. «Άποψή μου ήταν το θέμα να σταματήσει αφού η παρεξήγηση λύθηκε και τα χρήματα επεστράφησαν, δηλαδή, δεν πραγματοποιήθηκε αυτό που είχαν σκεφθεί (οι τρεις μοναχοί) να κάνουν» δήλωσε ο πρωτοσύγκελος κ. Δωρόθεος σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε μαζί του και συνέχισε:

«Είπαμε να μη φτάσουμε στα άκρα και ο Ευπρέπιος συμφώνησε... Βέβαια, δεν ήταν και ό,τι καλύτερο η πράξη αυτή των ιερομόναχων...».........


Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ O ΠΑΝΩΤΗΣ ΚΑΙ Η ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΗ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ 1928

 
*Δημιουργήθηκε από Π.ΒΟΙΩΤΟ 23/6/2014  
 1)Ο γεωγραφικός χάρτης του σημερινού Ελληνικού Κράτους υπήρξε Επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπό την εξάρτηση και εκκλησιαστική δικαιοδοσία και προστασία της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, και μετά τους απελευθερωτικούς αγώνες από τον Τουρκικό ζυγό (1821), κατέστη Κράτος με σύνορα διεθνή.  Επειδή, από το Κανονικό Δίκαιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, κάθε Χριστιανικό Κράτος δικαιούται να έχει και Αυτοκέφαλη Εκκλησία, το νεοσύστατον Ελληνικό Κράτος ζήτησε από το Φανάρι (=Οικ. Θρόνος), το «Αυτοκέφαλον» της Ορθοδόξου Εκκλησίας του δικαίωμα που του παρέχουν οι θείοι και Ιεροί Κανόνες: «........τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις, και των εκκλησιαστικών παροικιών η τάξις ακολουθείτω», (Καν. ΙΖ' της Δ' Οικ. Συν. πρβλ. Καν. ΛΗ' ΣΤ' Oικ Συν).

Επί των διατάξεων του ιερού τούτου Κανόνα οι μεγάλοι Βυζαντινοί Κανονολόγοι αποφαίνονται ρητά και κατηγορηματικά: «...ο δε λέγει τούτο εστίν... ο δε βασιλεύς πόλιν, εκ νέου εκαίνισεν, ή και αύθις καινίσοι, ου φιλονικήσει περί αυτής ο γειτνιάζων επίσκοπος και υπό την παροικίαν αυτού ποιήσαι ταύτην επεγκαλέσει, αλλά τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις ακολουθήσει ώστε εκείνης της επαρχίας ή παροικίας τον επίσκοπον ταύτην υφ' εαυτόν έχειν, εις ήν αυτή εναπεγράφη και εναπετέθη τελείν.... Μονονουχί τούτο των Πατέρων λεγόντων, ότι επί τη βασιλική εξουσία αντιπίπτειν ου δυνάμεθα τοις τυπουμένοις παρά των Βασιλέων εν τούτοις ακολουθήτω η εκκλησιαστική τάξις...» (Σύνταγμα Θείων & Ιερών Κανόνων. Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, τόμ. Β', σχόλια Βυζαντινών Κανονολόγων: I. Ζωναράς, Θ. Βαλσαμώνο, Αλ Αριστηνός. σελ 258-263 ).

Τo Φανάρι μη δυνάμενο «να πράξει άλλως, υποχρεώθηκε, κάτω από το βάρος των Κανονικών διατάξεων, να παραχωρήσει το «Αυτοκέφαλον»  στην Εκκλησία της Ελλάδος με τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850. ο οποίος ορίζει με κατηγορηματικότητα, ως και οι Θείοι και Ιεροί Κανόνες διακελεύουν: «....... Δια του παρόντος Συνοδικού Τόμου ίνα η εν τω Βασιλείω της Ελλάδος Ορθόδοξος Εκκλησία, αρχηγόν έχουσα και κεφαλήν, ως και πάσα η καθολική και Ορθόδοξος Εκκλησία, τον Κύριον και Θεόν και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν, υπάρχη του λοιπού κανονικώς αυτοκέφαλος, υπερτάτην εκκλησιαστικήν αρχήν γνωρίζουσα Σύνοδον διαρκή συνισταμένην εξ αρχιερέων, προσκαλουμένων αλληλοδιαδόχως κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας πρόεδρον έχουσαν τον κατά καιρόν ιερώτατον Μητροπολίτην Αθηνών  και διοικούσαν τα της Εκκλησίας κατά τους θείους και ιερούς κανόνας, ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως... δαψιλεύομεν δε αυτή και πάσας τας προνομίας και πάντα τα κυριαρχικά δικαιώματα τα τη ανωτάτη εκκλησιαστική αρχή παρομαρτούντα....... 

Eπ' αυτοίς ουν τοις όροις αναγορεύει και κηρύττει την εν Ελλάδι Εκκλησία αυτοκέφαλον και την εν αυτή Σύνοδον αδελφήν εν Πνεύματι εαυτής τε και πάσης άλλης ανά μέρος Ορθοδόξου Εκκλησίας... και άγρυπνον προσοχήν εις την ορθόδοξον διδασκαλία» του ποιμνίου, εις ό το Πνεύμα το άγιον επέστησε ποιμαίνειν...».

2)Το έτος 1866 ο Οικουμενικός Θρόνος για τον ίδιο ακριβώς Κανονικό λόγο επέτρεψε και πάλιν «άνευ όρων»  ήτοι: «ολοσχερώς… από πάσης εξαρτήσεως του Οικουμενικού Θρόνου… από τούδε και εις τον εξής άπαντα χρόνον» την ενσωμάτωση στην Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, τις Εκκλησίες των Επαρχιών της Επτανήσου επί των οποίων «εκέκτητο προνόμια». Συγκεκριμένα αποφαίνεται, αναφερόμενος και στις διατάξεις του βασικού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου που παραχωρεί στην Εκκλησία της Ελλάδος το Αυτοκέφαλον: «...Ταύτα φαμέν... η μετριότης ημών, διασκεψαμένη μετά της περί αυτήν Αγίας και Ιεράς Συνόδου, επειδή κατείδομεν  την περί ής ο λόγος ένωσιν της Εκκλησίας της Επτανήσου προς την της Ελλάδος εύλογον μεν άλλως και, ως ειπείν, φυσικήν  ούσαν συνέπειαν τοις εν τοις πολιτικοίς πράγμασιν αφομοιώσεως, ομολογουμένως εναπαιτούσης και την των εκκλησιαστικών...... διά ταύτα απεδεξάμεθα κοινή συνοδική γνώμη την αίτησιν και αξίωσιν της εν Χριστώ αγαπητής ημών αδελφής αγιωτάτης Συνόδου, ως σύμφωνον της αξιοχρέω εκκλησιαστική ημών μερίμνη...... και ευχαρί σννεπινεύσει συναποφηνάμενος την χειραφέτησιν των ειρημένων επαρχιών από πάσης εξαρτήσεως αυτών προς τον καθ' ημάς αγιώτατον Οικουμενικόν Θρόνον απενείμαμεν και μετεβιβάσαμεν αυτάς τη κανονική προστασία, της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, αφοσιώσαντες και αναθεμένοι ολοσχερώς τη πνευματική και εκκλησιαστική αυτής δικαιοδοσία... ίνα αι ανωτέρω ονομαστί απαριθμησθείσαι αγιώταται επαρχίαι της Ιονικής Επτανήσου υπάρχωσιν από τούδε και εις τον εξής άπαντα χρόνον και λέγονται και παρά πάντων γιγνώσκωνται συνηνωμέναι και συνημμέναι τη Ορθοδόξω  Αυτοκεφάλω Εκκλησία της Ελλάδος και μέρος αυτής αποτελούσαι αναπόσπαστον υπαγόμεναι υπό την δικαιοδοσίαν και προστασίαν της αγιωτάτης Συνόδου της Εκκλησίας ταύτης και προς αυτήν αναφερόμεναι και άμεσον έχουσαι την σχέσιν και αναφοράν εν πάσαις ταις εμπιπτούσαις πνευματικαίς και εκκλησιαστικαίς υποθέσεσι συν τω μνημοσύνω και του ονόματος αυτής... »

3)Το έτος 1882 και πάλιν ο Οικ. Θρόνος υπήγαγε, «άνευ όρων» τις Επαρχίες Ηπείρου και Θεσσαλίας στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία του Βασιλείου της Ελλάδος αποφαινόμενος: «Ό δη και ο ιερώτατος Φώτιος εδήλου άλλοτε, λέγων, τα εκκλησιαστικά, και μάλιστα γε τα περί των ενοριών δίκαια ταις πολιτικαίς επικρατείαις και διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι είωθεν... ανηνέχθημεν δε τη καθ' ημάς αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία... όπως κατά την ανέκαθενεν τη Εκκλησία κρατήσασαν τάξιν αι ειρημέναι παροικίαι απολυθώσι και εκκλησιαστικώς από τον καθ' ημάς αγιωτάτου Οικουμενικού Πατριαρχικού θρόνου και προσαρτηθώσι τη αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος, αποτελούσαι του λοιπού μέρος ταύτης αδιάσπαστον και αχώριστον...... επειδή κατείδομεν ότι η υπό του αγιωτάτου Οικουμενικού Πατριαρχικού Θρόνου απόλυσις των ειρημένων εκκλησιαστικών παροικιών και η τούτων εκχώρησις τη αγιωτάτη αυτοκεφάλω Εκκλησία της Ελλάδος αναγκαίως εναπαιτείται ένεκα της επ' εσχάτων επελθούσης πολιτικής αυτών ενώσεως μετά του θεοφρουρήτου Βασιλείου της Ελλάδος, και πρέπουσα άμα και λυσιτελής καθόλου αποβαίνει εις τα πνευματικά αυτών συμφέροντα, προθύμως απεδεξάμεθα την αίτησιν κοινή και ομοφώνω γνώμη συνευδοκήσαντες. Και δή γράφοντες αποφαινόμεθα αγίω Πνεύματι. τας εν ταις πολιτικώς τω Βσσιλείω της Ελλάδος άρτι εκχωρησθείσαις χώραις κειμένας τη καθ' ημάς δε αγία του Χριστού Εκκλησία μέχρι του νυν κανονικώς υπαγομένας μητροπολιτικάς και επισκοπικάς παροικίας. Ως και τας εν αυταίς υπαρχούσας ιεράς Πατριαρχικάς και σταυροπηγιακάς μονάς είναι δια παντός του λοιπού και λέγεσθαι και παρά πάντων γιγνώσκεσθαι και εκκλησιαστικώς ηνωμένας, και συνημμένας αναποσπάστως τη αγιωτάτη αυτοκεφάλω Εκκλησία της Ελλάδος και υπό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας ταύτης διακυβερνάσθαι, προς αυτήν τε έχειν την κανονικήν και άμεσον υποταγήν και αναφορά», και του ονόματος αυτής μνημονεύειν... ».

4)To έτος 1928, ότε υπήχθησαν στο Ελληνικό Κράτος οι επαρχίες της Μακεδονίας και της Θράκης και η Ελληνική Πολιτεία, με το αυτό Νομοκανονικό Δικαίωμα που έχει, ζήτησε και πάλι τη θρησκευτική υπαγωγή των επαρχιών αυτών στο βασίλειο της Ελλάδος, το Φανάρι «σφύριξε, αρχικά, αδιάφορα», όμως στη συνέχεια κατενόησε, ότι δεν μπορεί να μείνει στην αδιαφορία, «την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενο», καταπατώντας, ετσιθελικά την επικρατούσα απαράβατη Κανονική Τάξη της Εκκλησίας του Χριστού, (την οποία τήρησαν κατά γράμμα και με θρησκευτική ευλάβεια, ο Πατριαρχικός Συνοδικός Τόμος του 1850, και οι μετέπειτα Πατριαρχικές Σύνοδοι, του 1866 και 1882, όσον αφορά τις επαρχίες της Δωδεκανήσου της Ηπείρου και της Θεσσαλίας) και κατά το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν», αλλά και με περισσή αυθαιρεσία, δεσποτισμό, αδιαφορία, ασυδοσία, απύθμενο ψεύδος, άκρατο βαρβαρισμό, και με μονομερή και δαιμονιώδη αναμόχλευση αναιρεί τα πάντα, και κατά τη λογική του άρχοντα του θεάτρου σκιών, «και τα δικά σου δικά μου» με στυγνή και ξύλινη «Φαναριώτικη γλώσσα», αλλά και με τη «λογική» του «ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει», αποφασίζει αδίστακτα και «γυμνή τη κεφαλή» τα εξής τραγελαφικά: «Ακλόνητον την βάσιν της Κανονικής τάξεως έχουσα και διαφυλάττουσα η Αγία του Χριστού Εκκλησία εν τη της εκκλησιαστικής διοικήσεως... τηρουμένου τον επί των επαρχιών τούτων ανωτάτου Κανονικού δικαιώματος του αγιωτάτου πατριαρχικού Οικουμενικού Θρόνου, η διοίκησις εν τοις επί μέρους των επαρχιών τούτων διεξάγηται εφεξής επιτροπικώς υπό της πεφιλημένης αγιωτάτης αδελφής Εκκλησίας της Ελλάδος, προφρόνως αποδεξαμένης, συναινούσης και κυρούσης και της εντίμου Ελληνικής Πολιτείας, όπως κατά την παράκλησιν της Μητρός Εκκλησίας αναλάβη την εντολήν ταύτην ενεργουμένην επί τοις εξής κυρωθείσιν εκκλησιαστικώς τε και πολιτικώς γενικοίς όροις ». Τα αναφερόμενα στην ως άνω Πατριαρχική Πράξη του 1928 δεν ανταποκρίνονται, ποσώς, στην αλήθεια. Το Φανάρι,  «γυμνή τη κεφαλή», έναντι των κατηγορηματικών και απαράβατων διατάξεων των Θείων και Ιερών Κανόνων, των τελεσίδικων και απαράβατων ΟΡΩΝ του βασικού Πατριαρχικού Συνοδικού Τόμου του 1850, των Πατριαρχικών Αποφάσεων του 1866 και 1882, της Τάξεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού και της εκκλησιαστικής Παραδόσεως, δεν υπηρετεί, ποσώς, την αλήθεια, αλλά ψεύδεται και μάλιστα ασυστόλως!!

ΔΙΟΤΙ:α) Στην Απόφασή του αυτή το Φανάρι δηλώνει ενσυνείδητα και με κατηγορηματικότητα ότι: όσα περιλαμβάνει στην πράξη του αυτή. έχει ως γνώμονα την: «Ακλόνητον βάσιν της Κανονικής τάξεως...». Ω της αποκοτιάς! Ώ της παραφροσύνης Ώ του ψεύδους. Ουδέν αναληθέστατον τούτων. Αντίθετα, τo Φανάρι παραβιάζει βάναυσα, ποδοπατεί ασύστολα, και βαρβαρίζει με κυνικότητα, όχι μόνον επί της Κανονικής τάξεως της Εκκλησίας του Χριστού, αλλά ασχημονεί ενσυνείδητα, και επί των ΟΡΩΝ του βασικού και απαραβίαστου Συνοδικού Τόμου του 1850, και των μεταγενεστέρων Συνοδικών Πατριαρχικών Αποφάσεων του 1866, και 1882, ως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω.

β)Ισχυρίζεται επίσης το Φανάρι, όλως ανερυθρίαστα, ότι τηρεί «Το ανώτατο κανονικό δικαίωμα του Πατριαρχικού Οικουμενικού θρόνου», χωρίς και να αναφέρει συγκεκριμένα και αυτολεξεί, ως τούτο απαιτείται, σε ποίους ακριβώς Θείους και ιερούς Κανόνες αναφέρεται και εδράζεται αυτό τo ανύπαρκτο ανώτατο κανονικό Πατριαρχικό του δικαίωμα; Αγνοεί, άραγε, το Φανάρι, ότι έναντι των διατάξεων των Θείων και Ιερών Κανόνων δεν επιτρέπονται ποσώς διακρίσεις και προσωληψίες; Οτι όλες οι ομόδοξες Ορθόδοξες εκκλησίες έναντι των Θείων και Ιερών Κανόνων και της ισχύουσας Εκκλησιολογικής Τάξεως έχουν τα αυτά και ίσα Κανονικά δικαιώματα, απαιτήσεις, και υποχρεώσεις, σε οτιδήποτε, και για οτιδήποτε; «Μονονουχί τούτο των Πατέρων λεγόντων».

γ)Ακόμη δεν είναι αλήθεια το υποστηριζόμενον από το Φανάρι, ότι αποδέχτηκε η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, και η Ελληνική Πολιτεία, ότι η διοίκηση των επαρχιών αυτών θα «διεξάγεται επιτροπικώς» γιατί είναι τοις πάσι γνωστόν, ότι η επιτροπεία δίνεται μόνον σε κοινωνίες, που δεν έχουν νόμους και Δικαιοσύνη: «ου γαρ οίον τε ανθρώπους άνευ νόμων και δίκης ζήν, όταν ουν ταύτα τα δυο εκ του πλήθους εκλίπη, ό τε νόμος και η δίκη, τότε ήδη εις ένα αποχωρείν την επιτροπίαν τούτων και φυλακήν » (Πλάτων, Προτρεπ.). Όμως, σε ένα κυρίαρχο Κράτος με διεθνή σύνορα, νόμους, και δικαιοσύνη, το Κανονικόν Αυτοκέφαλον της Εκκλησίας δίνεται χωρίς καμίαν απολύτως δέσμευση, «άνευ όρων», και οι προσαρτώμενες Επαρχίες και παροικίες σ' αυτό είναι υπό την πλήρη εκκλησιαστική δικαιοδοσία της, εντός των γεωγραφικών ορίων του κυρίαρχου Κράτους Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, και ουδεμία άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία δύναται να επεμβαίνει στα εσωτερικά της ζητήματα!! Δύο «κεφαλές» σε μια Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία δεν χωράνε, γιατί: «Τους επισκόπους εκάστου έθνους ειδέναι χρη τον εαυτοίς πρώτον, και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν», (Καν. Δ' Αγίων Αποστόλων) .Επ' αυτού είναι γνωστή η άμεση, σθεναρή, και σκληρή αντίδραση και Απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος επί Αρχιεπισκόπου αείμνηστου κυρού ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ο οποίος εισηγήθηκε στην τότε Ιερά Σύνοδο, ότι: «πρέπει να διακόψουν κάθε δεσμό οι Μητροπόλεις Μακεδονίας Θράκης με το Πατριαρχείον», αλλά διότι τότε το Πατριαρχείον αντιμετώπιζε προβλήματα, ζήτησε «να εγκρίνουν οικονομίαν προσωρινής λύσης». Η γενναία αυτή αντίδραση έγινε, αμέσως, όταν έγιναν γνωστοί οι εν αγνοία της Αυτοκέφαλης Ελλαδικής Εκκλησίας, και της Πολιτείας, εκδοθέντες αντικανονικοί και αντεθνικοί απαράδεκτοι αυτοί ΟΡΟΙ του Φαναρίου, που κατέστησαν ανυπόληπτη πλέον την Πράξη του 1928. Απόδειξη τούτου αποτελεί και το γεγονός, ότι η Πράξη αυτή του 1928. ούτε η Εκκλησία, ούτε και η Ελληνική Πολιτεία δέχτηκαν, ως έχει, να συμπεριληφθεί στο ν.590/77, «Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος».

Και τούτο σημαίνει, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η Πατριαρχική αυτή Πράξη του Φαναρίου, ως έχει είναι άνευ Νομοκανονικής, Εκκλησιολογικής, και Εθνικής ισχύος, και συνεπώς ευρισκόμενη υπό σοβαράν αμφισβήτηση, δεν πρόκειται οι όροι της αυτοί να γίνουν ΠΟΤΕ αποδεκτοί ως έχουν ακριβώς. από την Ελληνική Πολιτεία και την Αυτοκέφαλη  ΟΡΘΟΔΟΞΗ  Εκκλησία του. Το υποστηριζόμενον, επίσης, από το Φανάρι, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος και η Πολιτεία «συναίνεσαν στην κύρωση» των υπό αμφισβήτηση όρων της Πράξεως του 1928, δεν ανταποκρίνεται διόλου στην αλήθεια. Η Πολιτεία ζήτησε την υπαγωγή των Επαρχιών αυτών, (Μακεδονίας - Θράκης), στην δικαιοδοσία της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως ακριβώς το ζήτησε και για τις ως άνω επαρχίες, Επτανήσου, Ηπείρου, και Θεσσαλίας, με το Εθνικοκανονικό δικαίωμα που έχει, και το αίτημά της αυτό έγινε επανειλημμένως αποδεκτό από τον Οικουμενικό Θρόνο, και μάλιστα, «άνευ όρων», γιατί γνώριζαν, τα τότε Συνοδικά μέλη του Οικ. Θρόνου, ότι το «Αυτοκέφαλον», σε μια Εκκλησία κυρίαρχου Κράτους δεν δίνεται με όρους, «κουτσουρεμένο», αλλά «αυτούσιο» και με το δικαίωμα να εκτείνεται η δικαιοδοσία τούτου σε όλη την έκταση της Ελληνικής Επικράτειας, χωρίς την επέμβαση άλλης Ορθοδόξου Εκκλησίας στα ζητήματά της. Οφείλει λοιπόν, το Φανάρι, αν σέβεται τους Θείους και Ιερούς Κανόνες, και τον Θεσμόν που εκφράζει, να απόσχει από κάθε επέμβαση στα εσωτερικά της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, και αποδεχόμενο το Κανονικό και αναφαίρετο αυτό δικαίωμά της, να εκτείνεται η δικαιοδοσία της σε όλο τo μήκος και το πλάτος του Ελληνικού Κράτους, να περιοριστεί εστιάζοντας την προσοχή του, στις υπ' αυτό Εκκλησίες: της Ευρώπης, Αμερικής, Αυστραλίας, Καναδά, και γενικώς στο Δυτικό Ορθόδοξο κόσμο, (τον απόδημο Ελληνισμό), και να αφήσει ήσυχη την Ελλαδική Αυτοκέφαλη Εκκλησία, ώστε ανεπηρέαστη να επεκτείνει την διοικητική της πνευματική δραστηριότητα και Εξουσία: σε Κρήτη, Δωδεκάνησα και Άγιον Όρος. σε όλο δηλαδή το εύρος των γεωγραφικών διεθνών συνόρων της Ελληνικής Επικράτειας, όπως ακριβώς τούτο προστάζουν και απαιτούν οι Θείοι και Ιεροί Κανόνες, της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, αλλά και ο Οικ. θρόνος που κατ' επανάληψη έχει συνταχθεί ανεπιφύλακτα προς τούτο άνευ ουδεμιάς αντιλογίας ή προβολής όρων, (Συνοδικός Τόμος του 1850, και Πατριαρχικές Πράξεις του 1860 & 1882).

δ)Οι υπό αμφισβήτηση Όροι στην Πράξη του 1928, προστέθηκαν από το Φανάρι, μονομερώς και εν αγνοία της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Πολιτείας δύο μήνες μετά (4-9-1928), από την έκδοση του σχετικού αιτήματος από το Ελληνικό Κράτος, (ν.3615/4-7-1928), διό και δεν έχουν γίνει, ούτε και θα γίνουν αποδεκτοί ποτέ, όχι μόνο γιατί είναι αντίθετοι προς τις ρητές και κατηγορηματικές Κανονικές και Εκκλησιολογικές αποφάσεις του Συνοδικού Πατριαρχικού Τόμου του 1850 και των μετέπειτα Πατριαρχικών Συνοδικών Αποφάσεων, αλλά γιατί είναι και. Εθνικά, απαράδεκτοι, και από Κανονικής και Εκκλησιολογικής επόψεως, εντελώς διάτρητοι.

ε)Βέβαια το ισχύον Σύνταγμα της Χώρας έχει συμπεριλάβει την Πράξη του 1928, όμως τούτο δεν σημαίνει τίποτε, γιατί το Σύνταγμα αναφέρεται λίαν συγκεκριμένως, μόνον ως προς το μέρος εκείνο, της διοίκησης της Εκκλησίας από τους «εν ενεργεία Αρχιερείς της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος», και ως προς τη Συγκρότηση της «Διαρκούς Ιεράς Συνόδου»(άρθρ.3), «προσκαλουμένων αλληλοδιαδόχως τα πρεσβεία χειροτονίας» σε εκτέλεση βεβαίως των αυστηρών και απαραχάρακτων ρητών και κατηγορηματικών διατάξεων, στο διηνεκές του Συνοδικού Τόμου του 1850 συμφωνούντων σε όλα. απόλυτα, και των μετέπειτα Πατριαρχικών Συνοδικών Αποφάσεων του 1866 και 1882.Κατόπιν των όσων, λίαν αποκαλυπτικών, εξετέθησαν ανωτέρω, ερωτάται το Φανάρι, και οι ένιοι εκείνοι υποστηρικτές του, Ελλαδίτες Επίσκοποι:

α) Για ποία ακριβώς Κανονικά του δικαιώματα, που παραβιάζονται από την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, κάνει λόγο το Φανάρι;
β) Βάσει ποίων ακριβώς Θείων και Ιερών Κανόνων ζητεί, η διοίκηση των Εκκλησιών Μακεδονίας και Θράκης να γίνεται επιτροπικώς;  
γ) Ποίους, ακριβώς, Θείους και Ιερούς Κανόνες παραβαίνει η Αυτοκέφαλη αδελφή Εκκλησία της Ελλάδος;
δ) Από πού εξάγει το συμπέρασμα το Φανάρι, ότι, η συμπεριφορά αυτή της Ελλαδικής Εκκλησίας, έναντι της εν λόγω, ανυπόληπτης, Πατριαρχικής Πράξεως του 1928, χαρακτηρίζεται ως πραξικόπημα;
ε) Ποίοι είναι εκείνοι, ακριβώς, οι Θείοι και Ιεροί Κανόνες, και η Τάξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας που παραβιάζονται από την Ελλαδική Εκκλησία, και που δίνει το Κανονικό δικαίωμα στο Φανάρι να επιβάλλει Κανονική ποινή, αν δεν τηρηθούν επακριβώς οι μονομερώς,(εν αγνοία της Πολιτείας, και της Αυτοκέφαλου Εκκλησίας), και πανταχόθεν, ανίσχυροι, διάτρητοι, και λίαν απαράδεκτοι Νομοκανονικά, Εκκλησιολογικά, και Εθνικά αυτοί Όροι;
στ) Με ποίο ΟΡΘΟΔΟΞΟ εκκλησιαστικό δικαίωμα το Φανάρι απειλεί, με ιταμότητα, και υβρίζει χυδαίως πρόσωπα, ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ BEΛΗΝΕΚΟΥΣ, που «παραβλάπτουν, δήθεν μονομερώς, τα δίκαια προνόμια του Οικουμενικού Θρόνου…(και ότι θα αναγκαστεί), όπως λάβη και πρόσθετα κανονικά μέτρα…; ».
ζ) Με ποίον θείο και Ιερό Κανόνα μπορεί το Φανάρι να προβεί σε ακύρωση χειροτονιών Μητροπολιτών σε Επαρχίες Αυτοκέφαλης αδελφής Εκκλησίας, και κυρίαρχου Κράτους; Αν, εν προκειμένω, έχει υπόψη του το Φανάρι την μονομερή Πράξη του 1928, τότε «πυκτεύει εις αέρα δέρων».
η) Με ποίο Κανονικό δικαίωμα το Φανάρι επεμβαίνει (=εισπηδά) στα εσωτερικά θέματα άλλης αδελφής Αυτοκέφαλης Εκκλησίας;

Η πέτρα του σκανδάλου. Πατριαρχική Πράξη του Φαναρίου του 1928, ενέχει πολλά και αδυσώπητα ερωτηματικά, που την καθιστούν ανυπόληπτη και πάσχουσαν από ΑΘΕΡΑΠΕΥΤΗΝ NOMOKANΟNIKHN ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ, Οφείλει λοιπόν το Φανάρι, να τα λάβει, όλα αυτά, σοβαρώς υπόψη, και ταπεινούμενον άμα δε και υποκλινόμενον ενώπιον των Θείων και Ιερών Κανόνων, της Εκκλησιολογικής Τάξεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και των Εθνικών δικαίων, να αλλάξει «ρότα 180 μοιρών». Το Ελληνικό Κράτος και η Ορθόδοξη Ελλαδική Εκκλησία δεν είναι, ούτε θα γίνουν ποτέ, «ξέφραγο αμπέλι ή Μπανανία». 

Αν λοιπόν το Φανάρι, και ύστερα από αυτή την αδιάψευστη ιστορικό-κανονικό- Πατριαρχική αναδρομή, και τις εν γένει ΝομοκανονικοεκκλησιολογικοΕθνικές επισημάνσεις, δεν θελήσει να υποταχθεί κάτω από τις ρητές και κατηγορηματικές διατάξεις των Θείων και Ιερών Κανόνων, την Εκκλησιολογική Τάξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και των Εθνικών δικαίων της Ελληνικής Πολιτείας, των οποίων οφείλει να είναι Ο θεματοφύλακας, και συνεχίσει στην αποκοτιά του, ζητώντας την ικανοποίηση των πανταχόθεν, παράλογων και Κανονικώς διάτρητων απαιτήσεών του και  ίσως προσέτι ότι μόνο με το εκβιαστικό βάρος του τίτλου «Οικουμενικός» θα κατορθώσει τελικά την ικανοποίηση των αντορθόδοξων, παράλογων και παράτολμων αυτών αιτημάτων του τότε «δικαιούται να ηγείται  του παραλόγου»
------------------
Κοινοποίηση: Οικουμενικό Πατριαρχείο.