1.Ο
ΠΑΠΙΣΜΟΣ: Τί είναι ό Παπισμός.
Ό
Παπισμός ονομάζεται ούτω άπό τόν Πάπα τής Ρώμης ό όποίος είναι ό αρχηγός της
Παπικής ή Δυτικής ή Ρωμαϊκής ή Ρωμαιοκαθολικής ή Λατινικής Εκκλησίας.
Είναι
δε ό Παπισμός, ή ύπό τήν απολυταρχίαν τού επισκόπου ή πάπα τής Ρώμης Παπική
Εκκλησία, μέ όλας τάς εκδηλώσεις της.
Οι
κληρικοί καί λαϊκοί τής εκκλησίας αυτής αποφεύγουν τάς ανωτέρω ονομασίας,
χρησιμοποιούν δέ καί προτιμούν τό όνομα Καθολικοί καί διά τήν Έκκλησίαν των
χρησιμοποιούν τήν όνομασίαν Καθολική Εκκλησία.
Άλλά
αυτάς τάς ονομασίας τάς χρησιμοποιούν καταχρηστικώς oί Παπικοί διότι τά ονόματα
Καθολικός καί Καθολική Εκκλησία αρμόζουν μόνον είς εκείνην τήν Χριστιανικήν
Έκκλησίαν
Η
οποία συνεχίζει κανονικώς καί άδιακόπως τήν άρχαίαν Καθολικήν Έκκλησίαν καί
κατέχει τήν πραγματικήν Χριστιανικήν άλήθειαν, ώς τοιαύτη δέ είναι βασισμένη
είς τήν Άγίαν Γραφήν, τήν Ίεράν Παράδοσιν καί τάς αποφάσεις τής μίας καί
αδιαιρέτου Εκκλησίας.
Ή
Εκκλησία ή οποία έχει τά ανωτέρω στοιχεία είναι ή εκκλησία ή οποία δεν έφυγε
άπό τάς βάσεις τής Αγίας Γραφής καί τών Αγίων Πατέρων αποτελεί δε τό κύριον καί
άδιάσπαστον σώμα τού Χριστιανισμού τό όποίον κατέχει τήν πραγματικήν
χριστιανικήν άλήθειαν καί συγκροτεί τήν «Μίαν Άγίαν Καθολικήν καί Αποστολικήν
Έκκλησίαν».
Διά
τούς ανωτέρω λόγους, Καθολικοί ή Ορθόδοξοι Καθολικοί πρέπει νά όνομαζώμεθα
ημείς οί Όρθόδοξοι διότι ημείς μόνον δέν άπεμακρύνθημεν άπό τήν διδασκαλίαν τών
Αποστόλων καί τών Πατέρων, δέν έφύγαμεν άπό τήν Πίστην τής «Μιάς Αγίας Καθολικής καί
Αποστολικής Εκκλησίας».
Διά
τόν ίδιον λόγον όνομαζόμεθα καί Ορθόδοξοι επειδή δοξάζομεν ορθώς, δηλαδή,
φρονούμεν σωστά, κατέχομεν καί πιστεύομεν τήν άλήθειαν, ή δέ Εκκλησία μας
ονομάζεται Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία καί είναι ή μόνη αληθής καί γνησία
Εκκλησία του Χριστού.
Ή
αδιαίρετος Εκκλησία.
Επί
οκτώ ολόκληρους αιώνας ή Χριστιανική Δύσις ήτο ηνωμένη μετά τής Ανατολής.
Ό
Πάπας τής Ρώμης ήτο ένας Ισότιμος μέ τούς άλλους τέσσαρας Πατριάρχας,
Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας καί Ιεροσολύμων.
Δυστυχώς όμως ό Πατριάρχης τής Ρώμης, ή Πάπας, άπό τούς πρώτους χριστιανικούς
αιώνας έζήτει νά έπιβληθή είς τήν όλην Έκκλησίαν καί έπεχείρει νά άποφασίζη
μόνος του περί τών διαφόρων Εκκλησιαστικών ζητημάτων. Επί πλέον είχε τάσεις νά
δικάζη αυτός όλους τούς επισκόπους.
Ή Εκκλησία απέκρουσε αυτήν τήν απολυταρχικήν τάσιν, έλυε δέ όλα τά ζητήματα διά
τών διαφόρων Τοπικών ή Οικουμενικών Συνόδων αί όποίαι συνήρχοντο κατά καιρούς ή
εκτάκτως.
Είς τάς τοιαύτας Συνόδους παρεκάθητο καί αντιπρόσωπος τού Πάπα Ρώμης,
ή δέ Έκτη Οίκουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τόν Πάπαν τής Ρώμης ώς αίρετικόν.
Έκτός όμως τής περιπτώσεως αυτής, αιρετικοί Πάπαι παρουσιάσθησαν καί είς άλλας
περιστάσεις, άλλ’ ή Εκκλησία ελάμβανε άνευ ενδοιασμού μέτρα εναντίον κάθε ενός
ό όποίος απέκλινε άπό τήν ευθείαν όδόν, έστω καί άν αυτός ό οποίος έσφαλλεν ήτο
ό Πάπας.
Μέχρι λοιπόν τού 9ου αιώνος, δηλαδή καθ΄ όλην τήν έποχήν τών Οικουμενικών
Συνόδων, ό Πάπας δέν είχεν ούδεμίαν έξουσίαν έπί τής όλης Εκκλησίας. Ήτο καί
αυτός ένας επίσκοπος όπως καί οί άλλοι καί άν ποτέ έπλανάτο,
κατεδικάζετο.
Ή Εκκλησία έθεώρει τόν εαυτόν της τόσον άνεξάρτητον είς τήν λήψιν τών αποφάσεών
της διά τήν περιφρούρησιν τής αληθείας, ώστε είς μίαν Σύνοδο τήν λεγομένην
Πενθέκτην, τόν έβδομον αιώνα, κατεδίκασε πολλούς νεωτερισμούς ολοκλήρου τής
Δυτικής Εκκλησίας.
Οί νεωτερισμοί όμως αυτοί δέν ήσαν τόσον ουσιώδεις διά νά διασπάσουν
τήν ενότητα τής Μιάς καί Καθολικής Εκκλησίας τού Χριστού, έως ότου τόν ένατον
αιώνα ό Πάπας τής Ρώμης έζήτησε νά γίνη κύριος τής όλης Εκκλησίας, ώς
αντιπρόσωπος δήθεν έπί τής γης. Τί εγωϊσμός αλήθεια!
Ό Πάπας κατά αυτήν έπεζήτησεν νά διοική τούς άλλους Πατριάρχας αυτούς ώς καί
τούς άλλους επισκόπους τών κατά τόπους Εκκλησιών, ηθέλησε δέ προσέτι νά έπιβάλη
είς τήν όλην Εκκλησίαν τούς νεωτερισμούς οί όποίοι είχον καταδικασθή κατά τούς
προηγουμένους αιώνας.
Αί Οικουμενικαί Σύνοδοι δέν είχον πλέον ούδεμίαν σημασίαν απέναντι τού Πάπα, ό
όποίος έφθασε μέχρι καί διαστρεβλώσεως τού ιερού Συμβόλου τής Πίστεως (Πιστεύω)
διά τής προσθήκης τήν οποίαν έκαμε είς αυτό τού περιβόητου (Filioque)
(Φιλιόκβε).
Δηλαδή
διά τής προσθήκης λέξεως ή οποία σημαίνει ότι τό Άγιον Πνεύμα
εκπορεύεται όχι μόνον άπό τόν Πατέρα, όπως έδογμάτισαν αι Οικουμενικαί Σύνοδοι,
άλλ' ότι εκπορεύεται καί άπό τόν Υϊόν.
Τάς αυθαιρεσίας
αύτάς καί τάς βλασφημίας ήθέλησεν ό Πάπας νά τάς έπιβάλη καί είς τήν ύπόλοιπον
Έκκλησίαν. Οι φρουροί όμως τής Ορθοδόξου πίστεως τής Εκκλησίας, δέν υπέκυψαν
άλλ’ άντέστησαν σθεναρώς διότι τίποτε δέν είναι πολυτιμότερον άπό τήν όρθήν
πίστιν καί άπό τήν άλήθειαν.
Ό Μέγας Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως διεμαρτυρήθη εναντίον τού Πάπα
καί κατεδίκασε συνοδικώς αυτόν καί τούς νεωτερισμούς του καί έτσι άρχισε τό
εκκλησιαστικόν σχίσμα.
Δυστυχώς όμως αί παπικαί τάσεις καί υπερφίαλοι αξιώσεις
έξηκολούθησαν, περί δέ τά μέσα του ενδεκάτου αιώνος συνεπληρώθη τό Σχίσμα
μεταξύ Ανατολής και Δύσεως.
Μετά ταύτα όλαι αί προσπάθειαι διά τήν Ένωσιν τών Εκκλησιών άπέτυχον διότι ό
Πάπας ουδέποτε παρητήθη τών προσπαθειών καί αξιώσεών του, νά ύποδουλώση τήν
κυριαρχίαν καί είς τάς πλάνας του τήν Όρθόδοξον Εκκλησίαν μας.
Ευτυχώς αυτό δέν
τό κατώρθωσε παρ’ ότι εχρισημοποίησε όλα τά μέσα καί παρ’ ότι μέγα μέρος τής
'Ορθοδόξου Ανατολής, μεταξύ τού οποίου καί τό Έλληνικόν Έθνος μας, έδουλώθη έπί
μακρόν διάστημα είς τούς Τούρκους.
Αυτή ήτο ή αιτία τού φοβερού καί μεγάλου Σχίσματος κατά τό όποίον ή Παπική
Εκκλησία άπεχωρίσθη άπό τό άδιαίρετον σώμα τής αρχαίας Εκκλησίας.
Καθώς καί άπό τήν
ενότητα τών άλλων τεσσάρων αγίων Πατριαρχών τής Ανατολής καί διεσπάσθη άπό τήν
«Μίαν, Άγίαν, Καθολικήν καί Αποστολικήν Έκκλησίαν». Καί αυτό λέγεται Παπικόν
σχίσμα ή σχίσμα τής Εκκλησίας τής Ρώμης.
Άλλ’ ημείς οί Ορθόδοξοι Χριστιανοί άνήκομεν είς τόν κεντρικόν κορμόν τού
Χριστιανισμού, δέν έχάσαμεν τήν συνοχήν μας, δέν περιεπέσαμεν είς αιρετικάς
πλάνας, καί νεωτερισμούς, δέν διεσπάσθημεν άπό τό κύριον σώμα τής Εκκλησίας τού
Ευαγγελίου τών Αποστόλων καί τών Πατέρων.
Δέν εσταματήσαμεν ούδ’ έπί στιγμήν νά
άντλώμεν άπό τάς πρώτας πηγάς τού Χριστιανισμού, διά ταύτα δέ άποτελούμεν τόν
μοναδικόν κορμόν τού Χριστιανικού δένδρου ό όποίος έξ’ αρχής έφυτεύθη διά τών
χειρών τού Χριστού καί τών Αποστόλων.
Δυνάμεθα λοιπόν μετά πεποιθήσεως καί παρρησίας καί τής έν Κυρίω καυχήσεως νά
λέγωμεν καί νά διακηρύττωμεν ότι ή Ορθόδοξος Εκκλησία μας είναι ή Εκκλησία.
Η οποία δέν διηρέθη, ούτε διήρεσε, δέν μετακινήθη άπό τό θεμέλιον τού Χριστού,
τών Αποστόλων καί τών Πατέρων καί ότι ουδέποτε έπαυσε νά είναι ή «Μία, Αγία,
Καθολική καί Αποστολική Εκκλησία», ένώ ή Παπική Εκκλησία διηρέθη καί άπεσχίσθη
άπό τό σώμα τής Μιάς καί αδιαιρέτου Εκκλησίας.
Διήρεσε
δέ άργότερον, τόν δέκατον έκτον αιώνα, μέ τάς αμαρτίας καί τάς πλάνας της,
ακόμη περισσότερον τόν Δυτικόν Χριστιανισμόν, διότι μεγάλαι Χριστιανικαί μάζαι
είς τήν Εύρώπην μή δυνάμεναι νά ανεχθούν τόν Πάπαν, μέ τάς αξιώσεις καί
ώρισμένας αντιχριστιανικάς πράξεις καί ενεργείας του, διεμαρτυρήθησαν καί
άπεσχίσθησαν άπό τόν Πάπαν καί τήν Έκκλησίαν του.
Επί πλέον δέ, λόγω τών διαφόρων αντιδράσεων, αγώνων, ακόμη καί πολέμων,
άπεμακρύνθησαν ακόμη περισσότερον άπό τήν χριστιανικήν άλήθειαν καί απετέλεσαν
τούς ονομαζόμενους μέχρι σήμερον, Διαμαρτυρόμενους ή Προτεστάντας ή
Προτεσταντικόν κόσμον.
Αι
πλάναι τού Παπισμού.
Α'.Ή διδασκαλία περί Αγίου Πνεύματος.
Πρώτη
αιτία μεταξύ εκείνων οί όποίοι προεκάλεσαν Σχίσμα, είναι ή κακοδοξία τής
Παπικής Έκκλησίας περί της έκπορεύσεως τού Αγίου Πνεύματος καί έκ τού Υιού.
Ο
Κύρος όμως έδίδαξε σαφέστατα ότι τό Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται έκ τού Πατρός καί
πέμπεται διά τού Υιού (Ιωάν. 15,26) τό αυτό δέ έδίδασκε καί διδάσκει
πάντοτε ή Έκκλησία.
Είς τήν δευτέραν Οικουμενικήν Σύνοδον ή οποία ολοκλήρωσε το Σύμβολον
τής Πίστεως, δηλ. τό «Πιστεύω», διετύπωσε είς αύτό τήν διδασκαλίαν περί τού
Αγίου Πνεύματος διά τών λέξεων «Πιστεύω.... καί είς τό Πνεύμα τό Άγιον, τό
ζωοποιόν τό έκ τού Πατρός έκπορευόμενον...»
Άλλά παρ’ όλα αυτά ό Πάπας όλως αυθαιρέτως, καί χωρίς νά φοβηθή τούς αφορισμούς
τών Συνόδων έστω καί κατά εν’ γράμμα άλλοίωσιν τού Συμβόλου τής Πίστεως,
προστέθηκε είς τάς λέξεις «τό έκ τού Πατρός» τήν σύνθετον λέξιν
«καί εκ’ τού Υϊού) (Filioque,
Φιλιόκβε).
Δηλαδή είς τό σημείον αυτό τό Σύμβολον τής Πίστεως τής Παπικής
Εκκλησίας δέν είναι όπως τό διετύπωσεν ή Οίκουμενική Σύνοδος άλλ’ επακριβώς
λέγεται καί «Τό έκ τού Πατρός καί έκ τού Υϊού έκπορευόμενον».
Η πλάνη καί κακοδοξία αυτή έφάνη τόν έκτον αιώνα είς τήν Ισπανία άπ’ όπου
διεδόθη είς τήν Γαλλίαν καί ύπεστηρίχθη υπό τού Καρόλου τού Μεγάλου τω 809 μ.Χ.
Κατ' αρχάς δέν εδέχθησαν τήν προσθήκην αυτήν όλαι αί Έκκλησίαι τής Δύσεως, ό δέ
Πάπας Λέων Γ΄. αντέδρασε ζωηρώς κατ’ αυτής καί πρός αποφυγήν παρεξηγήσεων
έγραψε τό Σύμβολον χωρίς τήν προσθήκην «καί έκ τού Υϊού», είς δύο πλάκας
Έλληνιστί καί τάς ένετοίχισεν είς τόν έν Ρώμη Ναόν τού Αποστόλου Πέτρου.
Άλλά δυστυχώς ό Πάπας Νικόλαος Α'. επεχείρησε νά έπιβάλη τήν προσθήκην, διά τό
γεγονός δέ αυτό διεμαρτυρήθη ό Μέγας Φώτιος. Βραδύτερον τώ 1014 ό Πάπας
Βενέδικτος Η΄ εδέχθη επισήμως καί έν αυτή τή Ρώμη τήν προσθήκην, τήν οποίαν
ουδείς πρό αυτού Πάπας έτόλμησε νά δεχθή.
Τότε
ό Οικουμενικός Πατριάρχης Σέργιος, διέταξε τήν διαγραφήν τού ονόματος του Πάπα
έκ τών διπτύχων τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, τούτο δέ εξακολουθεί μέχρι σήμερον.
Δυστυχώς καί ή άντιβιβλική αυτή αυθαιρεσία τών Παπών είναι αποτέλεσμα καί
ακολουθία τής τάσεως πρός αυθαιρεσίας.
Διότι εάν δέν είχον υπερφίαλους αξιώσεις καί φιλοδοξίας εάν συνειργάζοντο μετά
τών άλλων Πατριαρχών, έάν δέν έτυφλούντο άπό τό άλάθητον, δέν θά έπιπτον είς
τάς διαφόρους πλάνας καί δέν θά έχωρίζοντο τής Εκκλησίας. Αλλ’ είναι άληθές ότι
«ενός κακού αρχομένου μύρια έπονται».
Β'.
Τό πρωτείον τού Πάπα.
Άλλος
σπουδαιότατος λόγος ό όποίος προεκάλεσε τό έπάρατον Σχίσμα μεταξύ Ανατολικού
καί Δυτικού Χριστιανισμού, ήτο τό Πρωτείον τού Πάπα.
Η άπαίτησις δηλαδή τού
Πάπα νά έπιβληθή ώς κυρίαρχος είς τάς άλλας Εκκλησίας καί ή άξίωσίς του νά
άποτελέση τόν άντιπρόσωπον ή τοποτηρητήν τού Χριστού επί τής γής, καί τήν
κεφαλήν της Εκκλησίας.
Τήν άξίωσιν καί άπαίτησιν αυτήν ό Πάπας προσεπάθησε νά τήν στηρίξη είς τόν
μύθον ότι ό Απόστολος Πέτρος ανεδείχθη ύπό τού Χριστού αρχηγός τής Εκκλησίας
και ότι ώς αρχηγός της Εκκλησίας έδρασε είς τήν Ρώμην όπου έχρημάτισεν πρώτος
επίσκοπος αυτής.
Συμπεραίνουν λοιπόν οί Παπικοί καί λέγουν ότι έφ’ όσον ό Πέτρος κατέστη ύπό τού
Χριστού αρχηγός τής Εκκλησίας, ώς αρχηγός δέ τής Εκκλησίας έδρασε είς Ρώμην,
χρηματίσας πρώτος Επίσκοπος αυτής, άρα οί διάδοχοι τού Πέτρου είς τήν έπισκοπήν
τής Ρώμης είναι διάδοχοι αυτού καί είς τήν άρχηγίαν τής Εκκλησίας.
Αλλ’ ή θεωρία αυτή είναι αστήρικτος καί αντιχριστιανική, διότι ή Κεφαλή τής
Εκκλησίας είναι μόνον ό Χριστός, κεφαλή τής στρατευομένης είς τόν κόσμον καί
της θριαμβευούσης είς τόν Ουρανόν Εκκλησίας (Έφεσ. 5,23) θά παραμένη δέ κεφαλή
αυτής μέχρι τής συντέλειας τών αιώνων.
Έάν ό Πάπας ήτο κεφαλή τής Εκκλησίας
τότε έπρεπε νά υπάγεται ύπ’ αυτόν καί ή θριαμβεύουσα είς τόν ούρανόν
Εκκλησία.
Δέν είναι όμως βλάσφημος καί ή σκέψις ακόμη νά παραδεχθή κανείς ότι ό Πάπας,
ένας θνητός άνθρωπος, μέ αδυναμίας κ.λ.π είναι ανώτερος άπό τούς Αγίους τήν
Θεοτόκον καί τούς Αγγέλους οί όποίοι αποτελούν μέλη τής θριαμβευούσης
Έκκλησίας; Όταν όμως παραδεχθή κανείς τόν Πάπαν καί όχι τόν Χριστόν, ώς κεφαλήν
τής Εκκλησίας, είς αυτό τό άδιέξοδον όδηγείται.
Αλλ΄ ή Εκκλησία είναι «Σώμα Χριστού» (Α' Κορινθ. 12,27) είς τόν οποίον ένούνται
μέ τόν Θεόν οί άνθρωποι οί όποίοι είς τόν Ιησούν Χριστόν καί αγιάζονται διά της
Χάριτος τού Αγίου Πνεύματος, δέν είναι δέ δυνατόν ή 'Εκκλησία ώς σώμα Χριστού»
νά έχη κεφαλήν θνητήν, θνητόν άνθρωπο ώς είναι ο Πάπας.
Επί
πλέον τό ότι ό Χριστός έδωσε τήν εξουσίαν τήν άρχηγίαν τής Εκκλησίας είς τόν
Άπόστολον Πέτρον δέν ευσταθεί, διότι τό πραγματικόν «πρωτείον» διά τούς μαθητάς
του τό έθηκε ουχί έπί τής φιλαρχίας τού εγωϊσμού, τής κυριαρχίας καί τής
επιβολής της εξουσίας ενός έπι τών άλλων, άλλά κυρίως τό έθηκε έπί τής
«ταπεινωφροσύνης» ειπών «ό θέλων πρώτος είναι έστω πάντων δούλος» (Ματθ. 20,
25-28).
Πώς λοιπόν δικαιολογείται χριστιανικώς τό Παπικόν Πρωτείον; Τό ότι ό Χριστός
είπεν είς τόν Πέτρον, «Σύ εί Πέτρος και έπί ταύτη τη πέτρα
οικοδομήσω μου τήν 'Εκκλησίαν.... καί δώσω σοι τάς κλείς τής βασιλείας τών
ουρανών.
Καί όσα άν δήσης έπί τής γής έσται δεδεμένα έν τοίς ουρανοίς και όσα
άν λύσης έπί τής γής έσται λελυμένα έν τοίς ουρανοίς» (Ματθ. 16,
13-19), δέν σημαίνει ότι τόν κατέστησε άρχηγόν και κεφαλήν τής Εκκλησίας.
Η εξουσία τού νά δεσμεύουν καί νά λύουν τά αμαρτήματα δέν εδόθη μόνον είς τόν
Πέτρον, άλλ’ είς όλους τούς αποστόλους (Ματθ. 18,18) καί οί έπαινοι τού Χριστού:
«Σύ εί Πέτρος κ.λπ.» «καί δώσω σοί τάς κλείς τής βασιλείας κ.λ.π.» δέν είναι
δυνατόν νά συνδεθούν μέ τό πρόσωπον τού Πέτρου άλλά μέ την ομολογία τής πίστεως
του, «Σύ εί ό Χριστός ό Υϊός τού Θεού τού ζώντος» (Ματθ. 16, 16) ή οποία
ομολογία προηγήθη τών επαίνων.
Επ’ αυτής ακριβώς τής ομολογίας τής κοινής πίστεως όλων τών Αποστόλων είς τήν
Θεότητα τού Χριστού ωκοδομήθη ή Εκκλησία, καί όχι έπί τού Πέτρου. Έπειτα είναι
γεγονός ότι ύπό τού ιδίου τού Χριστού ολίγον μόλις αργότερον.
Επειδή ό
ευμετάβλητος Πέτρος «δέν έφρόνει τά τού Θεού αλλά τά τών ανθρώπων», ώνομάσθη
άδιστάκτως «σατανάς». Ό Χριστός εστράφη πρός τόν Πέτρον καί είπε πρός
αυτόν,«ύπαγε οπίσω μου, σατανά.... ότι ού φρονείς τά τού Θεού αλλά τά τών
ανθρώπων» (Ματθ. 16, 23).
Επίσης τό ότι ό Χριστός μετά τήν άνάστασιν είπε τρείς φοράς πρός τόν Πέτρον
«Σίμων Ιωνά αγαπάς με;» καί εισέτι τρις τό «ποίμανε τά πρόβατά μου» (Ίωάν.
21,15-17), δεν σημαίνει ότι έδωκεν ιδιαιτέραν είς τόν Πέτρον εξουσίαν.
Διότι
δέν πρόκειται εδώ περί παροχής εξουσίας, άλλά περί αποκαταστάσεως τού Πέτρου
είς τό Άποστολικόν αξίωμα άπό τό όποίον είχεν εκπέσει ένεκα τής τρίτης αρνήσεώς
του κατά τήν σύλληψιν τού Χριστού υπό των Ιουδαίων.
Ό
Ισχυρισμός επίσης των Παπικών ότι ό Πέτρος υπήρξεν ό πρώτος επίσκοπος Ρώμης,
είναι αστήρικτος, διότι ό Πέτρος ήτο Απόστολος καί ουχί Επίσκοπος, οί δέ
Απόστολοι ήσαν καθολικοί επίσκοποι όλης τής Εκκλησίας, καί ουχί επίσκοποι μιάς
μόνον πόλεως.
Οί επίσκοποι κατεστάθησαν ύπό τών Αποστόλων είς διαφόρους πόλεις
καί απετέλεσαν τούς διαδόχους των.
Ό Πέτρος έκήρυξε καί είς τήν Ιερουσαλήμ καί είς τήν Άντιόχειαν καί είς τήν
Ρώμην. Διατί λοιπόν νά διεκδική τόν Πέτρον ή Ρώμη ουχί δέ καί αί άλλαι
Έκκλησίαι όπου έκήρυξεν ό Πέτρος; Τό ότι ό Πέτρος έκήρυξεν είς Ρώμην, δέν είναι
απολύτως βέβαιον.
Άλλά καί εάν έκήρυξε μήπως ωσαύτως καί ό Παύλος δέν έκήρυξεν,
έλθών μάλιστα πρό τού Πέτρου είς Ρώμην; Καί άν ό Πέτρος έμαρτύρησεν είς Ρώμην,
μήπως καί ό Παύλος δέν έμαρτύρησεν εκεί;
Όμως, οπωσδήποτε, ό Απόστολος Πέτρος δέν υπήρξε μοναδικός είς τήν Ρώμην, ούτε
καί ό ιδρυτής τής Εκκλησίας εκεί, διότι εάν ό Παύλος διεξεδίκει τά πρωτεία είς
τήν Ρώμην, οπωσδήποτε ή ιστορία θά τά έπεδίκαζε πολύ ευκολώτερον είς αυτόν παρά
είς τόν Πέτρον.
Ή όρεξις τού Πάπα διά τό Πρωτείον καί τήν κυριαρχίαν επί τών λοιπών Εκκλησιών
ήνοιξεν, έκ τού ότι, λόγω τής πολιτικής θέσεως τής Ρώμης ώς πρωτευούσης τού
Ρωμαϊκού κράτους, άπεδίδετο ιδιαιτέρα τιμή πρός τόν επίσκοπον αυτής, τόν Πάπαν.
Εθεωρείτο δέ πάντοτε ύπό τών άλλων Πατριαρχών, πρώτος μεταξύ ίσων, ουδέποτε
όμως τοποτηρητής τού Χριστού έπί της γής καί αρχηγός καί κεφαλή της
Εκκλησίας.
Είχε δηλαδή ό Πάπας τήν θέσιν καί τήν τιμήν, τήν οποίαν έχει μέχρι σήμερον ό
Οικουμενικός Πατριάρχης τής Κωνσταντινουπόλεως.
Γ'.Τό
άλάθητον του Πάπα.
Άλλη
αιτία τού σχίσματος μεταξύ Ανατολικού καί Δυτικού Χριστιανισμού ήτο τό Άλάθητον
τού Πάπα, ή δηλαδή ότι ό Πάπας είναι αλάθητος, καί δή δι’ ό,τι δογματίζει.
Καί
δι’ ό,τι «αποφαίνεται άπό καθέδρας», είναι άλάθητον καί ύποχρεωτικόν διά τούς
πιστούς τής Παπικής Εκκλησίας. Η δοξασία αυτή περί τού αλάθητου τού Πάπα έπισημοποιήθη μόλις τό έτος 1870 ύπό
Παπικής Συνόδου ή οποία συνήλθεν είς τό Βατικανόν.
Η άπόφασις αυτή τής
άνακηρύξεως είς δόγμα τού αλάθητου τού Πάπα έγέννησε διαμαρτυρίας καί ώρισμέναι
ομάδες παπικών άπεσπάσθησαν άπό τό σώμα τής Παπικής Εκκλησίας άποτελέσασαι τούς
μέχρι σήμερον ονομαζόμενους Παλαιοκαθολικούς.
Ό Πάπας πλέον διά τούς Παπικούς είναι αλάθητος, δογματίζει άπό καθέδρας, αί
αποφάσεις του είναι αναντίρρητοι καί υποχρεωτικοί διά τούς πιστούς. Δι’ όλων
αυτών αντιλαμβάνεται κανείς ότι:
Ο Πάπας έσφετερίσθη θείαν ιδιότητα καί
δικαιώματα τά οποία έχουν μόνον αί Οικουμενικαί Σύνοδοι καί ουχί έν πρόσωπον,
έστω καί άν τό πρόσωπον αυτό είναι ό Πάπας. Αλάθητος είναι μόνη ή Εκκλησία ώς όλον ή οποία άποφασίζει διά τών
Οικουμενικών Συνόδων καί αί αποφάσεις αύταί γίνονται άποδεκταί ώς όρθαί άπό τό
σύνολον τού κλήρου καί τού λαού τής Εκκλησίας.
Τό άλάθητον λοιπόν τό οποίον άπό τής ιδρύσεως τής Εκκλησίας ανήκει είς τό
πλήρωμα αυτής τό έσφετερίσθη κατά τρόπον, άντιδογματικόν, εκκλησιαστικόν
άντιχριστιανικόν, έν’ μόνον πρόσωπον, ο Πάπας. Όποία πράγματι παρέκκλισις έκ
τής γνησίας καί αγίας Χριστιανικής διδασκαλίας!
Δ'.Αί άξιομισθίαι τών Αγίων.
Η
Παπική Εκκλησία διετύπωσε καί παρεδέχθη τήν παράδοξον διδασκαλίαν κατά τήν
οποίαν αί άγαθαί πράξεις διαφόρων Άγίων καί τής Θεοτόκου, έξήρκεσαν διά τήν
σωτηρίαν των καί έπερρίσσευσαν, τά δέ περισσεύματα τών αγαθών έργων τών Αγίων
αυτών, τά έχει καί τά διαχειρίζεται ό Πάπας, ό όποίος δύναται νά τά χρησιμοποιή
κατά βούλησιν.
Ούτω λοιπόν ό Πάπας χρησιμοποιών τά έργα άλλων, σώζει άλλους, οί όποίοι
υστέρησαν τυχόν είς έργα ή άπέθαναν έν τη αμαρτία ή δέν έπρόφθασαν νά εκτίσουν
όλας τάς επιβληθείσας είς αυτούς ποινάς κατά τήν έξομολόγησιν.
Η διδασκαλία
όμως αυτή δέν έχει ούτε ίχνος βάσεως είς τάς Αγίας Γραφάς, μειώνει τό έργον τού
Χριστού είς την έξιλαστήριον Θυσίαν Αύτού διά τήν σωτηρίαν τού άνθρώπου καί
καθιστά τόν Πάπαν ένα είδος πνευματικού τραπεζίτου, ό όποίος χαρίζει ή μάλλον
δανείζει, άν δέν πωλεί, πνευματικά κεφάλαια άπ’ έδώ καί άπ’ εκεί κατά
βούλησιν.
Διά νά έννοήση κανείς πόσον ύλόφρων άλλά καί πόσον άτοπος είναι ή διδασκαλία
αυτή, άς σκεφθή ότι, ένας φονεύς, ένας μοιχός, ένας σαρκολάτρης κ.λ.π.
Οί
όποίοι δέν μετενόησαν ειλικρινά ή άπέθανον αμετανόητοι, πώς είναι δυνατόν νά
σωθούν χωρίς μετάνοιαν ή μεταθανατίως διά τών έργων τά οποία έπραξαν άλλοι;
Πώς
είναι δυνατόν ένας μεγάλος ή μικρός αμαρτωλός νά συγχωρηθη χωρίς μετάνοιαν, μέ
μόνον ένα Παπικόν συγχωροχάρτιον, δηλ. πιστοποιητικόν ότι ό Πάπας έκανε δι’
αυτόν χρήσιν έκ τών αγαθών έργων τών Αγίων; .
Ε'. Η ικανοποίηση τής
θείας
δικαιοσύνης
ύπό τού μετανοούντος.
Είς τήν Όρθόδοξον Καθολικήν Έκκλησίαν μας ή Μετάνοια καί ή έξομολόγησις είναι
Μυστήριον καί πράξις κατά τήν οποίαν ό άνθρωπος.
Ο όποίος συνησθάνθη τά
αμαρτήματά του, μετανοεί είλικρινώς καί συνετρίβεται, προσέρχεται είς τόν
πνευματικόν Πατέρα, εξομολογείται τά σφάλματα καί πταίσματά του καί λαμβάνει
τήν συγχώρησιν διά τού ελέους τού Θεού τό όποίον διοχετεύεται είς τόν
μετανοούντα διά τής ευχής καί τής επιθέσεως τών χειρών τού ιερέως.
Άλλ’ είς τήν Παπικήν Έκκλησίαν, ό μετανοών αμαρτωλός όταν έξομολογήται δικάζεται
ύπό τού ιερέως καί επιβάλλονται είς αυτόν διάφορα έπιτίμια μέ ποινικόν
χαρακτήρα διά νά έξιλεωθή απέναντι τού Θεού, διά τά παραπτώματά του.
Τούτο όμως είναι άντίθετον πρός τό Εύαγγέλιον, όπου βλέπομεν τόν Κύριον ουχί νά
δικάζη άλλά νά έλεή καί νά συγχωρή τούς πρό μετανοούντας, λέγων πρός αυτούς
«πορεύου καί μηκέτι αμάρτανε καί «ούκ ήλθα ίνα κρίνω τόν κόσμον άλλ’ ίνα σώσω
τόν κόσμον».
Τό ίδιον έκανε και διά τόν ληστήν έν τώ σταυρώ άπαντήσας είς τό «μνήσθητί μου
Κύριε», διά τών λόγων «σήμερον μετ' εμού έση έν τώ παραδείσω».Τά έπιτίμια τά
χρησιμοποιούμεν καί είς τήν Όρθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν μας, άλλ’ ουχί διά νά
έξιλεωθώμεν καί νά ίκανοποιήσωμεν τήν θείαν δικαιοσύνην.
Τά έπιτίμια δι’ ημάς είναι παιδαγωγικά μέσα, τά όποία βοηθούν είς τήν συνήθειαν
τής αρετής, μάς απομακρύνουν άπό τάς συνήθειας τής αμαρτίας καί μάς ενισχύουν
είς τήν τελειοποίησιν μας τήν πνευματικήν.
Πόσον
άτοπος είναι ή διδασκαλία περί ικανοποιήσεως, ύπό τού αμαρτωλού, τής θείας
δικαιοσύνης, καταφαίνεται καί εκ’ τού αδιεξόδου είς τό οποίον οδηγεί,
προκειμένου περί άνθρωπου ό οποίος μετανοεί καί εξομολογείται τάς τελευταίας
ημέρας του βίου του.
Έρωτώμεν λοιπόν. Τί θά γίνη ένας αυτής τής
περιπτώσεως άνθρωπος, ό όποιος δέν διαθέτει χρόνον διά νά ίκανοποιήση τήν Θείαν
δικαιοσύνην μέ τήν έκτέλεσιν τών έπιτιμίων;
ΣΤ'.Τό καθαρτήριον Πύρ.
Έτέρα
πλάνη καί κακοδοξία τού Παπισμού είναι ή διδασκαλία ότι ή ψυχή τού ανθρώπου
διέρχεται άπό τό καθαρτήριον πύρ, όπου καθαρίζεται άπό τάς αμαρτίας, έφ’ όσον
δεν έπρόφθασε έν τώ κόσμω τούτω νά ικανοποίηση ή νά ολοκληρώση τήν ίκανοποίησιν
τής Θείας δικαιοσύνης.
Η ψυχή μετά τόν καθαρισμόν είς τό πύρ εισέρχεται είς τόν Παράδεισον. Άλλ’ ή
τοιαύτη διδασκαλία περί Καθαρτηρίου Πυρός είναι ακόμη ένα παράδοξον όπως καί
τόσαι άλλαι παράδοξοι κακόδοξοι καί άντιευαγγελικαί διδασκαλίαι τής Εκκλησίας.
Καθαρτήριον πύρ δέν υπάρχει, καί διά τούτο τό αγνοούν ή Αγία Γραφή καί ή Ιερά Παράδοση.
Ζ'.'Η άσπιλος σύλληψις.
Η
Παπική Εκκλησία άθέσπισε ακόμη τό άγνωστο τής ασπίλου συλλήψεως τής Θεοτόκου,
έπί Πάπα Πίου Θ΄, τω 1854.
Κατά τό νέον καί άστήρικτον αυτό δόγμα, ή Υπεραγία
Θεοτόκος έγεννήθη άνευ προπατορικού αμαρτήματος, γεγονός τό όποίον ή Ορθόδοξος
Εκκλησία παραδέχεται μόνον διά τόν Χριστόν, ενώ τήν Θεοτόκον τήν ονομάζει,
Ύπεραγίαν, Παναμώμητον καί Άειπάρθενον.
Πώς είναι δυνατόν ή Θεοτόκος νά έγεννήθη άσπίλως, έφ’ όσον ή ιδία ομολογεί τόν
Θεόν «Σωτήρα της» άρα παραδέχεται τήν ανάγκην τής σωτηρίας της; (Λουκ. 1,47).
Αγνώστου επίσης είναι καί τό νέο δόγμα περί ενσωμάτου αναλήψεως τής Θεοτόκου
είς τούς ουρανούς, τό όποίον έδογμάτισε τό 1950 ό νύν Πάπας, όλως αναρμοδίως.
Η'.Ή Ύψωσις
τού κλήρου.
Η
Παπική Εκκλησία ύψωσε είς μέγαν βαθμόν τό Ιερατείον, καί ενώ είς τήν Έκκλησίαν
ανέκαθεν τό ιερατείον έτέλει καί τελεί τά μυστήρια έξ’ ονόματος τού Θεού διά
τής Θείας Χάριτος διά τής οποίας είναι ένδεδυμένον, είς τήν Παπικήν Έκκλησίαν ή
δύναμις τών μυστηρίων εξαρτάται ουχί έκ’ τής Θείας Χάριτος άλλ’ έκ’ τού
προσώπου τού Ιερέως.
«Έγώ σέ βαπτίζω», «έγώ σέ συγχωρώ», «έγώ σέ χρίω» κ.λ.π.. λέγει ό ιερεύς τελών
τά μυστήρια. Ενώ είς τήν Όρθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίας μας, ό
ιερεύς ενεργεί έξ’ ονόματος τής Θείας Χάριτος, όπως είναι τό ορθόν, λέγων, «Βαπτίζεται
ή χρίεται, ή στέφεται, ή μεταλαμβάνει, ό δούλος τού Θεού».
Ό Χριστός ακριβώς διά νά μάς διδάξη τήν ταπεινοφροσύνην, ενώ ημπορούσε ό ίδιος,
δέν είπε «συγχωρώ τάς αμαρτίας σου» αλλά «αφέωνται» δηλαδή συγχωρούνται αί
αμαρτίαι σου.
Θ'.Τό
Βάπτισμα.
Η
Παπική Εκκλησία καί τήν πράξιν τού Αγίου Βαπτίσματος τήν διέστρεψε καί
μετέτρεψε τό βάπτισμα είς ράντισμα, ενώ «Βαπτίζω εις τό ύδωρ» σημαίνει
«βυθίζω είς τό ύδωρ» καί όχι «ραντίζω», ό ίδιος δέ ό Κύριος
βαπτισθείς είς τόν Ίορδάνην.
Κατήλθε, δηλαδή, έβυθίσθη είς τό ύδωρ καί «ευθύς
άνέβη από τού ύδατος» (Ματθ.3,16). Τά αρχαία βαπτιστήρια τής Εκκλησίας
μαρτυρούν ότι ανέκαθεν τό βάπτισμα ήτο βύθισμα είς τό ύδωρ καί ουχί
ράντισμα.
Ι'.Τό Χρίσμα.
Άπό
παλαιότατων χρόνων, μετά τό Βάπτισμα ηκολούθει τό Χρίσμα καί έχρίετο ό
Βαπτιζόμενος.
Τούτο μαρτυρεί ό δυτικός εκκλησιαστικός συγγραφεύς Τερτυλλιανός
(τέλος τού Β΄αιώνος) γράφων είς τό σύγγραμμά του «Περί Βαπτίσματος», ότι
«εξερχόμενοι έκ’ τής σωτηριώδους κολυμβήθρας, λαμβάνομεν τό Άγιον Χρίσμα κατά
τήν αρχαίαν τάξιν».
Αλλ’ ή Παπική Εκκλησία έχώρισε τό χρίσμα από τό βάπτισμα καί τά βαπτιζόμενα
παιδία λαμβάνουν - όταν φθάσουν είς τήν ήλικίαν τών επτά ετών, ουχί δέ δι’
Αγίου Μύρου άλλά δι’ επιθέσεως τών χειρών τού Επισκόπου.
Τά παιδία λοιπόν δέν
δύνανται νά μεταλάβουν τών αχράντων μυστηρίων πρό τού Χρίσματος, πολλάκις δέ ώς
έκ τούτου πολλά παιδιά νά αποθνήσκουν ακοινώνητα.
ΙΑ'. Ή Αγία Κοινωνία.
Όλως
αυθαιρέτως επίσης ή Παπική Εκκλησία εστέρησε τούς πιστούς τού αίματος τού
Κυρίου κατά τήν Θείαν Κοινωνίαν, μεταδίδουσα μόνον τού Σώματος.
Δηλ. αντί να
δώσουν είς τούς κοινωνούντας σώμα καί αίμα Χριστού, δίδουν σώμα καί μάλιστα
ουχί άρτον άλλά όστιαν, δηλαδή βιομηχανοποιημένον άζυμον.
Ταύτα δέ παρά τήν κατηγορηματικότητα της εντολής τού Κυρίου όπως ή μετάληψις
δίδεται έξ΄ αμφοτέρων τών ειδών, διά σώματος καί αίματος (Ματθ. 26,26-27).
ΙΒ'. Τό Ι. Εύχέλαιον.
Τό
μυστήριον τού Εύχελαίου ή Παπική Έκκλησία παρά τήν ρητήν προτροπήν τού
Αποστόλου Ιακώβου όπως τελήται είς κάθε περίπτωσιν (Ίακωβ. 5, 14-15), τό τελεί
μόνον είς τούς ετοιμοθανάτους καί τό δίδει ώς τελευταίον εφόδιον
ΙΓ'. Ή ενέργεια τών μυστηρίων.
Ή
Παπική Εκκλησία διδάσκει ότι ή ενέργεια των μυστηρίων είναι μηχανική «έξ έργου
είργασμένου» καί δεν εξαρτάται άπό τήν διάθεσιν καί τήν άνταπόκρισιν τού
θέλοντος νά λάβη τήν χάριν αύτού ή εκείνου τού μυστηρίου τής Έκκλησίας.
Κατά
την διδασκαλίαν λοιπόν εξάγεται π.χ. τό εξής παράλογον. Έάν ένας άπιστος μή Χριστιανός βαπτίση ένα άνθρωπον είς τό όνομα τού Χριστού μέ
όλους τούς τύπους τού βαπτίσματος, τό βάπτισμα αυτό έχει τήν ενέργεια
οιουδήποτε βαπτίσματος καί αναγνωρίζεται ώς έγκυρον.
Έκτός τών ανωτέρω διαφορών
είς τά Μυστήρια μεταξύ Όρθοδοξίας καί Παπισμού, ό τελευταίος είς μέν τόν γάμον κατήργησε
τελείως τό διαζύγιον, είς δέ τό μυστήριον τής μετανοίας εισήγαγε τάς αφέσεις
καί συγχωροχάρτια.
ΙΔ'. Δεσποτισμός.
Ό
Πάπας έγένετο απόλυτος κυρίαρχος τής Παπικής Εκκλησίας καί όλων τών κληρικών οί
όποίοι τόν προσκυνούν, θέτοντες τήν κεφαλήν επί τού εδάφους, μετέβαλε δέ τό
πολίτευμα της Εκκλησίας είς απόλυτον μοναρχίαν καί τυραννίαν καί εισήγαγε τόν
Παποκαισαρισμόν.
ΙΕ'. Καρδινάλιοι.
Ένώ
τό έπισκοπικόν αξίωμα είς τήν Παπικήν Έκκλησίαν έχασε τήν έξουσίαν καί τό κύρος
του, έφευρέθη νέα διοικητική τάξις κληρικών, ή τάξις τών Καρδιναλίων, ή οποία
καί είς τήν άρχαίαν Έκκλησίαν καί είς τήν Όρθόδοξον Άνατολήν ύπήρξεν άγνωστος.
Υπεράνω δέ αυτής καί τών τριών θεοσυστάτων ιερατικών βαθμών (διακόνου -
πρεσβυτέρου - επισκόπου) είναι ό επίσης άγνωστος καί αντιχριστιανικός παπικός
βαθμός.
ΙΣΤ. Ή υποχρεωτική αγαμία τού κλήρου.
Η
παπική Εκκλησία παρά πάσαν λογικήν καί παρά τήν χριστιανικήν διδασκαλίαν,
επέβαλε υποχρεωτικήν άγαμίαν είς όλους τούς κληρικούς, όλων τών βαθμών.
ΙΖ'. Διάφοροι άλλαι πλάναι.
Ό
Παπισμός επίσης ώρισε τό Σάββατον ώς ήμέραν νηστείας, καθιέρωσε δέ και τήν
ψαλμωδίαν τού Αλληλούϊα το όποίον ουδέποτε είς τήν Έκκλησίαν
εψάλλετο τό Σάββατον.
Οί Παπικοί Ναοί είναι έστραμμένοι ουχί πρός ανατολάς αλλά πρός δυσμάς. Έθέσπισε
τάς πολλάς λειτουργίας έπί τής αυτής Αγίας Τραπέζης τήν αυτήν ήμέραν, έπέτρεψεν
είς τούς κληρικούς της νά τελούν περισσοτέρας τής μιάς λειτουργίας κατά τήν
αυτήν ήμέραν, εισήγαγε νέας τελετάς καί έορτάς
Είς τάς οποίας προσέδωκε
φαντασμαγορικόν χαρακτήρα, ώς είς τήν έορτήν τής Αγίας Δωρεάς, τής Μέρας
Καρδίας τού Ιησού, κατήργησε τήν έπίκλησιν κατά τόν καθαγιασμόν τών Τιμίων
Δώρων.
Επιμένει
είς τήν χρήσιν ώς λειτουργικής γλώσσης, τής νεκράς καί ακαταλήπτου λατινικής, τέλος
δέ τό έκ παραδόσεως σημείον τού Σταυρού οί οπαδοί της Παπικής Εκκλησίας τό
κάμουν ουχί διά τών τριών δακτύλων, συμβολιζόντων τά τρία πρόσωπα τής αγίας
τριάδος, αλλά δι’ όλων τών δακτύλων παραλλήλως τιθεμένων ουχί έκ’ δεξιών πρός
τ’ αριστερά άλλ’ έξ’ αριστερών πρός τά δεξιά.
Γενικώτερον ό
Παπισμός διηύρυνεν, ένόθευσε καί έπεξέτεινε τήν Ιεράν Παράδοσιν τής Εκκλησίας,
διά νά δικαιολόγηση τάς ανωτέρω καινοτομίας ώς καί διαφόρους άλλους
νεωτερισμούς του.
2.
Η ΟΥΝIΑ Α'. Όνομασία.
Αί
λέξεις Ούνία ή Ουνίτης ή Ούνιάτής, προέρχεται έκ τής Πολωνολατινικής λέξεως
Ούνία (Unia) ή οποία σημαίνει τήν Ένωσιν, έχρησιμοποιήθη δέ διά πρώτην φοράν
είς τήν Πολωνίαν όπου οί Ιησουΐται συνέλαβον καί εφήρμοσαν σχέδιον διά τήν
ένωσιν τών Όρδοδόξων μετά τής Παπικής Εκκλησίας.
Η λέξις λοιπόν Ούνία εσήμαινε κατ’ αρχάς τήν προσπάθειαν τών Παπικών πρός
Ένωσιν μετ’ αυτών, τών Ορθοδόξων, ήτις προσπάθεια έπεξετάθη άργότερον είς τούς
Κόπτας, τούς Νεστοριανούς, τούς Χριστιανούς τού Μαλαμπάρ, τούς Μαρωνίτας καί
γενικώς είς πάντας τούς Χριστιανούς οί όποίοι δέν ήκολούθουν τόν Πάπαν.
Ή λέξις Ούνία σημαίνει ώς έλέγχθη τήν Ένωσιν, ή οποία βεβαίως είναι λίαν
επιθυμητή καί θά ήτο ευχής έργον νά ήνούντο αί χριστιανικαί Εκκλησίαι.
Αλλ’ είς τήν προκειμένην περίπτωσιν δέν πρόκειται περί πραγματικής καί
ειλικρινούς προσπάθειας Ενώσεως, αλλά περί προσχήματος τού Πάπα πρός τόν σκοπόν
τής κατ’ αρχήν αναγνωρίσεως τού Πρωτείου τού Πάπα καί ώρισμένων άλλων βασικών
κακοδοξιών του,
Καί τής μετέπειτα, είς τάς ακολουθούσας γενεάς, βαθμιαίας
απορροφήσεως, πρός πλήρη εκλατινισμόν τών ανηκόντων είς τήν Ουνίαν. Ήδη αυτό συνέβη μέ τούς Μαρωνίτας τού Λιβάνου, οί όποίοι ήνώθησαν ώς Ούνίται
κατ’ αρχάς μετά τής Παπικής Εκκλησίας.
Ήδη δέ έχουν σχεδόν εντελώς έκλατινισθή,
ώστε δυσκολώτατα νά δύναται κανείς νά τούς όνομάση Μαρωνιτοουνίτας. Επειδή
είναι πλέον καθαροί Λατίνοι, ακραιφνείς Παπικοί, ώς προς τήν Πίστιν των,
διατηρούντες μόνον τήν έξωτερικήν εμφάνισιν τού Μαρωνίτου. Τό ίδιον συνέβη καί
μέ ολίγους Έλληνας ουνίτας.
Οί
Παπικοί αποφεύγουν επιμελώς τάς λέξεις Ουνία καί Ουνίτης, τούτο δέ, διά τόν
λόγον ότι ή προπαγανδιστική, αιματηρά καί αντιχριστιανική δράσις τής Ουνίας,
είναι γνωστή από τήν ίστορίαν, ή γνώσις δέ τής τοιαύτης δράσεώς της, καθίστα
προσεκτικούς καί λίαν επιφυλακτικούς τούς μή παπικούς Χριστιανούς.
Γεγονός τό
όποίον δέν επιθυμούν οί Παπικοί διότι ύπό τοιαύτας συνθήκας δέν δύνανται
ευκόλως νά αλιεύσουν τά διάφορα θύματά των διά νά τά έκλατινίσουν, ούτω δέ ό
σκοπός των αποτυγχάνει.
Είς τήν Ελλάδα οί Ουνίται ονομάζουν εαυτούς «Έλληνορρύθμους» μέ τήν
δικαιολογίαν ή οποία προέρχεται άπό τήν διατύπωσιν τήν οποίαν έκαμαν οί
Ίησουίται ειπόντες,
«Ένωσις ώς πρός τήν πίστιν, διαφορά ώς πρός τούς ρυθμούς».
Διά τής λέξεως «Ρυθμός» μεταφράζεται ή λατινική λέξις Ritus ή
όποία δηλοί τάς διαφόρους έξωτερικάς εκδηλώσεις μιάς Έκκλησίας καί πρό παντός
τήν τελετουργίαν καί τήν έξωτερικήν εμφάνισιν.
Καλούντες λοιπόν οί έν Ελλάδι Ουνίται εαυτούς Έλληνορρύθμους, ποιούν τούτο διά
παραπλανητικούς σκοπούς, καθ’ ότι ό όρος Ουνίτης ή Ουνία, είναι προσφυέστεροι
ώς όροι, Διότι εάν ονομάζονται, όπως συμβαίνει, οί Έλληνες Ουνίται
«Έλληνόρρυθμοι», τότε πώς θά πρέπει να ονομάζωνται:
Οί Αρμένιοι Ουνίται,
Οι
Χαλδαίοι Ουνίται,
Οί Κόπται Ουνίται,
Οί Ίακωβίται Ουνίται, κ.λ.π.»;
Θά
ονομάζονται καί αύτοί «'Ελληνόρρυθμοι»; Άλλά τά θρησκευτικά καί τελετουργικά
έθιμα τών Ελλήνων δέν συμπίπτουν μετά τών προαναφερθέντων.
Β'.
Ιστορία.
Η
έμπρακτος εφαρμογή τής Ουνίας ήρχισεν έν Πολωνία από δύο Ιησουΐτας
ονομαζομένους Ποσσεβίν Possevin καί Σκάργκα (Scarga).
Ούτοι βασιζόμενοι είς τήν Σύνοδον (1215) τού Λατερανού είς τήν οποίαν μετέσχον
οί Λατίνοι Πατριάρχαι τής Ανατολής καί είς τήν Βούλλαν τού Πάπα Ίννοκεντίου Δ'.
(1254) συμφώνως πρός τάς οποίας έπετρέπετο ή τήρησις τών εθίμων τών Όρθοδόξων.
Ως καί ή χειροτονία είς επισκόπους ανδρών οί όποίοι θά συνεφώνουν είς τήν
διατήρησιν τών εθίμων τών Όρθοδόξων, έθεσαν διά πρώτην φοράν είς έφαρμογήν έπί
Σιγισμούνδου Γ'. βασιλέως τής Πολωνίας, τό τελειοποιημένον σχέδιον των περί τής
Ούνίας.
Ό βασιλεύς Σιγισμούνδος άνήλθεν είς τον θρόνον τής Πολωνίας είς ήλικίαν 21 ετών
(1587) ήτο δέ αρκετά νέος διά νά καταλάβη πού θά ωδήγει τήν Πολωνίαν, ό ζήλος
του διά τήν Παππικήν Εκκλησίαν, τόν όποίον έξέτρεφον οί δύο αναφερθέντες
Ίησουΐται. Επείσθη λοιπόν νά άναλάβη πρωτοβουλίαν διά νά ενώση τούς Ορθοδόξους
τής Πολωνίας μετά τής Παπικής Εκκλησίας.
Ούτως
αφού κατώρθωσε νά πείση μερικούς επισκόπους καί τινάς ευγενείς, παρεκάλεσε τόν
Άρχιεπίσκοπον Κιέβου όστις έκάλεσε Σύνοδον τού ύπ’ αυτόν κλήρου είς τήν Βρέστην
τής Λιθουανίας, παρουσιάσας κατ’ αυτήν τήν άνάγκην τής ενώσεως μετά τής Ρώμης
καί τά πλεονεκτήματα έκ’ τής τοιαύτης ενώσεως διά τήν Εκκλησίαν καί τό
κράτος.
Μεταξύ άλλων, ό έν λόγω αρχιεπίσκοπος ετόνισεν ότι διά τής ενώσεως ταύτης, θά
ήρχοντο είς έπαφήν μέ τά ισχυρά καί εξέχοντα έθνη τού πεπολιτισμένου δυτικού
κόσμου, ενώ μή ένούμενοι μετά τού Πάπα θά έξηκολούθουν νά έχουν άρχηγόν των τόν
Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως.
Όστις ήτο δούλος ενός αλλοθρήσκου μονάρχου έκ
τού οποίου αντλούσε τήν έξουσίαν, καί ήτο πνευματικός αρχηγός μιάς Εκκλησίας ή
οποία είχε περιπέσει είς παχυλήν άμάθειαν καί δεισιδαιμονίαν.
Ή πρόταση αυτή έσχεν άπήχησιν είς τούς κληθέντας, άλλά προεκάλεσε μεγίστην
άντίδρασιν μεταξύ τού λαού μέ αποτέλεσμα να κατανοηθή ότι διά τινά χρόνον δέν
ήτο δυνατόν νά άναμένωνται αποτελέσματα.
Ακολούθως ό βασιλεύς έδείκνυεν ενεργώς
πλέον τήν συμπάθειαν πρός τούς Φιλοπαπικούς καί τήν άντιπάθειαν πρός τούς
εμμένοντας είς τά πάτρια. Έν τώ μεταξύ οί δύο Ιησουΐται έκινήθησαν δραστηρίως καί έκέρδισαν καί έτέρους
επισκόπους υπέρ τών σκοπών καί τών απόψεών των.
Μετά τήν προηγηθείσαν έργασίαν
καί ότε έθεωρήθη ότι ώρίμασεν τό πράγμα συνεκλήθη δευτέρα Σύνοδος τή 2α
Δεκεμβρίου 1594 είς τόν αυτόν τής προηγουμένης τόπον.
Είς τήν Σύνοδον αυτήν έγένοντο δεκτοί καί οί δύο Ίησουΐται. Μετά από συζητήσεις
ό Αρχιεπίσκοπος καί τίνες επίσκοποι συνεφώνησαν επί τού σχεδίου ενώσεως το
όποίον είχε προταθή έν τή έν Φλωρεντία (1439) Συνόδω.
Ούτως
άνεγνωρίσθη το Filioque καί τό πρωτείον τού Πάπα. Πάντως άντεστάθησαν
τελεσφόρως, υπέρ τής έξακολουθήσεως τής χρήσεως τής Σλαυονικής γλώσσης είς τήν
θείαν λειτουργίαν, ώς καί υπέρ τής χρήσεως τού τυπικού καί τής Εκκλησιαστικής
πειθαρχίας, ώς ταύτα ήσαν παραδεδομένα είς τήν Ορθόδοξον Άνατολικήν
Έκκλησίαν.
Δύο επίσκοποι εστάλησαν είς Ρώμην καί ανήγγειλαν τάς αποφάσεις είς τόν τότε
Πάπαν Κλήμεντα Η'. Μετά τήν έπιστροφήν τών δύο αυτών επισκόπων είς Πολωνίαν, ό
βασιλεύς έδωκε διαταγήν τώ 1596 νά συγκληθή Σύνοδος διά νά διακήρυξη τήν Ένωσιν
μετά της Ρώμης.
Η Σύνοδος συνήλθεν αμέσως είς τήν Βρέστην καί ό Αρχιεπίσκοπος τού Κιέβου μεθ’
ετέρων ιεραρχών οίτινες ήσαν υπέρ τής ενώσεως έκαμαν τήν διακήρυξιν τής ενώσεως
καί απηύθυναν ευχαριστίας πρός τόν Θεόν διότι ηυδόκησε νά επαναφέρη τό άπολωλός
πρόβατον είς τήν μάνδραν τής Εκκλησίας του.
Συγχρόνως καθήρεσαν πάντας τούς άντιτεθέντας είς τήν Ένωσιν.Η
αντίθετος μερίς συμπεριλαμβάνουσα κληρικούς καί ευγενείς, μετά τού Κωνσταντίνου
Όστρόγκσκυ επικεφαλής, έκαμε δημοσίαν διαμαρτυρίαν είς τήν οποίαν άπεδοκίμασαν
τά γενόμενα.
Διεκήρυξαν δέ τήν άφοσίωσίν των είς τήν άρχαίαν Εκκλησίαν τής
χώρας των καί τόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, ό όποίος ήτο ή ανεγνωρισμένη
πνευματική κορυφή τής Εκκλησίας των.
Ό βασιλεύς Σιγισμούνδος ήγειρε φρικτόν διωγμόν κατά τών μή συμμορφωθέντων καί
άκολουθούντων τάς ώς ώνόμαζον «Ελληνικάς κακοδοξίας». Τό αποτέλεσμα τού διωγμού
ήτο εμφύλιος πόλεμος κατά τόν όποίον τό αίμα έρρευσε ποταμηδόν.
Τώ
1596 ό αντιπρόσωπος
τού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως Αρχιμανδρίτης Νικηφόρος, συνελήφθη κατά
διαταγήν τού Σιγισμούνδου καί ένεκλείσθη είς τάς φύλακας μέχρις ότου άπέθανεν
έξ’ ασιτίας.
Ο δέ Κύριλλος Λούκαρις, ό μετέπειτα Πατριάρχης Αλεξανδρείας, τότε
δέ αντιπρόσωπος τής Αλεξανδρείας έν Πολωνία, μόλις κατώρθωσε νά δραπετεύση διά
νά άποφύγη τήν φυλάκισιν καί τόν θάνατον.
Οί Ορθόδοξοι έφονεύοντο, έξωρίζοντο, έκακοποιούντο, οί ναοί δέ καί αί μοναί των
περιήρχοντο είς τάς χείρας τών Ουνιτών. Ό εμφύλιος αυτός θρησκευτικός
πόλεμος λόγω τής παρεμβάσεως τού Πάπα διά τής Ουνίας, έξήρθρωσε τόσον τήν
Πολωνίαν, ώστε δέν κατώρθωσε μέχρι σήμερον νά συνέλθη αυτή.
Η Ούνία λοιπόν είχε καταστρεπτικά αποτελέσματα διά τούς Όρθοδόξους τής Πολωνίας
καί τής νοτιοδυτικής Ρωσσίας, τά ίδια δέ είχε καί είς αλλάς χώρας καί θά έχη
πάντοτε.
Γ'.
Παπικοί Ισχυρισμοί περί τής Ουνίας.
Οί
Παπικοί ισχυρίζονται ότι ό θεσμός τής Ουνίας δέν είναι κατασκεύασμα ίδικόν των,
διά προσηλυτιστικούς σκοπούς, άλλ’ ότι είναι έκκλησιαστικόν σύστημα υφιστάμενον
έκ τών πρώτων χριστιανικών αιώνων καί ότι οί Ουνίται ανήκουν ουχί είς τήν
Δυτικήν ή Παπικήν Έκκλησίαν.
Αλλ’ εις τήν Καθολικήν τοιαύτην, μετά τής οποίας
ανέκαθεν ήσαν ηνωμένοι. Τό τελευταίον τούτο είναι πολύ παράδοξος θεωρία, ώς θά
ίδωμεν δέ κατωτέρω οδηγεί εις ανακολουθίας.
Άλλ’ ώς πρός τό πρώτον, ή ιστορία μαρτυρεί ότι τό σύστημα τής Ουνίας ήτο
άγνωστον ενεφανίσθη δέ όταν ή Ρώμη ιδούσα ότι ήτο αδύνατον νά έκλατινίση άπ'
ευθείας τούς ανατολικούς, απεφάσισε ν’ άλλάξη σύστημα καί νά έφαρμόση μέθοδον
τοιαύτην ή οποία θά έφερεν αποτελέσματα.
Η νέα μέθοδος δηλ. ή Ούνία, ήρχισεν έπί τής αναφερθείσης ήδη Συνόδου τού
Λατερανού (1215) έξειλίχθη κάπως διά τής εκδοθείσης
Βούλλας Ίννοκεντίου Δ'. (1254)καί έξετελέσθη πλήρως ώς
έπιδίωξις είς τήν Πολωνίαν (1587).
Πρό τής
Συνόδου τού Λατερανού αί προσπάθειαι διά τόν έκλατινισμόν τών Όρθοδόξων ήσαν
βίαιαι, άτεγκτοι καί άνευ προσχημάτων.
Όταν
οί Παπικοί μετέβησαν είς Βουλγαρίαν έπί Πάπα Νικολάου Α'.(856), έπέβαλλον ουχί
μόνον τό Φιλιόκβε είς τούς Ορθοδόξους Βουλγάρους, άλλά καί τήν λατινικήν
λειτουργίαν καί τά λατινικά ήθη και έθιμα, έκήρυξαν δέ άκυρα τά μυστήρια τά
όποία έτέλουν έγγαμοι ιερείς καί πρό πάντων τό Χρίσμα, τό όποίον έπανελάμβανον
οί λατίνοι επίσκοποι.
Οί σταυροφόροι άργότερον όταν κατελάμβανον διαφόρους Ορθοδόξους χώρας,
έξεδίωκον τούς Όρθοδόξους κληρικούς καί έγκαθίστων λατίνους Ιερείς καί
επισκόπους.
Τά τοιαύτα έδημιούργουν σφοδροτάτας αντιδράσεις έχύθη δέ, είς τήν Κύπρον
συγκεκριμένως, πολύ αίμα, διά παρομοίας πράξεις βίας τών σταυροφόρων καί
έκάησαν ζώντες άνθρωποι μή θέλοντες νά υποταχθούν είς τόν Πάπαν.
Οι διάφοροι παπικοί ιεραπόστολοι μετεχειρίζοντο τούς χριστιανούς oί όποίοι
ηνούντο μετά τής Παπικής Εκκλησίας, «ώς μή Χριστιανούς». Ή τοιαύτη
χρησιμοποίησις βίας διά τόν άνευ όρων έκλατινισμόν τών Όρθοδόξων, κατέστησε
τους Παπικούς τόσον μισητούς ώστε μέχρι σήμερον ό Ελληνικός Λαός αποκαλεί αυτούς
«σκυλοφράγκους».
Είναι γνωστόν ότι ό λαός δέν λησμονεί εύκολα τήν βίαν καί τό αίμα, πρό παντός
μάλιστα έφ’ όσον, πρόκειται περί κινδύνου της Ορθοδόξου πίστεώς του. Κατά
τόν 14ον καί 15ον αιώνα είς τάς έλληνικάς νήσους καί πρό παντός είς τήν Κρήτην
διεξήχθη συστηματικός αγών ύπό τών Παπικών κατά τών Όρθοδόξων.
Οι
ισχυρισμοί λοιπόν τών Παπικών ότι ή Ουνία είναι παλαιόν έκκλησιαστικόν σύστημα
είναι αστήρικτοι, προοριζόμενοι διά τούς αδαείς καί τούς αφελείς. Οί ακραιφνώς
ορθόδοξοι λαοί τής κάτω Ιταλίας καί Σικελίας εξελατινίσθησαν διά φοβερών
πιέσεων καί στυγνής βίας.
Διατί ή Ουνία, άφού οί Παπικοί ισχυρίζονται ότι είναι παλαιότατη δέν κατώρθωσε
ώστε νά διατηρηθούν οί πληθυσμοί αυτοί Όρθόδοξοι ώς αρχικώς ήσαν;Άλλ’ ή Ούνία
δέν έχει σκοπόν τήν διατήρησιν, έστω καί τού εξωτερικού
Ορθοδόξου σχήματος, είμή τόν κατά βαθμιαίον τρόπον πλήρη έκλατινισμόν τών
Όρθοδόξων.
Τά έν τή Μονή Κρυπτοφέρης διατηρηθέντα εξωτερικά ορθόδοξα σχήματα, τή επιμονή
τού Βησσαρίωνος, εξακολουθούν ήδη νά τηρώνται κυρίως διότι διά τής εφευρέσεως
της Ουνίας χρησιμεύουν ώς προσχήματα πρός συγκάλυψιν καί έπισκότησιν τών σκοπών
και επιδιώξεων τών Παπικών, μέσω τής Ουνίας.
Ακόμη καί πολύ μετά τήν Βούλλαν τού Ίννοκεντίου Γ'. τώ 1556 άπηλάθη άπό τήν
Μεσσήνην ό Έλλην Μητροπολίτης Πάμφιλος.Ο όποίος ήτο μητροπολίτης τής
αυτονόμου ελληνικής Μητροπόλεως Ιταλίας, ή όποία συμπεριλάμβανε Ορθοδόξους έξ
Ελλάδος καί Αλβανίας καταφυγόντας εκεί λόγω τών τουρκικών πιέσεων τών
υφισταμένων είς τάς χώρας των.
Αί
πιέσεις τάς οποίας υπέστησαν οί δυστυχείς αυτοί Όρθόδοξοι έν κάτω Ιταλία καί
Σικελία υπήρξαν αφάνταστοι, τέλος δέ μή δυνάμενοι νά αντισταθούν
εξελατινίσθησαν.
Καί μόλις όλιγώτεραι τών δέκα οικογενειών μή στέργουσαι τόν
έκλατινισμόν, έζήτησαν άπό τό Έλληνικόν κράτος, αμέσως μετά τήν άπελευθέρωσίν
του καί έλαβον άδειαν, συμφώνως πρός τήν οποίαν έγκατεστάθησαν είς μίαν
περιοχήν τής Αχαΐας.
Διατί λοιπόν ό Παπισμός δέν έσεβάσθη τόν λειτουργικόν «ρυθμόν» τών
Ελλήνων τής κάτω Ιταλίας καί Σικελίας καί τών επίσης εκεί καταφυγόντων Ελλήνων
καί Αλβανών;» Άλλ’ ο Παπισμός δέν ενδιαφέρεται διά τους «ρυθμούς» εί μή μόνον
διά τόν βαθμιαίον έκλατινισμόν τών μή ανηκόντων είς αυτόν χριστιανών.
Οι παπικοί ισχυρισμοί λοιπόν διά την αρχαιότητα της Ούνίας δέν ευσταθούν διότι
ή Ούνία είναι νέον κατασκεύασμα καί είς πάσας τάς περιπτώσεις έχρησιμοποιήθη ώς
μέθοδος καί ώς όργανον διά τήν ύπαγωγήν καί άφομοίωσιν πάντων τών μή παπικών
χριστιανών είς τόν Πάπαν.
Άλλως
τε παραλλήλως σχεδόν πρός τήν ένεργόν δράσιν τής Ουνίας, ήτοι μόλις μετά
παρέλευσιν 35 ετών άπό τών έν Πολωνία διαδραματισθέντων, ιδρύθη έν Ρώμη τώ(1622) ή
«Προπαγάνδα Πίστεως» (Propaganda Fidei) τών
προσηλυτιστικών ενεργειών της οποίας έχουν πικροτάτην καί άλγεινοτάτην πείραν
οί Όρθόδοξοι Χριστιανοί.
Δ'.
Ανακολουθίαι Παπικών καί Ουνιτών.
Οί
Ουνίται ισχυρίζονται ότι δεν είναι ηνωμένοι μετά τής Δυτικής ή Παπικής
Εκκλησίας. Άλλά τότε διατί ό αποθανών επίσκοπος τών Ουνιτών Γεώργιος Χαλαβατζής
ήγείτο έν στολή ορθοδόξου αρχιερέως τής λιτανείας τής καθ’ αυτό λατινικής
τελετής τής Αγίας Δωρεάς;
Διατί κατά τήν κηδείαν τού ιδίου, αποθανόντος τή 7η Νοεμβρίου 1957, ή ακολουθία
έγένετο κατά τόν όρθόδοξον καί κατά τόν λατινικόν τρόπον είς τον λατινικόν ναόν
τού Αγίου Διονυσίου Αθηνών; Είναι άλλη ή πίστις των Ουνιτών καί άλλη ή τών
Παπικών;
Η είναι διφυής ό Παπισμός; Ασφαλέστατα όχι. Διότι είναι αδύνατον νά υπάρξη
ένότης, άνευ ένότητος πίστεως. Ποία λοιπόν ή Καθολική Εκκλησία μετά τής οποίας
είναι, ώς ισχυρίζονται οί Ουνίται, ανέκαθεν ηνωμένοι;
Είναι ετέρα τής Παπικής ή Λατινικής Εκκλησίας; Ασφαλώς όχι. Διότι ένταύθα πρόκειται
περί έφευρεθέντος σχήματος λόγου ύπό τών Ουνιτών καί τών Παπικών, πρός παροχήν
συγκαλυπτικής καί ωφελίμου τού πράγματος συγχύσεως.
Πώς
ανήκουν είς τήν ύποτιθεμένην «Καθολικήν Έκκλησίαν», έφ’ όσον παραδέχονται τάς
Παπικάς κακοδοξίας διατηρούντες μόνον ώρισμένους εξωτερικούς τύπους Όρθοδόξους,
καί διοικούνται καί χρηματοδοτούνται άπό τό Βατικανόν;
Διότι είναι γεγονός ότι δέν χρησιμοποιούν τό Φιλιόκβε άλλά τό πιστεύουν,
παραδέχονται τάς άξιομισθίας τών Αγίων, πιστεύουν είς ίκανοποίησιν τής Θείας Δικαιοσύνης
διά τούς μετανοούντας αμαρτωλούς.
Παραδέχονται τό καθαρτήριον πύρ, πιστεύουν
είς τήν άσπιλον σύλληψιν τής Θεοτόκου, θεωρούν τά μυστήρια ώς αποτελέσματα «έξ
έργου είργασμένου», και συμφωνούν πρός τάς άλλας λατινικάς
πλάνας.
Εάν τούς έρωτήσωμεν πόσους εγγάμους Ούνίτας ιερείς έχουν είς
τήν Ελλάδα, είναι είς θέσιν νά μάς επιδείξουν έστω
καί ένα; Ασφαλώς όχι. Διατί; Διότι
είναι Παπικοί καί λατίνοι είς τήν ψυχήν καί ως τοιούτοι θέλουν, ώς οί Παπικοί,
υποχρεωτικώς άγαμον κλήρον.
Ακόμη πώς συμβιβάζουν, ώς θέλοντες νά ανήκουν είς τήν εφευρεθείσαν «Καθολικήν
Έκκλησίαν», τό πρωτείον τού Πάπα, έτι δέ περισσότερον τό τήν παρελθούσαν μόλις
εκατονταετηρίδα θεσπισθέν άλάθητον αυτού;
Τέλος
πώς συμβιβάζουν μέ τήν συνείδησίν των τό γεγονός ότι κατά τό παρελθόν,
μετημφίεσαν Γάλλους Άσσομψιονιστάς είς Ούνίτας, είς Πέραμον Προποντίδος, οί
οποίοι αναγνωρισθέντες ύπό τών Όρθοδόξων κατοίκων άπεσχηματίσθησαν έν
αγανακτήσει ύπ' αυτών;
'Αλλ’ άφ' έτερου οί άνευ προσχημάτων Παπικοί, εάν οί Ουνίται δέν πιστεύουν εις
πάσας τάς Παπικάς διδασκαλίας, πώς είναι δυνατόν νά άνέχωνται είς τήν Έκκλησίαν
των ομάδα διαφέρουσαν ώς πρός τήν πίστιν;
Πώς συμβιβάζεται τότε τό απόθεγμα τών
Ίησουϊτών «Ενότης πίστεως, διαφορά ρυθμών;» Άρα ή οί Παπικοί είναι ανακόλουθοι ή οί Ούνίται ακραιφνείς Παπικοί
μετημφιεσμένοι, όπερ καί πιθανώτερον.
Δέν είναι λοιπόν δυνατόν νά αποκρύψουν
τήν άπάτην καί νά διαφύγουν τήν προσοχήν τών Όρθοδόξων οί Ούνίται καί οί σκοποί
των, διά πολλούς λόγους ώς καί διά τό γεγονός ότι είναι αναπόφευκτος ή πτώσις των
είς ανακολουθίας.
Ε'.
Ή Ούνία είς τόν Έλληνικόν Όρθόδοξον κόσμον.
Η
Ούνία είς τήν Άνατολήν γενικώς, έστρεψε τάς ενεργείας πρός όλους τούς μή
Παπικούς Χριστιανούς, Ρουμάνους, Ρώσσους, Βουλγάρους, Γιουγκοσλαύους, Έλληνας,
Άραβορθοδόξους, Σύρους, Αρμενίους, Κόπτας, Νεστοριανούς κ.λ.π.
Τώ 1860, τό πρώτον ή Ούνία έξηπλώθη είς τούς Βουλγάρους, ό
δέ πρώτος Βούλγαρος αρχιεπίσκοπος τών Ουνιτών Ιωσήφ Σοκόλσκυ άνεγνωρίσθη ύπό
τής Τουρκικής Κυβερνήσεως, τή έπεμβάσει Ναπολέοντος Γ΄. άλλ’ έδραπέτευσεν είς
Ρωσσίαν όπου καί άπέθανεν.
Έν τώ μεταξύ ό Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ενήργησε δραστηρίως καί επέστρεψαν
είς τήν Όρθοδοξίαν πλείστοι τών παρασυρθέντων είς τήν Ουνίαν Βουλγάρων.
Τώ 1883 έτερος Ουνίτης αρχιεπίσκοπος απεστάλη είς Βουλγαρίαν
μετά δύο βοηθών επισκόπων διά τήν Θράκην καί Μακεδονίαν. Ό διά τήν Μακεδονίαν
βοηθός επίσκοπος ώνομάζετο Λάζαρος Μλαδένωφ.
Αί πρώται προσηλυτιστικαί ένέργιαι
τής Ούνίας είς Ελληνικής καταγωγής Ορθοδόξους έγένοντο έν τώ Πατριαρχείω
Κωνσταντινουπόλεως. Οί Ουνίται απέκτησαν είς Μάργαρα Ναόν τόν οποίον, ό Ορθόδοξος εντόπιος
πληθυσμός εξεγερθείς έν αγανακτήσει, κατεδάφισεν έν μιά νυκτί.
Ό Ησαΐας Παπαδόπουλος ό μετέπειτα χειροτονηθείς Ουνίτης επίσκοπος μέ τόν τίτλον
Γρατιανουπόλεως, καταγόμενος αυτός, φυσικά δέ καί ό επίσης Ουνίτης ιερεύς
αδελφός του Χριστόφορος, έκ Μαργάρων, προσείλκυσε πέντε ελληνικάς οικογενείας
είς τόν Ουνιτισμόν, έν Κωνσταντινουπόλει καί δύο Ορθοδόξους ιερείς.
Ό
αυτός, είς Πέραμον Προποντίδος (τω 1904) μετημφίεσε δύο Άσσομψιονιστάς ιερείς,
είς Ούνίτας, τούς οποίους άναγνωρίσαντες οί κάτοικοι, εν’ μεγάλω χλευασμώ,
άπεσχημάτισαν δημοσία.
Ό Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ΄. απηύθυνε τήν ύπ' αριθμ.
1989/243-1907, Έγκύκλιον πρός τούς Όρθοδόξους Χριστιανούς είς τήν οποίαν
ονομάζει τούς Ούνίτας «λύκους έν σχήματι προβάτων ερχόμενους» καί αναφέρει ότι:
Είς τόν έν Κοντοσκαλίω Ιερόν Ναόν Παναγίας της Ελπίδος, διένειμον οί Ουνίται
πρός τούς εξερχόμενους τού Ναού Όρθοδόξους, φυλλάδιον, ελληνιστί, ύπό τόν
τίτλον: «Έρχου καί ίδε».
Είς τό όποίον εκάλουν τούς Όρθοδόξους νά επισκεφθούν τόν
Ούνιτικόν Ναόν είς Κοντοσκάλιον, διετύπουν δέ τάς γνωστάς απόψεις περί Ούνίας,
ότι οί Ορθόδοξοι Χριστιανοί προσχωρούντες είς τήν Ούνίαν δεν θά άπέβαλλον άλλά
θά διετήρουν τά εθιμά των κ.λ.π.
Τώ 1920 τό Βατικανόν, ζώντος εισέτι τού Ήσαΐου Γρατιανουπόλεως
προήγαγε τόν ιερέα, Γεώργιον Χαλαβατζήν είς διάδοχόν του Έπίσκοπον, μέ τόν
τίτλον τού Θεοδωρουπόλεως. Ούτος έκ Παπικών καταγόμενος είχε χειροτονηθή είς
διάκονον καί πρεσβύτερον έν Ρώμη ύπό τού αναφερθέντος προηγουμένως Λαζάρου
Μλαδένωφ.
Έν τώ μεταξύ ό Πάπας Βενέδικτος Γ'. είχε δώσει άδειαν όπως οί Άσσομψιονισταί
ιερείς μεταμφιέζωνται είς Ούνίτας. Τών Άσσομψιονιστών αυτών ήγούντο ό
Λουδοβίκος Πετίτ (Louis Petit) καί ό Παργκουάρ (J.Pargοire).Μέχρι τού έτους
1907 δέν ύπήρχεν είς Κωνσταντινούπολιν ούτε είς Ουνίτης.
Ό Γεώργιος Χαλαβατζής ήλθεν είς Αθήνας ώς πρόσφυξ κατά τήν Μικρασιατικήν
καταστροφήν, έπιλήσμων δέ γενόμενος τών υποχρεώσεων πρός τήν χώραν ήτις τόν
εδέχθη, ήρχισεν αμέσως τάς προσηλυτιστικάς ενεργείας μεταξύ τών προσφύγων.
ΣΤ'.
Οι σκοποί τής Ουνίας.
Οί
σκοποί τούς όποίους επιδιώκει ή Ούνία είς Ελλάδα είναι, ή διάβρωσις τής
Ορθοδοξίας, ό προσηλυτισμός τών Όρθοδόξων είς τήν Ουνίαν ώς πρώτον στάδιον, διά
νά ακολουθήσουν τά λοιπά στάδια, όσα χρειασθούν διά τόν πλήρη έκλατινισμόν
των.
Πρός τόν σκοπόν αυτόν φορούν τήν ένδυμασίαν τών Όρθοδόξων κληρικών, τηρούν τά
θρησκευτικά έθιμα τών Όρθοδόξων, ίεροπράττουν καί ένδύονται κατά τάς
ιεροπραξίας ώς οί Ορθόδοξοι, άνω είς τήν ψυχήν, είς τό φρόνημα καί είς τήν
πίστιν, είναι Παπικοί καί Λατίνοι.
(Η
παρούσα εργασία προέρχεται εκ τού έργου τού
Αρχιεπισκόπου
Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου
«Φύσις καί χαρακτήρ τής Ουνίας»).
Π.
ΒΟΙΩΤΟΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΠΡΟΒΛΗΜΑ Η ΟΥΝΙΑ
Η ΟΥΝΙΑ ΩΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Ὁ λεγόμενος «δούρειος ἵππος» τοῦ Παπισμοῦ
Στήν ἐποχή μας, πού ὅλος ὁ κόσμος τείνει νά
γίνει μιά μεγάλη οἰκογένεια
καί τά σύγχρονα μέσα συγκοινωνίας καί ἐπικοινωνίας ἔχουν ἐκμηδενίσει τίς ἀποστάσεις, οἱ συνεχεῖς ἐπαφές μεταξύ λαῶν καί πολιτισμῶν εἶναι κάτι ἀναγκαῖο καί ἀναπόφευκτο.
Στίς συνθῆκες αὐτές, οἱ Ὀρθόδοξοι ἔρχονται ὅλο καί περισσότερο
σέ ἐπαφή
μέ ὁπαδούς
ἄλλων
θρησκειῶν
καί ἄλλων
χριστιανικῶν
δογμάτων.Ὅπου
συμβιώνουν ἑτερόδοξοι
ἤ
ἑτερόθρησκοι
πληθυσμοί.
Πρέπει τουλάχιστον νά ὑπάρχει ἁρμονική συμβίωση καί οἱ σχέσεις νά εἶναι γνήσιες καί εἰλικρινεῖς. Βέβαια, κάθε
θρησκευτική ὁμάδα
ἔχει
τή δική της ἀντίληψη
γιά τό ποιές εἶναι
οἱ
γνήσιες σχέσεις καί γιά τό τί σημαίνει ἁρμονική συμβίωση.
Ὡστόσο, ὅλοι ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι ἀπαραίτητες
προϋποθέσεις γιά νά ἰσχύουν
αὐτά
εἶναι:
α).ἡ
ἐντιμότητα
στίς σχέσεις, δηλαδή τό ὅτι
κάθε ὁμάδα
πρέπει νά ἐμφανίζεται
πρός τούς ἔξω
ὅπως
πραγματικά εἶναι,
μή ἐπιχειρώντας
νά ἐξαπατήσει
μέ ἀνέντιμα
μέσα καί μέ κάθε εἴδους
προσωπεῖα,
καί β).ἡ
γνώση, τόσο τοῦ
περιεχομένου καί τῶν
ὁρίων
τῆς
πίστεως κάθε κοινότητας, ὅσο
καί τῶν
διαφορῶν
της ἀπό
τίς ἄλλες.
Ὅπου
δέν ὑπάρχει
σαφής ἀντίληψη
τῶν
ὁρίων,
ὅπου
ὑπάρχει
σύγχυση ὡς
πρός τά πιστευόμενα, ὅπου
κυριαρχεῖ
ἡ
ἄγνοια
καί ἀποπροσανατολισμός,
ὅπου,
ἰδιαίτερα,
δέν ὑπάρχει
σαφής αἴσθηση
τῶν
διαφορῶν
(παρ’ ὅτι
κάποιοι ἰσχυρίζονται
ὅτι
πρέπει νά βλέπουμε μόνο τίς ὁμοιότητες!),
ἐκεῖ δημιουργοῦνται ἀναυθεντικές σχέσεις,
οἱ
ὁποῖες ὁδηγοῦν ἀναγκαστικά σέ
συγκρούσεις, μέ ὀλέθριες
συνέπειες γιά πρόσωπα καί κοινωνίες.
Οἱ ὑπάρχουσες διαφορές συνήθως αἰσθητοποιοῦνται μέ ἐξωτερικά στοιχεῖα, ὅπως ἡ λατρεία, ἡ ἔνδυση, τά ἔθιμα κ.ἄ. Π.χ. ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο κάνει ἕνας Χριστιανός τό
σημεῖο
τοῦ
Σταυροῦ
καταλαβαίνουμε ἄν
εἶναι
Ὀρθόδοξος
ἤ
Ρωμαιοκαθολικός κ.λπ.
Στίς ἱστορικές σχέσεις
μεταξύ Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας
καί Ρωμαιοκαθολικισμοῦ
ὑπῆρξαν πολλά τέτοια ἀρνητικά καί ἀναυθεντικά στοιχεῖα (οἱ Σταυροφορίες, οἱ ἀπόπειρες ἀθέμιτου προσηλυτισμοῦ μέ τή ὀργανωμένη δράση
«μισσιοναρίων» στόν ἑλλαδικό
χῶρο,
ἡ
χρήση τοῦ
χρήματος καί τῆς
ἐξουσίας
γιά τήν ὑποταγή
ἑτεροδόξων
καί ἀντιφρονούντων,
ἡ
ἐξόντωση
Ὀρθοδόξων
πληθυσμῶν
στή Σερβία κ.ἄ.),
τά ὁποῖα προσπαθοῦμε νά ἐξαλείψουμε ἀπό τό παρόν.
Ὡστόσο, ἕνα ἀπ’ αὐτά παραμένει, ἀκμάζει καί δημιουργεῖ τεράστια προβλήματα
μεταξύ τῶν
χριστιανικῶν
πληθυσμῶν,
εἰς
βάρος, βέβαια, τῶν
Ὀρθοδόξων.
Αὐτό
εἶναι
ἡ
Οὐνία.
Στήν Ἑλλάδα
τό πρόβλημα δέν εἶναι
τόσο γνωστό, γιατί, μέ ἐξαίρεση
τήν Ἀθήνα
καί τά Γιαννιτσά, δέν ὑπάρχουν
οὐνιτικές
κοινότητες σέ ἄλλες
περιοχές.
Ὅμως,
στίς Ὀρθόδοξες
χῶρες
τῆς
Ἀνατολικῆς Εὐρώπης (Ρωσία, Οὐκρανία, Σερβία,
Βουλγαρία, Ρουμανία κ.ἄ),
ὑπάρχουν
πολυπληθεῖς
οὐνιτικές
κοινότητες, προκαλώντας μιά ἄνευ
προηγουμένου σύγχυση στίς ἐκεῖ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, πού
προσπαθοῦν
νά ἐπουλώσουν
τίς πληγές τους ἀπό
τά ἀθεϊστικά
καθεστῶτα.
Στήν Οὐκρανία,
μάλιστα, ἡ
ἐκεῖ οὐνιτική κοινότητα ἐπιχειρεῖ, σύμφωνα μέ
πληροφορίες, τή συνένωσή της μέ τήν ὑπό ἀνακήρυξη αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς χώρας, μέ ἀδιευκρίνιστους ὅρους καί
προϋποθέσεις.
Σύμφωνα μέ στοιχεῖα
πού διαρρέουν στό διαδίκτυο, ὁ
Πρόεδρος τῆς
χώρας, ὁ
ὁποῖος τόσο σθεναρά
στηρίζει τό αὐτοκέφαλο
καί ἐργάζεται
γι’ αὐτό,
εἶναι
Οὐνίτης
καί ἐμφανίζεται
(προφανῶς
καί κοινωνεῖ!)
ἀδιακρίτως
σέ Ὀρθοδόξους
καί οὐνιτικούς
Ναούς.
Ὅμως, τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ Οὐνία; Εἶναι ἕνα ἐκκλησιαστικό μόρφωμα, ἀπό Ὀρθοδόξους πληθυσμούς
(ἤ
ἀπό
πληθυσμούς ἄλλων
χριστιανικῶν
Ὁμολογιῶν), οἱ ὁποῖοι, γιά διάφορους
λόγους καί ὑπό
εἰδικές
συνθῆκες,
ἀποσκίρτησαν
ἀπό
τήν Ὀρθοδοξία,
ἀποκόπηκαν
ἀπό
τό σῶμα
τῆς
Ἐκκλησίας
καί ἑνώθηκαν
μέ τόν Παπισμό, διατηρώντας, ὅμως,
ὅλα
τά ἐξωτερικά
στοιχεῖα
τῆς
προέλευσής τους.
Ἔτσι,
οἱ
Ὀρθοδόξου
προελεύσεως Οὐνῖτες, ἐνῶ μνημονεύουν στή
Θεία Λειτουργία τόν Πάπα καί ἀνήκουν
στή δικαιοδοσία του, τελοῦν
τή Θεία Λειτουργία ὅπως
ἀκριβῶς ἐμεῖς.
Οἱ Ἱερεῖς τους ἔχουν τήν ἴδια ἐμφάνιση μέ αὐτή τῶν Ὀρθοδόξων, φέρουν τά ἴδια ἄμφια, τελοῦν τίς ἴδιες ἑορτές, ἀκολουθοῦν τίς ἴδιες παραδόσεις
κ.λπ.
Μέ ἄλλα
λόγια, οἱ
Οὐνῖτες εἶναι Παπικοί, πού ἐμφανίζονται ἐξωτερικά ὡς Ὀρθόδοξοι. Προφανῶς, καί οἱ ἴδιοι βιώνουν ἕνα εἶδος ἐσωτερικοῦ διχασμοῦ: ἡ ἱστορία τους καί ἡ ἐμφάνισή τους τούς
θυμίζει συνεχῶς
ὅτι
εἶναι
κάτι ἄλλο
ἀπ’
αὐτό
στό ὁποῖο ἀνήκουν.
Ὁ ὅρος «Οὐνία», ἀπό τόν ἀντίστιχο Πολωνικό ὅρο («Unia»),
σημαίνει «ἕνωση»
(ἕνωση
μέ τή Ρώμη) καί ἔχει
λατινικές ρίζες («unio» = «ἕνωση»).
Τό Βατικανό ἀποκαλεῖ τίς κοινότητες αὐτές «Ἀνατολικές Καθολικές Ἐκκλησίες». Εἶναι αὐτονόητο, τί
διαστάσεων σύγχυση προκαλεῖ
ἡ
δράση τῶν
Οὐνιτῶν μεταξύ Ὀρθοδόξων πληθυσμῶν, πού εἶναι κατά μέγα μέρος ἀκατήχητοι.
Ὁ στόχος, βέβαια, δέν
εἶναι
ἄλλος
ἀπό
τήν ὑποταγή
τῶν
πληθυσμῶν
αὐτῶν στόν Παπισμό, γι’
αὐτό
ἡ
Οὐνία
ἔχει
χαρακτηριστεῖ
ἑπιτυχημένα
«δούρειος ἵππος»
τοῦ
Παπισμοῦ.
Ὡστόσο,
τό πρόβλημα δέν εἶναι
μόνο ἡ
σύγχυση καί ὁ
προσηλυτισμός: οἱ
ὀργανωμένες
οὐνιτικές
κοινότητες, μέ τήν ὑποστήριξη
τῶν
κρατικῶν
ἀρχῶν καί μέ τήν ἀνοχή (ἄν ὄχι καί μέ τήν ὑποκίνηση) τοῦ Βατικανοῦ, προβαίνουν σέ
βιαιότητες ἐναντίον
τῶν
Ὀρθοδόξων,
σέ καταλήψεις Ναῶν
καί ἐκκλησιαστικῶν ἀκινήτων, ἀκόμη καί σέ διωγμούς
ἤ
ἐξοντώσεις
Ὀρθοδόξων
πιστῶν!
Γένεση καί ἐξέλιξη τῆς Οὐνίας
Οἱ ρίζες τῆς Οὐνίας βρίσκονται στήν
τάση τοῦ
Παπισμοῦ
νά καθυποτάξει τήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία
τῆς
Ἀνατολῆς, ἀλλά καί κάθε ἄλλη χριστιανική
κοινότητα στόν κόσμο.
Ἤδη
ἀπό
τόν 9ο μ.Χ. αἰ.,
πρίν τό Σχίσμα τοῦ
1054, μεταξύ τῶν
Φράγκων θεολόγων καί κληρικῶν
εἶχε
διαμορφωθεῖ
ἡ
ἀντίληψη
ὅτι
στήν Ἀνατολή
κατοικοῦν
αἱρετικοί
«Γραικοί», πού εἶναι
ἀντικείμενο
προσηλυτισμοῦ.
Ὅταν
οἱ
Φράγκοι ἐπεκράτησαν
στόν Παπικό θρόνο, μετέφεραν ἐκεῖ τίς ὁλοκληρωτικές καί ἀπολυταρχικές ἀντιλήψεις τους, μέ ἀποτέλεσμα νά
προκύψει τό γνωστό Σχίσμα.
Ἐκφράζοντας
τή νέα ἀντίληψη
περί Παπισμοῦ
ὁ
Πάπας Γρηγόριος Ζ΄ (1073-1085), διακήρυττε τόν 11ο αἰ. ὅτι ὁ Πάπας εἶναι ὁ «ἀπόλυτος κύριος τῆς παγκόσμιας Ἐκκλησίας» καί ὁ «κύριος τοῦ κόσμου»! Μέ αὐτά τά δεδομένα, ἡ ὕπαρξη Ἐκκλησιῶν, πού δέν ἀναγνώριζαν τήν ἐξουσία τοῦ Πάπα, ἦταν κάτι ἀδιανόητο γιά τά
δεδομένα τοῦ
Παπισμοῦ.
Οἱ
ἀπόπειρες
ὑποταγῆς τῆς Ἀνατολῆς φάνηκε νά
καρποφοροῦν
ἀπό
τό 1204, ὅταν
τά φραγκικά στρατεύματα τῆς
Δ΄ Σταυροφορίας κατέλαβαν καί λεηλάτησαν τήν Κωνσταντινούπολη. Ὡστόσο, καί πάλι κλῆρος καί λάος ἀντιδροῦσαν ἔντονα.
Ἔτσι, λίγο ἀργότερα, στή Δ΄
Σύνοδο τοῦ
Λατερανοῦ
(1215), ὁ
Πάπας Ἰννοκέντιος
Γ΄ (1198-1216), ὁ
ἱδρυτής
καί τῆς
Ἱερᾶς Ἐξέτασης, ἔδωσε τήν ἑξῆς «λύση»: «Ἐάν σέ κάποια περιοχή
ζοῦν
διάφορα ἔθνη
μέ διαφορετικές γλῶσσες
καί ἐκκλησιαστικούς
ρύθμους, ὁ
Ἐπίσκοπος
νά ἐκλέξει
ἄξιους
ἄνδρες,
οἱ
ὁποῖοι θά τελοῦν γιά κάθε μιά ἐθνότητα τή θεία
λατρεία στή γλῶσσα
καί τόν ρυθμό της».
Αὐτό
ἦταν
καινοφανές γιά τά δεδομένα τοῦ
Βατικανοῦ,
τό ὁποῖο ὡς τότε ἐπέβαλε, ἀκόμη καί μέ τή βία,
τά φραγκικά ἔθιμα
καί τή λατινική γλώσσα στή λατρεία κάθε ἔθνους τῆς δικαιοδοσίας του.
Στό ἴδιο πνεῦμα ἡ βούλα τοῦ Πάπα Ἰννοκεντίου Δ΄
(1243-1254) τοῦ
1254 ἔκανε
δεκτά τά ἔθιμα
τῶν
Ἀνατολικῶν μέ σκοπό τόν
βαθμιαῖο
ἐκλατινισμό
τους. Πάλι, ὅμως,
τά ἀποτελέσματα
ἦταν
πενιχρά. Οὐνία
δέν εἶχε
προκύψει ἀκόμη.
Πρῶτοι Οὐνῖτες ἦταν οἱ λεγόμενοι «ἑνωτικοί» τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι ὑπέγραψαν τήν ἕνωση στή Σύνοδο
Φερράρας – Φλωρεντίας (1438-1439). Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ Σύνοδος ἐκείνη δέν ἐπέβαλε τά ἔθιμα καί τή γλῶσσα τῶν λατίνων στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς.
Οἱ πρωτεργάτες τῆς ἕνωσης Ὀρθόδοξοι τιμήθηκαν
μέ τό ἀξίωμα
τοῦ
Καρδιναλίου ἀπό
τόν Πάπα, ὅμως
ἀντέδρασε
ἔντονα
ὁ
Μητροπολίτης Ἐφέσου
ἅγιος
Μᾶρκος
ὁ
Εὐγενικός
(1392-1444), ἔχοντας
στό πλευρό του τό σύνολο σχεδόν τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ τῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἡ ἕνωση ἀποκηρύχθηκε στήν
πράξη, οἱ
δέ προσπάθειες τῆς
πολιτείας νά τήν ἐπιβάλει
μέ κάθε μέσο ἔληξαν
μέ τήν ἅλωση
τῆς
Κωνσταντινουπόλεως ἀπό
τούς Τούρκους (1453) καί ἡ
μικρή οὐνιτική
ὁμάδα
διαλύθηκε.
Οὐνίτης
Ἐπίσκοπος
σέ συλλειτουργία μέ Παπικούς.
Μετά τήν ἅλωση ὁ Παπισμός, θεωρώντας
ἰσχύουσες
τίς ἀποφάσεις
τῆς
Φερράρας – Φλωρεντίας, ἔστρεψε
τήν προσοχή του στούς ἐκτός
τῆς
Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας Ὀρθοδόξους.
Ἀπό τό τάγμα τῶν Ἰησουϊτῶν, πού ἱδρύθηκε τό 1534 ἀπό τόν Ἰγνάτιο Λαϊόλα
(1491-1556), διοργανώθηκαν ἱεραποστολές,
οἱ
ὁποῖες βρῆκαν πρόσφορο ἔδαφος στήν Πολωνία
καί τή σημερινή Λιθουανία.
Ἐκεῖ, μέ τήν ὑποστήριξη τῶν Βασιλέων
Σιγισμούνδου Β΄ (1548-1572), Στεφάνου (1575-1586) καί Σιγισμούνδου Γ΄
(1587-1632), τά ἀποτελέσματα
ἦταν
ὄντως,
θεαματικά: ἑκατομμύρια
Ὀρθοδόξων
πείσθηκαν νά γίνουν Οὐνῖτες!
Σέ Σύνοδο στή
Brest-Litovsk (1595-1596) ἀπό
Ὀρθοδόξους
καί Λατίνους, ἀποφασίστηκε
ἡ
ἕνωση
μέ τή Ρώμη τῶν
Ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν τῆς Πολωνικῆς ἐπικράτειας καί ἐκδόθηκε σχετική
Πράξη μέ 33 ἄρθρα
- ὅρους.
Βέβαια, ἡ
ἕνωση
δέν ἔγινε
ἀπό
ὅλους
δεκτή, ὅμως
ὁ
Πολωνός Βασιλιάς Σιγισμοῦνδος
Γ΄ ἐπεδίωξε
νά τήν ἐπιβάλλει
μέ κάθε μέσο, ἀκόμη
καί στίς τότε κατακτημένες ἀπό
τούς Πολωνούς περιοχές τῆς
Μικρῆς
καί Μεγάλης Ρωσσίας.
Ἀκολούθησαν
σκληροί διωγμοί γιά τήν ἐξόντωση
τῶν
ἀντιπάλων.
Ἡ
ἕνωση
τῆς
Brest-Litovsk ἦταν
τόσο ἰσχυρή,
ὥστε
κατατρόμαξε ἀκόμη
καί τούς Διαμαρτυρομένους.
Ἐκεῖ γιά πρώτη φορά οἱ ἑνωμένοι μέ τόν
Παπισμό ἀπεκλήθησαν
«Οὐνῖτες» ἀπό τούς ἀντιπάλους τους. Κατά
τή συμφωνία, ὁ
ἐκλεγμένος
Ἐπίσκοπος
ἤ
Μητροπολίτης δέν ἦταν
ὑποχρεωμένος
νά μεταβεῖ
ὁ
ἴδιος
στή Ρώμη γιά νά λάβει τήν sacrae (ἄδεια καθαγιασμοῦ - χειροτονίας) ἀπό τόν Πάπα, ἀλλά μποροῦσε νά τήν λάβει μέ ἀλληλογραφία.
Μέ αὐτή τήν προϋπόθεση,
θά γινόταν ἡ
χειροτονία του ἀπό
δύο τουλάχιστον Ἐπισκόπους,
μετά δέ τή χειροτονία ἔπρεπε
νά δώσει «ὅρκο
ὑπακοῆς στόν Ἀνώτατο Ποντίφικα
παρουσίᾳ
τοῦ
Ἀρχιεπισκόπου
τοῦ
Gniezno».
Ἀπό
ἐκεῖ (τή σημερινή
Πολωνία, Λιθουανία καί Ρωσία) ἡ
Οὐνία
ἐπεκτάθηκε
σέ ὅλα
τά σλαβικά κράτη (Οὐκρανία,
Τσεχία, Σλοβακία, Ρουμανία, Οὐγγαρία,
Βουλγαρία, Σερβία), προκαλώντας σφοδρές συγκρούσεις μέ τούς ἐκεῖ Ὀρθόδοξους πληθυσμούς
μέχρι σήμερα.
Παράλληλα, οἱ ἑλληνόφωνες περιοχές
δέν ἔπαψαν
νά ἀποτελοῦν ἀντικείμενο
προσηλυτισμοῦ.
Μέ ἐνέργειες
τῶν
Ἰησουϊτῶν ἱδρύθηκε τό 1577 στή
Ρώμη τό «Ἑλληνικό
Κολλέγιο τοῦ
Ἁγίου
Ἀθανασίου»,
μέ σκοπό νά προσφέρει ἀνώτερη
παιδεία σέ νέους ἑλληνικῆς καταγωγῆς.
Οἱ ἀπόφοιτοι τοῦ Κολλεγίου ἔτρεφαν ἰδιαίτερη συμπάθεια
στή Ρώμη καί ἦταν
ὑπέρμαχοι
τῆς
ἕνωσης.
Παρόμοιες Σχολές μέ ἀνάλογα
ἀποτελέσματα
κατόρθωσε νά ἱδρύσει
τό Βατικανό στήν ἴδια
τήν Κωνσταντινούπολη (1583), στή Θεσσαλονίκη, στή Σμύρνη, στήν Ἀθήνα, στή Χαλκίδα,
γιά ἕνα
διάστημα ἀκόμη
καί στό Ἅγιο
Ὄρος
(1635-1641)!
Γύρω στά 1860 ἱδρύθηκε
ἀπό
Οὐνίτες
τῆς
Βουλγαρίας ἡ
οὐνιτική
κοινότητα στά Γιαννιτσά, ἡ
ὁποία
ὑπάρχει
μέχρι σήμερα. Στήν Κωνσταντινούπολη οὐνιτική κοινότητα ἱδρύθηκε μετά τό
1907, ὅμως
μέ τή Μικρασιατική καταστροφή (1922) τό κέντρο της μεταφέρθηκε στήν Ἀθήνα, ὅπου ὑπάρχει μέχρι σήμερα.
Ἡ Οὐνία στούς Θεολογικούς Διαλόγους
Ἀπό τίς ἀρχές περίπου τοῦ περασμένου (20οῦ) αἰ. ἄρχισε μιά περίοδος
συνδιαλλαγῆς
καί διαλόγου μεταξύ τῶν
χριστιανικῶν
Ὁμολογιῶν, στήν ὁποία μετέχει καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τό 1980 ἄρχισε ὁ ἐπίσημος Διάλογος μέ
τούς Ρωμαιοκαθολικούς, μέ μεῖζον
θέμα τό πρόβλημα τῆς
Οὐνίας.
Ἀπό
τήν Γ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη (1964) εἶχε τεθεῖ ὡς «ὅρος ἀπαράβατος τῆς ἐνάρξεως τοῦ Διαλόγου μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ἡ ὑπό τῆς τελευταίας
κατάργησις τῶν
οὐνιτικῶν τούτων Ἐκκλησιῶν».
Ὡστόσο, ὅταν ἄρχισε ὁ Διάλογος ὄχι μόνο δέν εἶχε γίνει αὐτό, ἀλλά ἀπό τά 18 μέλη τῆς Παπικῆς ἀντιπροσωπίας στήν Α΄
Ὁλομέλεια
τῆς
Μικτῆς
Διεθνοῦς
Θεολογικῆς
Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου (1980) τά
8 ἦσαν
Οὐνῖτες!
Αὐτό προκάλεσε τήν ἔντονη ἀντίδραση τῶν Ὀρθοδόξων μέ ἐνδεχόμενο νά ναυαγήσει
ὁ
Διάλογος. Τελικά, ἡ
Ὁλομέλεια
ἔκανε
ἀποδεκτή
Δήλωση τῶν
Ὀρθοδόξων,
ὅτι:
«Πρῶτον
ἡ
παρουσία Οὐνιτῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ἀνατολικοῦ ρυθμοῦ εἰς τήν Ἐπιτροπήν τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν δέν σημαίνει ἀναγνώρισιν τῆς Οὐνίας ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί
δεύτερον, τό θέμα τῆς
Οὐνίας
παραμένει ἀνοικτόν,
ὡς
ἕν
τῶν
προβλημάτων πού θά ἀπασχολήσουν
τόν Διάλογον».
Ἔτσι, ἡ συζήτηση γιά τό θέμα τῆς Οὐνίας προσωρινά ἀναβλήθηκε, τέθηκε δέ
γιά πρώτη φορά στήν Δ΄ Ὁλομέλεια
(1987), ὅπου
καταδικάστηκαν γενικά οἱ
μεθόδοι τῆς
Οὐνίας
καί τοῦ
προσηλυτισμοῦ.
Ἡ
Ε΄ Ὁλομέλεια
(1988) ἀνέθεσε
τή μελέτη του σέ Μικτή Ὑποεπιτροπή,
ὅμως
ἀκολούθησαν
οἱ
ραγδαῖες
ἐξελίξεις
μέ τήν κατάρρευση τῶν
ἀθεϊστικῶν καθεστώτων στήν Ἀνατολική Εὐρώπη καί μέ τήν ἔξαρση τῆς δράσης τῆς Οὐνίας στίς νέες συνθῆκες πού διαμορφώθηκαν.
Συνεχῶς
ἔφθαναν
πληροφορίες γιά ἔκτροπα
καί βίαιες ἐνέργειες
σέ βάρος Ὀρθοδόξων
πιστῶν,
κληρικῶν
καί Ναῶν,
παρά τίς ἔντονες
διαμαρτυρίες Ὀρθοδόξων
Προκαθημένων.
Ἔτσι
ἡ
Ὑποεπιτροπή
δέν εἶχε
ἀλλή
ἐπιλογή
ἀπό
τή σαφή καί κατηγορηματική καταδίκη τῆς Οὐνίας στό Πόρισμά της (1990), τό ὁποῖο ἡ ρωμαιοκαθολική
πλευρά ἀναγκάστηκε
νά συνυπογράψει, μέ τήν ἐλπίδα
ὅτι
τό περιεχόμενό του θά ἀνατρεπόταν
στήν ἑπόμενη
Ὁλομέλεια
τῆς
Μικτῆς
Ἐπιτροπῆς.
Κατά τό Πόρισμα,
«ἡ
Οὐνία
δέν θεωρεῖται
πλέον πρότυπον ἑνώσεως
τῶν
Ἐκκλησιῶν, διότι ἡ ἐκκλησιολογία ἐντός τῆς ὁποίας ἀνεπτύχθη δέν ἐμπνέεεται ἀπό τήν κοινήν
παράδοσιν τῶν
Ἐκκλησιῶν μας».
Η δέ «χρῆσις λειτουργικῶν ρυθμῶν καί ἀμφίων, τά ὁποῖα ἀνήκουν εἰς τήν παραδοσιακήν
κληρονομίαν μιᾶς
ἐκ
τῶν
δύο Ἐκκλησιῶν μας, ἐκ μέρους κοινοτήτων ἤ καί μελῶν τοῦ κλήρου τῆς ἄλλης Ἐκκλησίας πρέπει νά ἀπορριφθῇ ἐξ ὁλοκλήρου, ἐάν τοῦτο γίνεται πρός
προσηλυτισμόν».
Στό ἴδιο
κλίμα ἡ
ἑπόμενη
ΣΤ΄ Ὁλομέλεια
(1990) μέ τήν ἐπιμονή
τῶν
Ὀρθοδόξων
συζήτησε μόνο τό θέμα τῆς
Οὐνίας
καί ἐξέδωσε
κείμενο, στό ὁποῖο ἐπαναλαμβάνονται οἱ θέσεις τοῦ Πορίσματος καί
τονίζεται ἐπιπλέον
ὅτι
«ἡ
Οὐνία
ὡς
μέθοδος, ὅπου
ἐφηρμόσθη,
ἀπέτυχε
νά ὑπηρετήσῃ τόν σκοπόν τῆς προσεγγίσεως τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἀντιθέτως προεκάλεσε
νέας διαιρέσεις».
Φυσικά, τό κείμενο
δέν ἱκανοποίησε
τή ρωμαιοκαθολική πλευρά, ἡ
ὁποία
εὐθύς
ἐξ
ἀρχῆς ἐργάστηκε γιά τήν ἀνατροπή του. Κανένα ἀπό τά σημεῖα του δέν ἐφαρμόστηκε στή
πράξη.
Ἀντίθετα,
τό ἴδιο
ἔτος
ὁ
Πάπας Ἰωάννης
Παῦλος
Β΄ (1978-2006) συγκάλεσε σέ Σύνοδο τούς Οὐνῖτες Ἐπισκόπους τῆς Οὐκρανίας στή Ρώμη, ὅπου «ἐνεθάρυνε ὅλους νά συνεχίσουν
τήν πορεία τους», ἐνίσχυσε,
μάλιστα, τήν Οὐνία
μέ χειροτονίες νέων Ἐπισκόπων.
Γιά τήν ἀντιμετώπιση
τῆς
κατάστασης ὁ
Οἰκουμενικός
Πατριάρχης Δημήτριος (1972-1991) συγκάλεσε ἔκτακτη Σύσκεψη στό Φανάρι (11-12/12/1990),
ἡ
ὁποία
διαπίστωνε «καταστάσεις καί γεγονότα εἰς βάρος τῶν Ὀρθοδόξων διαδραματιζόμενα, τά ὁποῖα ὑπερβαίνουν πᾶσαν φαντασίαν».
Καθώς ἐπίσης
«κατάφωρον παραβίασιν τῶν
ἀνθρωπίνων
δικαιωμάτων καί τῆς
θρησκευτικῆς
ἐλευθερίας
... διά χρήσεως ἀμέσου
βίας ἐναντίον
ἀτόμων,
διά τῆς
καταχρήσεως νομοθετικῶν
ρυθμίσεων» κ.ἄ.
Ὡστόσο,
στήν ἑπόμενη
Ζ΄ Ὁλομέλεια
(Balamand 1993) ἡ
ρωμαιοκαθολική πλευρά πέτυχε τήν ἔκδοση κειμένου, τό ὁποῖο καταδίκαζε μέν τήν
Οὐνία
ὡς
μέθοδο τοῦ
παρελθόντος, ἀλλά
ἀναγνώριζε
τήν ἐκκλησιαστική
της ὑπόσταση
καί τήν ὕπαρξή
της στό παρόν.
Τό κείμενο τοῦ
Balamand δέν ἔγινε
ἀποδεκτό
ἀπό
πολλές Ὀρθόδοξες
Ἐκκλησίες,
ἡ
δέ Ὀρθόδοξη
πλευρά θεωροῦσε
τό θέμα τῆς
Οὐνίας
ἀκόμη
ἀνοικτό.
Στήν ἑπόμενη
Η΄ Ὁλομέλεια
στή Βαλτιμόρη τῶν
Η.Π.Α (2000), μέ προσωπική παρέμβαση τοῦ Πάπα Ἰωάννου Παύλου Β΄ ὑπέρ τῶν «Ἀνατολικῶν Καθολικῶν Ἐκκλησιῶν» (Οὐνιτῶν), ὁ Διάλογος κατέληξε
σέ πλῆρες
ναυάγιο.
Σέ Δήλωσή της ἡ
Ὀρθόδοξη
ἀντιπροσωπία
θεωροῦσε
ὅσα
συνέβησαν στό Balamand «ὡς
μή γενόμενα» καί ὅτι
ἡ
συζήτηση γιά τήν Οὐνία
ἐπιστρέφει
«εἰς
μηδενικήν βάσιν».
Μέ τήν ἐπανέναρξη
τοῦ
Διαλόγου ἕξι
χρόνια μετά τήν πλήρη διακοπή του (2006) τό ζήτημα τῆς Οὐνίας ἔπαψε πλέον νά συζητεῖται τουλάχιστον αὐτόνομα καί ἀνεξάρτητα, ἡ δέ Οὐνία συνεχίζει ἀνενόχλητη τή δράση
της στίς Ὀρθόδοξες
χῶρες
τῆς
Ἀνατολικῆς Εὐρώπης.
Ἡ Οὐνία ὡς μέθοδος ἑνώσεως
Ἀπό τά παραπάνω διαπιστώνεται ἡ ἐπιμονή τοῦ Βατικανοῦ νά διατηρεῖ, ἀλλά καί νά ἐνισχύει, ἕναν θεσμό καθαρά
προσηλητιστικό, ἕναν
μηχανισμό ὑποταγῆς Ὀρθοδόξων καί ἄλλων πληθυσμῶν, μιά μέθοδο ἐπανειλημμένα
καταδικασμένη ἀκόμη
καί ἀπό
ἐπιφανεῖς ἐκπροσώπους του στόν
Διάλογο μέ τήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία.
Ἡ
ὕπαρξη
τῆς
Οὐνίας
δέν ἔχει
κανένα ἐκκλησιολογικό,
κανονικό καί δογματικό ἔρεισμα
στήν Παράδοση τῆς
ἀρχαίας
ἑνωμένης
Ἐκκλησίας
τῶν
δέκα πρώτων αἰώνων.
Η δέ χρήση κάθε μορφῆς
βίας (χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν
οὐνιτικῶν κοινοτήτων, μέ τήν
ἀνοχή
ἤ
τήν ὑποκίνηση
τῆς
Ρώμης μέχρι σήμερα) εἶναι
ἐντελῶς ἀσυμβίβαστη μέ τή
χριστιανική ἰδιότητα
(ἴσως
γιά τό Βατικανό νά εἶναι
θεμιτή, γιατί τήν ἔχει
χρησιμοποιήσει καί στό παρελθόν!).
Ὅπως ἔχει γίνει ἀποδεκτό καί ἀπό τίς δύο πλευρές, ἡ Οὐνία ὄχι μόνο δέν
προσέφερε τίποτε στό ζήτημα τῆς
ἑνώσεως,
ἀλλά,
ἀντίθετα,
προκάλεσε ἐπιπλέον
διαιρέσεις, σχίσματα καί συγκρούσεις καί πολλαπλασίασε τά προβλήματα.
Βέβαια, ὁ κατ’ ἐξοχήν σκοπός τῆς Οὐνίας, ἡ ἕνωση («οὐνία» σημαίνει «ἕνωση»), εἶναι κοινός καί γιά
τήν Ὀρθοδοξία.
Ἡ
Ἐκκλησία
μας συνεχῶς
εὔχεται
«ὑπέρ
τῆς
τῶν
πάντων ἑνώσεως»
καί ἡ
προσευχή τοῦ
Ἰησοῦ εἶναι «ἵνα πάντες ἕν ὦσι» (Ἰω. 17,21).
Ὅμως διαφορετικά
θεωρεῖ
τό ζήτημα ἡ
Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία
καί διαφορετικά, ἀπ’
ὅ,τι
φαίνεται, ἡ
ρωμαιοκαθολική πλευρά. Κατά τήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά καί κατά τήν
κοινή Παράδοση τῆς
πρώτης Ἐκκλησίας,
ἡ
ἕνωση
ὑπάρχει
στή μία πίστη, στή μία Ἀλήθεια
πού δίδαξε ὁ
Χριστός, καί στή συνέχεια στό ἕνα
Βάπτισμα, στή μία Θεία Εὐχαριστία
κ.λπ.
Ἡ
ἀλλοίωση
τῆς
πίστεως συνιστᾶ
τήν αἵρεση,
ἡ
ὁποία
εἶναι
κατάσταση πού ἀποκόπτεται
ἄμεσα
ἀπό
τό Σῶμα
τῆς
Ἐκκλησίας
καί μέθοδος πού δέν ὁδηγεῖ στή σωτηρία.
Κατά
συνέπειαν, δέν μπορεῖ
νά ὑπάρξει
ἕνωση
μέ διαφορές στήν πίστη, ἕνωση
χωρίς κοινή πίστη, εἶναι
δέ γεγονός ὅτι
μεταξύ Ὀρθοδοξίας
καί Ρωμαιοκαθολικισμοῦ
ὑπάρχουν
ὄντως
σημαντικές διαφορές στήν ἴδια
τήν πίστη. Κοινή πίστη δέν ὑπάρχει!
Ἀπό τή ρωμαιοκαθολική πλευρά, ἀντίθετα, παρατηρεῖται ἡ τάση νά ὑποτιμηθοῦν αὐτές οἱ διαφορές καί νά θεωρηθοῦν δυό θεμιτές ὄψεις τοῦ ἴδιου πράγματος, ὥστε σέ μιά ἐνδεχόμενη ἕνωση κάθε πλευρά νά
διατηρήσει τήν «παράδοσή της», ἀκόμη
καί τή δογματική!
Αὐτό,
ὅμως,
σημαίνει ὅτι
τό πρότυπο ἑνώσεως
πού ἔχει
τό Βατικανό καί προβάλλει μέχρι σήμερα, δέν εἶναι ἄλλο ἀπό αὐτό τῆς Οὐνίας.