02 Ιουνίου, 2014

ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ ΛΑΥΡΕΝΤΙΑΔΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ

 
 Ο 40χρονος προφυλακισμένος επιχειρηματίας 
υποστηρίζει ότι κρατείται παρανόμως ενώ πάσχει 
από σοβαρό νόσημα, αρνείται τις εναντίον του κατηγορίες 
και υπόσχεται να δώσει απαντήσεις στο δικαστήριο

«Δεν εύχομαι
σε κανέναν τη φρίκη που ζω»

Με τη συμπλήρωση του 18μήνου από την ημέ­ρα που ο 40χρονος επιχειρηματίας Λαυρέντης Λαυρεντιάδης πέρασε το κατώφλι του Κορυδαλ­λού, αρχικά στη Στ' Πτέρυγα και στη συνέχεια στο Ψυχιατρείο των φυλακών, μια συνέντευξη μαζί του είναι σίγουρα μια πρόκληση. Η συνέντευξη έγινε τηλεφωνικά αλλά εκείνος απάντησε αμέσως και αυθόρμητα στις ερωτήσεις που του απευθύναμε. «Είναι μια ιστορική συνάντηση» μας είπε με νόημα...

Άμεσος και με καθαρή φωνή, ο Λαυρέντης Λαυρεντιάδης περιέ­γραψε με λεπτομέρειες σχεδόν ια­τρικής ακρίβειας την πάθησή του, που, σύμφωνα και με μαρτυρίες, δεν του επιτρέπει να αυτοεξυπηρετείται ούτε καν στην τουαλέτα. Από τους επωνύμους εκείνος που στάθηκε δίπλα του ήταν ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος, τον οποίο χαρακτήρισε «πνευματικό του». Δηλώνει αθώος και περιγράφει την αντίφαση της καθημερινότητας που βιώνει τους τελευταίους 18 μήνες.

- Πώς πέρασαν 18 μήνες;

«Δεν τα μετράτε καλά, δεν έχουν περάσει 18 μήνες, έχουν περάσει 526 βασανιστικές ημέρες, 12.624 ώρες, 757.400 λεπτά και εκατομ­μύρια βασανιστικά δευτερόλεπτα. Κάνουν λάθος όσοι πιστεύουν ότι ο χρόνος χάνει την αξία του στη φυλα­κή. Αντιθέτως, μεγιστοποιείται αφού αφαιρείται από ένα προσδόκιμο όριο ζωής, για το οποίο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι για όλους τους αν­θρώπους το ίδιο, ιδίως για ανθρώ­πους με τόσο ευπαθή υγεία όπως η δική μου. Είμαι προφυλακισμένος παράνομα.

Έχει παραβιαστεί κάθε διάταξη νόμου σχετικά με τις προϋ­ποθέσεις της προσωρινής κράτησης, όταν ένα πλήθος ιατρικές εξετάσεις πιστοποιούν ότι πάσχω από βαρύτατο νόσημα, δηλαδή αυτοάνοση ρευμα­τοειδή αρθρίτιδα, με κινητικές ανα­πηρίες σε ολόκληρο το σώμα, αφού έχουν υποστεί αλλοιώσεις τα οστά μου στα χέρια, στα πόδια, στο σώμα μου. Τα άνω και τα κάτω άκρα μου είναι παραμορφωμένα με απόλυτη σύγκλιση των δαχτύλων μου, μη μπο­ρώντας να αυτοεξυπηρετηθώ και να περπατήσω. Έχω στένωση του νωτι­αίου σωλήνα και πίεση του μυελού και έχω φοβερές παρενέργειες με πολυαρθραλγία, υψηλή αρτηριακή πίεση, οφθαλμιατρικά και καρδιολογικά προβλήματα. 

Όλα αυτά με έχουν καθηλώσει σε αναπηρικό καροτσάκι και μέσα στη φυλακή με βοηθάνε οι συγκροτούμενοι μου για να μετακινηθώ και να αυτοεξυπηρετηθώ. Σε αυτή τη δραματική και απάνθρωπη ως τώρα στάση των αρμοδίων δικαστικών αρχών, που δεν σκύβουν πάνω στο πρόβλημα αλλά το παρακάμπτουν με αιτιολογίες που δεν στέκονται ιατρικά ή νομικά, έρχεται να προστεθεί η αναγκαστική αποξένωση μου από την οικογένεια μου και τους ανθρώπους μου.

Τα όσα σας περιέγραψα απαντούν κατά τον πιο κυριολεκτικό τρόπο στο ερώτημα σας. Δεν θα ευχόμουν ποτέ σε κανέναν συνάνθρωπο μου να υποστεί τη φρίκη και την ταπείνωση που έχω ζήσει αυτούς τους μήνες. Ας κλείσει ο καθένας τα μάτια για μερικά δευτερόλεπτα κι ας φανταστεί το μαρτύριο στο οποίο με έχουν καταδικάσει χωρίς να έχει αποφασίσει κανένα δικαστήριο για την ενοχή μου.

-Ποιοι στάθηκαν δίπλα σας;

«Εκτός από την οικογένεια μου και τον Αρχιεπίσκοπο, τους οποίους ευχα­ριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου, μου στάθηκαν και όσοι γνωρίζουν ότι είμαι πραγματικά αθώος και δεν χρει­άστηκε να πάρουν κανενός την άδεια για να το κάνουν. Πιστέψτε με, είναι αρκετοί. Απλοί, ταπεινοί άνθρωποι, αλλά και άλλοι με πιο σημαντικούς ρόλους. Όλοι αυτοί δεν μου συμπαραστάθηκαν απλώς αλλά καθημερινά συμπάσχουν μαζί μου στον συνεχή πό­νο που έχω αντιμετωπίζοντας μια τόσο σοβαρή ασθένεια αλλά και αβάσιμες κατηγορίες, οι οποίες δεν ερευνήθη­καν κατά τον πρέποντα τρόπο, όπως έχω διατυπώσει πλέον και ενώπιον των δικαστικών αρχών».

-Αλήθεια, πολλοί αναρωτιούνται για τη σχέση σας με τον Αρχιεπί­σκοπο. Ήρθε ακόμη και μάρτυρας υπεράσπισης σας.

«Κοιτάξτε, είχα την πρώτη περιπέτεια της υγείας μου στα 17 μου χρόνια, όταν έχασα τον πατέρα μου. Τότε άρχισα να μην πιστεύω σε τίποτε. Μάλιστα οι γιατροί μού έδιναν λίγα χρόνια ζωής. Εγώ, όμως, ενάντια στις προβλέψεις, έζησα. Έκανα οι­κογένεια και μια πετυχημένη επιχει­ρηματική καριέρα. Τότε άρχισα να πιστεύω και άρχισα να σκέφτομαι ότι κάποιος πάνω από εμένα μού τα έδωσε όλα αυτά. Βιώνοντας τη σχέση μου με τον Θεό γνώρισα τον Αρχιεπίσκοπο. Είναι άνθρωπος σπάνιος και είναι ο πνευματικός μου. Ζω δίπλα του ως απλός άνθρωπος».

Έχετε φίλους;

«Ένας αμερικανός συγγραφέας έλε­γε πως αν θες να μάθεις ποιοι είναι οι πραγματικοί φίλοι σου πρέπει να μπεις στη φυλακή. Εμένα με έκλει­σαν παράνομα στον χώρο αυτόν και έτσι συνειδητοποίησα τα λόγια του. Οπωσδήποτε πάντως δεν είναι εκεί­νοι που έσπευδαν να με γνωρίσουν και να ζητήσουν τη συνεργασία και τη βοήθεια μου την εποχή της επι­χειρηματικής μου δραστηριότητας».

Πώς είναι ο κόσμος των παρα­νόμων;

«Δεν μπορώ να έχω εικόνα γιατί οι κινήσεις μου είναι περιορισμένες και έτσι οι επαφές μου είναι ανύπαρκτες μέσα στη φυλακή. Βλέπω κάθε μέρα μπροστά μου έναν κόσμο πασχόντων. Θα σας πω όμως κάτι ως αίσθηση: υπάρχει εδώ μια κόκκινη γραμμή στο φιλότιμο που δεν έχουν πάρα πολλοί από αυτούς που είναι έξω».

-Τι έχετε επιθυμήσει περισσότερο;

«Οπωσδήποτε την οικογένεια μου αλλά μια πιο γεμάτη και μεγαλύτερη εικόνα από αυτήν που καθορίζει ως ορίζοντα το παράθυρο του κελιού μου. Συγγνώμη, αλλά και ένα πιο ανθρώπινο μπάνιο και τουαλέτα, στο οποίο θα μπορούσα να πάω μόνος μου, χωρίς να υποβαστάζομαι και να ντρέπομαι διότι θίγεται η ανθρώπινη αξιοπρέπειά μου».

-Όλα αυτά που λέγονται για πα­κτωλούς εκατομμυρίων σε λογα­ριασμούς τι βάση έχουν,

«Αρνούμαι τις μυθιστορηματικές κατα­σκευές και δεν μπορεί να είμαι θύμα φανταστικών σεναρίων. Οι λογαρια­σμοί μου έχουν ερευνηθεί επί σειρά ετών από τις δικαστικές και λοιπές αρ­χές και υπηρεσίες του κράτους, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Δεν υπάρχει πακτωλός εκατομμυρίων και ήδη, όπως είναι γνωστό, χωρίς να αναγνωρίζω ότι τέλεσα ποινικό αδί­κημα, έχω εκχωρήσει όλα τα δικά μου χρήματα που είχα σε λογαριασμούς στην Proton Bank».

«Εμπιστεύτηκα ανθρώπους που επιζητούσαν την καταστροφή μου»

-Βλέποντας τα πράγματα από από­σταση, κάνατε λάθη;

«Το μόνο λάθος που έκανα ήταν να πιστέψω ότι μπορώ να ασκήσω επιχει­ρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα και να εμπιστευθώ ανθρώπους που στην πορεία αποδείχθηκε ότι επιζη­τούσαν την καταστροφή μου. Έκανα τις συνήθεις δραστηριότητες που κά­νουν όλοι μα όλοι, χωρίς εξαιρέσεις, οι επιχειρηματίες του επιπέδου στο οποίο βρισκόμουν. Τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο. Αλλά μόνο για μένα, και επιλεκτικά, αυτό θεω­ρήθηκε έγκλημα.

Και δεν μπορώ να καταλάβω, όπως και κάθε νοήμων πολίτης, πώς είναι δυνατόν να φταίει αυτός που αγοράζει μια τράπεζα, την οποία τον έχουν διαβεβαιώσει ότι εί­ναι υγιής και τη βρίσκει άρρωστη, και όχι αυτός που την πουλάει εξασφαλί­ζοντας και τα σχετικά "πιστοποιητικά υγείας". Δηλαδή, και εξαπατήθηκα και φταίω που εξαπατήθηκα. Ναι, αυτό ήταν μεγάλο στρατηγικό λάθος».

- Υποστηρίξατε πολιτικούς και, αν ναι, ποιούς;

«Δεν απαντώ, θα τα πούμε στο δικα­στήριο. Υπάρχει πάντως στην υπόθεση μου και προσκήνιο και παρασκήνιο».

- Σας χρεώνουν και με μια βομβι­στική ενέργεια όμως...

«Ο άνθρωπος ο οποίος υπήρξε θύμα της βομβιστικής επίθεσης έχει κατα θέσει ενόρκως στην αρμόδια ανακρίτρια, αναλυτικά και τεκμηριωμένα, ότι δεν έχω καμία σχέση με τη δολοφονική επίθεση εις βάρος του και διατρανώνει την πίστη του ότι είμαι αθώος. Δυστυχώς η Αστυνομία στο στάδιο της προανάκρισης επέδειξε βαρύτατη αμέλεια γιατί, ενώ ο παθών υπέδειξε τους πιθανούς ηθικούς αυτουργούς της εις βάρος του επίθεσης, αυτή δεν ερεύνησε καθόλου τις καταγγελίες του».

Η Συνέντευξη παραχωρήθηκε στο ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ  (1/6/2014) στην Δημοσιογράφο κ. Γιάννα Παπαδάκου.

 


Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΟΥΝIΑ

 

1.Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ: Τί είναι ό Παπισμός. 
Ό Παπισμός ονομάζεται ούτω άπό τόν Πάπα τής Ρώμης ό όποίος είναι ό αρχηγός της Παπικής ή Δυτικής ή Ρωμαϊκής ή Ρωμαιοκαθολικής ή Λατινικής Εκκλησίας.

Είναι δε ό Παπισμός, ή ύπό τήν απολυταρχίαν τού επισκόπου ή πάπα τής Ρώμης Παπική Εκκλησία, μέ όλας τάς εκδηλώσεις της. 

Οι κληρικοί καί λαϊκοί τής εκκλησίας αυτής αποφεύγουν τάς ανωτέρω ονομασίας, χρησιμοποιούν δέ καί προτιμούν τό όνομα Καθολικοί καί διά τήν Έκκλησίαν των χρησιμοποιούν τήν όνομασίαν Καθολική Εκκλησία. 

Άλλά αυτάς τάς ονομασίας τάς χρησιμοποιούν καταχρηστικώς oί Παπικοί διότι τά ονόματα Καθολικός καί Καθολική Εκκλησία αρμόζουν μόνον είς εκείνην τήν Χριστιανικήν Έκκλησίαν

Η οποία συνεχίζει κανονικώς καί άδιακόπως τήν άρχαίαν Καθολικήν Έκκλησίαν καί κατέχει τήν πραγματικήν Χριστιανικήν άλήθειαν, ώς τοιαύτη δέ είναι βασισμένη είς τήν Άγίαν Γραφήν, τήν Ίεράν Παράδοσιν καί τάς αποφάσεις τής μίας καί αδιαιρέτου Εκκλησίας. 

Ή Εκκλησία ή οποία έχει τά ανωτέρω στοιχεία είναι ή εκκλησία ή οποία δεν έφυγε άπό τάς βάσεις τής Αγίας Γραφής καί τών Αγίων Πατέρων αποτελεί δε τό κύριον καί άδιάσπαστον σώμα τού Χριστιανισμού τό όποίον κατέχει τήν πραγματικήν χριστιανικήν άλήθειαν καί συγκροτεί τήν «Μίαν Άγίαν Καθολικήν καί Αποστολικήν Έκκλησίαν».

Διά τούς ανωτέρω λόγους, Καθολικοί ή Ορθόδοξοι Καθολικοί πρέπει νά όνομαζώμεθα ημείς οί Όρθόδοξοι διότι ημείς μόνον δέν άπεμακρύνθημεν άπό τήν διδασκαλίαν τών Αποστόλων καί τών Πατέρων, δέν έφύγαμεν άπό τήν Πίστην τής «Μιάς Αγίας Καθολικής καί Αποστολικής Εκκλησίας».

Διά τόν ίδιον λόγον όνομαζόμεθα καί Ορθόδοξοι επειδή δοξάζομεν ορθώς, δηλαδή, φρονούμεν σωστά, κατέχομεν καί πιστεύομεν τήν άλήθειαν, ή δέ Εκκλησία μας ονομάζεται Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία καί είναι ή μόνη αληθής καί γνησία Εκκλησία του Χριστού.

Ή αδιαίρετος Εκκλησία. 
Επί οκτώ ολόκληρους αιώνας ή Χριστιανική Δύσις ήτο ηνωμένη μετά τής Ανατολής. 

Ό Πάπας τής Ρώμης ήτο ένας Ισότιμος μέ τούς άλλους τέσσαρας Πατριάρχας, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας καί Ιεροσολύμων. 

Δυστυχώς όμως ό Πατριάρχης τής Ρώμης, ή Πάπας, άπό τούς πρώτους χριστιανικούς αιώνας έζήτει νά έπιβληθή είς τήν όλην Έκκλη­σίαν καί έπεχείρει νά άποφασίζη μόνος του περί τών διαφόρων Εκκλησιαστικών ζητημάτων. Επί πλέον είχε τάσεις νά δικάζη αυτός όλους τούς επισκόπους.

Ή Εκκλησία απέκρουσε αυτήν τήν απολυταρχικήν τάσιν, έλυε δέ όλα τά ζητήματα διά τών διαφόρων Τοπικών ή Οικουμενικών Συνόδων αί όποίαι συνήρχοντο κατά καιρούς ή εκτάκτως. 

Είς τάς τοιαύτας Συνόδους παρεκάθητο καί αντιπρόσωπος τού Πάπα Ρώμης, ή δέ Έκτη Οίκουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τόν Πάπαν τής Ρώμης ώς αίρετικόν.

Έκτός όμως τής περιπτώσεως αυτής, αιρετικοί Πάπαι παρουσιάσθησαν καί είς άλλας περιστάσεις, άλλ’ ή Εκκλησία ελάμβανε άνευ ενδοιασμού μέτρα εναντίον κάθε ενός ό όποίος απέκλινε άπό τήν ευθείαν όδόν, έστω καί άν αυτός ό οποίος έσφαλλεν ήτο ό Πάπας.

Μέχρι λοιπόν τού 9ου αιώνος, δηλαδή καθ΄ όλην τήν έποχήν τών Οικουμενικών Συνόδων, ό Πάπας δέν είχεν ούδεμίαν έξουσίαν έπί τής όλης Εκκλησίας. Ήτο καί αυτός ένας επίσκοπος όπως καί οί άλλοι καί άν ποτέ έπλανάτο, κατεδικάζετο.

Ή Εκκλησία έθεώρει τόν εαυτόν της τόσον άνεξάρτητον είς τήν λήψιν τών αποφάσεών της διά τήν περιφρούρησιν τής αληθείας, ώστε είς μίαν Σύνοδο τήν λεγομένην Πενθέκτην, τόν έβδομον αιώνα, κατεδίκασε πολλούς νεωτερισμούς ολοκλήρου τής Δυτικής Εκκλησίας.

Οί  νεωτερισμοί όμως αυτοί δέν ήσαν τόσον ουσιώδεις διά νά διασπάσουν τήν ενότητα τής Μιάς καί Καθολικής Εκκλησίας τού Χριστού, έως ότου τόν ένατον αιώνα ό Πάπας τής Ρώμης έζήτησε νά γίνη κύριος τής όλης Εκκλησίας, ώς αντιπρόσωπος δήθεν έπί τής γης. Τί εγωϊσμός αλήθεια!

Ό Πάπας κατά αυτήν έπεζήτησεν νά διοική τούς άλλους Πατριάρχας αυτούς ώς καί τούς άλλους επισκόπους τών κατά τόπους Εκκλησιών, ηθέλησε δέ προσέτι νά έπιβάλη είς τήν όλην Εκκλησίαν τούς νεωτερισμούς οί όποίοι είχον καταδικασθή κατά τούς προηγουμένους αιώνας.

Αί Οικουμενικαί Σύνοδοι δέν είχον πλέον ούδεμίαν σημασίαν απέναντι τού Πάπα, ό όποίος έφθασε μέχρι καί διαστρεβλώσεως τού ιερού Συμβόλου τής Πίστεως (Πιστεύω) διά τής προσθήκης τήν οποίαν έκαμε είς αυτό τού περιβόητου (Filioque) (Φιλιόκβε). 

Δηλαδή διά τής προσθήκης λέξεως ή οποία σημαίνει ότι τό Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται όχι μόνον άπό τόν Πατέρα, όπως έδογμάτισαν αι Οικουμενικαί Σύνοδοι, άλλ' ότι εκπορεύεται καί άπό τόν Υϊόν. 

Τάς αυθαιρεσίας αύτάς καί τάς βλασφημίας ήθέλησεν ό Πάπας νά τάς έπιβάλη καί είς τήν ύπόλοιπον Έκκλησίαν. Οι φρουροί όμως τής Ορθοδόξου πίστεως τής Εκκλησίας, δέν υπέκυψαν άλλ’ άντέστησαν σθεναρώς διότι τίποτε δέν είναι πολυτιμότερον άπό τήν όρθήν πίστιν καί άπό τήν άλήθειαν. 

Ό Μέγας Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως διεμαρτυρήθη εναντίον τού Πάπα καί κατεδίκασε συνοδικώς αυτόν καί τούς νεωτερισμούς του καί έτσι άρχισε τό εκκλησιαστικόν σχίσμα. 

Δυστυχώς όμως αί παπικαί τάσεις καί υπερφίαλοι αξιώσεις έξηκολούθησαν, περί δέ τά μέσα του ενδεκάτου αιώνος συνεπληρώθη τό Σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως.

Μετά ταύτα όλαι αί προσπάθειαι διά τήν Ένωσιν τών Εκκλησιών άπέτυχον διότι ό Πάπας ουδέποτε παρητήθη τών προσπαθειών καί αξιώσεών του, νά ύποδουλώση τήν κυριαρχίαν καί είς τάς πλάνας του τήν Όρθόδοξον Εκκλησίαν μας. 

Ευτυχώς αυτό δέν τό κατώρθωσε παρ’ ότι εχρισημοποίησε όλα τά μέσα καί παρ’ ότι μέγα μέρος τής 'Ορθοδόξου Ανατολής, μεταξύ τού οποίου καί τό Έλληνικόν Έθνος μας, έδουλώθη έπί μακρόν διάστημα είς τούς Τούρκους.

Αυτή ήτο ή αιτία τού φοβερού καί μεγάλου Σχίσματος κατά τό όποίον ή Παπική Εκκλησία άπεχωρίσθη άπό τό άδιαίρετον σώμα τής αρχαίας Εκκλησίας.

Καθώς καί άπό τήν ενότητα τών άλλων τεσσάρων αγίων Πατριαρχών τής Ανατολής καί διεσπάσθη άπό τήν «Μίαν, Άγίαν, Καθολικήν καί Αποστολικήν Έκκλησίαν». Καί αυτό λέγεται Παπικόν σχίσμα ή σχίσμα τής Εκκλησίας τής Ρώμης.

Άλλ’ ημείς οί Ορθόδοξοι Χριστιανοί άνήκομεν είς τόν κεντρικόν κορμόν τού Χριστιανισμού, δέν έχάσαμεν τήν συνοχήν μας, δέν περιεπέσαμεν είς αιρετικάς πλάνας, καί νεωτερισμούς, δέν διεσπάσθημεν άπό τό κύριον σώμα τής Εκκλησίας τού Ευαγγελίου τών Αποστόλων καί τών Πατέρων.

Δέν εσταματήσαμεν ούδ’ έπί στιγμήν νά άντλώμεν άπό τάς πρώτας πηγάς τού Χριστιανισμού, διά ταύτα δέ άποτελούμεν τόν μοναδικόν κορμόν τού Χριστιανικού δένδρου ό όποίος έξ’ αρχής έφυτεύθη διά τών χειρών τού Χριστού καί τών Αποστόλων.

Δυνάμεθα λοιπόν μετά πεποιθήσεως καί παρρησίας καί τής έν Κυρίω καυχήσεως νά λέγωμεν καί νά διακηρύττωμεν ότι ή Ορθόδοξος Εκκλησία μας είναι ή Εκκλησία.

Η οποία δέν διηρέθη, ούτε διήρεσε, δέν μετακινήθη άπό τό θεμέλιον τού Χριστού, τών Αποστόλων καί τών Πατέρων καί ότι ουδέποτε έπαυσε νά είναι ή «Μία, Αγία, Καθολική καί Αποστολική Εκκλησία», ένώ ή Παπική Εκκλησία διηρέθη καί άπεσχίσθη άπό τό σώμα τής Μιάς καί αδιαιρέτου Εκκλησίας. 

Διήρεσε δέ άργότερον, τόν δέκατον έκτον αιώνα, μέ τάς αμαρτίας καί τάς πλάνας της, ακόμη περισσότερον τόν Δυτικόν Χριστιανισμόν, διότι μεγάλαι Χριστιανικαί μάζαι είς τήν Εύρώπην μή δυνάμεναι νά ανεχθούν τόν Πάπαν, μέ τάς αξιώσεις καί ώρισμένας αντιχριστιανικάς πράξεις καί ενεργείας του, διεμαρτυρήθησαν καί άπεσχίσθησαν άπό τόν Πάπαν καί τήν Έκκλησίαν του.

Επί πλέον δέ, λόγω τών διαφόρων αντιδράσεων, αγώνων, ακόμη καί πολέμων, άπεμακρύνθησαν ακόμη περισσότερον άπό τήν χριστιανικήν άλήθειαν καί απετέλεσαν τούς ονομαζόμενους μέχρι σήμερον, Διαμαρτυρόμενους ή Προτεστάντας ή Προτεσταντικόν κόσμον.

Αι πλάναι τού Παπισμού. 
Α'.Ή  διδασκαλία  περί  Αγίου Πνεύματος. 
Πρώτη αιτία μεταξύ εκείνων οί όποίοι προεκάλεσαν Σχίσμα, είναι ή κακοδοξία τής Παπικής Έκκλησίας περί της έκπορεύσεως τού Αγίου Πνεύματος καί έκ τού Υιού.

Ο Κύρος όμως έδίδαξε σαφέστατα ότι τό Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται έκ τού Πατρός καί πέμπεται διά τού Υιού (Ιωάν. 15,26)  τό αυτό δέ έδίδασκε καί διδάσκει πάντοτε ή Έκκλησία.

Είς τήν δευτέραν Οικουμενικήν Σύνοδον ή οποία ολοκλήρωσε το  Σύμβολον τής Πίστεως, δηλ. τό «Πιστεύω», διετύπωσε είς αύτό τήν διδασκαλίαν περί τού Αγίου Πνεύματος διά τών λέξεων «Πιστεύω.... καί είς τό Πνεύμα τό Άγιον, τό ζωοποιόν τό έκ τού Πατρός έκπορευόμενον...» 

Άλλά παρ’ όλα αυτά ό Πάπας όλως αυθαιρέτως, καί χωρίς νά φοβηθή τούς αφορισμούς τών Συνόδων έστω καί κατά εν’ γράμμα άλλοίωσιν τού Συμβόλου τής Πίστεως, προστέθηκε είς τάς λέξεις «τό έκ τού Πατρός» τήν σύνθετον λέξιν «καί   εκ’   τού  Υϊού) (Filioque, Φιλιόκβε). 

Δηλαδή είς τό σημείον αυτό τό Σύμβολον τής Πίστεως τής Παπικής Εκκλησίας δέν είναι όπως τό διετύπωσεν ή Οίκουμενική Σύνοδος άλλ’ επακριβώς λέγεται καί «Τό έκ τού Πατρός καί έκ τού Υϊού έκπορευόμενον».
Η πλάνη καί κακοδοξία αυτή έφάνη τόν έκτον αιώνα είς τήν Ισπανία άπ’ όπου διεδόθη είς τήν Γαλλίαν καί ύπεστηρίχθη υπό τού Καρόλου τού Μεγάλου τω 809 μ.Χ. 

Κατ' αρχάς δέν εδέχθησαν τήν προσθήκην αυτήν όλαι αί Έκκλησίαι τής Δύσεως, ό δέ Πάπας Λέων Γ΄. αντέδρασε ζωηρώς κατ’ αυτής καί πρός αποφυγήν παρεξηγήσεων έγραψε τό Σύμβολον χωρίς τήν προσθήκην «καί έκ τού Υϊού», είς δύο πλάκας Έλληνιστί καί τάς ένετοίχισεν είς τόν έν Ρώμη Ναόν τού Αποστόλου Πέτρου.

Άλλά δυστυχώς ό Πάπας Νικόλαος Α'. επεχείρησε νά έπιβάλη τήν προσθήκην, διά τό γεγονός δέ αυτό διεμαρτυρήθη ό Μέγας Φώτιος. Βραδύτερον τώ 1014 ό Πάπας Βενέδικτος Η΄ εδέχθη επισήμως καί έν αυτή τή Ρώμη τήν προσθήκην, τήν οποίαν ουδείς πρό αυτού Πάπας έτόλμησε νά δεχθή. 

Τότε ό Οικουμενικός Πατριάρχης Σέργιος, διέταξε τήν διαγραφήν τού ονόματος του Πάπα έκ τών διπτύχων τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, τούτο δέ εξακολουθεί μέχρι σήμερον. Δυστυχώς καί ή άντιβιβλική αυτή αυθαιρεσία τών Παπών είναι αποτέλεσμα καί ακολουθία τής τάσεως πρός αυθαιρεσίας.

Διότι εάν δέν είχον υπερφίαλους αξιώσεις καί φιλοδοξίας εάν συνειργάζοντο μετά τών άλλων Πατριαρχών, έάν δέν έτυφλούντο άπό τό άλάθητον, δέν θά έπιπτον είς τάς διαφόρους πλάνας καί δέν θά έχωρίζοντο τής Εκκλησίας. Αλλ’ είναι άληθές ότι «ενός κακού αρχομένου μύρια έπονται».

Β'. Τό  πρωτείον  τού  Πάπα.  
Άλλος σπουδαιότατος λόγος ό όποίος προεκάλεσε τό έπάρατον Σχίσμα μεταξύ Ανατολικού καί Δυτικού Χριστιανισμού, ήτο τό Πρωτείον τού Πάπα.

Η άπαίτησις δηλαδή τού Πάπα νά έπιβληθή ώς κυρίαρχος είς τάς άλλας Εκκλησίας καί ή άξίωσίς του νά άποτελέση τόν άντιπρόσωπον ή τοποτηρητήν τού Χριστού επί τής γής, καί τήν κεφαλήν της Εκκλησίας.

Τήν άξίωσιν καί άπαίτησιν αυτήν ό Πάπας προσεπάθησε νά τήν στηρίξη είς τόν μύθον ότι ό Απόστολος Πέτρος ανεδείχθη ύπό τού Χριστού αρχηγός τής Εκκλησίας και ότι ώς αρχηγός της Εκκλησίας έδρασε είς τήν Ρώμην όπου έχρημάτισεν πρώτος επίσκοπος αυτής.

Συμπεραίνουν λοιπόν οί Παπικοί καί λέγουν ότι έφ’ όσον ό Πέτρος κατέστη ύπό τού Χριστού αρχηγός τής Εκκλησίας, ώς αρχηγός δέ τής Εκκλησίας έδρασε είς Ρώμην, χρηματίσας πρώτος Επίσκοπος αυτής, άρα οί διάδοχοι τού Πέτρου είς τήν έπισκοπήν τής Ρώμης είναι διάδοχοι αυτού καί είς τήν άρχηγίαν τής Εκκλησίας.

Αλλ’ ή θεωρία αυτή είναι αστήρικτος καί αντιχριστιανική, διότι ή Κεφαλή τής Εκκλησίας είναι μόνον ό Χριστός, κεφαλή τής στρατευομένης είς τόν κόσμον καί της θριαμβευούσης είς τόν Ουρανόν Εκκλησίας (Έφεσ. 5,23) θά παραμένη δέ κεφαλή αυτής μέχρι τής συντέλειας τών αιώνων. 

Έάν ό Πάπας ήτο κεφαλή τής Εκκλησίας τότε έπρεπε νά υπάγεται ύπ’ αυτόν καί ή θριαμβεύουσα είς τόν ούρανόν Εκκλησία.

Δέν είναι όμως βλάσφημος καί ή σκέψις ακόμη νά παραδεχθή κανείς ότι ό Πάπας, ένας θνητός άνθρωπος, μέ αδυναμίας κ.λ.π είναι ανώτερος άπό τούς Αγίους τήν Θεοτόκον καί τούς Αγγέλους οί όποίοι αποτελούν μέλη τής θριαμβευούσης Έκκλησίας; Όταν όμως παραδεχθή κανείς τόν Πάπαν καί όχι τόν Χριστόν, ώς κεφαλήν τής Εκκλησίας, είς αυτό τό άδιέξοδον όδηγείται.

Αλλ΄ ή Εκκλησία είναι «Σώμα Χριστού» (Α' Κορινθ. 12,27) είς τόν οποίον ένούνται μέ τόν Θεόν οί άνθρωποι οί όποίοι είς τόν Ιησούν Χριστόν καί αγιάζονται διά της Χάριτος τού Αγίου Πνεύματος, δέν είναι δέ δυνατόν ή 'Εκκλησία ώς σώμα Χριστού» νά έχη κεφαλήν θνητήν, θνητόν άνθρωπο ώς είναι ο Πάπας. 

Επί πλέον τό ότι ό Χριστός έδωσε τήν εξουσίαν τήν άρχηγίαν τής Εκκλησίας είς τόν Άπόστολον Πέτρον δέν ευσταθεί, διότι τό πραγματικόν «πρωτείον» διά τούς μαθητάς του τό έθηκε ουχί έπί τής φιλαρχίας τού εγωϊσμού, τής κυριαρχίας καί τής επιβολής της εξουσίας ενός έπι τών άλλων, άλλά κυρίως τό έθηκε έπί τής «ταπεινωφροσύνης» ειπών «ό θέλων πρώτος είναι έστω πάντων δούλος» (Ματθ. 20, 25-28). 

Πώς λοιπόν δικαιολογείται χριστιανικώς τό Παπικόν Πρωτείον; Τό ότι ό Χριστός είπεν είς τόν Πέτρον, «Σύ εί Πέτρος και έπί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου τήν 'Εκκλησίαν.... καί δώσω σοι τάς κλείς τής βασιλείας τών ουρανών.

Καί όσα άν δήσης έπί τής γής έσται δεδεμένα έν τοίς ουρανοίς και όσα άν λύσης έπί τής γής έσται λελυμένα έν τοίς ουρανοίς» (Ματθ. 16, 13-19), δέν σημαίνει ότι τόν κατέστησε άρχηγόν και κεφαλήν τής Εκκλησίας.

Η εξουσία τού νά δεσμεύουν καί νά λύουν τά αμαρτήματα δέν εδόθη μόνον είς τόν Πέτρον, άλλ’ είς όλους τούς αποστόλους (Ματθ. 18,18) καί οί έπαινοι τού Χριστού: 

«Σύ εί Πέτρος κ.λπ.» «καί δώσω σοί τάς κλείς τής βασιλείας κ.λ.π.» δέν είναι δυνατόν νά συνδεθούν μέ τό πρόσωπον τού Πέτρου άλλά μέ την ομολογία τής πίστεως του, «Σύ εί ό Χριστός ό Υϊός τού Θεού τού ζώντος» (Ματθ. 16, 16) ή οποία ομολογία προηγήθη τών επαίνων.

Επ’ αυτής ακριβώς τής ομολογίας τής κοινής πίστεως όλων τών Αποστόλων είς τήν Θεότητα τού Χριστού ωκοδομήθη ή Εκκλησία, καί όχι έπί τού Πέτρου. Έπειτα είναι γεγονός ότι ύπό τού ιδίου τού Χριστού ολίγον μόλις αργότερον. 

Επειδή ό ευμετάβλητος Πέτρος «δέν έφρόνει τά τού Θεού αλλά τά τών ανθρώπων», ώνομάσθη άδιστάκτως «σατανάς». Ό Χριστός εστράφη πρός τόν Πέτρον καί είπε πρός αυτόν,«ύπαγε οπίσω μου, σατανά.... ότι ού φρονείς τά τού Θεού αλλά τά τών ανθρώπων» (Ματθ. 16, 23).

Επίσης τό ότι ό Χριστός μετά τήν άνάστασιν είπε τρείς φοράς πρός τόν Πέτρον «Σίμων Ιωνά αγαπάς με;» καί εισέτι τρις τό «ποίμανε τά πρόβατά μου» (Ίωάν. 21,15-17), δεν σημαίνει ότι έδωκεν ιδιαιτέραν είς τόν Πέτρον εξουσίαν.

Διότι δέν πρόκειται εδώ περί παροχής εξουσίας, άλλά περί αποκαταστάσεως τού Πέτρου είς τό Άποστολικόν αξίωμα άπό τό όποίον είχεν εκπέσει ένεκα τής τρίτης αρνήσεώς του κατά τήν σύλληψιν τού Χριστού υπό των Ιουδαίων.

Ό Ισχυρισμός επίσης των Παπικών ότι ό Πέτρος υπήρξεν ό πρώτος επίσκοπος Ρώμης, είναι αστήρικτος, διότι ό Πέτρος ήτο Απόστολος καί ουχί Επίσκοπος, οί δέ Απόστολοι ήσαν καθολικοί επίσκοποι όλης τής Εκκλησίας, καί ουχί επίσκοποι μιάς μόνον πόλεως. 

Οί επίσκοποι κατεστάθησαν ύπό τών Αποστόλων είς διαφόρους πόλεις καί απετέλεσαν τούς διαδόχους των. 

Ό Πέτρος έκήρυξε καί είς τήν Ιερουσαλήμ καί είς τήν Άντιόχειαν καί είς τήν Ρώμην. Διατί λοιπόν νά διεκδική τόν Πέτρον ή Ρώμη ουχί δέ καί αί άλλαι Έκκλησίαι όπου έκήρυξεν ό Πέτρος; Τό ότι ό Πέτρος έκήρυξεν είς Ρώμην, δέν είναι απολύτως βέβαιον. 

Άλλά καί εάν έκήρυξε μήπως ωσαύτως καί ό Παύλος δέν έκήρυξεν, έλθών μάλιστα πρό τού Πέτρου είς Ρώμην; Καί άν ό Πέτρος έμαρτύρησεν είς Ρώμην, μήπως καί ό Παύλος δέν έμαρτύρησεν εκεί; 

Όμως, οπωσδήποτε, ό Απόστολος Πέτρος δέν υπήρξε μοναδικός είς τήν Ρώμην, ούτε καί ό ιδρυτής τής Εκκλησίας εκεί, διότι εάν ό Παύλος διεξεδίκει τά πρωτεία είς τήν Ρώμην, οπωσδήποτε ή ιστορία θά τά έπεδίκαζε πολύ ευκολώτερον είς αυτόν παρά είς τόν Πέτρον.
 


Ή όρεξις τού Πάπα διά τό Πρωτείον καί τήν κυριαρχίαν επί τών λοιπών Εκκλησιών ήνοιξεν, έκ τού ότι, λόγω τής πολιτικής θέσεως τής Ρώμης ώς πρωτευούσης τού Ρωμαϊκού κράτους, άπεδίδετο ιδιαιτέρα τιμή πρός τόν επίσκοπον αυτής, τόν Πάπαν.

Εθεωρείτο δέ πάντοτε ύπό τών άλλων Πατριαρχών, πρώτος μεταξύ ίσων, ουδέποτε όμως τοποτηρητής τού Χριστού έπί της γής καί αρχηγός καί κεφαλή της Εκκλησίας.

Είχε δηλαδή ό Πάπας τήν θέσιν καί τήν τιμήν, τήν οποίαν έχει μέχρι σήμερον ό Οικουμενικός Πατριάρχης τής Κωνσταντινουπόλεως.

Γ'.Τό άλάθητον του Πάπα
Άλλη αιτία τού σχίσματος μεταξύ Ανατολικού καί Δυτικού Χριστιανισμού ήτο τό Άλάθητον τού Πάπα, ή δηλαδή ότι ό Πάπας είναι αλάθητος, καί δή δι’ ό,τι δογματίζει.

Καί δι’ ό,τι «αποφαίνεται άπό καθέδρας», είναι άλάθητον καί ύποχρεωτικόν διά τούς πιστούς τής Παπικής Εκκλησίας. Η δοξασία αυτή περί τού αλάθητου τού Πάπα έπισημοποιήθη μόλις τό έτος 1870 ύπό Παπικής Συνόδου ή οποία συνήλθεν είς τό Βατικανόν. 

Η άπόφασις αυτή τής άνακηρύξεως είς δόγμα τού αλάθητου τού Πάπα έγέννησε διαμαρτυρίας καί ώρισμέναι ομάδες παπικών άπεσπάσθησαν άπό τό σώμα τής Παπικής Εκκλησίας άποτελέσασαι τούς μέχρι σήμερον ονομαζόμενους Παλαιοκαθολικούς.

Ό Πάπας πλέον διά τούς Παπικούς είναι αλάθητος, δογματίζει άπό καθέδρας, αί αποφάσεις του είναι αναντίρρητοι καί υποχρεωτικοί διά τούς πιστούς. Δι’ όλων αυτών αντιλαμβάνεται κανείς ότι: 

Ο Πάπας έσφετερίσθη θείαν ιδιότητα καί δικαιώματα τά οποία έχουν μόνον αί Οικουμενικαί Σύνοδοι καί ουχί έν πρόσωπον, έστω καί άν τό πρόσωπον αυτό είναι ό Πάπας. Αλάθητος είναι μόνη ή Εκκλησία ώς όλον ή οποία άποφασίζει διά τών Οικουμενικών Συνόδων καί αί αποφάσεις αύταί γίνονται άποδεκταί ώς όρθαί άπό τό σύνολον τού κλήρου καί τού λαού τής Εκκλησίας. 

Τό άλάθητον λοιπόν τό οποίον άπό τής ιδρύσεως τής Εκκλησίας ανήκει είς τό πλήρωμα αυτής τό έσφετερίσθη κατά τρόπον, άντιδογματικόν, εκκλησιαστικόν άντιχριστιανικόν, έν’ μόνον πρόσωπον, ο Πάπας. Όποία πράγματι παρέκκλισις έκ τής γνησίας καί αγίας Χριστιανικής διδασκαλίας!

Δ'.Αί   άξιομισθίαι   τών   Αγίων. 
Η Παπική Εκκλησία διετύπωσε καί παρεδέχθη τήν παράδοξον διδασκαλίαν κατά τήν οποίαν αί άγαθαί πράξεις διαφόρων Άγίων καί τής Θεοτόκου, έξήρκεσαν διά τήν σωτηρίαν των καί έπερρίσσευσαν, τά δέ περισσεύματα τών αγαθών έργων τών Αγίων αυτών, τά έχει καί τά διαχειρίζεται ό Πάπας, ό όποίος δύναται νά τά χρησιμοποιή κατά βούλησιν.

Ούτω λοιπόν ό Πάπας χρησιμοποιών τά έργα άλλων, σώζει άλλους, οί όποίοι υστέρησαν τυχόν είς έργα ή άπέθαναν έν τη αμαρτία ή δέν έπρόφθασαν νά εκτίσουν όλας τάς επιβληθείσας είς αυτούς ποινάς κατά τήν έξομολόγησιν. 

Η διδασκαλία όμως αυτή δέν έχει ούτε ίχνος βάσεως είς τάς Αγίας Γραφάς, μειώνει τό έργον τού Χριστού είς την έξιλαστήριον Θυσίαν Αύτού διά τήν σωτηρίαν τού άνθρώπου καί καθιστά τόν Πάπαν ένα είδος πνευματικού τραπεζίτου, ό όποίος χαρίζει ή μάλλον δανείζει, άν δέν πωλεί, πνευματικά κεφάλαια άπ’ έδώ καί άπ’ εκεί κατά βούλησιν.

Διά νά έννοήση κανείς πόσον ύλόφρων άλλά καί πόσον άτοπος είναι ή διδασκαλία αυτή, άς σκεφθή ότι, ένας φονεύς, ένας μοιχός, ένας σαρκολάτρης κ.λ.π. 

Οί όποίοι δέν μετενόησαν ειλικρινά ή άπέθανον αμετανόητοι, πώς είναι δυνατόν νά σωθούν χωρίς μετάνοιαν ή μεταθανατίως διά τών έργων τά οποία έπραξαν άλλοι; 

Πώς είναι δυνατόν ένας μεγάλος ή μικρός αμαρτωλός νά συγχωρηθη χωρίς μετάνοιαν, μέ μόνον ένα Παπικόν συγχωροχάρτιον, δηλ. πιστοποιητικόν ότι ό Πάπας έκανε δι’ αυτόν χρήσιν έκ τών αγαθών έργων τών Αγίων; .

Ε'. Η  ικανοποίηση   τής    θείας 
δικαιοσύνης  ύπό   τού   μετανοούντος.
Είς τήν Όρθόδοξον Καθολικήν Έκκλησίαν μας ή Μετάνοια καί ή έξομολόγησις είναι Μυστήριον καί πράξις κατά τήν οποίαν ό άνθρωπος.

Ο όποίος συνησθάνθη τά αμαρτήματά του, μετανοεί είλικρινώς καί συνετρίβεται, προσέρχεται είς τόν πνευματικόν Πατέρα, εξομολογείται τά σφάλματα καί πταίσματά του καί λαμβάνει τήν συγχώρησιν διά τού ελέους τού Θεού τό όποίον διοχετεύεται είς τόν μετανοούντα διά τής ευχής καί τής επιθέσεως τών χειρών τού ιερέως. 

Άλλ’ είς τήν Παπικήν Έκκλησίαν, ό μετανοών αμαρτωλός όταν έξομολογήται δικάζεται ύπό τού ιερέως καί επιβάλλονται είς αυτόν διάφορα έπιτίμια μέ ποινικόν χαρακτήρα διά νά έξιλεωθή απέναντι τού Θεού, διά τά παραπτώματά του.

Τούτο όμως είναι άντίθετον πρός τό Εύαγγέλιον, όπου βλέπομεν τόν Κύριον ουχί νά δικάζη άλλά νά έλεή καί νά συγχωρή τούς πρό μετανοούντας, λέγων πρός αυτούς «πορεύου καί μηκέτι αμάρτανε καί «ούκ ήλθα ίνα κρίνω τόν κόσμον άλλ’ ίνα σώσω τόν κόσμον».

Τό ίδιον έκανε και διά τόν ληστήν έν τώ σταυρώ άπαντήσας είς τό «μνήσθητί μου Κύριε», διά τών λόγων «σήμερον μετ' εμού έση έν τώ παραδείσω».Τά έπιτίμια τά χρησιμοποιούμεν καί είς τήν Όρθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν μας, άλλ’ ουχί διά νά έξιλεωθώμεν καί νά ίκανοποιήσωμεν τήν θείαν δικαιοσύνην.

Τά έπιτίμια δι’ ημάς είναι παιδαγωγικά μέσα, τά όποία βοηθούν είς τήν συνήθειαν τής αρετής, μάς απομακρύνουν άπό τάς συνήθειας τής αμαρτίας καί μάς ενισχύουν είς τήν τελειοποίησιν μας τήν πνευματικήν. 

Πόσον άτοπος είναι ή διδασκαλία περί ικανοποιήσεως, ύπό τού αμαρτωλού, τής θείας δικαιοσύνης, καταφαίνεται καί εκ’ τού αδιεξόδου είς τό οποίον οδηγεί, προκειμένου περί άνθρωπου ό οποίος μετανοεί καί εξομολογείται τάς τελευταίας ημέρας του βίου του.

Έρωτώμεν λοιπόν
. Τί θά γίνη ένας αυτής τής περιπτώσεως άνθρωπος, ό όποιος δέν διαθέτει χρόνον διά νά ίκανοποιήση τήν Θείαν δικαιοσύνην μέ τήν έκτέλεσιν τών έπιτιμίων;

ΣΤ'.Τό   καθαρτήριον   Πύρ.
Έτέρα πλάνη καί κακοδοξία τού Παπισμού είναι ή διδασκαλία ότι ή ψυχή τού ανθρώπου διέρχεται άπό τό καθαρτήριον πύρ, όπου καθαρίζεται άπό τάς αμαρτίας, έφ’ όσον δεν έπρόφθασε έν τώ κόσμω τούτω νά ικανοποίηση ή νά ολοκληρώση τήν ίκανοποίησιν τής Θείας δικαιοσύνης.

Η ψυχή μετά τόν καθαρισμόν είς τό πύρ εισέρχεται είς τόν Παράδεισον. Άλλ’ ή τοιαύτη διδασκαλία περί Καθαρτηρίου Πυρός είναι ακόμη ένα παράδοξον όπως καί τόσαι άλλαι παράδοξοι κακόδοξοι καί άντιευαγγελικαί διδασκαλίαι τής Εκκλησίας. Καθαρτήριον πύρ δέν υπάρχει, καί διά τούτο τό αγνοούν ή Αγία Γραφή καί ή Ιερά Παράδοση.

Ζ'.'Η  άσπιλος   σύλληψις. 
Η Παπική Εκκλησία άθέσπισε ακόμη τό άγνωστο τής ασπίλου συλλήψεως τής Θεοτόκου, έπί Πάπα Πίου Θ΄, τω 1854. 

Κατά τό νέον καί άστήρικτον αυτό δόγμα, ή Υπεραγία Θεοτόκος έγεννήθη άνευ προπατορικού αμαρτήματος, γεγονός τό όποίον ή Ορθόδοξος Εκκλησία παραδέχεται μόνον διά τόν Χριστόν, ενώ τήν Θεοτόκον τήν ονομάζει, Ύπεραγίαν, Παναμώμητον καί Άειπάρθενον.

Πώς είναι δυνατόν ή Θεοτόκος νά έγεννήθη άσπίλως, έφ’ όσον ή ιδία ομολογεί τόν Θεόν «Σωτήρα της» άρα παραδέχεται τήν ανάγκην τής σωτηρίας της; (Λουκ. 1,47). 

Αγνώστου επίσης είναι καί τό νέο δόγμα περί ενσωμάτου αναλήψεως τής Θεοτόκου είς τούς ουρανούς, τό όποίον έδογμάτισε τό 1950 ό νύν Πάπας, όλως αναρμοδίως.

Η'.Ή  Ύψωσις τού κλήρου. 
Η Παπική Εκκλησία ύψωσε είς μέγαν βαθμόν τό Ιερατείον, καί ενώ είς τήν Έκκλησίαν ανέκαθεν τό ιερατείον έτέλει καί τελεί τά μυστήρια έξ’ ονόματος τού Θεού διά τής Θείας Χάριτος διά τής οποίας είναι ένδεδυμένον, είς τήν Παπικήν Έκκλησίαν ή δύναμις τών μυστηρίων εξαρτάται ουχί έκ’ τής Θείας Χάριτος άλλ’ έκ’ τού προσώπου τού Ιερέως.

«Έγώ σέ βαπτίζω», «έγώ σέ συγχωρώ», «έγώ σέ χρίω» κ.λ.π.. λέγει ό ιερεύς τελών τά μυστήρια
Ενώ είς τήν Όρθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίας μας, ό ιερεύς ενεργεί έξ’ ονόματος τής Θείας Χάριτος, όπως είναι τό ορθόν, λέγων, «Βαπτίζεται ή χρίεται, ή στέφεται, ή μεταλαμβάνει, ό δούλος τού Θεού». 

Ό Χριστός ακριβώς διά νά μάς διδάξη τήν ταπεινοφροσύνην, ενώ ημπορούσε ό ίδιος, δέν είπε «συγχωρώ τάς αμαρτίας σου» αλλά «αφέωνται» δηλαδή συγχωρούνται αί αμαρτίαι σου.

Θ'.Τό Βάπτισμα. 
Η Παπική Εκκλησία καί τήν πράξιν τού Αγίου Βαπτίσματος τήν διέστρεψε καί μετέτρεψε τό βάπτισμα είς ράντισμα, ενώ «Βαπτίζω εις τό ύδωρ» σημαίνει «βυθίζω είς τό ύδωρ» καί όχι «ραντίζω», ό ίδιος δέ ό Κύριος βαπτισθείς είς τόν Ίορδάνην. 

Κατήλθε, δηλαδή, έβυθίσθη είς τό ύδωρ καί «ευθύς άνέβη από τού ύδατος» (Ματθ.3,16). Τά αρχαία βαπτιστήρια τής Εκκλησίας μαρτυρούν ότι ανέκαθεν τό βάπτισμα ήτο βύθισμα είς τό ύδωρ καί ουχί ράντισμα.

Ι'.Τό  Χρίσμα. 
Άπό παλαιότατων χρόνων, μετά τό Βάπτισμα ηκολούθει τό Χρίσμα καί έχρίετο ό Βαπτιζόμενος. 

Τούτο μαρτυρεί ό δυτικός εκκλησιαστικός συγγραφεύς Τερτυλλιανός (τέλος τού Β΄αιώνος) γράφων είς τό σύγγραμμά του «Περί Βαπτίσματος», ότι «εξερχόμενοι έκ’ τής σωτηριώδους κολυμβήθρας, λαμβάνομεν τό Άγιον Χρίσμα κατά τήν αρχαίαν τάξιν». 

Αλλ’ ή Παπική Εκκλησία έχώρισε τό χρίσμα από τό βάπτισμα καί τά βαπτιζόμενα παιδία λαμβάνουν - όταν φθάσουν είς τήν ήλικίαν τών επτά ετών, ουχί δέ δι’ Αγίου Μύρου άλλά δι’ επιθέσεως τών χειρών τού Επισκόπου. 

Τά παιδία λοιπόν δέν δύνανται νά μεταλάβουν τών αχράντων μυστηρίων πρό τού Χρίσματος, πολλάκις δέ ώς έκ τούτου πολλά παιδιά νά αποθνήσκουν ακοινώνητα.

ΙΑ'. Ή Αγία   Κοινωνία. 
Όλως αυθαιρέτως επίσης ή Παπική Εκκλησία εστέρησε τούς πιστούς τού αίματος τού Κυρίου κατά τήν Θείαν Κοινωνίαν, μεταδίδουσα μόνον τού Σώματος. 

Δηλ. αντί να δώσουν είς τούς κοινωνούντας σώμα καί αίμα Χριστού, δίδουν σώμα καί μάλιστα ουχί άρτον άλλά όστιαν, δηλαδή βιομηχανοποιημένον άζυμον.

Ταύτα δέ παρά τήν κατηγορηματικότητα της εντολής τού Κυρίου όπως ή μετάληψις δίδεται έξ΄ αμφοτέρων τών ειδών, διά σώματος καί αίματος (Ματθ. 26,26-27).

ΙΒ'. Τό   Ι. Εύχέλαιον
Τό μυστήριον τού Εύχελαίου ή Παπική Έκκλησία παρά τήν ρητήν προτροπήν τού Αποστόλου Ιακώβου όπως τελήται είς κάθε περίπτωσιν (Ίακωβ. 5, 14-15), τό τελεί μόνον είς τούς ετοιμοθανάτους καί τό δίδει ώς τελευταίον εφόδιον

ΙΓ'.  Ή   ενέργεια   τών   μυστηρίων. 
Ή Παπική Εκκλησία διδάσκει ότι ή ενέργεια των μυστηρίων είναι μηχανική «έξ έργου είργασμένου» καί δεν εξαρτάται άπό τήν διάθεσιν καί τήν άνταπόκρισιν τού θέλοντος νά λάβη τήν χάριν αύτού ή εκείνου τού μυστηρίου τής Έκκλησίας. 

Κατά την διδασκαλίαν λοιπόν εξάγεται π.χ. τό εξής παράλογον. Έάν ένας άπιστος μή Χριστιανός βαπτίση ένα άνθρωπον είς τό όνομα τού Χριστού μέ όλους τούς τύπους τού βαπτίσματος, τό βάπτισμα αυτό έχει τήν ενέργεια οιουδήποτε βαπτίσματος καί αναγνωρίζεται ώς έγκυρον. 

Έκτός τών ανωτέρω διαφορών είς τά Μυστήρια μεταξύ Όρθοδοξίας καί Παπισμού, ό τελευταίος είς μέν τόν γάμον κατήργησε τελείως τό διαζύγιον, είς δέ τό μυστήριον τής μετανοίας εισήγαγε τάς αφέσεις καί συγχωροχάρτια.

ΙΔ'. Δεσποτισμός.
 
Ό Πάπας έγένετο απόλυτος κυρίαρχος τής Παπικής Εκκλησίας καί όλων τών κληρικών οί όποίοι τόν προσκυνούν, θέτοντες τήν κεφαλήν επί τού εδάφους, μετέβαλε δέ τό πολίτευμα της Εκκλησίας είς απόλυτον μοναρχίαν καί τυραννίαν καί εισήγαγε τόν Παποκαισαρισμόν.

ΙΕ'. Καρδινάλιοι. 
Ένώ τό έπισκοπικόν αξίωμα είς τήν Παπικήν Έκκλησίαν έχασε τήν έξουσίαν καί τό κύρος του, έφευρέθη νέα διοικητική τάξις κληρικών, ή τάξις τών Καρδιναλίων, ή οποία καί είς τήν άρχαίαν Έκκλησίαν καί είς τήν Όρθόδοξον Άνατολήν ύπήρξεν άγνωστος. 

Υπεράνω δέ αυτής καί τών τριών θεοσυστάτων ιερατικών βαθμών (διακόνου - πρεσβυτέρου - επισκόπου) είναι ό επίσης άγνωστος καί αντιχριστιανικός παπικός βαθμός.

ΙΣΤ. Ή υποχρεωτική  αγαμία τού κλήρου
. 
Η παπική Εκκλησία παρά πάσαν λογικήν καί παρά τήν χριστιανικήν διδασκαλίαν, επέβαλε υποχρεωτικήν άγαμίαν είς όλους τούς κληρικούς, όλων τών βαθμών.

ΙΖ'. Διάφοροι  άλλαι   πλάναι
. 
Ό Παπισμός επίσης ώρισε τό Σάββατον ώς ήμέραν νηστείας, καθιέρωσε δέ και τήν ψαλμωδίαν τού Αλληλούϊα το όποίον ουδέποτε είς τήν Έκκλησίαν εψάλλετο τό Σάββατον.

Οί Παπικοί Ναοί είναι έστραμμένοι ουχί πρός ανατολάς αλλά πρός δυσμάς. Έθέσπισε τάς πολλάς λειτουργίας έπί τής αυτής Αγίας Τραπέζης τήν αυτήν ήμέραν, έπέτρεψεν είς τούς κληρικούς της νά τελούν περισσοτέρας τής μιάς λειτουργίας κατά τήν αυτήν ήμέραν, εισήγαγε νέας τελετάς καί έορτάς 

Είς τάς οποίας προσέδωκε φαντασμαγορικόν χαρακτήρα, ώς είς τήν έορτήν τής Αγίας Δωρεάς, τής Μέρας Καρδίας τού Ιησού, κατήργησε τήν έπίκλησιν κατά τόν καθαγιασμόν τών Τιμίων Δώρων. 

Επιμένει είς τήν χρήσιν ώς λειτουργικής γλώσσης, τής νεκράς καί ακαταλήπτου λατινικής, τέλος δέ τό έκ παραδόσεως σημείον τού Σταυρού οί οπαδοί της Παπικής Εκκλησίας τό κάμουν ουχί διά τών τριών δακτύλων, συμβολιζόντων τά τρία πρόσωπα τής αγίας τριάδος, αλλά δι’ όλων τών δακτύλων παραλλήλως τιθεμένων ουχί έκ’ δεξιών πρός τ’ αριστερά άλλ’ έξ’ αριστερών πρός τά δεξιά. 

Γενικώτερον ό Παπισμός διηύρυνεν, ένόθευσε καί έπεξέτεινε τήν Ιεράν Παράδοσιν τής Εκκλησίας, διά νά δικαιολόγηση τάς ανωτέρω καινοτομίας ώς καί διαφόρους άλλους νεωτερισμούς του.

2. Η ΟΥΝIΑ Α'. Όνομασία. 
Αί λέξεις Ούνία ή Ουνίτης ή Ούνιάτής, προέρχεται έκ τής Πολωνολατινικής λέξεως Ούνία (Unia) ή οποία σημαίνει τήν Ένωσιν, έχρησιμοποιήθη δέ διά πρώτην φοράν είς τήν Πολωνίαν όπου οί Ιησουΐται συνέλαβον καί εφήρμοσαν σχέδιον διά τήν ένωσιν τών Όρδοδόξων μετά τής Παπικής Εκκλησίας.

Η λέξις λοιπόν Ούνία εσήμαινε κατ’ αρχάς τήν προσπάθειαν τών Παπικών πρός Ένωσιν μετ’ αυτών, τών Ορθοδόξων, ήτις προσπάθεια έπεξετάθη άργότερον είς τούς Κόπτας, τούς Νεστοριανούς, τούς Χριστιανούς τού Μαλαμπάρ, τούς Μαρωνίτας καί γενικώς είς πάντας τούς Χριστιανούς οί όποίοι δέν ήκολούθουν τόν Πάπαν.

Ή λέξις Ούνία σημαίνει ώς έλέγχθη τήν Ένωσιν, ή οποία βεβαίως είναι λίαν επιθυμητή καί θά ήτο ευχής έργον νά ήνούντο αί χριστιανικαί Εκκλησίαι.

Αλλ’ είς τήν προκειμένην περίπτωσιν δέν πρόκειται περί πραγματικής καί ειλικρινούς προσπάθειας Ενώσεως, αλλά περί προσχήματος τού Πάπα πρός τόν σκοπόν τής κατ’ αρχήν αναγνωρίσεως τού Πρωτείου τού Πάπα καί ώρισμένων άλλων βασικών κακοδοξιών του, 

Καί τής μετέπειτα, είς τάς ακολουθούσας γενεάς, βαθμιαίας απορροφήσεως, πρός πλήρη εκλατινισμόν τών ανηκόντων είς τήν Ουνίαν. Ήδη αυτό συνέβη μέ τούς Μαρωνίτας τού Λιβάνου, οί όποίοι ήνώθησαν ώς Ούνίται κατ’ αρχάς μετά τής Παπικής Εκκλησίας.

Ήδη δέ έχουν σχεδόν εντελώς έκλατινισθή, ώστε δυσκολώτατα νά δύναται κανείς νά τούς όνομάση Μαρωνιτοουνίτας. Επειδή είναι πλέον καθαροί Λατίνοι, ακραιφνείς Παπικοί, ώς προς τήν Πίστιν των, διατηρούντες μόνον τήν έξωτερικήν εμφάνισιν τού Μαρωνίτου. Τό ίδιον συνέβη καί μέ ολίγους Έλληνας ουνίτας. 

Οί Παπικοί αποφεύγουν επιμελώς τάς λέξεις Ουνία καί Ουνίτης, τούτο δέ, διά τόν λόγον ότι ή προπαγανδιστική, αιματηρά καί αντιχριστιανική δράσις τής Ουνίας, είναι γνωστή από τήν ίστορίαν, ή γνώσις δέ τής τοιαύτης δράσεώς της, καθίστα προσεκτικούς καί λίαν επιφυλακτικούς τούς μή παπικούς Χριστιανούς.

Γεγονός τό όποίον δέν επιθυμούν οί Παπικοί διότι ύπό τοιαύτας συνθήκας δέν δύνανται ευκόλως νά αλιεύσουν τά διάφορα θύματά των διά νά τά έκλατινίσουν, ούτω δέ ό σκοπός των αποτυγχάνει.

Είς τήν Ελλάδα οί Ουνίται ονομάζουν εαυτούς «Έλληνορρύθμους» μέ τήν δικαιολογίαν ή οποία προέρχεται άπό τήν διατύπωσιν τήν οποίαν έκαμαν οί Ίησουίται ειπόντες, 

«Ένωσις ώς πρός τήν πίστιν, διαφορά ώς πρός τούς ρυθμούς». Διά τής λέξεως «Ρυθμός» μεταφράζεται ή λατινική λέξις Ritus ή όποία δηλοί τάς διαφόρους έξωτερικάς εκδηλώσεις μιάς Έκκλησίας καί πρό παντός τήν τελετουργίαν καί τήν έξωτερικήν εμφάνισιν.

Καλούντες λοιπόν οί έν Ελλάδι Ουνίται εαυτούς Έλληνορρύθμους, ποιούν τούτο διά παραπλανητικούς σκοπούς, καθ’ ότι ό όρος Ουνίτης ή Ουνία, είναι προσφυέστεροι ώς όροι, Διότι εάν ονομάζονται, όπως συμβαίνει, οί Έλληνες Ουνίται «Έλληνόρρυθμοι», τότε πώς θά πρέπει να ονομάζωνται: 

Οί Αρμένιοι Ουνίται, 

Οι Χαλδαίοι Ουνίται, 

Οί Κόπται Ουνίται, 

Οί Ίακωβίται Ουνίται, κ.λ.π.»; 

Θά ονομάζονται καί αύτοί «'Ελληνόρρυθμοι»; Άλλά τά θρησκευτικά καί τελετουργικά έθιμα τών Ελλήνων δέν συμπίπτουν μετά τών προαναφερθέντων.

Β'. Ιστορία. 
Η έμπρακτος εφαρμογή τής Ουνίας ήρχισεν έν Πολωνία από δύο Ιησουΐτας ονομαζομένους Ποσσεβίν Possevin καί Σκάργκα (Scarga). 

Ούτοι βασιζόμενοι είς τήν Σύνοδον (1215) τού Λατερανού είς τήν οποίαν μετέσχον οί Λατίνοι Πατριάρχαι τής Ανατολής καί είς τήν Βούλλαν τού Πάπα Ίννοκεντίου Δ'. (1254) συμφώνως πρός τάς οποίας έπετρέπετο ή τήρησις τών εθίμων τών Όρθοδόξων.

Ως καί ή χειροτονία είς επισκόπους ανδρών οί όποίοι θά συνεφώνουν είς τήν διατήρησιν τών εθίμων τών Όρθοδόξων, έθεσαν διά πρώτην φοράν είς έφαρμογήν έπί Σιγισμούνδου Γ'. βασιλέως τής Πολωνίας, τό τελειοποιημένον σχέδιον των περί τής Ούνίας.

Ό βασιλεύς Σιγισμούνδος άνήλθεν είς τον θρόνον τής Πολωνίας είς ήλικίαν 21 ετών (1587) ήτο δέ αρκετά νέος διά νά καταλάβη πού θά ωδήγει τήν Πολωνίαν, ό ζήλος του διά τήν Παππικήν Εκκλησίαν, τόν όποίον έξέτρεφον οί δύο αναφερθέντες Ίησουΐται. 
Επείσθη λοιπόν νά άναλάβη πρωτοβουλίαν διά νά ενώση τούς Ορθοδόξους τής Πολωνίας μετά τής Παπικής Εκκλησίας. 

Ούτως αφού κατώρθωσε νά πείση μερικούς επισκόπους καί τινάς ευγενείς, παρεκάλεσε τόν Άρχιεπίσκοπον Κιέβου όστις έκάλεσε Σύνοδον τού ύπ’ αυτόν κλήρου είς τήν Βρέστην τής Λιθουανίας, παρουσιάσας κατ’ αυτήν τήν άνάγκην τής ενώσεως μετά τής Ρώμης καί τά πλεονεκτήματα έκ’ τής τοιαύτης ενώσεως διά τήν Εκκλησίαν καί τό κράτος. 

Μεταξύ άλλων, ό έν λόγω αρχιεπίσκοπος ετόνισεν ότι διά τής ενώσεως ταύτης, θά ήρχοντο είς έπαφήν μέ τά ισχυρά καί εξέχοντα έθνη τού πεπολιτισμένου δυτικού κόσμου, ενώ μή ένούμενοι μετά τού Πάπα θά έξηκολούθουν νά έχουν άρχηγόν των τόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως. 

Όστις ήτο δούλος ενός αλλοθρήσκου μονάρχου έκ τού οποίου αντλούσε τήν έξουσίαν, καί ήτο πνευματικός αρχηγός μιάς Εκκλησίας ή οποία είχε περιπέσει είς παχυλήν άμάθειαν καί δεισιδαιμονίαν.

Ή πρόταση αυτή έσχεν άπήχησιν είς τούς κληθέντας, άλλά προεκάλεσε μεγίστην άντίδρασιν μεταξύ τού λαού μέ αποτέλεσμα να κατανοηθή ότι διά τινά χρόνον δέν ήτο δυνατόν νά άναμένωνται αποτελέσματα. 

Ακολούθως ό βασιλεύς έδείκνυεν ενεργώς πλέον τήν συμπάθειαν πρός τούς Φιλοπαπικούς καί τήν άντιπάθειαν πρός τούς εμμένοντας είς τά πάτρια. Έν τώ μεταξύ οί δύο Ιησουΐται έκινήθησαν δραστηρίως καί έκέρδισαν καί έτέρους επισκόπους υπέρ τών σκοπών καί τών απόψεών των. 

Μετά τήν προηγηθείσαν έργασίαν καί ότε έθεωρήθη ότι ώρίμασεν τό πράγμα συνεκλήθη δευτέρα Σύνοδος τή 2α Δεκεμβρίου 1594 είς τόν αυτόν τής προηγουμένης τόπον.

Είς τήν Σύνοδον αυτήν έγένοντο δεκτοί καί οί δύο Ίησουΐται. Μετά από συζητήσεις ό Αρχιεπίσκοπος καί τίνες επίσκοποι συνεφώνησαν επί τού σχεδίου ενώσεως το όποίον είχε προταθή έν τή έν Φλωρεντία (1439) Συνόδω. 

Ούτως άνεγνωρίσθη το Filioque καί τό πρωτείον τού Πάπα. Πάντως άντεστάθησαν τελεσφόρως, υπέρ τής έξακολουθήσεως τής χρήσεως τής Σλαυονικής γλώσσης είς τήν θείαν λειτουργίαν, ώς καί υπέρ τής χρήσεως τού τυπικού καί τής Εκκλησιαστικής πειθαρχίας, ώς ταύτα ήσαν παραδεδομένα είς τήν Ορθόδοξον Άνατολικήν Έκκλησίαν.

Δύο επίσκοποι εστάλησαν είς Ρώμην καί ανήγγειλαν τάς αποφάσεις είς τόν τότε Πάπαν Κλήμεντα Η'. Μετά τήν έπιστροφήν τών δύο αυτών επισκόπων είς Πολωνίαν, ό βασιλεύς έδωκε διαταγήν τώ 1596 νά συγκληθή Σύνοδος διά νά διακήρυξη τήν Ένωσιν μετά της Ρώμης.

Η Σύνοδος συνήλθεν αμέσως είς τήν Βρέστην καί ό Αρχιεπίσκοπος τού Κιέβου μεθ’ ετέρων ιεραρχών οίτινες ήσαν υπέρ τής ενώσεως έκαμαν τήν διακήρυξιν τής ενώσεως καί απηύθυναν ευχαριστίας πρός τόν Θεόν διότι ηυδόκησε νά επαναφέρη τό άπολωλός πρόβατον είς τήν μάνδραν τής Εκκλησίας του.

Συγχρόνως καθήρεσαν πάντας τούς άντιτεθέντας είς τήν Ένωσιν.Η αντίθετος μερίς συμπεριλαμβάνουσα κληρικούς καί ευγενείς, μετά τού Κωνσταντίνου Όστρόγκσκυ επικεφαλής, έκαμε δημοσίαν διαμαρτυρίαν είς τήν οποίαν άπεδοκίμασαν τά γενόμενα.

Διεκήρυξαν δέ τήν άφοσίωσίν των είς τήν άρχαίαν Εκκλησίαν τής χώρας των καί τόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, ό όποίος ήτο ή ανεγνωρισμένη πνευματική κορυφή τής Εκκλησίας των.

Ό βασιλεύς Σιγισμούνδος ήγειρε φρικτόν διωγμόν κατά τών μή συμμορφωθέντων καί άκολουθούντων τάς ώς ώνόμαζον «Ελληνικάς κακοδοξίας». Τό αποτέλεσμα τού διωγμού ήτο εμφύλιος πόλεμος κατά τόν όποίον τό αίμα έρρευσε ποταμηδόν.

Τώ 1596 ό αντιπρόσωπος τού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως Αρχιμανδρίτης Νικηφόρος, συνελήφθη κατά διαταγήν τού Σιγισμούνδου καί ένεκλείσθη είς τάς φύλακας μέχρις ότου άπέθανεν έξ’ ασιτίας.

Ο δέ Κύριλλος Λούκαρις, ό μετέπειτα Πατριάρχης Αλεξανδρείας, τότε δέ αντιπρόσωπος τής Αλεξανδρείας έν Πολωνία, μόλις κατώρθωσε νά δραπετεύση διά νά άποφύγη τήν φυλάκισιν καί τόν θάνατον.

Οί Ορθόδοξοι έφονεύοντο, έξωρίζοντο, έκακοποιούντο, οί ναοί δέ καί αί μοναί των περιήρχοντο είς τάς χείρας τών Ουνιτών. Ό εμφύλιος αυτός θρησκευτικός πόλεμος λόγω τής παρεμβάσεως τού Πάπα διά τής Ουνίας, έξήρθρωσε τόσον τήν Πολωνίαν, ώστε δέν κατώρθωσε μέχρι σήμερον νά συνέλθη αυτή.

Η Ούνία λοιπόν είχε καταστρεπτικά αποτελέσματα διά τούς Όρθοδόξους τής Πολωνίας καί τής νοτιοδυτικής Ρωσσίας, τά ίδια δέ είχε καί είς αλλάς χώρας καί θά έχη πάντοτε.

Γ'. Παπικοί Ισχυρισμοί  περί  τής  Ουνίας. 
Οί Παπικοί ισχυρίζονται ότι ό θεσμός τής Ουνίας δέν είναι κατασκεύασμα ίδικόν των, διά προσηλυτιστικούς σκοπούς, άλλ’ ότι είναι έκκλησιαστικόν σύστημα υφιστάμενον έκ τών πρώτων χριστιανικών αιώνων καί ότι οί Ουνίται ανήκουν ουχί είς τήν Δυτικήν ή Παπικήν Έκκλησίαν.

Αλλ’ εις τήν Καθολικήν τοιαύτην, μετά τής οποίας ανέκαθεν ήσαν ηνωμένοι. Τό τελευταίον τούτο είναι πολύ παράδοξος θεωρία, ώς θά ίδωμεν δέ κατωτέρω οδηγεί εις ανακολουθίας.

Άλλ’ ώς πρός τό πρώτον, ή ιστορία μαρτυρεί ότι τό σύστημα τής Ουνίας ήτο άγνωστον ενεφανίσθη δέ όταν ή Ρώμη ιδούσα ότι ήτο αδύνατον νά έκλατινίση άπ' ευθείας τούς ανατολικούς, απεφάσισε ν’ άλλάξη σύστημα καί νά έφαρμόση μέθοδον τοιαύτην ή οποία θά έφερεν αποτελέσματα.

Η νέα μέθοδος δηλ. ή Ούνία, ήρχισεν έπί τής αναφερθείσης ήδη Συνόδου τού Λατερανού (1215) έξειλίχθη κάπως διά τής εκδοθείσης Βούλλας Ίννοκεντίου Δ'. (1254)καί έξετελέσθη πλήρως ώς έπιδίωξις είς τήν Πολωνίαν (1587). 

Πρό τής Συνόδου τού Λατερανού αί προσπάθειαι διά τόν έκλατινισμόν τών Όρθοδόξων ήσαν βίαιαι, άτεγκτοι καί άνευ προσχημάτων.

Όταν οί Παπικοί μετέβησαν είς Βουλγαρίαν έπί Πάπα Νικολάου Α'.(856), έπέβαλλον ουχί μόνον τό Φιλιόκβε είς τούς Ορθοδόξους Βουλγάρους, άλλά καί τήν λατινικήν λειτουργίαν καί τά λατινικά ήθη και έθιμα, έκήρυξαν δέ άκυρα τά μυστήρια τά όποία έτέλουν έγγαμοι ιερείς καί πρό πάντων τό Χρίσμα, τό όποίον έπανελάμβανον οί λατίνοι επίσκοποι.

Οί σταυροφόροι άργότερον όταν κατελάμβανον διαφόρους Ορθοδόξους χώρας, έξεδίωκον τούς Όρθοδόξους κληρικούς καί έγκαθίστων λατίνους Ιερείς καί επισκόπους.

Τά τοιαύτα έδημιούργουν σφοδροτάτας αντιδράσεις έχύθη δέ, είς τήν Κύπρον συγκεκριμένως, πολύ αίμα, διά παρομοίας πράξεις βίας τών σταυροφόρων καί έκάησαν ζώντες άνθρωποι μή θέλοντες νά υποταχθούν είς τόν Πάπαν.

Οι διάφοροι παπικοί ιεραπόστολοι μετεχειρίζοντο τούς χριστιανούς oί όποίοι ηνούντο μετά τής Παπικής Εκκλησίας, «ώς μή Χριστιανούς». Ή τοιαύτη χρησιμοποίησις βίας διά τόν άνευ όρων έκλατινισμόν τών Όρθοδόξων, κατέστησε τους Παπικούς τόσον μισητούς ώστε μέχρι σήμερον ό Ελληνικός Λαός αποκαλεί αυτούς «σκυλοφράγκους».

Είναι γνωστόν ότι ό λαός δέν λησμονεί εύκολα τήν βίαν καί τό αίμα, πρό παντός μάλιστα έφ’ όσον, πρόκειται περί κινδύνου της Ορθοδόξου πίστεώς του. Κατά τόν 14ον καί 15ον αιώνα είς τάς έλληνικάς νήσους καί πρό παντός είς τήν Κρήτην διεξήχθη συστηματικός αγών ύπό τών Παπικών κατά τών Όρθοδόξων. 

Οι ισχυρισμοί λοιπόν τών Παπικών ότι ή Ουνία είναι παλαιόν έκκλησιαστικόν σύστημα είναι αστήρικτοι, προοριζόμενοι διά τούς αδαείς καί τούς αφελείς. Οί ακραιφνώς ορθόδοξοι λαοί τής κάτω Ιταλίας καί Σικελίας εξελατινίσθησαν διά φοβερών πιέσεων καί στυγνής βίας.

Διατί ή Ουνία, άφού οί Παπικοί ισχυρίζονται ότι είναι παλαιότατη δέν κατώρθωσε ώστε νά διατηρηθούν οί πληθυσμοί αυτοί Όρθόδοξοι ώς αρχικώς ήσαν;Άλλ’ ή Ούνία δέν έχει σκοπόν τήν διατήρησιν, έστω καί τού εξωτερικού Ορθοδόξου σχήματος, είμή τόν κατά βαθμιαίον τρόπον πλήρη έκλατινισμόν τών Όρθοδόξων.

Τά έν τή Μονή Κρυπτοφέρης διατηρηθέντα εξωτερικά ορθόδοξα σχήματα, τή επιμονή τού Βησσαρίωνος, εξακολουθούν ήδη νά τηρώνται κυρίως διότι διά τής εφευρέσεως της Ουνίας χρησιμεύουν ώς προσχήματα πρός συγκάλυψιν καί έπισκότησιν τών σκοπών και επιδιώξεων τών Παπικών, μέσω τής Ουνίας. 

Ακόμη καί πολύ μετά τήν Βούλλαν τού Ίννοκεντίου Γ'. τώ 1556 άπηλάθη άπό τήν Μεσσήνην ό Έλλην Μητροπολίτης Πάμφιλος.Ο όποίος ήτο μητροπολίτης τής αυτονόμου ελληνικής Μητροπόλεως Ιταλίας, ή όποία συμπεριλάμβανε Ορθοδόξους έξ Ελλάδος καί Αλβανίας καταφυγόντας εκεί λόγω τών τουρκικών πιέσεων τών υφισταμένων είς τάς χώρας των. 

Αί πιέσεις τάς οποίας υπέστησαν οί δυστυχείς αυτοί Όρθόδοξοι έν κάτω Ιταλία καί Σικελία υπήρξαν αφάνταστοι, τέλος δέ μή δυνάμενοι νά αντισταθούν εξελατινίσθησαν.

Καί μόλις όλιγώτεραι τών δέκα οικογενειών μή στέργουσαι τόν έκλατινισμόν, έζήτησαν άπό τό Έλληνικόν κράτος, αμέσως μετά τήν άπελευθέρωσίν του καί έλαβον άδειαν, συμφώνως πρός τήν οποίαν έγκατεστάθησαν είς μίαν περιοχήν τής Αχαΐας.

Διατί λοιπόν ό Παπισμός δέν έσεβάσθη τόν λειτουργικόν «ρυθμόν» τών Ελλήνων τής κάτω Ιταλίας καί Σικελίας καί τών επίσης εκεί καταφυγόντων Ελλήνων καί Αλβανών;» Άλλ’ ο Παπισμός δέν ενδιαφέρεται διά τους «ρυθμούς» εί μή μόνον διά τόν βαθμιαίον έκλατινισμόν τών μή ανηκόντων είς αυτόν χριστιανών.

Οι παπικοί ισχυρισμοί λοιπόν διά την αρχαιότητα της Ούνίας δέν ευσταθούν διότι ή Ούνία είναι νέον κατασκεύασμα καί είς πάσας τάς περιπτώσεις έχρησιμοποιήθη ώς μέθοδος καί ώς όργανον διά τήν ύπαγωγήν καί άφομοίωσιν πάντων τών μή παπικών χριστιανών είς τόν Πάπαν. 

Άλλως τε παραλλήλως σχεδόν πρός τήν ένεργόν δράσιν τής Ουνίας, ήτοι μόλις μετά παρέλευσιν 35 ετών άπό τών έν Πολωνία διαδραματισθέντων, ιδρύθη έν Ρώμη τώ(1622) ή «Προπαγάνδα Πίστεως» (Propaganda Fidei) τών προσηλυτιστικών ενεργειών της οποίας έχουν πικροτάτην καί άλγεινοτάτην πείραν οί Όρθόδοξοι Χριστιανοί.

Δ'. Ανακολουθίαι  Παπικών καί Ουνιτών
Οί Ουνίται ισχυρίζονται ότι δεν είναι ηνωμένοι μετά τής Δυτικής ή Παπικής Εκκλησίας. Άλλά τότε διατί ό αποθανών επίσκοπος τών Ουνιτών Γεώργιος Χαλαβατζής ήγείτο έν στολή ορθοδόξου αρχιερέως τής λιτανείας τής καθ’ αυτό λατινικής τελετής τής Αγίας Δωρεάς;

Διατί κατά τήν κηδείαν τού ιδίου, αποθανόντος τή 7η Νοεμβρίου 1957, ή ακολουθία έγένετο κατά τόν όρθόδοξον καί κατά τόν λατινικόν τρόπον είς τον λατινικόν ναόν τού Αγίου Διονυσίου Αθηνών; Είναι άλλη ή πίστις των Ουνιτών καί άλλη ή τών Παπικών;

Η είναι διφυής ό Παπισμός; Ασφαλέστατα όχι. Διότι είναι αδύνατον νά υπάρξη ένότης, άνευ ένότητος πίστεως. Ποία λοιπόν ή Καθολική Εκκλησία μετά τής οποίας είναι, ώς ισχυρίζονται οί Ουνίται, ανέκαθεν ηνωμένοι;

Είναι ετέρα τής Παπικής ή Λατινικής Εκκλησίας; Ασφαλώς όχι. Διότι ένταύθα πρόκειται περί έφευρεθέντος σχήματος λόγου ύπό τών Ουνιτών καί τών Παπικών, πρός παροχήν συγκαλυπτικής καί ωφελίμου τού πράγματος συγχύσεως. 

Πώς ανήκουν είς τήν ύποτιθεμένην «Καθολικήν Έκκλησίαν», έφ’ όσον παραδέχονται τάς Παπικάς κακοδοξίας διατηρούντες μόνον ώρισμένους εξωτερικούς τύπους Όρθοδόξους, καί διοικούνται καί χρηματοδοτούνται άπό τό Βατικανόν;

Διότι είναι γεγονός ότι δέν χρησιμοποιούν τό Φιλιόκβε άλλά τό πιστεύουν, παραδέχονται τάς άξιομισθίας τών Αγίων, πιστεύουν είς ίκανοποίησιν τής Θείας Δικαιοσύνης διά τούς μετανοούντας αμαρτωλούς.

Παραδέχονται τό καθαρτήριον πύρ, πιστεύουν είς τήν άσπιλον σύλληψιν τής Θεοτόκου, θεωρούν τά μυστήρια ώς αποτελέσματα «έξ έργου είργασμένου», και  συμφωνούν πρός τάς άλλας λατινικάς πλάνας.

Εάν τούς έρωτήσωμεν πόσους εγγάμους  Ούνίτας ιερείς έχουν είς τήν  Ελλάδα,  είναι είς θέσιν νά μάς επιδείξουν έστω καί ένα;  Ασφαλώς  όχι.  Διατί;  
Διότι είναι Παπικοί καί λατίνοι είς τήν ψυχήν καί ως τοιούτοι θέλουν, ώς οί Παπικοί, υποχρεωτικώς άγαμον κλήρον. 

Ακόμη πώς συμβιβάζουν, ώς θέλοντες νά ανήκουν είς τήν εφευρεθείσαν «Καθολικήν Έκκλησίαν», τό πρωτείον τού Πάπα, έτι δέ περισσότερον τό τήν παρελθούσαν μόλις εκατονταετηρίδα θεσπισθέν άλάθητον αυτού; 

Τέλος πώς συμβιβάζουν μέ τήν συνείδησίν των τό γεγονός ότι κατά τό παρελθόν, μετημφίεσαν Γάλλους Άσσομψιονιστάς είς Ούνίτας, είς Πέραμον Προποντίδος, οί οποίοι αναγνωρισθέντες ύπό τών Όρθοδόξων κατοίκων άπεσχηματίσθησαν έν αγανακτήσει ύπ' αυτών;

'Αλλ’ άφ' έτερου οί άνευ προσχημάτων Παπικοί, εάν οί Ουνίται δέν πιστεύουν εις πάσας τάς Παπικάς διδασκαλίας, πώς είναι δυνατόν νά άνέχωνται είς τήν Έκκλησίαν των ομάδα διαφέρουσαν ώς πρός τήν πίστιν; 

Πώς συμβιβάζεται τότε τό απόθεγμα τών Ίησουϊτών «Ενότης πίστεως, διαφορά ρυθμών;» Άρα ή οί Παπικοί είναι ανακόλουθοι ή οί Ούνίται ακραιφνείς Παπικοί μετημφιεσμένοι, όπερ καί πιθανώτερον. 

Δέν είναι λοιπόν δυνατόν νά αποκρύψουν τήν άπάτην καί νά διαφύγουν τήν προσοχήν τών Όρθοδόξων οί Ούνίται καί οί σκοποί των, διά πολλούς λόγους ώς καί διά τό γεγονός ότι είναι αναπόφευκτος ή πτώσις των είς ανακολουθίας.

Ε'. Ή Ούνία είς τόν Έλληνικόν Όρθόδοξον κόσμον
Η Ούνία είς τήν Άνατολήν γενικώς, έστρεψε τάς ενεργείας πρός όλους τούς μή Παπικούς Χριστιανούς, Ρουμάνους, Ρώσσους, Βουλγάρους, Γιουγκοσλαύους, Έλληνας, Άραβορθοδόξους, Σύρους, Αρμενίους, Κόπτας, Νεστοριανούς κ.λ.π.

Τώ 1860, τό πρώτον ή Ούνία έξηπλώθη είς τούς Βουλγάρους, ό δέ πρώτος Βούλγαρος αρχιεπίσκοπος τών Ουνιτών Ιωσήφ Σοκόλσκυ άνεγνωρίσθη ύπό τής Τουρκικής Κυβερνήσεως, τή έπεμβάσει Ναπολέοντος Γ΄. άλλ’ έδραπέτευσεν είς Ρωσσίαν όπου καί άπέθανεν.

Έν τώ μεταξύ ό Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ενήργησε δραστηρίως καί επέστρεψαν είς τήν Όρθοδοξίαν πλείστοι τών παρασυρθέντων είς τήν Ουνίαν Βουλγάρων.

Τώ 1883
 έτερος Ουνίτης αρχιεπίσκοπος απεστάλη είς Βουλγαρίαν μετά δύο βοηθών επισκόπων διά τήν Θράκην καί Μακεδονίαν. Ό διά τήν Μακεδονίαν βοηθός επίσκοπος ώνομάζετο Λάζαρος Μλαδένωφ. 

Αί πρώται προσηλυτιστικαί ένέργιαι τής Ούνίας είς Ελληνικής καταγωγής Ορθοδόξους έγένοντο έν τώ Πατριαρχείω Κωνσταντινουπόλεως. Οί Ουνίται απέκτησαν είς Μάργαρα Ναόν τόν οποίον, ό Ορθόδοξος εντόπιος πληθυσμός εξεγερθείς έν αγανακτήσει, κατεδάφισεν έν μιά νυκτί.

Ό Ησαΐας Παπαδόπουλος ό μετέπειτα χειροτονηθείς Ουνίτης επίσκοπος μέ τόν τίτλον Γρατιανουπόλεως, καταγόμενος αυτός, φυσικά δέ καί ό επίσης Ουνίτης ιερεύς αδελφός του Χριστόφορος, έκ Μαργάρων, προσείλκυσε πέντε ελληνικάς οικογενείας είς τόν Ουνιτισμόν, έν Κωνσταντινουπόλει καί δύο Ορθοδόξους ιερείς. 

Ό αυτός, είς Πέραμον Προποντίδος (τω 1904) μετημφίεσε δύο Άσσομψιονιστάς ιερείς, είς Ούνίτας, τούς οποίους άναγνωρίσαντες οί κάτοικοι, εν’ μεγάλω χλευασμώ, άπεσχημάτισαν δημοσία.

Ό Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ΄. απηύθυνε τήν ύπ' αριθμ. 1989/243-1907, Έγκύκλιον πρός τούς Όρθοδόξους Χριστιανούς είς τήν οποίαν ονομάζει τούς Ούνίτας «λύκους έν σχήματι προβάτων ερχόμενους» καί αναφέρει ότι: 

Είς τόν έν Κοντοσκαλίω Ιερόν Ναόν Παναγίας της Ελπίδος, διένειμον οί Ουνίται πρός τούς εξερχόμενους τού Ναού Όρθοδόξους, φυλλάδιον, ελληνιστί, ύπό τόν τίτλον: «Έρχου καί ίδε».

Είς τό όποίον εκάλουν τούς Όρθοδόξους νά επισκεφθούν τόν Ούνιτικόν Ναόν είς Κοντοσκάλιον, διετύπουν δέ τάς γνωστάς απόψεις περί Ούνίας, ότι οί Ορθόδοξοι Χριστιανοί προσχωρούντες είς τήν Ούνίαν δεν θά άπέβαλλον άλλά θά διετήρουν τά εθιμά των κ.λ.π.

Τώ 1920 τό Βατικανόν, ζώντος εισέτι τού Ήσαΐου Γρατιανουπόλεως προήγαγε τόν ιερέα, Γεώργιον Χαλαβατζήν είς διάδοχόν του Έπίσκοπον, μέ τόν τίτλον τού Θεοδωρουπόλεως. Ούτος έκ Παπικών καταγόμενος είχε χειροτονηθή είς διάκονον καί πρεσβύτερον έν Ρώμη ύπό τού αναφερθέντος προηγουμένως Λαζάρου Μλαδένωφ.

Έν τώ μεταξύ ό Πάπας Βενέδικτος Γ'. είχε δώσει άδειαν όπως οί Άσσομψιονισταί ιερείς μεταμφιέζωνται είς Ούνίτας. Τών Άσσομψιονιστών αυτών ήγούντο ό Λουδοβίκος Πετίτ (Louis Petit) καί ό Παργκουάρ (J.Pargοire).Μέχρι τού έτους 1907 δέν ύπήρχεν είς Κωνσταντινούπολιν ούτε είς Ουνίτης.

Ό Γεώργιος Χαλαβατζής ήλθεν είς Αθήνας ώς πρόσφυξ κατά τήν Μικρασιατικήν καταστροφήν, έπιλήσμων δέ γενόμενος τών υποχρεώσεων πρός τήν χώραν ήτις τόν εδέχθη, ήρχισεν αμέσως τάς προσηλυτιστικάς ενεργείας μεταξύ τών προσφύγων.

ΣΤ'. Οι σκοποί   τής Ουνίας
Οί σκοποί τούς όποίους επιδιώκει ή Ούνία είς Ελλάδα είναι, ή διάβρωσις τής Ορθοδοξίας, ό προσηλυτισμός τών Όρθοδόξων είς τήν Ουνίαν ώς πρώτον στάδιον, διά νά ακολουθήσουν τά λοιπά στάδια, όσα χρειασθούν διά τόν πλήρη έκλατινισμόν των.

Πρός τόν σκοπόν αυτόν φορούν τήν ένδυμασίαν τών Όρθοδόξων κληρικών, τηρούν τά θρησκευτικά έθιμα τών Όρθοδόξων, ίεροπράττουν καί ένδύονται κατά τάς ιεροπραξίας ώς οί Ορθόδοξοι, άνω είς τήν ψυχήν, είς τό φρόνημα καί είς τήν πίστιν, είναι Παπικοί καί Λατίνοι.

(Η παρούσα εργασία προέρχεται εκ τού έργου τού 
Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου 
«Φύσις καί χαρακτήρ τής Ουνίας»).

Π. ΒΟΙΩΤΟΣ

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ Η ΟΥΝΙΑ
Η ΟΥΝΙΑ ΩΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
λεγόμενος «δούρειος ππος» το Παπισμο

Στήν ποχή μας, πού λος κόσμος τείνει νά γίνει μιά μεγάλη οκογένεια καί τά σύγχρονα μέσα συγκοινωνίας καί πικοινωνίας χουν κμηδενίσει τίς ποστάσεις, ο συνεχες παφές μεταξύ λαν καί πολιτισμν εναι κάτι ναγκαο καί ναπόφευκτο.

 Στίς συνθκες ατές, ο ρθόδοξοι ρχονται λο καί περισσότερο σέ παφή μέ παδούς λλων θρησκειν καί λλων χριστιανικν δογμάτων.που συμβιώνουν τερόδοξοι τερόθρησκοι πληθυσμοί.

Πρέπει τουλάχιστον νά πάρχει ρμονική συμβίωση καί ο σχέσεις νά εναι γνήσιες καί ελικρινες. Βέβαια, κάθε θρησκευτική μάδα χει τή δική της ντίληψη γιά τό ποιές εναι ο γνήσιες σχέσεις καί γιά τό τί σημαίνει ρμονική συμβίωση. 

στόσο, λοι ντιλαμβανόμεθα τι παραίτητες 
προϋποθέσεις γιά νά σχύουν ατά εναι: 

α). ντιμότητα στίς σχέσεις, δηλαδή τό τι κάθε μάδα πρέπει νά μφανίζεται πρός τούς ξω πως πραγματικά εναι, μή πιχειρώντας νά ξαπατήσει μέ νέντιμα μέσα καί μέ κάθε εδους προσωπεα, καί β). γνώση, τόσο το περιεχομένου καί τν ρίων τς πίστεως κάθε κοινότητας, σο καί τν διαφορν της πό τίς λλες. 

που δέν πάρχει σαφής ντίληψη τν ρίων, που πάρχει σύγχυση ς πρός τά πιστευόμενα, που κυριαρχε γνοια καί ποπροσανατολισμός, που, διαίτερα, δέν πάρχει σαφής ασθηση τν διαφορν (παρ’ τι κάποιοι σχυρίζονται τι πρέπει νά βλέπουμε μόνο τίς μοιότητες!), κε δημιουργονται ναυθεντικές σχέσεις, ο ποες δηγον ναγκαστικά σέ συγκρούσεις, μέ λέθριες συνέπειες γιά πρόσωπα καί κοινωνίες. 

Ο πάρχουσες διαφορές συνήθως ασθητοποιονται μέ ξωτερικά στοιχεα, πως λατρεία, νδυση, τά θιμα κ.. Π.χ. πό τόν τρόπο μέ τόν ποο κάνει νας Χριστιανός τό σημεο το Σταυρο καταλαβαίνουμε ν εναι ρθόδοξος Ρωμαιοκαθολικός κ.λπ.

Στίς στορικές σχέσεις μεταξύ ρθόδοξης κκλησίας καί Ρωμαιοκαθολικισμο πρξαν πολλά τέτοια ρνητικά καί ναυθεντικά στοιχεα (ο Σταυροφορίες, ο πόπειρες θέμιτου προσηλυτισμο μέ τή ργανωμένη δράση «μισσιοναρίων» στόν λλαδικό χρο, χρήση το χρήματος καί τς ξουσίας γιά τήν ποταγή τεροδόξων καί ντιφρονούντων, ξόντωση ρθοδόξων πληθυσμν στή Σερβία κ..), τά ποα προσπαθομε νά ξαλείψουμε πό τό παρόν. 

στόσο, να π’ ατά παραμένει, κμάζει καί δημιουργε τεράστια προβλήματα μεταξύ τν χριστιανικν πληθυσμν, ες βάρος, βέβαια, τν ρθοδόξων. Ατό εναι Ονία. Στήν λλάδα τό πρόβλημα δέν εναι τόσο γνωστό, γιατί, μέ ξαίρεση τήν θήνα καί τά Γιαννιτσά, δέν πάρχουν ονιτικές κοινότητες σέ λλες περιοχές. 

μως, στίς ρθόδοξες χρες τς νατολικς Ερώπης (Ρωσία, Οκρανία, Σερβία, Βουλγαρία, Ρουμανία κ.), πάρχουν πολυπληθες ονιτικές κοινότητες, προκαλώντας μιά νευ προηγουμένου σύγχυση στίς κε ρθόδοξες κκλησίες, πού προσπαθον νά πουλώσουν τίς πληγές τους πό τά θεϊστικά καθεσττα. 

Στήν Οκρανία, μάλιστα, κε ονιτική κοινότητα πιχειρε, σύμφωνα μέ πληροφορίες, τή συνένωσή της μέ τήν πό νακήρυξη ατοκέφαλη κκλησία τς χώρας, μέ διευκρίνιστους ρους καί προϋποθέσεις. 

Σύμφωνα μέ στοιχεα πού διαρρέουν στό διαδίκτυο, Πρόεδρος τς χώρας, ποος τόσο σθεναρά στηρίζει τό ατοκέφαλο καί ργάζεται γι’ ατό, εναι Ονίτης καί μφανίζεται (προφανς καί κοινωνε!) διακρίτως σέ ρθοδόξους καί ονιτικούς Ναούς.

μως, τί κριβς εναι Ονία; Εναι να κκλησιαστικό μόρφωμα, πό ρθοδόξους πληθυσμούς ( πό πληθυσμούς λλων χριστιανικν μολογιν), ο ποοι, γιά διάφορους λόγους καί πό εδικές συνθκες, ποσκίρτησαν πό τήν ρθοδοξία, ποκόπηκαν πό τό σμα τς κκλησίας καί νώθηκαν μέ τόν Παπισμό, διατηρώντας, μως, λα τά ξωτερικά στοιχεα τς προέλευσής τους. 

τσι, ο ρθοδόξου προελεύσεως Οντες, ν μνημονεύουν στή Θεία Λειτουργία τόν Πάπα καί νήκουν στή δικαιοδοσία του, τελον τή Θεία Λειτουργία πως κριβς μες. 

Ο ερες τους χουν τήν δια μφάνιση μέ ατή τν ρθοδόξων, φέρουν τά δια μφια, τελον τίς διες ορτές, κολουθον τίς διες παραδόσεις κ.λπ. 

Μέ λλα λόγια, ο Οντες εναι Παπικοί, πού μφανίζονται ξωτερικά ς ρθόδοξοι. Προφανς, καί ο διοι βιώνουν να εδος σωτερικο διχασμο: στορία τους καί μφάνισή τους τούς θυμίζει συνεχς τι εναι κάτι λλο π’ ατό στό ποο νήκουν. 

ρος «Ονία», πό τόν ντίστιχο Πολωνικό ρο («Unia»), σημαίνει «νωση» (νωση μέ τή Ρώμη) καί χει λατινικές ρίζες («unio» = «νωση»). 

Τό Βατικανό ποκαλε τίς κοινότητες ατές «νατολικές Καθολικές κκλησίες». Εναι ατονόητο, τί διαστάσεων σύγχυση προκαλε δράση τν Ονιτν μεταξύ ρθοδόξων πληθυσμν, πού εναι κατά μέγα μέρος κατήχητοι. 

στόχος, βέβαια, δέν εναι λλος πό τήν ποταγή τν πληθυσμν ατν στόν Παπισμό, γι’ ατό Ονία χει χαρακτηριστε πιτυχημένα «δούρειος ππος» το Παπισμο

στόσο, τό πρόβλημα δέν εναι μόνο σύγχυση καί προσηλυτισμός: ο ργανωμένες ονιτικές κοινότητες, μέ τήν ποστήριξη τν κρατικν ρχν καί μέ τήν νοχή (ν χι καί μέ τήν ποκίνηση) το Βατικανο, προβαίνουν σέ βιαιότητες ναντίον τν ρθοδόξων, σέ καταλήψεις Ναν καί κκλησιαστικν κινήτων, κόμη καί σέ διωγμούς ξοντώσεις ρθοδόξων πιστν!

Γένεση καί ξέλιξη τς Ονίας
Ο ρίζες τς Ονίας βρίσκονται στήν τάση το Παπισμο νά καθυποτάξει τήν ρθόδοξη κκλησία τς νατολς, λλά καί κάθε λλη χριστιανική κοινότητα στόν κόσμο. 

δη πό τόν 9ο μ.Χ. α., πρίν τό Σχίσμα το 1054, μεταξύ τν Φράγκων θεολόγων καί κληρικν εχε διαμορφωθε ντίληψη τι στήν νατολή κατοικον αρετικοί «Γραικοί», πού εναι ντικείμενο προσηλυτισμο. ταν ο Φράγκοι πεκράτησαν στόν Παπικό θρόνο, μετέφεραν κε τίς λοκληρωτικές καί πολυταρχικές ντιλήψεις τους, μέ ποτέλεσμα νά προκύψει τό γνωστό Σχίσμα. 

κφράζοντας τή νέα ντίληψη περί Παπισμο Πάπας Γρηγόριος Ζ΄ (1073-1085), διακήρυττε τόν 11ο α. τι Πάπας εναι «πόλυτος κύριος τς παγκόσμιας κκλησίας» καί «κύριος το κόσμου»! Μέ ατά τά δεδομένα, παρξη κκλησιν, πού δέν ναγνώριζαν τήν ξουσία το Πάπα, ταν κάτι διανόητο γιά τά δεδομένα το Παπισμο

Ο πόπειρες ποταγς τς νατολς φάνηκε νά καρποφορον πό τό 1204, ταν τά φραγκικά στρατεύματα τς Δ΄ Σταυροφορίας κατέλαβαν καί λεηλάτησαν τήν Κωνσταντινούπολη. στόσο, καί πάλι κλρος καί λάος ντιδροσαν ντονα. 

τσι, λίγο ργότερα, στή Δ΄ Σύνοδο το Λατερανο (1215), Πάπας ννοκέντιος Γ΄ (1198-1216), δρυτής καί τς ερς ξέτασης, δωσε τήν ξς «λύση»: «άν σέ κάποια περιοχή ζον διάφορα θνη μέ διαφορετικές γλσσες καί κκλησιαστικούς ρύθμους, πίσκοπος νά κλέξει ξιους νδρες, ο ποοι θά τελον γιά κάθε μιά θνότητα τή θεία λατρεία στή γλσσα καί τόν ρυθμό της». 

Ατό ταν καινοφανές γιά τά δεδομένα το Βατικανο, τό ποο ς τότε πέβαλε, κόμη καί μέ τή βία, τά φραγκικά θιμα καί τή λατινική γλώσσα στή λατρεία κάθε θνους τς δικαιοδοσίας του. 

Στό διο πνεμα βούλα το Πάπα ννοκεντίου Δ΄ (1243-1254) το 1254 κανε δεκτά τά θιμα τν νατολικν μέ σκοπό τόν βαθμιαο κλατινισμό τους. Πάλι, μως, τά ποτελέσματα ταν πενιχρά. Ονία δέν εχε προκύψει κόμη.

Πρτοι Οντες ταν ο λεγόμενοι «νωτικοί» τς νατολς, ο ποοι πέγραψαν τήν νωση στή Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας (1438-1439). πως εναι γνωστό, Σύνοδος κείνη δέν πέβαλε τά θιμα καί τή γλσσα τν λατίνων στήν κκλησία τς νατολς. 

Ο πρωτεργάτες τς νωσης ρθόδοξοι τιμήθηκαν μέ τό ξίωμα το Καρδιναλίου πό τόν Πάπα, μως ντέδρασε ντονα Μητροπολίτης φέσου γιος Μρκος Εγενικός (1392-1444), χοντας στό πλευρό του τό σύνολο σχεδόν το κλήρου καί το λαο τς Ατοκρατορίας. 

νωση ποκηρύχθηκε στήν πράξη, ο δέ προσπάθειες τς πολιτείας νά τήν πιβάλει μέ κάθε μέσο ληξαν μέ τήν λωση τς Κωνσταντινουπόλεως πό τούς Τούρκους (1453) καί μικρή ονιτική μάδα διαλύθηκε.

Ονίτης πίσκοπος σέ συλλειτουργία μέ Παπικούς.
Μετά τήν λωση Παπισμός, θεωρώντας σχύουσες τίς ποφάσεις τς Φερράρας – Φλωρεντίας, στρεψε τήν προσοχή του στούς κτός τς θωμανικς Ατοκρατορίας ρθοδόξους. 

πό τό τάγμα τν ησουϊτν, πού δρύθηκε τό 1534 πό τόν γνάτιο Λαϊόλα (1491-1556), διοργανώθηκαν εραποστολές, ο ποες βρκαν πρόσφορο δαφος στήν Πολωνία καί τή σημερινή Λιθουανία. 

κε, μέ τήν ποστήριξη τν Βασιλέων Σιγισμούνδου Β΄ (1548-1572), Στεφάνου (1575-1586) καί Σιγισμούνδου Γ΄ (1587-1632), τά ποτελέσματα ταν ντως, θεαματικά: κατομμύρια ρθοδόξων πείσθηκαν νά γίνουν Οντες! 

Σέ Σύνοδο στή Brest-Litovsk (1595-1596) πό ρθοδόξους καί Λατίνους, ποφασίστηκε νωση μέ τή Ρώμη τν ρθοδόξων κκλησιν τς Πολωνικς πικράτειας καί κδόθηκε σχετική Πράξη μέ 33 ρθρα - ρους. 

Βέβαια, νωση δέν γινε πό λους δεκτή, μως Πολωνός Βασιλιάς Σιγισμονδος Γ΄ πεδίωξε νά τήν πιβάλλει μέ κάθε μέσο, κόμη καί στίς τότε κατακτημένες πό τούς Πολωνούς περιοχές τς Μικρς καί Μεγάλης Ρωσσίας. 

κολούθησαν σκληροί διωγμοί γιά τήν ξόντωση τν ντιπάλων. νωση τς Brest-Litovsk ταν τόσο σχυρή, στε κατατρόμαξε κόμη καί τούς Διαμαρτυρομένους. 

κε γιά πρώτη φορά ο νωμένοι μέ τόν Παπισμό πεκλήθησαν «Οντες» πό τούς ντιπάλους τους. Κατά τή συμφωνία, κλεγμένος πίσκοπος Μητροπολίτης δέν ταν ποχρεωμένος νά μεταβε διος στή Ρώμη γιά νά λάβει τήν sacrae (δεια καθαγιασμο - χειροτονίας) πό τόν Πάπα, λλά μποροσε νά τήν λάβει μέ λληλογραφία. 

Μέ ατή τήν προϋπόθεση, θά γινόταν χειροτονία του πό δύο τουλάχιστον πισκόπους, μετά δέ τή χειροτονία πρεπε νά δώσει «ρκο πακος στόν νώτατο Ποντίφικα παρουσί το ρχιεπισκόπου το Gniezno». 

πό κε (τή σημερινή Πολωνία, Λιθουανία καί Ρωσία) Ονία πεκτάθηκε σέ λα τά σλαβικά κράτη (Οκρανία, Τσεχία, Σλοβακία, Ρουμανία, Ογγαρία, Βουλγαρία, Σερβία), προκαλώντας σφοδρές συγκρούσεις μέ τούς κε ρθόδοξους πληθυσμούς μέχρι σήμερα.

Παράλληλα, ο λληνόφωνες περιοχές δέν παψαν νά ποτελον ντικείμενο προσηλυτισμο. Μέ νέργειες τν ησουϊτν δρύθηκε τό 1577 στή Ρώμη τό «λληνικό Κολλέγιο το γίου θανασίου», μέ σκοπό νά προσφέρει νώτερη παιδεία σέ νέους λληνικς καταγωγς. 

Ο πόφοιτοι το Κολλεγίου τρεφαν διαίτερη συμπάθεια στή Ρώμη καί ταν πέρμαχοι τς νωσης. Παρόμοιες Σχολές μέ νάλογα ποτελέσματα κατόρθωσε νά δρύσει τό Βατικανό στήν δια τήν Κωνσταντινούπολη (1583), στή Θεσσαλονίκη, στή Σμύρνη, στήν θήνα, στή Χαλκίδα, γιά να διάστημα κόμη καί στό γιο ρος (1635-1641)! 

Γύρω στά 1860 δρύθηκε πό Ονίτες τς Βουλγαρίας ονιτική κοινότητα στά Γιαννιτσά, ποία πάρχει μέχρι σήμερα. Στήν Κωνσταντινούπολη ονιτική κοινότητα δρύθηκε μετά τό 1907, μως μέ τή Μικρασιατική καταστροφή (1922) τό κέντρο της μεταφέρθηκε στήν θήνα, που πάρχει μέχρι σήμερα.

Ονία στούς Θεολογικούς Διαλόγους
πό τίς ρχές περίπου το περασμένου (20ο) α. ρχισε μιά περίοδος συνδιαλλαγς καί διαλόγου μεταξύ τν χριστιανικν μολογιν, στήν ποία μετέχει καί ρθόδοξη κκλησία. Τό 1980 ρχισε πίσημος Διάλογος μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς, μέ μεζον θέμα τό πρόβλημα τς Ονίας.

πό τήν Γ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη (1964) εχε τεθε ς «ρος παράβατος τς νάρξεως το Διαλόγου μεταξύ τς ρθοδόξου καί τς Ρωμαιοκαθολικς κκλησίας πό τς τελευταίας κατάργησις τν ονιτικν τούτων κκλησιν».

στόσο, ταν ρχισε Διάλογος χι μόνο δέν εχε γίνει ατό, λλά πό τά 18 μέλη τς Παπικς ντιπροσωπίας στήν Α΄ λομέλεια τς Μικτς Διεθνος Θεολογικς πιτροπς το Διαλόγου (1980) τά 8 σαν Οντες! 

Ατό προκάλεσε τήν ντονη ντίδραση τν ρθοδόξων μέ νδεχόμενο νά ναυαγήσει Διάλογος. Τελικά, λομέλεια κανε ποδεκτή Δήλωση τν ρθοδόξων, τι:

«Πρτον παρουσία Ονιτν Ρωμαιοκαθολικν νατολικο ρυθμο ες τήν πιτροπήν τν Ρωμαιοκαθολικν δέν σημαίνει ναγνώρισιν τς Ονίας πό τς ρθοδόξου κκλησίας καί δεύτερον, τό θέμα τς Ονίας παραμένει νοικτόν, ς ν τν προβλημάτων πού θά πασχολήσουν τόν Διάλογον».

τσι, συζήτηση γιά τό θέμα τς Ονίας προσωρινά ναβλήθηκε, τέθηκε δέ γιά πρώτη φορά στήν Δ΄ λομέλεια (1987), που καταδικάστηκαν γενικά ο μεθόδοι τς Ονίας καί το προσηλυτισμο

Ε΄ λομέλεια (1988) νέθεσε τή μελέτη του σέ Μικτή ποεπιτροπή, μως κολούθησαν ο ραγδαες ξελίξεις μέ τήν κατάρρευση τν θεϊστικν καθεστώτων στήν νατολική Ερώπη καί μέ τήν ξαρση τς δράσης τς Ονίας στίς νέες συνθκες πού διαμορφώθηκαν. 

Συνεχς φθαναν πληροφορίες γιά κτροπα καί βίαιες νέργειες σέ βάρος ρθοδόξων πιστν, κληρικν καί Ναν, παρά τίς ντονες διαμαρτυρίες ρθοδόξων Προκαθημένων. 

τσι ποεπιτροπή δέν εχε λλή πιλογή πό τή σαφή καί κατηγορηματική καταδίκη τς Ονίας στό Πόρισμά της (1990), τό ποο ρωμαιοκαθολική πλευρά ναγκάστηκε νά συνυπογράψει, μέ τήν λπίδα τι τό περιεχόμενό του θά νατρεπόταν στήν πόμενη λομέλεια τς Μικτς πιτροπς. 

Κατά τό Πόρισμα, « Ονία δέν θεωρεται πλέον πρότυπον νώσεως τν κκλησιν, διότι κκλησιολογία ντός τς ποίας νεπτύχθη δέν μπνέεεται πό τήν κοινήν παράδοσιν τν κκλησιν μας».

Η  δέ «χρσις λειτουργικν ρυθμν καί μφίων, τά ποα νήκουν ες τήν παραδοσιακήν κληρονομίαν μις κ τν δύο κκλησιν μας, κ μέρους κοινοτήτων καί μελν το κλήρου τς λλης κκλησίας πρέπει νά πορριφθ ξ λοκλήρου, άν τοτο γίνεται πρός προσηλυτισμόν». 

Στό διο κλίμα πόμενη ΣΤ΄ λομέλεια (1990) μέ τήν πιμονή τν ρθοδόξων συζήτησε μόνο τό θέμα τς Ονίας καί ξέδωσε κείμενο, στό ποο παναλαμβάνονται ο θέσεις το Πορίσματος καί τονίζεται πιπλέον τι « Ονία ς μέθοδος, που φηρμόσθη, πέτυχε νά πηρετήσ τόν σκοπόν τς προσεγγίσεως τν κκλησιν. ντιθέτως προεκάλεσε νέας διαιρέσεις».

Φυσικά, τό κείμενο δέν κανοποίησε τή ρωμαιοκαθολική πλευρά, ποία εθύς ξ ρχς ργάστηκε γιά τήν νατροπή του. Κανένα πό τά σημεα του δέν φαρμόστηκε στή πράξη. 

ντίθετα, τό διο τος Πάπας ωάννης Παλος Β΄ (1978-2006) συγκάλεσε σέ Σύνοδο τούς Οντες πισκόπους τς Οκρανίας στή Ρώμη, που «νεθάρυνε λους νά συνεχίσουν τήν πορεία τους», νίσχυσε, μάλιστα, τήν Ονία μέ χειροτονίες νέων πισκόπων. 

Γιά τήν ντιμετώπιση τς κατάστασης Οκουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος (1972-1991) συγκάλεσε κτακτη Σύσκεψη στό Φανάρι (11-12/12/1990), ποία διαπίστωνε «καταστάσεις καί γε­γονότα ες βάρος τν ρθοδόξων διαδραματιζόμενα, τά ποα περβαίνουν πσαν φαντασίαν».

Καθώς πίσης «κατάφωρον παραβίασιν τν νθρωπίνων δικαιωμάτων καί τς θρησκευτικς λευθερίας ... διά χρήσεως μέσου βίας ναντίον τόμων, διά τς καταχρήσεως νομοθετικν ρυθμίσεων» κ.

στόσο, στήν πόμενη Ζ΄ λομέλεια (Balamand 1993) ρωμαιοκαθολική πλευρά πέτυχε τήν κδοση κειμένου, τό ποο καταδίκαζε μέν τήν Ονία ς μέθοδο το παρελθόντος, λλά ναγνώριζε τήν κκλησιαστική της πόσταση καί τήν παρξή της στό παρόν.

Τό κείμενο το Balamand δέν γινε ποδεκτό πό πολλές ρθόδοξες κκλησίες, δέ ρθόδοξη πλευρά θεωροσε τό θέμα τς Ονίας κόμη νοικτό. Στήν πόμενη Η΄ λομέλεια στή Βαλτιμόρη τν Η.Π.Α (2000), μέ προσωπική παρέμβαση το Πάπα ωάννου Παύλου Β΄ πέρ τν «νατολικν Καθολικν κκλησιν» (Ονιτν), Διάλογος κατέληξε σέ πλρες ναυάγιο. 

Σέ Δήλωσή της ρθόδοξη ντιπροσωπία θεωροσε σα συνέβησαν στό Balamand «ς μή γενόμενα» καί τι συζήτηση γιά τήν Ονία πιστρέφει «ες μηδενικήν βάσιν». 

Μέ τήν πανέναρξη το Διαλόγου ξι χρόνια μετά τήν πλήρη διακοπή του (2006) τό ζήτημα τς Ονίας παψε πλέον νά συζητεται τουλάχιστον ατόνομα καί νεξάρτητα, δέ Ονία συνεχίζει νενόχλητη τή δράση της στίς ρθόδοξες χρες τς νατολικς Ερώπης.

Ονία ς μέθοδος νώσεως
πό τά παραπάνω διαπιστώνεται πιμονή το Βατικανο νά διατηρε, λλά καί νά νισχύει, ναν θεσμό καθαρά προσηλητιστικό, ναν μηχανισμό ποταγς ρθοδόξων καί λλων πληθυσμν, μιά μέθοδο πανειλημμένα καταδικασμένη κόμη καί πό πιφανες κπροσώπους του στόν Διάλογο μέ τήν ρθόδοξη κκλησία. 

παρξη τς Ονίας δέν χει κανένα κκλησιολογικό, κανονικό καί δογματικό ρεισμα στήν Παράδοση τς ρχαίας νωμένης κκλησίας τν δέκα πρώτων αώνων.

Η δέ χρήση κάθε μορφς βίας (χαρακτηριστικό γνώρισμα τν ονιτικν κοινοτήτων, μέ τήν νοχή τήν ποκίνηση τς Ρώμης μέχρι σήμερα) εναι ντελς συμβίβαστη μέ τή χριστιανική διότητα (σως γιά τό Βατικανό νά εναι θεμιτή, γιατί τήν χει χρησιμοποιήσει καί στό παρελθόν!). 

πως χει γίνει ποδεκτό καί πό τίς δύο πλευρές, Ονία χι μόνο δέν προσέφερε τίποτε στό ζήτημα τς νώσεως, λλά, ντίθετα, προκάλεσε πιπλέον διαιρέσεις, σχίσματα καί συγκρούσεις καί πολλαπλασίασε τά προβλήματα.

Βέβαια, κατ’ ξοχήν σκοπός τς Ονίας, νωση («ονία» σημαίνει «νωση»), εναι κοινός καί γιά τήν ρθοδοξία. κκλησία μας συνεχς εχεται «πέρ τς τν πάντων νώσεως» καί προσευχή το ησο εναι «να πάντες ν σι» (ω. 17,21). 

μως διαφορετικά θεωρε τό ζήτημα ρθόδοξη κκλησία καί διαφορετικά, π’ ,τι φαίνεται, ρωμαιοκαθολική πλευρά. Κατά τήν ρθοδοξία, λλά καί κατά τήν κοινή Παράδοση τς πρώτης κκλησίας, νωση πάρχει στή μία πίστη, στή μία λήθεια πού δίδαξε Χριστός, καί στή συνέχεια στό να Βάπτισμα, στή μία Θεία Εχαριστία κ.λπ. 

λλοίωση τς πίστεως συνιστ τήν αρεση, ποία εναι κατάσταση πού ποκόπτεται μεσα πό τό Σμα τς κκλησίας καί μέθοδος πού δέν δηγε στή σωτηρία. 

Κατά συνέπειαν, δέν μπορε νά πάρξει νωση μέ διαφορές στήν πίστη, νωση χωρίς κοινή πίστη, εναι δέ γεγονός τι μεταξύ ρθοδοξίας καί Ρωμαιοκαθολικισμο πάρχουν ντως σημαντικές διαφορές στήν δια τήν πίστη. Κοινή πίστη δέν πάρχει!

πό τή ρωμαιοκαθολική πλευρά, ντίθετα, παρατηρεται τάση νά ποτιμηθον ατές ο διαφορές καί νά θεωρηθον δυό θεμιτές ψεις το διου πράγματος, στε σέ μιά νδεχόμενη νωση κάθε πλευρά νά διατηρήσει τήν «παράδοσή της», κόμη καί τή δογματική! 

Ατό, μως, σημαίνει τι τό πρότυπο νώσεως πού χει τό Βατικανό καί προβάλλει μέχρι σήμερα, δέν εναι λλο πό ατό τς Ονίας.