ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος μὲ ἀνησυχία καὶ θλίψη
παρακολουθεῖ, τὰ ὅσα συμβαίνουν καί ἐξαγγέλλονται,
σχετικὰ μὲ τὸν τρόπο συμπεριφορᾶς καὶ ζωῆς μιᾶς μερίδας συνανθρώπων μας. Οἱ ἐν λόγῳ, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ὑποκινούμενοι καὶ
παρασυρόμενοι ἀπὸ ἀνάλογες ὁμάδες
τοῦ ἐξωτερικοῦ ἢ καί ἀπό τὴ σύγχυση τῆς ἴδιας τῆς συνείδησής τους, ὑποστηρίζουν
καὶ διαδηλώνουν ὅτι ἡ συνάφεια ἀνθρώπων
τοῦ ἰδίου φύλου (ἡ ὁμοφυλοφιλία) εἶναι φυσιολογικὸς
τρόπος συμπεριφορᾶς, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἐπιλογή τους αὐτὴ πρέπει νὰ
τυγχάνει νομικῆς κατοχύρωσης καὶ
κοινωνικῆς ἀποδοχῆς. Προκειμένου, μάλιστα, νὰ ἐπιτύχουν τοῦ σκοποῦ τους,
προγραμματίζουν ἐκδηλώσεις, «ὑπερηφάνειας»,
ὅπως τίς ἀποκαλοῦν.
Διαψεύδονται, ὅμως, καὶ ἐλέγχονται ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία διδάσκει ὅτι ὁ Θεός «ἀπ᾿ ἀρχῆς ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησε τοὺς ἀνθρώπους» (Ματθ.
18,14) καὶ εὐλόγησε μὲ τὸ μυστήριο τοῦ γάμου τὴν ἔννομη συζυγία (Ἐφ.
5:32). Ταυτόχρονα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καταδικάζει τὴν ὁμοφυλοφιλία καὶ
προειδοποιεῖ μὲ βαρύτατες συνέπειες
τοὺς θιασῶτες της: «Μή πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι... οὔτε μοιχοί οὔτε
μαλακοί (θηλυπρεπεῖς καί γυναικώδεις) οὔτε
ἀρσενοκοῖται...
βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι»
(Α΄ Κορ. 6,9-10). Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ ὁμοφυλόφιλες σχέσεις
ἀποτελοῦν ἠθική ἐκτροπὴ καὶ συνιστοῦν ἀτίμωση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου
(Ρωμ. 1, 24-28).
Ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ Ἐπιστήμη θεωροῦν τὴν ὁμοφυλοφιλία ὡς πτώση καὶ ἀσθένεια τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, καὶ
ὄχι φυσιολογικὸ τρόπο
ζωῆς καὶ ἐπιλογῆς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ συνιστοῦν σωστὴ ἀντιμετώπιση καὶ
θεραπεία καὶ ἐναντιώνονται στὴ θεσμική καὶ
κοινωνικὴ στήριξη καὶ ἀποδοχή της. Τὰ τραγικὰ ἀποτελέσματα τῆς ὁμοφυλοφιλίας σὲ τοπικὸ καὶ παγκόσμιο ἐπίπεδο,
μὲ τὴ χαλάρωση τῆς ἠθικῆς συμπεριφορᾶς, μὲ τὴν αὔξηση τῶν κρουσμάτων
παιδεραστίας, μὲ τὶς ἀναρίθμητες περιπτώσεις θυμάτων τῆς ἀνίατης ἀσθένειας τοῦ AIDS ἢ τῶν ὁμοφυλοφίλων, μὲ τὴν ἔξαρση τῶν
διαζυγίων καὶ τῆς διάλυσης οἰκογενειῶν, μὲ τὴν ἀφύσικη-υἱοθέτηση
τέκνων κ.ἄ., ἀποτελοῦν τὰ πιὸ ἰσχυρά ἐπιχειρήματα γιὰ τὸν ἄτυπο αὐτὸ τρόπο ζωῆς.
Ὡς Ἐκκλησία στεκόμαστε
πάντοτε μὲ συμπάθεια καὶ
κατανόηση δίπλα στὸν κάθε πεπτωκότα συνάνθρωπό μας καὶ τὸν βλέπομε ὡς «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ ἀδελφό μας. Ἀσφαλῶς καὶ καταδικάζομε τὶς πράξεις του, ἐφόσον αὐτὲς ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἴδιο, ὅμως, τὸν ἀγαποῦμε καὶ τὸν συνδράμομε, ἐφόσον τὸ θέλει, καὶ εὐχόμαστε καὶ
προσευχόμαστε νὰ ἀνανήψει, νὰ συναισθανθεῖ τὴν πτώση του καὶ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Παράλληλα, στοὺς
κρίσιμους αὐτοὺς καιρούς ποὺ διερχόμαστε ὡς λαὸς στὴν Κύπρο, καλοῦμε τὸ χριστεπώνυμο
πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ μείνει προσηλωμένο στὶς
ἀναλλοίωτες καὶ
διαχρονικὲς ἀλήθειες τῆς πίστης μας, οἱ ὁποῖες καταξιώνουν τὸν ἄνθρωπο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν καθιστοῦν ἀξιοπρεπὴ μέσα
στὸ οἰκογενειακὸ καὶ κοινωνικό του
περιβάλλον.
Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Κύπρου
Σχόλια του
Μητροπολίτου Ταμασού κ. Ησαΐα
για το
ανακοινωθέν της Ιεράς Συνόδου
Η Ορθόδοξη
Χριστιανική Εκκλησία τάσσεται εναντίον κάθε μορφής βίας, αλλά και οποιουδήποτε
είδους διάκρισης, όπως θρησκευτικής, χρώματος, φυλής, φύλου, ιδεολογικής ή
πολιτικής επιλογής.Η Εκκλησία, ως
μητέρα, δέχεται τους πάντας, ανεξαρτήτως των παθών τους, του τι πιστεύουν
και πώς συμπεριφέρονται, και παρέχει σ’ αυτούς τη βοήθεια που χρειάζονται
και τους συνδράμει, όπως, ακριβώς, έπραξε και ο ιδρυτής της, ο φιλάνθρωπος και
ελεήμων Ιησούς Χριστός, ο οποίος, κατά τον αποστολικό λόγο, «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας
ἐλθεῖν» (Β΄ Τιμ. 2, 25).
Ενώ, όμως, η
Εκκλησία αποδέχεται τους πάντας, ωστόσο απορρίπτει και καταδικάζει την αμαρτία,
γι’ αυτό και, όταν ο Θεός συγχωρεί τον αμαρτωλό, τον νουθετεί και του λέει,
«πορεύου καί μηκέτι ἁμάρτανε» (Ιω. 5, 14).Αυτήν ακριβώς τη συγχώρεση και τη νουθεσία
έχει ως στόχο του να τονίσει το Ανακοινωθέν της Ιεράς Συνόδου, το οποίο έγινε
με πολλή αγάπη, προβληματισμό και κατανόηση προς όλους τους ανθρώπους.
Τούτο προέκυψε,
παράλληλα, και λόγω του αιτήματος πολλών πιστών, οι οποίοι ζήτησαν και
επισήμως τη θέση της Εκκλησίας, αισθανόμενοι την πρόκληση, εξαιτίας των
πρόσφατων δημοσιευμάτων και δραστηριοτήτων των ομοφυλοφίλων, που παρατηρούνται
στους έσχατους καιρούς που ζούμε και προσβάλλουν τα χρηστά ήθη και διαβρώνουν
τις αρχές της χριστιανικής οικογένειας.
Οι θέσεις αυτές
της Εκκλησίας συμπίπτουν με τις σοβαρές επιστημονικές μελέτες, σε σχέση με το
πιο πάνω θέμα, γι’ αυτό η Εκκλησία και η Βιοηθική θεωρούν την
ομοφυλοφιλία ως ασθένεια και πάθος του ανθρωπίνου προσώπου, που πρέπει να τύχει
ιατρικής και πνευματικής βοήθειας και θεραπείας.
Ιερά
Μητρόπολις Ταμασού και Ορεινής