23 Νοεμβρίου, 2013

Η ΕΝΘΡΟΝΙΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ κ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ

 
Ο νέος Μητροπολίτης Αργολίδος κ. Νεκτάριος θα ενθρονιστεί στον Αρχιερατικό θρόνο της Ιεράς Μητροπόλεως Αργολίδος, παρουσία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Κ.κ. Ιερωνύμου Β΄ αύριο Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013, στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Ναυπλίου και την Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013, στον Καθεδρικό Ιερό Ναό του Σημειοφόρου και Θαυματουργού Αγίου Πέτρου Άργους.

Ο Μητροπολίτης Αργολίδος κ. Νεκτάριος Αντωνόπουλος, γεννήθηκε στο Μαρούσι το 1952. Κατάγεται εκ πατρός από το Μάνεσι Καλαβρύτων. Είναι πτυχιούχος της Ανωτέρας Ιερατικής Σχολής Αθηνών και της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Μετά την στρατιωτική του θητεία εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε διάκονος στην Κέρκυρα το 1976 από τον μακαριστό Μητροπολίτη Κερκύρας και Παξών Πολύκαρπο.

Το 1977 εγκαταβίωσε στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σαγματά.

Το 1983 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας και νυν Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμο. Διακόνησε την Ιερά Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας ως ιεροκήρυκας και υπεύθυνος του τομέα νεότητας.

Το 1991 μετά την παραίτηση για λόγους ασθενείας του μακαριστού καθηγουμένου Αρχιμανδρίτη Νικοδήμου Μπανταλούκα, εξελέγη ηγούμενος της Ιεράς Μονής Σαγματά.

Στις 18 Οκτωβρίου 2013, η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, τον εξέλεξε Μητροπολίτη Αργολίδος.

Στις 20 Οκτωβρίου 2013, πραγματοποιήθηκε στον Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, στην Αθήνα, από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμο, με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια και σύμφωνα με όσα ορίζει η Εκκλησία, η χειροτονία του νέου Μητροπολίτη.

Ψήφω και δοκιμασία των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών των συγκροτούντων την Ιεράν Σύνοδον της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, η Θεία Χάρις η πάντοτε τα  ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα προχειρίζεται Νεκτάριον, τον θεοφιλέστατον πρεσβύτερον εις Μητροπολίτην της θεοσώστου Ιεράς Μητροπόλεως Αργολίδος.

Μετά την τελετή της χειροτονίας, στην προσφώνησή του ο Μητροπολίτης Αργολίδος κ. Νεκτάριος, μεταξύ άλλων είπε: Χειροτονούμαι σήμερα επίσκοπος, παραμένοντας διάκονος. Ενδύομαι την αρχιερατική στολή, «λεντίω ζωνύμενος».

 Κοιτάζω προς τα πίσω, ατενίζω την ιστορική πορεία της Εκκλησίας, ανακαλύπτω μιαν αλυσίδα με αμέτρητους κρίκους.

Ο ένας κρίκος συνδέεται με τον άλλο. Και αυτή η αλυσίδα περνά μέσα από τους αγίους, τους πατέρες, τους οσίους, τους μάρτυρες, τους ομολογητές, τους αποστόλους και φτάνει μέχρι τον Χριστό…

Προστίθεμαι στην αλυσίδα των αγίων αρχιερέων, που διακόνησαν τη Μητρόπολη Αργολίδος: Μετά τον Ιωάννη που καταδαπάνησε τον εαυτό του στην εξομολόγηση, τους ευλαβεστάτους δυο Χρυσοστόμους και τον μακάριο και πολυαγαπητό μου Ιάκωβο, θα είμαι ο ελάχιστος εν τοις αδελφοίς μου.

Όχι από τεπεινολογία, αλλά από ρεαλιστική αποτίμηση των δεδομένων μου…

Ο Μητροπολίτης Αργολίδος κ. Νεκτάριος, έχει συγγράψει πολλά βιβλία, ποιμαντικού κυρίως περιεχομένου, ενώ φανερή είναι και η παρουσία του στα κοινωνικά δίκτυα.

Μερικά από τα βιβλία του είναι:

«Επιστροφή: Μετάνοια και ξομολόγηση: Επιστροφή στο Θεό και στην Εκκλησιά», Αθήνα, Ακρίτας, 1994. 

«Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης 1891-1967», Αθήνα, Ακρίτας, 1998.

«Επιστροφή – Μετάνοια και εξομολόγηση: Επιστροφή στον Θεό και στην εκκλησία του», Αθήνα, Ακρίτας, 1999.
   
«Αρχιεπίσκοπος Λουκάς – Αρχιεπίσκοπος Λουκάς Βόινο Γιασενέτσκι, ένας άγιος ποιμένας και γιατρός χειρουργός (1877-1961), Αθήνα, Ακρίτας, 1999.
   
«Ρώσοι νεομάρτυρες και ομολογητές: (1917-1922), Αθήνα, Ακρίτας, 2000.
   
«Return: Repentance and confession return to God and to His Church», Αθήνα, Ακρίτας, 2000.
   
«Ταξιδεύοντας στη χώρα του Δνείπερου: Ουκρανία – Κριμαία», Αθήνα, Ακρίτας, 2002.
   
«Ο στάρετς Σεραφείμ της Βύριτσα 1866- 1949», Αθήνα, Ακρίτας, 2003.
   
«Η Οσία Δοσιθέα του Κιέβου: Η  έγκλειστη ασκήτρια (1721-1776)», Αθήνα, Ακρίτας, 2005.
   
«Υπεύθυνοι για όλα», Αθήνα, Ακρίτας, 2007.
   
«Ταχύς εις βοήθειαν… Τα θαύματα του Αγίου Λουκά σήμερα», Αθήνα, Ακρίτας, 2011.

Έχει επιμεληθεί:

«Μιά χούφτα στάχτη», Αθήνα, Ακρίτας, 2002.
   
«Ρωσία – Φινλανδία: Ταξιδιωτικό χρονικό». Αθήνα, Ακρίτας, 2004.
   
«Μοναχός Νικόλαος της Όπτινα: Ο κατά κόσμον Γιουσούφ Αμπντούλ Ογκλί (1820-1893)», Αθήνα, Ακρίτας, 2005.
   
«Εχθρός του λαού – Η σταυρική πορεία του Αγίου Νεομάρτυρα π. Παύλου Ανσίμωφ (1891-1937)», Δομή – Αρχονταρίκι, 2009.
   
«Ο Άγιος Γουρίας (Καρπόβ)-Αρχιεπίσκοπος Ταυρίδας (Κριμαίας), 1814-1882: Βίος και διδασκαλία», Δομή – Αρχονταρίκι, 2011.

Εμείς από το Ιστολόγιό μας ευχόμεθα στον νέο Μητροπολίτη Αργολίδος κ. Νεκτάριο ακλόνητον υγεία και δύναμη.


 


Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΕΝΤΕΛΗ


Παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου πραγματοποιήθηκε χθες το δεύτερο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα "Η ζωή των υποδούλων Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας. Καταπίεση Κοινοτισμός - Παιδεία", στο Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Ιερά Μονή Πεντέλης. Το συνέδριο διοργανώνεται από την Ειδική Συνοδική Επιτροπή Πολιτιστικής Ταυτότητος της Εκκλησίας της Ελλάδος, πρόεδρος της οποίας είναι ο Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνάτιος, ενώ το συντονισμό του συνεδρίου έχει ο Αρχιμανδρίτης Βαρθολομαίος Αντωνίου - Τριανταφυλλίδης, γραμματέας της Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής.

Στον χαιρετισμό του ο Αρχιεπίσκοπος ανέφερε "Γιά νά φτάσουμε στήν πανάσταση καί νά νακτήσουμε τήν λευθερία μας, δρόμος δέν ταν εκολος· περάσαμε πολλές τραγωδίες βαριές καί βαθύτατες, πομείναμε λλείψεις, κινδύνους καί θυσίες. Ο πατέρες μας, γράμματοι καί γραμματισμένοι, πέτυχαν νά λευθερώσουν τήν λλάδα γιατί κατάλαβαν μέ τή σοφία τους τι γώνας χει δύο ψεις: τόν γώνα γιά τήν λευθερία πό τούς ξένους ζυγούς, τήν λευθερία δηλαδή μέ ρους θνικούς, πολιτικούς, σωματικούς, λλά καί τήν λευθερία το πνεύματος. Πρόκειται δηλαδή γιά ναν γώνα διπλό, κι άν ατό δέν τό συνειδητοποιήσει κανείς καί δέν γωνιστε καί πρός τίς δύο ατές κατευθύνσεις, ματαιοπονε.

Στήν προσπάθεια ατή δέν νεργομε μεμονωμένα καί ποσπασματικά, καθένας γιά τόν αυτό του. Καλούμαστε, πως σήμερα, νά συνεργαζόμαστε καί νά συμπληρώνει νας τόν λλον. διακονία μας, τόσο ατή τν ερέων σο καί τν πιστημόνων, συνίσταται στό νά δίνουμε συνειδητά καί κατανοητά στούς λλους τήν εκαιρία νά ντιληφθον ατά τά θέματα. Δέν ρκε νά τά γνωρίζουν καί νά τά πεξεργάζονται μόνο ρισμένοι εδικοί. ταν ο γνώσεις περιορίζονται σέ να μικρό μιλο νθρώπων, νεκρώνεται σοφία το λαο καί δηγούμαστε σέ πνευματική νδεια", ενώ ευχήθηκε "ο ργασίες του συνεδρίου νά διευρύνουν γόνιμα καί ποικοδομητικά τή μελέτη ατν τν θεμάτων καί πό πλευρς γνώσεως καί πό πλευρς οσίας καί ζως".

Αμέσως μετά, ο πρόεδρος της Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Πολιτιστικής Ταυτότητος Μητροπολίτης Δημητριάδος στον χαιρετισμό του τόνισε πως " κκλησία τς λλάδος θέλει νά ποτίσει τόν φειλόμενο φόρο τιμς σέ λους σοι γωνίσθηκαν καί πεσαν πέρ Πίστεως καί Πατρίδος. Θέλει νά πογραμμίσει τι διαφωνε μέ τήν ποβάθμιση τν θνικν πετείων, μέ τόν χλευασμό τς μνήμης μαρτύρων καί ρώων καί μέ τήν δεολογικά φορτισμένη διαστρέβλωση τν γεγονότων. πιθυμε, ταυτοχρόνως, κκλησία μας νά δώσει τό βμα σέ κάθε ξιόλογο πιστήμονα καί σοβαρό ρευνητή, ποος καλεται νά καταθέσει τεκμήρια καί μαρτυρίες γιά τά γεγονότα, στω κι ν άκουσθον διαφορετικές πόψεις γιά τό διο θέμα.

ρθόδοξη κκλησία καλε λους μας σέ διάλογο λήθειας καί ζως καί δέν πιδιώκει νά πιβάλει νωθεν μία καί μοναδική ποψη γιά τά στορικά γεγονότα. Στήν ποχή τς πνευματικς καί οικονομικής κρίσης, πιος, δημοκρατικός καί πιστημονικός διάλογος συμβάλλει στήν μβλυνση τν πάσης φύσεως ντιθέσεων καί φανατισμν". Ολοκληρώνοντας τον χαιρετισμό του ο Μητροπολίτης Δημητριάδος ευχήθηκε "τά πορίσματα καί τά μηνύματα ατο το Συνεδρίου νά μεταδοθον καί στίς νεώτερες γενιές στε νά μπνέονται πό τούς γωνιστές τς Τουρκοκρατίας καί το 1821, νά διαφυλάξουν τήν λληνορθόδοξη ατοσυνειδησία μας μέ πίγνωση τν συγχρόνων ναγκν καί ξελίξεων καί νά οκοδομήσουν μία λλάδα καλύτερη πό τή σημερινή".

Κατά την πρώτη συνεδρία με πρόεδρο την Ομότιμη Καθηγήτρια Ιστορίας των Χωρών της Χερσονήσου του Αίμου κ. Βασιλική Παπούλια αναπτύχθηκαν τα θέματα "Η Εθνική συνείδησή μας κατά την Τουρκοκρατία, συνείδηση συμπάσης της ρωμιοσύνης" από τον κ. Αθανάσιο Καραθανάση, "Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η διαχρονική συνείδηση του Έθνους" από τον κ. Κωνσταντίνο Σβωλόπουλο, ο Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός ανέπτυξε το θέμα "Η Ελληνική αρχαιότητα στο λαϊκό κήρυγμα της δουλείας", ενώ ο κ. Χάρης Μελετιάδης την εισήγηση "Λόγιες ανασυγκροτήσεις της ταυτότητας του Γένους στην Κωνσταντινούπολη τον 17ο αιώνα".

Ακολούθησε η εισήγηση του κ. Γεώργιου Καραμπελιά με θέμα "Κύριλλος Λούκαρις και Νικόδημος Μεταξάς:  Η αντιμετώπιση της Τουρκοκρατίας και η απόκρουση της λατινικής διείσδυσης, ενώ η πρώτη συνεδρία ολοκληρώθηκε με την εισήγηση του κ. Χαράλαμπου Μηνάογλου "Το Γένος και η δουλεία του κατά τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο (1721-1813). Οι εργασίες του συνεδρίου θα ολοκληρωθούν αύριο. Η Εκκλησία της Ελλάδος έχει αποφασίσει τη διοργάνωση δέκα συνεδρίων, αρχής γενομένης από το 2012, με σκοπό το δέκατο συνέδριο  να πραγματοποιηθεί το έτος 2021, όταν θα συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από την Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση.

Τα πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου έχουν ήδη εκδοθεί και είναι στην διάθεση των ενδιαφερομένων, ενώ όσοι συμμετέχοντες επιθυμούν μπορούν να λάβουν πιστοποιητικό παρακολούθησης.



23/11/2013 - ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ


1. Στην Ορθοδοξία η αντίθεση - και σύγκρουση - πίστεως (ή Θεολογίας) και επιστήμης δεν είναι αυτονόητη. Πρόκειται για ψευδοπρόβλημα, διότι και η Ορθοδοξία στην αυθεντική της έκφραση και πραγμάτωση είναι επιστήμη, με διαφορετικό όμως γνωστικό Αντικείμενο.H Ορθόδοξη Θεολογία είναι επιστήμη και μάλιστα θετική, διότι έχει γνωστικό αντικείμενο και χρησιμοποιεί επιστημονική μέθοδο. Στην ορθόδοξη παράδοση διακρίνονται δύο γνώσεις ή σοφίες (Απόστολος Παύλος, Ιάκωβος Αδελφόθεος ως τον Γρηγόριο Παλαμά και τον Ευγένιο Βούλγαρη κ.λπ.). Υπάρχει η γνώση του Ακτίστου ( = Θεός) και η γνώση του κτιστού ( = ο κόσμος ως κτίση και δημιουργία).

H γνώση του Θεού (θεογνωσία) είναι υπερφυσική και επιτυγχάνεται με την συνεργεία του ανθρώπου με τον Θεό. H γνώση του κόσμου είναι φυσική και αποκτάται με την επιστημονική έρευνα. Μέθοδος της θείας γνώσης είναι η νήψη – κάθαρση της καρδιάς (Ψαλμ. 50, 12 – Ματθ. 5, 8). Θεολογία λοιπόν είναι η γνωσιολογία και γνώση του Ακτίστου. Επιστήμη η γνωσιολογία και γνώση του κτιστού. H γνώση στην επιστήμη της πίστεως ονομάζεται θέωση και είναι ο μόνος σκοπός της Ορθοδοξίας. Όλα τα λοιπά είναι μέσα προς αυτό το τέλος.

Οι δύο γνωσιολογίες, κτιστού και Ακτίστου, εργάζονται με διαφορετικά όργανα και γι” αυτό τα μεταξύ τους όρια είναι ευδιάκριτα. Όργανο της επιστήμης της πίστεως δεν είναι η διάνοια, αλλά η καρδιά, που μπορεί να δεχθεί την ενοίκηση του Ακτίστου, όταν η καρδιά καθαρθεί από τα πάθη και μπορεί να αναπτύξει, ως υπερφυσικό όργανο του ανθρώπου, την νοερή της λειτουργία ( = ενέργεια τού νου στην καρδιά). H παρατήρηση και το πείραμα, βασικές παράμετροι τής επιστημονικής μεθόδου, υπάρχουν και στην επιστήμη τής πίστεως.

Στην ησυχαστική μέθοδο θεογνωσίας υπάρχει η παρατήρηση ως θέα του Ακτίστου φωτός – της θείας άκτιστης ενέργειας και το πείραμα ως δυνατότητα επανάληψης αυτής της εμπειρίας, που είναι κοινή σ” όλους τούς επιστήμονες της πίστεως, δηλαδή τούς Αγίους. Ό,τι συνεπώς είναι για τούς φυσικούς επιστήμονες το τηλεσκόπιο ή το μικροσκόπιο, για τούς επιστήμονες της πίστεως είναι η «καθαρά καρδία», που γίνεται ένα είδος «θεοσκοπίου».

H Θεολογία, ως λόγος περί του Θεού, μ” αυτήν την προϋπόθεση, λειτουργεί ως θετική επιστήμη και όχι ως μεταφυσική, στοχαστική δηλαδή θεολόγηση. Οι φυσικές επιστήμες επιδιώκουν την θέαση του μακρόκοσμου και του μικρόκοσμου. H επιστήμη της πίστεως στοχεύει στην θέα(ση) του Θεού, ως Ακτίστου φωτός, δηλαδή στην θέωση.

2. Με δεδομένη λοιπόν την ύπαρξη – κατά την Ορθοδοξία – δύο γνώσεων είναι αδύνατη η σύγκρουση Ορθοδοξίας και Επιστήμης. H σύγκρουση αποφεύγεται, διότι έργο τής επιστήμης είναι η γνώση τής ουσίας και των μηχανισμών λειτουργίας των όντων. Έργο όμως τής Θεολογίας είναι η γνώση του Θεού, τού δημιουργού τους. Οι φυσικές επιστήμες ασχολούνται με το πώς, η Θεολογία με το ποιος και γιατί (τελολογία).

Έτσι η Αγία Γραφή και τα έργα των αγίων Πατέρων (τών επιστημόνων τής πίστεως) είναι δυνατόν να έχουν επιστημονικά λάθη, σε σχέση με τα συνεχώς ανανεούμενα πορίσματα των φυσικών επιστημών. Θεολογικά λάθη όμως δεν έχουν. Ο θεούμενος – ο Άγιος, γνωρίζει τους λόγους των όντων, την αιτία τής ύπαρξής τους και την εξάρτησή τους από τον Θεό. H διερεύνηση όμως, όπως είπαμε, τής ουσίας και τής λειτουργίας τους είναι έργο των φυσικών επιστημών.

H Θεολογία, λοιπόν, μας γνωρίζει τον Θεόν και τον κόσμο ως δημιούργημά Του και όχι τις φυσικές επιστήμες, που είναι δημιούργημα του ανθρώπου. Ο Θεός στην Γραφή διδάσκει την αλήθεια για τον εαυτό Του και όχι την (επιστημονική γνώση) για την κτίση. Στην Γραφή μαθαίνουμε ποιος είναι ο Θεός, για να μπορέσει ο άνθρωπος να ανταποκριθεί στην αγάπη Του. Έτσι, στα επιστημονικά θέματα υπάρχει δυνατότητα αλλαγής γνώμης με βάση τα νέα πορίσματα. Στα σωτηριολογικά όμως θέματα ουδεμία αλλαγή είναι δυνατή, διότι η μέθοδος σωτηρίας – θέωσης είναι διαιώνια αμετάβλητη.

Οι Πατέρες (Προφήτες, Απόστολοι και όλοι οι Άγιοι), όταν κατέχουν και την ανθρώπινη σοφία (π.χ. Μ. Βασίλειος), γνωρίζουν τις επιστημονικές θεωρίες τής εποχής τους, τις όποιες όμως ερευνούν μέσα από το πρίσμα τής Θεολογίας τους, αφού σκοπός τους δεν είναι η φυσική επιστημονική γνώση, αλλά η καθοδήγηση των πνευματικών τους τέκνων προς την σωτηρία και η προστασία τους από γνώση που είναι δυνατόν να εμποδίσει την πορεία τους προς την θεογνωσία. H διάθεση όμως στην περίπτωση αυτή δεν είναι a priori πολεμική και απορριπτική, αλλά απλώς ποιμαντική και προστατευτική.

3.Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι φυσικές επιστήμες σε όλες τις εκφάνσεις και πραγματώσεις τους, συνιστούν αλληλοσυμπληρούμενες όψεις στην θέαση της φυσικής πραγματικότητας. H οπτική όμως τής πατερικής Θεολογίας είναι διαφορετική, όπως αποδεικνύει το πατερικό παράδειγμα. Ο καθηγητής – επιστήμονας στην γνώση του Ακτίστου είναι ο πνευματικός πατέρας («καθηγητής τής ερήμου» ονομάζεται ορθόδοξα), που πρέπει να έχει την εμπειρία τής θεώσεως. Με βάση αυτή την αρχή λειτουργεί η παράδοση τής Ορθοδοξίας με κέντρο τις Οικουμενικές συνόδους.

Το πλήρωμα των πιστών εμπιστεύεται την γνώση των θεουμένων, όπως οι επιστήμονες την γνώση και αξιοπιστία των ειδικών του χώρου τους.  Σ” αυτή την συνάφεια φαίνεται και η ορθόδοξη σημασία του δόγματος. H διδασκαλία τής πίστεως (αυτό είναι το δόγμα ως εμπειρία των Αγίων) είναι το επιστημονικό εγχειρίδιο του επιστήμονος τής θεώσεως και λειτουργεί ως οδηγός των άλλων προς την θέωση. H Ορθόδοξη πίστη είναι τόσο δογματική, όσο και η επιστήμη. Δόγματα τής επιστήμης με την κοσμική κατανόηση τους είναι τα αξιώματά της. Με αυτή την έννοια, κατά τον Marc Bloch, και η επιστημονική έρευνα είναι «προκατειλημμενη», όχι μόνο η Θεολογία. Χωρίς όμως αυτή την εκατέρωθεν «προκατάληψη» δεν είναι δυνατή η πρόοδος τής διπλής αυτής επιστήμης.

4.H αγιότητα, έτσι, δεν είναι εμπόδιο στην επιστημονική γνώση. Ακριβώς το αντίθετο. Άλλωστε ήδη στην Παλαιά Διαθήκη (Σοφ. Σειρ. 38, 6) ομολογείται: Ο Θεός «έδωκεν ανθρώποις επιστήμην ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοις αυτού». Τίποτε δεν αποκλείει ορθόδοξα την δυνατότητα να είναι κάποιος κάτοχος και των δύο επιστημονικών γνώσεων, όπως συμβαίνει στους μεγάλους Πατέρες και Μητέρες της Ορθοδοξίας.

Αυτό ψάλλει η Ορθοδοξία στις 25 Νοεμβρίου για την μεγάλη μαθηματικό του 3ου αιώνα, αγία Αικατερίνη: «Την εκ Θεού σοφίαν λαβούσα παιδιόθεν η Μάρτυς, και την έξω σοφίαν καλώς πάσαν μεμάθηκε». Αντίθετα, εκεί που υπάρχει θρησκειοποιημένη ή ιδεολογικοποιημένη πίστη (στα διάφορα θρησκεύματα του κόσμου), Θρησκεία και Επιστήμες χρησιμοποιούν το ίδιο όργανο, την διάνοια - λογική, και έτσι αναπότρεπτα θα έλθουν σε σύγκρουση.

Διότι τις θέσεις της θρησκείας δεν μπορεί να δεχθεί, από ένα σημείο και πέρα, η λογική, ενώ τα πορίσματα της επιστήμης δεν μπορεί να τα δεχθεί η θρησκεία, όταν αυτά συγκρούονται με θέσεις της θρησκείας ή της θρησκειοποιημένης πίστης, που θεωρούνται επιστημονικές. Το πρόβλημα δε για την θρησκεία ξεκινά από την αποδοχή των ιερών βιβλίων (π.χ. Αγίας Γραφής ή Κορανίου) ως επιστημονικού συγγράμματος. Γίνεται λοιπόν κατανοητό, γιατί στην Ορθοδοξία, όταν είναι Ορθοδοξία, δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει περίπτωση Γαλιλαίου.

H αρνητική στάση των ορθοδόξων λογίων κατά του κοπερνικείου συστήματος, τον 18ον αι. δεν ήταν απόρροια πνευματικότητας, αλλά δυτικών επιρροών (σχολαστικών τάσεων), βιβλικισμού ή αναμονής των εξελίξεων της επιστήμης (Ευγένιος Βούλγαρης). Αντίθετα η σύγκρουση Πίστεως και Επιστήμης είναι όχι μόνο δυνατή, αλλά και φυσιολογική, όταν τα πορίσματα της επιστήμης κρίνονται με μεταφυσικά κριτήρια, ή η διδασκαλία της Πίστεως προσεγγίζεται με βάση τις αρχές και τα πορίσματα των φυσικών επιστημών, δηλαδή με κριτήρια άλλου χώρου.

Στην περίπτωση αυτή η μεν επιστήμη θεολογεί (οπότε αυτοκαταργείται), η δε πίστη μεταβάλλεται σε φυσική επιστήμη (οπότε αλλοτριώνεται). Αυτό συνέβη έντονα στην Δυτική Ευρώπη, όταν η ωρίμανση της Φυσικής και γενικά των Θετικών Επιστημών εγκατέλειψε το αριστοτελικό κοσμοείδωλο και την μεθοδολογία του, ενώ η Δυτική Εκκλησία επέμενε σ’ αυτά. Προεκτάσεις του δυτικού προβληματισμού και συνεπώς και συγκρούσεις (μάλλον διενέξεις) είχαμε και στην δυτικά σκεπτόμενη Ανατολή.

5.Στην συνάντηση Θεολογίας και Επιστήμης έγιναν τραγικά λάθη και από τις δύο πλευρές, που οδήγησαν στην εκατέρωθεν απολυτότητα και απομόνωση. H Δυτική Εκκλησία επέμεινε στην κατά γράμμα ερμηνεία της Αγίας Γραφής, χωρίς αναφορά στην πατερική ερμηνεία της. Μετά την περίπτωση του Γαλιλαίου, εξ άλλου, και από τις δύο πλευρές, η σύγκρουση εθεωρείτο δεδομένη.Θύμα της αντίληψης αυτής τον 20όν αιώνα ο πάστορας-Lemaitre και η «περί Μεγάλης Εκρήξεως» θεωρία του, που αποκρούστηκε ως ανακάλυψη κληρικού! Συχνά, εξ άλλου, στην σύγκρουση οδηγούσε η διαφορά στην χρησιμοποιούμενη εκατέρωθεν γλώσσα.

Ο βιβλικισμός των εκκλησιαστικών ήλθε συχνά αντιμέτωπος με τον λογικισμό (λογοκρατία) των φυσικών επιστημόνων. H θεμελίωση της νοησιαρχίας στην Ευρώπη αρχίζει με τον ιερό Αυγουστίνο («credo, ut intelligam») και κορυφώνεται με τον Καρτέσιο («cogito, ergo sum»).H προτεραιότητα δίνεται στην διάνοια, ακόμη και στον χώρο της Πίστης. Ο Θεός, τελικά, νοείται ως γνωστικό «αντικείμενο», που «συλλαμβάνεται» με την δύναμη της διάνοιας, η οποία καταξιώνεται σε κύριο συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης.

6.Είναι εν τούτοις γεγονός, ότι η επιστήμη στην Δυτική Ευρώπη προήλθε από την Θεολογία. Όχι μόνο από τους δυτικούς Πατέρες, αλλά και από τον Καρτέσιο, τον Λάιμπνιτς, τον Νεύτωνα, που ήσαν και θεολόγοι. H πίστη στον Θεό, συνεπάγεται την αναγνώριση λογικότητας στην δημιουργία, που έτσι προσφέρεται για έρευνα. Αργότερα όμως το «παιδί» επαναστάτησε κατά της μητέρας και οι δρόμοι τους χώρισαν. Αυτό όμως δεν συνέβη στην πατερική παράδοση της Ανατολής, στην οποία όχι μόνο συμπορεύθηκαν επιστήμη και Θεολογία, αλλά και η Θεολογία αποδείχθηκε ενισχυτική στην αληθινή πρόοδο της Επιστήμης. Αρκούν μερικά παραδείγματα από τα έργα του Μ. Βασιλείου (Εις την Εξαήμερον, PG,29,3-208) και του αγίου Γρηγορίου Νύσσης (Περί κατασκευής ανθρώπου, PG, 44, 124-256).

Ο Μ. Βασίλειος δέχεται αρχή του κόσμου και δημιουργό Θεό: «Ει ουν αρχήν έχει ο κόσμος και πεποίηται, ζήτει τις ò την αρχήν αυτην δους και τις ο ποιητής».

Ο Γρηγόριος Νύσσης (ΡG 44, Ι7Ό) προσδιορίζει την «αρχή»: «Τα πάντα ην εν πρώτη του Θεού περί την κτίσιν ορμή ( = κίνηση), οιονεί σπερματικής τινος δυνάμεως προς την του παντος γένεσιν καταβληθείσης, ενεργεία δε τα καθ” έκαστον ούπω ην». Θα μπορούσε ο Γρηγόριος να ονομασθεί προφήτης της θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης, αφού η «σπερματική δύναμη» μπορεί να ταυτισθεί με την «υπερσυμπυκνωμένη μάζα» της σύγχρονης θεωρίας.

Ο Μ. Βασίλειος (ΡG 29, 36Β) δέχεται μια εξελικτική πορεία στην κτίση, παρουσιάζοντας την «πρώτη αρχή», «ωδίνουσαν μεν την πάντων γένεσιν, διά την εναποτεθείσαν αυτή παρά του δημιουργού δύναμιν», ανέμενε δε «τούς καθήκοντας χρόνους (= κατάλληλους καιρούς), ίνα τω θείω κελεύσματι προαγάγη εαυτής εις φανερόν τα κινήματα».

Αυτο δε διότι – κατά τον Γρηγόριο (Ρθ 44, 72Β) – «πάντων των όντων τας αφορμάς και τας αιτίας και τας δυνάμεις συλλήβδην (ταυτόχρονα) ο Θεός εν ακαρεί (ακαριαία) κατεβάλλετο». Το σύμπαν, εξ άλλου, κατά τον Μ. Βασίλειο (ΡΘ 29, 1164) έχει ζωή και πάλλει από κίνηση, αναπτυσσόμενο και διαμορφούμενο μέσα στον χρόνο. «H της φύσεως ακολουθία εκ του πρώτου προστάγματος την αρχήν δεξάμενη, προς πάντα τον εφεξής διεξέρχεται χρόνον, μέχρις αν προς την κοινήν συντέλειαν του παντός καταντήση».

Και ο Γρηγόριος (Ρθ 44, 1480) δέχεται μια εξελικτική πορεία στη φύση: «Καθάπερ διά βαθμών η φύσις, των τής ζωής λέγω ιδιωμάτων, από των μικρότερων επί το τέλειον ποιείται την άνοδον».

Ο Μ. Βασίλειος δεν περιμένει από τη Γραφή όλες τις απαντήσεις, θεωρώντας αναγκαία την επιστημονική έρευνα: «…πολλά απεσιώπησεν (η Γραφή), τον ημέτερον νουν γυμνάζουσα προς εντρέχειαν (διερεύνηση), εξ ολίγων αφορμήν παρεχομένη επιλογίζεσθαι (να συναγάγει)… (ΕΠΕ 4, 72/4). Όσοι Πατέρες είχαν επιστημονική-σχολική κατάρτιση ασχολήθηκαν με τα φυσικά προβλήματα με βάση τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής τους.

Γι’ αυτό σ’ αυτά τα θέματα μπορεί να διαφέρουν μεταξύ τους, δεν έχουν όμως αντιφάσεις μεταξύ τους στα θεολογικά θέματα. Η ερμηνεία της Γραφής είναι έργο των θεοπνεύστων ερμηνευτών και όχι των επιστημόνων. Οι υπάρχουσες διαφορές μεταξύ πατερικής θεολογίας και επιστήμης δεν οδηγούν σε ρήξεις, διότι η αληθινή θεολογία αναμένει υπομονετικά την πρόοδο της επιστήμης για την κατανόηση των θεολογικών θέσεων.

Δύο παραδείγματα: η αρχή της απροσδιοριστίας (Heisenberg) βοήθησε στην προσέγγιση της Φυσικής με την Θεολογία, και τον «αποφατισμό» της (αδυναμία ακριβούς προσδιορισμού). Εξ άλλου ένας Αμερικανός αστρονόμος έχει δηλώσει, ότι οι φυσικοί επιστήμονες μοιάζουν με ορειβάτες, οι οποίοι μόλις φθάσουν στην κορυφή του βουνού, βλέπουν τους θεολόγους να τους περιμένουν αναπαυτικά στην πολυθρόνα τους!

Βέβαια και όταν βρίσκουμε συμπτώσεις σε καίρια φυσικά προβλήματα μεταξύ Θεολογίας και Επιστήμης, σημαίνει ότι έχουμε ταύτιση προβληματισμών και όχι αναγκαστικά και των πορισμάτων. Η μη σύγκρουση δεν σημαίνει πάντα και συμφωνία. Αφού όμως ο σκοπός κάθε πλευράς είναι άλλος, η Θεολογία δεν αντικρούει την επιστημονική θέση, για την ηλικία λ.χ. του ανθρώπου στη γη. Αυτό που την ενδιαφέρει είναι η δημιουργία του από τον Θεό και ο σκοπός της.

7.Όσον αφορά, συνεπώς, την Ορθόδοξη Θεολογία, με προϋπόθεση την πατερική παράδοση, βλέπει σήμερα την δυνατότητα συνεργασίας Θεολογίας και Φυσικών Επιστημών, ως προς τον εκσυγχρονισμό της Θεολογίας και τον εξηθικισμό της Επιστήμης. Είναι δε γεγονός, ότι το παλαιότερο συγκρουσιακό κλίμα έχει περιορισθεί στην εποχή μας, εκτός εάν παραμένουν οι εκατέρωθεν προκαταλήψεις. Οι Θεολόγοι δέχονται την ελευθερία της επιστημονικής έρευνας και οι επιστήμονες δεν αναμειγνύουν τον Θεό στην έρευνά τους. Άλλωστε, πίστη και επιστήμη δέχονται παγκοσμίους νόμους, και οι δύο δε, ζητούν την αλήθεια, την φυσική ή την υπερφυσική.

Ο Michael Polanyi (Personal knowledge, 1969, σ. 266) δέχεται την πίστη ως την πηγή κάθε γνώσης, αφού «όλα τα βασικά πιστεύω μας στον επιστημονικό τομέα είναι αναπόδεικτα». Εξ άλλου, τα κοσμοείδωλα, ακόμη και τα επιστημονικά, συναρτώνται και με τα διάφορα κοινωνικά μοντέλα, στον χώρο των οποίων παράγονται ή αναπαράγονται. Έτσι, διεισδύουν στην επιστήμη και υποκειμενικές ιδέες και προκαταλήψεις, υπό την επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος.

Υπάρχει Vorverstaendnis και στην έρευνα. Καμιά κοσμοθεωρία, συνεπώς, δεν μπορεί να διεκδικήσει την αλήθεια στην πληρότητά της, όσο επιστημονική και αν είναι. H συνάντηση Θεολογίας και Επιστημών είναι αποτελεσματικότερη, όταν ο Θεολόγος διαλέγεται με αληθινούς ερευνητές (ελεύθερους δηλαδή και όχι «διαπλεκόμενους»), ο δε επιστήμων έχει απέναντι του συνεχιστές του Μ. Βασιλείου και του Ευγένιου Βούλγαρη και όχι φονταμενταλιστές δυτικού ή ισλαμικού τύπου.

Ένοιωσα αιφνιδιασμό σε χώρα της Μ. Ανατολής, όταν Πρύτανης-Καθηγητής της Φυσικής – αναζητούσε ερείσματα της επιστήμης του στο Κοράνιο. Την τάση για απολυτότητα στην επιστήμη μετριάζουν οι παρατηρούμενες ασυμφωνίες μεταξύ των επιστημόνων, στην δε Θεολογία η γνώση του πατερικού παραδείγματος. H Κβαντομηχανική διαψεύδει την αιτιότητα, αλλά ο Einstein διεφώνησε («Ο Θεός δεν ρίχνει ζάρια»). Από την άλλη πλευρά, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πληρώνει ακόμη το έγκλημα του σχολαστικισμού κατά του Γαλιλαίου. Μετριοφροσύνη δημιουργεί στον επιστήμονα το γεγονός ότι η επιστημονική γνώση έχει τα όριά της. Ορθά λοιπόν η Επιστήμη δεν ασχολείται με το “περί Θεού πρόβλημα, διότι θα μεταβαλλόταν σε μεταφυσική, αυτοαπορριπτόμενη.

Δεν θα είναι πια θετική επιστήμη. H επιστήμη δεν μπορεί να απορρίψει το ενδεχόμενο της ύπαρξης Θεού ως δημιουργού και προνοητού του σύμπαντος, διότι δεν έχει τα κατάλληλα όργανα, για να Τον συλλάβει, Γι” αυτό δεν μπορεί να κατηγορεί την Θεολογία ως μυθολογία και δεισιδαιμονία. Αλλ” ούτε και η Θεολογία δικαιούται να κατηγορεί την Επιστήμη ως άθεη, δηλαδή με τα δικά της κριτήρια.

Για την δημιουργική όμως σύγκλιση και συνεργασία Πίστεως και Επιστήμης απαιτείται κοινή γλώσσα. Κατά τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη (ακαδημαϊκό), «πρέπει να φθάσουμε σε μια κοσμολογία κοινή και για τους Επιστήμονες και για τους Θεολόγους και. πρέπει επίσης να συμφωνήσουμε στο τι συνιστά γνώση και αλήθεια». Σ” αυτή την κοινή γλώσσα έχουν φθάσει επιστήμονες, όπως ο Paul Davies (καθηγητής Θεωρητικής Φυσικής στο Newcastle), δηλώνοντας: «H επιστήμη προσφέρει ασφαλέστερη οδό προς τον Θεό παρά η θρησκεία».

Αλλά και ο γνωστός Β. φον Μπράουν, όταν δήλωνε: «Γιατί να βρίσκονται (πίστη και επιστήμη) σε αντίθεση; H θρησκεία ασχολείται με τον Δημιουργό, η επιστήμη με την δημιουργία». Πρόσφατα δε, διαβάσαμε με έκπληξη σε συνέντευξη τής μεγάλης ελληνίδας ανθρωπολόγου κ. Κατερίνας Χαρβάτη: «H επιστήμη και η θρησκεία δεν έρχονται σε σύγκρουση, γιατί δίνουν απάντηση σε διαφορετικά ερωτήματα: H επιστήμη άπαντα στο πώς, και η θρησκεία στο γιατί». Αντίθετα ανοίγονται προοπτικές για συμπόρευση και συνεργασία. H επιστήμη με την βοήθεια της πατερικής Θεολογίας:

α) διακρίνει τα όριά της,

β) δέχεται σημαντική ηθική καθοδήγηση, συνειδητοποιώντας τον φιλάνθρωπο και διακονικό χαρακτήρα της,

γ) αναγνωρίζει την αξία τού ανθρώπου, αφού η Θεολογία διδάσκει, ότι «το Σάββατον διά τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος διά το Σάββατον» (Μάρκ. 2, 27), η ότι ο άνθρωπος είναι «ζώον θεούμενον» (Γρηγόριος Νύσσης) ή «θεός κεκελευσμένος» (= έχει μέσα του την εντολή να γίνει θεός) (Μ. Βασίλειος). Αλληλοσυμπλήρωση Πίστης και Επιστήμης μπορεί να υπάρξει κυρίως στο οικολογικό πρόβλημα, δεδομένου ότι Ορθόδοξοι Θεολόγοι, όπως ο Οικουμενικός μας Πατριάρχης ή ο Σεβασμιώτατος Περγάμου Ιωάννης, αγωνιζόμενοι για την διάσωση της Φύσης, δεν παύουν να αναγνωρίζουν ότι το νόημα της δημιουργίας αποκαλύπτεται διά της επιστήμης, η δε Θεολογία εύχεται και στηρίζει την Επιστήμη, που αγωνίζεται για την διάσωση της Κτίσης.

Ας μην οριοθετούμε, λοιπόν, ο ένας την Επιστήμη του άλλου και ας σεβόμεθα τα πορίσματα τής εκατέρωθεν έρευνας, που διεξάγεται με αυτοσεβασμό και ταπείνωση, διότι ο κόσμος μας δεν χρειάζεται μόνο τις φυσικές επιστήμες, αλλά και την επιστήμη της θεώσεως, εφ” όσον «ουκ επ” άρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος» (Ματθ. 4, 4).

π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ