28 Οκτωβρίου, 2013

ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΗΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ

 

H Ιταλία κηρύσσει πόλεμο και προσβάλλει τα από Αλβανίας σύνορα της Ελλάδας. Συνάντηση Χίτλερ - Μουσσολίνι στη Φλωρεντία, τοπική ώρα 11.00. "Φύρερ, προελαύνουμε.." ήταν τα πρώτα λόγια του Μουσσολίνι. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 ήταν η πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, η οποία διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 23 Απριλίου 1941. Επίσημη έναρξη του Πολέμου θεωρείται η «επίδοση του τελεσιγράφου», ενώ μετά τις 6 Απριλίου 1941, με την επέμβαση των Γερμανών, συνεχίστηκε ως ελληνοιταλικογερμανικός πόλεμος.

Ο πόλεμος αυτός ήταν το αποτέλεσμα της επεκτατικής πολιτικής του φασιστικού καθεστώτος του Μπενίτο Μουσολίνι που είχε εγκαθιδρύσει στην Ιταλία. Στα μέσα του 1940, ο Μπενίτο Μουσολίνι, έχοντας ως πρότυπο τις κατακτήσεις του Αδόλφου Χίτλερ, θέλησε να αποδείξει στους Γερμανούς συμμάχους του Άξονα ότι μπορεί και ο ίδιος να οδηγήσει την Ιταλία σε ανάλογες στρατιωτικές επιτυχίες. Η Ιταλία είχε ήδη κατακτήσει την Αλβανία από την άνοιξη του 1939, καθώς και πολλές βρετανικές βάσεις στην Αφρική, όπως τη Σομαλιλάνδη, το καλοκαίρι του 1940, αλλά αυτές δεν ήταν επιτυχίες ανάλογες αυτών της ναζιστικής Γερμανίας.

Ταυτόχρονα ο Μουσολίνι επιθυμούσε να ισχυροποιήσει τα συμφέροντα της Ιταλίας στα Βαλκάνια, που ένοιωθε ότι απειλούνταν από τη γερμανική πολιτική από την στιμή που η Ρουμανία είχε δεχθεί την γερμανική προστασία για τα πετρελαϊκά της κοιτάσματα. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι επέδωσε ιδιόχειρα στον Έλληνα Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, τελεσίγραφο, με το οποίο απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο.

Προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Ελληνικού Βασιλείου, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του για τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. Μετά την άρνηση του Πρωθυπουργού (το περίφημο «όχι»), ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις άρχισαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εισβολής στην Ελλάδα. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι ανεξάρτητα των όσων έχουν γραφεί κατά καιρούς σε διάφορα έντυπα, ο πόλεμος αυτός δεν ήταν αιφνίδιος.

Η επίδοση του τελεσιγράφου αναμενόταν ήδη από ημέρα σε ημέρα, η δε ημερομηνία αυτή της επίδοσης θεωρούνταν η πλέον πιθανή δεδομένου ότι αποτελούσε εθνική επέτειο του φασισμού στην Ιταλία από το 1925. Αλλά και από ένα τεράστιο δίκτυο πληροφοριών που είχε αναπτυχθεί τότε, σε συνδυασμό με διάφορα γεγονότα όπως αναφέρονται παρακάτω, οδηγούσαν με απόλυτη ακρίβεια την επερχόμενη πολεμική σύγκρουση κατά την οποία η Ελλάδα βρέθηκε τουλάχιστον έτοιμη να την αντιμετωπίσει. Ο Ελληνικός Στρατός αντεπιτέθηκε και ανάγκασε τον ιταλικό σε υποχώρηση και μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, σχεδόν το ένα τέταρτο του εδάφους της Αλβανίας είχε καταληφθεί από τους Έλληνες. Η αντεπίθεση των Ιταλών, το Μάρτιο του 1941, απέτυχε, με κέρδος μόνο μικρές εδαφικές εκτάσεις στην περιοχή της Χειμάρρας.

Τις πρώτες μέρες του Απριλίου, με την έναρξη της γερμανικής επίθεσης, οι Ιταλοί ξεκίνησαν και αυτοί νέα αντεπίθεση. Από τις 12 Απριλίου, ο Ελληνικός Στρατός άρχισε να υποχωρεί από την Αλβανία, για να μην περικυκλωθεί από τους προελαύνοντες Γερμανούς. Ακολούθησε η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, στις 20 Απριλίου και με τους Ιταλούς, τρεις μέρες αργότερα, οι οποίες περαίωσαν τυπικά τον ελληνοϊταλικόγερμανικό πόλεμο. Η απόκρουση της ιταλικής εισβολής αποτέλεσε τη πρώτη νίκη των Συμμάχων κατά των δυνάμεων του Άξονα στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και ανύψωσε το ηθικό των λαών στη σκλαβωμένη Ευρώπη.

Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η νίκη των Ελλήνων επηρέασε την έκβαση ολόκληρου του πολέμου, καθώς υποχρέωσε τους Γερμανούς να αναβάλουν την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να βοηθήσουν τους συμμάχους τους Ιταλούς που έχαναν τον πόλεμο με την Ελλάδα. Η καθυστερημένη επίθεση τον Ιούνιο του 1941, ενέπλεξε τις γερμανικές δυνάμεις στις σκληρές συνθήκες του ρωσικού χειμώνα, με αποτέλεσμα την ήττα τους στη διάρκεια της Μάχης της Μόσχας.

Διάγγελμα Πρωθυπουργού προς τον Ελληνικόν Λαόν.

28η Οκτωβρίου 1940:Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηρά ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημάς το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εξήτησε σήμερον την 3ης πρωινήν την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους, κατά την ίδιαν αυτής βούλησιν, και μου ανεκοίνωσεν ότι προς κατάληψιν αυτών, η κίνησις των στρατευμάτων της θα ήρχιζεν την 6η πρωινήν.

Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ' εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο, ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος. Τώρα θα αποδείξωμεν εαν πράγματι έιμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Εθνος ας εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε δια την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας και τας ιεράς παραδόσεις μας. Νυν υπέρ πάντων ο αγών.

Ιωάννης Μεταξάς
------------------------
Διάγγελμα της Α.Μ. του Βασιλέως προς τον Ελληνικόν Λαόν.

28η Οκτωβρίου 1940: Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως σας ανήγγειλε προ ολίγου υπό ποίους όρους ηναγκάσθημεν να κατέλθωμεν εις πόλεμον κατά της Ιταλίας, επιβουλευθείσης την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος. Κατα την Μεγάλην αυτήν στιγμήν είμαι βέβαιος ότι κάθε Ελλην και κάθε Ελληνίς θα εκτελέσωσι το καθήκον των μέχρι τέλους και θα φανώσιν αντάξιοι της ενδόξου ημών ιστορίας. Με πίστη εις τον Θεόν και εις τα πεπρωμένα της φυλής, το Εθνος σύσσωμον και πειθαρχούν ως εις άνθρωπος θα αγωνισθή υπέρ βωμών και εστιών μέχρι τελικής νίκης.

Γεώργιος Β'
------------------------

“10 Απριλίου 1941": Μετά τήν συνθηκολόγηση μέ τήν Γερμανία παραδίδονται τά οχυρά Παλιουριώνες* καί Ρούπελ*. Οί Γερμανοί εκφράζουν τόν θαυμασμό τους στούς Έλληνες στρατιώτες, δηλώνουν ότι αποτελεί τιμή καί υπερηφάνεια τό ότι είχαν σάν αντίπαλο έναν τέτοιο στρατό καί ζητούν από τόν Έλληνα διοικητή νά επιθεωρήσει τόν Γερμανικό στρατό ώς ένδειξη τιμής καί αναγνωρίσεως! Η Γερμανική Σημαία υψώνεται μόνο μετά τήν πλήρη αποχώρηση τού Ελληνικού Στρατού.

Ένας Γερμανός αξιωματικός τής αεροπορίας εδήλωσε στόν διοικητή τής ομάδος μεραρχιών Ανατολικής Μακεδονίας αντιστράτηγον Δέδε ότι ό Ελληνικός Στρατός ήταν ό πρώτος στρατός στόν οποίον τά στούκας δέν προκάλεσαν πανικό. “Οι στρατιώται σας” είπε, ”αντί νά φεύγουν αλλόφρονες, όπως έκαναν είς τήν Γαλλία καί τήν Πολωνία, μας επυροβόλουν από τας θέσεις των.”

Οχυρό Ρούπελ: Το οχυρό Ρούπελ είναι το μεγαλύτερο συγκρότημα της οχυρωμένης τοποθεσίας κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων που έφερε το όνομα Γραμμή Μεταξά, με συνολικό ανάπτυγμα καταφυγίων 1.849 μέτρα και μήκος στοών 4.251 μέτρα. Το Ρούπελ, κατασκευασμένο στις δυτικές αντηρίδες του όρους Τσιγγέλι στον ποταμό Στρυμόνα , μαζί με το οχυρό Παλιουριώνες εξασφάλιζαν τη στενωπό Ρούπελ.

Χρονικό οχυρού Ρούπελ (6 - 9 Απριλίου 1941)

6 Απριλίου: H γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 05.15 της 6ης Απριλίου. Για τον κανονισμό των βολών πυροβολικού είχε μεταφερθεί στα βόρεια του Στρυμόνα ένα δέσμιο στη γη αερόστατο, η παρουσία του ήταν προκλητική καθώς η ελληνικές δυνάμεις στερούσαν από αεροπορική κάλυψη. Ελάχιστα λεπτά αργότερα άρχισαν οι επιθέσεις από αεροσκάφη στούκας, στόχος τους εκτός από το οχυρό ήταν και το Κέντρο Αντίστασης Καπίνας.

Η γερμανική επίθεση στα ανατολικά του Ρούπελ: Στα ανατολικά του αριστερού υποτομέα του Συγκροτήματος Σιδηροκάστρου έδρασαν τα τάγματα ΙΙ/125 & ΙΙΙ/125, όπου σύμφωνα με το σχέδιο της επίθεσης έπρεπε πρώτα να καταλάβουν το ύψωμα 350 στο διάκενο των οχυρών Ρούπελ-Καρατάς. Για να μην καταληφθεί το ύψωμα πολέμησαν, η διμοιρία του φυλακίου Κούλας, και του 3ου λόχου προκάλυψης. Το ΙΙ/125 τάγμα πλησίασε, στις 06.40, το ύψωμα 350 και το κατέλαβε με αιφνιδιαστική επίθεση, ακολουθούμενο από το ΙΙΙ/125.

Επίθεση του ΙΙΙ/125 γερμανικού τάγματος: Εκμεταλλευόμενοι τις πτυχώσεις του εδάφους, οι Γερμανοί έφθασαν σε απόσταση 200 μ. από τα έργα του οχυρού Ρούπελ. Οι υπερασπιστές του οχυρού μαζί με την βοήθεια του Καρατάς και του πυροβολικού κατάφεραν να αποκρούσουν και της τρεις επιθέσεις του τάγματος.

Διείσδυση του ΙΙ/125 γερμανικού τάγματος στα νώτα του Ρούπελ: Οι Γερμανοί του ΙΙ/125 τάγματος υποβλήθηκαν σε παρόμοιες δοκιμασίες, αλλά ήταν ο μόνος πραγματικός κίνδυνος για τις ελληνικές δυνάμεις καθ’ όλοι την διάρκεια του αγώνα. Από τους 100 άντρες πέρασαν οι 60 με μια ομάδα βαρέων πολυβόλων και μια ομάδα διαβιβαστών. Οι υπόλοιποι λόχοι του τάγματος γνώρισαν την καταστροφή. Ο 5ος λόχος σχεδόν διαλύθηκε. Ο 8ος κατάφερε να περάσει το βράδυ της 6-7/4 και ενώθηκε με τα υπόλοιπα τμήματα το μεσημέρι της 7/4 με πολύ μεγάλες απώλειες.

7 Απριλίου: Την αυγή του 7ης Απριλίου συγκροτήθηκαν τρεις περίπολοι του Ρούπελ με αποστολή την εκκαθάριση της περιοχής από τους εχθρούς και την αποκατάσταση της τηλεφωνικής επικοινωνίας. Αποτέλεσμα αυτής της περιπολίας ήταν η σύλληψη 14 αιχμαλώτων με 3 συσκευές ασυρμάτου και 2 όλμους. Επίσης δεν έλειψαν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί, μάλιστα στις 7 και 8 Απριλίου, τα στούκας χρησιμοποίησαν βόμβες 500 κιλών. Η υποχώρηση των Γερμανών και οι μικρές απόλυες των Ελλήνων υπερασπιστών ανύψωσαν το ηθικό των Ελλήνων. Ο Παπακωνσταντίνου σημειώνει χαρακτηριστικά: "Το ηθικόν των στρατιωτών υπέροχον. Τους βομβαρδισμούς και την κόλασιν πυρός υποδέχοντο με ζητωκραυγάς".

Αγώνες εναντίον των Γερμανών στα νώτα του Ρούπελ: Η παρουσία των Γερμανών στα νότια του οχυρού Ρούπελ απασχόλησε τις ελληνικές δυνάμεις. Η διμοιρία αρμάτων που θα ενεργούσε με το απόσπασμα του Παπαχατζή δεν χρησιμοποιήθηκε λόγω εδαφικών δυσχερειών. Εναντίων των Γερμανών που είχαν καταλάβει το παρατηρητήριο της 7ης πυροβολαρχίας στο ύψωμα Τεπελάρ κινήθηκαν δύο διμοιρίες του 3ου λόχου υπό των Νιάνου και Παπαχατζή υπό τον ανθυπολοχαγού Καρατζά. Μετά από ολοήμερη μάχη, οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να απωθήσουν τους Γερμανούς στο ύψωμα Γκολιαμά ανάμεσα στο χωριό Κλειδί και το λόφο Λουτρών.

8 Απριλίου: Στις 6:00 το πρωί της 8ης Απριλίου το οχυρό Ρούπελ δέχτηκε νέο σφοδρό βομβαρδισμό από την αεροπορία και το πυροβολικό, που συνεχίστηκε όλη την ημέρα. Οι Γερμανοί του ΙΙΙ/125 τάγματος ετοιμάστηκαν για νέα επίθεση με τρεις ομάδες εδάφους και μία διμοιρία σκαπανέων. Για το σκοπό αυτό ενισχύθηκε με δύο διμοιρίες του 13ου και 14ου λόχου. Οι απώλειες του οχυρού την ημέρα αυτή ήταν ένας νεκρός και τέσσερις τραυματίες οπλίτες ενώ οι υλικές ήταν ελάχιστες.

Σημαντικές, αντίθετα, ήταν οι απώλειες του εχθρού. Ενέργειες για την εξουδετέρωση των Γερμανών στα νώτα του Ρούπελ. Πιο σοβαρή ήταν η κατάσταση στα νότια του οχυρού αφού το ΙΙ/125 τάγμα ενισχύθηκε από την κάθοδο των γερμανών δυνάμεων της 5ης Ορεινής Μεραρχίας στα δυτικά του Στρυμόνα. Η κατάσταση χειροτέρεψε για την ελληνική πλευρά γιατί η Ομάδα Μεραρχιών διέταξε τα τάγματα του 41 Συντάγματος Πεζικού να επιστρέψουν στης αρχικές τους θέσεις μάχης. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη καθώς η επόμενη προγραμματισμένη ενέργεια ήταν η διάβαση του Στρυμόνα από την 5η Ορεινή Μεραρχία.

9 Απριλίου: Το οχυρό Ρούπελ υπέστη βομβαρδισμούς πυροβολικού και αεροπορίας και την ημέρα αυτή. Μέχρι το μεσημέρι οι βομβαρδισμοί ήταν μικρής έντασης αλλά από τις 14:00 μετατράπηκαν σε σφοδρούς. Στις 12:30, όμως, όταν επρόκειτο να εφορμήσουν τα τμήματα κρούσης, το ελληνικό πυροβολικό εξαπέλυσε στους χώρους εξόρμησης το φονικό πυρ και προκλήθηκαν πολλές και βαριές απόλυες στους Γερμανούς. Μετά από αυτό τα γερμανικά τμήματα άρχισαν να οπισθοχωρούν. Οι απόλυες του οχυρού ήταν πέντε νεκροί και έντεκα τραυματίες.

Στις 17:00 προσήλθαν Γερμανοί κήρυκες για να γνωστοποιήσουν την συνθηκολόγηση του ΤΣΑΜ ζητώντας την παράδοση του οχυρού. Ο διοικητής του, Ταγματάρχης Γεώργιος Δουράτσος απάντησε ότι τα οχυρά δεν παραδίδονται αλλά καταλαμβάνονται και ότι θα συνεχίσει τον αγώνα στερούμενος άλλων διαταγών. Ο κήρυκας διαβεβαίωσε στην στρατιωτική του τιμή ότι δεν επρόκειτο για απάτη και όρισε συνάντηση για την 6:00 της επόμενης 10/4. Το οχυρό επικοινώνησε με τη Μεραρχία όπου κοινοποίησε την συνθηκολόγηση.

Η αντίδραση των ανδρών του οχυρού ήταν ότι ο αγώνας έπρεπε να συνεχιστή. Την επομένη 10 Απριλίου 1941 έλαβε χώρα η παράδοση του οχυρού. Τα γερμανικά τμήματα "μας εσεβάσθησαν και μας ετίμησαν", σύμφωνα με την έκθεση Πλευράκη. Έξω από το οχυρό ήταν παραταγμένο γερμανικό τμήμα και απέδωσαν τιμές.  Ο εντεταλμένος για την παραλαβή του οχυρού Γερμανός αξιωματικός συγχάρηκε τον διοικητή του, Ταγματάρχη Γεώργιο Δουράτσο, διαβεβαιώνοντας τα συγχαρητήρια και το θαυμασμό των ανωτέρων του.

Τόνισε μάλιστα ότι για τους Γερμανούς αποτελούσε τιμή και υπερηφάνεια ότι είχαν ως αντίπαλο έναν τόσον ηρωικό στρατό. Σχετικά με τις απόλυες των εμπολέμων στον αριστερό υποτομέα του Συγκροτήματος Σιδηροκάστρου, ο Πλευράκης σημειώνει στην έκθεση του: "Αι απώλειαι ασήμαντοι έναντι τοιούτου αγώνος ώστε περιορισθεί σε 4 νεκρούς αξιωματικούς και 40 άνδρες τραυματίες 2 αξιωματικοί και 150 άνδρες. Απεναντίας του αντιπάλου βαρύτατε ως μαρτυρούν τα υπάρχοντα νεκροταφεία και ας αποσιωπώ δια λόγους σκοπιμότητος".

Οχυρό Παλιουριώνες: Το οχυρό βρισκόταν βορειοανατολικά της κωμόπολης Νέο Πετρίτσι Σερρών. Οι οχυρώσεις του αποτελούνταν από τρία συγκροτήματα και δύο μεμονωμένα πολυβολεία, με υπόγειες στοές που έφταναν τα 1762 μέτρα.

Τα επιφανειακά του έργα ήταν, 4 απλά και 6 διπλά πολυβολεία, 2 σύνθετα πολυβολεία-παρατηρητήρια, 1 σύνθετο πολυβολείο - αντιαρματικό πυροβολείο, 1 σύνθετο πολυβολείο - βομβιδοβολείο, 1 αντιαεροπορικό πολυβολείο, 1 αντιαρματικό πυροβολείο, 1 μονό και 1 διπλό ολμοβολείο, 3 πολυβολεία πλαγιοφύλαξης, 7 παρατηρητήρια, 2 σταθμούς οπτικού, 4 απλές εξόδους, 1 έξοδος με πολυβόλο και 1 εξόδος με παρατηρητήριο και βομβιδοβολείο.

Ο οπλισμός του αποτελείτο από 2 πυροβόλα των 75mm, 1 αντιαεροπορικό των 20mm, 2 αντιαρματικά των 37mm, 3 όλμους των 81mm, 31 πολυβόλα, 16 οπλοπολυβόλα, 35 βομβιδοβόλα και επανδρώνονταν από 15 αξιωματικούς και 585 υπαξιωματικούς και οπλίτες.
 ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ’40 ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ

 

Με την ευκαιρία της Εθνικής μας Επετείου και επειδή πλέον δεν ακούγονται και δεν γράφονται πολλά για τα εθνικά μας σύμβολα, τους πατριωτικούς αγώνες και τους ήρωες του γένους μας, το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε είναι να γράψουμε λίγες σκέψεις για ενημέρωση και προβληματισμό. Όταν λέμε σημαία, εννοούμε κατ’ αρχήν τεμάχιο υφάσματος το οποίο φέρει το έμβλημα ενός έθνους. Από την αρχαιότητα ακόμη χρησιμοποιήθηκαν τα εμβλήματα αντί σημαιών, κυρίως θρησκευτικά ή στοιχείων της φύσης και ζώων. Είναι γνωστό ότι η σημαία της αρχαίας Αθήνας έφερε την γλαύκα (κουκουβάγια) προς τιμήν της αγαπημένης τους θεάς Αθηνάς, της Σπάρτης τους Διόσκουρους, των Ασσυρίων έναν ανθρωπόμορφο αετό, των Περσών έναν αετό ή έναν αλέκτορα (κόκορα).

Γνωρίζουμε επίσης από την Παλαιά Διαθήκη ότι οι Ιουδαίοι έφεραν μαζί τους την Κιβωτό της Διαθήκης ως σύμβολο θρησκευτικό και εθνικό. Για πρώτη φορά η σημαία με την σημερινή της μορφή (ως ύφασμα) ως σύμβολο εθνικό αλλά και ως σήμα έναρξης της μάχης χρησιμοποιείται από τον Μέγα Αλέξανδρο, ο οποίος αναρτά σημαία με χρώμα πορφυρό η οποία τοποθετείται πάνω στην ιστορική σάρισα και δίνει το έναυσμα της μάχης ή τη λήξη της.

Ο κυριότερος σταθμός της δημιουργίας της σημαίας ως λάβαρο και εθνικό σύμβολο είναι η σημαία του Μεγάλου Κωνσταντίνου με την επιγραφή «εν τούτω νίκα», η οποία απεικόνιζε σταυρό με το ΧΡ (τα αρχικά του Χριστού) και από τότε έως και σήμερα ο σταυρός αποτελεί το κύριο στοιχείο που υπάρχει στην ελληνική σημαία και δεν βγήκε ποτέ απ’ αυτήν. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως ο Πελοποννήσιος Κροκόδειλος Κλαδάς υψώνει το 1464 στην Μάνη πορφυρή σημαία με τον δικέφαλο αετό εις ανάμνησιν της παλαιάς αυτοκρατορίας. Είναι το σύμβολο που έκλεψε η Αλβανία και το τοποθέτησε στη σημαία της.

Επίσης, πολλοί κληρικοί στην Επανάσταση είναι επικεφαλής των εξεγέρσεων και χρησιμοποιούν ως σημαίες τα λάβαρα των εκκλησιών με παραστάσεις του Χριστού και των Αγίων. Από τα λάβαρα των εκκλησιών οι οπλαρχηγοί, όπως οι Μαυρομιχαλαίοι, ο καπετάν Τζιουβάρας και ο καπετάν Ζαχαριάς, παίρνουν τα πρόσωπα των αγίων και τα αρχικά του Χριστού και της Παναγίας και φτιάχνουν σημαίες με δύο ή τρία χρώματα όπου πάντα το βασικό χρώμα είναι το λευκό.

Ο Ρήγας Φερραίος σχεδιάζει τρίχρωμη σημαία που επάνω έχει τρεις σταυρούς και το ρόπαλο του μυθικού Ηρακλή.

Τον Οκτώβριο του 1820 ο Μάρκος Μπότσαρης ύψωσε στους βράχους του Σουλίου ολόλευκη σημαία με την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και το σταυρό πλαισιωμένο με δάφνη και τις λέξεις γύρω γύρω ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ- ΘΡΗΣΚΕΙΑ- ΠΑΤΡΙΣ.

Το Φεβρουάριο του 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στο Ιάσιο της Ρουμανίας υψώνει τρίχρωμη λευκή, κόκκινη και μαύρη η οποία φέρει επάνω τους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη και στην άλλη πλευρά τον φοίνικα με τις λέξεις «εκ της κόνεώς μου αναγεννώμαι».Ξεχωριστή θέση στα χρόνια της Επαναστάσεως έχει το γνωστό λάβαρο της Επαναστάσεως που ύψωσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στην Αγία Λαύρα στα Καλάβρυτα, το οποίο φιλοτεχνήθηκε στη Σμύρνη στα τέλη  του 16ου αιώνα και δωρήθηκε στη Μονή από ηγεμόνα της Μολδαβίας το 1735 και φέρει επάνω ως παράσταση την Κοίμηση της Θεοτόκου.

Για πρώτη φορά η σημαία μας με την σημερινή της μορφή, δηλαδή λευκό σταυρό σε γαλάζιο φόντο, καθιερώθηκε στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822. Η Β΄ και η Γ΄ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος και στην Τροιζήνα αντίστοιχα καθορίζουν δύο σημαίες, ξηράς και θάλασσας. Από τότε μέχρι και το 1974 η ελληνική σημαία γνωρίζει διάφορες παραλλαγές για λίγο χρονικό διάστημα, όπως π.χ. ο Καποδίστριας τοποθετεί τον φοίνικα στο μέσο του σταυρού· ο Όθωνας τοποθετεί βασιλικό θυρεό και τις 9 λωρίδες που έχει η σημαία μας· ο Γεώργιος ο Α΄ τοποθετεί το στέμμα.

Ο Γεώργιος ο Α΄ και ο Γεώργιος ο Β΄ θεσπίζουν σημαίες των όπλων του στρατού και τοποθετούν επάνω τους προστάτες Αγίους. Στη συνέχεια αρκετά διατάγματα και νόμοι από το Φεβρουάριο του 1930 μέχρι και τον τελευταίο νόμο 851/1978, η σημαία καθορίζεται και σταθεροποιείται στη μορφή που έχει σήμερα. Στις πρώτες σημαίες της πατρίδος μας δέσποζαν τρία χρώματα, με κυριότερα το λευκό, το μαύρο και το κόκκινο. Οι συμβολισμοί που δόθηκαν από τους ίδιους τους αγωνιστές είναι ξεκάθαροι.

Ο Ρήγας Φερραίος εξήγησε πρώτος πως το λευκό συμβολίζει την ελευθερία, κόκκινο το αίμα και το μαύρο τον θάνατο. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης εξηγεί πως το κόκκινο σημαίνει την αυτοκρατορική πορφύρα του ελληνικού έθνους και το αυτεξούσιο του ελληνικού λαού, το λευκό σημαίνει την αθωότητα της δίκαιας αφορμής κατά της τυρρανίας και το μαύρο σημαίνει τον θάνατο υπέρ πατρίδας και ελευθερίας. Τελικά όμως επικράτησε το λευκό και το γαλάζιο με δύο εκδοχές για τον συμβολισμό τους.

Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή το λευκό συμβολίζει τα χιονισμένα βουνά (ηπειρωτική Ελλάδα) και τα αφρισμένα κύματα (νησιωτική Ελλάδα), ενώ το γαλάζιο συμβολίζει το ελληνικό ουρανό και την θάλασσα. Με την δεύτερη εκδοχή το λευκό συμβολίζει την ελληνική φουστανέλα των αγωνιστών της ηπειρωτικής Ελλάδας ενώ το γαλάζιο την βράκα των νησιωτών αγωνιστών. Σήμερα η ελληνική Σημαία έχει πέντε λωρίδες μπλε και τέσσερις λευκές, και στην κορυφή έχει το σταυρό.

Οι μπλε αντιστοιχούν με τις συλλαβές Ε-ΛΕΥ-ΘΕ-ΡΙ-Α, και οι λευκές με τις συλλαβές Η-ΘΑ-ΝΑ-ΤΟΣ. Ο σταυρός συμβολίζει το «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ» του Μεγάλου Κωνσταντίνου, αλλά κυρίως τον συμβολισμό που δίνει στο σύμβολο του σταυρού η ορθόδοξη θεολογία πως είναι το σύμβολο με το οποίο κερδίσαμε την ελευθερία και την σωτηρία μας. Η ερμηνεία αυτή δεν είναι αυθαίρετη αλλά στηρίζεται στα λόγια του μεγάλου αγωνιστή Θ. Κολοκοτρώνη που είπε: «Μια φορά βαπτίστηκα με το λάδι για να ελευθερωθώ από τις αμαρτίες μου και μια φορά θέλω να βαπτιστώ με αίμα για να ελευθερώσω την πατρίδα μου». Η επίσημη κρατική Σημαία έχει γύρω γύρω κρόσσια, που συμβολίζουν τις ψυχές των πεσόντων υπέρ της πατρίδος.

Αυτούς τους πεσόντες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ετοιμαζόμαστε να τιμήσουμε και φέτος με λειτουργίες, δοξολογίες, επιμνημόσυνες δεήσεις, με παρελάσεις, τις οποίες η πολιτεία καθορίζει αλλά στις οποίες δυστυχώς εμείς, οι απόγονοι αυτών των αγωνιστών, δεν μετέχουμε. Η βαριά ιστορία της Πατρίδος μας και των προγόνων μας γονάτισε εμάς τους νεοέλληνες και δεν μπορούμε να την ακολουθήσουμε.

Δυστυχώς το μόνο σύμβολο για εμάς είναι το ευρώ και το δολάριο, έστω αν αυτό μας οδήγησε στην έλλειψή του.Δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε, ίσως επειδή δεν γνωρίζουμε τις μεγάλες ηρωικές μορφές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου όπως:

1.Ο Κώστας Κουκίδης που στις 27 Απριλίου του 1941 ήταν φρουρός-εύζωνας στην Ακρόπολη και όταν οι ναζιστές Γερμανοί τον διέταξαν να κατεβάσει την ελληνική σημαία για να ανεβάσουν τον αγκυλωτό σταυρό, αυτός τυλίχθηκε με την ελληνική σημαία και έπεσε από τον «ιερό» βράχο επειδή δεν άντεξε την ταπείνωση του εθνικού του συμβόλου και της Πατρίδος του.

2.Τα δυο ηρωικά ελληνόπουλα Μανώλης Γλέζος και Απόστολος Σάντας, οι οποίοι κατέβασαν την ναζιστική σημαία στις 31 Μαΐου του 1941 και ανέβασαν την γαλανόλευκη στην Ακρόπολη.

3.Ο ξεχασμένος, από τους ιστορικούς, Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής, που αυτοκτόνησε στις 18 Απριλίου 1941, για να μην υπογράψει αυτός το πρωτόκολλο παράδοσης της Ελλάδος στους Γερμανούς.

4.Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρύσανθος Φιλιππίδης που είχε ξεσηκώσει τον ελληνικό λαό τον Οκτώβριο του 1940 καλώντας τον να προτιμήσει το θάνατο από τη σκλαβιά, και το 1941 καλώντας τον σε πόλεμο υπέρ βωμών και εστιών. Ο μακαριστός Χρύσανθος αρνήθηκε να παραστεί στην παράδοση της Αθήνας στους κατακτητές λέγοντας ότι: «Καθήκον του Αρχιεπισκόπου είναι η απελευθέρωση της πόλης και όχι η παράδοσή της». Μετά από λίγες ημέρες, αρνήθηκε να ορκίσει και την προδοτική κυβέρνηση Τσολάκογλου, λέγοντας στον Γερμανό Φρούραρχο φον Στούμε ότι:«Δουλειά μου είναι να ορκίζω κυβερνήσεις που εκλέγει ο λαός και όχι ο κατακτητής».

Τα παραδείγματα αυτά οι Έλληνες αν και τα γνωρίζουμε, πλέον ούτε μας ενδιαφέρουν, ούτε έχουμε διάθεση να τα μιμηθούμε, επειδή απέχουμε από τους ήρωες προγόνους μας. Ευτυχώς όμως που υπάρχουν και οι εξαιρέσεις όπως αυτή του νεαρού Έλληνα - Κυπρίου Σολωμού Σολωμού που στις 22 Αυγούστου του 1996 προσπάθησε να κατεβάσει την εχθρική σημαία που προκλητικά υψώνεται σε κυπριακά εδάφη, γιατί απλά δεν άντεχε να την βλέπει να κυματίζει μέσα στην πατρίδα του.

Αντιθέτως εμείς προετοιμαζόμαστε αυτές τις μέρες να κάνουμε πορείες, να διακόπτουμε παρελάσεις, να θεωρούμε τις μέρες αυτές ως ημέρες αργίας και να μην πλημμυρίζουν με κόσμο οι ναοί για την δοξολογία, τα ηρώα για την κατάθεση στεφάνων και η κεντρική λεωφόρος για την παρέλαση, αλλά να γεμίζουν με κόσμο οι καφετέριες και οι ταβέρνες. Και κάτι πολύ χειρότερο:

Εάν δεν μπορούμε να τιμήσουμε την σημαία με τον τρόπο που ζούμε και αν δεν μπορούμε να έχουμε ως πρότυπα τους αγωνιστές που θυσιάστηκαν για τη σημαία και την Πατρίδα και τα εθνικά δίκαια, τουλάχιστον να μην ανεχόμαστε να την καίνε έξω από οποιοδήποτε Πολυτεχνείο και από οποιαδήποτε πρεσβεία. Κι αν δεν μπορούμε να νιώσουμε ρίγος συγκινήσεως από τον κυματισμό της, τουλάχιστον ας την τοποθετήσουμε, έστω τυπικά, στα μπαλκόνια των σπιτιών μας.

Η Πατρίδα από μας δεν ζητά τίποτα, αλλά δεν μπορούμε να ξεχάσουμε και τα λόγια του πολύπαθου στρατηγού μας Μακρυγιάννη: «Για την πατρίδα μου έκανα ότι μπορούσα. Είχα δυο ποδάρια τσακίστηκε το έναν, είχα δυο χέρια, έχω έναν· την κοιλιά μου τρύπια, το κεφάλι με δυο τρύπες.

Το λοιπόν αν θέλωμεν το λίγον να γένη μεγάλον, πρέπει να λατρεύωμεν Θεόν, να αγαπάμε Πατρίδα· να ‘χωμεν αρετή, τα παιδιά μας να τα μαθαίνωμεν γράμματα κι ηθική. Αυτό μου κόβει το κεφάλι μου και το λέω».

 


 


Η ΑΓΙΑ ΚΑΡΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΟΥΧΟΥ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΚΥΠΡΟΥ

 

Αύριο 29 κτωβρίου 2013, θά μεταφερθ πό τήν Πάτρα στήν Κύπρο, Κάρα το γίου ποστόλου νδρέα, πρός ελογία καί νίσχυση το μαρτυρικο Κυπριακο λληνικο Λαο.

γία Κάρα μεταφέρεται στήν μεγαλόνησο κατόπιν ατήματος τς κε κκλησίας καί γκρίσεως τς ερς Συνόδου τς κκλησίας τς λλάδος. τσι λοιπόν αύριο  στίς 12 τό μεσημέρι θά τελεσθ στόν ερό Ναό το γίου νδρέου Παράκληση καί ν συνεχεί θά ναχωρήσ γία Κάρα γιά τόν ερολιμένα ράξου π’ που θά μεταφερθ στήν Λευκωσία μέ εδική πτήση μέ στρατιωτικό εροσκάφος.

Τό ερό Λείψανο το Πρωτοκλήτου θά συνοδεύσ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρν κ.κ. Χρυσόστομος καί Κληρικοί τς ερς Μητροπόλεως μας. Η Εκκλησία της Κύπρου, αρχιερείς, κλήρος και πιστοί ετοιμάζονται να υποδεχθούν με ευλάβεια και κατάνυξη την τιμία κάρα (δηλ. την ιερά κεφαλή) του αποστόλου Ανδρέα, η οποία θα μεταφερθεί στη Λευκωσία από την Ιερά Μητρόπολη Πατρών.

Η τίμια κάρα αναμένεται στην Κύπρο, αύριο  που θα μεταφερθεί με αεροσκάφος της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας και θα παραμείνει μέχρι τις 5 Νοεμβρίου. Θα εκτίθεται για προσκύνημα στον ναό Της Του Θεού Σοφίας στη Λευκωσία, όπου, εκτός από το αεροδρόμιο Λάρνακας, θα γίνει επίσημη υποδοχή παρουσία του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκου Αναστασιάδη. Στον ίδιο ναό την Κυριακή, 3 Νοεμβρίου, θα τελεστεί πολυαρχιερατική θεία λειτουργία προεξάρχοντος του αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου Β’.

Ο αρχιεπίσκοπος κ. Χρυσόστομος, μιλώντας σε συνέντευξη Τύπου, δήλωσε ότι στόχος της έλευσης της τιμίας κάρας του αποστόλου Ανδρέα «είναι να τονωθεί το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού», αλλά επίσης ότι θα συμβάλει στην οικονομική ενίσχυση για την αναστήλωση της Μονής του Αποστόλου Ανδρέα, στην κατεχόμενη Καρπασία, αφού για την πρώτη φάση θα χρειαστούν 2,5 εκατ. ευρώ, για τα οποία η αρχιεπισκοπή έχει προβεί σε δανεισμό.

Στη συνέντευξη ήταν παρών και ο χωρεπίσκοπος Καρπασίας, Χριστοφόρος, ο οποίος έχει την ευθύνη από την πλευρά της Εκκλησίας Κύπρου για την αναστήλωση της Μονής στα κατεχόμενα. Είναι η τρίτη φορά που η Κύπρος θα υποδεχθεί την τίμια κάρα του Αποστόλου Ανδρέα: η πρώτη ήταν το 1967 και η δεύτερη φορά το 1987. Η αγάπη του λαού της Κύπρου είναι μεγάλη στο πρόσωπο του αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου.

Αυτό αποδεικνύεται, τόσο από το μεγάλο παγκύπριο προσκύνημα στην Καρπασία και τους πολλούς ναούς σε όλο το νησί όσο και από το ότι πολλοί κάτοικοι φέρουν το όνομα του αποστόλου Ανδρέα.