1/Ο εν λόγω πρώην Μητροπολίτης και νυν Μοναχός Παντελεήμων Μπεζενίτης
καθηρέθη κατ’ εφαρμογήν της ισχυούσης και υποχρεωτικώς υπό της Εκκλησίας
εφαρμοσθείσης, διατάξεως του άρθρου 160 του ν. 5383/1932.
2/Η καθαίρεσις επήλθεν υποχρεωτικώς διά υποθέσεων
αποφάσεως της Εκκλησίας κατ' εφαρμογήν της υπ' αριθμ. 1771/2008 καταδικαστικής
εις κακουργηματικήν ποινήν καθείρξεως, αποφάσεως του 5μελούς Εφετείου Κακουργημάτων
Αθηνών, επικυρωθείσης από την υπ' αριθμ. 778/2009 απόφασιν του αρμοδίου
Ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου.
3/Οκαταδικασθείς Παντελεήμων
(Αντώνιος) Μπεζενίτης κατεδικάσθη σε κάθειρξη έξι (6) ετών, η οποία συνεπιφέρει
και αντίστοιχον στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, απεφυλακίσθη δε μετά
διετίαν, περίπου διότι, προφανώς, διεκόπη, για κάποιον λόγον που επεκαλέσθη
ούτος η έκτισις της ποινής, η οποία εποπτεύεται σε όλες τις φάσεις της από αρμόδιο Εισαγγελέα
Εφετών.
Η Δ.Ι.Σ. ερεύνησε ποια είναι η νομική κατάστασις της
επιβληθείσης και μερικώς εκτιθείσης ποινής. Και τούτο διότι κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μία επιβληθείσα
ποινή διά κακούργημα παύει να έχει τις συνέπειές της διά ωρισμένους,
συγκεκριμένους εν τω νόμω λόγους, μεταξύ των οποίων δεν είναι η διακοπή. Άλλως
αι συνέπειαί της είναι ισόβιοι.
4/Είναι παντελώς αστήρικτον νομικώς το λεγόμενον σε μία
«γνωμοδότηση Εισήγηση», ότι δύναται να
θεωρηθεί ότι επιτρέπεται εις την Ιεράν Σύνοδον της Ιεραρχίας να αγνοήσει,
ακυρώσει και μη εφαρμόσει τις άνω αποφάσεις του 5μελούς Εφετείου Κακουργημάτων
και του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου ή, ακόμη χειρότερον, τις καταργήσει
εκ των υστέρων, διότι, κατά την επικαλουμένην αστόχως διάταξιν του άρθρου 4
εδαφ. I του ν. 550/77, η Ι.Σ.Ι.«εκδικάζει
αιτήσεις αναθεωρήσεως κατά τελεσιδίκων αποφάσεων εκδοθεισών εναντίον
πρεσβυτέρων, Διακόνων ή Μοναχών, κατά τα ειδικότερον υπό του νόμου περί εκκλησιαστικών
Δικαστηρίων ορισθησόμενα».
Ό ισχυρισμός ήταν απαράδεκτος
αφ' ενός διότι μετά το 1977 «ουδέν ορισθησόμενον ωρίσθη»
και ουδείς νόμος εξεδόθη, ο οποίος να ισχύει περί του αντικειμένου τούτου και αφ' ετέρου, διότι η
διάταξις ομιλεί μόνον περί Πρεσβυτέρων, Μοναχών και Διακόνων, και όχι περί
Επισκόπων Μητροπολιτών. Πώς, λοιπόν, γίνεται επίκλησις ταύτης;
5/Του άρθρου 44 παρ. 2 του
Κ.Χ.Ε.Ε. η επίκλησης προσβάλλει βαρύτερον ακόμη την κοινή και την νομικήν
λογικήν. Έφεσις (έκκλητον) ενώπιον του
Πατριάρχου επιτρέπεται κατ' αποφάσεως Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου και όχι κατ'
αποφάσεως 5μελούς Εφετείου Κακουργημάτων και Ποινικού Τμήματος του Αρείου
Πάγου.
Το νομικόν τούτο σκευώρημα, ότι
δηλαδή η απόφασις του Πατριάρχου θα ηδύνατο, εντός της ευνομουμένης Ελληνικής
Πολιτείας, να άρει τας συνεπείας αποφάσεων Κακουργιοδικείου και Αρείου Πάγου,
είναι ανήκουστον.
6/Εντελώς άστοχος είναι και η αναφορά
εις τα Βασιλικά. Πράγματι έτσι, «περί εκκλήτου» αρχίζει το 9ον βιβλίον των
Βασιλικών (I. Ζέπου, σελ. 534), όπως παρατίθεται στο σχετικό κείμενο.
Φαντασθείτε την έκτασιν και έντασιν της παρανομίας
μίας κρίσεως της Ι.Σ.Ι., η οποία, προκειμένου να εφαρμόσει την αόριστον,
νεφελώδη και άλλα εντελώς λέγουσαν ως άνω διάταξιν, θα αποφαίνεται, ως τετάρτου
βαθμού Δικαστήριον, ότι το 5μελές Εφετείον και ο Άρειος Πάγος υπήρξαν άδικοι
εις την κρίσιν τους και άπειροι εις το να εκδικάσουν κακούργημα υπεξαιρέσεως,
πράγμα, που θα δύναται να πράξει δικαίως και εν εμπειρία ένας παντελώς αδαής
περί το αντικείμενον επίσκοπος.
Η παραπάνω διάταξις αναφέρεται
στο δικαίωμα του διαδίκου να ασκήσει έφεσιν κατά της πρωτοδίκου δικαστικής
αποφάσεως, και κατά την σύγχρονον, και όχι μόνον την βυζαντινήν (διατί άραγε
αυτή η αναφορά;) ορολογίαν.
Εδώ και έφεσις ησκήθη κατά της υπ' αριθμ.
2104/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων και Αναίρεσις κατά της υπ' αριθμ. 1771/2008 αποφάσεως του
εις δεύτερον βαθμόν δικάσαντος 5μελούς Εφετείου Κακουργημάτων.
Άλλωστε, χαρακτηριστικώς σχολιάζει την σχετικήν φράσιν
ο εκδότης των Βασιλικών, σελ. 534, σημ. 2 «Αι των πρώτων δικαστών αποφάσεις
δεν αποτελούσι κατά γενικόν κανόνα αλήθειαν αψευδή και ασάλευτον, αλλά
τουναντίον ο νομίζων εαυτόν ηδικημένον διάδικος δύναται να προσβάλη αυτάς
επικαλούμενος την εκ νέου της υποθέσεως εξέτασιν.
Έφεσις είναι το ένδικον μέσον δι' ου φέρεται
εις δικαστήριον ανώτερον η εκ νέου ανάκρισις και διάγνωσις διαφοράς
εκδικασθείσης ήδη υπό δικαστού υποδεεστέρου.
Ή έφεσις ανοίγει δεύτερον
δικαιοδοσίας βαθμόν». Πότε η έφεσις οδηγεί εις δικαστήριον τετάρτου βαθμού, δεν έχει απαντηθεί
ακόμη. Προσφέρει κακίστην υπηρεσίαν
στην Εκκλησίαν μας, όποιος τοιαύτα εισηγείται προς τα όργανα αυτής.
7/Με τον θεσμόν της Οικονομίας θα
ηδύναντο, ενδεχομένως και υπό όρους, ν' αρθούν αι συνέπειαι αποφάσεως
Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου, απαγγείλαντος καθαίρεσιν μετά δίκην και διάγνωσιν της
υποθέσεως, πράγμα που εδώ δεν συνέβη. Αι συνέπειαι της επιβληθείσης ποινής υπό
του Εφετείου Κακουργημάτων είναι νομικώς αδιανόητον ότι ημπορούν ν' αρθούν δι'
εκκλησιαστικής οικονομίας. Δύνανται να αρθούν μόνον:
α) Δια παραγραφής της επιβληθείσης ποινής μετά πάροδον 20ετίας (άρθ. 114 Π.Κ.),
β)Δι' απονομής χάριτος από τον Πρόεδρον της Δημοκρατίας
μετ' απόφασιν του Συμβουλίου Χαρίτων κατά την διαδικασίαν του Κώδικος Ποινικής
Δικονομίας,
γ)Δι' αμνηστίας. Άλλος τρόπος άρσεως
των συνεπειών καταδικαστικής, διά κακούργημα, μάλιστα, αποφάσεως, δεν νοείται.
Η Οικονομία εδώ, και
συνεπώς και η Εκκλησία, δεν έχει καμμίαν θέσιν. Ποινή καθείρξεως, η οποία δεν
εχαρίσθη, δεν ημνηστεύθη και δεν παρεγράφη αναδίδει διαρκώς και διά βίου όλας
τας συνεπείας της.
Περιττόν να υπενθυμίσουμε εδώ ότι ο
τα εναντία αποφασίζων και πράττων διαπράττει το αξιόποινον αδίκημα, πλην άλλων
ειδικοτέρων, της παραβάσεως καθήκοντος, της οποίας θα επιληφθεί πάραυτα ο
κατασταθείς διά την περίπτωσιν αυτήν καθ' ύλην αρμόδιος Εισαγγελεύς των Εφετών
κατ' άρθρον 160 ν. 5383/1532, και το αντίστοιχόν του Κ.Π.Δ, ο οποίος δεν θα
οκνήση να διώξη και τους τυχόν ηθικούς
αυτουργούς.