19 Ιανουαρίου, 2013

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ Ι.Μ.ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ

Δημοσιεύθηκε επροχθές 17/1/2013 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το Προεδρικό Διάταγμα για τη «Διάλυση της «Ιεράς Ανδρώας Κοινοβιακής Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σκάλας Ναυπάκτου» της «Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου» και η συγχώνευσή της με την «Ιερά Μονή Αμπελακιωτίσσης της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου» και κατάστασή της ως Μετοχίου αυτής».

Σημείωση του Ιστολογίου:

Επειδή πολλά λέγονται και γράφονται τελευταία σε Ιστοσελίδες και blog, σχετικά με το επιτίμιο της Ακοινωνησίας του Ηγουμένου και των Μοναχών πότε επεβλήθη τους γνωστοποιούμε ότι επεβλήθη με την υπ’ Αριθ. Απόφαση 3022/28/8/2002 της Ιεράς Συνόδου και λόγω μη συμμορφώσεως του Ηγουμενουσυμβουλίου εις τον τοπικό Επίσκοπο την διατήρησαν και πάλι σε ισχύ με την υπ’ Αριθ. 4736/11/12/2007. Αυτή βέβαια η ιστορία ταλανίζει την τοπική Εκκλησία περίπου 30 χρόνια. Δική μας άποψη πάντως είναι ότι θα πρέπει η Μονή να σεβαστεί τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου. Ο δε τοπικός Επίσκοπος να δείξει περισσότερη πατρική αγάπη στους αδελφούς της Μονής, έτσι να λάβει αίσιο τέλος αυτή η ιστορία που ταλαιπωρεί χρόνια την Μονή και την τοπική Εκκλησία της Ναυπάκτου.





 


ΓΙΑΤΙ ΑΠΟΚΑΛΕΙΤΑΙ «ΝΕΑΣ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΗΣ» Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΠΡΟΥ;

Η ζωντανή Κύπρος,- αυτή για την οποία οι Κύπριοι πηγαίνουν στον θάνατο, είναι ένας χώρος, μία ιστορία και μία εκκλησία. Το επεισόδιο με το οποίο επέλεξα ν’ ασχοληθώ απόψε – η μεταφορά του αρχιεπισκόπου Κύπρου και του λαού του στον Ελλήσποντο από τον Ιουστινιανό Β’ το 691  απειλεί να θέσει τέρμα στην ύπαρξη της Εκκλησίας Κύπρου, διαγράφοντας την γεωγραφία της και αλλάζοντας την αρχαία κοίτη του ρού της ιστορίας της. «Έξαλλη πτυχή της Ιστορίας» το απεκάλεσε ο τελευταίος μελετητής των αραβικών πηγών της μεσοβυζαντινής περιόδου της κυπριακής ιστορίας, ενώ ο τελευταίος ερευνητής των ελληνικών πηγών το εχαρακτήρισε ως «μυστηριώδη υπόθεση».

Α΄

Το έσχατο ερώτημα συνιστούν ασφαλώς τα κίνητρα και οι προθέσεις του Ιουστινιανού Β’. Ποιοί ήσαν οι λόγοι του αυτοκράτορα και σε τι αποσκοπούσε μετοικίζοντας τους Κυπρίους, αφ’ ενός, στον Ελλήσποντο, μεταθέτοντας τα προνόμια του αρχιεπισκόπου Κύπρου από την εκκλησία Κωνστάντιας στην εκκλησία της Νέας Ιουστινιανουπόλεως, άφ’ ετέρου. Προκειμένου να εξευρεθεί η ορθή απόκριση στο ερώτημα αυτό, θα χρειαστεί να διαλευκανθούν πολλά ζητήματα, μερικά από τα οποία η ολοσχερής έλλειψη η αποσπασματικότητα των ιστορικών μαρτυριών καλύπτει – και πιθανόν για πάντα θα καλύπτει – με σκότος. Πότε ακριβώς έγινε ο εκτοπισμός των Κυπρίων και πότε η επιστροφή; Μετακινήθηκε ολόκληρος ο πληθυσμός ή μέρος μόνο, και ποιό; Ο αρχιεπίσκοπος έφυγε μόνος ή συνοδευόμενος από τους επισκόπους του; Έφυγε πράγματι εκούσια ή εξαναγκάστηκε από τον αυτοκράτορα να το πράξει; Επέστρεψε διότι το ήθελε ή αποπέμφθηκε από την Νέα Ιουστινιανούπολη; Ποιά επιτέλους ήταν και που ακριβώς βρισκόταν η μυστηριώδης αυτή Νέα Ιουστινιανούπολις; Η μετάθεση των δικαίων της Κωνστάντιας σε αυτή εσήμαινε ή όχι κατάργηση της Εκκλησίας Κύπρου; 

Η άγνοια απέδωσε τον εκπατρισμό των Κυπρίων στην κατάληψη δήθεν της Κύπρου από τους Άραβες, η έχθρα προς τη δυναστεία του Ηρακλείου την επέγραψε σε παράνοια του τελευταίου των Ηρακλείδων. Η πρώτη ερμηνεία είναι εκτός συζητήσεως σήμερα (γι’ αυτό και δεν θα επιμείνω σε αυτή), αφού όχι μόνο δεν μπορεί να στηριχτεί στις πηγές, αλλά έρχεται και σε πλήρη αντίθεση προς όλες τις πηγές, ελληνικές, αραβικές, συριακές. Τα περί φρενοβλαβείας του Ιουστινιανού Β’ ανάγονται στην εχθρική πηγή της εποχής των Ισαύρων, που είχαν κάθε συμφέρον να μελανώσουν την δυναστεία που διαδέχτηκαν. Από την πηγή εκείνη άντλησε η Χρονογραφία του Θεοφάνους, η οποία ό,τι έχει να πει για την μετοικεσία των Κυπρίων είναι το εξής: «Τούτω τω έτει» [το 6183 από κτίσεως κόσμου] την προς Αβιμέλεχ ειρήνην Ιουστινιανός εξ ανοίας έλυσεν και γαρ την Κυπρίων νήσον αλόγως μετοικίσαι εσπούδασε και το σταλέν χάραγμα παρά Αβιμέλεχ νεοφανές όν και μηδέποτε γεγονός ου προσεδέξατο πλήθος δε Κυπρίων περώντων κατεποντίσθη, και από αρρώστιας ώλοντο• και οι λοιποί εστράφησαν εις Κύπρον». Από τον Θεοφάνη μέσω Παύλου του Διακόνου η παράδοση επιβιώνει μέχρι τον αρχιμανδρίτη Κυπριανό. 

Θα μου επιτρέψετε – αφού μάλιστα η διάλεξη αυτή συμπίπτει με έκθεση παλαιών βιβλίων που αφορά άμεσα τον Κυπριανό – να διαβάσω ολόκληρη την δραματική αυτόχρημα παράγραφο που αφιερώνει στην εκτόπιση των Κυπρίων ο εθνικός ιστορικός της νήσου: «Αλλά τι: ιδού άλλη δυστυχεστάτη καταστροφή της Νήσου, όχι υπό των Αρράβων, και βαρβάρων, αλλ’ από της οιήσεως και φρενολήπτου, και ακατάστατου γνώμης του καλού βασιλέως προερχομένη. Ο Ιουστινιανός με πρόφασιν, πως ο Αβιμέλεχ δεν του έστειλε τα νομίσματα τυπωμένα με εικόνα της Κωνσταντινουπόλεως (τότε διότι άρχισαν οι Άγαρηνοί να υπερηφανεύωνται, και να τυπώνουσι μονέδα) εταράχθη, και λύει την ειρήνην μετά του Αβιμέλεχ, τω έκτω χρόνω της βασιλείας του. Προστάσσει ο λαός της Κύπρου να μετατόπιση, και να μετοικίση εις τους τόπους όπου εξουσίαζεν, ειδέ παραιτείται αυτήν εις τάς χείρας των Αγαρηνών αβοήθητον. Τί θέλεις να κάμουν οι δυστυχείς Κύπριοι; Τρέχουσιν εις τα πλοία με βίαν γυναίκες, άνδρες, παιδία, γέροντες εκ πάσης ηλικίας, και τάξεως, στριμώνονται,στενοχωρούνται εις αυτά, και από την βίαν άλλοι μεν ενταφιάζονται εις το πέλαγος, άλλοι δε εκ στενοχώριας αρρωστούσι, και πολλοί αποθνήσκουσι, και άλλοι της ζωής το γλυκύ προκρίνοντες της βαρβάρων τυραννίας, επιστρέφουσιν ημίθνητοι εις την ελεεινήν Πατρίδα, μόλις, λέγω, το πολυστημόριον κατήντησεν εις το στενόν της Καλλιουπόλεως, ένθα και εκατοίκισεν έως της Κυζίκου». Ο σύγχρονος ιστορικός δεν συμφωνεί βεβαίως. Αρχίζοντας την εξιστόρηση της βασιλείας του Ιουστινιανού Β’ (685-95, 705-11) ο Γεώργιος Οστρογκόρσκη γράφει: «Όπως ο πατέρας του το ίδιο και αυτός ήταν μόλις δεκαέξη χρονών, όταν ανέλαβε την εξουσία. Δεν τον διέκρινε η οξεία σύνεση και ισορροπημένη κρίση, που χαρακτηρίζουν τον αληθινό πολιτικό άνδρα. Ήταν μάλλον εμπαθής, φύση αυθόρμητη, που έμοιαζε περισσότερο με τον αμφιταλαντευόμενο χαρακτήρα του παππού του. Είχε το αυταρχικό πνεύμα που χαρακτήριζε όλους τους εκπροσώπους της δυναστείας του Ηρακλείου, το οποίο εκδηλώθηκε, όπως και στην περίπτωση του Κώνστα Β’, με καταπιεστικό δεσποτισμό, χωρίς αναστολές και ανοχή. Το ίδιο το όνομά του δημιουργούσε πολλές υποχρεώσεις αλλά και μεγάλους πειρασμούς. Με πρότυπο τον Ιουστινιανό Α’, ποτισμένος με το αίσθημα του μεγαλείου της αυτοκρατορικής εξουσίας του, ο νεαρός αυτός ανώριμος και ασταθής κυβερνήτης παρασυρόταν συχνά από άκρατη φιλοδοξία και μανία για δόξα. Ο αχαλίνωτος δεσποτισμός και η άκρατη εριστικότητά του τον παρέσυραν συχνά σε πράξεις που κηλίδωσαν το όνομά του στα μάτια των συγχρόνων και μεταγενεστέρων και εμπόδισαν ακόμη και τους νεώτερους ιστορικούς να εκτιμήσουν σωστά το έργο του. Ωστόσο ο Ιουστινιανός Β’ ως γνήσιος εκπρόσωπος της δυναστείας του Ηρακλείου, ήταν προικισμένος με σαφή αντίληψη των αναγκών του κράτους». 

Και ο ιστορικός του Ζ’ βυζαντινού αιώνα Α. Ν. Στράτος, χωρίς ν’ αποκρύβει τη βιαιότητα και ωμότητα του Ιουστινιανού Β’ (που την αποδίδει στην κληρονομική αρά των Ηρακλείδων από την επιληπτική πρώτη σύζυγο του Λίβυος Φαβία Ευδοκία), τον αποκαλεί γενναίο, τολμηρότατο, δραστήριο, θεοσεβή, με πολλά χαρίσματα και μεγάλα προσόντα, για να συμπεράνει: «Ένας εξαιρετικά προικισμένος άνθρωπος, αλλά από τον οποίον έλειπε εντελώς το μέτρον». Είχα άλλοτε αναλύσει αλλού τους γεωπολιτικούς λόγους που το 689 επέβαλαν στον αυτοκράτορα αυτόν την ουδετεροποίηση και συνεπικαρπία της Κύπρου με το χαλιφάτο, μέσα στα γενικά πλαίσια της συνθήκης μεταξύ του και του Α’μπντ αλ-Μάλεκ. 

Εδώ θα προσθέσω ότι πεποίθησή μου είναι πως ο Ιουστινιανός Β’, παρά την αποφασιστική νίκη του μεγάλου πατέρα του Κωνσταντίνου Δ’ του Πωγωνάτου κατά των αραβικών ορδών του Μ’αουΐα το 678 (και η οποία, μαζί με τις νίκες των Λέοντος Γ’ το 718 και Καρόλου Μαρτέλου το 732, έσωσε την Ευρώπη από τον μουσουλμανικό κατακλυσμό), και ένεκα ακριβώς του θανάσιμου κινδύνου που διέτρεξε για τέσσερα χρόνια πριν την νίκη η ιδία η Κωνσταντινούπολη, πρώτη προτεραιότητα της πρώτης βασιλείας του είχε θέσει την διαπαντός απομάκρυνση του ενδεχομένου νέας πολιορκίας της πρωτεύουσας. Για την επίτευξη του στόχου αυτού απαραίτητες προϋποθέσεις ήσαν:

(α) η μετατόπιση του δυτικού συνόρου πέραν της Θράκης, όπου το είχαν ωθήσει οι Σλάβοι,

(β) η θωράκιση των Στενών,

(γ) η εποίκηση των περιχώρων της πρωτεύουσας (Ελλησπόντου, Βιθυνίας, Θράκης) με στρατιωτικό πληθυσμό. Η στρατηγική της αυτοκρατορίας όφειλε σε αυτό τον σκοπό να επικεντρωθεί και έναντι αυτού όφειλαν να υποχωρήσουν όλα τα συμφέροντα στην περιφέρεια, αφού ο εχθρός, καθώς απέδειξε η τρομερή βασιλεία του Μ’αουΐα και η άλωση των νήσων (αρχίζοντας από την Κύπρο το 649), την Κωνσταντινούπολη είχε ως τελικό στόχο. Η διάσωση της βασιλεύουσας εσήμαινε για τον Ιουστινιανό Β’, διάδοχο του Κωνσταντίνου Πωγωνάτου, διάσωση της αυτοκρατορίας και εχέγγυο της εν καιρώ ανακτήσεως των εδαφών της. 

Η εκστρατεία του 687/8, η διάνοιξη της Εγνατίας και η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης έθεσε σε επαναλειτουργία τον δυτικό πνεύμονα της Πόλης. Η δημιουργία του θέματος της Ελλάδος εσήμαινε για τον νικηφόρο Ιουστινιανό Β’ την επίτευξη του πρώτου στόχου του προς τον τελικό σκοπό, ενώ, ταυτόχρονα, ο δαμασμός των Σλάβων του παρείχε το απαραίτητο ανθρώπινο υλικό για τον εποικισμό των περιχώρων της πρωτεύουσας.  Η θεραπεία της δημογραφικής αποψίλωσης των επαρχιών γύρω από την βασιλίδα και η θαλάσσια θωράκιση της Προποντίδας αποτελούσαν ένα δίπτυχο. Εσωτερική και εξωτερική άμυνα αποδείχθηκαν απολύτως αλληλένδετες στην περίπτωση των νησιών και των παραλίων ηπειρωτικών ζωνών, όπου η απουσία πεζικού αχρήστευε τις επιχειρήσεις του στόλου και, αντίστροφα, η απουσία στόλου αχρήστευε τον στρατό και την οχύρωση της ξηράς. Ο εχθρός ερχόταν από τον νότο, επρώτευε λοιπόν η άμυνα του νοτίου στενού και της νοτίας ακτής της Προποντίδας. Το 684 οι Άραβες επέτυχαν να διαπεράσουν το στενό της Αβύδου, δείχνοντας ότι, για όποιον κατόρθωνε να νικήσει τη μοίρα του στόλου που το εφύλαγε, το εγχείρημα ήταν δυνατό.

Η Κύζικος, το τελευταίο μεγάλο λιμάνι πριν την βασιλεύουσα, αποδείχθηκε παράδοξα ο επόμενος μεγαλύτερος κίνδυνος. Οι Άραβες την κατέστρεψαν και, για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, μπόρεσαν να διαχειμάζουν ήσυχα στο λιμάνι της, εκστρατεύοντας κάθε άνοιξη κατά της Κωνσταντινουπόλεως, που απείχε τώρα μόλις πενήντα τόσα ναυτικά μίλια από την βάση τους. Η απειλή επανάληψης του μοιραίου αυτού κινδύνου έπρεπε να εξαλειφθεί. Άν παρ’ ελπίδα κατόρθωνε ξανά κάποιος να διαβεί το στενό της Αβύδου, θα έπρεπε να είναι δυνατό ν’ ανακόπτεται από κάποια άλλη βάση, προτού θέσει υπό τον έλεγχό του τον κόλπο της Κυζίκου. 

Η ιδία η Κύζικος απεδείχθη από τα πράγματα ανίκανη να εκπληρώσει το λειτούργημα αυτό, διότι μετά τους σεισμούς του 543 ήταν, αμετάκλητα πιά, μια πόλη σε παρακμή, αλλά κυρίως διότι ευρίσκετο στο βάθος του Κυζικηνού κόλπου, στον ισθμό της ομώνυμης χερσονήσου. Ό,τι εχρειάζετο ήταν μία νέα πόλη, κάστρο και ναύσταθμος μαζί, στα βορειοδυτικά της χερσονήσου, ώστε να ελέγχει και τον κόλπο, και την διάβαση από την μικρασιατική ακτή στην ευρωπαϊκή, και κυρίως την θαλάσσια οδό από τα Δαρδανέλλια στην Κωνσταντινούπολη. Εδώ εισέρχεται στην σκηνή η Κύπρος.

Β΄

Όλα τα πιο πάνω φαίνονται κοινή λογική, δεν είχαν όμως μέχρι τώρα γίνει αντιληπτά από κανένα, και ούτε εγώ θα τα επρόσεχα, αν, σχεδόν τυχαία, δεν ανακάλυπτα σ’ ένα χειρόγραφο της Ρώμης ποιά ήταν επιτέλους η Νέα Ιουστινιανούπολις, άγνωστη σε όλους τους ιστορικούς, βυζαντινούς και νεωτέρους, μέχρι σήμερα. Το ότι όλα εμφανίζονται τόσο λογικά και στην θέση τους, είναι για μένα απόδειξη της αλήθειας τους. Η πραγματικότητα είναι συνήθως απλή, γι’ αυτό και διαφεύγει την προσοχή. Εξετάζοντας πρόσφατα τον ύπ’ άριθ. F10 κώδικα της Βαλλικελλανής Βιβλιοθήκης της Ρώμης (άριθ. 79 στον Β’ τόμο του καταλόγου του Ε. Μαρτίνι) – ένα περγαμηνό χειρόγραφο του πρώτου μισού του Γ΄ αιώνα που παραδίδει την κανονική Συναγωγή εις ΙΔ’ τίτλους – εδιάβασα στο περιθώριο της σελίδας που περιέχει τον ΛΘ’ κανόνα της εν Τρούλλω Συνόδου, ο οποίος αναφέρει χωρίς άλλο προσδιορισμό την Νέα Ιουστινιανούπολη, το εξής σημαντικότατο πλέον σχόλιο: «Την νύν εν Κυζίκω Αρτάκην καλουμένην». 

Η οδός προς την ιστορική ερμηνεία διανοιγόταν, για μία ακόμη φορά, από την γεωγραφία. Καθυστερημένα στην περίπτωση αυτή, οφείλω να πώ, αφού, καθώς έπειτα βρήκα, το σχόλιο του βαλλικελλανού κώδικα είχε εκδοθεί, χωρίς κανένα υπομνηματισμό αλλά στην σειρά μέσα σ’ εκατοντάδες άλλα, από το 1905 ήδη στην Πετρούπολη, σε ένα δυσεύρετο τευχίδιο, το οποίο ο Β.Ν. Μπενεσέβιτς εκυκλοφόρησε ως ξεχωριστό συμπλήρωμα της εκδόσεως της παλαιοσλαβικής μεταφράσεως της Συναγωγής εις ΙΑ’ τίτλους, που είχε δώσει το ίδιο εκείνο έτος (σελ. 45, σχόλιο 392). Η βιβλιογραφία για την Αρτάκη (τουρκ. Έρντέκ) δεν είναι σχετικά, μεγάλη. Η πόλη είναι κτισμένη κατωφερικώς σε μία τριγωνική προσεκβολή που εισχωρεί στην θάλασσα προς την νοτιοανατολική παραλία της Αρκτονήσου, στην προποντιακή ακτή του Ελλησπόντου, δέκα περίπου χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Κυζίκου, της οποίας υπήρξε κατά σειρά αδελφή αρχαία μιλησιακή αποικία, προάστειο και διάδοχος. 

Το νησάκι της Κεράς, αμέσως μπροστά από την πόλη και σε απόσταση διακόσιων περίπου μέτρων, υψώνεται σαν φυσικό τείχος κατά των δυτικών ανέμων μπροστά στο βαθύ λιμάνι, που ούτε οι βορειοανατολικοί άνεμοι μπορούν να φθάσουν ένεκα της ορεινής χερσονήσου του Αγίου Συμεώνος νοτιονατολικά, αλλά και ένεκα του χαμηλού ύψους του προς την θάλασσα μέρους της πόλης. Την πόλη αυτή ακριβώς αποφάσισε ο Ιουστινιανός Β’ ν’ ανακαινίσει καθιστώντας την πρωτεύουσα του Ελλησπόντου (και ίσως αργότερα του θέματος του Οψικίου σε αντικατάσταση της Νικαίας;), ένα είδος πιστεύω παραλίου οχυρού κάστρου και ναυστάθμου προ των τειχών της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και ναυπηγείου ενδεχομένως, αφού τα γύρω δάση αποτελούσαν ιδεώδη πηγή ξυλείας. 

Το γεγονός ότι την ετίμησε με το όνομά του αποδεικνύει τα φιλόδοξα σχέδια που είχε κατά νουν γι’ αυτή. Το βασιλικό όνομα δεν εδίδετο βεθαίως σε συνοικισμούς προσφύγων, ούτε και το προγραμματικό επίθετο «νέα». Το έδειξε από χρόνια η Ελένη Αρβελέρ στο μνημειώδες έργο της για το Βυζάντιο και την θάλασσα, η Προποντίδα αποτελεί την κωνσταντινουπολίτικη θάλασσα, στην οποία στηρίζονταν η ασφάλεια της πρωτεύουσας, η τροφοδοσία του πληθυσμού της και η διάθεση των εμπορικών και βιομηχανικών της προϊόντων. Εύλογα μπορεί να τεθεί η ερώτηση, γιατί η ανάγκη του φρουρίου αυτού δεν έγινε αντιληπτή ενωρίτερα, γιατί δεν πληρώθηκε αμέσως μετά τον Ιουστινιανό Β’. Όλα εξαρτώνται από το πως βλέπει, ή είναι αναγκασμένος να δει, ο ηγεμόνας της Κωνσταντινουπόλεως την Προποντίδα. 

Αν την βλέπει ως τον θαλάσσιο διάδρομο που ενώνει την Πόλη και τον Εύξεινο Πόντο με την Δύση, η ανάγκη μιας Αρτάκης δεν είναι εμφανής. Αν όμως βλέπει την Προποντίδα ως τον θαλάσσιο διάδρομο που ενώνει την Μικρά Ασία με την Ευρώπη (Ραιδεστό, Εγνατία οδό), οι πόλεις των νοτίων και βορείων παραλίων αποκτούν σημασία, η Μάδυτος και η Ραιδεστός στον βορρά, η Αρτάκη και οι Πηγές στον νότο. Κέντρο της αυτοκρατορίας είναι τον Ζ’ αιώνα η Μικρά Ασία. Η εκστρατεία απελευθερώσεως της Θεσσαλονίκης, η δημιουργία του ελλαδικού θέματος, οι περιπέτειες αργότερα με την Ρώμη και την Ραβέννα φανερώνουν ότι το αυτοκρατορικό βλέμμα είναι στραμμένο δυτικά της Μικράς Ασίας, προς την Ευρώπη και όχι, για την στιγμή, προς την Συρία (θυμηθείτε την μετακίνηση των Μαρδαϊτών) ή την Αίγυπτο. 

Η γραμμή αυτή είναι παγία, άλλωστε, από την εποχή του πατέρα και του πάππου του Ιουστινιανού Β’ Κώνσταντος, που θέλησε ακόμη και την πρωτεύουσα του κράτους να μεταφέρει στην Σικελία. Για τον Ιουστινιανό είναι, επί πλέον, μέρος και αυτό του άχθους του ονόματός του… Οι Ηρακλείδες διακατέχονται από υψηλές φιλοδοξίες, τις οποίες τονίζουν τα ίδια τα ονόματά τους. Νέος Κωνσταντίνος, Νέος Ηράκλειος, Νέος Ιουστινιανός. Διότι ο Ιουστινιανός ούτε Δεύτερος ονομαζόταν βέβαια επί βασιλείας του (συνήθεια δυτική στην διάκριση των ονομάτων), ούτε Ρινότμητος, ασφαλώς. Το επίσημο όνομά του ήταν «Ιουστινιανός ο νέος». Κλήση προς υποχρεώσεις και πρόκληση προς πειρασμούς μεγαλομανίας. 

Η μίμηση του μεγάλου προκατόχου είναι αδιάλειπτη, στην αυτοκρατορική προσωπογραφία, στην νομοθεσία, στην οικοδομική δράση, στην στροφή προς την Δύση, στις σχέσεις με την Ρώμη, στην σύγκληση της Πενθέκτης ως συμπληρώματος της Πέμπτης και Έκτης Οικουμενικής Συνόδου, στην μετονομασία της δεύτερης συζύγου του σε Θεοδώρα, σε όλα. Ακόμη και στην αντονομασία πόλεων με το ιδικό του όνομα. Στην ανατολική αυτοκρατορία μόνο, ο Μέγας Ιουστινιανός είχε μεταβαπτίσει κάπου δέκα Ιουστινιανουπόλεις. Την Αρτάκη στον Ελλήσποντο ο νέος Ιουστινιανός θα ονομάσει Νέα Ιουστινιανούπολη (θα έλεγα και σε αντιδιαστολή ίσως προς την Ιουστινιανούπολη Μοδρηνή – Nova Iustiniana Gordus – λίγο βορειότερα, στο ίδιο θέμα του Οψικίου). Τελικός σκοπός του, όμοια με τον Μέγα, να καταστήσει την ομώνυμή του πόλη, πέρα από επαρχιακή πρωτεύουσα, αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή. 

Τόλμημα, το οποίο εκείνος διέπραξε το 535, σε βάρος της Ρώμης, με την έκδοση της ΙΑ’ νεαράς του, De privilegiis archiepiscopi primae Iustinianae, στο οποίο όμως ο νέος Ιουστινιανός δεν μπορούσε τόσο εύκολα να προχωρήσει, αφού η Νέα Ιουστινιανούπολις βρισκόταν όχι στην μακρινή Ιλλυρία τώρα, αλλά λίγα μόνο χιλιόμετρα έξω από την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Γ΄

Οι δεσμοί της Κύπρου με τον Ηράκλειο και την δυναστεία του είναι γνωστοί. Θυμηθείτε μόνο τις επιγραφές του υδραγωγείου της Σαλαμίνας, τους αργυρούς δίσκους της Λάμπουσας, τον Αμαθούσιο Ιωάννη τον Ελεήμονα, τον Αρκάδιο Κύπρου, την Έκθεση κτλ. Η αφοσίωση της Αρτάκης προς τον οίκο του Ηρακλείου φαίνεται επίσης δεδομένη, αφού εκεί εστέφθηκε για πρώτη φορά ο Ηράκλειος το 610, προερχόμενος από την Κύπρο ακριβώς και καθ’ όδόν προς τον θρόνο της Βασιλεύουσας. Ας σημειωθεί επίσης ότι η Κύπρος ανήκει στους Πράσινους, κύριους υποστηρικτές του Ηρακλείου και των απογόνων του. Μία κυπριακή παράδοση, που αναφέρει τον Γ΄ αιώνα ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, θέλει τον Ιουστινιανό Β’ Κύπριο. Ο γιος του Πωγωνάτου δεν θα μπορούσε βέβαια να είναι Κύπριος παρά από την μεριά της μητέρας ή της γιαγιάς του. Και αγνοούμε τον τόπο καταγωγής τόσο της Αναστασίας όσο και της Φαύστας, όπως και της πρώτης συζύγου του Ιουστινιανού Ευδοκίας (το όνομα της άτυχης προμήτορος της δυναστείας). Καθόλου παράξενο μία από αυτές να ήταν Κυπρία.

 Μήπως η Ευδοκία, για παράδειγμα, θα μπορούσε να ερμηνεύσει την παράδοξα εσφαλμένη πληροφορία του Νικηφόρου Καλλίστου ότι η σύζυγος του Μεγάλου Ιουστινιανού Θεοδώρα ήταν Κυπρία; Και σε ποιόν επιτέλους ανήκε ο αυτοκρατορικός θησαυρός που κρύβηκε στην Λάμπουσα τον Ζ’ ακριβώς αιώνα: Το γεγονός μένει ότι ο Ιουστινιανός Β’ επέλεξε για να εποικίσει την Νέα Ιουστινιανούπολη τους Κυπρίους. Οι λόγοι μπορούν να είναι πολλαπλοί. Οι Σλάβοι, με τους οποίους εποίκισε ο πατέρας του την Θράκη και ο ίδιος την Βιθυνία, δεν ήσαν θαλασσινοί και έτσι αποκλείονταν ως προς την Νέα Ιουστινιανούπολη και τους σκοπούς της ίδρυσής της. Ο Αυτοκράτορας εχρειάζετο έμπειρους ναυτικούς και δη και ναυπηγούς. Θα μπορούσε να τους προμηθευθεί από πολλά μέρη, επέλεξε όμως την Κύπρο. Η πείρα των Κυπρίων στην ναυπηγία ήταν αδιαμφισβήτητη. Λίγο πριν, τα ναυπηγεία της Κωνστάντιας ήσαν τα μεγαλύτερα στην Ανατολή. Ο Θεοφάνης και οι αντιγραφείς του λέγουν ότι την κρίση, η οποία οδήγησε στην κατάλυση της συνθήκης του 689 και στην μεταφορά των Κυπρίων στον Ελλήσποντο, προκάλεσε η άρνηση του Ιουστινιανού να δεχθεί τον αραβικό φόρο, που του εστάλη στο νεόκοπο χρυσό νόμισμα του Ά’μπντ άλ-Μάλεκ. Πρόκειται περί καθαρού λάθους, διότι το νόμισμα αυτό κόπηκε – όπως τώρα γνωρίζουμε – το εβδομηκοστό τέταρτο έτος της εγείρας, δηλαδή το 693/4, τρία χρόνια μετά την απόφαση του Ιουστινιανού για την μετατόπιση των Κυπρίων. 

Γράφεται επίσης κάποτε ακόμη ότι η Κύπρος ή η Κωνστάντια, είχαν τελείως καταστραφεί από τους Άραβες, εξ ου και η αυτοκρατορική απόφαση. Όλοι οι ιστορικοί γνωρίζουν όμως ότι και τούτο είναι απόλυτα ανακριβές. Η Κύπρος δεν ανήκε στους Άραβες το 691 (δύο έτη μετά την συνθήκη του 689!) και η Κωνστάντια ποτέ δεν εγκαταλείφθηκε ολοκληρωτικά μετά το 649. Το αποδεικνύει σήμερα η αρχαιολογική σκαπάνη, το απεδείκνυε πάντα το γεγονός πως επί βασιλείας του Πωγωνάτου (668-85), πατέρα του Ιουστινιανού Β’, το νομισματοκοπείο της Κωνστάντιας ανεσφράγισε φόλλες του Κώνσταντος Β’, ενώ το 680 οι επίσκοποι της Κύπρου έλαβαν μέρος στην Γ’ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη επί αρχιεπισκοπείας του Κωνστάντιας Επιφανίου Β’. Η Κύπρος ουδετεροποιείται στην συνθήκη το 689 για τους λόγους τους οποίους εξέθεσα προηγουμένως, και το 691 κανείς λόγος από την μεριά των Αράβων δεν συντρέχει την μετάσταση του πληθυσμού της. Οι λόγοι της μετοικεσίας, λοιπόν, πρέπει ν’ αναζητηθούν άλλου. Και ήδη τους υπαινίχθηκα. Πριν από όλα, δεν είναι πιστευτό ότι μετακινήθηκε ολόκληρος ο πληθυσμός της Κύπρου, ο οποίος ανερχόταν τουλάχιστον σε 80,000 τότε, και ίσως και μέχρι 150,000. 

Η μόνη σύγχρονη πηγή, ο ΛΘ’ κανόνας της Πενθέκτης, δεν ομιλεί για καθολική μετοίκηση των Κυπρίων, ιδέα που ανήκει καθαρά στον χώρο του μύθου. Οι μετακινήσεις πληθυσμών στην Βυζαντινή αυτοκρατορία ήσαν συνήθεις διαδικασίες και έχουν πρόσφατα μελετηθεί σε αρκετό βάθος. Στην ίδια την Κύπρο, το 578 ο Τιβέριος Α’ εγκατέστησε λέγεται 10,000 Αρμενίους από τα περσικά σύνορα της Μικράς Ασίας, για λόγους όχι μόνο στρατιωτικούς, αλλά και δημογραφικούς και οικονομικούς. Το 649 και το 650 ωστόσο, οι δύο πρώτες αραβικές επιδρομές φαίνεται ν’ αποψίλωσαν και πάλιν τον πληθυσμό της νήσου. Σύμφωνα με την νέα επιγραφή της βασιλικής των Σόλων, που συνετέθη το 655 από τον επίσκοπο Ιωάννη (και που πρέπει να διαβάζεται πιά όχι στην πρώτη έκδοση του 1985 από τον Τ.Τ. Tinh, αλλά στην διορθωμένη έκδοση του επιγραφικού δελτίου της Revue des Etudes Grecques του 1987 από τον D. Feissel), το 649, εκτός από όσους σκότωσαν, οι Άραβες έσυραν στην αιχμαλωσία 120,000 Κυπρίους, ενώ τον επόμενο χρόνο αιχμαλώτευσαν άλλες 50,000. Οι άγνωστες μέχρι τώρα σ’ εμάς, μαζικές αυτές εκτοπίσεις του πληθυσμού της Κύπρου προκαλούν κατάπληξη, ακόμη και αν οι αριθμοί θεωρηθούν – που ασφαλώς είναι – υπερβολικά διογκωμένοι. 

Αποδεικνύουν ότι οι επιδρομές αυτές δεν ήσαν απλό «λαφυραγωγικό εγχείρημα», αφού μάλιστα ο Μ’αουΐα εγκατέστησε στην Κύπρο και 12,000 Άραβες, που ανακλήθηκαν αργότερα από το γιό του Γιαζίντ Α’ το 684, ή ίσως και από τον ίδιο τον Μ’αουΐα μετά την συνθήκη του 678. Η Κύπρος δεν αποτελούσε για την Δαμασκό αποκλειστικά μία βάση στην οδό προς την Κωνσταντινούπολη, αλλά μία φυσική προέκταση της Συρίας, έναν απαραίτητο σταθμό μεταξύ Συρίας και Αιγύπτου, και, πιθανώς το σπουδαιότερο, μία πηγή ξυλείας, αλλά και εμπείρου εμψύχου υλικού, για τον νεότευκτο ισλαμικό στόλο. 

Επαναπατρίσθηκε ο κολοσσιαίος αριθμός των Κυπρίων αιχμαλώτων ή όχι, και πότε; Σήμερα αγνοούμε την ασφαλή απάντηση, είναι όμως δυνατό, με ένα μεγάλο βαθμό πιθανότητας, να βεβαιώσουμε πως πρέπει να επαναπατρίσθηκε, κάποια στιγμή μεταξύ του 650 και του 689. Μέρος, όμως, ίσως και όχι. Κατά τον Πορφυρογέννητο, όταν οι Κύπριοι επέστρεψαν από την Νέα Ιουστινιανούπολη, καθώς θα ιδούμε, το 699, ο χαλίφης «κατά πάσας τάς Συρίας… επεσώρευσεν πάντας τους Κυπρίους και διεπέρασεν εις τον ίδιον τόπον». Είναι πρόδηλο ότι αυτοκρατορία και χαλιφάτο επεδόθησαν στο δεύτερο μισό του Ζ’ αιώνα σε αλλεπάλληλες μετακινήσεις κυπριακών πληθυσμών. 

Μέσα ακριβώς στα πλαίσια αυτά οφείλει να ερμηνευθεί και η μετοίκιση Κυπρίων στον Ελλήσποντο το 691. Άλλωστε, στο ίδιο ΜΖ’ κεφάλαιο του έργου του Περί διοικήσεως της των Ρωμαίων βασιλείας, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος ομιλεί περί Κυπρίων, οι οποίοι το 699 επαναπατρίσθηκαν όχι μόνο από την μείζονα Συρία ή τον Ελλήσποντο, αλλά και από την Θράκη και την νότια Μικρά Ασία. Το 692 όμως η Πενθέκτη Σύνοδος δεν αναφέρεται σε αυτούς και έτσι αγνοούμε πως βρέθηκαν εκεί, παρόλον ότι δεν είναι δυνατό να αμφιβάλλουμε πως Κύπριοι στην Θράκη πρέπει να μεταφέρθηκαν μόνο υστέρα από αυτοκρατορικές ενέργειες. Οι αποστάσεις αποκλείουν μια αυθόρμητη μετακίνηση σε αναζήτηση ειρήνης και ασύλου. Ότι ο Ιουστινιανός Β’ μετατόπισε τους Κυπρίους σε ναυτικές επαρχίες – Ελλήσποντο, Θράκη, Παμφυλία – είναι ευεξήγητο, ήδη το είπα. Οι λόγοι όμως που τον ώθησαν στην απόφαση αυτή το 690/91 μένουν παντελώς άγνωστοι. 

Να ήθελε να εγκαταλείψει τελείως την Κύπρο αποκλείεται, αφού η συνθήκη του προηγουμένου έτους του εξασφάλιζε τουλάχιστον την συνεπικυριαρχία, και ουσιαστικά πολύ περισσότερα, επάνω στην μεγαλόνησο, που παρέμενε αν όχι θέμα, ωστόσο αρχοντιά της αυτοκρατορίας. Να εστόχευε ίσως τον εξαναγκασμό της Δαμασκού, ώστε, ύστερα από κοινή συμφωνία, να επαναπατρίσει και εκείνη τους Κυπρίους αιχμαλώτους της, καθώς τελικά έγινε το 699; Απέβλεπε άραγε στην αποστέρηση της Δαμασκού από τον μισό φόρο της Κύπρου, τον οποίο από το 689 δικαιωματικά ενέμετο και ο οποίος, βέβαια, όσο ολιγότερος ήταν ο πληθυσμός τόσο χαμηλότερος και ο ίδιος γινόταν; 

Πολύ πιθανό, σε συνδυασμό μάλιστα με τις αμυντικές ανάγκες του, όπως συνοπτικά τις ανέλυσα ενωρίτερα. Μία ουδέτερη Κύπρος, της οποίας τον φόρο όφειλε να μοιράζεται με τους Άραβες, μπορούσε για τον Ιουστινιανό να μένει και σχεδόν έρημη. Άλλωστε, μία Κύπρος εκτός Κύπρου μπορούσε να του προσφέρει, τελευταίο δώρο «υπέρ την χρηματικήν φορολογίαν» τον πλουτισμό της πόλης του με την επίζηλη και ατίμητη αυτοκεφαλία. Υπό το σχήμα της διασώσεως των δικαίων, τα οποία η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος είχε αναγνωρίσει στην Κύπρο, το κυπριακό αυτοκέφαλο, αποκεφαλιζομένης της Εκκλησίας Κύπρου, μετετίθετο στην Νέα Ιουστινιανούπολη.

Δ΄

Την ευκαιρία της κατά τον επισημότερο και μονιμότερο τρόπο επιτεύξεως του σκοπού του, αλλά και της εξουδετερώσεως των αντιδράσεων της Νέας Ρώμης και του πέμπτου τη τάξει μητροπολίτου της, του επισκόπου Κυζίκου, έδωσε στον φιλόδοξο αυτοκράτορα η νέα οικουμενική σύνοδος που ο ίδιος συνεκάλεσε στο παλάτιο του Τρούλλου από τα τέλη του 691 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 692. Με αυτή ο νέος Ιουστινιανός εκωδικοποίησε οριστικά το εκκλησιαστικό δίκαιο, κατά τον ίδιο τρόπο που και ο μέγας προκάτοχός του είχε κωδικοποιήσει το ρωμαϊκό δίκαιο. Κείμενα όπως, λογουχάρη, το προοίμιο του Γ’ κανόνα δείχνουν την απομίμηση να εκτείνεται ακόμη και στην φρασεολογία και το ύφος. Μέχρι σήμερα η ανατολική εκκλησία διοικείται βασικά από τον κανονικό κώδικα του δευτέρου Ιουστινιανού. 

Η σύνοδός του υπήρξε η μεγαλύτερη της ιστορίας σε αριθμό συνοδικών πατέρων, από τους οποίους όμως πολλοί, αν όχι οι πλείστοι, ήσαν τιτουλάριοι στην ουσία επίσκοποι, που διαβιούσαν έξω από τις ιστορικές επαρχίες τους, τις οποίες όχι λίγοι ούτε καν μπόρεσαν να επισκεφθούν ποτέ. Τα πλήγματα των βαρβαρικών επιδρομών, σλαβικών και δή αραβικών, ήσαν εμφανή. Ο ΛΕ’ κανόνας της Συνόδου φθάνει να ομιλεί για επισκόπους στων οποίων τις εκκλησίες δεν υπελείφθησαν καν κληρικοί. «Ένας από τους έξ επήρειας βαρβαρικής έξω των οικείων επαρχιών διάγοντας επισκόπους» εμφανίζεται από την Σύνοδο στον ΛΘ’ κανόνα της να είναι και ο «επίσκοπος της Κυπρίων νήσου», αρχιεπίσκοπος Κωνστάντιας Ιωάννης. Λέγω εμφανίζεται, διότι η Σύνοδος γνωρίζει, έξ ού και η διφορούμενη διατύπωση, ότι η περίπτωση του Κύπρου είναι ιδιαίτερη, αφού δεν εξεδιώχθη από τους βαρβάρους, αλλά μεταφέρθηκε έξω από την επαρχία του από τον αυτοκράτορα τον ίδιον. 

«Του αδελφού και συλλειτουργού ημών Ιωάννου, του της Κυπρίων νήσου προέδρου, άμα τω οικείω λαώ επί την Ελλησπόντιον επαρχίαν, διά τε τάς βαρβαρικάς εφόδους, διά τε το της εθνικής ελευθερωθήναι δουλείας και καθαρώς τοις σκήπτροις του χριστιανικωτάτου κράτους υποταγήναι, της ειρημένης μεταστάντος νήσου, προνοία του φιλάνθρωπου Θεού και μόχθω του φιλοχρίστου και ευσεβούς ημών βασιλέως, συνορώμεν, ώστε ακαινοτόμητα διαφυλαχθήναι τα παρά των εν Εφέσω το πρότερον συνελθόντων θεοφόρων πατέρων τω θρόνω του προγεγραμμένου ανδρός παρασχεθέντα προνόμια, ώστε την Νέαν Ιουστινιανούπολιν το δίκαιον έχειν της Κωνσταντιέων πόλεως, και τον έπ’ αυτή καθιστάμενον θεοφιλέστατον επίσκοπον πάντων προεδρεύειν των της Ελλησποντίων επαρχίας, και υπό των οικείων επισκόπων χειροτονείσθαι κατά την αρχαίαν συνήθειαν (τα γαρ εν εκάστη εκκλησία έθη και οι θεοφόροι ημών πατέρες παραφυλάττεσθαι διεγνώκασι), του της Κυζικηνών πόλεως επισκόπου υποκειμένου τω προέδρω της ειρημένης Ιουστινιανουπόλεως, μιμήσει των λοιπών απάντων επισκόπων των υπό τον λεχθένα θεοφιλέστατον πρόεδρον Ιωάννην, υφ’ου χρείας καλούσης και ο της αυτής Κυζικηνών πόλεως επίσκοπος χειροτονηθήσεται». 

Ο κανόνας, ένα από το σπουδαιότερα μνημεία της ιστορίας της Κύπρου και από τα πλέον ενδιαφέροντα της εκκλησιολογίας του ανατολικού κανονικού δικαίου, χρήζει εξονυχιστικού υπομνηματισμού, πράγμα που δεν είναι του παρόντος, αφού η κλεψύδρα ήδη με πιέζει. 

Το κείμενο είναι άκρως διπλωματικό, σίγουρα προϊόν πολλών συζητήσεων και συμβιβασμών μεταξύ του βασιλέως, του οποίου την βούληση υλοποιεί, και των συνοδικών πατέρων, που στην πλειονότητά τους συναινούν, όχι όμως χωρίς ν’ αφίνουν πολλές θύρες ανοικτές. Ανίκανοι να δικαιολογήσουν θεολογικά το πρωτοφανές αυτό γεγονός, το αιτιολογούν ιστορικό – ανάγοντάς το έτσι στην οικονομία, «ού γάρ, υπό του της ανάγκης καιρού της ακριβείας περιγραφείσης, ο της οικονομίας όρος περιορισθήσεται», καθώς απεφάνθησαν στον ΛΖ΄ κανόνα, προθάλαμο του ΛΘ’. Η όλη διατύπωση, η δαιδαλώδης σύνταξη της περιόδου εκφράζουν την απορία αυτή και αποπνέουν έναν αέρα προσωρινότητας, όσον αφορά τον Κύπρου, μονίμου όμως υποταγής όσον αφορά τον Κυζίκου, στον οποίο αφιερώνεται ειδικά το τέλος του κειμένου. 

Ο Ιουστινιανός Β’ εγνώριζε ότι και αν ακόμη ο Κύπρου επιστρέψει κάποτε στην ιστορική του έδρα, η αρχή του κανόνος «τα… εν εκάστη εκκλησία έθη… οι θεοφόροι ημών πατέρες παραφυλάττεσθαι διεγνώκασι» θα μπορούσε, σε συνδυασμό με τον ΛΗ’ κανόνα να εξασφαλίσει για πάντα την πρωτοκαθεδρία της πόλης του έναντι της Κυζίκου, της οποίας η η έδρα εχήρευε ή ο μητροπολίτης αρνήθηκε να υπογράψει τα Πρακτικά της Συνόδου, αφού πουθενά η υπογραφή του δεν φαίνεται. Εκτός αν η πρόταση «υφ’ ού χρείας καλούσης κτλ.» αποτελεί συγκαλυμμένη απειλή προς εξοργισμένο επίσκοπο, που μόλις υπέβαλε παραίτηση, την οποία, ωστόσο, η Σύνοδος ελπίζει ότι θ’ αποσύρει. 

Προς αποφυγή διανοίξεως των ασκών του Αιόλου, η Σύνοδος τονίζει ότι ο προκαθήμενος της Κύπρου μετοίκισε μαζί με το λαό του, έτσι ώστε οι άλλοι διάφοροι επίσκοποι τιτουλάριοι, χωρίς ποίμνια, να μην τρέφουν ψευδαισθήσεις. Ο ΛΘ’ κανόνας, άλλωστε, προετοιμάζεται καταλλήλως από τους προηγούμενούς του κανόνες. Γι’ αυτό και η ορθή ερμηνεία του είναι αδύνατη, αν δεν αναγνωρισθεί μέσα και στην ιστορική συνάφεια που ανέλυσα έως τώρα και στην κειμενολογική συνάφεια των τριών προηγουμένων κανόνων της Πενθέκτης. Η αποτυχία των βυζαντινών και νεώτερων ιστορικών και κανονολόγων, εδώ ακριβώς έγκειται. Την ορθή οδό, παρά τις θετικιστικές και πολιτειοκρατικές υπερβολές του, διάνοιξε, χωρίς διαδόχους, το 1913 ο Ρώσος ιστορικός Πλάτων Π. Σόκολωφ σε δέκα σελίδες της εισαγωγής του έργου του για τους Έλληνες μητροπολίτες Ρωσίας.

1.Ο  ΛΣΤ’ κανόνας της Συνόδου επικυρώνει το υπάρχον καθεστώς «περί της των πατριαρχών τιμής», ικανοποιώντας έτσι την βασιλίδα Πόλη, της οποίας εξασφαλίζει τα ίσα πρεσβεία με την παλαιά Ρώμη, σε αντάλλαγμα, μεταξύ άλλων βεβαίως, για την επικείμενη απόσπαση της πέμπτης της μητροπόλεως και την εγκατάσταση αυτοκέφαλου εκκλησίας προ των ιδίων των πυλών της.

2.Ο ΛΖ’ κανόνας διασφαλίζει τώρα την αυθεντία των επισκόπων οι οποίοι ένεκα των βαρβαρικών επιδρομών δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τις έδρες τους, διακρίνοντας επισκοπική χειροτονία και δικαιοδοσία και επιτρέποντας ουσιαστικά – αδιανότητο για την πρώτη εκκλησία – την ύπαρξη επισκόπων χωρίς ποίμνιο (ήδη, υπενθυμίζω, ο ΛΕ’ κανόνας ομίλησε για επισκόπους χωρίς κλήρο).

3.Ο ΛΗ’ κανόνας, σε ένα απρόσμενο για τον αμύητο άλμα, αλλά απόλυτα αναγκαίο για τον Ιουστινιανό Β’ βήμα, παραπέμποντας στον ΙΖ’ κανόνα της Δ’ Οικουμενικής συνόδου, τον οποίο, αυστηρώς ομιλούντες, παρερμηνεύει, ορίζει ότι η εκκλησιαστική τάξη οφείλει να ακολουθεί την πολιτική, ώστε «ει τις εκ βασιλικής εξουσίας εκαινίσθη πόλις… τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις και των εκκλησιαστικών πραγμάτων η τάξις ακολουθείτω». Η υπόθεση κερδήθηκε. Ο συνδυασμός του ΛΖ’ με τον ΛΗ’ επιτρέπει πιά τον ΛΘ’ κανόνα, που τίτλο θα έπρεπε να έχει λάβει όχι «περί του επισκόπου της Κυπρίων νήσου», αλλά «περί του επισκόπου της νέας Ιουστινιανουπόλεως». 

Ο Κύπρου Ιωάννης «άμα τω οικείω λαώ», όχι έχοντας εγκαταλείψει την έδρα του (πράγμα που θα επέβαλλε την καθαίρεσή του), αλλά «προνοία του φιλανθρώπου Θεού» έχοντας μεταφερθεί από τον φιλόχριστο και ευσεβή βασιλέα από την νήσο του στην Ελλησπόντιο επαρχία, μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτεται από τον ΛΖ’ κανόνα, αφού η μετοίκησή του έγινε και ένεκα των βαρβαρικών επιδρομών και – η Σύνοδος γνωρίζει ότι αυτές συνέβησαν σαράντα τόσα χρόνια πριν και αναζητεί να περισώσει τις επιφάσεις (και αν ακόμη υποτεθεί ότι κάποιες εχθροπραξίες και υπονομεύσεις των σπονδών του 689 συνέβησαν τα δύο τελευταία χρόνια) – για να ελευθερωθεί ο άνδρας και το ποίμνιό του από την δουλεία στους απίστους και να υποταγεί «καθαρώς» στα σκήπτρα του «χριστιανικωτάτου κράτους». 

Νοείται η συνεπικυριαρχία Βυζαντίου και Ισλάμ επί της Κύπρου, που λογίζεται ανάξια για το μεγαλείο του αρχιεπισκόπου, μολονότι, αυτό αποσιωπάται, ολοκληρωτικά κάτω από το Ισλάμ βρίσκονταν ήδη οι τρεις από τους πέντε πατριάρχες. Η τοπική εκκλησία – «ο θρόνος» – δεν είναι μία γεωγραφική έννοια, αλλά μία έμψυχη οντότης, ο επίσκοπος «άμα τω οικείω λαώ». Και είναι η τοπική εκκλησία σε τόσο βαθμό «παροικούσα εν τω κόσμω», ώστε μπορεί να ταξιδεύει και να επιζεί όχι μόνο μέσα στον χρόνο, αλλά και μέσα στον χώρο, ακόμη και μέσα στις επαρχίες και τα όρια άλλων εκκλησιών. 

Αφού, λοιπόν, διατηρούνται, βάσει και του ΛΖ’ κανόνα, τα δίκαια και η αυθεντία του Κύπρου, ο οποίος τώρα έχει έδρα την Νέα Ιουστινιανούπολη στον Ελλήσποντο, όλα τα προνόμια της Κύπρου περιέρχονται εκ μεταθέσεως στην Νέα Ιουστινιανούπολη, η οποία με την σειρά της, από τώρα έχει «το δίκαιον της Κωνσταντιέων πόλεως» (αυτή είναι η ανάγνωση όλων των αρχαίων χειρογράφων και του Πορφυρογέννητου [Κωνσταντινέων]. 

«Το δίκαιον της Κωνσταντινουπόλεως» αποτελεί παραφθορά της μεταγενέστερης «κοινής» παραδόσεως, που εμφανίζεται με τους κανονολόγους του IB’ αιώνα). Ύστερα από αυτά, η εκκλησιαστική τάξη είναι ζήτημα διοικητικό. Ο ΛΗ’ κανόνας την νέα «εκ βασιλικής εξουσίας» καινισθείσα πρωτεύουσα της Ελλησποντίου επαρχίας επιβάλλει και ως εκκλησιαστική μητρόπολη της ιδίας επαρχίας, σε αντικατάσταση της Κυζίκου. Ο Νέας Ιουστινιανουπόλεως, «κατά την αρχαίαν συνήθειαν» της Κύπρου, η οποία τώρα είναι δικό του προνόμιο, χειροτονείται από τους «οικείους επισκόπους» του, που δεν είναι οι δώδεκα επίσκοποι της Κύπρου (ή τουλάχιστον μόνο αυτοί), αλλά οι δώδεκα – σύμπτωση αριθμών – επίσκοποι του Ελλησπόντου. 

Και χειροτονεί αυτός εκείνους, ακόμη και τον άλλοτε μητροπολίτη Κυζίκου, ο οποίος – επαναλαμβάνεται, ώστε να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία – υπόκειται στον Νέας Ιουστινιανουπόλεως. Ποιοί λόγοι προκάλεσαν τις μετακινήσεις των Κυπρίων στην Θράκη ή την Παμφυλία, καθώς το έχω δηλώσει, δεν γνωρίζουμε σήμερα. Πεποίθησή μου, όμως, είναι ότι ο Ιουστινιανός Β’ τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Ιωάννη και τον λαό της Κωνστάντιας μετέφερε στην Αρτάκη – Νέα Ιουστινιανούπολη με μόνο σκοπό να καταστήσει αυτοκέφαλη την εκκλησία της επωνύμου του πόλεως, είτε διά του δικαίου της μεταθέσεως (jus tranlationis) είτε, σε περίπτωση επιστροφής του Κύπρου στην ιστορική του έδρα, διά της δημιουργίας νομικού προηγουμένου και εθιμικού δικαίου. 

Αλλ’ όμως τί απέγιναν οι επίσκοποι των άλλων κυπριακών πόλεων, πλην της Κωνστάντιας; Ασφαλώς, όπως ορθά συνεπέρανε ήδη από το 1875 ο Φ. Γεωργίου, παρέμειναν στην Κύπρο μαζί με τα ποίμνιά τους. Υπαγόμενοι στον Ελλησπόντιο αρχιεπίσκοπο της Νέας Ιουστινιανουπόλεως; Θα το υπέθετα αυτό, παρά την δυσκολία των αποστάσεων. Το 536 ο Μέγας Ιουστινιανός δεν είχε θέσει την Κύπρο, μαζί με τις Κυκλάδες, την Καρία, την Δευτέρα Μοισία και την Σκυθία, υπό την εξουσία του Ιουστινιάνειου κοιαίστωρος, με έδρα την Οδησσό; Συνένωση παραδοξότερη αυτής του νέου Ιουστινιανού, και ταλαιπωρία όχι δώδεκα επισκόπων, αλλά όλων των Κυπρίων, που για να κριθούν δευτεροβάθμια θα έπρεπε να ταξιδέψουν μέχρι την σημερινή Βάρνα της Βουλγαρίας. Ζήτημα θα μπορούσε να προκαλέσει μόνο η υπογραφή του Ιωάννη στα επίσημα πρακτικά της Πενθέκτης. 

Εκεί, ο αρχιεπίσκοπος του οποίου όλα τα σωζόμενα μολυβδόβουλλα υποδηλώνουν τον τίτλο ως «αρχιεπισκόπου Κύπρου», υπογράφει αμέσως μετά τους πατριάρχες ως: «Ιωάννης ανάξιος επίσκοπος Νέας Ιουστινιανουπόλεως» – τίποτε περί Κύπρου ή Κωνστάντιας. Ίσως ο αυτοκράτορας (που υπέγραψε πρώτος διά κινναβάρεως) να μην ικανοποιόταν με τίποτε άλλο. Αφού οι Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων δεν ήταν προσωπικά παρόντες, ο Κύπριος άλλοτε μοναχός (αυτό υποδηλώνει το επίθετο «ανάξιος») στην πραγματικότητα υπέγραψε κατά την τελική συνεδρία της Συνόδου τρίτος μετά τον αυτοκράτορα και τον Κωνσταντινουπόλεως Παύλο. Ίσως η Κύπρος να εφάνταζε πιά πολύ μακρινή, άσημη ή μιξοβάρβαρη…Όχι η Κωνστάντια ήταν η Νέα Ιουστινιανούπολις (καθώς νομίστηκε αργότερα) αλλά η Νέα Ιουστινιανούπολις ήταν Νέα Κωνστάντια.

Ε΄

Τα θεία, μολοντούτο, κελεύσματα δεν ακολουθούν πάντα τις ανθρώπινες βουλές. Τρία χρόνια μετά, προς το τέλος του 695, ο Νέος Ιουστινιανός εκθρονίστηκε από τον Βένετο στρατηγό της Ελλάδας Λεόντιο, ρινοτομήθηκε και εξορίστηκε στην Χερσώνα. Τα μεγαλεπήβολα σχέδια του κατέρρευσαν για πάντα. Όταν, μετά δέκα έτη, θα επανερχόταν στον θρόνο για άλλα έξη χρόνια, δεν θα ήταν παρά το εκδικητικό φάντασμα του εαυτού του. Η άδεια εκλογής μητροπολίτου Κυζίκου το 706 εσήμαινε την οριστική εγκατάλειψη του ονείρου της Νέας Ιουστινιανουπόλεως. Ο αυτοκράτορας επέλεξε τον λόγιο κληρικό της Αγίας Σοφίας Γερμανό, περίφημο μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη, τον οποίο, χρόνια πριν, το 668, ο πατέρας του είχε ευνουχίσει, ως γιο του πατρικίου Ιουστινιανού, συγγενούς του που υπήρχε υποψία ότι ενείχετο στον φόνο του δικού του πατέρα, αυτοκράτορος Κώνσταντος Β’. 

Ζητούσε ίσως έτσι την θεία εξιλέωση για τις αμαρτίες του πατέρα του που επίστευε ότι τον παίδευαν; Δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι στον γιό του, που απέκτησε στην εξορία, έδωσε το όνομα του θείου του Τιβερίου, τον οποίο ο πατέρας του ερινοτόμησε το 681 για να εξασφαλίσει στον ίδιο – ρινότμητο τώρα και αυτόν – την διαδοχή… Επτά χρόνια πριν, το 699, ο δρουγγάριος (ναύαρχος) των Κιβυρραιωτών Αψίμαρος, που είχε εκθρονίσει τον προηγούμενο χρόνο τον ελλαδικό Λεόντιο και, υποστηριζόμενος από τον στόλο και τους Πράσινους, ανέβηκε στον θρόνο με το όνομα επίσης του παλιού εκλεκτού των ανατολικών για την βασιλεία, θείου του Ιουστινιανού Τιβερίου, αποφάσισε τον επαναπατρισμό των Κυπρίων. 

Η όλη αμυντική πολιτική του Ιουστινιανού Β’ αντιστρεφόταν τώρα και είναι ήδη φανερή η αντίθεση Μικράς Ασίας και Ελλάδας, η οποία τόσο έντονα γίνεται αντιληπτή στην αμέσως επομένη εικονομαχική περίοδο της ιστορίας του Βυζαντίου (ας θυμηθούμε ότι ο πρόεδρος της Ιέρειας το 754 Εφέσου Θεοδόσιος ήταν γιός του Αψιμάρου-Τιβερίου, όπως και ο πρώτος που αντιστάθηκε στον εισηγητή της εικονομαχίας Λέοντα Γ’ ήταν ο εκλεκτός και συγγενής του Ιουστινιανού Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως). Η μαρτυρία του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου ότι οι Κύπριοι επέστρεψαν από την Νέα Ιουστινιανούπολη το 699 (επτά έτη μετά την Πενθέκτη Σύνοδο), δεν συντρέχει λόγος ν’ αμφισβητηθεί – καθώς έγινε κάποτε – όταν μάλιστα αποτελεί την μόνη πηγή που έχουμε στην διάθεσή μας. 

Η ενέργεια του Τιβερίου Β’ εσήμαινε πιθανώς απομάκρυνση από τα περίχωρα της Κωνσταντινουπόλεως ενδεχομένου ερείσματος του έκπτωτου Ιουστινιανού, ο οποίος τώρα από την Χαζαρία, όπου είχε διαφύγει, εκινείτο συνεχώς προς ανάκτηση του θρόνου του ή, εξ αντιθέτου, εσήμαινε ικανοποίηση των συντρόφων Πρασίνων Κυπρίων, που ήθελαν να επιστρέψουν στην γή τους, ή που τους ήθελαν να επιστρέψουν οι αδελφοί τους στην Κύπρο. 

Σίγουρα εσήμαινε τον απαραίτητο για την στερέωση του νέου αυτοκράτορα κατευνασμό των Αράβων με την επιστροφή στην αυστηρή και ειλικρινή τήρηση των σπονδών του 689. Η συμφωνία αμοιβαίου επαναπατρισμού των Κυπρίων από το χαλιφάτο και την αυτοκρατορία είναι αρκετά εύγλωττη. Τί τελικά απέμεινε για τους Κυπρίους από την μετοικεσία στον Ελλήσποντο, που σκοπό είχε όχι την Κύπρο πρωταρχικά, αλλά την Νέα Ιουστινιανούπολη; Παράδοξα, όταν η περιπέτεια που προς στιγμή απείλησε με αποικιοποίηση την αυτόχθονη κυπριακή εκκλησία έληξε, το μόνο που ο ΛΘ’ κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου παρέμεινε να διακηρύττει εσαεί, είναι η απερίφραστη και κανονολογικά τελεσίδικη απόφαση του ότι το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας Κύπρου είναι ακατάλυτο, διότι τα προνόμια, τα οποία της ανεγνώρισε η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος στην Έφεσο είναι «ακαινοτόμητα», δηλαδή αναφαίρετα, ως, ακριβώς, ανεγνωρισμένα από οικουμενική σύνοδο. Εννιακόσια σχεδόν χρόνια έπειτα, ο πρώτος Κύπριος αρχιεπίσκοπος της Τουρκοκρατίας θα πρόσθετε στον τίτλο του, ευγνώμονα όσο και ακίνδυνα, το λατινογενές «Νέας Ιουστινιανής», έχοντας, μαζί με τους υστέρους Βυζαντινούς, εγκαταλείψει τον ελληνοπρεπή, και ιστορικά ορθό, τύπο «Ιουστινιανούπολις». 

Με την δύση του Ζ’ αιώνα η Εκκλησία Κύπρου εισερχόταν στην μεσοβυζαντινή περίοδο της ιστορίας της, ενώ η Αρτάκη επέστρεφε στο παλαιό όνομα που της έδωσαν αιώνες πριν οι Μιλήσιοι. Η ιστορία των αμέσως επομένων αιώνων θα εδικαίωνε τον διορατικό Ιουστινιανό Β’. Η Αρτάκη σύντομα ενίκησε την Κύζικο, που από τον ΙΑ’ αιώνα ήδη εγκαταλείφθηκε ολοσχερώς. Ο ίδιος ο μητροπολίτης Κυζίκου εγκαταστάθηκε τελικά εκεί, δυνατότητα που δεν είχε υπολογίσει ο νέος Ιουστινιανός. Η πόλη έμεινε βασικά ελληνική μέχρι το 1922. Τελευταίος Κυζίκου υπήρξε ο πολύς Καλλίνικος Δελικάνης, ο οποίος πέθανε αργότερα ως Εφέσου. 

Οι Αρτακηνοί οι ίδιοι μεταφέρθηκαν στην Εύβοια, όπου, επτά χιλιόμετρα από την Χαλκίδα, ζουν μέχρι σήμερα στην Νέα Αρτάκη. Η Ελλησπόντια πόλη, που κάποτε έγινε για επτά χρόνια έδρα του αρχιεπισκόπου Κύπρου με το ένδοξο όνομα Νέα Ιουστινιανούπολις, δόθηκε από την Τουρκία στους Βεγγάζιους και Τουρκοκρήτες πρόσφυγες. Τα δύο πανάρχαια σεβάσματά της, οι εικόνες της Θεοτόκου Φανερωμένης και της Θεοτόκου της Αρτάκης, βρίσκονται τώρα στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι. Η Κωνστάντια, από την άλλη, δεν είναι σήμερα παρά αξιοδάκρυτα ερείπια, συντετριμμένα μάρμαρα, ιερές αναμνήσεις. 

Τύχη των ανθρωπίνων πραγμάτων… Ο ποιμενάρχης της Κύπρου, ωστόσο, από την νέα πρωτεύουσα του τόπου, συνεχίζει ν’ αρχιεπισκοπεύει αυτοκέφαλος, σύμβολο εμμονής, συνέχειας, ανάστασης. Για να υπενθυμίζει, καθώς η Παναγία της Αρτάκης από το Φανάρι, και την μετάθεση των σαλευομένων ως πεποιημένων και την ύπαρξη της ουρανίου ασάλευτου βασιλείας.

Ιερομ. Παύλος (Βενέδικτος) Εγγλεζάκης