23 Οκτωβρίου, 2012

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑΣ κ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΣΤΗΝ GREEK NEWS ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ


«Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 
ΕΧΕΙ ΕΘΝΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗ ΟΨΗ»

Σεβασμιώτατε, σαν Ιεράρχης που βιώνει την ζωή του Πατριαρχείου πέστε μας για τις
 συνθήκες που επικρατούν σήμερα γύρω απ’ αυτό.

Σας ευχαριστώ κατ᾿ αρχήν για την δυνατότητα που μου δίνετε να εκφράσω λίγες σκέψεις για θέματα όπως το Πατριαρχείο μας που με χαρά νοιώθω ότι σας ενδιαφέρουν.  Να σας γνωρίσω, λοιπόν, ότι οι συνθήκες ζωής της έδρας του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην οποία ζούμε, είναι αισθητά καλλίτερες από αυτές του παρελθόντος. Ευχόμεθα βέβαια η καλλιτέρευσις αυτή που κυρίως διακρίνεται στον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο την τελευταία δεκαετία άρχισαν σταδιακά να αντιμετωπίζονται τα εκ παλαιού υφιστάμενα θεσμικά και ομογενειακά μας προβλήματα, να έχει προοπτική βελτίωσης.

Πώς την εννοείτε την βελτίωση;

Την εννοώ σαν ικανοποίηση επί μέρους προβλημάτων μας πού χρονίζουν. Το Πατριαρχείο μας π.χ. δεν διαθέτει ακόμη νομική προσωπικότητα- απαραίτητη για την λειτουργική του ευχέρεια εντός Τουρκίας -, πολλά ιερά συγκροτήματά μας, όπως οι Πατριαρχικές Μονές των Πριγκιποννήσων, παραμένουν επιμόνως στην κατηγορία των «κατειλημμένων Βακουφίων» (Μazbut), η Θεολογική Σχολή Χάλκης ακόμη αναμένεται να επαναλειτουργήση κ. ά.

Ελπίζετε ότι θα ικανοποιηθούν; Πώς βλέπετε το μέλλον της ομογένειας
στην Πόλη;

Ναι, ελπίζω ότι συν τω χρόνω θα ικανοποιηθούν. Εκείνο όμως που θεωρώ μείζον την στιγμή αυτή, είναι το γεγονός ότι η αντιμειονοτική νοοτροπία της μεταλωζαννικής περιόδου τείνει να αλλάξει ριζικώς, διότι και η Τουρκική πολιτική και κοινωνική ζωή αλλάζει. Μεταξύ πολλών, πιστεύω κι᾿ εγώ προσωπικώς, ότι της πολυμερούς αυτής αλλαγής συνέπεια είναι και η ευχαρίστως παρατηρουμένη ανάπτυξη στην χώρα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι εις τους όπου γης συνηγόρους των δικαίων του πονεμένου Οικουμενικού Θρόνου, τα τελευταία χρόνια προσετέθησαν πολλοί διαπρεπείς παράγοντες της Τουρκικής δημοσίας ζωής, οι οποίοι, συχνά, θα έλεγα, και με πολλά επιχειρήματα, στιγματίζουν από τα μέσα ενημερώσεως τις πολιτικές των κακουχιών του παρελθόντος, συνεπεία των οποίων ο αριθμός των ρωμηών σήμερα στην Πόλη είναι μόλις δύο χιλιάδες ψυχές, από εξήντα και πλέον χιλιάδες το 1963 και είκοσι χιλιάδες το 1968.

Να τελειώσω με την ευέλπιστη επισήμανση, ότι από Θεού, κατά τα τελευταία χρόνια, την μόνιμη πικρία που μας προσδίδουν οι χιλιάδες απουσίες την αναπληρώνουν συχνά οι εξ Ελλάδος ευρισκόμενοι στην Πόλη για λόγους εργασίας και σπουδών ομογενείς, κυρίως όμως οι συμμετέχοντες συχνά στη σεμνή λειτουργική ζωή των Πατριαρχικών Εκκλησιών προσκυνηταί, οι οποίοι με την παρουσία τους ανανεώνουν την διαχρονική υπομονή και προσδοκία μας για ένα καλλίτερο μέλλον και επιβεβαιώνουν το γνωμικό οτι «η υπομονή και ο χρόνος κάνουν περισσότερα από την δύναμη και το πάθος».

Σεβασμιώτατε, γνωρίζω ότι αρκετές φορές επισκεφθήκατε και παρακολουθήσατε από
κοντά τον τρόπο λειτουργίας της Αρχιεπισκοπής Αμερικής. Πέστε μας λίγες σκέψεις
για την Επαρχία αυτή του Θρόνου.

Η Εκκλησία μας στην Αμερική αποτελεί την πιο πολυπληθή και δυναμική Επαρχία του Θρόνου. Είναι γεγονός ότι το πολυπληθές του ομογενούς στοιχείου στην μεγάλη αυτή χώρα οφείλεται, πέραν των μεγάλων περιπετειών του Γένους του παρελθόντος εικοστού αιώνος και των μεταναστευτικών αναγκών που δημιούργησαν, και στις εγγενείς συνθήκες ισοτίμου, ισονόμου και κοινωνικώς  εξελιξίμου ζωής, οι οποίες συνθήκες με τις πολλές συνέπειές τους, κατά την γνώμη μου συνέβαλαν, ώστε, με την πάροδο του χρόνου, ακόμη και οι εμπράγματοι και εκκλησιολογικώς ορθοί όροι «μειονότης» και «διασπορά»να έχουν δημιουργήσει απαρέσκεια στους ελληνοαμερικανούς.

Μήπως συμβαίνει το ίδιο και για την ελληνική γλώσσα;

Για την μητρική μας γλώσσα, δεν θα έλεγα απαρέσκεια αλλά αδυναμία από την φορά των πραγμάτων. Είναι λυπηρό ότι οι προσπάθειες που κατεβλήθησαν και που γνωρίζω ότι καταβάλλονται δεν ήρκεσαν ώστε η ελληνική γλώσσα να ομιλείται ευχερώς και προθύμως όπως η αγγλική. Εξ άλλου, είναι επίσης γεγονός ότι οι ανθρώπινες σχέσεις σε πολυεθνικά και πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα εξελίσσονται ως επί το πλείστον εις βάρος των μητρικών γλωσσών, προτιμουμένης από τους πάντες σχεδόν της κοινής γλώσσης, προς χάριν κυρίως των νέων, οι οποίοι βασικώς αυτήν διδάσκονται και συνεπώς με αυτήν αναστρέφονται και προκόπτουν.

Παρά τα ανωτέρω όμως, διατηρώ την πεποίθηση, ότι η διά πολλών τρόπων καλλιέργεια από μέρους της τοπικής Εκκλησίας, της πίστεως πρωτίστως, αλλά και του ιστορικού και πνευματικού εύρους της κοινής εν γένει καταγωγής, διετήρησαν και διατηρούν ενωμένους και δυναμικούς τους ελληνοαμερικανούς. Και όταν ομιλούμε για δυναμισμό, αυτομάτως αποδίδουμε και την προσήκουσα ιστορική αναγνώριση και τιμή στον αείμνηστο Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο εις του οποίου τον δυναμισμό της ψυχής πρωτίστως, αλλά και τον διοικητικό και ποιμαντικό συντονισμό και την αρχοντική εν γένει εκπροσώπηση του γένους μας ενώπιον του συνόλου των αμερικανικών αρχών κατά την μακρά θητεία του, οφείλεται η μέχρι σήμερα αποδιδομένη ιδιάζουσα εκτίμηση αυτών προς αυτό.

Και για την διατήρηση της ενότητας;

Είναι γνωστό ότι όλες οι ενώσεις είναι δημιουργημένες και θεμελιωμένες πάνω στις αμοιβαίες ανάγκες. Όταν δε οι ανάγκες αυτές, σε ένα άκρως καπιταλιστικό σύστημα όπως της Αμερικής είναι πνευματικές, - όπως πρέπει να είναι οι βασικές ανάγκες του Ορθοδόξου πιστού κατά την Γραφή, «ουκ επ᾿ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος» (Μτθ.4,4), αντιμετωπίζουν καθημερινώς τα εμπόδια του υλιστικού και αντιπνευματικού χαρακτήρα του συστήματος καί δυσχεραίνουν το έργο της Εκκλησίας. Φρονώ δε προσωπικά, ότι κατά την διακονία της η Εκκλησία αναχαιτίζει τα εμπόδια αυτά, μόνον όταν δεν «συσχηματίζεται τω αιώνι».

Σε αντίθετη περίπτωση δημιουργούνται διαιρέσεις και σχίσματα που δεν λείπουν και σήμερα ατυχώς. Εις το σημείο αυτό δεν είναι δυνατόν να μη εξαρθή η παρά τις αναπόφευκτες δυσχέρειες πολύλπευρος ενωτική συμβολή του μετά λυπηράν τριετίαν από της παραιτήσεως του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου διαδεχθέντος αυτόν στην οιακοστροφία της Αρχιεπισκοπής νυν Αρχιεπισκόπου Αμερικής Δημητρίου, του διαπρεπούς αυτού Ιεράρχου, Διδασκάλου και πνευματικού ανθρώπου, του επιτυχόντος την μετά πνευματικής συνοχής συνέχιση της εκκλησιαστικής ζωής της Αρχιεπισκοπής Αμερικής σε συνθήκες πιστότητος και αφοσιώσεως προς το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο.

Τι θα λέγατε για την οικονομική κρίση στην Ελλάδα;

Την οικονομική κρίση που βιώνει η Ελλάδα, αλλά και ο κόσμος μας κατά τα τελευταία λίγα χρόνια, προσωπικά την νοιώθω να έχει για τους Έλληνες δύο όψεις. Μία εθνική και μία διεθνή. Οι όψεις αυτές της κρίσεως, έχουν κοινό μεν πνευματικό υπόβαθρο, διαφορετικές όμως, μέχρι τώρα τουλάχιστον, συνέπειες στους λαούς της Δύσεως, λόγω διαφορετικών οικονομικών δεικτών, αλλά και ανθρωπίνων νοοτροπιών. Η καθολική δυσφορία των Ελλήνων, ασφαλώς έχει να κάνει με σειρά παραλείψεων και εσφαλμένων πολιτικών, στις οποίες οφείλεται η απελπιστική διόγκωσις των οικονομικών προβλημάτων της ελληνικής καθημερινότητος.

Πίσω όμως από τους δείκτες, να επαναλάβω και εγώ, αυτό που με πολλούς τρόπους και από πολλούς ανθρώπους λέγεται, ότι δηλαδή υπάρχει ένα σύστημα κερδοσκοπικό, που από την φύση του λειτουργεί κατά τρόπο ανεξέλεγκτο μεν για τους ρυθμιστάς του, ελεγκτικό δε για τους ανθρώπους, που συνολικά ονομάζονται «καταναλωτικό κοινό» και που αποτελούν την «πελατεία» μιάς «ελευθέρας» κατ᾿ όνομα, στεγανής όμως κατ᾿ ουσίαν οικονομίας.

Και ποιός είναι ο ρόλος της Εκκλησίας;

Η ευθύνη της θα έλεγα είναι πρωτίστως πνευματική. Η οποιαδήποτε, αναγκαία εν πολλοίς, κοινωνική δραστηριότης, πάντοτε έπεται. Για την κρίση δε που βιώνει ο κόσμος, η Εκκλησία εναγωνίως διατυπώνει πρωτίστως τον σωτήριο λόγο της τον οποίο αντλεί από το μυστήριο του φιλανθρώπου και ελεήμονος Θεού, από τον Οποίον και μόνον ελπίζει να δεχθεί εκβάσεις στα ανθρώπινα προβλήματα. Και πρώτον μεν θα ήθελα στο σημείο αυτό να υπενθυμίσω, ότι τα πάντα στον κόσμο αυτό είναι τρεπτά καί υπόκεινται σε αλλαγή και αλλοίωση.

Η αλήθεια αυτή είναι διαχρονική και ενισχύει την πίστη μας στην ευαγγελική ρήσι, ότι δηλαδή εμείς δεν είμαστε «καθώς και οι λοιποί οι μή έχοντες ελπίδα» (Α’ Θεσ. 4, 13). Σε μία εποχή, λοιπόν, που καταρρέουν στην συνείδησή μας όλοι όσοι προβάλλουν την ύλη σαν μοναδική ελπίδα ευζωΐας, η Εκκλησία μας, μας δείχνει τον Σταυρό του Χριστού σαν μοναδική ελπίδα διεξόδου από την τελματιαία κατάληξη της προσωπικής και χρηματοοικονομικής ζωής των πολλών.

Δεν νομίζετε, Σεβασμιότατε, ότι αυτά ακούονται μόνον σαν εξαγγελίες χωρίς αντίκρισμα;

Θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω. Το αντίκρισμα αυτών των ολίγων λόγων βρίσκεται στην «μυστική», δηλαδή, την αγιοπνευματική προσφορά της Εκκλησίας, χάρις στην οποία αμέτρητοι άνθρωποι που δεν φωνασκούν, αντέχουν και υπομένουν προσευχητικά. Γι᾿ αυτό, λοιπόν, αντί να ασθενούμε από την καθημερινή απογοήτευση, ας δοκιμάσουμε την σίγουρη θεραπεία της αυτοκριτικής. Η θεραπεία αυτή έχει πολλά να μας διδάξει ως προς την προσωπική εκάστου μικρή ή μεγάλη συμβολή στην σημερινή κρίση.

Η διδασκαλία της, θα μας υπενθυμίσει την πατρώα πίστη και παράδοση, την υπομονή, την ολιγάρκεια, την εντιμότητα, την σεμνότητα, την ευγνωμοσύνη, την άδολη προσφορά και θυσία, την αλήθεια και την προσωπική μετάνοια! Η απουσία των αρετών αυτών τροφοδοτεί την απληστία, την απάτη και το άδικο συμφέρον∙ τα συστατικά δηλαδή της σημερινής κρίσεως. Μόνον η προσπάθεια επαναφοράς των πνευματικών αυτών θησαυρών στην ζωή και την ψυχή μας θα μεταβάλει οπωσδήποτε τον «Σταυρό» της κρίσεως σε ευκαιρία λυτρώσεως, πραγματικής ευημερίας και χαράς. 

Ενώ η εμμονή εις την αδάπανη καλοπέραση όλο και περισσότερο θα κουράζει την ψυχή, θα προκαλεί τον πλησίον και συνάμα θα ενοχλεί τους προσβλητικούς δανειστάς και θα απομακρύνει και τις έντοκες συνεισφορές τους.



ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ κ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΦΩΤΟΥ Η ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

Τα τελευταία χρόνια συχνά πυκνά έρχεται στο φως της δημοσιότητας o χωρισμός Πολιτείας και Εκκλησίας και η φορολόγηση της «αμύθητης» εκκλησιαστικής περιουσίας. Κύριοι εκφραστές της άποψης αυτής, ορισμένοι πανεπιστημιακοί του αριστερού χώρου, τακτικοί θαμώνες των σαλονιών του Κολωνακίου, συνεπικουρούμενοι από ομοϊδεάτες τους (όσον αφορά στο φρόνημα) δημοσιογράφους και άλλους αριστερούς, που με ευχαρίστηση τους φιλοξενούν στα τηλεοπτικά παράθυρα αλλά και στον έντυπο Τύπο, ως δήθεν «ειδήμονες» για να συζητήσουν το πιο πάνω θέμα. Οι άνθρωποι αυτοί που δεν πάτησαν ποτέ στην εκκλησία, δεν άναψαν ένα κερί στη χάρη της Παναγιάς, δεν έριξαν πενήντα λεπτά στον δίσκο, δεν ασχολήθηκαν ποτέ με τα σοβαρά προβλήματα, που η τελευταία αντιμετωπίζει παρ’ όλα αυτά νομίζουν, ότι γνωρίζουν τα πάντα και θέλουν να έχουν άποψη στα βασικά της προβλήματα τα οποία στην ουσία τελείως αγνοούν και θελημένα ή αθέλητα τα παραποιούν και διαστρεβλώνουν. 

Ομιλούν περί «αμύθητης» κινητής και ακίνητης περιουσίας της Εκκλησίας και για το «φαγοπότι» που γίνεται μέσα στους κόλπους της. Στήνουν τηλεδίκες με κατήγορους τους μεν και δικαστές τους δε, δικάζουν και καταδικάζουν, ερήμην του κατηγορουμένου, εκμεταλλευόμενοι την αδράνεια και την ατολμία της εκκλησίας, που για λόγους δικούς της δεν επιθυμεί ευθέως να αντιπαραταχθεί μαζί τους. Εντυπωσιάζουν με τα λεγόμενά τους την κοινή γνώμη και μεταπλάθουν τα πλήθη σε στρατιές θαυμαστών τους. Η «αμύθητη» εκκλησιαστική περιουσία την οποία αναπαράγουν και αναμεταδίδουν κάθε λίγο και λιγάκι είναι φυσικό να προκαλεί το ενδιαφέρον του ταλαιπωρημένου και καταπονημένου λαού. Το θέμα προσφιλές. Εναγωνιώδες το ενδιαφέρον του κοινού. Μαγεύεται, παθιάζεται, συνωθείται και καθυποτάσσεται πάνω στο φλέγον αυτό θέμα. 

Πλάθει όνειρα αισιοδοξίας, όταν ακούει τα φανταχτερά συνθήματα «των διανοουμένων εκσυγχρονιστών», των «προοδευτικών» της αντιεκκλησιαστικής αριστεράς, ότι μπορεί και αυτός να γίνει συμμέτοχος μέρους του φιλέτου της εκκλησιαστικής περιουσίας. Η θολή και νεφελώδης αυτή συνθηματολογία των προπαγανδιστών της αμύθητης εκκλησιαστικής περιουσίας γεννά και πολλά ερωτήματα, αν αυτές οι αναφορές τους είναι πράγματι αληθείς ή αναληθείς, τη στιγμή που δεν συνοδεύονται και από την αναγκαία εξήγηση, δηλαδή από κανένα πειστικό στοιχείο που να τεκμηριώνει και να αποδεικνύει τη βασιμότητα της άποψής τους. Αν πράγματι υπάρχει αμύθητη εκκλησιαστική περιουσία, οφείλουν όσοι το υποστηρίζουν, να αποδείξουν με πληρότητα και ακρίβεια την έκτασή της, για να μπορεί αυτός που τους παρακολουθεί να σχηματίσει σαφή και ακριβή εικόνα, ώστε να καταλήξει σε ορθή κρίση και όχι να διατυπώνουν μομφές και αοριστολογίες, που δεν οδηγούν πουθενά παρά να εκθέτουν τους ιδίους. 

Αυτή η φιλολογία περί «αμύθητης» εκκλησιαστικής περιουσίας και η παραπληροφόρηση που γίνεται πρέπει κάποτε να λάβει τέλος. Ο λαός, το πλήρωμα της εκκλησίας, έχει δικαίωμα να μάθει την αλήθεια. Οφείλει η εκκλησία να επιστρατεύσει τα πάγχρυσα στόματα του λόγου της και το νομικό της οπλοστάσιο, να βγει στα παράθυρα της τηλεόρασης και να αντιπαραταχθεί με τους «συκοφάντες» της, να δώσει λεπτομερέστατο απολογισμό της περιουσίας της, για να παύσει μια για πάντα αυτό το τροπάριο της ψευδολογίας και της ανευθυνότητας. Το πόρισμα το οποίο θα προκύψει από αυτήν την αντιπαράθεση να αποτελέσει την ασπίδα και το ακαταμάχητο όπλο της εναντίον των εχθρών της. Η αναφορά του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, ότι η αμύθητη περιουσία της εκκλησίας την οποία επικαλούνται ορισμένοι, είναι μύθος, καίτοι αληθής, δεν έπεισε την κοινή γνώμη. 

Και αυτό γιατί δεν συνοδεύτηκε από επαρκή στοιχεία που να τεκμηριώνουν την άποψή του αυτή. Το ότι δεν υπάρχει αμύθητη εκκλησιαστική περιούσια το γνωρίζουν όλοι αυτοί που είναι προσκολλημένοι στο άρμα της αριστεράς. Όπως επίσης γνωρίζουν ότι, σε όσες φορές η πολιτεία βρισκόταν σε δύσκολες καταστάσεις και είχε ανάγκη από χρήματα και γη και προσέφυγε στην εκκλησία, η τελευταία πάντοτε στάθηκε στο πλευρό της. Η εμμονή ορισμένων να καλλιεργούν αυτό το κλίμα σε τούτες τις δύσκολες ώρες που περνάει η Πατρίδα μας, εξυπηρετεί άλλους σκοπούς και στόχους που μόνο οι ίδιοι γνωρίζουν. Έτσι οι δημοσιογραφικοί κάλαμοι δεν έπαψαν να ασχολούνται με το θέμα αυτό και να δίδουν τροφή στους εχθρούς της εκκλησίας να το κρατούν στην επικαιρότητα και να δυσφημίζουν το πρόσωπό της. Ενώ γνωρίζουν, ότι η εκκλησία καταβάλλει τους φόρους που της αναλογούν καθώς και κάθε άλλη υποχρέωσή της που έχει έναντι της πολιτείας, όπως κάθε άλλο Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου δικαίου, έρχονται με ψευδείς αναφορές και λέγουν, ότι η εκκλησία απολαμβάνει «καθεστώς μόνιμης φορολογικής ασυλίας». 

Και όλα αυτά για να σπιλώσουν το κύρος της, τη σεμνότητα και εντιμότητά της στα μάτια του λαού. Αν πράγματι οι πανεπιστημιακοί και οι άλλοι (όπως παραπάνω αναφέρθηκαν), πονούσαν αυτόν εδώ τον τόπο, αν ενδιαφερόταν ειλικρινά για τη φορολόγηση των εισοδημάτων όλων των πολιτών, ανάλογα με τη φοροδοτική τους ικανότητα. Θα έπρεπε να σηκώσουν αυτοί πρώτοι το φλάμπουρο, να γίνουν σταυροφόροι, πρωταγωνιστές και μπροστάρηδες, να αναλάβουν την ευθύνη και το κόστος του αγώνα και να συμβάλλουν με τις παρεμβάσεις τους για μια έντιμη και σωστή ενημέρωση των πολιτών γύρω από το σοβαρό αυτό πρόβλημα της φορολόγησης όλων μας προκειμένου να βρουν ανταπόκριση στην ευρεία μάζα του λαού και όχι να βάλλουν αποκλειστικά και μόνο κατά της εκκλησίας με βαριές, ψευδείς, ανυπόστατες, απαράδεκτες επιτιμήσεις, για να θίξουν, να σπιλώσουν, να μειώσουν το κύρος και την αίγλη της. 

Η Εκκλησία, ως ζωντανός οργανισμός ανέκαθεν είχε περιουσία είτε από δωρεές των πιστών μελών της, είτε από δικές της αγορές, προκειμένου να οργανώσει το τεράστιο κοινωνικό και φιλανθρωπικό της έργο. Για το έργο της αυτό δεν άκουσα ποτέ από αυτούς που την αντιμάχονται να εκφέρουν ένα καλό λόγο για εκείνη. Είναι τυχαίο; Όχι φυσικά. Σκοπός και στόχος τους η βλάβη της. Η Εκκλησία, όπως αναφέρει ο μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, «είναι ένας ζωντανός οργανισμός που διαθέτει αστείρευτο πνευματικό πλούτο, μεγάλους θησαυρούς – θεολογικούς και πολιτιστικούς και δεν φοβάται ούτε απειλείται από κάποια φορολογία, μπορεί όμως να υπονομευθεί το φιλανθρωπικό της έργο. 

Και σήμερα εξακολουθεί να δέχεται την αγάπη και τον σεβασμό εκατομμυρίων ανθρώπων που προσφέρουν όχι απλώς χρήματα, αλλά την καρδιά τους και τη ζωή τους. Αυτός είναι ο ατίμητος πλούτος της που δεν μπορεί να φορολογηθεί. Η Εκκλησία έχει αυτό που είναι και δεν είναι αυτό που έχει».
--------------------------
 Σχόλιο του Ιστολογίου:

Συμφωνούμε με το άρθρο του κ. Φώτου, αλλά πάντοτε θα υπάρχουν κακόπιστοι και διαστρεβλωταί της αλήθειας. Εάν υπάρχουν κάποιοι που δεν έχουν πειστεί από τα λεγόμενα του Μακαριωτάτου ότι η αμύθητη περιουσία της Εκκλησίας είναι μύθος, ας αναζητήσουν από το βιβλιοπωλείο της Αποστολικής Διακονίας το προσφάτως εκδοθέν βιβλίο του Αρχιεπισκόπου με τίτλο: ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ και ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ έτσι ώστε να διαπιστώσουν διαβάζοντας χωρίς παρωπίδες, όλη την αλήθεια και τα σχετικά έγγραφα και τότε οι καλόπιστοι θα διαπιστώσουν τις ψευδείς ανυπόστατες και απαράδεκτες επιτιμήσεις μερικών που πιστεύουν κατά την γνώμη τους, ότι με τα ψεύδη τους και την ασχετοσύνη τους θα πλήξουν το κύρος της Εκκλησίας.
  


Π. ΒΟΙΩΤΟΣ