13 Απριλίου, 2012

ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ


«Τη Αγία και Μεγάλη Παρασκευή τα άγια και σωτήρια και φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού επιτελούμεν΄ τους εμπτυσμούς, τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα, τας ύβρεις, τους γέλωτας, την πορφυράν χλαίναν, τον κάλαμον, τον σπόγγον, το όξος, τους ήλους, την λόγχην και προ πάντων τον σταυρόν και τον θάνατον, α δι’ ημάς κατεδέξατο΄ έτι Δε και την του ευγνώμονος ληστού, του συσταυρωθέντος αυτώ, σωτήριον εν τω σταυρώ ομολογίαν».


Το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής, αφότου εξέπνευσε ο Κύριος επί του σταυρού, έπρεπε να ταφεί και μάλιστα βιαστικά, διότι όπως μας πληροφορεί ο ιερός Ευαγγελιστής οι Ιουδαίοι «ίνα μη μείνη επί του σταυρού τα σώματα εν τω σαββάτω, επεί Παρασκευή ην΄ ην γαρ μεγάλη η ημέρα εκείνη του σαββάτου΄ ηρώτησαν τον Πιλάτον ίνα κατεαγώσιν αυτών τα σκέλη, και αρθώσιν» (Ιωάν.19:31). Οι στρατιώτες με χονδρές σιδερένιες βέργες τσάκισαν τα κόκαλα των δύο συσταυρωμένων ληστών, για να επιταχύνουν το θάνατό τους, διότι ακόμη δεν είχαν εκπνεύσει.

«Επί τον Ιησούν ελθόντες ως είδον αυτόν ήδη τεθνηκότα, ου κατέαξαν αυτού τα σκέλη, αλλ' εις των στρατιωτών λόγχη αυτού την πλευράν ένυξε, και ευθέως εξήλθε αίμα και ύδωρ» (Ιωάν.19:33). Αυτό σημαίνει ότι ο θάνατος του Κυρίου υπήρξε πραγματικός, εις πείσμα όλων εκείνων των συκοφαντών, οι οποίοι συνεχίζοντες την θεομάχο έχθρα των αρχόντων του Ισραήλ, υποστήριζαν και υποστηρίζουν ότι δήθεν δεν πέθανε επί του σταυρού και κατά συνέπεια η ανάστασή Του ήταν ψεύτικη!

Κοντά στο σταυρό του Κυρίου είχαν απομείνει μόνο η Θεοτόκος και οι ηρωικές γυναίκες μαθήτριές Του, οι οποίες συνέπασχαν με Αυτόν, έκλαιγαν και πενθούσαν το άδικο πάθος και το θάνατό Του. Αντίθετα οι ένδεκα μαθητές είχαν κρυφτεί για το φόβο των Ιουδαίων (Ιωάν.20:19).  Όμως ήταν αδύνατο σ' αυτές να αναλάβουν το δύσκολο έργο της αποκαθηλώσεως και της ταφής του Χριστού. Το πιο ανυπέρβλητο εμπόδιο ήταν η αίτηση στον Πιλάτο να τους δοθεί η άδεια της ταφής.Το έργο αυτό ανάλαβαν οι ευσεβείς άρχοντες Ιωσήφ και Νικόδημος. «Επεί ην Παρασκευή, ο εστι προ σάββατον, ελθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ός και αυτός ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού, τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού».

Εκείνος «εδωρήσατο το σώμα τω Ιωσήφ.  Και αγοράσας σινδόνα και καθελών αυτόν ενείλησε τη σινδόνη και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω, ο ην λελατομημένον εκ πέτρας, και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου» (Μάρκ.15:43-46). 


Αυτή ήταν και η τελευταία πράξη του Θείου Δράματος. Ο «αχώρητος παντί» χωρά και κρύπτεται στον τάφο. Αυτός που κατοικεί στα απέραντα ουράνια κείτεται στο υγρό και σκοτεινό μνημείο. Μυστήριο μέγα!

Η ψυχή του Κυρίου, κατέβηκε στον Άδη, όπως αναφέρει σαφέστατα ο απόστολος Πέτρος «θανατωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι΄ εν ω και τοις εν τη φυλακή πνεύμασι πορευθείς εκήρυξεν» (Α΄Πέτρ.3:18) και ομιλών για την Ανάσταση του Κυρίου «ου κατελείφθη η ψυχή αυτού εις άδου ουδέ η σαρξ αυτού είδε διαφθοράν» (Πραξ.2:31). Το ίδιο και ο απόστολος Παύλος έγραψε πως ο Χριστός «κατέβη πρώτον εις τα κατώτατα μέρη της γης» (Εφεσ.4:9), σύμφωνα με την αντίληψη της εποχής ότι ο Άδης βρίσκεται στα έγκατα της γης. Εκεί ο Κύριος κατά την τριήμερο παραμονή Του συνέχισε και στον κόσμο των πνευμάτων το απολυτρωτικό Του έργο. Κήρυξε το ευαγγέλιο της σωτηρίας και στους απ' αιώνος νεκρούς. Όπως στον κόσμο των ζωντανών έτσι και στον κόσμο των νεκρών υπήρξαν εκείνοι που πίστεψαν και εκείνοι που αρνήθηκαν το κήρυγμά Του. Κατά την λαμπροφόρο Ανάστασή Του ανέβασε μαζί Του και όσους πίστεψαν σ' Αυτόν.

Σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς η κάθοδος του Κυρίου στον Άδη υπήρξε επεισοδιακή. Σε πρωτοχριστιανικό κείμενο διαβάζουμε: Όταν ο Χριστός πλησίασε στις βαριές θύρες του Άδη ακούστηκε μια γοερή φωνή «άρατε πύλας λέγουσα. Ακούσας ο Άδης εκ δευτέρου την φωνήν απεκρίθη ως δήθεν μη γινώσκων και λέγει: Τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Λέγουσιν οι άγγελοι του δεσπότου: Κύριος κραταιός και δυνατός, κύριος δυνατός εν πολέμω. Και ευθέως άμα τω λόγω τούτω αι χαλκαί πύλαι συνετρίβησαν και οι σιδηροί μοχλοί συνεσθλάσθησαν, και οι δεδεμένοι πάντες νεκροί ελύθησαν των δεσμών, και ημείς μετ' αυτών.

Και εισήλθεν ο βασιλεύς της δόξης ώσπερ άνθρωπος, και πάντα τα σκοτεινά του Άδου εφωτίσθησαν» (Evang.Nicodimi, Pars II, cap.V (XXI)3).Οι εντυπωσιακές αυτές σκηνές ενέπνευσαν τα μέγιστα στην θαυμάσια εικονογραφία και ιδιαίτερα την μεγαλειώδη υμνολογία του Μ. Σαββάτου. Αυτή μαζί με την υμνολογία του Πάσχα αποτελεί το αποκορύφωμα της θρησκευτικής ποιήσεως. Ο θεολογικότατος κανόνας του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου και ο περίφημος και δημοφιλής Επιτάφιος Θρήνος υμνούν το νεκρό Θεό και προαναγγέλλουν την θριαμβευτική Του ανάσταση.

Ρίγη συγκινήσεως και πνευματικής τέρψεως γεμίζουν τις ψυχές των πιστών, οι οποίοι γεμίζουν ασφυκτικά τους ναούς για κλίνουν γόνυ μπροστά στον ανθοστόλιστο Επιτάφιο, να προσκυνήσουν τον Κτίστη του κόσμου, ο Οποιος «Ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται, ο την κτίσιν ωραϊσας του παντός». Να αποσμείξουν τους «δακρυρρόους θρήνους τους» με τα μύρα της ανοιξιάτικων ανθέων και τα γλυκά μέλη των ιερών υμνολογιών. Η θεσπέσια ακολουθία του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου θεωρείται ως η εξόδιος ακολουθία του Κυρίου μας!     

Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας παραλλήλισαν την ταφή του Κυρίου με την ανάπαυση του Θεού κατά την εβδόμη ημέρα της Δημιουργίας (Γεν.2:3). Ο «όλβιος τάφος» είναι η κλίνη της αναπαύσεως του Υιού του Θεού, ο Οποίος κατάπαυσε από το έργο της αναδημιουργίας του ανθρώπου και την αγία αυτή ημέρα αναπαύεται.. Το θαυμάσιο δοξαστικό των αίνων του Όρθρου του Μ. Σαββάτου τονίζει εμφαντικά αυτή την παρομοίωση: «... Τούτο εστι το ευλογημένον Σάββατον΄ αύτη εστίν η της καταπαύσεως ημέρα, εν η κατέπαυσεν από πάντων των έργων αυτού ο μονογενής Υιός του Θεού δια της κατά τον θάνατον οικονομίας τη σαρκί σαββατίσας...». Ενώ η πανάγια Σάρκα του Κυρίου μας αναπαυόταν στη γη, η ψυχή Του συνέχιζε το απολυτρωτικό έργο στον Άδη. Εκεί δόθηκε η πιο αποφασιστική «μάχη» όλων των εποχών. Αναμετρήθηκε η ζωή με το θάνατο, ο παράδεισος με το άδη, ο Χριστός με το διάβολο.

Από την τιτάνια αυτή πάλη νικήθηκε κατά κράτος ο διάβολος, καταπατήθηκε και κουρελιάστηκε ο θάνατος και άνοιξε διάπλατα ο παράδεισος για τους πιστούς του Χριστού. Αυτό το μεγάλο θρίαμβο αποτυπώνει θαυμάσια ένα από τα εξαίσια τροπάρια της εορτής: «Σήμερον ο άδης στένων βοά Κετελήθη μου το κράτος ο ποιμήν εσταυρώθη και τον Αδάμ ανέστησεν ων περ εβασίλευον  εστέρημαι, και ους κατέπιον ισχύσας, πάντας εξήμεσα εκένωσε τους τάφους ο σταυρωθείς ουκ ισχύει του θανάτου το κράτος...». 

Οι ορθόδοξοι πιστοί με θλίψη στην ψυχή, με βουρκωμένα μάτια και συναισθηματική φόρτιση πλησιάζουμε στον ιερό Επιτάφιο να προσκυνήσουμε το νεκρό Κύριο και να του εναποθέσουμε λίγα ανοιξιάτικα λουλούδια. Περισσότερο θέλουμε να του εναποθέσουμε την καρδιά μας και την ελπίδα μας. Η βεβαιότητα της λαμπροφόρου Αναστάσεώς Του μας γεμίζει αισιοδοξία και ουράνια χαρά. Διότι η δική Του Ανάσταση είναι η απαρχή και της δικής μας αναστάσεως. «Νυνί δε Χριστός εγήγερται εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο... έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α΄Κορ.15:20,26).

Αυτή είναι η πιο χαρμόσυνη αγγελία της ανθρώπινης ιστορίας, η πιο ελπιδοφόρα πίστη σε όλους τους κόσμους. Αυτή η μακάρια πίστη διώχνει μακριά μας κάθε κατήφεια. Δε μας φοβίζει πια τίποτε, διότι ό,τι και να μας συμβεί ο τελικός μας θρίαμβος είναι προδιαγεγραμμένος και η ανάστασή μας είναι προαποφασισμένη από τον Νικητή του θανάτου, τον Αναστάντα Κύριό μας Ιησού Χριστό!








ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ (ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ)

Οι βιβλικές περικοπές, που διαβάζονται, από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, αναφέρονται στα Σεπτά Πάθη του Κυρίου. Ακολουθεί ο Εσπερινός της Αποκαθηλώσεως, τα τροπάρια του οποίου αναφέρονται και πάλι στα Πάθη, υποφώσκει όμως η νίκη της Ανάστασης. «Ξύλω κατακρίνεται, ο κρίνων Ζώντας και νεκρούς. Τάφω κατακλείεται ο καθαιρέτης του Άδου».


Ο Ευσχήμων Ιωσήφ από του ξύλου καθελών
το άχραντό σου σώμα σινδόνι καθαρά……

Το βράδυ, που διαβάζεται ο Όρθρος του Μεγ. Σαββάτου, η ιεροτελεστία του Επιταφίου εμπερικλείει την εξαίσια κατάνυξη, που μιλάει με συγκίνηση και χαρά στις καρδιές του λαού. Είναι η κορύφωση της χαρμολύπης. Η Ζωή κατεβαίνει στον Άδη, για να «ζωοποιήση τους απ’ αιώνος θανόντας». «Υπνοί η Ζωή και Άδης τρέμει»!





ΤΑ ΤΕΛΟΥΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΟΛΗ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ.



Μία των λαμπροτέρων καί μεγαλοπρεπεστέρων τελετών της Εκκλησίας όλης καί φυσικώ τω λόγω της Σιωνίτιδος Εκκλησίας είναι αυτή του Επιταφίου. Η τελετή αυτή τελείται εις ανάμνησιν της θεοσώμου ταφής τού εν τω σταυρώ σαρκί θανόντος δι’ ημάς  Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Η τελετή αυτή τελείται υπο της Εκκλησίας Ιεροσολύμων μεταξύ της 8ης Εσπερινής καί 12ης μεσονυκτίου ώρας της Μεγάλης Παρασκευής.

Με τήν τελετήν ταύτην ξεκινά επίσημος συνοδεία από της Πύλης του Πατριαρχείου καί διά της Χριστιανικής οδού εισέρχεται εις τόν Ναόν της Αναστάσεως, εν ω πλήθη προσκυνητών ουχί Ορθοδόξων μόνον, αλλά καί των άλλων δογμάτων συνωστίζονται ουχί μόνον δεξιά καί αριστερά της οδού αλλά καί εν τω μέσω αυτής, μέ αποτέλεσμα τάς ειδικάς, ενίοτε απαραιτήτους, ενίοτε δέ καί υπερβολικάς ρυθμίσεις της Ισραηλινής Αστυνομίας.

Της λαμπράς ακολουθίας ταύτης προεξάρχει ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, συνιερουργούντων Αυτώ όλων των Αρχιερέων του Θρόνου καί των παρεπιδημούντων Αρχιερέων εκ των άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ούτοι ως καί Ιερείς ενεδύονται εντός του Ιερού Βήματος τά πένθιμα πολυτελή χρυσοκέντητα αυτών άμφια, εν ω οι ψάλται ψάλλουν τόν Κανόνα του Μεγάλου Σαββάτου.


Άμα τη ολοκληρώσει της Θ’ Ώρας του Κανόνος τούτου εξέρχονται από της Πύλης του Καθολικού καί διέρχονται εν έκαστον τά προσκυνήματα, Μή Μού Άπτου των Φραγκισκανών, του παρεκκλησίου του Αγίου Λογγίνου, του «Διεμερίσαντο  τά ιμάτιά μου εαυτοίς», του Ακάνθινου Στεφάνου, του Αδάμ μετά της σχετικής εν εκάστω δεήσεως. Από του παρεκκλησίου του Αδάμ η πομπή ανέρχεται εις τόν Γολγοθάν, ένθα αναγιγνώσκεται η Ευαγγελική περικοπή εκ του κατά Λουκάν Ευαγγελίου (23, 32-39) καί εναποτείθεται τό ειλητόν, εν ω τό σώμα του Κυρίου, επί της Αγίας Τραπέζης του Γολγοθά καί προσκυνούν ο Μακαριώτατος καί οι Αρχιερείς.

Από του Γολγοθά η πομπή κατέρχεται εις τόν κάτωθι τούτου ευρισκόμενον λίθον της Αγίας Αποκαθηλώσεως, εν ω καί πάλιν εναποτείθεται τό ειλητόν μετά του αντιτύπου του σεπτού Σώματος του Κυρίου καί των κοσμούντων τούτο ανθέων. Εκ της Αποκαθηλώσεως η λιτανεία κατευθύνεται πρός τόν Πανάγιον Τάφον, πέριξ του οποίου περιέρχεται τρις. Μετά τήν τρίτην περιφοράν ο Επιτάφιος κατατίθεται επί του λίθου του Αγίου Τάφου καί, θυμιώντος του Μακαριωτάτου καί εν συνεχεία δύο Αρχιερέων, ψάλλονται αι τρεις στάσεις  των Εγκωμίων της Μεγάλης Παρασκευής: «Η ζωή εν τάφω», «Άξιον εστίν» καί «Αι γενεαί πάσαι», μετά τάς οποίας τά «Ευλογητάρια».

Ευθύς μετά τα Ευλογητάρια ακολουθεί κήρυγμα από τον Αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου, αμέσως μετά ψάλλονται οι «Αίνοι».  Μετά τούς «Αίνους» καί τήν Δοξολογίαν, η Ιερά λιτανεία του Επιταφίου καταλήγει εις τό Καθολικόν του Ναού της Αναστάσεως, όπου αναγιγνώσκονται αι προφητείαι καί τό Αποστολικόν καί Ευαγγελικόν ανάγνωσμα καί γίνεται υπό του Μακαριωτάτου η Απόλυσις.


ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ


Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,

σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται,

σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι,

οι άνομοι και τα σκυλιά κι' οι τρισκαταραμένοι

για να σταυρώσουν το Χριστό, τον Αφέντη Βασιλέα.

Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι

να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.

Κι' η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,

τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.

Φωνή τους ήρθ' εξ Ουρανού απ' Αρχαγγέλου στόμα:

-Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν κι' οι μετάνοιες,

το γυιό σου τον επιάσανε και στο φονιά τον πάνε

και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τον τυραγνάνε.

-Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.

Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε.

-Συ Φαραέ, που τά 'φτιασες πρέπει να μας διδάξεις.

-Βάλε τα δυο στα χέρια του και τ' άλλα δυο στα πόδια,

το πέμπτο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά του,

να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.

Κι' η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη,

σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο

για να της ερθ' ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.

Κι' όταν της ηρθ' ο λογισμός, κι' όταν της ηρθ' ο νους της,

ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει,

ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της.

-Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες

Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες.

Λάβε, κυρά μ' υπομονή, λάβε, κύρά μ' ανέση.

-Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση,

που έχω γυιο μονογενή και κείνον Σταυρωμένον.

Κι' η Μάρθα κι' η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα

και του Ιακώβου η αδερφή, κι' οι τέσσερες αντάμα,

επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι

και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.

-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.

Κι' η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.

Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,

τηράει δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη,

Αγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γυιου μου,

μην είδες τον υγιόκα μου και τον διδάσκαλόν σου;

-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,

δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω.

Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο,

οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,

οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;

Αυτός είναι ο γυιόκας σου και με ο δάσκαλός μου!

Κι' η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.

-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;

-Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις·

μόνο το μέγα-Σάββατο κατά το μεσονύχτι,

που θα λαλήσει ο πετεινός και σημάνουν οι καμπάνες,

τότε και συ, Μανούλα μου, θάχεις χαρά μεγάλη!

Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Ουράνια,

σημαίνει κι' η Άγια Σοφία με τις πολλές καμπάνες.

Όποιος τ' ακούει σώζεται κι' όποιος το λέει αγιάζει,

κι' όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει,

Παράδεισο και λίβανο απ' τον Άγιο Τάφο.