10 Απριλίου, 2012

ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ.


«Τη Αγία και Μεγάλη Τετάρτη της αλειψάσης τον Κύριον μύρω πόρνης γυναικός μνείαν ποιούμεθα οι θειότατοι πατέρες εθέσπισαν, ότι προ του σωτηρίου πάθους μικρόν τούτο γέγονεν».

Αυτό είναι το συναξάρι της σημερινής ημέρας, της Μεγάλης Τετάρτης. Οι συνοδοιπόροι του πάθους του Χριστού μας πιστοί καλούμαστε αυτή την ιερή ημέρα να τιμήσουμε την έμπρακτη και ειλικρινή μετάνοια της πρώην πόρνης γυναικός, η οποία έγινε συνώνυμη με την συντριβή και την αλλαγή ζωής. Το σημαντικότατο, συγκινητικότατο και διδακτικότατο γεγονός της αλείψεως του Κυρίου με πολύτιμο μύρο από την αμαρτωλή γυναίκα διασώζουν με μικρές παραλλαγές και οι τέσσερις ευαγγελιστές. Σύμφωνα με τον ιερό ευαγγελιστή ο Ιησούς προσκλήθηκε σε δείπνο στο σπίτι κάποιου Σίμωνος, ο οποίος ανήκε στην τάξη των Φαρισαίων.  Κάποια γυναίκα αμαρτωλή όταν έμαθε ότι ο Κύριος ήλθε στην πόλη, ζήτησε να μάθει σε πιο σπίτι έχει καταλύσει. 

Και ενώ έτρωγαν και συζητούσαν, ξάφνου μπήκε στο σπίτι η γυναίκα εκείνη, κρατώντας στα χέρια της αλαβάστρινο δοχείο γεμάτο πολύτιμο μύρο. Προχώρησε στο μέρος του Ιησού και αφού στάθηκε πίσω Του, γονάτισε και άρχισε να κλαίει και να οδύρεται γοερά. Άνοιξε αμέσως το δοχείο και άρχισε να ρίχνει απλόχερα το μύρο και να πλένει με αυτό πόδια του Ιησού. Μαζί με το πολύτιμο μύρο έσμιγε και τα καυτά δάκρυά της, τα οποία έτρεχαν σαν ποτάμι από τα μάτια της. Αφού άδειασε το δοχείο ξέπλεξε τα πλούσια μαλλιά της και σκούπισε με αυτά τα πόδια Του, φιλώντας τα αδιάκοπα.

Ο Φαρισαίος οικοδεσπότης απόρησε με το γεγονός και διαλογιζόταν: Αυτός εδώ είναι προφήτης, δε γνωρίζει το ποιόν αυτής τη γυναίκας και την αφήνει να τον αγγίξει; Ο καρδιογνώστης Χριστός είπε στον Σίμωνα: Έχω να σου πω το εξής για τις σκέψεις σου: Εκείνος είπε: μίλα μου δάσκαλε. Κάποιος, του είπε, δάνεισε χρήματα σε δύο ανθρώπους, στον πρώτο πεντακόσια δηνάρια και στον δεύτερο πενήντα. Όταν έπρεπε να τα επιστρέψουν αυτοί δεν είχαν και ο δανειστής τους τα χάρισε. Και ρωτά το Σίμωνα: ποιος από τους δυο θα χρωστάει μεγαλύτερη χάρη στον δανειστή; Ο Σίμων απάντησε: αυτός που του χαρίστηκε το μεγαλύτερο ποσό.

Σωστά απάντησες του είπε ο Ιησούς. Για κοίταξε αυτή τη γυναίκα. Εγώ μπήκα στο σπίτι σου και δεν μου έπλυνες τα πόδια με νερό, όμως εκείνη μου τα έπλυνε με τα δάκρυά της και τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Χαιρετισμό δε μου έδωκες, όμως αυτή δε σταμάτησε στιγμή να μου φιλάει τα πόδια. Με λάδι δεν μου άλειψες το κεφάλι, όμως αυτή με πανάκριβο μύρο μου άλειψε τα πόδια. Δεν αξίζει να της πω: «σου συγχωρούνται οι τόσες πολλές αμαρτίες σου, διότι με αγάπησες τόσο πολύ»; Γυρίζοντας προς τη γυναίκα της είπε: «σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου». Τότε άρχισαν οι συνδαιτυμόνες να διερωτώνται: ποιος είναι αυτός που μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες; Ο Χριστός ξαναλέγει στη γυναίκα: «Η πίστη σου σε έσωσε, πήγαινε στο καλό».

 
«Κύριε, ή έν πολλαίς άμαρτίαις περιπεσούσα γυνή,
τήν σήν αίσθομένη θεότητα, μύρα σοι κομίζει».

Το σώμα της αμαρτωλής αυτής γυναίκας έχε παραδοθεί εξ’ ολοκλήρου στο βόρβορο της αμαρτίας και της διαφθοράς. Όμως μέσα στα κατάβαθα της ψυχής της σιγόκαιγε αμυδρή φλόγα λυτρώσεως. Ο ψυχικός της κόσμος δεν είχε διαφθαρεί ολοκληρωτικά. Η παρουσία του Σωτήρα Χριστού στην πόλη εκείνη λειτούργησε στην καρδιά της ως ισχυρότατος άνεμος, ο οποίος θέριεψε την αδύναμη φλόγα λυτρώσεως και την έκαμε πυρακτωμένο καμίνι, ασυγκράτητη ορμή για μετάνοια και σωτηρία και γι’ αυτό έτρεξε κοντά Του με τον χαρακτηριστικό αυτό τρόπο.

Συμβουλεύει ο ιερός Χρυσόστομος, να νοήσετε και να απολαύσετε την καλή διήγηση της καλής αυτής γυναικός, η οποία έφτασε ως εκεί, χωρίς να την καλέσουν, πλησίασε στο μέρος που βρισκόταν ο Κύριος και εξομολογήθηκε δημόσια, εξ όλης καρδίας, τα κρίματά της, χωρίς να αισχύνη, χωρίς φόβο η αντρειωμένη στην ψυχή. Δε λογάριασε τίποτε, ούτε την ταραχή των υπηρετών, ούτε την κατηγορία και το όνειδος των παρισταμένων».

Ο Χριστός, εγκαινίασε μια νέα αντίληψη για τον αμαρτωλό άνθρωπο, εντελώς διάφορη από εκείνη της ιουδαϊκής κοινωνίας. Δεν είναι ο αμαρτωλός άνθρωπος μιασμένος από τη φύση του, αλλά ένας πνευματικά ασθενής, ο οποίος χρειάζεται βοήθεια. Έθεσε ως αντίδοτο της πνευματικής ασθένειας τη μετάνοια, η οποία είναι ο ισχυρότατος εκείνος μοχλός, ο οποίος γκρεμίζει το οικοδόμημα της αμαρτίας και αναγεννά τον άνθρωπο. Δια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού παρήλθε ανεπιστρεπτί το καθεστώς του νόμου και της μισθαποδοσίας, και ανέτειλε η εποχή της χάρητος και του ελέους.


ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ

To Τροπάριο της Κασσιανής, τό διαμάντι αυτό της ορθοδόξου ύμνογραφίας, ψάλλεται κάθε Μεγάλη Τρίτη τό βράδυ στο τέλος της ακολουθίας του όρθρου της Μ. Τετάρτης. Είναι ίδιόμελο Δοξαστικό των Άποστίχων. Τό έγραψε ή υμνογράφος Κασσιανή ή Κασσία, ή οποία έζησε και έδρασε κατά τό πρώτο ήμισυ του 9ου αιώνος.

Ώς γνωστόν, ό αυτοκράτορας Θεόφιλος προσφέροντας της τό μήλο της προτιμήσεως του της είπε "εκ γυναικός έρρύη (προήλθαν) τα φαύλα" και εκείνη απάντησε "και έκ γυναικός έρρύη τα κρείττω (τα καλύτερα)". Ή σοφή αυτή απάντηση της στέρησε μεν τό θρόνο, άλλα τής χάρισε τή δυνατότητα να άσκηθη στήν αρετή και στήν ύμνογραφία. "Εγραψε πολυάριθμους ύμνους και ποιήματα.

Τό συγκεκριμένο τροπάριο δεν αναφέρεται στή δική της άμαρτωλότητα, άφού ή Κασσιανή ήταν ενάρετη, άλλα στήν αμαρτωλή εκείνη γυναίκα, ή οποία, σύμφωνα με τό κατά Λουκάν Ευαγγέλιο (κεφ. Ζ. 37-47), μόλις έμαθε ότι ό Σωτήρας μας ήταν στο σπίτι τού Σίμωνος του Φαρισαίου, εισήλθε στήν οικία – και μάλιστα κατά την ώρα του φαγητού - και κρατώντας  άλάβαστρον μύρου έβρεχε τά πόδια του Ιησού μέ τά δάκρυα της, τά σκούπιζε μέ τά μαλλιά της και τά άλειφε μέ τό μύρο, γιά νά δηλώση τη βαθιά της μετάνοια και την πολλή της αγάπη.

Ακριβώς αυτή τή σκηνή περιγράφει μέ αριστουργηματικό τρόπο ή Κασσιανή, εξαίρει τά βαθιά αισθήματα και τήν ευγνωμοσύνη τής ψυχής πού μετανοεί, υμνεί τήν άβυσσο τής αγάπης τού Χριστού και αιτείται τό αμέτρητο έλεος Του. Άπ' αυτά τά συναισθήματα είθε νά κατεχώμεθα και εμείς κάθε φορά πού ψάλλομε τό πλούσιο σέ νοήματα και υπέροχο σέ ποιητική χάρη τροπάριο τής μεγάλης Υμνογράφου τής Εκκλησίας μας μέ τήν λεπτή άλλά αδάμαστη ψυχή.