Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΩΝ
ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΩΝ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Τα δεδομένα
Στις αρχές της
δεκαετίας του 1990 οι περισσότερες από τις εκθέσεις διεθνών Οργανισμών που
αναφέρονταν στην Ελλάδα, έκαναν λόγο για την ύπαρξη 200.000 «Μακεδόνων» στις
βόρειες ελληνικές επαρχίες. Αυτός ο «λογικός αριθμός», σύμφωνα με το ελληνικό
τμήμα του Minority Rights Group, επέτεινε τη σύγχυση της περιόδου αυτής γύρω
από το Μακεδονικό Ζήτημα αυξάνοντας την ανασφάλεια στις βόρειες ελληνικές
επαρχίες. Το γεγονός από μόνο του θα ήταν ήσσονος σημασίας, αν οι συντάκτες των
παραπάνω εκθέσεων δεν έσπευδαν να επικαλεσθούν στατιστικές των αρχών του αιώνα,
προκειμένου να ενισχύσουν τον ισχυρισμό τους. Η επιστράτευση ιστορικών
εθνολογικών επιχειρημάτων αναπόφευκτα ενδυνάμωσε την επιχειρηματολογία τους και
αύξησε το ενδιαφέρον των ιστορικών. Με αφετηρία τις προαναφερθείσες εκθέσεις, η
παρούσα μελέτη επιχειρεί μια ιστορική αναδρομή στην ιστοριογραφική παραγωγή των
αρχών του αιώνα, μία επιστημονική περιήγηση στις στατιστικές της περιόδου -ελληνικές,
σλαβικές και δυτικοευρωπαϊκές- επιχειρώντας κατ' αυτόν τον τρόπο να διερευνήσει
την ακρίβεια των επιχειρημάτων που αντλούνται από αυτές.
Οι πρώτες τρεις
δεκαετίες του Κ΄ αιώνος αιώνα οριοθέτησαν μία μακρά περίοδο έντονων
ανακατατάξεων στην ελληνική επικράτεια. Ειδικότερα, η εικόνα της ελληνικής
Μακεδονίας στα τέλη της δεκαετίας του 1920 διέφερε εντελώς από εκείνη που
παρουσίαζε την εποχή της απελευθέρωσης, αμέσως μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Το γεγονός αυτό οφείλονταν αφενός στις βαθύτατες οικονομικές και κοινωνικές
αλλαγές που ακολούθησαν την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα και αφετέρου στις
διαρκείς και εκτεταμένες πληθυσμιακές ανακατατάξεις που σημειώθηκαν την ίδια
χρονική περίοδο. Όπως έχει παρατηρηθεί, συνολικά 17 πληθυσμιακά ρεύματα έλαβαν χώρα
στη Μακεδονία κατά το χρονικό διάστημα 1913-1925. Ανάμεσά τους, ασφαλώς,
δεσπόζουσα θέση κατέχουν η ελληνοβουλγαρική και η ελληνοτουρκική ανταλλαγή των
πληθυσμών, που προβλεπόταν από τις διατάξεις της Συνθήκης του Νεϊγύ το 1919 και
της Λωζάννης το 1923 αντίστοιχα. Καρπός των παραπάνω πληθυσμιακών ανακατατάξεων
υπήρξε η ριζική μεταβολή της εθνολογικής σύνθεσης της Μακεδονίας.
Το 1930 οι κυριώτερες
γλωσσικές ομάδες που κατοικούσαν στη Μακεδονία ήταν οι Ελληνόφωνοι, οι
Σλαβόφωνοι, οι Τουρκόφωνοι, οι Ισραηλίτες και οι Αρμένιοι. Η εργασία αυτή δεν
πρόκειται να ασχοληθεί με το σύνολο των ομάδων αυτών, αλλά θα περιορισθεί
αποκλειστικά στο ζήτημα των σλαβοφώνων πληθυσμών. Πιο συγκεκριμένα, το βασικό
ερώτημα, στο οποίο θα κληθεί να απαντήσει, είναι το εξής: Πόσος ήταν ο
αριθμητικός όγκος του σλαβόφωνου πληθυσμού της ελληνικής Μακεδονίας μετά την
ολοκλήρωση των ανταλλαγών των πληθυσμών, στα τέλη δηλαδή της δεκαετίας του
1920; Το συγκεκριμένο ερώτημα καθίσταται περισσότερο ισχυρό, αν αναλογισθεί
κανείς πως από τη μια οι απαντήσεις που δίνουν η ελληνική και η σλαβική
ιστοριογραφία διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους και από την άλλη, ότι το ζήτημα
του αριθμού των Σλαβοφώνων κατοίκων της ελληνικής Μακεδονίας υπήρξε αντικείμενο
ιδιαίτερα οξυμένων εθνικών αντιπαραθέσεων και αλυτρωτικών διεκδικήσεων.
Στο σημείο αυτό, θα
πρέπει να επισημανθούν τρία πράγματα: καταρχήν ότι οι στατιστικές των αρχών του
αιώνα δεν χρησιμοποίησαν ενιαία και αντικειμενικά κριτήρια και, ως εκ τούτου,
το κύρος τους είναι εξ ορισμού ελεγχόμενο, δεύτερον ότι οι στατιστικές
αποτυπώνουν περισσότερο την εικόνα που είχαν οι συντάκτες τους για τους
εξεταζομένους και λιγότερο την άποψη των ίδιων των εξεταζομένων και τρίτον ότι
η χρησιμοποίηση του όρου «στατιστική» δηλώνει ότι τα εξαγόμενα πληθυσμιακά
στοιχεία προέρχονταν από πληροφορίες που συγκέντρωναν συνήθως οι κατά τόπους
κυβερνητικοί υπάλληλοι ή οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι. Δεν επρόκειτο δηλαδή
για απογραφή του πληθυσμού, για συστηματική καταμέτρηση των μονίμων κατοίκων,
αλλά για υπολογισμό -άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο αξιόπιστο- του
αριθμητικού τους όγκου. Περιγράφοντας αυτές ακριβώς τις ιδιαιτερότητες και τις
δυσκολίες των στατιστικών αναλύσεων, ο Πρόξενος της Ελλάδας στο Μοναστήρι στις
αρχές του Κ΄ αιώνος Μ. Μπέτος, με επιστολή του προς τον Υπουργό των Εξωτερικών
Άθω Ρωμάνο, παρατηρούσε τα εξής:
«Κατανοών την μεγάλην
χρησιμότητα στατιστικής της όλης Μακεδονίας όσον ένεστιν ακριβούς, δεν έπαυσα
από ετών και εξ' ιδίας πρωτοβουλίας να φροντίζω, εφ' όσον επέτρεπον αι άλλαι
εργασίαι, προς συλλογήν της διά την στατιστικήν του Βιλαετίου Βιτωλίων ύλης.
Ατυχώς δεν ηδυνήθην να φέρω εις πέρας το πολλής σημασίας έργον τούτο, ως εκ των
μεγάλων και έστιν ότε ανυπερβλήτων δυσχερειών, ας εν τη εκτελέσει παρουσιάζει.
Αι επίσημοι τουρκικαί πληροφορίαι των ημερολογίων (σαλναμέ) είνε ατελέσταται
και πολλήν ενέχουσι την διαστροφήν των ονομάτων και την σύγχυσιν των
πληροφοριών. Αι των Μητροπόλεων είνε πενιχραί και αναξιόπιστοι, διότι μετά
ραθυμίας πάντοτε συλλεγόμεναι διαλαμβάνουσι μόνον περί των εις αυτάς υπαγομένων
Oρθοδόξων και τούτο άνευ ουδεμιάς τάξεως και διακρίσεως των διοικητικών
διαιρέσεων.
Οι δυνάμενοι δε να χρησιμεύσωσιν εις την συλλογήν της ύλης,
ομογενείς και διδάσκαλοι των μεμακρυνομένων μερών, δυσκόλως αναλαμβάνουσι
τοιούτου είδους εντολάς εκ φόβου μη εν τη ερεύνη και τη διεξαγωγή παρεξηγηθώσιν
υπό των τουρκικών αρχών ή διαβληθώσι προς αυτάς, και αναλαμβάνοντες σπανίως
φέρουσιν εις πέρας την εργασίαν ακριβώς κατά τα διδόμενα υποδείγματα και τας
οδηγίας, ότε χρεία νέων διασαφήσεων. πανταχού το στατιστικόν έργον είνε
δύσκολον, εν Τουρκία δε διά τους εκτεθέντας λόγους αποβαίνει δυσκολώτατον και
χρήζει χρόνου μακρού και επιμονής πολλής. Aι στατιστικαί δε αι διά των
Μητροπόλεων και διά πληροφοριών ανακριβών και αβασανίστων ουδεμίαν έχουσιν
αξίαν και εις πλημμελή συμπεράσματα δύνανται να οδηγήσωσι τον εις αυτάς
στηριζόμενον».
Ελληνικές απόψεις
Η άποψη που κυριαρχεί
στην ελληνική ιστοριογραφία επί του ζητήματος της πληθυσμιακής δύναμης των
Σλαβοφώνων, εκφράσθηκε από τον Αλέξανδρο Πάλλη, μέλος της μικτής Ελληνοβουλγαρικής
Επιτροπής στην διάρκεια της κρίσιμης δεκαετίας του 1920. Ο Πάλλης υποστήριξε
πως στις αρχές του 1925 κι ενώ ακόμη η ελληνοβουλγαρική μετανάστευση βρισκόταν
σε εξέλιξη, οι «Βουλγαρίζοντες», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, ανέρχονταν σε
77.000 άτομα περίπου, ποσοστό 5,3% του συνολικού πληθυσμού της Μακεδονίας. Στο
συμπέρασμα αυτό κατέληξε αφαιρώντας από τον αριθμό των 104.000 «Βουλγαριζόντων»
του 1920, 27.000 Βούλγαρους που μετανάστευσαν στη Βουλγαρία μέχρι τα τέλη του
1924, βάσει της Συνθήκης του Νεϊγύ.
Σε αντίθεση με τη σημαντική συρρίκνωση του
αριθμού των «Βουλγαριζόντων», ο αριθμός των Ελλήνων εκτινάχθηκε την ίδια εποχή
σε 1.277.000 άτομα, ποσοστό 88,3% επί του συνολικού πληθυσμού της Μακεδονίας.
Σε μεταγενέστερη μελέτη του το 1929, όταν δηλαδή είχε ολοκληρωθεί η
ελληνοβουλγαρική ανταλλαγή των πληθυσμών και είχε αποκρυσταλλωθεί η εθνολογική
σύνθεση της Μακεδονίας, ο Πάλλης ανέβασε τον αριθμό των «Βουλγάρων» της
Μακεδονίας σε 82.000 άτομα. Αλλά και η επίσημη ελληνική απογραφή του 1928, η
οποία πιθανώς στηρίχθηκε στους στατιστικούς υπολογισμούς του Πάλλη, ανέφερε την
ύπαρξη 81.984 ατόμων, εκ των οποίων τα 80.789 ζούσαν στη Μακεδονία και μιλούσαν
την «μακεδονοσλαυική», χωρίς ωστόσο και να γνωστοποιεί παράλληλα τα κριτήρια,
με τα οποία είχε καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα. Σύμφωνα με την απογραφή του
1928, οι «ομιλούντες την μακεδονοσλαυική» διαβιούσαν στις παρακάτω περιοχές:
Περιοχή Άτομα
Δράμα 4.114
Θεσσαλονίκη 1.427
Ημαθία 1.374
Κιλκίς 265
Λαγκαδάς 308
Παιονία 3.974
Πιερία 20
Καβάλα 23
Κοζάνη 3.310
Πέλλα 19.570
Σέρρες 7.715
Φλώρινα 28.886
Καστοριά 9.680
Χαλκιδική 5
Άγιον Όρος 118
Σύνολο 80.789
Οι ισχυρισμοί του Πάλλη
για την ύπαρξη 104.000 «Βουλγαριζόντων» στις αρχές της δεκαετίας του 1920 στην
ελληνική Μακεδονία, βασιζόταν σε μία στατιστική που είχε δημοσιευθεί το 1904
στο περιοδικό Bulletind' Orient, το οποίο απηχούσε τις επίσημες ελληνικές
απόψεις. Η στατιστική της Bulletind' Orient αποτύπωνε την εθνολογική σύνθεση
των βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου στις αρχές του αιώνα, ως εξής:
Βιλαέτι Έλληνες Βούλγαροι
Θεσσαλονίκης 372.831 189.447
Μοναστηρίου 279.964 142.715
Σύνολο 652.795 332.162
Η στατιστική της
Bulletind' Orientχρησιμοποιήθηκε δεκαπέντε χρόνια αργότερα από τον Βλαδίμηρο
Κολοκοτρώνη, ο οποίος στην κλασική του μελέτη La Macedoine et l' Hellenisme.
Etude historique et ethnologique προσπάθησε να προσαρμόσει τα αριθμητικά
στοιχεία της παραπάνω στατιστικήςστα γεωγραφικά όρια της ελληνικής Μακεδονίας.
Έτσι, κατέληξε στο συμπέρασμα πως την παραμονή των Βαλκανικών Πολέμων ζούσαν
στην ελληνική Μακεδονία 488.484 «Έλληνες Πατριαρχικοί» και 115.909 «Σλάβοι
Εξαρχικοί», δηλαδή «Βούλγαροι», όπως χαρακτηριστικά τους ονόμαζε. Αναλυτικά, ο
εθνολογικός πίνακας που έδωσε ο Κολοκοτρώνης, έχει ως εξής:
Έλληνες Βούλγαροι Βιλαέτι Θεσσαλονίκης Σαντζάκι
Θεσσαλονίκης
Καζάς Θεσσαλονίκης 50.682 4.239
Καζάς Κασσάνδρας 40.746 0
Καζάς Αγίου Όρους 3.761 210
Καζάς Λαγκαδά 20.484 2.240
Καζάς Κιλκίς 625 17.436
Καζάς Κατερίνης 18.429 0
Καζάς Βέροιας 26.971 0
Καζάς Έδεσσας 16.859 5.149
Καζάς Γιαννιτσών 18.583 1.763
Καζάς Γευγελής* 664 3.187
Καζάς Δοϊράνης* 518 1.307
Σαντζάκι Σερρών
Καζάς Σερρών 48.905 10.290
Καζάς Ζίχνας 23.155 3.700
Καζάς Σιδηροκάστρου 6.740 15.778
Καζάς Νευροκοπίου 2.530 11.611
Σαντζάκι Δράμας
Καζάς Καβάλας 9.500 0
Καζάς Ελευθερούπολης 10.175 0
Καζάς Χρυσούπολης 460 0
Καζάς Δράμας 9.900 2.980
Θάσος 13.050 0
Βιλαέτι Μοναστηρίου Σαντζάκι Μοναστηρίου
Καζάς Φλώρινας* 17.455 16.137
Καζάς Μοναστηρίου 7.535 2.374
Σαντζάκι Σερβίων
Καζάς Κοζάνης 16.120 0
Καζάς Σερβίων 14.690 0
Καζάς Γρεβενών 25.530 0
Καζάς Ανασελίτσας 23.653 0
Καζάς Πτολεμαΐδας 6.770 1.460
Σαντζάκι Κορυτσάς Καζάς Καστοριάς 45.733 15.934
Καζάς Κορυτσάς* 8.261 114
Σύνολο 488.484 115.909
[ο αστερίσκος (*)
υποδηλώνει πως μόνο ένα τμήμα των σχετικών καζάδων συμπεριλήφθηκε στην ελληνική
Μακεδονία. Πιο συγκεκριμένα, προσμετρήθηκαν 23 χωριά του καζά Γευγελής, 8 χωριά
του καζά Δοϊράνης, η πόλη του Σιδηροκάστρου (Δεμίρ Χισάρ) και 37 χωριά του
ομώνυμου καζά, 14 χωριά του καζά Νευροκοπίου, η πόλη της Φλωρίνης και 54 χωριά
του καζά της, 24 χωριά του καζά Μοναστηρίου και 21 χωριά του καζά Κορυτσάς].
Κατά τους υπολογισμούς
του Κολοκοτρώνη, δεν υπήρχαν καθόλου Βούλγαροι στους καζάδες Κασσάνδρας,
Κατερίνης, Βεροίας, Καβάλας, Χρυσούπολης (Σαρή Σαμπάν), Ελευθερούπολης
(Πραβίου), Κοζάνης, Σερβίων, Γρεβενών, Ανασελίτσας και στο νησί της Θάσου.
Αντιθέτως, οι Βούλγαροι υπερτερούσαν στους καζάδες Κιλκίς, Γευγελής, Δοϊράνης,
Σιδηροκάστρου και Νευροκοπίου. Επίσης, σύμφωνα με τον ίδιο μελετητή, το 4% των
Βουλγάρων διαβιούσε στον καζά Θεσσαλονίκης, το 15% στον καζά Κιλκίς, το 5% στην
Έδεσσα, το 2% στα Γιαννιτσά, το 3% στη Γευγελή, το 1% στη Δοϊράνη, το 9% στις
Σέρρες, το 3% στη Ζίχνα, το 14% στο Σιδηρόκαστρο, το 10% στο Νευροκόπι, το 3%
στη Δράμα, το 14% στη Φλώρινα, το 2% στο Μοναστήρι, το 1% στην Πτολεμαΐδα και
το 14% στην Καστοριά.
Οι θέσεις του
Κολοκοτρώνη επαναδιατυπώθηκαν λίγα χρόνια αργότερα από τον Πάλλη, μόνο που οι
115.909 «Βούλγαροι» του πρώτου αυξήθηκαν σε 119.000 στο κείμενο του δεύτερου. Η
μικρή απόκλιση των 3.000 «Βουλγαροφώνων» περίπου, που παρατηρείται μεταξύ των
δύο υπολογισμών, εξηγείται εύκολα, εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός πως τα
πληθυσμιακά στοιχεία για τους καζάδες Γευγελής, Δοϊράνης, Σιδηροκάστρου,
Δράμας, Φλωρίνης, Μοναστηρίου και Κορυτσάς, που τμήμα τους μόνο ανήκει στην
Ελλάδα, είναι λογικό να μην μπορούν να υπολογισθούν με ακρίβεια. Από τον αριθμό
των 119.000 «Βουλγαριζόντων» τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων, αφαιρέθηκαν
άλλοι 15.000 μετανάστες στη διάρκεια του διασυμμαχικού πολέμου, οδηγώντας έτσι
στον αριθμό των 104.000 το 1920.
Στη διάρκεια της
δεκαετίας του 1920, οι ισχυρισμοί του Πάλλη επηρέασαν αποφασιστικά και τις
θέσεις της διεθνούς κοινότητας, αφού πολλά στελέχη της Κ.τ.Ε. ασπάσθηκαν τις
απόψεις του. Ο Τζ. Άμπραχαμ (Abraham) έγραφε το 1925 στο μέλος της Επιτροπής
Αποκαταστάσεως Προσφύγων Τζον Κάμπελ (Campbell) ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες
του, ο αριθμός των Σλαβοφώνων κατοίκων της ελληνικής Μακεδονίας κυμαινόταν
μεταξύ 80.000 και 100.000. Ο Κάμπελ, από την πλευρά του, πίστευε πως οι
Σλαβόφωνοι της ελληνικής Μακεδονίας δεν έπρεπε να υπερβαίνουν ούτε καν τις
70.000, ενώ θαύμαζε τον Πάλλη χαρακτηρίζοντάς τον «ιδιαιτέρως καλά
πληροφορημένο». Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί πως οι αξιωματούχοι της Κ.τ.Ε.
χρησιμοποιούσαν την εποχή αυτή τους όρους «Βούλγαροι» και «Βουλγαρόφωνοι»,
διευκρινίζοντας πως οι δεύτεροι δεν ήταν εχθρικοί απέναντι στο ελληνικό κράτος.
Το πιο αντιπροσωπευτικό
ίσως παράδειγμα της επιρροής του Αλέξανδρου Πάλλη αποτελεί ο χάρτης της Κ.τ.Ε.,
που κυκλοφόρησε το 1926 και αποτύπωνε την πληθυσμιακή εικόνα της Μακεδονίας το
1912 και το 1925. Ο χάρτης ενστερνίζονταν πλήρως τις απόψεις του, κάνοντας λόγο
για 77.000 «Βουλγαρίζοντες». Αναλυτικά, σύμφωνα με τον πίνακα της Κ.τ.Ε., η
εθνολογική σύνθεση της ελληνικής Μακεδονίας είχε ως εξής:
Περιοχή Έλληνες
% Μουσουλμάνοι
% Βούλγαροι
% Διάφοροι
% 1912 1926 1912 1926 1912 1926 1912 1926
Γρεβενά 78 96 18 0 4 4 0 0
Κατερίνη 80 100 18 0 2 0 0 0
Κοζάνη 60 100 40 0 0 0 0 0
Ανασελίτσα 75 100 25 0 0 0 0 0
Πτολεμαΐδα 20 93 76 0 4 4 0 3
Βέροια 70 93 20 0 0 0 10 7
Φλώρινα 32 61 32 0 35 37 1 2
Έδεσσα 40 86 48 0 12 14 0 0
Νότια 54 64 0 0 46 26 0 5
Καστοριά 56 78 24 0 19 22 1 0
Γιαννιτσά 56 96 39 0 5 4 0 0
Γουμένισσα 36 79 42 0 17 19 5 2
Θεσσαλονίκη 29 80 26 0 0 0 45 20
Κιλκίς 0 97 66 0 29 0 3 3
Λαγκαδάς 36 100 60 0 4 0 0 0
Χαλκιδική 86 97 14 0 0 0 0 3
Σιδηρόκαστρο 19 84 40 0 37 15 4 1
Σέρρες 47 94 40 0 9 6 4 0
Ζίχνα 74 95 17 0 7 5 2 0
Ελευθερούπολη 40 100 60 0 0 0 0 0
Δράμα 15 97 79 0 5 0 1 3
Καβάλα 29 100 69 0 0 0 2 0
Νέστος 98 100 0 0 0 0 0 0
Θάσος 100 100 0 0 0 0 0 0
Οι θέσεις του Πάλλη
υιοθετήθηκαν τα επόμενα χρόνια από τους περισσότερους Έλληνες που ασχολήθηκαν
με το θέμα, ακόμη και από τους πλέον έγκριτους. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα
αποτελούν οι μελέτες του Γεωργίου Ζωτιάδη TheMacedonianControversy, του Δημήτρη
Πεντζόπουλου TheBalkanExchangeofMinoritiesand itsImpactuponGreece, του
Ευάγγελου Κωφού NationalismandCommunisminMacedoniaκαι του Στέλιου Νέστορα
«Greek Macedonia and the Convention of Neuilly».
___________________________
Αύριο η συνέχεια