03 Αυγούστου, 2012

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΙΙΙ

Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ο ΙΙΙ γεννήθηκε στο χωριό Παναγιά της επαρχίας Πάφου στην Κύπρο, στις 13 Αυγούστου 1913. Το κοσμικό του όνομα ήταν Μιχαήλ Χριστοδούλου Μούσκος. Πέθανε στις 3 Αυγούστου 1977 στην Λευκωσία. Ο Μακάριος ήταν αρχιεπίσκοπος της αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου από το 1950 μέχρι το θάνατο του και ο πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας της Κύπρου από το 1960 μέχρι το θάνατο του,το 1977.

Νεανικά χρόνια, σπουδές και πρώτα εκκλησιαστικά χρόνια 1913-1950. Το 1926 και σε ηλικία 13 ετών, εισήχθη στο Μοναστήρι του Κύκκου ως ιερομόναχος, όπου και έλαβε την πρώτη κατήχηση και εκπαίδευση. Φοίτησε επίσης στη Λευκωσία. Το 1942 αποφοίτησε με πτυχίο στην Θεολογία από την Αθήνα. Στην συνέχεια διορίστηκε ιερέας από την εκκλησία της Κύπρου αλλά συνέχισε να έχει ενδιαφέρον για περισσότερες σπουδές στη θεολογία. Το 1948 του προσφέρθηκε υποτροφία από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και ξεκίνησε σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, στη Μασσαχουσέτη των ΗΠΑ.

Το 1948, κατά τη διάρκεια των σπουδών του, εξελέγη Επίσκοπος Κιτίου και επέστρεψε στην Κύπρο.Ο Μακάριος από την αρχή έδειξε τις χαρισματικές του ικανότητες στην ηγεσία της Εκκλησίας. Οι σχέσεις του όμως με τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου που διοικούσαν την Κύπρο δεν ήταν καθόλου καλές. Όπως και άλλοι Έλληνοκύπριοι ηγέτες της εποχής στο τέλος της δεκαετίας του 1940 και αρχές του 1950, ήταν ένθερμος υποστηρικτής της Ένωσης με την Ελλάδα. Στις 9 Μαρτίου 1956, ο Μακάριος, μαζί με τους Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό, Παπα-Σταύρο Παπαγαθαγγέλου και Πολύκαρπο Ιωαννίδη, εξορίζονται από το αποικιακό καθεστώς στις Σεϋχέλλες, μέχρι τις 17 Απριλίου 1957, οπότε επιστρέφουν στην Αθήνα. Από τον Ιούλιο του 1957, ο Μακάριος με δηλώσεις του άρχισε να εγκαταλείπει τον ενωτικό αγώνα και να επιδιώκει την ανεξαρτησία της Κύπρου,η οποία ανακηρύχθηκε το 1960.

Από της ανάληψης των καθηκόντων του στη Προεδρία της Κύπρου ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ΙΙΙ, λόγω ακριβώς της προϊστορίας του αλλά και του ρόλου του, ειδικά στον κυπριακό αγώνα, αποτελούσε για τον ίδιο τον κυπριακό λαό (Έλληνες και Τούρκους) ανεγνωρισμένη προσωπικότητα του τότε Ελληνισμού. Το κύρος και η ηθική του επιβολή του είχαν προσδώσει διεθνή ακτινοβολία ακόμα και στον αλλόθρησκο αραβικό κόσμο. Συμμετέχοντας δε στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, η διεθνής του αναγνώριση ήταν ακόμη περισσότερο δεδομένη ενώ ο οφειλόμενος σεβασμός στο σχήμα του αρχιεπισκόπου δεν αμφισβητούνταν.

Παρά ταύτα, πολλές φορές ο Μακάριος είχε προκαλέσει τη δυσαρέσκεια των ελληνικών κυβερνήσεων, ειδικά από το 1953 και ύστερα, και του βασιλιά Παύλου, ακολουθώντας άλλοτε αιφνιδιαστικές τακτικές, άλλοτε υπαναχωρήσεις της τελευταίας στιγμής επί συμφωνημένων.Οι σχέσεις του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου με την Αθήνα επί του Κυπριακού ζητήματος ξεκίνησαν ουσιαστικά το 1953 όταν εκείνο τον χρόνο επίσημα ανακινήθηκε το θέμα. Από το έτος αυτό πράγματι ο Εθνάρχης Μακάριος, όπως αποκαλούνταν επίσημα τότε, ζήτησε την αμέριστη συμπαράσταση της Ελλάδας στο αίτημα της αυτοδιάθεσης, που ουσιαστικά σήμαινε την κατόπιν δημοψηφίσματος Ένωση, όπως αυτή είχε προσδιοριστεί από τους μέχρι τότε αγώνες των Ελληνοκυπρίων αλλά και ως ιερή παρακαταθήκη του προκατόχου του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ΙΙ.Ανταποκρινόμενη η Ελλάδα επ΄ αυτού, με τη σύμφωνη πάντα γνώμη του Μακαρίου, προσέφυγε στη συνέχεια πέντε φορές στον ΟΗΕ με μοναδικό αίτημα την αυτοδιάθεση της Κύπρου.

1. Πρώτη φορά στις 18 Αυγούστου του 1954, επί κυβέρνησης Α. Παπάγου
2. Δεύτερη φορά τον επόμενο χρόνο στις 22 Ιουλίου του 1955, επίσης επί κυβέρνησης Α. Παπάγου
3. Τρίτη φορά τον αμέσως επόμενο χρόνο στις 13 Μαρτίου του 1956, επί πρωθυπουργίας Κ. Καραμανλή όπου και ακολούθησε τον ίδιο έτος η επόμενη
4. Τέταρτη φορά στις 15 Ιουλίου,1956, επί κυβέρνησης Κ. Καραμανλή και τέλος
5. Πέμπτη φορά στις 15 Αυγούστου του 1959, επί πρωθυπουργίας επίσης Κ. Καραμανλή, ανήμερα της εορτής της Παναγίας.


Σημειώνεται ότι εκ των παραπάνω οι συζητήσεις που έγιναν το 1956 όπου ο Μακάριος ζήτησε την Ένωση, ο Χάρτινγκ την απέρριψε με συνέπεια αυτές να ναυαγήσουν. Τη δε συζήτηση που ακολούθησε επί του προτεινόμενου τότε «συντάγματος Ράντκλιφ», ο Μακάριος τη διέκοψε με συνέπεια και πάλι να ναυαγήσουν οι διαπραγματεύσεις. Στη στάση αυτή του Μακαρίου συμφώνησε όμως και η τότε ελληνική κυβέρνηση διότι πράγματι το προτεινόμενο εκείνο αποικιακό σύνταγμα τίποτε δεν προέβλεπε περί αυτοδιάθεσης που να οδηγούσε στην Ένωση.Αλλά και στη συνέχεια το προτεινόμενο μετά διετία νέο «σύνταγμα Μακ-Μίλλαν» ούτε και αυτό οδηγούσε σε σαφή αυτοδιάθεση.

Την εποχή εκείνη το κυρίαρχο σύνθημα του Μακαρίου ήταν η λέξη «Ένωσις» με την οποία συμπαρατασσόταν τόσο ο κυπριακός όσο και ο ελληνικός λαός με μεγάλες πορείες και διαδηλώσεις, τόσο στη Λευκωσία όσο και στην Αθήνα, καθώς και σε άλλες πόλεις. Σ΄ αυτή τη θέση, η ελληνική κυβέρνηση δεν έπαψε να του συμπαρίσταται παρότι ερχόταν σε σύγκρουση με σύμμαχες χώρες, την Αγγλία και την Τουρκία, δίνοντας διπλωματικές μάχες κάθε φορά στην έδρα του ΟΗΕ, με συνέπεια να υποχρεούται να προσαρμόζει την εξωτερική της πολιτική με επίκεντρο πάντα, ακριβώς την Ένωση της Κύπρου, χαράσσοντας κοινή γραμμή με τον Μακάριο.Και ενώ είχε διαμορφωθεί αυτό το κλίμα, αίφνιδιαστικά ο Μακάριος παραιτήθηκε από την Ένωση.

Συγκεκριμένα στις 22 Σεπτεμβρίου του 1958 έδωσε συνέντευξη στην Αγγλίδα βουλευτή του Εργατικού Κόμματος, Μπάρμπαρα Κάσλ, προβαίνοντας στην ακόλουθη δήλωση:«Εισηγούμαι όπως μετά από μίαν καθωρισμένην περίοδον αυτοδιακυβερνήσεως η Κύπρος καταστή μία ανεξάρτητος χώρα, μη συνδεομένη με την Ελλάδα ή την Τουρκίαν». Η δήλωση, αυτή έπεσε στην Αθήνα ως "κεραυνός εν αιθρία" - σαφώς αποτελούσε στροφή 180 μοιρών - και όλοι έμειναν κατάπληκτοι, από τον Βασιλιά μέχρι και όλη την αντιπολίτευση.

Μάλιστα σημειώνεται ότι ακόμα και ο Γ. Παπανδρέου που ήταν τότε στην αντιπολίτευση, ενώ θα είχε κάθε λόγο να εκμεταλλευτεί το γεγονός και να το χρησιμοποιήσει ως μοχλό ελέγχου και βαρύτατης κριτικής κατά της κυβέρνησης Κ. Καραμανλή, προέβη στην ακόλουθη δήλωση: "Πρόκειται περί εθνικής συμφοράς"! Όταν έμαθε ο Μακάριος τη δήλωση αυτή ανταπάντησε: "Ποίο θα είναι το μέλλον μιας ανεξάρτητης Κύπρου αφορά τον Κυπριακόν λαόν". Τούτο επέφερε μια ιδιαίτερη κρίση όπου ο Βασιλεύς Παύλος προσκάλεσε επειγόντως τον Μακάριο να ενημερώσει απ΄ ευθείας τους Έλληνες πολιτικούς επί των νέων θέσεών του και των αιτιών που τον ανάγκασαν να προβεί στις δηλώσεις αυτές.

Το περίεργο ήταν ότι η τότε κυβέρνηση δεν αντέδρασε. Ο δε τότε τύπος της Αθήνας καυτηρίασε τις δηλώσεις και τη συμπεριφορά του Μακαρίου σχεδόν ως ανάρμοστες τόσο ως Εθνάρχης προς την Ελλάδα, όσο και κατά το σχήμα του, ως ιεράρχης, κάνοντας σχετική μνεία των ηρώων της Κύπρου, αλλά και των όσων είχαν υποστεί οι Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη μόλις τρία χρόνια πριν, ακριβώς εξ αιτίας του Κυπριακού, στα λεγόμενα Σεπτεμβριανά.Τελικά ο Εθνάρχης Μακάριος ΙΙΙ ανταποκρίθηκε θετικά στην πρόσκληση και αποκάλυψε, σε ανώτατους κύκλους, ότι αυτή η δήλωσή του ευθυγραμμιζόταν από τη νέα απόρρητη γραμμή της τότε ελληνικής κυβέρνησης, όπου θα έπρεπε σ΄ εκείνη να αναζητηθεί η αιτία αυτής της πολιτικής στροφής. Στην πραγματικότητα, η ελληνική κυβέρνηση είχε ήδη διαγράψει, από το 1957, την αυτοδιάθεση των Κυπρίων και την Ένωση από τους αντικειμενικούς της στόχους.

Λίγους μήνες μετά, τον Φεβρουάριο του 1959, συνάφθηκε η επίμαχη συμφωνία της Ζυρίχης, επί των πρωθυπουργών Κωνσταντίνου Καραμανλή και Αντνάν Μεντερές Συνέχεια της συμφωνίας της Ζυρίχης ήταν οι διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία του Λονδίνου με τη συμμετοχή και του Μακαρίου. Ενώ όμως ο Μακάριος είχε συμφωνήσει αρχικά στη συμφωνία Ζυρίχης, στη συνέχεια εκδήλωσε διαφωνία (13 Φεβρουαρίου), αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν θα προσέρχονταν στο Λονδίνο για προσυπογραφή. Την επομένη μετέβαλλε γνώμη και δήλωσε προς την ελληνική κυβέρνηση ότι υιοθετεί τους όρους της συμφωνίας και θα μεταβεί στο Λονδίνο.

Όταν μετέβη εκεί (15 Φεβρουαρίου), την επομένη υπαναχώρησε και πάλι, δηλώνοντας ότι δεν θα προσέλθει στη διάσκεψη να προσυπογράψει, ζητώντας να γίνουν αλλαγές στο προβλεπόμενο σύνταγμα του νέου κράτους το οποίο, καθώς καλλιεργούσε τη δικοινοτική μορφή, δεν συνέβαλλε στη σύγκλιση των της ελληνοκυρπιακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Τελικά, οι αλλαγές αυτές δεν έγιναν αποδεκτές και ο Μακάριος υπέγραψε το σχέδιο της συμφωνίας ως είχε (18 Φεβρουαρίου) και επέστρεψε θριαμβευτικά στην Κύπρο στις 1 Μαρτίου 1959.Όταν έφτασε στη Λευκωσία, βγαίνοντας από το αεροπλάνο, αναφώνησε:«Νενικήκαμεν». Σημειώνεται ότι αντίστοιχα και ο Κ. Καραμανλής επιστρέφοντας στην Αθήνα δήλωσε:«Ήταν η ευτυχέστερη ημέρα της ζωής μου»

Η συμφωνία Ζυρίχης - Λονδίνου δεν σήμανε την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος ενώ ή θέση του Μακαρίου ήταν περίεργη: από τη μια ήταν νομικά και διπλωματικά υποχρεωμένος να εργαστεί στα πλαίσια της συμφωνίας σύστασης της Κυπριακής Δημοκράτίας, από την άλλη όμως οι Ελληνοκύπριοι τον έβλεπαν ως εθνάρχη τους και προορισμένο να τους οδηγήσει στην Ένωση. Αν και δεν είναι γνωστό σε ποιό βαθμό οι τελευταίοι υποστήριζαν πραγματικά την Ένωση, το βέβαιο είναι ότι αυτή εύρισκε ακόμη σημαντική απήχηση. Πάντως, για τις προθέσεις του ίδιου του Μακαρίου και κατά πόσο εργαζόταν ή όχι προς την κατεύθυνση της Ένωσης, μετά την ανεξαρτητοποίηση της Κύπρου, δεν μπορεί να υπάρξει βεβαιότητα.

Από την άλλη μεριά, οι Τουρκοκύπριοι, ενώ ήταν ικανοποιημένοι με τη διακήρυξη ανεξαρτησίας, δεν πείθονταν για την καλή πίστη του Μακαρίου και των Ελληνοκύπριων υπουργών του. Μία από τις πιθανές αιτίες αυτού του σκεπτικισμού ήταν ότι ο Μακάριος δεν εμπιστεύτηκε ποτέ στον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρό του, Κιουτσούκ. το δίλημμά του ως προς τους οπαδούς της Ένωσης.


Αυτή η δυσπιστία οδήγησε σε αδυναμία συνεργασίας των δύο κοινοτήτων και σε στρατιωτικές εντάσεις το 1963. Τον Αύγουστο του 1964, επαναλήφθηκαν οι εχθροπραξίες μεταξύ στρατιωτικών δυνάμεων των δύο κοινοτήτων και δύο τουρκικά αεριωθούμενα βομβάρδισαν ελληνοκυπριακές θέσεις, προκαλώντας και απώλειες αμάχων.Αντίστοιχα, και οι σχέσεις Ελλάδας Τουρκίας εκτραχύνθηκαν, με αποκορύφωμα τους διωγμούς κατά της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης το 1964. Στις 15 Ιουλίου του 1974,όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα, ο Μακάριος πρόλαβε και σώθηκε καταφεύγοντας σε μονή του βουνού Τρόοδος και από εκεί το απόγευμα της ίδιας ημέρας έφθασε στηνΠάφο απ΄ όπου και έκανε την ανακοίνωση: «Είμαι εγώ ο Μακάριος. Είμαι ζωντανός. Αναγνωρίζετε την φωνήν μου. Δεν εφονεύθην. Είμαι ζωντανός και θα αγωνισθώ μέχρις εσχάτων!», διαψεύδοντας έτσι κατά τον αποκαλυπτικότερο τρόπο τον ραδιοσταθμό Κύπρου που τον παρουσίαζε ως νεκρό.

Στη συνέχεια, από την εκεί αγγλική βάση και μέσω Μάλτας, έφτασε στο Λονδίνο όπου την επομένη συναντήθηκε μυστικά με τον Μπουλέντ Ετζεβίτ και στη συνέχεια μετέβη στις ΗΠΑ προκειμένου να παραστεί στην έδρα του ΟΗΕ και να εκθέσει τα γεγονότα της χώρας του. Στις 19 Ιουλίου, από το βήμα του Οργανισμού, ο Μακάριος εξαπέλυσε τον ιστορικό του λόγο όπου κατηγόρησε την Ελλάδα τουλάχιστον 6 φορές. Μεταξύ άλλων, κατηγόρησε ευθέως την Ελλάδα για το πραξικόπημα και ότι τούτο εκτελέστηκε από Έλληνες αξιωματικούς. Αποκάλυψε,όπως είχε δηλώσει στον Έλληνα πρέσβη, ότι θεωρούσε τον κίνδυνο από την Τουρκία μικρότερο από εκείνο από την Ελλάδα και ότι ο φόβος του αυτός τώρα δικαιώθηκε. Κατηγόρησε επίσης την Ελλάδα για εισβολή και ότι, με την ανατροπή του, παραβίασε την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της Κύπρου.

Ακόμη διακήρυξε ότι η κατάσταση που διαμορφώθηκε στη Κύπρο δεν ήταν εσωτερική υπόθεση και δεν επηρέαζε μόνο τους Ελληνοκυπρίους αλλά και τους Τουρκοκυπρίους. Κάνοντας τέλος μνεία των διακοινοτικών συνομιλιών, ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα στους κύκλους του ΟΗΕ, κατηγόρησε την Ελλάδα ότι τηρούσε διπρόσωπη στάση και ότι τις υπονόμευε. Περί τις 20:00, (ώρα Ελλάδος), επιστρέφοντας ο Μακάριος στο ξενοδοχείο του, κατάκοπος από την προετοιμασία και την παρουσίασή του στο Συμβούλιο Ασφαλείας, καθισμένος σε μια πολυθρόνα ανοίγει την τηλεόραση όπου και βλέπει έντρομος το θλιβερό θέαμα.Μια ολόκληρη αρμάδα τουρκικών πολεμικών πλοίων κατάφορτη να αποπλέει από Μερσίνα. Κατ΄ άλλες πηγές ειδησεογραφικών πρακτορείων την ώρα της πρώτης μετάδοσης ο Μακάριος κοιμόταν και οι φρουροί του δεν επέτρεψαν να του αναγγείλουν την είδηση για να μην τον ανησυχήσουν

Ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 1974, περίπου 4,5 μήνες μετά την διάσωση και φυγή του και 3,5 μήνες μετά την τραγωδία της Κύπρου. Εκεί του επιφυλάχθηκε παλλαϊκή υποδοχή, αφού προηγουμένως είχε διέλθει από την Αθήνα όπου παρέμεινε για λίγες ημέρες. Στις 12 Φεβρουαρίου του 1977 συνομολογήθηκε η Συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς η οποία και θεωρήθηκε ως το τρίτο μεγαλύτερο σφάλμα του, επί του Κυπριακού προβλήματος, χαρακτηριζόμενο ως το "Βατερλό του Μακαρίου", λόγω του ότι αποδέχθηκε τη διζωνική δικοινοτικής ομοσπονδία, χωρίς αντάλλαγμα.Συνέπεια της συμφωνίας ήταν η παραίτηση του Γλαύκου Κληρίδη όχι μόνο από τη θέση του διαπραγματευτή αλλά και από εκείνης του προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων.

Το λάθος φέρεται να συνειδητοποίησε και ο ίδιος ο Μακάριος στον τελευταίο του πολυσυζητημένο λόγο, στις 20 Ιουλίου του 1977, λίγες ημέρες πριν τον αιφνίδιο θάνατό του. Ο Μακάριος απεβίωσε στις 3 Αυγούστου του 1977, μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου, σε ηλικία 63 ετών.

ΤΟ ΜΝΗΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ Γ
ΣΤΟ ΘΡΟΝΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια: