25 Απριλίου, 2012

ΠΟΣΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ ΤΗ ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ;


Οι δημοσκοπήσεις της δίνουν 5% και την τοποθετούν στο κέντρο των επερχόμενων εκλογών. Η άνοδος της συζητιέται ως θέμα και από τους πλέον απολιτίκ ενώ το facebook και το twitter παίρνουν φωτιά από αναρτήσεις σχετικά με τον κίνδυνο της εισόδου της Χρυσής Αυγής στη Βουλή γιατί είναι «εθνικιστές, φασίστες και ναζί». Πόσο όμως ισχύει αυτό και πόσο πρέπει να φοβόμαστε αυτή την ακροδεξιά ομάδα;

Φασισμός, εθνικισμός ή ναζισμός;

Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν τα πράγματα. Φασισμός, εθνικισμός και ναζισμός δεν είναι το ίδιο. Σαφώς όλα αυτά έχουν καταχωρηθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο ως ακραίες μορφές πολιτευμάτων τα οποία φέρνουν μόνο δεινά, όμως οι παραπάνω έννοιες μόνο συνώνυμες δεν είναι.

Στη διεθνή βιβλιογραφία και επιστήμη, ο όρος «nationalism» αποδίδεται στα εθνικιστικά κινήματα του 19ου αιώνα, τα οποία με την έκρηξή τους άλλαξαν άρδην τον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης και στη συνέχεια όλου του κόσμου. Με την άνοδό τους, κατέρρευσαν οι πολυεθνικές και αποικιακές αυτοκρατορίες και τη θέση τους πήραν τα εθνικά κράτη που γνωρίζουμε σήμερα. Όσο και αν σε κάποιους φαίνεται οξύμωρο, τα κινήματα αυτά εν τη γεννέσει τους είχαν εξόχως φιλελεύθερο χαρακτήρα αφού ήταν άμεσα συνδεδεμένα με το κίνημα του Διαφωτισμού.

Με την πάροδο του χρόνου, τα εθνικά κράτη μετατοπίστηκαν δεξιότερα, προς πιο συντηρητικές ιδεολογίες. Η αιτία δεν βρίσκεται στη συντηρητική φύση του εθνικισμού αλλά στη διαχείριση μιας μικρής λέξης - του παρελθόντος. Η μεγάλη αντίφαση που κρύβουν τα εθνικά κινήματα βρίσκεται ακριβώς σ' αυτό. Οτι δηλαδή ενώ πρόκειται για νεωτερικά κινήματα προτάσσουν σαν αιχμή του δόρατος το παρελθόν της συλλογικότητας που ονομάζεται έθνος. Οι εθνικιστές του 19ου αιώνα στην Ευρώπη, δεν θα σας έλεγαν «ελάτε να φτιάξουμε ένα έθνος» αλλά θα μιλούσαν για αυτό σαν να επρόκειτο για μια οντότητα που υπήρχε πάντα αλλά βρισκόταν εν υπνώσει – αυτό είναι με δύο λόγια η «εθνική αφύπνιση». Αυτό το μοντέλο εθνικών κρατών βιώνουμε και σήμερα, ακόμα κι αν αυτά φαίνονται αποδυναμωμένα στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης και των περιφερειακών συνασπισμών.

Το ερώτημα είναι πως συνδέεται ο φασιμός και ο ναζισμός με τον εθνικισμό. Ιστορικά η απάντηση βρίσκεται στις περίεργες εκείνες μέρες του Μεγάλου Πολέμου και την άνοδο της σοσιαλιστικής ιδεολογίας. Η απογοήτευση των ηττημένων για την «εθνική ταπείνωση» σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση και την ελκυστικότητα της αριστερής ιδεολογίας, ήρθαν να δημιουργήσουν ένα μέτωπο από τα δεξιά που θα αναμόρφωνε την κοινωνία κατά τρόπο ολοκληρωτικό. Έτσι γεννήθηκε ο φασισμός στην Ιταλία τη δεκαετία του '20 ο οποίος στη Γερμανία μεταλλάχθηκε σε αυτό που γνωρίζουμε ως ναζισμό.

Τα βασικά χαρακτηριστικά φασισμού και ναζισμού

Παρά τις επιμέρους προσεγγίσεις, οι πολιτικοί επιστήμονες που έχουν ασχοληθεί με τη μελέτη του ναζισμού και του φασισμού διακρίνουν τρία στοιχεία που καθορίζουν τα κινήματα αυτά. Το πρώτο είναι ο ακραίος εθνικισμός, ο οποίος προτάσσει την ανωτερότητα του εν λόγω έθνους έναντι των υπολοίπων αλλά και την εθνική ταυτότητα ως την υπερέχουσα όλων των άλλων ταυτοτήτων του πολίτη. Το δεύτερο σχετίζεται με τη μαζική κινητοποίηση γύρω από ένα χαρισματικό ηγέτη, ο οποίος αναλαμβάνει να εκπληρώσει ένα «εθνικό πεπρωμένο». Τρίτο και τελευταίο είναι η επονομαζόμενη «κουλτούρα της βίας», δηλαδή η νομιμοποίηση της βίας όχι μόνο ως μέσο πολιτικής πρακτικής αλλά και σαν ιδανικό μέσα από το οποίο το έθνος δοξάζεται.

Πέρα από τα παραπάνω όμως, το βασικό χαρακτηριστικό όλων αυτών των κινημάτων είναι η απέχθεια τους στην αστική δημοκρατία και ο οπορτουνιστικός τους χαρακτήρας, στοιχείο το οποίο τους επέτρεπε τη διαρκή μεταβολή και μετάλλαξη προκειμένου να επιβιώσουν. Στην πορεία αυτή χρησιμοποίησαν στοιχεία από όλες τις ιδεολογίες προκειμένου να κινητοποιήσουν τις μάζες.

Ωστόσο είναι λάθος να «τσουβαλιάζονται» όλες αυτές οι ιδεολογίες και να θεωρούνται μια. Υπάρχουν εγγενείς διαφορές μεταξύ φασισμού και ναζισμού, τόσο που να μιλούμε για δύο διακριτά κινήματα με τελείως διαφορετική δομή και ιδεολογία.

Η βασική διαφορά μεταξύ φασισμού και ναζισμού έγκειται στη ρατσιστική θεωρία. Ενώ ο φασισμός προέταξε το Κράτος ως βασικό μοχλό που θα άλλαζε την κοινωνία κατά τρόπο απόλυτο, ο ναζισμός έθεσε στον πυρήνα της ιδεολογίας του τη ρατσιστική υπεροχή, η οποία ξεπερνά τον εθνικισμό και τα έθνη κράτη και στόχο έχει την δημιουργία ενός Νέου Ανθρώπου.

Μάλιστα ήταν τέτοια η απέχθεια των Ναζί στην ιδέα του έθνους που το 1941 ο Χίτλερ απαγόρευσε να χρησιμοποιείται η φράση «γερμανική φυλή» ως «καταστροφική των εννοιολογικών προϋποθέσεων... της φυλετικής μας πολιτικής». Μάλιστα το 1943, έγινε πρόταση καταργηθεί η λέξη «έθνος» λόγω της φιλελεύθερης χροιάς της λέξης

Τι πιστεύει λοιπόν η Χρυσή Αυγή;

Εξετάζοντας κάποιος τη Χρυσή Αυγή μέσα από τα προπαγανδιστικά της φυλλάδια, θα διαπιστώσει ότι το κόμμα αυτό μπορεί να προτάσσει ένα πατριωτικό χαρακτήρα, η ιδεολογία της όμως είναι καθαρά ναζιστική. Στα κείμενά της, υμνεί τον Πλάτωνα ως αντιδημοκράτη, θλίβεται για το 1945 και την αποτυχία του Γ' Ράιχ, υμνεί τις δοσίλογες κυβερνήσεις ενώ δεν γίνεται κουβέντα για τους χιλιάδες Έλληνες νεκρούς της Κατοχής, καμία αναφορά στο Δίστομο και τα Καλάβρυτα.

Ενδιαφέρον είναι το πως αντιμετωπίζεται η θρησκεία. Αναγνωρίζεται μεν η δια μεσω του Χριστιανισμού επιβίωση του Ελληνισμού, ωστόσο προτάσσεται η ανάγκη η Εκκλησία να αποκαθαρθεί από τις ανθελληνικές θέσεις και να επικεντρωθεί στο εθνικό της (sic) έργο . Στο όνομα ενός φυσιολατρικού χαρακτήρα που αναγνωρίζει την «ιερότητα του φυσικού κόσμου» απορρίπτεται κάθε αθεϊστική προσέγγιση και υποστηρίζονται οι θρησκείες εκείνες «που δεν βλάπτουν τον Ελληνισμό», κλείνοντας το μάτι έτσι στην αρχαία ελληνική θρησκεία, που πάνω από όλα είναι φυλετική.

Τι έγινε λοιπόν; Γίνανε ξαφνικά οι Έλληνες οπαδοί αυτών των θεωριών;

Ο λόγος που η Χρυσή Αυγή βρίσκεται πολύ ψηλά στις δημοσκοπήσεις και πιθανόν να βρεθεί στη Βουλή δεν βρίσκεται στη συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, ούτε οι Έλληνες εν μια νυκτί έγιναν θαυμαστές των ναζιστικών ιδεών. Η απάντηση βρίσκεται στις ίδιες τις γειτονιές της Αθήνας που βιώνουν ως κύριο πρόβλημα τους τη λαθρομετανάστευση. Εκεί η Χρυσή Αυγή υποκαθιστά το κράτος σε βασικές του λειτουργίες, όπως τη διατήρηση της τάξης. Αν ρωτήσετε κατοίκους της οδού Αχαρνών, του Αγίου Παντελεήμονα και όλων των περιοχών του κέντρου που βιώνουν αυτή την κατάσταση θα σας πουν ότι οι χρυσαυγίτες βοηθούν τα γεροντάκια να πάνε στην τράπεζα χωρίς να κινδυνεύουν να τους ληστέψουν ή ότι αναλαμβάνουν να προστατεύσουν τους Έλληνες κατοίκους από συμμορίες μεταναστών.

Αυτή είναι και η ρίζα του προβλήματος – η παραίτηση του κράτους από θεμελιώδεις λειτουργίες του, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα σε ακραίες ομάδες να το υποκαθιστούν και να νομιμοποιούν τη βία ως πολιτική πρακτική. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την γενική απαξίωση των δημοκρατικών θεσμών και του πολιτικού συστήματος, οδηγεί το κόμμα αυτό στα κοινοβουλευτικά έδρανα και κάνει την χώρα να θυμίζει τη Γερμανία της Βαϊμάρης.

Το ανησυχητικό όμως με τη Χρυσή Αυγή και την άνοδό της είναι ότι χρησιμοποιείται για να αποπροσανατολίσει από το πραγματικό διακύβευμα αυτών των εκλογών που δεν είναι άλλο από την πορεία της χώρας. Το ζητούμενο που καλούμαστε ως ψηφοφόροι να δούμε είναι αν και πως η χώρα θα κάνει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για να επιβιώσει σε ένα παγκόσμιο σύστημα το οποίο την έχει ήδη ξεπεράσει.

Αυτό το ερώτημα ξεπερνά το δίπολο «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» και «ευρώ ή δραχμή» που οι πολιτικές δυνάμεις προσπαθούν με κάθε τρόπο να θέσουν. Γιατί είτε μέσα είτε έξω από την ευρωζώνη η Ελλάδα πρέπει να αλλάξει αν θέλει να επιβιώσει και αυτό είναι κάτι που οι αντιμνημονιακές δυνάμεις τεχνηέντως αποκρύπτουν.

Ακόμα και αν το τρελοβάπορο που λέγεται «Ελλάς» φύγει από την ευρωπαϊκή αρμάδα και πλεύσει μόνο του, θα έρθει αντιμέτωπο με την μείωση του εισοδήματος, την υποτίμηση του νέου νομίσματος και στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.

Η άνοδος της Χρυσής Αυγής είναι το αποτέλεσμα ενός σάπιου μοντέλου το οποίο ακολουθήθηκε και εμείς για άλλη μια φορά αντί να συζητάμε πως θα αντιμετωπίσουμε τα αίτια της αρρώστιας παλεύουμε να «γιατρέψουμε» τα συμπτώματα της. Ας σοβαρευτούμε, έστω και στο παρά πέντε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: