30 Νοεμβρίου, 2011

ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΣΕΜΑ


"Με αισθήματα πολλής χαράς απευθυνόμαστε σήμερα προς τη 10η Γενική Συνέλευση του Συμβουλίου Εκκλησιών Μέσης Ανατολής.

Η Εκκλησία της Κύπρου, και εμείς ο ίδιος προσωπικά, μετά πολλής ευχαριστήσεως καλωσορίζουμε στη νήσό μας τους τιμίους Εκπροσώπους   κληρικούς και λαϊκούς- των διαφόρων Εκκλησιών-μελών του Συμβουλίου Εκκλησιών Μέσης Ανατολής. Ευχαριστούμε και καλωσορίζουμε όλους Εσάς, οι οποίοι οδηγούμενοι από το αληθές πνεύμα της χριστιανικής αγάπης, ανταποκριθήκατε στην πρόσκληση και ήλθετε εδώ, ώστε όλοι μαζί να ανταλλάξουμε απόψεις και να δώσουμε απαντήσεις στα πολλά και σοβαρά προβλήματα, που μας απασχολούν.

Τριανταεπτά χρόνια μετά την εναρκτήρια Συνέλευση του Συμβουλίου Εκκλησιών Μέσης Ανατολής στην Κύπρο, με πρωτεργάτη τον αείμνηστο Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’, η Εκκλησία της Κύπρου, έχει την ξεχωριστή τιμή να φιλοξενήσει τη 10η Γενική Συνέλευση. Είμαστε βέβαιοι ότι και αυτή η Συνέλευση, όπως και η εναρκτήρια, θα αποτελέσει ορόσημο για το μέλλον και την ιστορία του Συμβουλίου, και για την περαιτέρω εξέλιξη του Οικουμενικού Κινήματος στην ευρύτερη περιοχή μας.

Η εδώ παρουσία όλων Σας τονίζει, άλλωστε, και επιμαρτυρεί, τη μεγάλη σημασία και σπουδαιότητα, που έχει η σημερινή Γενική Συνέλευση του Συμβουλίου Εκκλησιών Μέσης Ανατολής. Μέσα στην κρισιμότητα των καιρών που διερχόμαστε, κατά τους οποίους γινόμαστε μάρτυρες πράξεων βίας, Θρησκευτικού φανατισμού, μισαλλοδοξίας και Θρησκευτικών διακρίσεων στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής, η Γενική αυτή Συνέλευση προκαλεί το άμεσο ενδιαφέρον και την προσοχή όλων των Χριστιανών της ευαίσθητης περιοχής μας.

Πρέπει, επομένως, ως Θρησκευτικοί Ηγέτες να αφουγκραστούμε τα μηνύματα των λαών μας για Ελευθερία, Δημοκρατία και αξιοπρέπεια, έναντι σε καθεστώτα, τα οποία στην αγωνία τους να έπιβιώσουν, σκορπούν τον τρόμο, τη βία και το θάνατο στους λαούς τους. Έχουμε την ισχυρή άποψη ότι επέστη η ώρα, ώστε όλοι μαζί -όλες οι Εκκλησίες της Μέσης Ανατολής- να ενώσουμε τις δυνάμεις μας και να εργαστούμε συνειδητά, προς επίλυση των πολλών, διαφόρων και σοβαρών προβλημάτων, που υπάρχουν στην περιοχή μας, κυρίως δε προς επικράτηση της ειρήνης ανάμεσα στις χώρες και στους λαούς μας. Η ευθύνη μας να εργαζόμαστε για την ειρήνη, είναι πρωτίστως απόρροια της ευθύνης μας έναντι του Θεού, καθώς όλοι οι άνθρωποι δημιουργήθηκαν κατ’ εικόνα Του.

Η έννοια, εξάλλου, της ειρήνης είναι ταυτισμένη με την παρουσία του Θεού άνάμεσα στους άνθρώπους και δεν περιορίζεται απλά σε μία λέξη, που υποδηλώνει την απουσία του πολέμου. Έχει, λοιπόν, ένα  βαθύτερο νόημα και αυτό γίνεται φανερό από την πρώτη ήδη στιγμή της παρουσίας του Σωτήρος στη γη, μέσα και από το ελπιδοφόρο μήνυμα των Αγγέλων, που μεταφέρουν σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα το «Δόξα εν  υψίστοις  Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία».

Οι εξελίξεις στην περιοχή μας τρέχουν κι εμείς δεν μπορούμε να είμαστε απλοί παρατηρητές σ’ αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, ούτε πάλι να ακολουθούμε τα γεγονότα. Ευθύνη μας είναι να συμβαδίζουμε με τις εξελίξεις και στο βαθμό που είναι δυνατόν να τις διαμορφώνουμε για το καλό, την πρόοδο και την ευημερία των λαών μας. Αυτό επιβάλλει, άλλωστε, το χρέος μας έναντι στις μελλοντικές γενιές και στα παιδιά μας, στα οποία πρέπει να εξασφαλίσουμε το δικαίωμα να ζήσουν σ’ ένα καλύτερο, ασφαλέστερο και πιο ειρηνικό κόσμο, σε τοπικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.

Όπως γίνεται αντιληπτό, για να μπορέσουμε, ως Συμβούλιο Εκκλησιών Μέσης Ανατολής, να ασκήσουμε το ρόλο μας και να καταθέσουμε την ενεργό συμβολή μας, με στόχο ένα καλύτερο και ευτυχέστερο κόσμο στην περιοχή μας, χωρίς πολέμους και αιματοχυσίες, θα πρέπει να σκύψουμε με χριστιανική αγάπη και, μέσα σε πνεύμα καλής θέλησης και αλληλοκατανόησης, και πέραν από απλές ρητορικές εκφράσεις, να δούμε τα προβλήματα που μας απασχολούν, να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες και τις προκλήσεις, να δώσουμε απαντήσεις, να πάρουμε αποφάσεις και να επιτύχουμε την επίλυσή τους. Τούτη είναι η στιγμή, κατά την οποία ενσαρκώνουμε τα λόγια μας και τις αξίες μας σε πράξεις και έργα, που θα συμβάλουν στην καλλιέργεια της ειρήνης στην περιοχή. Πρωτίστως, επισημαίνουμε την ανάγκη ανασυγκρότησης του Συμβουλίου Εκκλησιών Μέσης Ανατολής, ώστε τούτο να καταστεί πιο αποτελεσματικό στις ενέργειες και αποφάσεις του.

Αναμφίβολα, υπήρξαν – και υπάρχουν οικονομικές δυσκολίες, που πρέπει να επιλυθούν, λαμβανομένης, βεβαίως, υπόψη και της σημερινής δύσκολης οικονομικής κατάστασης, που υπάρχει παγκόσμια. Αδυναμίες, όμως, παρατηρήθηκαν και στη λειτουργία της Γραμματείας του Συμβουλίου, με αποτέλεσμα να υπάρχει έλλειψη συντονισμού και αρμονικής συνεργασίας των Εκκλησιών – μελών του.

Όλα αυτά, θα πρέπει να επιλυθούν, άλλως το Συμβούλιο Εκκλησιών Μέσης Ανατολής δεν θα ημπορεί να ανταποκριθεί στους υψηλούς σκοπούς της σύστασης και λειτουργίας του. Παράλληλα, το Συμβούλιο Εκκλησιών Μέσης Ανατολής θα πρέπει να δημιουργήσει τις κατάλληλες εκείνες δομές και προγράμματα, μέσα από τα οποία οι Εκπρόσωποι των Εκκλησιών της Μέσης Ανατολής, θα μπορούν να συναντώνται, να συζητούν, και να αναζητούν απαντήσεις στα πολλά και σημαντικά θέματα, που σχετίζονται με τη Χριστιανική παρουσία στη Μέση Ανατολή.

Ωστόσο, η δέσμευσή μας για μεγαλύτερη και καλύτερη κατανόηση και διάλογο, δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο ανάμεσα στους Χριστιανούς. Είναι, επίσης, ευθύνη μας, να αναπτύξουμε αρμονικές και φιλικές σχέσεις μεταξύ των Χριστιανών, των Μουσουλμάνων και των Εβραίων Κατά συνέπεια, θα πρέπει να επαναβεβαιώσουμε τις κοινές αξίες της αγάπης, του αμοιβαίου σεβασμού και της αλληλοκατανόησης, όπως αυτά τόσο εύστοχα και ωραία καταγράφονται στην Αγία Γραφή: «Αγαπώμεν αλλήλους, ότι η αγάπη εκ του θεού εστι, και πας ο αγαπών εκ του Θεού γεγέννηται και γινώσκει τον Θεόν. ο μη αγαπών ουκ έγνω τον Θεόν, ότι ο θεός αγάπη εστίν» (Α’, Ιω. δ’, 7). Το άνοιγμα, λοιπόν, Διαθρησκειακού Διαλόγου θα επιτρέψει στο Συμβούλιο Εκκλησιών Μέσης Ανατολής να γίνει ο καταλύτης των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή. 

Επιθυμούμε, επ’ ευκαιρία, να εκφράσουμε τη βαθιά μας εκτίμηση προς το μέχρι σήμερα σημαντικό έργο και τη μεγάλη προσφορά του Συμβουλίου όχι μόνο προς τους Χριστιανούς, αλλά γενικότερα και προς τους λαούς και τις χώρες της περιοχής μας. Αναμφίβολα, όμως, απομένουν πολλά ακόμη να γίνουν Επαναλαμβάνουμε, ότι η σημερινή Γενική Συνέλευση του Συμβουλίου Εκκλησιών Μέσης Ανατολής συνέρχεται σε πολύ δύσκολες και κρίσιμες στιγμές για την περιοχή μας.  Τις ζούμε και τις βιώνουμε όλοι. Ιδιαίτερα επισημαίνουμε τα θλιβερά φαινόμενα της έξαρσης του θρησκευτικού φανατισμού και της σημαντικής καταπάτησης των θρησκευτικών ελευθεριών. Λυπούμαστε να πούμε ότι, δυστυχώς, και στο κατεχόμενο για τριανταεπτά σχεδόν τώρα χρόνια, από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής, βόρειο τμήμα της νήσου μας, βασικά Ανθρώπινα Δικαιώματα παραβιάζονται καθημερινά και η Θρησκευτική Ελευθερία δεν γίνεται σεβαστή.

Έκτοτε, και σ’ όλα αυτά τα χρόνια από το 1974, μέχρι σήμερα, δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να τελέσουμε τα θρησκευτικά μας καθήκοντα η να προστατεύσουμε και να συντηρήσουμε τις από αιώνων αρχαίες εκκλησίες και μοναστήρια μας, που είτε συλήθησαν, είτε κατεστράφησαν, είτε μετετράπησαν άλλα σε μουσουλμανικά τεμένη, άλλα σε κέντρα διασκέδασης και άλλα σε μάνδρες προβάτων, η στάβλους αλόγων ζώων. Αναφέρουμε, σχετικά, ότι ως Εκκλησία Κύπρου γνωρίζουμε, ότι μόνο μέσα από τον ειλικρινή και ανοικτό διάλογο με τους Τουρκοκύπριους, θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τις διαφορές μας και να οικοδομήσουμε εμπιστοσύνη μεταξύ μας.

Αρκεί να τονίσουμε ότι το Κυπριακό πρόβλημα  ουδέποτε υπήρξε πρόβλημα θρησκευτικό, καθώς ζούσαμε ειρηνικά και αρμονικά, Ελληνοκύπριοι Χριστιανοί και Τουρκοκύπριοι Μουσουλμάνοι. Επομένως, ο διάλογος με τους Τουρκοκύπριους μουσουλμάνους στην ίδια μας την πατρίδα είναι υπαρξιακής σημασίας. Τονίζουμε για άλλη μια φορά ότι στους κρίσιμους αυτούς καιρούς, τους οποίους διερχόμαστε,  χρειάζεται, αλλά και απαιτείται η αγαστή και αρμονική συνεργασία όλων των Χριστιανών και όλων των Εκκλησιών της περιοχής. Στην προσπάθεια αυτή καλείται και η σημερινή Γενική Συνέλευση του Συμβουλίου Εκκλησιών Μέσης Ανατολής, ξεπερνώντας τα υπάρχοντα εσωτερικά προβλήματα και τις άλλες δυσκολίες, να καταθέσει τη συμβολή της. Ολοκληρώνοντας, θα θέλαμε να τονίσουμε ότι η διαδικασία ειρήνευσης είναι θέμα ατομικής και θεσμικής επιλογής. Η δύναμη είτε να αυξήσουμε τον πόνο, στον οποίο υπόκειται ο κόσμο μας, είτε να συμβάλουμε προς την επούλωση των πληγών του, είναι στο χέρι μας. Για άλλη μια φορά, τονίζουμε ότι είναι θέμα επιλογής.

Σήμερα, ακολουθώντας τις προτροπές της Αγίας Γραφής: «Τεκνία μου, μη αγαπώμεν λόγω μηδέ τη γλώσση, αλλ’ εν έργω και αληθεία» (Α’ Ιω. γ’, 18), βρισκόμαστε εδώ γιατί έχουμε κάνει τις επιλογές μας: Έχουμε θέσει την ειρήνη πάνω από τον πόλεμο, την ελπίδα πάνω από την απελπισία, και την αγάπη πάνω από το μίσος. Με αυτές τις γενικές σκέψεις, χαιρετίζουμε τις εργασίες της Γενικής Συνέλευσης και ευχόμαστε εκ μέσης καρδίας ευόδωση των προσπαθειών μας, ώστε σύντομα το πνεύμα της χριστιανικής αγάπης και της χριστιανικής ειρήνης να εδραιωθεί στις χώρες και στους λαούς μας.

Ολόθυμη, ακόμη, είναι η δέησή μας προς τον Αρχιποίμενα Χριστό, όπως έλθει η μέρα, κατά την οποία θα πραγματοποιηθεί ο διακαής πόθος Του, «ίνα πάντες εν ώσι» (Ιω. ιζ , 21) και θα εκπληρωθεί η αψευδής προφητεία Του «και γενήσεται μία ποίμνη, εις ποιμήν» (Ιω. ι, 16).

+ Ο ΚΥΠΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
                
Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου,
     29 Νοεμβρίου 2011.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΦΩΤΟΒΟΛΤΑΪΚΑ

 
Επιστολή - απάντηση στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» με την οποία απαντά σε πρόσφατο δημοσίευμα  με τίτλο «Εγκληματική η εμμονή της Εκκλησίας - Όχι σε πάρκο φωτοβολταϊκών στην Πεντέλη» απέστειλε ο διευθυντής του γραφείου Επικοινωνίας, Τύπου και Ενημέρωσης της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών κ. Χάρης Κονιδάρης, δίνοντας έτσι διευκρινίσεις σχετικά με το σχέδιο της Αρχιεπισκοπής για κατασκευή φωτοβολταϊκού πάρκου στο Πεντελικό Όρος.

Ο κ. Κονιδάρης στην επιστολή του, μεταξύ άλλων αναφέρει:

Συγκεκριμένα, για το ρεπορτάζ «το οποίο αποτελεί προδήλως προϊόν ελλιπούς ή ανακριβούς πληροφόρησης, σημειώνουμε προς ενημέρωσή σας τα ακόλουθα:

1 Το όλον σχέδιο δεν αποσκοπεί στη δημιουργία φωτοβολταϊκού πάρκου στο Πεντελικό Όρος, αλλά αποτελεί ολοκληρωμένη και ξεκάθαρη παρέμβαση για τη διασφάλιση της προστασίας του περιβάλλοντος με την οργανωμένη και επιστημονικά σχεδιασμένη άμεση αναδάσωση περιβαλλοντικά κατεστραμμένων καμένων εκτάσεων, που εδώ και πολλά χρόνια θυμίζουν κυριολεκτικά, σε όποιον κάνει τον κόπο να τις επισκεφθεί, κρανίου τόπο.

2 Η υλοποίηση του σχεδίου απαιτεί, βεβαίως, πόρους και όχι απλά ευχές για την εξεύρεσή τους ή λόγους έμπλεους ευαισθησίας, που, όμως, δεν παράγουν αποτελέσματα. Η παράλληλη ανάπτυξη έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε διάσπαρτες βραχώδεις και άγονες περιοχές έκτασης μόλις 3.500 στρεμμάτων, σε συνολική ενιαία έκταση 23.740 στρεμμάτων, ιδιοκτησίας της Ι.Μ. Πεντέλης, αυτή την πραγματική ανάγκη υπηρετεί. Δηλαδή τη στήριξη της αισθητικής και περιβαλλοντικής αποκατάστασης του κατεστραμμένου χώρου και την αειφορική διαχείριση της γης, που οδηγεί στην αναγέννηση ενός περιαστικού δασικού πάρκου, με την παράλληλη παραγωγή καθαρής ηλεκτρικής ενέργειας, κοντά στο κυριότερο κέντρο κατανάλωσης της χώρας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε περιβαλλοντικά και κοινωνικά οφέλη.

3 Η δημιουργία δάσους και ο εμπλουτισμός της υφιστάμενης βλάστησης σε έκταση περίπου 20.000 στρεμμάτων, με φυτεύσεις 1.500.000 δέντρων και 900.000 θάμνων συνοδεύονται στο πλαίσιο της όλης παρέμβασης, μεταξύ άλλων, από εργασίες επαρκούς φύλαξης και συντήρησης για την προστασία των αναδασώσεων και κατασκευής δικτύου πυρόσβεσης, αλλά και από όλα τα έργα υποδομής που απαιτούνται και που μέχρι σήμερα ουδέποτε υπήρξαν, με τις γνωστές σε όλους καταστροφικές συνέπειες.

4 Το όλον σχέδιο, μέσω του οποίου δημιουργούνται, σε εποχές βαθύτατης οικονομικής κρίσης, ύφεσης και ανεργίας, σημαντικός αριθμός μόνιμων θέσεων εργασίας και περί τις 1.000 για την πρώτη πενταετία, εισφέρει στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών τα απαραίτητα έσοδα για τη στήριξη και ανάπτυξη του προνοιακού της έργου υπέρ των ευπαθών κοινωνικών ομάδων και τη διαφύλαξη των θέσεων εργασίας στα ιδρύματά της.

5 Η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών, σταθερά προσηλωμένη στις αρχές της αειφόρου ανάπτυξης και με δεδομένη την περιβαλλοντική της ευαισθησία, αντιλαμβάνεται τα μηνύματα των καιρών και στοχεύει στην αξιοποίηση τμήματος της περιουσίας της, προκειμένου να υπηρετήσει πρωτίστως τον άνθρωπο, το λαό, το φυσικό περιβάλλον και τον πολιτισμό. Και με όλες της τις δυνάμεις θα προσπαθήσει να κάνει πράξη ένα έργο βιώσιμης και πράσινης προοπτικής, που θα ωφελήσει τις μελλοντικές γενιές».