26 Ιουνίου, 2011

ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟ - ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΚΡΑΤΟΥΣ - ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.

 

«Ίνα τί εφρύαξαν έθνη και λαοί εμελέτησαν κενά κατά του Κυρίου και κατά του Χριστού αυτού; »

1) Ο άνθρωπος είναι έτσι πλασμένος από τον Δημιουργό του να ζεί με άλλους συνανθρώπους του, «ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον, ποιήσωμεν αυτώ βοηθόν κατ' αυτόν» (Γέν. 2,18 ). Και ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά του» δηλώνει με κατηγορηματικότητα ότι, «ο άνθρωπος είναι ζώον (=πλάσμα έμψυχον) φύσει πολιτικόν (=κοινωνικόν).. το άτομον μεμονομένον δεν είναι αύταρκες (= χωρίς να έχει την ανάγκη του άλλου ), και εκείνος που δεν μπορεί να ζήσει εν κοινωνία ή δεν έχει την ανάγκην αυτής, λόγω αυταρκείας, ή είναι θηρίον (που καταστρέφει ό,τι υπάρχει γύρω του), ή Θεός, (ο οποίος είναι φύσει αυτάρκης»).

Η κοινωνική αυτή συμβίωση του ανθρώπου δημιουργεί διάφορες ειδικές σχέσεις, κοινωνικές, οικογενειακές, νομικές, θρησκευτικές, κ,ά. οι οποίες απαιτούν την ύπαρξη ειδικών Κανόνων(=Νόμων), ώστε η συμβίωση να είναι δυνατή, ειρηνική, αρμονική και επωφελής. Αυτούς τους Κανόνες δικαίου τους ορίζει ο ίδιος ο λαός(=Δημοκρατία ) και επειδή δεν είναι δυνατόν να αυτοκυβερνηθεί, εκλέγει τους εκπροσώπους του, τους Άρχοντές του και τους οπλίζει με ισχύν εξουσίας απέναντι στα άτομα, τους μεταβιβάζει δηλαδή τα δικαιώματα του και αποδέχεται την διακυβέρνησή τους.

Η εξουσία αυτή δεν είναι άλλη παρά το Κράτος, ο Άρχοντας με τις εξουσίες του. Συνεπώς, η ύπαρξη της Αρχής και της Εξουσίας πραγματοποιεί το σχέδιο του Δημιουργού, του Θεού, «ου γαρ έστιν εξουσία ει μη υπό Θεού, αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν» (Ρωμ. 13,1-5), διότι ο Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπο για κοινωνική συμβίωση. (ένθ' αν.). Αλλά ο Άρχοντας, κατά τον Αριστοτέλη, υπάρχει «χάριν του ευ ζην», δηλαδή, να κυβερνήσει σωστά για την ευημερία του λαού, και για να διεξαγάγει τις Κρατικές υποθέσεις, εσωτερικές και εξωτερικές, εφαρμόζει την τέχνη - επιστήμη της Πολιτικής, Ώστε λοιπόν για την διακυβέρνηση ενός λαού απαραίτητα στοιχεία, μεταξύ των άλλων, είναι το Κράτος (=Αρχή, Εξουσία, Δύναμη, Διοίκηση), και η Πολιτική(=τρόπος, τέχνη, Επιστήμη της διακυβέρνησης και διεξαγωγής των Κρατικών, Εσωτερικών και Διεθνών, υποθέσεων).

2) Όμως, μέσα στο ανθρώπινο πνεύμα ενυπάρχει και το δυνατό Θρησκευτικό συναίσθημα ώθησης του ανθρώπου προς τον Πλάστη του, προς το Θείον. Και το φαινόμενον αυτό είναι καθολικόν, πανανθρώπινον, που όχι μόνον βοηθεί τον άνθρωπο να εκδηλώνει ολόκληρη την προσωπικότητά του, αλλά και τον ισορροπεί Ψυχοπνευματοσωματικά, και σπρώχνει πάντα το πνεύμα του σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του με ακατανίκητη εσωτερική ορμή για την έξοδο του προς το Υπερπέραν, το υπεραισθητόν, το υπερβατικόν, προς τον κόσμον του Αγίου, προς το Θείον και το Απόλυτον. Νοσταλγεί δηλαδή ο άνθρωπος με σφοδρότητα το απείρως Αληθές, το Αγαθόν, το Καλόν, την αξιολογική τελείωση της προσωπικότητας του.

Κατά τον Σενέκα «εις όλους η περί Θεού ιδέα είναι έμφυτος ουδαμού δε υπάρχει γένος τι τοσούτον έξω των νόμων και των ηθών κείμενον, ώστε να πιστεύη θεούς τινάς». Κλασικόν εν προκειμένω είναι το χωρίον του Πλουτάρχου: «Εύρεις δ' αν επιών και πόλεις ατειχίστους, αγραμμάτους, αβασιλεύτους, αοίκους, αχρημμάτους, νομίσματος μη δεομένας, απείρους θεάτρων και γυμνασίων, ανίερου δε πόλεως και αθέου, μη χρωμένης ευχαίς, μηδέ όρκους, μηδέ μαντείαις, μηδέ θυσίαις επ’ αγαθοίς, μηδέ αποτροπαίς κακών ουδείς έστίν ουδ’ έσται θεατής Αλλά πόλις αν μοι δοκεί μάλλον εδάφους χωρίς, η πολιτεία, της περί θεών δόξης αναιρεθείσης παντάπασιν, σύστασιν λαβείν ή λαβούσα τηρήσαι» Ανάλογα υποστηρίζουν και οι ιστορικοί Τάκιτος και Πολύβιος. (ΘΗΕ. τομ. 6ος, σελ. 536).

3) Ο Κύριός μας Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός αποδέχεται την εξουσία του Κράτους και δέχεται να δικαστεί, για θρησκευτικά θέματα, από τον Πόντιο Πιλάτο. Και ο Παύλος δέχεται, ότι το Κράτος έχει άμεση σχέση με την θρησκεία. Ομολογεί ευθέως προς τον Έπαρχο Φήστο, «εδώ ενώπιον του δικαστηρίου του Καίσαρος στέκομαι, στο οποίον πρέπει να δικαστώ», και στην επιστολή του προς Ρωμαίους εντέλλεται προς τους Χριστιανούς, ρητά και κατηγορηματικά, «πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασέσθω.

Ου γαρ εστίν εξουσία ει μη υπό Θεού, αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του θεού τεταγμέναι εισίν…Θεού γαρ διάκονος (=Άρχοντας) εστίν εις οργήν, έκδικος τω το κακόν πράσοντι. διό ανάγκη υποτάσσεσθαι απονομή σεβασμού και εκδήλωση τιμής) ου μόνον δια την οργήν, αλλά και διά την συνείδησιν.», (Πράξ. 25,10, Ρωμ. 13,1-7). Η υποταγή, λοιπόν, του Ιερατείου και των πιστών στις υπερέχουσες Εξουσίες του Κράτους αποτελεί θεμελιώδη κανόνα Πολιτικής ζωής, αρκεί αυτή η πολιτική Εξουσία να μην ξεπερνά τα όρια και ζητεί «τα του Θεού, τα Θεία».

4) Συνεπώς, κατά τα ως άνω, σε κάθε ανθρώπινη κοινωνική συμβίωση απαιτούνται:

α) Κράτος (=Εξουσία,Διοίκηση),

β) Πολιτική (=τέχνη διακυβέρνησης - ευθύνη για το ΣΥΝΟΛΟΝ)  

γ) Το Θρησκευτικό συναίσθημα, η Θρησκεία(= ώθηση προς το Θείον). Άρα, εφ' όσον μεταξύ Κρατικής Πολιτικής και Ορθοδόξου Εκκλησίας υπάρχει άμεση σχέση γιατί οι βλέψεις και ο απώτερος σκοπός και των δύο αυτών μεγάλων Οργανισμών συναντώνται στο ίδιο πρόσωπο, στον άνθρωπο τον θρησκευόμενο πολίτη), τότε οφείλουν αναγκαστικά να έχουν αγαστήν συνεργασία, και η συνεργασία αυτή ήδη υπάρχει, και μάλιστα Συνταγματικά κατοχυρωμένη, της «Νόμω Κρατούσης Πολιτείας».

Λοιπόν, ΕΡΩΤΑΤΑΙ: Κάτω από αυτά τα αδήριτα δεδομένα, είναι ποτέ δυνατόν οι δύο αυτοί μεγάλοι Κοινωνικοί Οργανισμοί: Θεοσύστατον Κράτος -Πολιτεία, και η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία να ΧΩΡΙΣΤΟΥΝ;

Και εφ' όσον έτσι έχουν τα γεγονότα, ότι δηλαδή Κράτος και Εκκλησία, στον «νυν αιώνα», είναι αδιαίρετοι, «Σιαμαίοι αδελφοί», τότε προς τί και γιατί «Εφρύαξαν έθνη και λαοί μελετούν κενά κατά του Κυρίου και κατά του Χριστού αυτού;».  (Ψαλμ. 2, 1-2)