22 Ιουνίου, 2011

ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ. Προς υπουργό Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων

 
Αξιότιμη κυρία Διαμαντοπούλου,

Παρακολουθώντας τη σωρεία μεταρρυθμίσεων στην εκπαίδευση που επιχειρείται εν μέσω της - όχι μόνο οικονομικής - κρίσης, οφείλω να επισημάνω μια ευαίσθητη πτυχή της παρεχόμενης παιδείας στην περιοχή της Θράκης, με αφορμή την επιστολή διαμαρτυρίας των Πομάκων του νομού Ξάνθης.

Οι όποιες αλλαγές στην παιδεία, που συνήθως χαρακτηρίζονται από επαναλαμβανόμενες αντιφάσεις, πολιτικές αντιπαραθέσεις και εκσυγχρονισμούς που συγχρονίζονται μόνο με τη θητεία του εκάστοτε υπουργού, έχουν απογοητεύσει όχι μόνο την εκπαιδευτική κοινότητα, αλλά και τους πολίτες, με αποτέλεσμα από τα χείλη όλων να εκφράζεται η αγωνιώδης διαμαρτυρία και η απορία γιατί το πολιτικό σύστημα δεν διαμορφώνει από κοινού τα συστήματα παιδείας και δεν ομονοεί στο μέγα αγαθό που προσφέρεται στα Ελληνόπουλα.

Τα τελευταία μέτρα μάλλον μνημονικής έμπνευσης μπορούν να θεωρηθούν και οι αλλαγές συνάδουν με το πνεύμα των περικοπών αλλά δεν πρέπει επ' ουδενί να αφήνουν περιθώρια απώλειας εθνικής συνείδησης και ιστορικότητας. Προβληματισμό εν προκειμένω και αγανάκτηση προκαλεί η επιβολή στους Πομάκους της Θράκης να διδάσκονται τα τουρκικά, γλώσσα την οποία - όπως τονίζουν σε επιστολή τους - δεν μιλούν και δεν επιθυμούν να χρησιμοποιούν.

Εις βάρος τους, λένε - και δικαίως -, συντελείται εδώ και πολλές δεκαετίες «μορφωτική, γλωσσική και πολιτισμική γενοκτονία», αφού, όπως είναι γνωστό, το επίσημο κράτος με ανιστόρητες και αντεθνικές μεθόδους τούς προσδιόρισε λανθασμένα και τους «χάρισε» στην τουρκόφωνη μουσουλμανική μειονότητα, προκαλώντας σύγχυση, αντί της επιβεβλημένης συμμαχίας σε πόλεις και χωριά, όπου αλλοιώνεται το ελληνικό στοιχείο.

Επιπλέον, με εξοργίζει η διαπίστωση των Πομάκων ότι «η σιωπηλή ή φανερή, σκόπιμη ή μη σκόπιμη άρνηση ή αδράνεια του υπουργείου Παιδείας, των αρμόδιων φορέων της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και εντέλει του ελληνικού κράτους, της στοιχειώδους δημοτικής εκπαίδευσης αποκλειστικά στην ελληνική γλώσσα ή στην ελληνική και στην πομακική ως μητρική τους, αποτελεί άρνηση του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού των Πομάκων, του δικαιώματος στην παιδεία και στη μόρφωση, της αξιοπρέπειας ως πολιτών αυτής της χώρας».

Διερωτώμαι πώς επιβάλλεται σε μια κοινωνική ομάδα η διδα-σκαλία μιας γλώσσας - και δη της τουρκικής - κι αν παρόμοια φαινόμενα, αντί να εξομαλύνουν εντάσεις, προσθέτουν προβλήματα και στο χώρο της παιδείας, που χάνει την ταυτότητα της, αλλά και ευρύτερα, στην κοινωνία και στο έθνος, με αποτέλεσμα να γίνονται συνήθως αντικείμενο διπλωματικής εκμετάλλευσης.