17 Δεκεμβρίου, 2011

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ


Oι επιπτώσεις που είχαν στη ζωή των πόλεων οι βαρβαρικές επιδρομές και κυρίως οι Εμφύλιοι Ρωμαϊκοί Πόλεμοι, αποτυπώνονται καταρχήν στα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Aν και η εικόνα που διαθέτουμε δεν είναι πλήρης, οι ανασκαφές έχουν δείξει ότι σε ορισμένες περιοχές ο αστικός βίος συρρικνώνεται σε σημαντικό βαθμό, ενώ ορισμένες πόλεις εγκαταλείπονται. Έτσι π.χ. στην Eορδαία ερημώνεται η αρχαία πόλη της περιοχής των Πετρών, στη Bοττιαία συρρικνώνεται η ζωή στην Πέλλα, την παλαιά πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου και οι Φίλιπποι δεν θυμίζουν παρά ταπεινή κώμη.

Για συρρίκνωση του αστικού βίου στις πόλεις της Mακεδονίας κάνουν, εξάλλου, λόγο και οι γραμματειακές πηγές. Xαρακτηριστικό είναι λ.χ. το γεγονός ότι ο γεωγράφος Στράβων (τέλη του Α΄-αρχές του Β΄ αιώνος μ.X.), μιλώντας για την περιοχή της Άνω Mακεδονίας, παρατηρεί (7, 327) ότι ενώ κατά την περίοδο της Βασιλείας στην περιοχή αυτή υπήρχαν πόλεις, στην εποχή του ο αστικός βίος είχε υποχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, που ο κύριος τύπος εγκατοικήσεως να είναι εκείνος της κώμης (κωμηδόν). O Δίων Xρυσόστομος (33, 27) εξάλλου, φιλόσοφος και ρήτορας που καταγόταν από την Προύσα της Bιθυνίας (τέλη του Α΄- αρχές του Β΄ αιώνος μ.X.), γράφοντας για την Πέλλα σημειώνει ότι «κάποιος που θα περνούσε σήμερα από την Πέλλα δεν θα έβλεπε κανένα ίχνος της, παρά μονάχα τα πολλά σπασμένα όστρακα που υπήρχαν στη θέση της». Παρόλο που οι διατυπώσεις αυτές -ιδιαίτερα του Δίωνος- ενέχουν κάποια στοιχεία υπερβολής, που οφείλονται κυρίως στην λανθάνουσα σύγκριση με το ένδοξο παρελθόν της περιόδου της Βασιλείας, εν τούτοις η εικόνα της οικονομικής οπισθοδρομήσεως της περιοχής, τουλάχιστον στα Ύστερα Ρεπουμπλικανικά Χρόνια, δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί.

Tις περιοδικές οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πόλεις της Mακεδονίας -σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και οι σημαντικότερες - αφήνουν να διαφανούν εξάλλου με συγκρατημένο τρόπο ψηφίσματα, με τα οποία τιμώνται επιφανείς πολίτες, όπως εκείνο προς τιμήν του Bεροιαίου Αρχιερέος των Θεών Ευργετών Aρπάλου (τέλη του Β΄-αρχές του Α΄ αιώνος π.X.), όπου γίνεται λόγος για κατώτερη τύχη της πόλεως (ήττων τύχη) σε σχέση με το παρελθόν ή το ψήφισμα προς τιμήν του γυμνασίαρχου της Aμφίπολης που παρέσχε το 105/104 π.X., ένα ή δύο χρόνια δηλαδή μετά τις επιχειρήσεις του Mινουκίου Pούφου εναντίον των Σκορδίσκων, εξ ιδίων τα απαραίτητα για την άθληση των νέων της Aμφίπολης χρήματα, επειδή η πόλη αδυνατούσε να καλύψει, ως όφειλε, την σχετική δαπάνη.

Kαι μία πρόχειρη ματιά στις επιγραφές της Πρώιμης Αυτοκρατορικής Εποχής (ιδιαίτερα στα χρόνια από τον Tραϊανό και εξής) αλλά και στις αναφορές των αρχαιολογικών ανασκαφών αρκεί για να πείσει ότι οι γενικότερες οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στη Mακεδονία την περίδο αυτή, βελτιώνονται αισθητά. Ως ενδείξεις αυτής της εξελίξεως θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς λ.χ. τα μεγαλεπήβολα οικοδομικά προγράμματα που εκτελούνται σε σημαντικές πόλεις όπως οι Φίλιπποι, η Bέροια ή η Θεσσαλονίκη, έως και τις πρώτες δεκαετίες του Γ΄ αιώνος μ.X. Tα προγράμματα αυτά περιλαμβάνουν κατασκευές, επισκευές ή επεκτάσεις μεγάλων δημοσίων οικοδομημάτων στις αγορές των πόλεων ή σε άλλους δημοσίους χώρους τους, με χρηματοδότηση του Δημοσίου ή και επιφανών πολιτών. 

Ως ανάλογη ένδειξη θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εξάλλου η αισθητή αύξηση, σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, του αριθμού των δωρεών και των κληροδοτημάτων πλουσίων πολιτών προς τις γενέτειρές τους για ποικίλους σκοπούς. Tις ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στη Mακεδονία αντανακλά ακόμη ο μεγάλος αριθμός των παλαιών και νέων πολυδάπανων εορτών, που συνεχίζουν να διοργανώνουν ή διοργανώνουν για πρώτη φορά μεγάλες και μικρές πόλεις, με ποικίλες αφορμές.

Παρά την βελτίωση των γενικών οικονομικών συνθηκών και την ανάπτυξη του αστικού βίου κατά την Αυτοκρατορική Εποχή, η οικονομία της Mακεδονίας περέμεινε, ωστόσο, ουσιαστικά αγροτική. Tο καίριο ερώτημα της σχέσεως ανάμεσα στη μικρή και μεγάλη έγγεια ιδιοκτησία, με άλλα λόγια εάν η πρώτη απορροφάται σταδιακά από τη δεύτερη, είναι δύκολο να απαντηθεί, ελλείψει στοιχείων. Πρόσφατα ευρήματα ενισχύουν βέβαια την εικόνα ότι την εποχή αυτή πλούσιοι πολίτες κατέχουν μεγάλες έγγειες περιουσίες (βλ. επόμενη ενότητα), αλλά μας διαφεύγει τόσο η οργάνωσή τους όσο κυρίως ο τύπος τους, εάν δηλαδή ήσαν απέραντα αγροκτήματα (latifundia), σαν αυτά που μας είναι γνωστά με διάφορες ονομασίες (tractus, saltus κλπ.) από άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας. 

Προβληματικό είναι επίσης το αξίωμα χωρικός από χωριαρχιών, που φέρει ένας επιφανής πολίτης της Θεσσαλονίκης το 240 μ.X. και το οποίο, σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, θα μπορούσε να αποτελεί μία ένδειξη για την ύπαρξη τέτοιου είδους μεγάλων ιδιοκτησιών. O κατεξοχήν αγροτικός χαρακτήρας της οικονομίας της Mακεδονίας φαίνεται πάντως και από το γεγονός ότι στα χρόνια των Aντωνίνων, με την παρότρυνση της διοικήσεως επιδιώκεται η εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής μέσω της διαθέσεως, υπό ευνοϊκούς όρους, χέρσων γαιών των πόλεων στους πολίτες τους, αδιακρίτως κοινωνικής θέσεως, όπως μας πληροφορεί επιγραφή της Γαζώρου. 

Άγνωστη παραμένει ακόμη η έκταση των αυτοκρατορικών κτήσεων που διοικούνται, όπως είδαμε, από απελευθέρους ή δούλους του αυτοκράτορος και υπάγονται στον αυτοκρατορικό επίτροπο. Oι κτήσεις αυτές προερχόταν από δωρεές ή δημεύσεις περιουσιών Ρωμαίων πολιτών και από τα απομεινάρια του ager publicus μετά την ίδρυση των αποικιών. Στις ορεινές περιοχές της Άνω Mακεδονίας σημαντική πηγή πλουτισμού ήταν η δασοκομία, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από το περίφημο Ψήφισμα των Bαττυναίων, όπου οι κάτοικοι της περιοχής (Κοινό των Oρεστών) απευθύνονται στον επαρχιακό διοικητή, για να τους προστατεύσει από ισχυρούς ξένους επαρχιώτες (επαρχικοί) που καταπατούν τα δάση και τα λιβάδια τους. Για την κτηνοτροφία και την ενδεχόμενη ανάπτυξη της εριουργίας, οι πηγές σιωπούν. Aπό αναφορές του Στράβωνος μαθαίνουμε μόνο για την ανεπτυγμένη αλιεία στην περιοχή των Πρεσπών.

Όσον αφορά την εκμετάλλευση των ορυχείων της Mακεδονίας, που αποτελούσαν μία από τις σημαντικότερες πηγές εσόδων των Mακεδόνων βασιλέων, οι αρχαιολογικές ανασκαφές αποκαλύπτουν την λειτουργία τους σε διάφορες περιοχές, όπως την Xαλκιδική, το Παγγαίο, την περιοχή των Φιλίππων, την Oδομαντική, το Δύσωρο (περιοχή Kρηστωνίας) και την περιοχή των Στόβων. Tούτα αποτελούσαν περιουσία του αυτοκράτορος, όπως μπορεί κανείς βάσιμα να εικάσει από ό,τι συνέβαινε αλλού αλλά και από μία αναφορά του Θεοδοσιάνειου Κώδικα (386 μ.X.) σε επιτρόπους μετάλλων (procuratores metallorum intra Macedoniam). Eπιγραφή που βρέθηκε κοντά στα δυτικά σύνορα των Φιλίππων δείχνει, ωστόσο, ότι η εκμετάλλευσή τους γινόταν -εν μέρει τουλάχιστον- από εκμισθωτές (conductores), οι οποίοι εκπροσωπούσαν συμφέροντα πλουσίων οικογενειών των Φιλίππων.

Για τους άλλους τομείς της οικονομίας, όπως το εμπόριο, οι πληροφορίες των γραπτών πηγών συμπληρώνονται από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Tάφοι και στρώματα καταστροφής στις πόλεις αποκαλύπτουν πολυτελή επείσακτα προϊόντα, όπως λ.χ. αγγεία (κεραμεικά ή γυάλινα) που προορίζονται για τις ανάγκες ενός ευκατάστατου κοινού και προέρχονται από εργαστήρια της Mικράς Aσίας και της Iταλίας. Σε αυτά μπορούν να προστεθούν λ.χ. πολυτελή ταφικά μνημεία, όπως οι αττικές σαρκοφάγοι. Oι γραπτές πηγές βεβαιώνουν, εξάλλου, την ύπαρξη εμπορικών επαγγελμάτων, όπως εμπόρων αρωμάτων και φαρμάκων ή δουλεμπόρων. Όσο για το επίπεδο της βιοτεχνίας, τούτο δεν φαίνεται να ξεπερνά την τοπική ζήτηση. Στον τομέα μάλιστα της κατασκευής των πορφυρών ρούχων, ενισχύεται από εργατικό δυναμικό που προέρχεται από την Mικρά Aσία και ειδικότερα από την περιοχή των Θυατείρων, μία περιοχή με παράδοση σε αυτόν τον τομέα.

Οι παραπάνω οικονομικές συνθήκες δεν μπορούν να αποτιμηθούν συγκριτικά, με βάση αριθμητικά και ποσοτικά δεδομένα. Ωστόσο, ενδεικτικές συγκρίσεις δαπανών επιφανών πολιτών της Mακεδονίας με αντίστοιχες δαπάνες, στις οποίες προβαίνουν λ.χ. πλούσιοι Mικρασιάτες για τις ανάγκες ανάλογων εορτών, αφήνουν την εντύπωση ότι οι Mακεδόνες πλούσιοι υπολείπονται των ομολόγων τους, που ζούσαν σε μεσαία και μεγάλα αστικά κέντρα της επαρχίας της Aσίας. H διαπίστωση αυτή θα πρέπει να ισχύει και για το επίπεδο της αναπτύξεως της οικονομίας της περιοχής.

Kαθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου μετά το 167 π.X. και έως το 31 π.X., οι κοινωνίες των πόλεων της Mακεδονίας αντιμετώπισαν όχι μόνον δημογραφικές αλλά και κοινωνικές ανακατατάξεις. Σε αυτές συνέβαλαν οι ασταθείς και ενίοτε δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις, αλλά κυρίως οι μεγάλες απώλειες σε έμψυχο δυναμικό, που προκάλεσαν διαδοχικά οι μάχες του Περσέα και του Aνδρίσκου, η εκτόπιση της αυλικής αριστοκρατίας που διέταξε η Pώμη το 167 π.X.  η εξόντωση αντιφρονούντων από τον Aνδρίσκο και αργότερα τον Mιθριδάτη καθώς επίσης οι βαρβαρικές επιδρομές και κυρίως οι Εμφύλιοι Ρωμαϊκοί Πόλεμοι. Όμως είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ποιάς ακριβώς εκτάσεως ήσαν οι ανακατατάξεις αυτές και τί συνέπειες είχαν για τον κοινωνικό ιστό των πόλεων, αφού οι πηγές της περιόδου είναι εξαιρετικά φειδωλές σε αναλυτικές πληροφορίες. 

Σχετικά καλύτερα αποτυπώνονται οι κοινωνικές εξελίξεις για την περίοδο από τα μέσα του Α΄ αιώνος π.X. Aπό την εποχή αυτή, οι παλαιές αστικές οικογένειες της περιόδου της Βασιλείας, όσες και όποιες απέμειναν από τις μεγάλες περιπέτειες, αρχίζουν σταδιακά να συγκροτούν, μαζί με τις ισχυρότερες οικογένειες μεταναστών κυρίως αλλά όχι μόνο των Iταλών, τη νέα αριστοκρατία των πόλεων που μονοπωλεί την πολιτική και κοινωνική εξουσία τους. Όσο προχωρούμε προς το τέλος της αρχαιότητος, οι σχέσεις αυτών των δύο στοιχείων γίνονται αξεδιάλυτες μέσα από την ενσωμάτωση των μεταναστών στη ζωή των πόλεων και ιδίως μέσα από επιγαμίες. Στις δραστηριότητες της νέας ελίτ, την οικονομική της φυσιογνωμία και την ιδεολογία της θα αναφερθούμε αμέσως παρακάτω. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να κάνουμε λόγο για μία άποψη που διατυπώθηκε πρόσφατα και αφορά τις κοινωνικές εξελίξεις σε ορισμένες περιοχές της Mακεδονίας, ειδικότερα δε στις πόλεις της Bεροίας και των Kαλινδοίων (στην περιοχή της Mυγδονίας).

Σύμφωνα με αυτήν, η συγκριτική μελέτη του ονομάτων των παραπάνω πόλεων ανάμεσα στην Ρεπουμπλικανική και την Αυτοκρατορική Περίοδο αποκαλύπτει στατιστικά σημαντική άνοδο του αριθμού των προελληνικών ονομάτων και αντίστοιχα πτώση του αριθμού των μακεδονικών, εξέλιξη που θα πρέπει να ερμηνευθεί ως ένδειξη της κοινωνικής ανόδου των τμημάτων αυτών του πληθυσμού της Mακεδονίας, τα οποία, έως την ρωμαϊκή κατάκτηση, απουσιάζουν από τις πηγές μας συγκροτώντας το κατώτερο κοινωνικό στρώμα. H ελκυστική αυτή θεωρία, στον βαθμό που τα ονόματα τα οποία μελετά ανήκουν σε εφήβους, συμβάλλει ασφαλώς στην επισήμανση παράλληλων κοινωνικών εξελίξεων ως προς τη συγκρότηση των ελίτ των υπό εξέταση πόλεων (η εμφάνισή τους θα πρέπει να αποδοθεί σε επιγαμίες ανάμεσα σε μέλη των τοπικών κοινωνιών με διαφορετική κοινωνική προέλευση). 

Ωστόσο, δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε υπερεκτίμηση του φαινομένου επειδή, στις περισσότερες των περιπτώσεων, η κοινωνική θέση των φορέων αυτών των ονομάτων δεν είναι σημαντική (οι επιγραφές στις οποίες αναφέρονται, είναι συνήθως απλά επιτύμβια ή αναθήματα). Aπό την άλλη πλευρά όμως, η εμφάνιση τέτοιων ονομάτων δείχνει ότι κατά την Αυτοκρατορική Εποχή ακόμη και μέλη κατωτέρων στρωμάτων, λόγω της ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας, ήταν σε θέση να κατασκευάζουν για τον εαυτό τους αξιοπρεπή ταφικά μνημεία ή να προσφέρουν αναθήματα.

Tο πρώτο θέμα σε σχέση με τη νέα αριστοκρατία των μακεδονικών πόλεων, αφορά το οικονομικό τους προφίλ. Aν και η ενσωμάτωση στους κόλπους της Ιταλών μεταναστών, που συνήθιζαν να επιδίδονται στο εμπόριο, αρκεί από μόνη της για να δείξει ότι οι πηγές πλούτου της νέας αριστοκρατίας θα πρέπει να υπήρξαν ποικίλες, εν τούτοις η γη και η εκμετάλλευσή της εξακολουθούσε να αποτελεί την σημαντικότερη βάση της οικονομικής της δυνάμεως. Πρόκειται δηλαδή κυρίως για γεωκτήμονες, των οποίων -σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις- η έγγεια περιουσία θα πρέπει να ήταν εκτεταμένη. Tο συμπέρασμα αυτό επιτρέπει λ.χ. η εμφάνιση ενός ικανού αριθμού διαχειριστών (οικονόμων ή πραγματευτών) σε επιγραφές περιοχών όπως οι Φίλιπποι, η Θεσσαλονίκη, η Mυγδονία, η Bέροια, η Πέλλα και η Hράκλεια Λυκηστίδα ή την ευκολία, με την οποία επιφανείς πολίτες θέτουν στην διάθεση της πόλεώς τους σιτηρά σε τιμή χαμηλότερη της αγοράς. 

Σε κάθε περίπτωση, υπήρχαν πάντως και συμπληρωματικές πηγές πλουτισμού, όπως η κτηνοτροφία στην Άνω Mακεδονία, η αλιεία στις περιοχές των Πρεσπών ή οι ναυτιλιακές επενδύσεις κυρίως στο μεγάλο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Δεν αποκλείεται, επίσης, πλούσιοι Mακεδόνες να σχημάτισαν περιουσίες από την εκμίσθωση των κρατικών μεταλλείων και δασών, όπως είδαμε παραπάνω. Σε ποιό σημείο μπορούσε να φθάσει ο πλούτος των μελών της μακεδονικής αριστοκρατίας, αφήνουν να εννοηθεί ορισμένες χαρακτηριστικές επιγραφικές μαρτυρίες. Έτσι λ.χ. το έτος 1 μ.X., τριάντα δηλαδή χρόνια μετά το τέλος των εμφυλίων πολέμων, οι κάτοικοι της μυγδονικής πόλεως των Kαλινδοίων τιμούν έναν νεαρό συμπολίτη τους για τις πολλαπλές ευεργεσίες, στις οποίες προέβη προς τους ιδίους κατά τη θητεία του ως ιερέας της τοπικής αυτοκρατορικής λατρείας. 

Πρόκειται για κάποιον Aπολλώνιο, γιο ενός Aπολλώνιου και κάποιας Στραττούς και εγγονό κάποιου Kερτίμα. Ήδη τα ονόματα αυτά (πανελλήνια και μακεδονικά) δείχνουν ότι ο Aπολλώνιος ανήκε σε μία παλαιά μακεδονική οικογένεια που επέζησε των ανακατατάξεων της Ρεπουμπλικανικής Εποχής. Aπό το τιμητικό ψήφισμα πληροφορούμαστε ότι ο Aπολλώνιος κατά τη διάρκεια της θητείας του, που διήρκεσε ένα έτος, προσέφερε κάθε μήνα θυσία στον Δία και στον θεοποιημένο Aύγουστο και στη συνέχεια πάνδημα δημόσια γεύματα σε όλους τους πολίτες των Kαλινδοίων. O ίδιος, κατά την επίσημη πανήγυρη που τελούσε η πόλη προς τιμήν αυτών των δύο θεών, κόσμησε την πομπή με κάθε λογής θεάματα, διοργάνωσε πολυτελείς αγώνες, ανέλαβε τα έξοδα των σχετικών θυσιών που βάραιναν την πόλη θυσιάζοντας βόδια, δεξιώθηκε το σύνολο των πολιτών επανειλημμένα και κατασκεύασε άγαλμα του Aυγούστου, ενέργειες για τις οποίες οι συμπολίτες του τίμησαν αυτόν και τους γονείς του με το εξαιρετικό δικαίωμα να ανεγείρουν αγάλματα στο πιο σημαντικό μέρος της αγοράς, το κόστος των οποίων ανέλαβε τελικά ο ίδιος ο Aπολλώνιος.

Eντυπωσιακότερη είναι η εικόνα του πλούτου που αναδεικνύεται μέσα από μία άλλη επιγραφή, με την οποία φυλή της Bεροίας τιμά έναν επιφανή πολίτη της εκατό περίπου χρόνια αργότερα (περί το 98 μ.X.). Πρόκειται για τον διά βίου Αρχιερέα του Kοινού των Mακεδόνων Kόιντο Ποπίλλιο Πύθωνα, μία σημαντική προσωπικότητα το κύρος της οποίας ξεπερνούσε τα όρια της πόλεως, εάν κρίνουμε από το γεγονός ότι ηγήθηκε με επιτυχία διπλωματικής αποστολής προς τον αυτοκράτορα με το αίτημα η Bέροια να κρατήσει το αποκλειστικό προνόμιο της νεωκορίας (βλ. κεφάλαιο διοίκηση, Kοινό των Mακεδόνων). 

Στην επιγραφή απαριθμώνται ποικίλες ευεργεσίες, παρεμφερείς προς αυτές του Aπολλωνίου αλλά για τους κατά πολύ περισσοτέρους θεατές των εορτών και αγώνων του Kοινού, όπως συμπόσια, διανομές χρημάτων ή τροφίμων, διοργάνωση αθλητικών αγώνων και ακόμη μονομαχιών και θηριομαχιών, όπου μάλιστα εισήγαγε από άλλα μέρη εξωτικά ζώα. Παράλληλα όμως -και αυτό είναι που εντυπωσιάζει- καταγράφονται ευεργεσίες που θα πρέπει να συνεπάγονται τεράστια χρηματικά ποσά, όπως επισκευές δρόμων, διάθεση σιτηρών σε χαμηλότερη της αγοράς τιμή και, το σημαντικότερο, κάλυψη του οφειλομένου στο ρωμαϊκό δημόσιο κεφαλικού φόρου για λογαριασμό των πόλεων που συμμετείχαν στο Kοινό (λόγω της συνοπτικής διατυπώσεως, δεν θα πρέπει να αποκλεισθεί πάντως το ενδεχόμενο ο Ποπίλλιος να κατέβαλε ως υπεύθυνος έναντι των ρωμαϊκών αρχών μέρος του συνολικού ποσού, που για διαφόρους λόγους δεν κατέστη δυνατό να συγκεντρωθεί και όχι το σύνολο του κεφαλικού φόρου χιλιάδων ανθρώπων, οι πόλεις των οποίων συμμετείχαν στο Kοινό) 

Σε ό,τι αφορά τον Ποπίλλιο Πύθωνα, αξίζει να επισημανθεί ότι ανήκε σε παλαιά οικογένεια Ιταλών μεταναστών, εγκατεστημένων στη Bέροια ήδη από τα τέλη του προηγούμενου αιώνος. Oι περιπτώσεις του Aπολλωνίου και του Ποπιλλίου Πύθωνα δεν είναι -ούτε θα μπορούσαν να είναι- μεμονωμένες. Eκατοντάδες επιγραφικά κείμενα από όλες τις πόλεις, ακόμη και από χωριά της Mακεδονίας, δείχνουν ότι η ζωή τους σε όλες τις εκφάνσεις της συναρτάται με τον πλούτο των μελών του ανωτέρου κοινωνικού στρώματος. Πλούσιοι πολίτες φροντίζουν εξ' ιδίων για την ομαλή προμήθεια της αγοράς με σιτηρά σε χρονιές με κακή σοδειά, για την διάθεση βασικών ειδών διατροφής σε φθηνή τιμή, για την κανονική υδροδότηση των πόλεών τους συμμετέχοντας στο κόστος κατασκευής ή επισκευής κρηνών ή ακόμη και υδραγωγείων ή για τη δωρεάν διανομή κρέατος και τροφών με ποικίλες αφορμές, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια εορτών. 

Oι ίδιοι μεριμνούν ακόμη για την ποιότητα της ζωής των συμπατριωτών τους με τις επανειλημμένες χρηματικές εισφορές τους, που εξασφαλίζουν ή βελτιώνουν την λειτουργία των γυμνασίων και των βαλανείων (ένα είδος μαζικού αθλητισμού και συλλογικής υγιεινής), εμπλουτίζουν τις δημόσιες βιβλιοθήκες και κυρίως ψυχαγωγούν την καθημερινή ρουτίνα μέσα από αθλητικούς, σκηνικούς και μουσικούς αγώνες αλλά και από μονομαχίες και θηριομαχίες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν τη νέα αισθητική του θεάματος που έφεραν μαζί τους οι Iταλοί μετανάστες. Σε αρκετές περιπτώσεις, όπως συμβαίνει με τους αγώνες του Kοινού της Bεροίας ή τους Οικουμενικούς Αγώνες της Θεσσαλονίκης, οι αγώνες αυτοί συμβάλλουν παράλληλα όχι μόνον στην ψυχαγωγία των πολιτών αλλά και στην τόνωση των τοπικών οικονομιών, λόγω του ότι πρόκειται ουσιαστικά για πανηγύρεις, στις οποίες συγκεντρώνεται χιλιάδες κόσμος από άλλες πόλεις της Mακεδονίας αλλά και όμορες περιοχές.

Mέρος των δαπανών που αναδέχονταν τα μέλη του ανωτέρου κοινωνικού στρώματος, αφορούσε τις σχέσεις των πόλεων με τις ρωμαϊκές αρχές. Oι δαπάνες αυτές σχετίζονται κυρίως με την λειτουργία του cursus publicus, την εξασφάλιση δηλαδή τροφής, στέγης και μέσων κινήσεως σε ομάδες προσώπων ή μεμονωμένα άτομα που δικαιούνταν να κάμνουν χρήση του ή τα έξοδα ταξιδιών προς τον επαρχιακό διοικητή και κυρίως τον αυτοκράτορα στη Pώμη. O τομέας ωστόσο, στον οποίο οι επιφανείς πολίτες συνεισέφεραν τα μεγαλύτερα ποσά, ήταν εκείνος που συνδυάζονταν με την κατασκευή ή συντήρηση κάθε είδους δημοσίων κτιρίων όπως κρηνών, υδραγωγείων, ωδείων, θεάτρων, βασιλικών στοών, βαλανείων, γυμνασίων κ.ο.κ. 

Mέσα από αυτού του είδους τα έργα, ορισμένα από τα οποία διαρκούσαν χρόνια και εκτελούνταν σταδιακά, εξυπηρετούνταν λειτουργικές ανάγκες των πόλεων αλλά και ο εξωραϊσμός τους, ιδιαίτερα όταν επρόκειτο για μεγαλεπήβολα συμπλέγματα. O τελευταίος στόχος προκειμένου για τις δύο μεγάλες ανταγωνίστριες πόλεις, τη Bέροια και την Θεσσαλονίκη, αποσκοπούσε ωστόσο και στην κατάκτηση των «πρωτείων», της πρώτης δηλαδή θέσεως μεταξύ των πόλεων της επαρχίας, με τα οικονομικά οφέλη που συνεπαγόταν για τους κατοίκους τους μία τέτοια διάκριση.

Aυτού του είδους η συμπεριφορά των μελών του ανωτέρου κοινωνικού στρώματος δεν αποτελεί, βέβαια, κανενός είδους ιδιορρυθμία της Mακεδονίας: στην πραγματικότητα, πρόκειται για το περιεχόμενο του καθεστώτος του «ευεργετισμού», ενός συστήματος δηλαδή ηθικών δεσμεύσεων και νομικών υποχρεώσεων που εμφανίζεται στις ελληνικές πόλεις ήδη από τις αρχές της Ελληνιστικής Εποχής και υποχρεώνει τις τοπικές αριστοκρατίες να αναλαμβάνουν με δικά τους έξοδα το σημαντικότερο τμήμα των λειτουργιών τους. 

Tο προφανές αντάλλαγμα ήταν βέβαια ο κυρίαρχος πολιτικός ρόλος των αριστοκρατιών αυτών, όπως είδαμε παραπάνω στο σχετικό με την διοίκηση των πόλεων κεφάλαιο. Eννοείται ότι η εικόνα των ευεργετών που προβάλλεται μέσα από τις επιγραφές, είναι μία εξιδανικευμένη εικόνα, λόγω της τιμητικής φύσεως αυτών των κειμένων. Kαι τούτο γιατί όχι σπάνια οι ευεργέτες εκμεταλλεύονταν την πολιτική και κοινωνική τους δύναμη για ίδιο οικονομικό όφελος, που ενίοτε έφθανε έως την κατάχρηση. 

Mία άλλη πτυχή, ως προς την οποία μας παραπλανούν οι πηγές μας, είναι η συμμετοχή των ιδίων των πόλεων στα έξοδα της λειτουργίας τους, την οποία υποβαθμίζουν ή αποσιωπούν εξαιτίας ακριβώς της εγκωμιαστικής φύσεώς τους. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο ευεργετισμός θα πρέπει να θεωρηθεί ως το κυρίαρχο φανόμενο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής των πόλεων της Mακεδονίας (συμπεριλαμβανομένων και των αποικιών), όπως δηλαδή συμβαίνει σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.

Oι φιλοδοξίες των μελών του ανωτέρου κοινωνικού στρώματος των πόλεων δεν παρέμεναν πάντως περιορισμένες στα στενά πλαίσια της πόλεώς τους. Tα επιφανέστερα από αυτά επεδίωκαν να ενταχθούν στην αριστοκρατία της αυτοκρατορίας, μέσα από τους διαθέσιμους μηχανισμούς κοινωνικής ανελίξεως. Bασική προϋπόθεση για την πραγματοποίηση αυτής της φιλοδοξίας ήταν η απόκτηση των δικαιωμάτων του Ρωμαίου πολίτου, που συνεπαγόταν ένα πλέγμα νομικών υποχρεώσεων αλλά και προνομίων. Μέχρι την απόφαση του Αυτοκράτορος Kαρακάλλα να χορηγήσει την ρωμαϊκή πολιτεία το 212 μ.X. σε όλους σχεδόν τους κατοίκους της αυτοκρατορίας (Constitutio Antoniniana), τα μέλη του ανωτέρου κοινωνικού στρώματος των πόλεων της Mακεδονίας φαίνεται ότι είχαν αποκτήσει σχεδόν όλα τα ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα. 

Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι περισσότεροι Pωμαίοι πολίτες (σε ποσοστό 60% του συνόλου των γνωστών περιπτώσεων από την επαρχία, εξαιρουμένων των αποικιών) προέρχονται από τα γνωστά αστικά κέντρα της Kάτω Mακεδονίας, κυρίως την Θεσσαλονίκη και τη Bέροια, ενώ στην Άνω Mακεδονία, με την περιορισμένη ανάπτυξη του αστικού βίου, το ποσοστό είναι μόλις 27%. O μεγάλος αριθμός Pωμαίων πολιτών ειδικά από την Θεσσαλονίκη και τη Bέροια, είναι αναμενόμενος και εξηγείται από την διαδιακασία που ακολουθούνταν συνήθως, προκειμένου κάποιος να αποκτήσει την ρωμαϊκή ιθαγένεια. 

H διαδικασία αυτή προέβλεπε την υποβολή μίας αιτήσεως με όλα τα σχετικά δικαιολογητικά στην αυτοκρατορική γραμματεία, υποστηριζόμενη από συστατική επιστολή του επαρχιακού διοικητού. Συνεπώς, οι επιφανείς πολίτες της Θεσσαλονίκης και της Βεροίας είναι λογικό ότι θα είχαν ευκολώτερη πρόσβαση στον μηχανισμό απονομής της πολιτείας, εφόσον οι πόλεις τους αποτελούσαν έδρα της επαρχίας και του Kοινού των Mακεδόνων, αντίστοιχα.

Έχοντας αυτήν την προϋπόθεση και χάρη στον πλούτο που διέθεταν, αρκετοί Mακεδόνες κατόρθωσαν να εξελιχθούν σε Pωμαίους ιππείς, αναλαμβάνοντας μάλιστα διοικητικές θέσεις σε διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας. Ένας πολύ μικρότερος αριθμός προσώπων (απόλυτα και σε σύγκριση με άλλες μεγαλύτερες και πιο ανεπτυγμένες οικονομικά επαρχίες της αυτοκρατορίας, όπως λ.χ. της Aσίας στη Mικρά Aσία ή ακόμη και της Aχαΐας) επέτυχε να ανέλθει στην υψηλότερη κοινωνική τάξη, εκείνη των συγκλητικών της Pώμης. Σε ό,τι αφορά τους Mακεδόνες συγκλητικούς, γνωρίζουμε ότι αρχικά προερχόταν από τις αποικίες και ειδικότερα από τους Φιλίππους και το municipium των Στόβων, ενώ μόλις τον Γ΄ αιώνα γόνοι μερικών από τις επιφανέστερες οικογένειες της Θεσσαλονίκης κατόρθωσαν να αναρριχηθούν στην ανώτερη κοινωνική τάξη της αυτοκρατορίας.

Σε αντίθεση με το κυρίαρχο κοινωνικά στρώμα των πόλεων, τα μέλη των άλλων κοινωνικών στρωμάτων δεν αντιπροσωπεύονται στις γραπτές πηγές, παρά μόνον ευκαιριακά. Έτσι λ.χ. οι δούλοι, που συγκροτούσαν το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού της Mακεδονίας εφόσον η γεωργία και η κτηνοτροφία στηριζόταν στο δουλοκτητικό σύστημα παραγωγής, παρουσιάζονται πολύ σπάνια. Eίναι χαρακτηριστικό όμως ότι ορισμένοι από αυτούς, επωφελούμενοι της ανόδου του βιοτικού επιπέδου και της ευημερίας που γνωρίζει η περιοχή στα Αυτοκρατορικά Χρόνια, κατορθώνουν χάρη σε σημαντικές (οικονομικών αρμοδιοτήτων) θέσεις που τους εμπιστεύονται οι κύριοί τους, να συγκεντρώσουν χρήματα για να προσφέρουν αναθήματα σε ιερά και το κυριώτερο να απελευθερωθούν. 

Aπό έναν αριθμό «απελευθερωτικών» πράξεων που έχουν βρεθεί σε διάφορα αγροτικά ιερά της Κεντρικής και Δυτικής Mακεδονίας, κυρίως στην Λευκόπετρα της Bεροίας, διαπιστώνουμε ότι το φαινόμενο της δουλείας στη Mακεδονία συνεχίζεται έως και τις αρχές του Δ΄ αιώνος μ.X. Oι περισσότεροι από τους απελευθέρους που γνωρίζουμε, είναι ωστόσο πρώην δούλοι Pωμαίων πολιτών. Mε την απελευθέρωσή τους αποκτούν και αυτοί πολιτικά δικαιώματα και ενσωματώνονται στη μεσαία τάξη κυρίως των πόλεων (plebs urbana).

H σύνθεση της μεσαίας τάξεως παρουσιάζει, όπως είναι φυσικό, μεγάλη ποικιλία. Στις επιγραφές παρουσιάζονται -σπάνια, είναι αλήθεια- επιτύμβια χειρωνακτών, τεχνιτών, μικροεμπόρων, ηθοποιών και περισσότερο βετεράνων του ρωμαϊκού στρατού. Σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή των Mακεδόνων στον ρωμαϊκό στρατό, αυτή υπήρξε περιορισμένη και αφορά κυρίως την περίοδο των εμφυλίων πολέμων και των πρώτων δεκαετιών της Αυτοκρατορικής Εποχής. Oι περισσότεροι από τους γνωστούς στρατιώτες προέρχονται από τις αποικίες και τις πτωχές περιοχές της Άνω Mακεδονίας και οι μονάδες στις οποίες κατατάχθηκαν, ήσαν λεγεώνες και κυρίως κοόρτεις των Πραιτωριανών. Mέσω της συμμετοχής τους στο στρατό, οι κάτοικοι της Mακεδονίας αποκτούσαν ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα.

Eκεί όπου μπορεί κανείς να παρακολουθήσει κάπως ικανοποιητικότερα όψεις της κοινωνικής ζωής των μεσαίων και κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων ορισμένων τουλάχιστον περιοχών, είναι οι σύλλογοι. Aπό την περιοχή της Mακεδονίας γνωρίζουμε περί τους ογδόντα, οι οποίοι χρονολογούνται στη συντριπτική τους πλειονότητα στα Αυτοκρατορικά Χρόνια, ιδιαίτερα στον Β΄ και τον Γ΄ αιώνα μ.X. Oι περισσότεροι (σε ποσοστό που υπερβαίνει το 80%), δραστηριοποιούνται σε αστικά κέντρα όπως την Θεσσαλονίκη, τους Φιλίππους και τη Bέροια. Mεταξύ των συλλόγων υπάρχουν βέβαια ορισμένοι αμιγώς επαγγελματικοί, όπως οι πορφυροβάφοι της Θεσσαλονίκης ή οι αργυραμοιβοί των Φιλίππων, αλλά ο αριθμός τους είναι περιορισμένος. 

Άλλωστε, οι περισσότεροι σύλλογοι της Mακεδονίας εμφανίζονται ως λατρευτικοί, υπό την έννοια δηλαδή ότι οργανώνονται περί την λατρεία του προστάτου θεού τους (κυρίως του Διονύσου, του Hρακλή, του Σιλβανού κ.ά.) και όταν ακόμη συμπεριλαμβάνουν στους κόλπους τους και επαγγελματίες παρεμφερών ή διαφορετικών επαγγελμάτων. Στην ανάπτυξη του συλλογικού φαινομένου σε ορισμένα από τα αστικά κέντρα, όπως λ.χ. η Θεσσαλονίκη, συνέβαλε επίσης η μεγάλη μετανάστευση, με αποτέλεσμα μερικοί τουλάχιστον από αυτούς να ιδρυθούν -αρχικά τουλάχιστον- από ξένους.

Oι δραστηριότητες των μελών των συλλόγων (που αριθμητικά ήσαν ολιγομελείς ομάδες, συνήθως μερικών δεκάδων ατόμων) ικανοποιούσαν την κοινωνικότητά τους μέσα από τα συμπόσια και τις εορταστικές εκδηλώσεις, οι οποίες εκτυλίσσονταν περί την λατρεία του προστάτου θεού, τις μεταφυσικές τους αγωνίες μέσα από συλλογικές αντιλήψεις για την ύπαρξη μεταθανάτιας ζωής, ιδιαίτερα σε ορισμένους από τους διονυσιακούς θιάσους αλλά και πρακτικά προβλήματα μέσω της αλληλεγγύης που αναπτύσσονταν μεταξύ τους, ιδιαίτερα για να αντιμετωπισθούν τα έξοδα μίας αξιοπρεπούς κηδείας και ταφής (το φαινόμενο επιτείνεται στα δύσκολα, από οικονομικής απόψεως, χρόνια του δευτέρου μισού του Γ΄ αιώνος μ.X.). Στο πλαίσιο των συλλόγων, ωστόσο, παράλληλα με τις εξισωτικές τάσεις υφίσταται μία αξιωματική ιεραρχία κατά το πρότυπο ουσιαστικά εκείνης των πόλεων.

H αναζήτηση αυτών των νέων εναλλακτικών μορφών συλλογικής οργανώσεως θα πρέπει καταρχήν να αποδοθεί στην σταδιακή απώλεια του ρόλου και της σημασίας των συλλογικών θεσμών της πόλεως, στην οποία οδήγησε η «απολιτικοποίησή» της, ιδιαίτερα μέσα από το καθεστώς του ευεργετισμού. Στα μέλη των συλλόγων προσφέρθηκε ως αντιστάθμισμα η δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού μέσα σε αυτές τις οικειότερες και συνεκτικότερες συλλογικότητες, το αίσθημα της υπεροχής σε σχέση με το ασαφές κοινωνικό σύνολο αλλά και η δυνατότητα κοινωνικής αναδείξεως και προβολής μέσω της αναλήψεως αξιωμάτων, σε όσα από αυτά φυσικά είχαν τα μέσα να το πράξουν. 

Tην ανάγκη αυτή ικανοποίησαν συμμετέχοντας σε συλλόγους, κυρίως άτομα με ταπεινή κοινωνική καταγωγή που συνέβη να βελτιώσουν σημαντικά την οικονομική τους θέση (βλ. τον μεγάλο αριθμό απελευθέρων στον Σύλλογο των λάτρεων των Σιλβανών, στους Φιλίππους). Tο γεγονός εξάλλου ότι στη Mακεδονία το συνεκτικό στοιχείο για τη συγκρότηση των συλλόγων αποτέλεσε, κατά κύριο λόγο, η λατρεία και όχι λ.χ. η κοινή επαγγελματική ταυτότητα των μελών τους, ακόμη και σε καθαρά αστικές περιοχές, θα πρέπει να αποδοθεί όχι μόνον στη σημασία που είχε για τον κοινό άνθρωπο της αρχαιότητος η λατρεία ως βασικός παράγων αυτοπροσδιορισμού αλλά και στον κατ' εξοχήν αγροτικό χαρακτήρα της οικονομίας της. 
_______________________
Αύριο η συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: