12 Δεκεμβρίου, 2011

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Τη διακυβέρνηση της Μακεδονίας κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στην Ανατολή ανέλαβε, ως Τοποτηρητής του θρόνου, ο στρατηγός του Φιλίππου (και ένας από τους βασικούς υποστηρικτές του Αλεξάνδρου κατά την άνοδό του στον θρόνο) Αντίπατρος, με διττή αποστολή: την διατήρηση της πολιτικής ομαλότητος στην Ελλάδα με την αποτελεσματική αντιμετώπιση κάθε ενδεχόμενης αντιμακεδονικής κινήσεως και την αποστολή νέων στρατιωτικών δυνάμεων, που θα απαιτούνταν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Η μοναδική αντιμακεδονική κίνηση που πραγματοποιήθηκε, προήλθε από τη Σπάρτη και τον Βασιλέα της Άγι και στηρίζονταν στην ανάμνηση του παλαιού μεγαλείου της πόλεως. 

Η κίνηση αυτή κατεστάλη σχετικά εύκολα από τον Αντίπατρο, με τη νίκη του στην μάχη της Μεγαλόπολης (331 π.Χ.). Πολύ σοβαρότερη ήταν η εξέγερση με κέντρο την Αθήνα, γνωστή με το όνομα «Λαμιακός Πόλεμος», που εκδηλώθηκε μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323/322 π.Χ.). Η εξέγερση κατεστάλη από τον Αντίπατρο με τη βοήθεια των στρατηγών του Αλεξάνδρου, Κρατερού και Λεοννάτου. Την καταδικασμένη σε αποτυχία αμφισβήτηση της μακεδονικής επικυριαρχίας πλήρωσε η Αθήνα, με την καταστροφή του στόλου της στη Ναυμαχία της Αμοργού και την κατάλυση της ριζοσπαστικής Δημοκρατίας αλλά και ο Δημοσθένης με τη ζωή του (αυτοκτόνησε για να μην συλληφθεί, το 422 π.Χ.).

Στα σαράντα τέσσερα περίπου χρόνια που πέρασαν από τον θάνατο του Αντιπάτρου (319 π.Χ.) έως την άνοδο στον θρόνο του Αντιγόνου Γονατά (277 π.Χ.), η Μακεδονία έζησε μία δεύτερη μεγάλη κρίση της πολιτικής ιστορίας της με όλα τα παρεπόμενα δεινά. Η χώρα, ο βασιλιάς και ο στρατός της οποίας μόλις μία δεκαετία πριν είχαν αλλάξει, με την κατάλυση της Περσικής Αυτοκρατορίας, τον πολιτικό χάρτη του αρχαίου κόσμου, υπέφερε περισσότερο από οιανδήποτε άλλη κατά τη διάρκεια των πολέμων που διεξήχθησαν μεταξύ Μακεδόνων στρατηγών, πρώην συμπολεμιστών στη μεγάλη εκστρατεία.

Στην πρώτη φάση των πολέμων αυτών, κατά τη σύγκρουση μεταξύ του Πολυπέρχοντος, παλαιού στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου (που διορίσθηκε από τον Αντίπατρο στη θέση του τοποτηρητή του θρόνου, αλλά αποδείχθηκε πολιτικά ανεπαρκής) και του γιου του Αντιπάτρου, Κασσάνδρου και σε διάστημα έντεκα ετών εξοντώθηκε ολόκληρη η βασιλική οικογένεια: πρώτα ο νόμιμος βασιλιάς Φίλιππος Δ΄ Αρριδαίος και η σύζυγός του Ευρυδίκη, ύστερα από απαίτηση της μητέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου Ολυμπιάδος, που είχε προσχωρήσει στο στρατόπεδο του Πολυπέρχοντα (319 π.Χ.)· κατόπιν σειρά είχε η Ολυμπιάδα, την οποία απέκλεισε στην Πύδνα ο Κάσσανδρος, που κυβερνούσε ήδη από τότε την Μακεδονία με καταδικαστική απόφαση της Συνελεύσεως του Στρατού, το 316 π.Χ. 

Από τον Κάσσανδρο θανατώθηκαν έξι χρόνια αργότερα για πολιτικούς λόγους, εξαιτίας δηλαδή των δικαιωμάτων που είχαν στον μακεδονικό θρόνο, η σύζυγος του Μεγάλου Αλεξάνδρου Ρωξάνη και ο γιος του Αλέξανδρος Δ΄. Τέλος, από τον Πολυπέρχοντα ―σύμφωνα με επιθυμία του Κασσάνδρου― θανατώθηκαν το 309 π.Χ. ο γιος του Μεγάλου Αλεξάνδρου από την Περσίδα Βαρσίνη, Ηρακλής καθώς και η μητέρα του. Πολιτική σταθερότητα απέκτησε η Μακεδονία στα χρόνια της διακυβερνήσεως του ―αναμφίβολα ικανού― Κασσάνδρου (319-297 π.Χ.). Για πολιτικούς λόγους, ο Κάσσανδρος νυμφεύθηκε την ετεροθαλή αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Θεσσαλονίκη· το όνομά της έδωσε στην πόλη που ίδρυσε, το 316/5 π.Χ., στον μυχό του Θερμαϊκού. Η ίδρυση της Θεσσαλονίκης και της Κασσανδρείας (στη θέση της Ποτίδαιας) δείχνουν την πολιτική του οξυδέρκεια. Επιτυχής υπήρξε εξάλλου και η εκστρατεία του εναντίον των Ιλλυριών. 

Ακολουθώντας το παράδειγμα των άλλων Διαδόχων, ο Κάσσανδρος έλαβε το 306 π.Χ. τον τίτλο του βασιλέως· ήδη όμως είχε χάσει ένα μεγάλο μέρος της επιρροής του στη Νότιο Ελλάδα, μετά την επέμβαση σ' αυτήν του Δημητρίου του Πολιορκητού, γιου του Αντιγόνου (του επονομαζομένου Μονόφθαλμου), που είχε υπό την εξουσία του τη Μικρά Ασία. Με την εδραίωση της κυριαρχίας του στη Νότιο Ελλάδα (το 303/2 π.Χ. επεδίωξε μάλιστα την αναβίωση της «Ελληνικής Ομοσπονδίας»), ο Δημήτριος ο Πολιορκητής έμελλε να γίνει ο κατοπινός βασιλέας της Μακεδονίας. Αυτό το πέτυχε χάρη στην δυναστική διαμάχη μεταξύ των δύο νεωτέρων γιων του Κασσάνδρου, Αντιπάτρου και Αλεξάνδρου, που ξέσπασε μετά τη σύντομη διακυβέρνηση (διάρκειας μόνο λίγων μηνών) του πρεσβυτέρου γιου και διαδόχου του Κασσάνδρου, Φιλίππου Δ΄(297 π.Χ.). Η διαμάχη προήλθε από την άρνηση του Αντιπάτρου να δεχθεί την διαίρεση του βασιλείου που πρότεινε η μητέρα του Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη δολοφονήθηκε από τον Αντίπατρο, ο οποίος λίγο αργότερα κατέφυγε στον Λυσίμαχο, τον βασιλιά της Θράκης, αφού προηγουμένως ο Αλέξανδρος είχε καλέσει σε βοήθεια τον Δημήτριο τον Πολιορκητή και τον Πύρρο. 

Μετά την αποχώρηση του Πύρρου (με την απόσπαση από την Μακεδονία της Ακαρνανίας, της Τυμφαίας και της Αμβρακίας ως αμοιβή για την επέμβασή του) ήλθε ο Δημήτριος ο Πολιορκητής. Επιστρέφοντας στη Νότιο Ελλάδα εφόσον η επέμβασή του δεν ήταν αναγκαία, δολοφόνησε στη Λάρισα τον Αλέξανδρο, ο οποίος τον είχε συνοδεύσει έως εκεί και αμέσως μετά αναγορεύθηκε βασιλιάς της Μακεδονίας, το 294/3 π.Χ. Η αυταρχική συμπεριφορά του Δημητρίου και η χλιδή της προσωπικής του ζωής προκάλεσαν το δημόσιο αίσθημα, πράγμα που έδωσε στον Πύρρο και στον Λυσίμαχο την αφορμή να συνασπισθούν εναντίον του και να επέμβουν στη Μακεδονία. Στη Βέροια ο στρατός του Δημητρίου προσχώρησε στον Πύρρο. Ο Δημήτριος αναγκάσθηκε τότε να φύγει από την Μακεδονία και η χώρα μοιράσθηκε μεταξύ του Πύρρου και του Λυσιμάχου. Ως βασιλιάς της Μακεδονίας για τα έξι επόμενα χρόνια (287-281 π.Χ.) αναφέρεται ο Λυσίμαχος, με εντολή του οποίου είχε δολοφονηθεί ο Αντίπατρος.

Η δραματική περιπέτεια αρχίζει το 281 π.Χ., μετά την ήττα και τον θάνατο του Λυσιμάχου στο Κουροπέδιον της Μικράς Ασίας. Ο νικητής Σέλευκος πέρασε τον Ελλήσποντο με προορισμό την πατρίδα του Μακεδονία, δολοφονήθηκε όμως από τον Πτολεμαίο Κεραυνό, γιο του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου Α΄ (από την Ευρυδίκη, κόρη του Αντιπάτρου και αδελφή του Κασσάνδρου), που ζούσε, μετά από ρήξη με τον πατέρα του στο ζήτημα της διαδοχής, στο περιβάλλον του Σελεύκου. Με την υποστήριξη του στρατού, η οποία οφειλόταν κυρίως στο γεγονός ότι είχε εκδικηθεί τον θάνατο του Λυσιμάχου, ο Πτολεμαίος Κεραυνός έγινε βασιλιάς της Μακεδονίας, το 280 π.Χ. Λίγους μήνες αργότερα, εισέβαλαν στη Μακεδονία οι Κέλτες. Την δεινή ήττα (στην οποία έχασε τη ζωή του ο Κεραυνός) ακολούθησε μία μακρά δοκιμασία για τη χώρα, διάρκειας δύο περίπου ετών: τις επιδρομές των Κελτών στην ύπαιθρο μπόρεσε να αντιμετωπίσει -έως έναν ορισμένο βαθμό- ο Στρατηγός Σωσθένης, ο οποίος όμως αρνήθηκε να γίνει βασιλιάς. Μετά τον θάνατό του, το 278/277 π.Χ., η χώρα περιήλθε (με τέσσερις ανταπαιτητές του θρόνου) σε πλήρη αναρχία, στην οποία έδωσε τέλος, μετά την περιφανή νίκη του κατά των Κελτών στη Λυσιμάχεια (Θράκη), ο Αντίγονος Γονατάς, γιος του Δημητρίου του Πολιορκητού, που αναδείχθηκε σε έναν από τους ικανοτέρους βασιλείς της Μακεδονίας.

Ο Αντίγονος Γονατάς (η προέλευση του προσωνυμίου δεν είναι ακριβώς γνωστή) κυβέρνησε τριάντα οκτώ χρόνια, από το 277 έως το 239 π.Χ. Στο χρονικό αυτό διάστημα, η Μακεδονία αποτελούσε μία από τις τρεις μεγάλες δυνάμεις της Ελληνιστικής Εποχής (οι δύο άλλες ήταν το κράτος των Σελευκιδών και η Πτολεμαϊκή Αίγυπτος). Η επιτυχία στον ρόλο αυτό -και φυσικά η ανασυγκρότηση της χώρας που προϋποθέτει- οφείλεται κυρίως στην προσωπικότητα του βασιλέως. Η διαπίστωση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, εάν ληφθεί υπόψη ότι η «ισορροπία δυνάμεων» της εποχής ήταν, εξαιτίας των διαφορών και των συγκρούσεων που αυτές συνεπαγόταν ως προς τις σφαίρες επιρροής, επισφαλής από τη μια μεριά και από την άλλη, ότι η Μακεδονία είχε χάσει κατά τη διάρκεια των Πολέμων των Διαδόχων, όπως και κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή, ένα σημαντικό μέρος από το πολυτιμότερο στοιχείο που διέθετε, το έμψυχο δυναμικό της.

Με το κύρος του νικητή, ο Αντίγονος Γονατάς αποκατέστησε την τάξη στο εσωτερικό (μεταξύ των άλλων και με την κατάλυση του τυραννικού καθεστώτος που είχε επιβάλει κάποιος Απολλόδωρος στην Κασσάνδρεια) και επανέφερε στην επικυριαρχία της Μακεδονίας τη Θεσσαλία και την Παιονία, όπου ίδρυσε κοντά στον Αξιό την πόλη Αντιγόνεια (Στέφανος Βυζάντιος, λ. Αντιγόνεια, πρβλ. F. Papazoglou, Les Villes, 324). Ωστόσο λίγο αργότερα, κατά τη νέα εισβολή του Πύρρου στη Μακεδονία (275/4 π.Χ.), ο Αντίγονος νικήθηκε. Ο Πύρρος κατέλαβε μάλιστα τις Αιγές, όπου οι Κέλτες μισθοφόροι του λεηλάτησαν τους τάφους των Μακεδόνων βασιλέων (Διόδ., XXII.12, Πλούτ., Πύρρος, XXVI 6) ―καταστροφή με την οποία συνδέεται και η κατάσταση των επιτυμβίων, τα οποία βρέθηκαν διάσπαρτα στην επίχωση Μεγάλης Τούμπας στη Βεργίνα. Κέλτες μισθοφόρους χρησιμοποιούσε όμως και ο Αντίγονος· κύριο, ωστόσο, στήριγμά του ήταν ο στόλος, με τον οποίο διετήρησε υπό την κατοχή του την Θεσσαλονίκη και άλλες παραλιακές πόλεις.

Τον ρόλο της μεγάλης δυνάμεως υπό τον Αντίγονο Γονατά παίζει η Μακεδονία, αφ' ότου εξέλιπε η προερχομένη από τις επεμβάσεις του βασιλιά της Ηπείρου απειλή. Μετά τον θάνατο του Πύρρου στο Άργος, το 272 π.Χ., ο στρατός του προσχώρησε στον Αντίγονο και αποκαταστάθηκε η μακεδονική επιρροή στη Νότιο Ελλάδα. Με τον ρεαλισμό που τον διέκρινε -και τον επέβαλλαν άλλωστε οι περιστάσεις- ο Αντίγονος δεν έθιξε την ανεξαρτησία της Ηπείρου, αναθέτοντας την διακυβέρνησή της στον πρεσβύτερο γιο του Πύρρου και για την επιρροή του στη Νότιο Ελλάδα διετήρησε μόνον τις μακεδονικές φρουρές σε τρεις στρατηγικής σημασίας θέσεις (Δημητριάδα, Κόρινθο και Χαλκίδα). 

Η αυτονομία των πόλεων δεν εθίγη. σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις και για ειδικούς τοπικούς λόγους, υποστηρίχθηκαν εμμέσως τυρρανικά καθεστώτα. Με την επικράτησή του στον λεγόμενο Χρεμωνίδειο Πόλεμο (267-261 π.Χ.), που διενεργήθηκε από την Αθήνα και τη Σπάρτη (IG II2 686-687) με την υποστήριξη του Βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου του Β΄ Φιλαδέλφου και τη νίκη του Αντιγόνου κατά του τελευταίου στη Ναυμαχία της Κου (πιθανόν το 255 π.Χ.), η μακεδονική επιρροή στη Νότιο Ελλάδα (ηπειρωτική και νησιωτική) φαινόταν ότι είχε εδραιωθεί. Οι κατοπινές εξελίξεις δε δικαίωσαν την εντύπωση αυτή. Μετά την εισβολή του βασιλιά της Ηπείρου στην Άνω Μακεδονία, που αποκρούσθηκε από τον γιο του Αντιγόνου, Δημήτριο και την εξέγερση του ανεψιού του Αντιγόνου, Αλεξάνδρου, στη Νότιο Ελλάδα (κατά την οποία αποσπάσθηκαν έως τον θάνατό του η Κόρινθος και η Χαλκίδα, το 249-245 π.Χ.), η Μακεδονία αντιμετώπισε την πολιτική δυναμική του σχηματισμού των Συμπολιτειών -με την ιδεολογική αντίθεση προς τη μοναρχία που την χαρακτήριζε- ανεπιτυχώς, εξαιτίας της ανεπάρκειας του στρατιωτικού της δυναμικού: το 243 π.Χ. ο Άρατος από την Σικυώνα, γιος πολιτικού φίλου του Αντιγόνου, απέσπασε με προδοσία την Κόρινθο, η οποία έγινε μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας. 

Η φρουρά της πόλεως που την παρέδωσε στον Άρατο, ήταν μισθοφόροι του Αντιγόνου από την Συρία, οι οποίοι τάχθηκαν κατά του βασιλιά της Μακεδονίας μετά τις νίκες του Πτολεμαίου Γ΄ κατά του Σελεύκου Β΄ στον Τρίτο Συριακό Πόλεμο, το 246-241 π.Χ. (Ο Αντίγονος Γονατάς ήταν σύμμαχος των Σελευκιδών από το 276 π.Χ., όταν πήρε ως σύζυγο την αδελφή του Αντιόχου του Β΄, Φίλα). Ο Αντίγονος Γονατάς απεβίωσε το 239 π.Χ. σε ηλικία 80 ετών, αφού όρισε διάδοχό του τον γιο του Δημήτριο. Στην ελληνική -και μπορούμε να πούμε στην ευρωπαϊκή ιστορία- είναι προπάντων γνωστός για την αντίληψη που είχε περί βασιλικής εξουσίας (και γενικά για την εξουσία), ότι είναι «ένδοξος δουλεία» (Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία, ΙΙ 20) ή σε άλλη διατύπωση, ότι ο βασιλιάς είναι υπηρέτης του λαού. Εκφραστής της ιδίας αντιλήψεως υπήρξε, ως γνωστόν, στη νεώτερη εποχή ο Βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος ο Μέγας.

Επιχειρήσεις σε δύο μέτωπα, στη Νότιο Ελλάδα κατά των Αιτωλών και στο Βορρά εναντίον των Δαρδάνων, καλύπτουν το χρονικό διάστημα των δέκα ετών της βασιλείας του Δημητρίου (239-229 π.Χ.) και καταδεικνύουν τις συνέπειες που είχε η αδυναμία της Μακεδονίας να επιβληθεί στο νέο περιβάλλον: οι επεκτατικές βλέψεις της Αιτωλικής Συμπολιτείας στην Ακαρνανία προκαλούν την πολιτική προσέγγιση της Ηπείρου στη Μακεδονία, στο πλαίσιο της οποίας ο Δημήτριος παίρνει ως σύζυγο την Πριγκίπισσα Φθία, κόρη του Βασιλιά Αλεξάνδρου του Β΄. 

Οι Αιτωλοί, από την άλλη, στρέφονται εναντίον της Μακεδονίας υποστηριζόμενοι από τους Αχαιούς (που εισβάλλουν στην Αττική) και αποσπούν από την μακεδονική επικυριαρχία τμήματα της Θεσσαλίας. Απασχολημένος με τη Νότιο Ελλάδα, ο Δημήτριος εγκαταλείπει την Ήπειρο (με αποτέλεσμα να εκδηλωθεί εκεί εξέγερση κατά της βασιλικής οικογενείας, που οδήγησε στην πτώση της). Η εισβολή των Δαρδάνων στην Παιονία ανάγκασε τον Δημήτριο να συνάψει συμμαχία με τους Ιλλυριούς, οι οποίοι, νικώντας τους Αιτωλούς, εισέβαλαν στην Ακαρνανία και κατέλαβαν την οχυρή θέση Μεδεών (Πολύβιος, ΙΙ 2.5-6). Η εξέλιξη αυτή είναι πρωτίστως συνέπεια της πολιτικής μυωπίας των δύο Συμπολιτειών, της Αιτωλικής και της Αχαϊκής, μιας πολιτικής μυωπίας η οποία συνεπαγόταν ξένες επεμβάσεις, καθιστώντας δύσκολη και ενίοτε αδύνατη την προοπτική μιας σταθερής, επιβαλλομένης από το γενικό συμφέρον, συνεργασίας με την Μακεδονία.

Την διακυβέρνηση της χώρας μετά τον θάνατο του Δημητρίου ανέλαβε, ως Επίτροπος του γιου του Φιλίππου, ο Αντίγονος ο επικαλούμενος Δώσων (γιος του Δημητρίου του Καλού, βασιλέα της Κυρήνης, ετεροθαλούς αδελφού του Αντιγόνου Γονατά). Αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας, ο Αντίγονος Δώσων επανέφερε στην μακεδονική επικυριαρχία τις περιοχές της Θεσσαλίας που είχαν αποσπασθεί από τους Αιτωλούς και απέκρουσε την εισβολή των Δαρδάνων, επιτυχίες, χάρη στις οποίες αναγορεύθηκε βασιλιάς, αφού νυμφεύθηκε τη χήρα του Δημητρίου Φθία. Το σημαντικότερο επίτευγμά του, όμως, στάθηκε η αποκατάσταση της μακεδονικής επιρροής στη Νότιο Ελλάδα. Η απήχηση που βρήκε στην Πελοπόννησο το επαναστατικό κοινωνικό πρόγραμμα του Βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη του Γ΄, ανάγκασε τον ηγέτη της Αχαϊκής Συμπολιτείας Άρατο να ζητήσει την βοήθεια του Μακεδόνα βασιλέα, με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Κορίνθου. 

Το 223 π.Χ. ο Αντίγονος Δώσων εξελέγη Στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας, προσεταιρίσθηκε τις αρκαδικές πόλεις και το επόμενο έτος (222 π.Χ.) νίκησε τον Κλεομένη στη μάχη της Σελλασίας. Η μακεδονική επιρροή αποκαταστάθηκε στο πλαίσιο της «Ελληνικής Συμμαχίας» (Πολύβιος, IV 9.4), που συγκροτήθηκε από τον Αντίγονο · μέλη της ήταν η Μακεδονία και οι Συμπολιτείες, εκτός από την Αιτωλική. Η εισβολή των Ιλλυριών τον ανάγκασε να επιστρέψει στη Μακεδονία, όπου απεβίωσε, αφού απέκρουσε με επιτυχία τους εισβολείς (Πολύβ. ΙΙ 70, Πλούτ., Κλεομένης, 30). Την ιστορία της Μακεδονίας στα χρόνια του Φιλίππου του Ε΄ και του διαδόχου του Περσέως, σφράγισε, ως γνωστόν, ο αγώνας για την ανεξαρτησία εναντίον της Ρώμης· ένας αγώνας που δεν αφορούσε μόνο την Μακεδονία αλλά και όλο τον ελληνικό κόσμο της Ανατολής. 

Στον αγώνα αυτόν η Μακεδονία ήταν μόνη και τον έχασε, με τελικό αποτέλεσμα την κατάλυση του ίδιου του μακεδονικού βασιλείου αλλά και την υποδούλωση των υπολοίπων Ελλήνων στη Ρώμη. Η ήττα δεν οφείλεται μόνον στη μεγάλη στρατιωτική υπεροχή της Ρώμης· οφείλεται ακόμη και στην πολιτική μυωπία των ηγετών των άλλων ελληνικών κρατών (την οποία επισημαίνει, σύμφωνα με τον Πολύβιο και ο Ρόδιος Θρασυκράτης ενώπιον των Αιτωλών, υποστηρίζοντας ότι ο αγώνας εναντίον του Φιλίππου θα οδηγήσει σε εξανδραποδισμό και καταφθορά της Ελλάδος» (Πολ. XVIII 37.9) όπως και στο γεγονός που ήδη αναφέρθηκε, ότι η Μακεδονία είχε χάσει ένα μεγάλο μέρος του έμψυχου δυναμικού της στην Ανατολή και στους πολέμους που ακολούθησαν. Με αυτές τις αρνητικές προϋποθέσεις, η αντίσταση κατά της Ρώμης παρουσιάζει εύλογα ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον.

Κύριος στόχος του Φιλίππου, από την άνοδό του στον θρόνο σε ηλικία μόλις 17 ετών, έπρεπε να είναι ―και ήταν― η εκδίωξη των Ρωμαίων από το νότιο τμήμα της Ιλλυρίας, που είχε γίνει ρωμαϊκό προτεκτοράτο από τον Πρώτο και ιδιαίτερα τον Δεύτερο Ιλλυρικό Πόλεμο (229/8-219 π.Χ.). Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι στους συμβούλους του νεαρού βασιλέως ανήκε και ο Δημήτριος ο Φάριος από την πόλη Φάρο της περιοχής, που είχε εκδιωχθεί το 219 π.Χ. Η παρουσία μιας μεγάλης δυνάμεως στα νώτα του βασιλείου αποτελούσε σοβαρή απειλή ακόμα και για την ίδια την υπόστασή του· στη Νότιο Ελλάδα όμως υπήρχε ―με ελάχιστες προφανώς εξαιρέσεις― η αντίθετη εντύπωση: εξαιτίας της απαλλαγής από τις επιδρομές των Ιλλυριών στα δυτικά ελληνικά παράλια έως και την Πελοπόννησο, οι Ρωμαίοι έγιναν δεκτοί στα Ίσθμια ήδη από το τέλος του Πρώτου Ιλλυρικού Πολέμου, το 228 π.Χ., σαν να επρόκειτο για ελληνικό φύλο.

Η πρώτη μεγάλη ευκαιρία για την αποσόβηση του ρωμαϊκού κινδύνου παρουσιάσθηκε κατά τον Δεύτερο Καρχηδονιακό Πόλεμο και συγκεκριμένα στην τρίτη νίκη του Αννίβα, στην Τρασιμένη λίμνη (Πολύβιος V 101, 5-6), το 217 π.Χ. Έως τότε, ο Φίλιππος διεξήγαγε πόλεμο με τους Αιτωλούς [το 219 π.Χ. οι Αιτωλοί κατέστρεψαν, σύμφωνα με την μαρτυρία του Πολυβίου (IV 62.1-2) το Δίον, ενώ έναν χρόνο αργότερα ο Φίλιππος έπραξε το ίδιο στο Θέρμον (V 8.4-9, 9.1-6)] και τους συμμάχους τους, Ήλιδα και Σπάρτη. Το 217 π.Χ., έχοντας εξασφαλίσει την εκτίμηση της πλειοψηφίας των Ελλήνων (Πολύβιος, VII 11.8, βλ. και IG IV2 590 SEG I 78: ανάθημα των Επιδαυρίων για την τιμωρία των Αιτωλών), συνήψε, για τον λόγο που αναφέρθηκε, ειρήνη (την τελευταία που συνωμολογήθη με πρωτοβουλία των ιδίων των Ελλήνων). 

Στο Συνέδριο της Ναυπάκτου (Πολύβιος, V 102-105) που πραγματοποιήθηκε γι' αυτόν τον σκοπό, ο Αιτωλός πολιτικός Αγέλαος επεσήμανε μ' έναν έξοχα παραστατικό τρόπο την ανάγκη του συνασπισμού των Ελλήνων, υπό την ηγεσία της Μακεδονίας, εν όψει του κινδύνου από τα «μαύρα σύννεφα» που φαίνονταν στη Δύση. Το επιχείρημα ήταν ότι όποια Δύναμη και αν επικρατούσε στον πόλεμο που διεξάγονταν στην Ιταλία, οι Ρωμαίοι ή οι Καρχηδόνιοι, θα επενέβαινε στην Ελλάδα με πολύ πιθανό αποτέλεσμα την υποδούλωσή της, εάν δεν υπήρχε η αποτρεπτική δύναμη αυτού του συνασπισμού. Ο Αγέλαος δεν εισακούσθηκε έγινε ακριβώς το αντίθετο και το αποτέλεσμα ήταν η υποταγή στους Ρωμαίους (Πολύβιος V 104).

Η συμμαχία που συνήψε το 215 π.Χ. ο Φίλιππος με τον Αννίβα μετά τη νίκη του τελευταίου στις Κάννες, δεν είχε κανένα θετικό αποτέλεσμα, εξαιτίας της αδυναμίας και των δύο να εκπληρώσουν τον όρο της αμοιβαίας υποστηρίξεως που υπήρχε στο σύμφωνο (Πολύβιος VII 9, Λίβιος XXIII 33.9-12). Όσον αφορά τον Φίλιππο, ήταν αναγκασμένος να διαθέτει τις οπωσδήποτε περιορισμένες στρατιωτικές δυνάμεις που είχε, όντας ο ίδιος επικεφαλής, σε διάφορα μέτωπα (Ιλλυρία, Πελοπόννησο, Κεντρική Ελλάδα) ιδιαίτερα αφ' ότου οι Ρωμαίοι συνήψαν το 211 π.Χ. με τους Αιτωλούς το λεγόμενο «Αρπακτικό Σύμφωνο» (Πολύβιος, ΙΧ 39), κατά το οποίο τα εδάφη που θα καταλαμβάνονταν, θα ανήκαν στους Αιτωλούς, ενώ η κινητή περιουσία στους Ρωμαίους. 

Ο πόλεμος αυτός (Α΄ Μακεδονικός), στον οποίο συμμετείχαν ως σύμμαχοι της Ρώμης, εκτός από τους Αιτωλούς και οι Σπαρτιάτες, οι Ηλείοι, οι Μεσσήνιοι, οι Αθηναίοι, οι Ιλλυριοί και το Βασίλειο της Περγάμου με τον Άτταλο τον Α΄, έληξε με την ειρήνη που συνήψε ο Φίλιππος πρώτα με τους Αιτωλούς, το 206 π.Χ. και κατόπιν με τους Ρωμαίους, το 205 π.Χ. Η ειρήνη έγινε με βάση το status quo· το ουσιαστικό αποτέλεσμα όμως ήταν ότι η Ρώμη είχε υπό την επιρροή της τη Νότιο Ελλάδα και μέρος της Ασίας και ότι η ενότητα του ελληνικού κόσμου είχε ανεπανόρθωτα διασπασθεί.

Η διάσπαση αυτή έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις ―με όλες τις συνέπειες που είχε για την Μακεδονία― λίγο αργότερα, στο πλαίσιο των εξελίξεων που συνέβησαν μετά τον θάνατο του Βασιλέως της Αιγύπτου Πτολεμαίου του Δ΄, το 204 π.Χ. Η αποδυνάμωση της χώρας που ακολούθησε, ήταν η αφορμή μιας μυστικής συνεννοήσεως μεταξύ του Φιλίππου του Ε΄ και του Βασιλέως του Κράτους των Σελευκιδών Αντιόχου του Γ΄, με σκοπό την απόσπαση των εξωτερικών κτήσεων της Αιγύπτου (Πολύβιος, ΙΙΙ 2.8, XV 20, Λίβιος, XXXI, 14.5). Με την ενεργητικότητα που τον διέκρινε, ο Φίλιππος διεξήγαγε σειρά -εν μέρει επιτυχών- επιχειρήσεων στα παράλια της Δυτικής Μικράς Ασίας και στην Καρία, ενώ ο Αντίοχος εισέβαλε στη Νότια Συρία. 

Το ενδεχόμενο της μακεδονικής επιρροής σε εδάφη της περιοχής τους ώθησε τη Ρόδο και την Πέργαμο να ζητήσουν την επέμβαση της Ρώμης, το 200 π.Χ. Μολονότι έναν χρόνο πριν οι Ρωμαίοι είχαν απορρίψει παρόμοια έκκληση των Αιτωλών, η απάντηση ήταν θετική, κατά μία άποψη από καθαρά ιμπεριαλιστικές βλέψεις στην ελληνική Ανατολή, κατά μία άλλη ―πιθανότερη― από τον φόβο που προκαλούσε η καταγγελία περί «συμμαχίας» των ηγεμόνων των δύο μεγάλων δυνάμεων της εποχής· το ενδεχόμενο μιας εισβολής και των δύο στην Ιταλία συνδέθηκε με τις οδυνηρές εμπειρίες από τον πόλεμο με τον Αννίβα, γι' αυτό και έπρεπε με μία προληπτική επέμβαση της Ρώμης να αποφευχθεί αυτό το ενδεχόμενο.

Η πραγματικότητα ήταν όμως εντελώς διαφορετική. ΄Οταν οι Ρωμαίοι προέβαλαν την απαίτηση στον Φίλιππο να παραιτηθεί από τις πτολεμαϊκές κτήσεις που είχε καταλάβει, να μη διεξάγει πόλεμο στην Ελλάδα καθώς επίσης να δεχθεί την επίλυση των διαφορών του με τη Ρόδο και την Πέργαμο, σε διαιτησία από ουδέτερα κράτη και εκείνος την απέρριψε (Πολύβιος, XVI 27.2, 34.1-7, Λίβιος, ΧΧΧΙ 18, Διόδωρος, XXVIII 6), όντας έτσι αναγκασμένος να δεχθεί τον πόλεμο, ο Αντίοχος ο Γ΄ τον εγκατέλειψε, προτιμώντας να προελάσει με την ανοχή των Ρωμαίων στη Νότια Συρία. Επρόκειτο για ένα μεγάλο λάθος από πολιτική μυωπία, που στοίχισε ακριβά στον ίδιο και σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο.

Σ' αυτόν το νέο πόλεμο με τη Ρώμη, τον λεγόμενο Β΄ Μακεδονικό (200-197 π.Χ.), η Μακεδονία ήταν πάλι μόνη, αλλά με περισσοτέρους αντιπάλους: σ' αυτούς ανήκε επιπλέον η Αχαϊκή Συμπολιτεία αλλά και το ίδιο το μακεδονικό φύλο των Ορεστών (Πολύβιος, XVIII 47.6, Λίβιος, XXXIII 34.6). Τις συμβιβαστικές προτάσεις του Φιλίππου απέρριψε η Ρώμη, απαιτώντας μάλιστα να αποσύρει τις φρουρές από την Κόρινθο, τη Χαλκίδα και την Δημητριάδα, πράγμα που σήμαινε ότι η Μακεδονία θα περιέρχονταν στη θέση που είχε πριν από τον Φίλιππο τον Β΄. Η άρνηση του Φιλίππου οδήγησε στην αποφασιστικής σημασίας μάχη που έγινε στις Κυνός Κεφαλές (στη Νότιο Θεσσαλία), την άνοιξη του 197 π.Χ.

Στη μάχη αυτή από τους 26.000 άνδρες, των οποίων ηγείτο ο Ρωμαίος Ύπατος Τίτος Κόιντος Φλαμινίνος, το 1/3 περίπου αποτελούσαν Έλληνες, κυρίως Αιτωλοί και το ηπειρωτικό φύλο των Αθαμάνων (Λίβιος, ΧΧΧΙΙΙ.4, 4-5). Τον στρατό του Φιλίππου αποτελούσαν, σύμφωνα με την μαρτυρία του Λιβίου (ΧΧΧΙΙΙ.3.1-5) την οποία επιβεβαιώνουν δύο αντίγραφα επιστρατευτικού «διαγράμματος» του Φιλίππου του Ε΄ (ένα από την Κασσάνδρεια και ένα πιθανόν από την Αμφίπολη, SEG XLIX, 722, 855), κυρίως νεοσύλλεκτοι από την Μακεδονία. Με την αναπόφευκτη ήττα του τερματίσθηκε ο πόλεμος. Σύμφωνα με τους όρους της ειρήνης που επέβαλε η Ρώμη, η Μακεδονία έχανε όλες τις εξωτερικές της κτήσεις και την Θεσσαλία, όφειλε να διαλύσει τον στόλο της, να πληρώσει πολεμική αποζημίωση 1.000 τάλαντα και να είναι σύμμαχος των Ρωμαίων, με όλες τις υποχρεώσεις που συνεπαγόταν η σχέση αυτή (Πολύβιος, XVIII 44, Λίβιος, XXXIII 30).

Στα επόμενα δεκαοκτώ χρόνια της βασιλείας του, ο Φίλιππος έλαβε διάφορα μέτρα για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας (αύξηση φόρων και δασμών, αξιοποίηση των μη χρησιμοποιουμένων μεταλλείων), την δημογραφική της ενίσχυση (υποστήριξη πολυτέκνων οικογενειών, εγκατάσταση θρακικών πληθυσμών), την διοικητική αποσυγκέντρωση (όπως φανερώνουν τα τοπικά νομίσματα ορισμένων περιοχών). Με όλα τα παραπάνω καθώς και με τις επιτυχείς επιχειρήσεις του εναντίον θρακικών φύλων (Οδρυσών, Βησσών, Δενθηλητών, Μαίδων) η Μακεδονία εξακολούθησε να αποτελεί το ισχυρότερο κράτος της Βαλκανικής, επιβεβαιώνοντας τον ιστορικό της ρόλο ως «προφράγματος» (Πολύβιος, ΙΧ 35.1-4) της Κυρίως Ελλάδος και των ελληνικών πόλεων της Θράκης. 

Εντύπωση προξενούν ορισμένα άλλα μέτρα που έλαβε, με έκδηλο σκοπό την ενίσχυση της αμυντικής ισχύος της χώρας: σε οχυρές θέσεις του εσωτερικού της χώρας συγκεντρώθηκαν σιτηρά και χρήματα για τη συντήρηση μεγάλου αριθμού μισθοφόρων (Πλούτ. Αιμίλιος Παύλος, 8)· στο εσωτερικό μεταφέρθηκε επίσης ο ελληνικός πληθυσμός παραλιακών πόλεων, στις οποίες εγκαταστάθηκαν Θράκες και άλλοι ξένοι. Η εικασία ότι με όλα αυτά ο Φίλιππος απέβλεπε σε μία νέα πολεμική αναμέτρηση με τη Ρώμη, όπως υποστηρίζει ο σύγχρονος με τα γεγονότα ιστορικός Πολύβιος αλλά και μεταγενέστεροι συγγραφείς, δεν μπορεί να αποδειχθεί. Μετά από μία σοβαρή κρίση στην βασιλική οικογένεια, εξαιτίας της δολοφονίας του νεωτέρου γιου του, Δημητρίου (στην οποία φαίνεται ότι ενεχόταν ο πρεσβύτερος γιος του Περσεύς), ο Φίλιππος πέθανε το 179 π.Χ., στην Αμφίπολη. Τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε ο Περσεύς, ο οποίος όμως ήταν ως προσωπικότης κατώτερος των περιστάσεων, γι' αυτό και είναι πιθανή η μαρτυρία του Λιβίου (XL 54-58) ότι ο Φίλιππος ήθελε να ορίσει διάδοχό του τον μακρινό συγγενή του Αντίγονο.

Η ιστορική παρουσία του Περσέως συνδέθηκε με τον τελευταίο πόλεμο εναντίον της Ρώμης, τον λεγόμενο Γ΄ Μακεδονικό (171-168 π.Χ.), που έληξε με την ήττα και το οικτρό τέλος του αλλά και την κατάλυση του μακεδονικού βασιλείου. Στην έκρηξη του πολέμου συνέβαλαν τρεις παράγοντες: η προσπάθεια του Περσέως να αποκαταστήσει την μακεδονική επιρροή στη Νότιο Ελλάδα, πράγμα που γινόταν κυρίως με τα αντιρωμαϊκών φρονημάτων - για πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους - μέρη του πληθυσμού· η πολιτική βούληση του ηγετικού στρώματος της Ρώμης την εποχή αυτή, το οποίο θεωρούσε μια τέτοια πολιτική «ανταρσία» και την αντιμετώπιζε ανάλογα· τέλος, η ηθικά επιλήψιμη και πολιτικά μυωπική συμπεριφορά του Βασιλιά της Περγάμου Ευμένη Β΄, ο οποίος, σε λόγο που εκφώνησε στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο το 172 π.Χ., παρότρυνε τους Ρωμαίους να επέμβουν, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον (δήθεν) σοβαρό κίνδυνο που προερχόταν από την Μακεδονία (XLII 12.5-7). 

Μία αποσπασματική επιγραφή από το Δίον επιβεβαιώνει όσα υποστηρίχθηκαν από τον Ευμένη σχετικά με τη σύναψη συμμαχίας ανάμεσα στον Περσέα και τους Βοιωτούς (Συμμαχία Βασιλέως/ Περσέως και Βοιωτών) και διορθώνει το κείμενο του Λιβίου, σύμφωνα με το οποίο τρία κείμενα της συνθήκης γράφηκαν σε στήλες και στήθηκαν το ένα στη Θήβα, το άλλο στους Δελφούς και το τρίτο alterdsidenum (altero ad Delium παλαιότερη διόρθωση): η τρίτη στήλη με το κείμενο της συμμαχίας στήθηκε στο ιερό του Διός Ολυμπίου, στο Δίον (altero ad Dium).

Με σύνθημα την διαφύλαξη της Δημοκρατίας των Ελλήνων, η Ρώμη κήρυξε τον πόλεμο εναντίον του Μακεδόνα βασιλιά (SEG XXXI 542). Στα δύο πρώτα χρόνια, ο Περσεύς είχε ορισμένες επιτυχίες και μ' αυτές ζητούσε από την Ρωμαϊκή Σύγκλητο τη σύναψη ειρήνης, αλλά οι Ρωμαίοι απαιτούσαν τη συνθηκολόγηση άνευ όρων. Τα σημαντικά σφάλματα τακτικής που διέπραξε ο Περσεύς κατά το τρίτο έτος και η αποτελεσματική ηγεσία του Ρωμαίου Υπάτου Λευκίου Αιμιλίου Παύλου είχαν ως αποτέλεσμα να υποστεί -στην αποφασιστικής σημασίας μάχη που έγινε στην Πύδνα, στις 22 Ιουνίου του 168 π.Χ.- συντριπτική ήττα. Ο Περσεύς διέφυγε στην Αμφίπολη και από εκεί στη Σαμοθράκη, όπου συνελήφθη. Μεταφέρθηκε κατόπιν στη Ρώμη όπου και θανατώθηκε, αφού πρώτα σύρθηκε μαζί με άλλους αιχμαλώτους στον θρίαμβο του νικητή υπάτου.

Τη νέα όψη του ρωμαϊκού ιμπεριαλισμού -με την ωμότητα, η οποία ενίοτε την χαρακτήριζε- γνώρισε και η ίδια η χώρα: το μακεδονικό βασίλειο ως ενιαίο κράτος καταλύθηκε και η χώρα διαιρέθηκε σε τέσσερα τμήματα («μερίδες»). Το πρώτο εκτείνονταν μεταξύ του Στρυμόνα και του Νέστου και με μερικές θέσεις ανατολικά του Νέστου, είχε πρωτεύουσα την Αμφίπολη· το δεύτερο περιελάμβανε εδάφη μεταξύ του Στρυμόνα και του Αξιού και είχε πρωτεύουσα την Θεσσαλονίκη· το τρίτο, με όρια τον Αξιό και τον Θερμαϊκό κόλπο ανατολικά, το όρος Βέρμιον δυτικά και τον Πηνειό νότια, την Πέλλα· το τέταρτο περιελάμβανε την Άνω Μακεδονία, έως τα σύνορα με την Ήπειρο και την Ιλλυρία και είχε πρωτεύουσα την Πελαγονία (Λίβιος, XLV 29-30, Διόδωρος, ΧΧΧΙ 8.8, Στράβων, VII απ. 48). 

Κάθε «μερίς» διοικούνταν από ένα ολιγαρχικού χαρακτήρος σώμα («συνέδριον»). Η σύναψη γάμων μεταξύ προσώπων από διαφορετικές μερίδες και οικονομικές σχέσεις μεταξύ τους απαγορευόταν, όπως απαγορευόταν και η εκμετάλλευση των μεταλλείων καθώς και η κοπή δέντρων για ναυπηγήσιμη ξυλεία. Εκτός από αυτά, αναγκαζόταν όλοι όσοι είχαν καταλάβει κάποιο αξίωμα στην διοίκηση του βασιλείου, να εγκατασταθούν με τις οικογένειές τους στην Ιταλία. Η ρωμαϊκή ηγεσία της εποχής επέβαλε στη Μακεδονία πλήρη οικονομική και πολιτική αποδυνάμωση, με όλους τους δυνατούς τρόπους.

Η πολιτική ιστορία της Μακεδονίας, ως ανεξαρτήτου κράτους, έχει μελετηθεί και μελετάται από διαφορετικές αφετηρίες. Σε καμία θεώρηση όμως δεν είναι ορθό να παραβλέπεται ένα βασικό χαρακτηριστικό της. Είναι η σημασία της ψυχικής αντοχής και του αγωνιστικού φρονήματος του λαού της, που φαίνεται στην υπέρβαση των εσωτερικών κρίσεων αλλά και στην εκστρατεία στην Ανατολή όπως και στην αντίσταση -με περιορισμένες στρατιωτικές δυνάμεις- εναντίον της Ρώμης. Από αυτή την άποψη, η μελέτη της παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνον στο πλαίσιο της ελληνικής ιστορίας αλλά και της παγκόσμιας. Συνθετικό έργο για την πολιτιστική ιστορία της αρχαίας Μακεδονίας, από την ίδρυση του Μακεδονικού βασιλείου έως το τέλος της κλασσικής αρχαιότητος, δεν υπάρχει. 

Η δυσκολία της εκπονήσεώς του έγκειται στο γεγονός ότι οι -περιστασιακού χαρακτήρος- πληροφορίες από γραμματειακές πηγές είναι σχετικά λίγες, από τη μια μεριά και από την άλλη, στο ότι ένα μεγάλο μέρος από τα αρχαιολογικά ευρήματα (επιγραφές, μνημεία τέχνης, κατάλοιπα του υλικού πολιτισμού) δεν έχει δημοσιευθεί. Τα παραδείγματα και από τις δύο κατηγορίες που παρατίθενται εδώ, έχουν επιλεγεί με κριτήριο τα δύο (γνωστά) βασικά γνωρίσματα αυτής της πολιτιστικής ιστορίας: ο καθοριστικός ρόλος της μοναρχίας στην πολιτιστική ζωή της χώρας (ιδιαίτερα κατά τον Ε΄ και Δ΄ αιώνα π.Χ.) είναι το ένα, ο ελληνικός χαρακτήρας το άλλο.

Μακεδόνες βασιλείς όπως ο Αλέξανδρος ο Α΄, ο Περδίκκας ο Β΄, ο Αρχέλαος, ο Περδίκκας ο Γ΄, ο Φίλιππος ο Β΄ και ο Αντίγονος Γονατάς, φρόντιζαν να έχουν στο περιβάλλον τους διανοουμένους από τη Νότιο Ελλάδα ή να διατηρούν σχέσεις με αυτούς από προσωπικό ενδιαφέρον αλλά και προφανώς διότι γνώριζαν τη σημασία που είχαν οι σχέσεις αυτές για την ίδια την προβολή της χώρας τους στον ελληνικό κόσμο. Ο Αλέξανδρος ο Α΄ είναι γνωστός για την σχέση που είχε με τον Πίνδαρο και ιδιαίτερα με τον Βακχυλίδη. O πρώτος, για τον οποίο αναφέρεται ότι επισκέφθηκε την Μακεδονία (Σωλίνος, ΙΧ 16), συνέθεσε, με αφορμή πιθανόν τη συμμετοχή και νίκη του Αλεξάνδρου στους Ολυμπιακούς Αγώνες ―πιθανόν το 496 π.Χ.― (Ηρόδ. V 22.2, Σωλίνος, VII 2.14) αλλά και την προσφορά του στην αντιμετώπιση του περσικού κινδύνου, ένα επινίκιο άσμα (απ. 120, 121 έκδ. Snell), στο οποίο επαινείται ο Μακεδόνας βασιλιάς. 

Η ανάμνηση της φιλίας μεταξύ των δύο ανδρών διατηρείται για πολλές γενεές καθώς, σύμφωνα με την μαρτυρία του Δίωνα Χρυσοστόμου (ΙΙ 26-27) αλλά και άλλων συγγραφέων, ο Μέγας Αλέξανδρος κατά την καταστροφή της Θήβας, το 335 π.Χ., εξαίρεσε την οικία του Πινδάρου, ενθυμούμενος τη φιλία του ποιητή με τον πρόγονό του και ομώνυμο Μακεδόνα βασιλιά. Ο Βακχυλίδης έγραψε, ως γνωστόν, ένα συμποσιακό άσμα αφιερωμένο στον Μακεδόνα βασιλιά (απ. 20 Β, έκδ. Snell). Ο Περδίκκας ο Β΄ φιλοξενούσε στην αυλή του τον γνωστό ιατρό Ιπποκράτη από την Κω και τον ποιητή «λυρικών ασμάτων και διθυράμβων» Μελανιππίδη από τη Μήλο (Σούδα, λ. Ιπποκράτης, Μελανιππίδης). Το εντυπωσιακότερο, ωστόσο, παράδειγμα αποτελεί ο διάδοχος του Περδίκκα, Αρχέλαος. 

Το ανάκτορό του στην Πέλλα κοσμήθηκε με τις ζωγραφικές συνθέσεις του διάσημου ζωγράφου της εποχής Ζεύξιδος από την Ηράκλεια (Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία, XIV 17) και στην αυλή του φιλοξενήθηκαν ο επικός ποιητής Χοιρίλος από τη Σάμο (Αθήναιος, VIII 345d), ο Αθηναίος τραγικός ποιητής Αγάθων (Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία, ΙΙ 21, ΧΙΙΙ 4) και πιθανόν ο μουσικός Τιμόθεος (Πλούταρχος, Ηθικά, 177b). Επίσης, λέγεται ότι κάλεσε στη Μακεδονία τον Σωκράτη, πρόταση την οποία ο Αθηναίος φιλόσοφος αποποιήθηκε (Σενέκας, Debeneficiis, IV 6.6, Διογένης Λαέρτιος, ΙΙ 25, Δίων Χρυσόστομος, ΧΙΙΙ 30).

Περισσότερο, ωστόσο, γνωστός για τους δεσμούς του με την μακεδονική αυλή και ειδικότερα με τον Αρχέλαο, είναι ο Ευριπίδης. Στη Μακεδονία ο Ευρυπίδης συνέθεσε, ως γνωστόν, τις «Βάκχες», στις οποίες η παρουσία του μακεδονικού τοπίου είναι έντονη καθώς και το δράμα «Αρχέλαος», του οποίου η υπόθεση μόνον μας είναι γνωστή από τον μεταγενέστερο Λατίνο συγγραφέα Υγίνο (CCXIX 143-144). Σύμφωνα με αυτήν, το δράμα αποτελούσε μία έμμεση εξύμνηση του Μακεδόνα μονάρχη, εφόσον ως ιδρυτής της δυναστείας του εμφανιζόταν ένας ομώνυμος βασιλιάς.

Ο Αρχέλαος αποτελεί το πιο παραστατικό παράδειγμα Μακεδόνα βασιλέα, που καταδεικνύει τον καθοριστικό ρόλο της μοναρχίας στην πολιτιστική ζωή της χώρας. Είναι εκείνος που ίδρυσε τους Γυμναστικούς και Μουσικούς Αγώνες στο Δίον (Διόδ., XVII 16.3), οι οποίοι διαρκούσαν εννέα ημέρες -όσες είναι και οι Μούσες- και τελούνταν τον Οκτώβριο κάθε τέσσερα έτη όπως και οι Ολυμπιακοί ή, σύμφωνα με μία άλλη -όχι τόσο πιθανή- εκδοχή, κάθε χρόνο. Οι παραπάνω αγώνες έφεραν το όνομα Ολύμπια, οπωσδήποτε όχι από αντίθεση προς τους Ολυμπιακούς Αγώνες (γνωρίζουμε ότι ο Αρχέλαος είχε λάβει μέρος και είχε επιτύχει νίκη στους Ολυμπιακούς Αγώνες όπως και στους Πυθικούς, Σωλίνος, IX 16) και για ευνοήτους λόγους είναι απίθανο να είχε εκδηλώσει με αυτόν τον τρόπο την αντίθεσή του προς τους Νοτίους Έλληνες. 

Οι αγώνες στο Δίον είχαν μεγάλη χρονική διάρκεια και αποτελούσαν τη μόνη κρατική πολιτιστική εκδήλωση της Μακεδονίας, έναν καθοριστικής σημασίας για την πολιτιστική ζωή της χώρας θεσμό. Όπως ήδη αναφέρθηκε, το Δίον καταστράφηκε από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ., πρέπει όμως να υπάρχουν επιγραφικά και άλλα μνημεία που να τεκμηριώνουν αυτή την σημασία. Τίποτα δεν αποκλείει την ελπίδα ότι κάποτε θα βρεθούν. Πάντως, όπως γίνεται γενικά αποδεκτό από την ιστορική έρευνα, στο πολιτιστικό έργο του Αρχελάου οφείλεται το γεγονός ότι η μακεδονική αριστοκρατία διέθετε μία υψηλού επιπέδου μόρφωση, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τα στοιχεία που διαθέτουμε για τους στρατηγούς του Φιλίππου, Αντίπατρο και Παρμενίωνα καθώς και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Πτολεμαίο, Κρατερό και Σέλευκο. 

Ο Αντίπατρος, συγγραφέας ενός ιστορικού έργου με τον τίτλο «Περδίκκου πράξεις Ιλλυρικάς» (Σούδα, λ. Αντίπατρος), μία ιστορία των πολέμων του Περδίκκα του Γ΄ εναντίον των Ιλλυριών, συνδεόταν με στενή φιλία με τον Αριστοτέλη, με τον οποίο συχνά αλληλογραφούσε. Το ιστορικό έργο του Πτολεμαίου για την εκστρατεία του Αλεξάνδρου στην Ανατολή αποτελεί βασική πηγή του έργου του Αρριανού. Οι δυναστικές συγκρούσεις στο μακεδονικό βασίλειο που ακολούθησαν τον θάνατο του Αρχελάου οπωσδήποτε περιόρισαν, δεν ανέκοψαν όμως τη συρροή διανοουμένων της Νότιας Ελλάδος στην μακεδονική αυλή. 

Στο στενό περιβάλλον του Περδίκκα του Γ΄ διέμεινε ο μαθητής του Πλάτωνα, Ευφραίος (Πλάτ., Επιστολή Ε, 321c-322c). Η πληροφορία που παραδίδει ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές (ΧΙ 508d-e) ότι ήταν τόσο μεγάλη η επίδρασή του ώστε στα βασιλικά συμπόσια να μη μπορεί να συμμετέχει όποιος δεν ήταν γνώστης της γεωμετρίας ή της φιλοσοφίας, παρά την υπερβολή που εμπεριέχει, είναι αρκετά ενδεικτική, όπως ενδεικτικό είναι και το γεγονός ότι ο διάδοχος του Πλάτωνα Σπεύσιππος, στην γνωστή επιστολή του προς τον Φίλιππο τον Β΄ εκφράζει τα φιλομακεδονικά του αισθήματα με εκτενή αναφορά στο έργο κάποιου ιστορικού Αντιπάτρου, ο οποίος διέμενε στην Αθήνα και οπωσδήποτε είχε σχέσεις με την Ακαδημία. Στην επιστολή αυτή, μεταξύ άλλων, δικαιολογούνταν οι εδαφικές αξιώσεις του Φιλίππου στη Χαλκιδική και γενικά η εξωτερική του πολιτική.

Εξίσου ενδεικτικά είναι ορισμένα παραδείγματα, τα οποία έχουν άμεση σχέση με την μακεδονική αυλή της εποχής του Φιλίππου. Το πρώτο είναι ένα επίγραμμα που εγράφη με εντολή της μητέρας του Μακεδόνα βασιλέα, της γνωστής Ευρυδίκης, κόρης του Σίρρα (πιθανώς ηγεμόνα της Λυγκηστίδος και όχι Ιλλυριού, όπως διατείνονται μερικοί νεώτεροι ιστορικοί). Το επίγραμμα (Πλούταρχος, Ηθικά, 14b) συνόδευε ένα αφιέρωμα της Ευρυδίκης στο ναό των Μουσών στην Πέλλα και εξέφραζε την ικανοποίηση της αναθέτριας για το γεγονός ότι σε μεγάλη ηλικία μπόρεσε να μάθει ανάγνωση. Το παράδειγμα παρουσιάζει ενδιαφέρον όχι τόσο για το καθαρά προσωπικό στοιχείο του, όσο για το γεγονός ότι υποδηλώνει την πνευματική ατμόσφαιρα της μακεδονικής αυλής.

Δύο άλλα παραδείγματα, που αναφέρονται στον ίδιο τον Φίλιππο, είναι εξίσου ενδεικτικά γι' αυτήν την ατμόσφαιρα αλλά και για το πνευματικό στοιχείο της προσωπικότητος του μεγάλου Μακεδόνα βασιλιά. Σύμφωνα με το ένα, ο Φίλιππος, με το χιούμορ που τον διέκρινε, παρήγγειλε σε μία ομάδα Αθηναίων ειδικών στην επινόηση αστείων να επινοούν -ειδικά γι' αυτόν- χαριτολογήματα και να του τα στέλνουν, δίνοντάς τους ως αμοιβή ένα τάλαντο (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, XIV 614e). Σύμφωνα με το άλλο, όταν ο Μακεδόνας βασιλιάς συνάντησε στους Δελφούς κάποιον φανατικό αντίπαλό του, τον Αχαιό διανοούμενο Αρκαδίωνα, ο οποίος αυτοεξορίσθηκε λόγω της επικρατήσεως της φιλομακεδονικής παρατάξεως στην πατρίδα του και τον ρώτησε έως που πρόκειται να πάει και εκείνος απάντησε ότι θα εγκατασταθεί στο μέρος εκείνο που δεν θα γνωρίζουν τον Φίλιππο, γέλασε, τον κάλεσε σε δείπνο κι έτσι διαλύθηκε η έχθρα (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, XII 249c).

Από τους ηγεμόνες του Γ΄ αιώνος διακρίνεται ως πνευματική προσωπικότητα, εκτός από την αξιόλογη πολιτική του δράση που αναφέρθηκε προηγουμένως, ο Αντίγονος Γονατάς. Υπήρξε μαθητής του Ζήνωνα στην Αθήνα, προς τον οποίο έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση (Διογένης Λαέρτιος, VII 15, Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία ΧΙΙ 25). Μαθητής του Ζήνωνα και φίλος του Αντιγόνου υπήρξε επίσης ο Περσαίος από το Κίτιον, τον οποίο ο Αντίγονος διόρισε διοικητή της φρουράς στην Κόρινθο (Διογ. Λαέρτιος, VII 36). Στην αυλή του Αντιγόνου Γονατά φιλοξενούνταν διανοούμενοι από διάφορες περιοχές, όπως ο Άρατος από τους Σόλους, ο Μενέδημος από την Ερέτρια, ο ιστορικός Ιερώνυμος ο Καρδιανός, ο τραγικός ποιητής Αλέξανδρος ο Αιτωλός και ο επικός ποιητής Ανταγόρας ο Ρόδιος. Εξάλλου, ο Αντίγονος διατηρούσε σχέσεις με τους επιφανείς φιλοσόφους της εποχής του, τον κυνικό φιλόσοφο Βίωνα τον Βορυσθενίτη, τον Αρκεσίλαο και τον Τίμωνα τον Φλιάσιο.

Θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι οι σχέσεις ηγεμόνων με διαφόρους (ακόμα και αλλοδαπούς) διανοουμένους είναι ένα σύνηθες φαινόμενο που παρατηρείται και στη σύγχρονη εποχή και γι' αυτό μερικοί νεώτεροι ιστορικοί δεν αξιολογούν τις σχέσεις αυτές ως τεκμήριο του ελληνικού χαρακτήρος του πολιτισμού της Μακεδονίας. Για τον αντικειμενικό παρατηρητή χρησιμεύει όμως ως ένα τέτοιο τεκμήριο, εφόσον συνδέονται, όπως πρέπει άλλωστε να συνδεθούν, με την βούληση των βασιλέων για τη διάδοση της ελληνικής παιδείας σε όλη τους τη χώρα, βούληση η οποία φαίνεται και σε θεσμούς όπως είναι οι αγώνες, τους οποίους θέσπισε ο Αρχέλαος ή ακόμα η πρόθεση του Μεγάλου Αλεξάνδρου να ανατραφούν με ελληνική παιδεία και οι Πέρσες επίγονοι (Πλούτ., Αλέξανδρος, 47, 3), η χρήση της αττικής διαλέκτου στη διοίκηση της χώρας, προπάντων όμως η βούληση του ίδιου του λαού, χωρίς την οποία μία τέτοια πολιτική θα ήταν εντελώς αδιανόητη. 

Άλλωστε, αυτόν τον ελληνικό χαρακτήρα της πολιτιστικής ζωής δείχνουν -εκτός από τα προερχόμενα από τις γραμματειακές πηγές παραδείγματα (ανθρωπωνύμια, τοπωνύμια, θεσμοί κλπ.)- και τα επιγραφικά μνημεία όπως και τα μνημεία της τέχνης αλλά και του υλικού πολιτισμού. Αυτά είναι εξίσου ενδεικτικά καθώς και τα έργα προερχομένων από την Μακεδονία ιστορικών και ποιητών του κύκλου του Αντιγόνου Γονατά, όπως ο Μαρσύας από την Πέλλα και ο επιγραμματοποιός Ποσείδιππος, ή του κύκλου του Φιλίππου του Ε΄, όπως ο επιγραμματοποιός Σάμος, γιος του Χρυσογόνου από την Έδεσσα.

Μερικά ενδεικτικά, κατά τη γνώμη μου, παραδείγματα από τις διάφορες κατηγορίες αναφέρονται συνοπτικά παρακάτω: Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν, όσον αφορά την πρώτη κατηγορία, πρώιμα ενεπίγραφα μνημεία, τα οποία χρονολογούνται τον Ε΄ ή τον Δ΄ αιώνα π.Χ.: εδώ ανήκουν π.χ. η χάλκινη στλεγγίδα με εγχάρακτο το όνομα ΑΠΑqOΣ (SEG XLIX 671, Ε΄ αιώνας) καθώς και οι στήλες με τα ονόματα ΚΛΕΙΟΝΑ και ΑΤΤΥΑ (SEG XLIII 363, 450-400 π.Χ.) από την Αιανή, η αττική κύλικα με το μακεδονικό όνομα Μαχάτας από την Ποντοκώμη του νομού Κοζάνης (SEGXLIX 776, Ε΄ αιώνας π.Χ.) ή η στήλη του νεαρού Ξάνθου, γιου του Δημητρίου και της Αμμαδίκας (SEGΕ΄ αιώνας π.Χ.), ο οποίος απεικονίζεται στην προερχόμενη από την Πέλλα επιτάφια στήλη του, μαζί με τα αντικείμενα της καθημερινής του ζωής (σκύλο, περιστέρι, τροχό). 

Με εξαίρεση την χάλκινη στλεγγίδα, η οποία δεν αποκλείεται να μεταφέρθηκε από κάποιο άλλο σημείο του ελληνικού κόσμου, τα υπόλοιπα αποτελούν πιθανότατα έργα τοπικών εργαστηρίων. Το ίδιο ισχύει και για τα 67 επιτάφια σήματα ― στην πλειονότητά τους ενεπίγραφα (SEGXXXV 771-808) ― τα οποία βρέθηκαν διάσπαρτα στην επίχωση της Μεγάλης Τούμπας στη Βεργίνα και χρονολογούνται από το τελευταίο τέταρτο του Ε΄ έως και το α΄ τέταρτο του Γ΄ αιώνος π.Χ. Το σύνολο των ονομάτων (συνολικά σώζονται 84, εκ των οποίων ακέραια 75), με εξαίρεση τρία, είναι ελληνικά, τα περισσότερα μάλιστα με ευρύτατη διάδοση σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο, γνωστά ήδη από την μυθολογική παράδοση των Ελλήνων.

Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν μνημεία της τέχνης, ενδεικτικά της γνώσεως εκ μέρους των Μακεδόνων της μυθολογικής παραδόσεως των Νοτίων Ελλήνων και κυρίως των ομηρικών επών. Ένα από τα πρωϊμότερα, εξ όσων γνωρίζω, παραδείγματα είναι μία αττική ερυθρόμορφη υδρία από την Πέλλα, του τέλους του Ε΄ αιώνος π.Χ., στην παράσταση της οποίας αποδίδεται η σύγκρουση της Αθηνάς και του Ποσειδώνα για την ονομασία της Αθήνας. Η χρήση της ως τεφροδόχου αγγείου είναι ενδεικτική της εξοικειώσεως των ντοπίων με την ελληνική μυθολογία. Το ίδιο ισχύει και για τις παραστάσεις αγγείων καθημερινής χρήσεως, η πλειονότητα των οποίων προέρχεται από την Πέλλα αλλά και από άλλες πόλεις της Μακεδονίας, με σκηνές από τα ομηρικά έπη ή τις τραγωδίες των Αθηναίων κλασσικών και κυρίως του Ευριπίδη. 

Σε κάποιες από τις παραστάσεις αυτές αναγράφονται τα ονόματα των ηρώων, σε άλλες όμως όχι, πράγμα που δείχνει ότι το περιεχόμενο των σχετικών έργων ήταν ευρύτατα γνωστό. Στο ίδιο κλίμα, ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί και η ζωγραφική διακόσμηση ενός κιβωτιοσχήμου τάφου του 300 περίπου π.Χ., ο οποίος ανασκάφηκε επίσης στην Πέλλα. Όπως επισημαίνεται στην πρόδρομη δημοσίευση του τάφου, το εικονογραφικό θέμα σχετίζεται με μεταγενέστερες παραστάσεις των ρωμαϊκών κυρίως χρόνων, στις οποίες απεικονίζονται συγκεντρώσεις πνευματικών ανθρώπων. Ο νεκρός του τάφου υπήρξε πιθανότατα φιλόσοφος ο ίδιος, ή κάποια σημαντική προσωπικότητα με ιδιαίτερα φιλοσοφικά και πνευματικά ενδιαφέροντα. 

Απόσπασμα από τον λόγο του Ακαρνάνα πολιτικού Λυκίσκου, το 211 π.Χ., στη Σπάρτη: Η Μακεδονία «πρόφραγμα» των Ελλήνων (Πολύβιος, ΙΧ.35, 1-4)

Και ενώ δεν μπορείτε να απολογηθείτε σε τίποτα από αυτά, καμαρώνετε διότι αντισταθήκατε στην επιδρομή των βαρβάρων εναντίον των Δελφών και απαιτείτε να σας χρωστούν οι Έλληνες ευγνωμοσύνη γι' αυτό. Αλλά, εάν οφείλεται χάρη στους Αιτωλούς για τούτη τη μία και μόνη υπηρεσία, τί είδους και πόση μεγάλη τιμή πρέπει να λάβουν οι Μακεδόνες, οι οποίοι το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής τους δεν παύουν να αγωνίζονται εναντίον των βαρβάρων για την ασφάλεια των Ελλήνων; Διότι ποιός αγνοεί ότι πάντοτε θα βρίσκονταν σε μεγάλους κινδύνους οι ΄Ελληνες, αν δεν είχαν προτείχισμα τους Μακεδόνες και τις φιλοδοξίες των βασιλέων τους; 

Η μεγαλύτερη απόδειξη γι' αυτό είναι η εξής: Μόλις οι Γαλάτες έπαψαν να λογαριάζουν τους Μακεδόνες, διότι νίκησαν τον Πτολεμαίο, τον επονομοζόμενο Κεραυνόν, αμέσως αφού καταδίκασαν τους άλλους, ήλθαν υπό την ηγεσία του Βρέννου μέχρι το κέντρο της Ελλάδος. Αυτό θα συνέβαινε ασφαλώς πολλές φορές, αν δεν ήταν προπύργιο οι Μακεδόνες. Και καθώς η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά και φαινόταν ότι επικρατούσε ησυχία στα στρατόπεδα και κυρίως ότι οι στρατιώτες κοιμούνταν, εκείνη την ώρα ο Αλέξανδρος, ο γιος του Αμύντα, που ήταν στρατηγός και βασιλιάς των Μακεδόνων, αφού πλησίασε με το άλογό του τις προφυλακές των Αθηναίων, ζητούσε και καλά να συναντήσει τους στρατηγούς τους. Λοιπόν, οι περισσότεροι από τους σκοπούς παρέμεναν στη θέση τους, άλλοι όμως πήγαν τρεχάτοι στους στρατηγούς κι όταν έφτασαν, τους έλεγαν πως ήρθε κάποιος έφιππος απ' το στρατόπεδο των Μήδων, που δεν άνοιξε το στόμα του να πει τίποτε άλλο, παρά μόνο πως θέλει να συναντήσει τους στρατηγούς, αναφέροντάς τους ονομαστικά.

Κι εκείνοι, όταν άκουσαν αυτά, αμέσως ακολούθησαν στις προφυλακές. Κι όταν έφτασαν, τους έλεγε ο Αλέξανδρος τα εξής: «Άνδρες Αθηναίοι, καταθέτω εμπιστευτικά στη φύλαξή σας αυτά τα λόγια, με την παράκληση να μείνουν απόρρητα, μονάχα στον Παυσανία να τα πείτε και σε κανέναν άλλο, για να μη με πάρετε στο λαιμό σας· γιατί δε θα μιλούσα, αν η έγνοια μου για ολόκληρη την Ελλάδα δεν ήταν μεγάλη. Γιατί κι εγώ στην καταγωγή ανέκαθεν είμαι ΄Ελληνας και δε θα ήθελα να βλέπω την Ελλάδα να χάσει την λευτεριά της και να υποδουλωθεί. Λέω λοιπόν πως στάθηκε αδύνατο οι θυσίες να δώσουν προγνωστικά που να ευφράνουν την ψυχή του Μαρδόνιου και του στρατού του· γιατί, τότε, θα είχατε έρθει στα χέρια εδώ και καιρό. Λοιπόν, τώρα αποφάσισε να κάνει πέρα τις θυσίες και, με το χάραμα της ημέρας, να δώσει μάχη· γιατί, όπως υποθέτω, τον έζωσε ο φόβος μήπως συναχτείτε περισσότεροι. 

Μ' αυτά τα δεδομένα, αρχίστε τις ετοιμασίες. Και πάλι, αν ο Μαρδόνιος αναβάλλει τη σύγκρουση και δεν την επιχειρήσει, κάντε κουράγιο μένοντας στη θέση σας· γιατί τα τρόφιμα που του έμειναν είναι για λίγες μέρες. Κι αν το τέλος του πολέμου έρθει όπως το θέλει η καρδιά σας, κάποιοι ας φροντίσουν να ξαναδώσουν και σε μένα τη λευτεριά, εμένα που για χάρη της Ελλάδας έχω κάνει μια τέτοια αποκοτιά απ' τη λαχτάρα μου, θέλοντας να σας κάνω φανερές τις προθέσεις του Μαρδονίου, για να μην πέσουν ξαφνικά οι βάρβαροι επάνω σας την ώρα που δεν το περιμένατε. Κι είμαι ο Αλέξανδρος ο Μακεδών». Αυτά είπε και γύρισε με το άλογό του στο στρατόπεδο και στη θέση του.

Στους Μακεδόνες ανήκουν και οι Λυγκηστές και οι Ελιμιώτες και άλλα φύλα στην πάνω Μακεδονία, τα οποία είναι βέβαια σύμμαχα και υπήκοα, διοικούνται όμως από δικούς τους βασιλείς. Τη σημερινή όμως Μακεδονία, που είναι κοντά στη θάλασσα, πρώτοι κατέκτησαν ο Αλέξανδρος, ο πατέρας του Περδίκκα, και οι πρόγονοί του, οι Τημενίδες, οι οποίοι κατάγονταν αρχικά από το Άργος· και ανέλαβαν εκεί τη βασιλική εξουσία, αφού εξεδίωξαν κατόπιν μάχης τους Πίερες από την Πιερία, οι οποίοι αργότερα εγκαταστάθηκαν στις υπώρειες του Παγγαίου πέρα από το Στρυμόνα δημιουργώντας οικισμούς στο Φάγρητα και άλλα μέρη (ακόμα και σήμερα η χώρα από τους πρόποδες του Παγγαίου ως τη θάλασσα αποκαλείται Πιερική λεκάνη), τους Βοττιαίους από την ονομαζόμενη Βοττία, οι οποίοι σήμερα γειτνιάζουν με τους Χαλκιδείς. 

Επίσης κυρίεψαν μια στενή λουρίδα της Παιονίας, που αρχίζει από ψηλά και ακολουθώντας τις όχθες του Αξιού φτάνει στην Πέλλα και τη θάλασσα και πέρα από τον Αξιό μέχρι τον Στρυμόνα την περιοχή που ονομάζεται Μυγδονία, αφού εξεδίωξαν τους Ηδωνούς. Επίσης ξεσήκωσαν από την περιοχή που τώρα ονομάζεται Εορδία τους Εορδούς, εκ των οποίων οι περισσότεροι εξολοθρεύτηκαν ―κάποιο μικρό μέρος απ' αυτούς εγκαταστάθηκε γύρω από τη Φύσκα― καθώς και τους Άλμωπες από την Αλμωπία. Αυτοί οι Μακεδόνες κυριάρχησαν και σε άλλα φύλα, την κυριαρχία των οποίων κατέχουν ακόμη και τώρα, δηλαδή τον Ανθεμούντα και την Γρηστωνία και τη Βισαλτία και μεγάλο τμήμα της χώρας των ίδιων των Μακεδόνων. Ολόκληρη η χώρα ονομάζεται Μακεδονία και ο Περδίκκας, ο γιος του Αλεξάνδρου ήταν βασιλιάς τους, όταν επιτέθηκε ο Σιτάλκης.

Οι Μακεδόνες αυτοί, επειδή αδυνατούσαν να αντισταθούν στην επίθεση ενός τόσο μεγάλου στρατού (ενν. η επίθεση του Σιτάλκη), αποτραβήχτηκαν σε φυσικά οχυρωμένες θέσεις και στις τειχισμένες πόλεις τους, όσες υπήρχαν στη χώρα. Αυτές όμως τότε δεν ήταν πολλές, αλλά αργότερα όταν έγινε βασιλιάς ο Αρχέλαος, ο γιος του Περδίκκα, έκτισε όσα φρούρια υπάρχουν σήμερα στη χώρα, χάραξε ευθείς δρόμους και οργάνωσε τις στρατιωτικές δυνάμεις του κράτους, προνοώντας για το ιππικό κυρίως για όπλα και άλλα εφόδια, καλύτερα κι απ' τους οκτώ άλλους βασιλείς, οι οποίοι ανέλαβαν την αρχή πριν από αυτόν. 

Και πρώτα βέβαια θα αρχίσω το λόγο μου, όπως άλλωστε και είναι φυσικό, από τον πατέρα μου Φίλιππο· ο Φίλιππος λοιπόν αφού σας παρέλαβε φτωχούς και περιπλανώμενους εδώ και εκεί, τους περισσότερους να βόσκετε στα βουνά λίγα πρόβατα ντυμένοι με δέρματα προβάτων, χάριν των οποίων πολεμούσατε χωρίς επιτυχία εναντίον των Ιλλυριών και των Τριβαλλών και των γειτονικών Θρακών, αντί των ακατέργαστων δερμάτων σας έδωσε να φοράτε χλαμύδες· σας κατέβασε από τα βουνά στις πεδιάδες, αφού σας έκανε ικανούς να πολεμάτε τους γείτονές σας βαρβάρους, ώστε να μπορείτε να σώζεσθε όχι εμπιστευόμενοι πλέον την οχυρότητα των θέσεων αλλά κυρίως τη δική σας ανδρεία· σας κατέστησε κατοίκους πόλεων και σας διοίκησε με νόμους και με ωφέλιμες διατάξεις. 

Από δούλους και υπηκόους σας έκαμε κυρίαρχους εκείνων των βαρβάρων, από τους οποίους πρωτύτερα βλάπτονταν και εσείς οι ίδιοι και οι περιουσίες σας· και πρόσθεσε στη Μακεδονία το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης και, αφού κατέλαβε τις πλέον σημαντικές παραλιακές θέσεις, εισήγαγε στη χώρα το εμπόριο και σας εξασφάλισε εργασία στα μεταλλεία ώστε αυτή να είναι προσοδοφόρος· σας έκανε επίσης κυρίαρχους των Θεσσαλών, τους οποίους παλαιότερα φοβόσασταν υπερβολικά, και αφού ταπείνωσε το έθνος των Φωκέων, ετοίμασε την είσοδό σας στην Ελλάδα πλατιά και ευκολοδιάβατη, αντί στενής και αδιάβατης· τους δε Αθηναίους και τους Θηβαίους, οι οποίοι πάντοτε καιροφυλακτούσαν για να επιτεθούν στη Μακεδονία, τόσο τους ταπείνωσε ― ενώ τώρα πλέον βοηθούσα και εγώ σ' αυτό ― ώστε αντί να πληρώνετε φόρο στους Αθηναίους και να είσθε υπήκοοι των Θηβαίων, εκείνοι με τη σειρά τους να αντλούν από σας την ασφάλειά τους. Και όταν προχώρησε στην Πελοπόννησο τακτοποίησε πάλι τα εκεί πράγματα. Και καθώς διορίσθηκε ηγεμών αυτοκράτωρ ολόκληρης της Ελλάδος για την εκστρατεία εναντίον των Περσών, πρόσθεσε αυτή τη δόξα μάλλον στο έθνος των Μακεδόνων παρά στον εαυτό του.

Οι πρόγονοί σας, αφού εξεστράτευσαν στη Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα μας έβλαψαν, ενώ δεν είχαν αδικηθεί προηγουμένως· εγώ, επειδή αναδείχτηκα ηγεμών των Ελλήνων και επειδή θέλω να τιμωρηθούν οι Πέρσες, πέρασα στην Ασία, αφού εσείς κάνατε την αρχή. Διότι και τους Περίνθιους βοηθήσατε, που αδικούσαν τον πατέρα μου, και στη Θράκη, την οποία εξουσιάζαμε εμείς, έστειλε δύναμη ο ΄Ωχος· και όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας μου από τους συνωμότες που εσείς υποκινήσατε, όπως οι ίδιοι με επιστολές προς όλους καυχηθήκατε κι όταν εσύ σκότωσες τον Αρσή με τη βοήθεια του Βαγώου και κατέλαβες την εξουσία παράνομα, παραβαίνοντας το νόμο των Περσών, αδικώντας τους Πέρσες και όταν έστειλες εχθρικά γράμματα για μένα στους ΄Ελληνες για να με πολεμήσουν και χρήματα στους Λακεδαιμονίους και σε κάποιους άλλους ΄Ελληνες, που δεν τα δέχτηκε καμιά άλλη πόλη, εκτός από τους Λακεδαιμονίους κι όταν οι απεσταλμένοι σου διέφθειραν τους φίλους μου και την ειρήνη, την οποία εδραίωσα στους ΄Ελληνες, προσπάθησαν να την χαλάσουν, εξεστράτευσα εναντίον σου, γιατί εσύ είχες κάνει την αρχή της έχθρας. 

Και εφόσον έχω νικήσει αρχικά τους στρατηγούς και τους σατράπες σου και τώρα εσένα και τις δυνάμεις σου και κατέχω τη χώρα σου, που μου χάρισαν οι θεοί, όσοι απ' αυτούς που παρατάχθηκαν μαζί σου δεν σκοτώθηκαν στη μάχη, αλλά κατέφυγαν σ' εμένα, αυτούς τους φροντίζω και είναι μαζί μου όχι χωρίς τη θέλησή τους, αλλά εκούσια συνεκστρατεύουν με το μέρος μου. Επειδή λοιπόν είμαι κυρίαρχος όλης της Ασίας, έλα με το μέρος μου. Αν όμως φοβάσαι μήπως, αφού έλθεις, πάθεις κάτι άσχημο από μένα, στείλε μερικούς από τους φίλους σου για να πάρουν ένορκες εγγυήσεις. 

Και αφού έρθεις κοντά μου ζήτησε και θα πάρεις τη μητέρα, τη γυναίκα και τα παιδιά σου και ό,τι άλλο θελήσεις. Θα έχεις ο,τιδήποτε ζητήσεις, αρκεί να με πείσεις. Και στο εξής όταν στέλνεις αγγελιοφόρους σ' εμένα, να τους στέλνεις στο βασιλιά της Ασίας και μη μου στέλνεις επιστολές σαν ίσος προς ίσον, αλλά να μου απευθύνεσαι ως κύριο όλων των κτήσεών σου. Σε διαφορετική περίπτωση, θα σκεφτώ για σένα ως άδικο. Αν πάλι έχεις διαφορετική γνώμη για τη βασιλεία, μείνε και αγωνίσου γι' αυτή και μην φεύγεις, διότι θα σε καταδιώξω όπου κι αν πας. ΄Ορκος, τον οποίο έδωσε ο στρατηγός Αννίβας, ο Μάγωνος, ο Μύρκανος, ο Βαρμόκαρος και όλοι οι Καρχηδόνιοι γερουσιαστές που ήταν μαζί του και όλοι οι Καρχηδόνιοι οι οποίοι εξεστράτευσαν μαζί του, στον πρεσβευτή Ξενοφάνη, γιο του Κλεομάχου, Αθηναίο, τον οποίο έστειλε σε μας ο βασιλεύς Φίλιππος, γιος του Δημητρίου για λογαριασμό δικό του και των Μακεδόνων και των συμμάχων.

Στο όνομα του Δία και της ΄Ηρας και του Απόλλωνα και του θεού των Καρχηδονίων και του Ηρακλή και του Ιόλαου, στο όνομα του Άρη, του Τρίτωνα, του Ποσειδώνα, στο όνομα των θεών που συνεκστρατεύουν και του Ήλιου και της Σελήνης και της Γης, στο όνομα των ποταμών, των λιμανιών και των πηγών, στο όνομα όλων των θεών, που κατέχουν/προστατεύουν την Καρχηδόνα, στο όνομα όλων των θεών, που κατέχουν τη Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα, στο όνομα όλων των θεών του στρατού, που είναι παρόντες σ' αυτόν τον όρκο. 

Ο στρατηγός Αννίβας είπε και όλοι οι Καρχηδόνιοι γερουσιαστές που είναι μαζί του και όλοι οι Καρχηδόνιοι που εκστρατεύουν μαζί του, εάν συμφωνούμε σε κάτι, τούτο τον όρκο φιλίας και καλής διάθεσης να δώσουμε, δηλαδή να είμαστε φίλοι και συγγενείς και αδελφοί με τον όρο ο βασιλιάς Φίλιππος και οι Μακεδόνες και οι άλλοι Έλληνες, όσοι είναι σύμμαχοί τους, θα προστατεύουν την εξουσία των Καρχηδονίων και το στρατηγό Αννίβα και όσους τους ακολουθούν, εκείνους που εξουσιάζουν οι Καρχηδόνιοι, όσους υπακούουν στους ίδιους νόμους, τους Ιτυκαίους, τις πόλεις και τα έθνη που είναι υπήκοα των Καρχηδονίων, τους στρατιώτες και τους συμμάχους τους, όλες τις πόλεις και τους λαούς στην Ιταλία, στη Γαλατία και στη Λιγυστίνη, που έχουν φιλικές σχέσεις μαζί μας και εκείνες που τυχόν θα γίνουν φίλες και σύμμαχες σε μας στη χώρα αυτή. 

Από το άλλο μέρος, ο βασιλεύς Φίλιππος και οι Μακεδόνες και οι άλλοι Έλληνες σύμμαχοι θα έχουν την προστασία και τη φροντίδα των Καρχηδονίων που συνεκστρατεύουν και των Ιτυκαίων και όλων των πόλεων και των λαών που εξουσιάζονται από τους Καρχηδονίους, των στρατιωτών και των συμμάχων και όλων των εθνών και των πόλεων που βρίσκονται στην Ιταλία και στη Γαλατία και στη Λιγυστίνη και όλων των άλλων λαών που βρίσκονται στην Ιταλία, όσους τυχόν γίνουν σύμμαχοί τους. Δε θα επιβουλευτούμε ο ένας τον άλλον, ούτε θα χρησιμοποιήσουμε δόλο ο ένας εναντίον του άλλου, αλλά με όλη μας την προθυμία και τη φιλία, χωρίς δόλο και απάτη, θα είμαστε εχθροί εκείνων οι οποίοι πολεμούν ενάντια στους Καρχηδονίους, εκτός από τους βασιλείς, τις πόλεις και τα έθνη, με τα οποία έχουμε συνάψει όρκους και φιλία. Κι εμείς θα είμαστε εχθροί αυτών που πολεμούν εναντίον του Φιλίππου, εκτός από τους βασιλείς, τις πόλεις και τα έθνη με τα οποία έχουμε συνάψει όρκους και φιλία. 

Θα είσαστε σύμμαχοί μας στον πόλεμο που διεξάγουμε εναντίον των Ρωμαίων, έως ότου οι θεοί δώσουν και σε μας και σε σας την ευτυχία. Θα μας βοηθήσετε όπως θα το επιβάλλει η ανάγκη και όπως θα συμφωνήσουμε. Αν οι θεοί μας δώσουν ευτυχισμένο τέλος στον πόλεμό μας εναντίον των Ρωμαίων και των συμμάχων τους, αν οι Ρωμαίοι ζητήσουν να κάνουμε συνθήκη φιλίας, θα την κάνουμε, ώστε η ίδια φιλία να ισχύει και για σας, με τον όρο να μην επιτρέπεται ποτέ σε αυτούς να κηρύξουν πόλεμο εναντίον σας, ούτε να εξουσιάζουν οι Ρωμαίοι την Κέρκυρα, την Απολλωνία, την Επίδαμνο, τη Φάρο, τη Διμάλη, τους Παρθίνους, ούτε την Ατιντανία. Θα επιστρέψουν στο Δημήτριο τον Φάριον όλους τους οικείους του, οι οποίοι βρίσκονται στην εξουσία των Ρωμαίων. 

Αν οι Ρωμαίοι κηρύξουν πόλεμο εναντίον σας ή εναντίον μας, θα βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο στον πόλεμο, ανάλογα με την ανάγκη του. Το ίδιο θα συμβεί αν άλλοι κηρύξουν τον πόλεμο, εκτός από τους βασιλείς, τα έθνη και τις πόλεις με τα οποία έχουμε συνάψει όρκους και φιλίες. Εάν θελήσουμε να αφαιρέσουμε ή να προσθέσουμε κάτι από τον όρκο αυτό, θα προσθέσουμε ή θα αφαιρέσουμε με κοινή συμφωνία.

Σας ρωτώ λοιπόν, Κλεόνικε και Χλαινέα, ποιούς είχατε συμμάχους τότε, όταν καλούσατε αυτούς εδώ να συμπράξουν μαζί σας; Δεν ήταν τάχα όλοι οι ΄Ελληνες; Με ποιούς όμως τώρα μοιράζεστε τις ελπίδες σας, ή σε ποιά συμμαχία καλείτε αυτούς εδώ; Δεν είναι τάχα βαρβαρική; Φαντάζομαι πως η τωρινή κατάσταση σας φαίνεται όμοια με την προηγούμενη, καθόλου αντίθετη! Τότε όμως διεκδικούσατε την υπεροχή και τη δόξα από τους ομόφυλους Αχαιούς και Μακεδόνες και τον βασιλιά τους Φίλιππο· τώρα όμως ξεκινά πόλεμος με αλλοφύλους, οι οποίοι θέλουν να υποδουλώσουν τους Έλληνες, τους οποίους εσείς θεωρείτε ότι τους καλείτε εναντίον του Φιλίππου, αλλά έχει διαφύγει της προσοχής σας ότι τους καλείτε εναντίον σας και εναντίον όλης της Ελλάδας. 

Όπως όσοι σε κρίσιμες πολεμικές περιστάσεις, βάζοντας για ασφάλεια στις πόλεις τους ξένη φρουρά μεγαλύτερη από τη δική τους στρατιωτική δύναμη, διώχνουν τον φόβο του εχθρού, συγχρόνως όμως γίνονται υποχείριοι των συμμάχων, έτσι τώρα σκέφτονται και οι Αιτωλοί. Θέλοντας δηλαδή να ξεπεράσουν το Φίλιππο και να ταπεινώσουν τους Μακεδόνες, δεν έχουν καταλάβει πως έχουν τραβήξει πάνω τους τέτοιο τρομακτικό σύννεφο από τη δύση, που τώρα ίσως σκεπάσει με τη σκοτεινιά του πρώτους τους Μακεδόνες, κατόπιν όμως θα αποτελέσει αιτία μεγάλων συμφορών για όλους τους Έλληνες. 

--------------------------

Αύριο η συνέχεια



Δεν υπάρχουν σχόλια: