11 Δεκεμβρίου, 2011

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

 

2.3. Aρχέλαος (413-399 π.Χ.)


Οι πολιτικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στη Νότιο Ελλάδα κατά την τελευταία φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου, με την εξασθένιση της Αθήνας εξαιτίας της καταστροφής στη Σικελία και τελικά την ήττα της, προπάντων όμως η παρουσία ενός ικανού μονάρχη στη Μακεδονία ήταν οι λόγοι, στους οποίους οφείλεται η εξαιρετικά σημαντική πρόοδος που παρατηρήθηκε το διάστημα αυτό στην εσωτερική της οργάνωση αλλά και σε άλλους τομείς. Δημιουργός της ήταν ο Βασιλιάς Αρχέλαος, τον οποίο ο Πλάτων χαρακτήριζε ως στυγνό τύραννο (Γοργίας, 471d, Αλκιβ. Δεύτ., 141 d, 7), ενώ ο Θουκυδίδης ως έναν δραστήριο και οξυδερκή ηγεμόνα. Για την υποδομή της χώρας (φρούρια και δρόμους) και τον εξοπλισμό καθώς και την λοιπή οργάνωση του στρατού (πεζικού και ιππικού) ο Αρχέλαος επιτέλεσε τόσα, όσα κανείς από τους οκτώ προγενεστέρους βασιλείς της Μακεδονίας, αναφέρει το πολύ σύντομο αλλά χαρακτηριστικό σχόλιο του ιστορικού (ΙΙ 100.2). 

Σε τί συνίστατο αυτή η αύξηση της μαχητικότητος του μακεδονικού στρατού, δεν είναι ακριβώς γνωστό. Το γεγονός ότι επρόκειτο προπάντων για δημιουργία μονάδων βαρέως οπλισμένων οπλιτών, όπως υποστηρίζεται από μερικούς νεωτέρους ιστορικούς, είναι μία πιθανή υπόθεση που διατυπώνεται με αναφορά στην οδυνηρή εμπειρία από την αδυναμία της αποτελεσματικής αντιμετωπίσεως της εισβολής του Σιτάλκη, αδυναμία που οφείλονταν στην έλλειψη επαρκούς (ποιοτικά) πεζικού (βλ. παρ.).

Ο Αρχέλαος, νόθος γιος του Περδίκκα του Β΄ που αναγνωρίσθηκε όμως ως νόμιμος νωρίς (Πλάτων, Γοργίας, 471a, Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία, 43), αναγορεύθηκε βασιλεύς, παραμερίζοντας διαφόρους συγγενείς ανταπαιτητές του θρόνου, το 413 π.Χ. Στο σχετικά σύντομο διάστημα των δεκατριών χρόνων της βασιλείας του (έπεσε θύμα συνωμοσίας που είχε προσωπικά και πολιτικά κίνητρα, το 399 π.Χ.), εκτός από την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητος της χώρας, έθεσε και -έως έναν ορισμένο βαθμό- πέτυχε τρεις άλλους στόχους: τη βελτίωση της διοικητικής της οργανώσεως (παράλληλα με την εδραίωση της κεντρικής εξουσίας), την αύξηση της εξωτερικής ισχύος και προπάντων την πολιτιστική ανάπτυξη· όλα αυτά, με την προοπτική ότι η Μακεδονία μπορούσε να αποτελέσει στο εγγύς μέλλον σημαντική δύναμη με καθοριστικό ρόλο στην ελληνική πολιτική.

Ο Αρχέλαος μετέφερε, ως γνωστόν, την πρωτεύουσα του κράτους από τις Αιγές στην Πέλλα, στο δυτικό τμήμα του Θερμαϊκού κόλπου (Πρβλ. Hatzopoulos, "Strepsa", 42-43)· με διπλωματικό τρόπο απέτρεψε τον συνασπισμό των ηγεμόνων της Ελίμειας και της Λυγκηστίδος, Σίρρα και Αρραβαίου, δίνοντας την κόρη του ως σύζυγο στον πρώτο (Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1311b 13-14)· με την υποστήριξη των Αθηναίων, οι οποίοι χρειαζόταν επειγόντως την βοήθειά του με την παροχή ξυλείας, κατέλαβε το 410 π.Χ. την Πύδνα και ανταποκρινόμενος στην έκκληση βοηθείας που του απηύθυναν οι Αλευάδες (αριστοκράτες της Λάρισας) εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων, εισέβαλε στη Θεσσαλία και κατέλαβε τη Λάρισα, από την οποία αποσύρθηκε μετά την επικράτηση των Αλευάδων, διετήρησε όμως υπό την κατοχή του την Περραιβία.

Το κύρος που απέκτησε η Μακεδονία ως πολιτική δύναμη στη Νότιο Ελλάδα καταδεικνύεται, ίσως περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο, από το γεγονός ότι οι Αθηναίοι, σε ψήφισμά τους του έτους 407/6 π.Χ., τιμούν τον Αρχέλαο ως Πρόξενο και Ευεργέτη, αναφέροντας εμφατικά την εξαγωγή ξυλείας που ενέκρινε ο Μακεδόνας βασιλιάς για την κατασκευή νέου στόλου (IG I3 117, SEG X 138)· καταλαβαίνει κανείς εύκολα τη σημασία της αποφάσεως, αν αναλογισθεί ότι οι Αθηναίοι, μετά την απώλεια της Αμφίπολης το 421 π.Χ., δεν είχαν πλέον καμία δυνατότητα προσβάσεως στη Μακεδονία για την προμήθεια ξυλείας και εξαρτιόταν έτσι από την βούληση του Μακεδόνα μονάρχη. Αντίθετα, μερικά χρόνια πριν, είναι αυτοί που επιβάλλουν στον Περδίκκα τους όρους τους (το 426/5 π.Χ., στον διακανονισμό των σχέσεών του με την Μεθώνη και το 423/422, στο σύμφωνο συμμαχίας που αφορά και την μονοπωλιακή παροχή ξυλείας, IG I3, 89).

Στο μοναδικό απόσπασμα του λόγου «Υπέρ Λαρισαίων» (περ. 400 π.Χ.) ο ρήτορας Θρασύμαχος από την Χαλκηδόνα, πολιτικός αντίπαλος των Αλευάδων και του Αρχελάου, χαρακτήριζε τον Μακεδόνα βασιλέα ως «βάρβαρο» («Αρχελάω δουλεύσομεν, Έλληνες όντες βαρβάρω;» [Θα είμαστε δούλοι του Αρχελάου, Έλληνες εμείς σ' έναν βάρβαρο;], H. Diels, DieFragmentederVorsokratiker,Berlin 19526 85, B2 ). Η φόρτιση που δηλώνει η φράση αυτή του αρχαίου ρήτορα είναι τόσο εμφανής, όσο και η προκατάληψη ορισμένων σύγχρονων ιστορικών, αρνητών της ελληνικότητος των Μακεδόνων, που την επικαλούνται. Η ίδια προκατάληψη φαίνεται και στην αξιολόγηση του πολιτιστικού έργου του Μακεδόνα μονάρχη, για το οποίο γίνεται λόγος παρακάτω (Κεφ. ΙΙ). 

Στο χρονικό διάστημα των σαράντα ετών που μεσολάβησαν από τον θάνατο του Αρχελάου (399 π.Χ.) έως την άνοδο στον θρόνο του Φιλίππου (360 π.Χ.), το μακεδονικό βασίλειο πέρασε την σοβαρότερη κρίση της ιστορίας του. Αρκετές πτυχές αυτής της κρίσεως είναι άγνωστες ή ελλιπέστατα γνωστές, επειδή οι πληροφορίες που διαθέτουμε από (γραμματειακές κυρίως) πηγές του Δ΄ αιώνος π.Χ. ή πολύ μεταγενέστερες, είναι λίγες και σε αρκετά σημεία προβληματικές. 

Ωστόσο και με αυτές τις πληροφορίες γίνονται έκδηλα τα τρία κύρια χαρακτηριστικά που συνθέτουν την κρίση: η πολιτική αστάθεια εξαιτίας των δυναστικών συγκρούσεων που καταλήγουν στην ανατροπή του βασιλιά που κυβερνά (και ενίοτε στην δολοφονία του), είναι το πρώτο· σε αυτό οφείλονται τα δύο άλλα, οι επεμβάσεις υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς των Δυνάμεων της Νότιας Ελλάδος αλλά και η επεκτατική πολιτική της Ολύνθου σε βάρος του βασιλείου στο κεντρικό τμήμα του, από τη μια μεριά και οι εισβολές των Ιλλυριών, από την άλλη. Το τελευταίο ακριβώς καταδεικνύει την σοβαρότητα της κρίσεως.

Την πολιτική αστάθεια μαρτυρά ο κατάλογος των βασιλέων αυτής της περιόδου που παραδίδεται (με επιμέρους διαφορές) από χρονογράφους της Βυζαντινής Εποχής: Ορέστης (ανήλικος γιος του Αρχελάου): 399-398/7 π.Χ., Αέροπος (Επίτροπος αρχικά του Ορέστη): 398/7-395/4 π.Χ., Παυσανίας (γιος του Αερόπου) και Αμύντας Β΄, ο επονομαζόμενος Μικρός: 394/3 π.Χ., Αμύντας Γ΄: 394/3-370 π.Χ., Αργαίος: 393/392 π.Χ., Αλέξανδρος Β΄ (γιος του Αμύντα Γ΄): 370-369 π.Χ., Πτολεμαίος Αλωρίτης (επίτροπος): 368-365 π.Χ., Περδίκκας Γ΄ (γιος του Αμύντα Γ΄) : 365-360 π.Χ.

Από τους παραπάνω βασιλείς είχαν βίαιο τέλος (σύμφωνα με πληροφορίες που θεωρούνται ακριβείς) τέσσερις, με πρωτοβουλία εκείνων που τους διαδέχθηκαν: ο Παυσανίας, ο Αμύντας Β΄, ο Αλέξανδρος Β΄ και ο Πτολεμαίος Αλωρίτης. Με εξαίρεση τον Αμύντα τον Γ΄ και τον Περδίκκα τον Γ΄, που κυβέρνησαν 24 και 6 χρόνια αντιστοίχως, το διάστημα της διακυβερνήσεως των υπολοίπων κυμαίνεται από μερικούς μήνες έως τέσσερα χρόνια. Μία πυξίδα-κατάδεσμος, πιθανότατα προερχόμενη από την Βεργίνα, με την στικτή επιγραφή «ΑΡΓΕΙΩΝ ΠΑΙΣ» (SEG XLI 580), δεν αποκλείεται να συνδέεται με τις συγκρούσεις των βασιλοπαίδων του α΄ μισού του Δ΄ αιώνος π.Χ. και πρακτικές μαγείας που εφαρμόσθηκαν για την εξουδετέρωση των ανταπαιτητών. Tην αστάθεια αυτή συνοδεύουν, όπως αναφέρθηκε, οι εξωτερικές επεμβάσεις.

Αδυνατώντας να αντιμετωπίσει την εισβολή των Ιλλυριών εξαιτίας της εξεγέρσεως του ανταπαιτητή του θρόνου Αργαίου, ο Αμύντας ο Γ΄, τις ικανότητες του οποίου επαινεί και ο Ισοκράτης (Αρχίδαμος, 46), ζήτησε την βοήθεια της Ολύνθου, προβαίνοντας μάλιστα σε σημαντικές εδαφικές παραχωρήσεις στο κεντρικό τμήμα του κράτους. Η βοήθεια τελικά δεν του δόθηκε, οι Ιλλυριοί αποσύρθηκαν, αφού τους καταβλήθηκε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό και ο Αργαίος εκδιώχθηκε με την υποστήριξη των Θεσσαλών (382 π.Χ.). Με την εύλογη διαπίστωση ότι η Όλυνθος (ακριβέστερα το Χαλκιδικό Κοινό) αποτελούσε σοβαρό κίνδυνο για την ίδια την υπόσταση του βασιλείου, τον οποίο δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει με τις δυνάμεις που διέθετε κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Αμύντας ζήτησε την βοήθεια της Σπάρτης. 

Με πρόσχημα την εφαρμογή του όρου της αυτονομίας, όπως καθοριζόταν στην Ανταλκίδειο Ειρήνη (386 π.Χ.), η Σπάρτη επενέβη τον ίδιο χρόνο (382 π.Χ.) και ύστερα από τρία χρόνια (379 π.Χ.) διέλυσε το Χαλκιδικό Κοινό. Ωστόσο, μετά την ίδρυση της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας το 377 π.Χ. και ιδιαίτερα μετά τη νίκη των Αθηναίων επί των Σπαρτιατών στη Ναυμαχία της Νάξου το 376 π.Χ., η Δύναμη που θα έχει τη δυνατότητα ―όπως και το συμφέρον― να επεμβαίνει στη Μακεδονία, θα είναι η Αθήνα. Από το 371 π.Χ., μετά τη νίκη της επί της Σπάρτης στα Λεύκτρα, θα είναι και η Θήβα.

Μερικά χρόνια αργότερα, θα επέμβουν και οι δύο Δυνάμεις στη Μακεδονία κατά τη διάρκεια της νέας κρίσεως που ταλαιπώρησε τη χώρα μετά τον θάνατο του Αμύντα, το θέρος του 370 π.Χ. Εναντίον του νεαρού Αλεξάνδρου στράφηκε ως ανταπαιτητής του θρόνου κάποιος Παυσανίας· τότε η Βασιλομήτωρ Ευρυδίκη ―καταγόμενη από τον βασιλικό οίκο των Βακχιαδών της Λυγκηστίδος, η οποία, σύμφωνα με μία ανακριβή και μάλλον σκανδαλοθηρική ιστοριογραφική παράδοση (Ιουστίνος, Epit. VII.4.7-5.8), οργάνωσε με τον σύζυγο της κόρης της Ευρυνόης, Πτολεμαίο Αλωρίτη, την δολοφονία του γιου της και ικανού βασιλιά Αλεξάνδρου Β΄ (369 π.Χ.)― κάλεσε σε βοήθεια από την Αμφίπολη τον Αθηναίο Στρατηγό Ιφικράτη, ο οποίος εξεδίωξε τον Παυσανία (Αισχίνης, Περί παραπρεσβείας, 26-29). 

Η επέμβαση του Αλεξάνδρου το επόμενο έτος στη Θεσσαλία, μετά από έκκληση των Αλευάδων της Λαρίσης και η συνακόλουθη εκστρατεία του Πελοπίδα οδήγησαν σε συνθηκολόγηση με την Θήβα και την παραλαβή ομήρων, μεταξύ των οποίων και του νεαρού αδελφού του Αλεξάνδρου (και κατοπινού βασιλιά), Φιλίππου. Μετά τη δολοφονία του Αλεξάνδρου και την ανάληψη της εξουσίας από τον Πτολεμαίο Αλωρίτη (ως Επιτρόπου του Περδίκκα Γ΄), η Θήβα αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο σε ρυθμιστικό παράγοντα της μακεδονικής πολιτικής: οι Θηβαίοι, εκμεταλλευόμενοι την αντιπαράθεση του Πτολεμαίου με τους Αθηναίους εξαιτίας των αξιώσεών τους στην Αμφίπολη, συνάπτουν συμμαχία παίρνοντας συγχρόνως ως όμηρο στη Θήβα τον γιο του, Φιλόξενο.

Από την εποχή του Αμύντα του Γ΄, όταν οι Ιλλυριοί αποχώρησαν έναντι χρηματικού ποσού, η Μακεδονία θα γίνει φόρου υποτελής στο γειτονικό φύλο. Προκειμένου να δοθεί τέλος στην υποτιμητική αυτή σχέση, ο Βασιλιάς Περδίκκας ο Γ΄ εξεστράτευσε εναντίον των Ιλλυριών. Στη μάχη που ακολούθησε, το 360 π.Χ., σκοτώθηκε ο ίδιος και 4.000 Μακεδόνες (Διόδωρος, XVI 2, 4-5). Η οδυνηρή ήττα σήμανε την αποκορύφωση της κρίσεως: ένα μεγάλο τμήμα της Άνω Μακεδονίας περιήλθε στους Ιλλυριούς, οι Παίονες εισέβαλαν στη χώρα, ενώ τρεις ανταπαιτητές του θρόνου (ο Παυσανίας, που είχε εκδιωχθεί από τον Πτολεμαίο Αλωρίτη, ο Αργαίος, που είχε παραμερίσει για μικρό χρονικό διάστημα τον Αμύντα τον Γ΄ και κάποιος Αρχέλαος, πρεσβύτερος γιος του Αμύντα του Γ΄ από τον πρώτο του γάμο) διεκδικούσαν την εξουσία. 

Σε αυτήν την εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο, ήταν ευτύχημα ότι την διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε ως Επίτροπος του ανηλίκου διαδόχου Αμύντα, ο 22 ετών Φίλιππος, γιος του Αμύντα του Γ΄. Δεν έσωσε μόνο την Μακεδονία από τη διάλυση που την απειλούσε αλλά και άλλαξε ριζικά την πορεία της ιστορίας της, όπως και την πορεία ολόκληρης της ελληνικής ιστορίας. H άνοδος της Μακεδονίας από την κατάσταση της πολιτικής αστάθειας (και της παρεπόμενης εξαρτήσεως) στην πρώτη ελληνική δύναμη, ως επίτευγμα του Φιλίππου, αποτελεί, ως γνωστόν, ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα του καθοριστικού ρόλου της μεγάλης προσωπικότητος στην Ιστορία. 

Σαφείς πολιτικοί στόχοι, ακαταπόνητη δραστηριότητα για την επίτευξή τους, οργανωτικό ταλέντο, επιδεξιότητα της πολιτικής συμπεριφοράς προς υπηκόους και αντιπάλους, πνευματική ευστροφία (στην οποία δεν έλειπε το χιούμορ) είναι τα αναμφισβήτητα γνωρίσματα του Φιλίππου ως μεγάλης προσωπικότητος, αναμφισβήτητα και για τον λόγο ότι τα ομολογεί, με τον δικό του τρόπο, ο κορυφαίος αντίπαλός του Δημοσθένης. Εξάλλου, ο σύγχρονός του ιστορικός Θεόπομπος από τη Χίο χαρακτήριζε (στο έργο του «Μακεδονικά» που δυστυχώς δεν έχει σωθεί) τον Φίλιππο ως τον μεγαλύτερο πολιτικό άνδρα της Ευρώπης (FGrH 115 F27). Σύμφωνα με τη σύντομη φράση την οποία παραθέτει ο Πολύβιος (VIII.9, 1), «ποτέ η Ευρώπη δεν ανέδειξε τέτοιον άνδρα, σαν τον γιο του Αμύντα, τον Φίλιππο».

Η Μακεδονία έπρεπε αλλά και μπορούσε -με τις προϋποθέσεις που είχε (πολυάριθμο έμψυχο δυναμικό και αρκετές πρώτες ύλες)- να γίνει ισχυρή Δύναμη, πρώτα-πρώτα για να αποτρέψει αποτελεσματικά στο μέλλον τις εισβολές των γειτονικών φύλων, από τις οποίες είχε οδυνηρές εμπειρίες· δεύτερον, για να επιτύχει την κρατική της συνοχή, με την κατάλυση του Χαλκιδικού Κοινού και την ενσωμάτωση των πόλεων της Πύδνας και Μεθώνης, που βρίσκονταν και αυτές στο κεντρικό τμήμα της καθώς και της Αμφίπολης (το 357 π.Χ.)· και με όλα αυτά να παίξει ηγετικό ρόλο στη Νότιο Ελλάδα, τον οποίο καθιστούσε δυνατό ―αλλά και αναγκαίο― η πολιτική αδυναμία των ελληνικών πόλεων-κρατών· εξαιτίας αυτής της αδυναμίας, ο Πέρσης μονάρχης διατηρούσε τον ρυθμιστικό ρόλο των ελληνικών πολιτικών πραγμάτων που είχε αποκτήσει με την Ανταλκίδειο Ειρήνη, το 386 π.Χ. 

Οι τρεις αυτοί στόχοι, εύλογοι από τις εμπειρίες της εποχής, καθορίζουν, με τη σειρά που αναφέρθηκαν, τη δράση του Φιλίππου στο διάστημα των είκοσι τεσσάρων ετών της βασιλείας του. Τις ηγετικές του ικανότητες επέδειξε ο Φίλιππος μόλις ανέλαβε την εξουσία, την χρονιά της μεγάλης κρίσεως (360/359 π.Χ.): πέτυχε την αποχώρηση των Παιόνων έναντι χρηματικού ποσού, ενώ με τον ίδιο τρόπο έπεισε τους Θράκες να αποσύρουν την υποστήριξή τους από τον ανταπαιτητή του θρόνου Παυσανία (Διόδ. XVI 3, 4). από τους δύο άλλους, τον μεν Αρχέλαο συνέλαβε και θανάτωσε, ενώ τον Αργαίο, που εισέβαλε με την βοήθεια των Αθηναίων στη Μακεδονία φθάνοντας από τη Μεθώνη έως τις Αιγές (Διόδ. XVI 2, 5-6), νίκησε με αιφνιδιαστική επίθεση. 

Με 10.000 άνδρες πεζούς και 600 ιππείς εισέβαλε τον επόμενο χρόνο στην Ιλλυρία ( Διοδ. XVI 4, 3) και με μία αποφασιστικής σημασίας νίκη έγινε κύριος όλης της Άνω Μακεδονίας, έτσι ώστε τα μακεδονικά φύλα της περιοχής να υπαχθούν διοικητικά πλήρως στο μακεδονικό κράτος (Διόδ. XVI 4,7· 8, 1). Σε χρονικό διάστημα λιγότερο από δύο έτη, η έκταση και ο πληθυσμός του βασιλείου διπλασιάσθηκαν. Δύο χρόνια αργότερα, το 356 π.Χ., ο Φίλιππος παίρνει τον τίτλο του βασιλέως (με τη συναίνεση του Αμύντα, που αποσύρεται στην ιδιωτική ζωή).

Με επιτυχείς εκστρατείες που έλαβαν χώρα στα επόμενα είκοσι χρόνια και ενώ ο Φίλιππος είχε εμπλακεί στην αναμέτρηση με την Αθήνα, η μακεδονική επικυριαρχία εδραιώθηκε σε ολόκληρη την Βαλκανική: η άμεση εξάρτηση (από το 356 π.Χ.) των Παιόνων από το μακεδονικό κράτος (αργότερα μετέχουν στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου), η ίδρυση της Ηράκλειας (σημ. Μοναστήρι) στη Λυγκηστίδα το 344 π.Χ., των Φιλίππων το 356 π.Χ. και της Φιλιππούπολης το 342/1 π.Χ., η επέκταση της μακεδονικής επιρροής στα παράλια της Θράκης έως τον Ελλήσποντο (351 π.Χ.), η κατάληψη της Ολύνθου το 348 π.Χ. και οι νίκες εναντίον των Σκυθών και των Τριβαλλών κατά την εκστρατεία στον Δούναβη (339 π.Χ.) είναι τα χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της ανόδου, που επιτελείται από έναν λαό με την αντοχή και την αυτοπεποίθηση την οποία δημιουργεί η παρουσία ενός ικανού ηγέτη, όταν μάλιστα αυτός μοιράζεται όλες τις κακουχίες του πολέμου. 

Με την άνοδο στον θρόνο της Ηπείρου του γαμπρού του Φιλίππου Αλεξάνδρου, αδελφού της συζύγου του Ολυμπιάδος, το 342 π.Χ. και τη νίκη κατά των Φωκέων τον ίδιο χρόνο, η μακεδονική επιρροή έφθανε από τις ακτές της Αδριατικής έως τον Ελλήσποντο και από τον Δούναβη ως τις Θερμοπύλες. Τέσσερα χρόνια αργότερα, με τη νίκη στη Χαιρώνεια (τον Σεπτέμβριο του 338 π.Χ.) κατά των Αθηναίων και των Θηβαίων, η Μακεδονία έγινε η μόνη ηγετική δύναμη στην Ελλάδα. Ήταν το αναμενόμενο επακόλουθο των επιτυχιών του Φιλίππου, που σύμφωνα με την αντίληψη του Μακεδόνος βασιλέως και της φιλομακεδονικής παρατάξεως στην Αθήνα (από το 346 π.Χ.), δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τη σύγκρουση. Η εξέλιξη αυτή οφειλόταν στην αντίθετη αντίληψη ή ακριβέστερα ιδεολογία, η οποία υποστηριζόταν από την αντιμακεδονική παράταξη και προβαλλόταν με το ρητορικό ταλέντο του κορυφαίου εκπροσώπου της, Δημοσθένη.

Στην ιδεολογία αυτή, κατά την οποία η Αθήνα μπορούσε να ανακτήσει τον ηγετικό ρόλο που είχε ενάμιση αιώνα πριν, αντίκειτο η πραγματικότητα, όπως αυτή διαμορφώθηκε με την εμφάνιση του Φιλίππου. Με την αναδιοργάνωση του στρατού που πραγματοποίησε ο Μακεδόνας βασιλιάς (καθιέρωση της γενικής στρατιωτικής θητείας, δημιουργία της φάλαγγος των σαρισοφόρων οπλιτών, συνδυασμός των διαφόρων όπλων, επιλογή ικανών ηγετικών στελεχών από όλες τις περιοχές της χώρας), σε συνδυασμό με την αυτοπεποίθηση του λαού και την αποτελεσματικότητα του ηγέτη όπως και τα άφθονα οικονομικά μέσα, αυτός ο ηγετικός ρόλος ανήκε στην ανερχόμενη νέα ελληνική δύναμη του Βορρά.

Το γεγονός ότι παρ' όλα αυτά ο Δημοσθένης και οι ομοϊδεάτες του πολιτικοί υποστήριζαν την άκαμπτη αντίσταση, είχε -εκτός από την ιδεολογική φόρτιση- και ένα ρεαλιστικό στοιχείο, που προερχόταν από τη γνώση της ιστορίας της Μακεδονίας. Αν η προκοπή της χώρας εξαρτιόταν από την παρουσία του ικανού βασιλέα και ο Μακεδόνας βασιλιάς έπεφτε θύμα δολοφονίας, οι Αθηναίοι έπρεπε να αντισταθούν, προσδοκώντας σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της χώρας. Γι' αυτόν τον λόγο, ο Δημοσθένης με την είδηση της δολοφονίας του Φιλίππου (το 336 π.Χ.) εμφανίσθηκε με το λευκό ένδυμα της χαράς, μολονότι λίγο πριν είχε πεθάνει η κόρη του (Αισχίνης, Κατά Κτησιφώντος, 77, Πλούταρχος, Δημοσθένης, 22.1-2.). Εκείνο που δεν μπορούσε ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος να προβλέψει, ήταν ότι ο νέος Μακεδόνας βασιλιάς θα αναδεικνύονταν σε μία από τις μεγαλύτερες ηγετικές προσωπικότητες της Ιστορίας.

Η πολιτική της άκαμπτης αντιστάσεως αυτή καθ' εαυτή όμως, εκτός από τις δυσκολίες που εμφάνιζε στην εφαρμογή της ―με την ιδεολογία της αναβιώσεως της αθηναϊκής ηγεμονίας, η οποία την χαρακτήριζε ― δεν αποτελούσε λύση στην πολιτική κρίση του ελληνικού κόσμου τον Δ΄ αιώνα. Εποικοδομητική λύση αποτελούσε, αντίθετα, η σύλληψη της ιδέας της «Ελληνικής Ομοσπονδίας» (Κοινόν των Ελλήνων), η οποία ιδρύθηκε από τον Φίλιππο μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, κατά το Συνέδριο της Κορίνθου (337 π.Χ.). Ηγετική ―πολιτικά και στρατιωτικά― δύναμη θα ήταν η Μακεδονία και πολιτισμικό της κέντρο η Αθήνα (που διατηρούσε επίσης τη ναυτική της ισχύ), ενώ οι άλλες πόλεις-κράτη θα εξακολουθούσαν να έχουν την αυτονομία τους. 

Στην ελληνική αυτή ομοσπονδία συμπεριλαμβάνονταν επίσης οι πόλεις της Μικράς Ασίας, που θα απελευθερώνονταν από την περσική κυριαρχία με την Πανελλήνια Εκστρατεία, η οποία διακηρύχθηκε επίσης στο Συνέδριο της Κορίνθου. Παρά τις διαφορετικές εξελίξεις που συνέβησαν αργότερα με τον Μέγα Αλέξανδρο, αυτή η «Ελληνική Ομοσπονδία» αποτέλεσε (ως οργανωτικό σχήμα) «σημείο αναφοράς» για τους κατοπινούς Μακεδόνες βασιλείς στη διαμόρφωση της πολιτικής τους προς τη Νότιο Ελλάδα.
________________________
Αύριο η συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: