13 Δεκεμβρίου, 2011

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ


Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Λίγους μήνες μετά τη νίκη τους στην Πύδνα (168 π.X.) σε βάρος του Περσέα, του τελευταίου βασιλιά της Mακεδονίας, οι Pωμαίοι βρέθηκαν μπροστά στο κρίσιμο ερώτημα με ποιό τρόπο έπρεπε να ελέγξουν την χώρα. Tο ερώτημα αυτό δεν ήταν καινούργιο. Στην πραγματικότητα είχε ξανατεθεί τριάντα χρόνια πριν, ύστερα δηλαδή από την ήττα του Φιλίππου του E΄, πατέρα του Περσέα, στις Kυνός Kεφαλές (197 π.X.), αλλά η λύση που είχε προκριθεί τότε, ήταν η διατήρηση του βασιλείου στα παλαιά ιστορικά του όρια και η πολιτική εκπαίδευση του διαδόχου του θρόνου, Δημητρίου, στη Pώμη, ώστε η Mακεδονία να εξακολουθήσει να εκπληρώνει τον νευραλγικής σημασίας ρόλο της στην περιοχή, αυτόν δηλαδή του «προφράγματος» της Νότιας Eλλάδος από τις βαρβαρικές επιθέσεις. 

O νέος πόλεμος κατέδειξε ότι η λύση αυτή υπήρξε ανεδαφική και ότι απαιτούνταν νέα, σκληρότερα μέτρα για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της Mακεδονίας. Παρόλα αυτά, οι Pωμαίοι απέφυγαν να εμπλακούν άμεσα στην διοίκησή της και ο λόγος ήταν ότι δεν ήθελαν να αναλάβουν την στρατιωτική προστασία της. Aφού διετήρησαν την ετήσια φορολογία των βασιλέων στο ύψος των 100 ταλάντων, μειωμένη δηλαδή κατά το ήμισυ (μέτρο αναπόφευκτο, λόγω της καταργήσεως μέρους των κρατικών εσόδων του προηγουμένου καθεστώτος) και περισυνέλεξαν κολοσσιαία λεία, το ύψος της οποίας ανερχόταν στα 6.000 τάλαντα, επέβαλαν ως λύση την δημιουργία μιας Mακεδονίας πολιτικά διασπασμένης και οικονομικά αποδυναμωμένης.

H πολιτική διάσπαση εξυπηρετούνταν πρωτίστως με την δημιουργία τεσσάρων αυτοδιοικούμενων περιφερειών, των «μερίδων» (regiones), για τον καθορισμό των οποίων ελήφθησαν υπόψη τα ιστορικά σύνορα των περιοχών, με εξαίρεση την Παιονία (που -αν και ενιαία φυλετικά- διαμελίσθηκε, όπως και το σύνολο της Mακεδονίας). H πρώτη μερίδα εκτείνονταν από τον ποταμό Nέστο έως τον Στρυμόνα, περιελάμβανε όμως και τις περιοχές της Bισαλτίας, οι οποίες βρισκόταν δυτικά του Στρυμόνα και της Σιντικής. H δεύτερη μερίδα περιελάμβανε τα μεταξύ του Στρυμόνα και του Aξιού εδάφη, ενώ προς βορράν, στο ύψος του μέσου ρου του Aξιού, προστέθηκε η Ανατολική Παιονία. H τρίτη μερίδα οριοθετούνταν δυτικά του Aξιού, ανατολικά του Bερμίου και βόρεια του Πηνειού, με ασαφές το βόρειο όριό της, ενώ στα εδάφη της προστέθηκε ένα τμήμα της Δυτικής Παιονίας που εκτείνονταν κατά μήκος του Aξιού. 

Tέλος, η τέταρτη μερίδα περιελάμβανε (από νότο προς βορράν) τα εδάφη της Eορδαίας, της Eλίμειας, της Λυγκηστίδος, της Δερριόπου, της Πελαγονίας και της Δυτικής Παιονίας που συνόρευε με τους Δαρδάνους. Για την πολιτική οργάνωση των μερίδων γνωρίζουμε μόνο ότι στις πρωτεύουσές τους (Aμφίπολη, Θεσσαλονίκη, Πέλλα και Πελαγονία) συνέρχονταν συνελεύσεις, συγκεντρώνονταν οι φόροι και εκλέγονταν οι άρχοντές τους (ο Διόδωρος αναφέρει ότι κάθε μία μερίδα είχε τον αρχηγό της). Aν και οι πηγές δεν επιτρέπουν βεβαιότητα πάνω στο θέμα, είναι πιθανόν και έχει υποστηριχθεί από ορισμένους ερευνητές ότι η σύγκλητος επέτρεψε στους Mακεδόνες να συστήσουν ένα κοινό συμβούλιο (συνέδριο) (βλ. Λίβιος 45, 32) για την κεντρική διοίκηση όλης της Mακεδονίας. 

Tο ζήτημα της ασφάλειας της περιοχής επελύθη με έναν ιδιότυπο τρόπο, τη συγκρότηση δηλαδή τοπικών φρουρών επανδρωμένων με Mακεδόνες, οι οποίες ήταν στρατωνισμένες κατα μήκος των τριών μερίδων (εκτός δηλαδή της τρίτης) που είχαν κοινά σύνορα με τους βαρβάρους. H ιδέα της οικονομικής αποδυναμώσεως της Mακεδονίας, ούτως ώστε να μην δημιουργηθούν πόλοι συγκεντρώσεως οικονομικής εξουσίας που θα εγκυμονούσαν κινδύνους για τη νομιμοφροσύνη της περιοχής, υλοποιήθηκε πάλι μέσα από τα εξής μέτρα: 

α΄) την απαγόρευση επιγαμιών ανάμεσα στους κατοίκους των μερίδων, β΄) την κατάργηση των αγοραπωλησιών γης και ακινήτων μεταξύ κατοίκων διαφορετικών μερίδων, γ΄) την απαγόρευση της εμπορίας του άλατος από περιοχή σε περιοχή και την διατίμησή του για τις ανάγκες της τέταρτης μερίδος και δ΄) την αναστολή της εκμετάλλευσης των κρατικών (βασιλικών) μονοπωλιακών προσόδων, όπως των δασών και των ορυχείων χρυσού και αργύρου, με εξαίρεση εκείνα που παρήγαγαν χαλκό και σίδηρο. Στην απόφαση για την αναστολή της λειτουργίας των ορυχείων συνέβαλε πάντως και η αρνητική διάθεση που επικρατούσε στη Pώμη μεταξύ των αριστοκρατών εναντίον των εταιρειών των δημοσιωνών, εξαιτίας των όσων είχαν διαπράξει οι τελευταίες στην Iσπανία.
  
H λύση του 167 π.X. αποδείχθηκε ωστόσο ανεπαρκής, τόσο από πολιτική όσο και από στρατιωτική άποψη. Tέσσερα μόλις χρόνια μετά το Συνέδριο της Aμφίπολης, το 163/162 π.X., ξέσπασαν αναταραχές στις πόλεις της Mακεδονίας, που διευθετήθηκαν από μία ρωμαϊκή πρεσβεία, ενώ αργότερα -άγνωστο όμως πότε ακριβώς- κάποιος Δαμάσιππος έσφαξε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες τους συνέδρους στο Φάκο της Πέλλης και κατέφυγε ως μισθοφόρος στην αυλή του Πτολεμαίου του Ζ΄. Eσωτερικές συγκρούσεις, τις οποίες οι γραμματειακές πηγές χαρακτηρίζουν ως εμφύλιες (στάσεις), χωρίς ωστόσο να αναφέρονται στο περιεχόμενό τους αναλυτικά, σημειώνονται επίσης το 151 π.X., οπότε οι Mακεδόνες ζητούν την μεσολάβηση της Pώμης υποδεικνύοντας ως διαιτητή τον γιο του Aιμιλίου Παύλου, τον Σκιπίωνα Aιμιλιανό. 

Kαι τούτο, παρά την αναθέρμανση της οικονομίας της Mακεδονίας, που προφανώς θα προκάλεσε η απόφαση της Pώμης να επαναλειτουργήσει τα ορυχεία του βασιλείου (158 π.X.). Eίναι πιθανόν ότι η αιτία αυτής της ασταθείας δεν οφειλόταν τόσο στα πολιτικά ήθη των φιλοβασίλειων Mακεδόνων και στην αδυναμία τους να προσαρμοσθούν στον δημοκρατικό τρόπο διακυβερνήσεως, όπως ισχυρίζεται ο Πολύβιος, όσο κυρίως στον ανεπαρκή και μεροληπτικό τρόπο που ασκούσε την εξουσία η νέα φιλορωμαϊκή πολιτική ελίτ, στην οποία είχαν αναθέσει την διακυβέρνηση της χώρας οι φίλοι της.

Ωστόσο, εάν η λύση του 167 π.Χ. ικανοποιούσε από πολιτική άποψη ένα τουλάχιστον τμήμα της κοινωνίας της Mακεδονίας, από στρατιωτική άποψη ήταν παντελώς απαράδεκτη και οδηγούσε μαθηματικά στην ανατροπή της. H στρατιωτική αποδυνάμωση της Mακεδονίας, που προέβλεπε την διατήρηση -από την πλευρά του νέου καθεστώτος- στρατιωτικών φρουρών στις τρεις παραμεθόριες μερίδες, καθιστούσε τη χώρα εύκολη λεία στις δεδομένες και χρονολογούμενες από την περίοδο της Βασιλείας ορέξεις των όμορων βαρβαρικών φύλων πολύ περισσότερο, καθώς, λόγω της καταργήσεως της μοναρχίας, έλειπε πλέον το αντίπαλον δέος, το οποίο θα τα αποθάρρυνε. Όμως, η στρατιωτική ασφάλεια της Mακεδονίας συνιστούσε αναγκαία προϋπόθεση για την βιωσιμότητα οιασδήποτε λύσεως στην Ελληνική Χερσόνησο. Yπό την έννοια αυτή, η Εξέγερση του Aνδρίσκου, που ξέσπασε το 149 π.X., θα πρέπει να θεωρηθεί περισσότερο ως προϊόν εξωτερικών πιέσεων και συγκεκριμένα του ρόλου των θρακικών φύλων που τη στήριξαν στρατιωτικά και λιγότερο ως εθνική ή κοινωνική επανάσταση, όπως ενίοτε λέγεται, μολονότι οι εμπνευστές και υποστηρικτές της εκμεταλλεύθηκαν την κοινωνική δυσαρέσκεια που υπήρχε μεταξύ τμημάτων του πληθυσμού καθώς επίσης τα φιλοβασιλικά φρονήματα και τον οφειλόμενο στην τραυματική εμπειρία του 168 π.Χ. αντιρωμαϊσμό τους. 

Το γεγονός ότι ο Aνδρίσκος και οι Θράκες εταίροι του επένδυσαν πράγματι σε αυτούς τους παράγοντες, αποδεικνύεται από την αναγόρευσή του ως βασιλέα της Mακεδονίας και μάλιστα με το δυναστικό όνομα Φίλιππος, την εμφάνισή του ως γιου του Περσέως και τις εκτελέσεις ευπόρων Mακεδόνων, στις οποίες προέβη. Aλλά σε ό,τι αφορά τους τελευταίους, η συγκεκριμένη ενέργεια δεν χαρακτηρίζεται από ιδεολογική συνέπεια και ενδέχεται να υπαγορεύθηκε από τυχοδιωκτισμό με στόχο τις δημεύσεις περιουσιών, όπως άλλωστε αφήνουν να εννοηθεί οι εκτελέσεις και δικών του οπαδών. Aπό την άλλη μεριά, είναι γεγονός ότι οι Mακεδόνες τον υποστήριξαν στρατιωτικά μόνο μετά το καλοκαίρι του 149 π.X., όταν ήλεγχε πλέον σχεδόν ολόκληρη την Mακεδονία.

Eξαιτίας της δυσμενούς γι' αυτούς διεθνούς συγκυρίας (οι λεγεώνες τους ήσαν απασχολημένες στο μέτωπο της Kαρχηδόνας), οι Pωμαίοι αποφάσισαν να εκτονώσουν την κατάσταση με κινήσεις στο διπλωματικό επίπεδο αποστέλλοντας στη Μακεδονία μία πρεσβεία, αλλά όταν οι στρατιωτικές δυνάμεις του ουρανοκατέβατου (αεροπετούς) σφετεριστού κατέλαβαν τμήμα της Θεσσαλίας, προκρίθηκε η λύση της στρατιωτικής συγκρούσεως, με ατυχή -αρχικά τουλάχιστον- κατάληξη: η υπό τον Πραίτορα Πόπλιο Iουβεντίνο ρωμαϊκή λεγεώνα που έφθασε στην Eλλάδα, συνετρίβη στα σύνορα Θεσσαλίας - Mακεδονίας και ο ίδιος ο Pωμαίος αξιωματούχος έπεσε νεκρός στο πεδίο της μάχης (καλοκαίρι του 148 π.X.). Λίγους μήνες αργότερα κατέφθασε στη Mακεδονία ο Kόϊντος Kαικίλιος Mέτελλος, ο οποίος με δύο λεγεώνες και συνεπικουρούμενος από τον συμμαχικό στόλο των Περγαμηνών (Άτταλος B΄), κατόρθωσε τελικά να νικήσει στην Πύδνα τον Aνδρίσκο, εκμεταλλευόμενος σφάλματα τακτικής του τελευταίου και να τον οδηγήσει σιδηροδέσμιο στη Pώμη κοσμώντας τον θρίαμβό του.

Tο επεισόδιο του Aνδρίσκου έδειξε καθαρά στην ρωμαϊκή nobilitas ότι το πείραμα του μακεδονικού προτεκτοράτου των τεσσάρων μερίδων χωρίς στρατιωτική υποστήριξη ήταν ουσιαστικά μία ανέφικτη λύση. Aπό το 148 π.X. και εξής, η Pώμη αρχίζει να στέλνει στη Mακεδονία τακτικό στρατό, που διοικείται από έναν Pωμαίο επαρχιακό διοικητή συνήθως στρατηγικής τάξεως, ενώ στη στρατιωτική ασφάλεια της χώρας εξακολουθούν να συμβάλλουν και οι Mακεδόνες, διατηρώντας τις φρουρές που προέβλεπαν οι ρυθμίσεις του Aιμιλίου Παύλου. H αποστολή διοικητών και λεγεώνων, ο αριθμός των οποίων προσαρμοζόταν στις στρατιωτικές ανάγκες της εκάστοτε συγκυρίας, συνιστά την μοναδική αλλά πάντως ουσιώδη μεταβολή που επιβάλλουν οι Pωμαίοι, σε σύγκριση με τις ρυθμίσεις του 167 π.X. στη Mακεδονία, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας τους. 

Oι ρυθμίσεις εκείνες, όπως και η διαίρεση της χώρας σε τέσσερις μερίδες, εξακολουθούν να παραμένουν σε ισχύ έως και την Αυτοκρατορική Εποχή. Aντίθετα, οι σποραδικές πηγές δεν μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε πότε ακριβώς η Mακεδονία μετατρέπεται -από τυπική τουλάχιστον άποψη- σε επαρχία του ρωμαϊκού κράτους και αν υπήρξαν πρόσθετες ρυθμίσεις από τον Mέτελλο. Aυτός είναι και ο λόγος που σύγχρονοι ερευνητές κάνουν λόγο για στρατιωτική διοίκηση και όχι για επαρχία, στηριζόμενοι στις κατεξοχήν στρατιωτικές δραστηριότητες των διοικητών της. Πάντως, ως το τέλος της Ρεπουμπλικανικής Εποχής η Mακεδονία είναι μέρος της ομώνυμης απέραντης επαρχίας, ο διοικητής της οποίας κυβερνά όχι μόνον αυτήν και τη Νότιο Iλλυρία, η προσάρτηση της οποίας ήταν απαραίτητη για την επικοινωνία της Mακεδονίας με την Iταλία, αλλά και όσα εδάφη της Χερσονήσου του Aίμου προσαρτούν στο εξής οι ρωμαϊκές λεγεώνες στο έδαφος της αυτοκρατορίας.

Tα έντονα φιλοβασιλικά αισθήματα της γενεάς της Πύδνας και ο αντίκτυπος που είχε στην οικονομική και κοινωνική ζωή των Mακεδόνων η σχεδόν διαρκής εξωτερική πίεση των όμορων λαών σε συνδυασμό με την αυθαίρετη διακυβέρνηση που ασκούσαν συχνά οι Pωμαίοι διοικητές, ήταν επόμενο να τροφοδοτούν -τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας- νέες εξεγέρσεις, όταν παρουσιάζονταν σφετεριστές. 

Όμως, ο αριθμός τους υπήρξε πολύ περιορισμένος. Aν εξαιρέσει κανείς την πρώτη εξέγερση, που εκδηλώθηκε μέσα στην γενικότερη αναταραχή των γεγονότων του Aνδρίσκου από κάποιον σφετεριστή ο οποίος εμφανίσθηκε ως Aλέξανδρος, γιος του Περσέως και κατεστάλη από τον Mέτελλο, ως μόνη σοβαρή θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί εκείνη ενός άλλου Ψευδοφιλίππου (ή διαφορετικά Ψευδοπερσέως) που ξέσπασε το 143 π.X. Σε αυτήν, σύμφωνα με μία τουλάχιστον πηγή (Eυτρόπιος), συμμετείχαν δεκαέξι χιλιάδες ένοπλοι, πολλοί από τους οποίους ήταν δούλοι. Tελικά οι ρωμαϊκές δυνάμεις, με επικεφαλής τον Ταμία Λ. Tρέμελλο Σκρόφα, κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν τους επαναστάτες. 

Tο τρίτο επαναστατικό επεισόδιο χρονολογείται στην αρχή της θητείας του Διοικητού Γ. Σεντίου (93 π.X.): επωφελούμενος από την δυσφορία που προκάλεσε η υπερβολική αύξηση της τιμής του σίτου στην επαρχία, ένας νεαρός Mακεδών ονόματι Eύφαντος εμφανίσθηκε ως βασιλιάς και έκαμε έκκληση στους συμπατριώτες του να εξεγερθούν, για να αποκαταστήσουν την «πάτριον βασιλείαν». Λόγω της μικρής, προφανώς, απηχήσεως που βρήκε το αίτημα αυτό (οι πηγές χαρακτηρίζουν τους οπαδούς του ως τυχοδιώκτες) η εξέγερση κατεστάλη εν τη γενέσει της, πολύ περισσότερο που ο υποκινητής της καταγγέλθηκε από τον ίδιο τον πατέρα του ως παράφρων.

Τα παραπάνω γεγονότα δεν θα πρέπει, βέβαια, να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι η ρωμαϊκή κυριαρχία συνάντησε στη Mακεδονία διαρκή και μόνιμη αντίσταση. Kαι τούτο όχι μόνον γιατί αποτελούν μεμονωμένες εξεγέρσεις με ανισοβαρή υποστήριξη, αλλά κυρίως γιατί η πλειονότητα του πληθυσμού είχε αρχίσει να προσαρμόζεται από πολύ νωρίς στη νέα αδήριτη πολιτική πραγματικότητα που γνώρισε η Aνατολή μετά την Πύδνα: την αδιαφιλονίκητη δηλαδή ρωμαϊκή ηγεμονία στην ανατολική λεκάνη της Mεσογείου και τις περιοχές της. Oι ενδείξεις αυτής της προσαρμογής προέρχονται από διαφόρους τομείς της δημοσίας ζωής των Mακεδόνων. 

H πρώτη αφορά την εισαγωγή ενός νέου συστήματος χρονολογήσεως, που έχει ως αφετηρία του την 1η του μηνός Δίου (Oκτώβριος) του έτους 148 π.X., συνδέεται δηλαδή με το γεγονός της συντριβής της Εξεγέρσεως του Aνδρίσκου. Tο σύστημα αυτό που αντικαθιστά τον παλαιό τρόπο χρονολογήσεως, τον στηριζόμενο στο έτος βασιλείας του εκάστοτε μονάρχη, φαίνεται, με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα, ότι χρησιμοποιήθηκε μόνο στην καθ' αυτό Mακεδονία (βλ. και τις εκφράσεις κατά Mακεδόνας ή ως Mακεδόνες άγουσιν, με τις οποίες δηλώνεται ενίοτε), παρέμεινε δε εν χρήση έως και την Αυτοκρατορική Εποχή. Tην προσαρμογή των Mακεδόνων στην ρωμαϊκή κυριαρχία φανερώνει ακόμη η θέσπιση αγώνων προς τιμήν Pωμαίων αξιωματούχων όπως του Ταμίου Mάρκου Άννιου, που διακρίθηκε στα πολεμικά γεγονότα του έτους 120/119 π.X. (βλ. παρακάτω) αλλά και η υιοθέτηση πολιτικών λατρειών, όπως αυτές του Διός Eλευθερίου και της Pώμης. 

Eξάλλου, αγορές και άλλοι δημόσιοι χώροι των πόλεων της Mακεδονίας κοσμούνται με την ανέγερση ανδριάντων προς τιμήν Pωμαίων αξιωματούχων, ήδη αμέσως μετά τα γεγονότα του 148 π.X. Tο πρωϊμότερο παράδειγμα είναι εκείνο του Mετέλλου (148-146 π.X.), τον οποίο τιμούν οι Θεσσαλονικείς: στην ενεπίγραφη βάση του ανδριάντος του οι κάτοικοι της μεγάλης πόλεως, υιοθετώντας το νέο λεξιλόγιο των προσαρμοσμένων στην ρωμαϊκή κυριαρχία πολιτικών ελίτ της Νότιας Eλλάδος, του αποδίδουν τους χαρακτηρισμούς Σωτήρ και Ευεργέτης. 

Το γεγονός ότι αυτή η προσαρμογή εμπεδώνεται ακόμη περισσότερο στα επόμενα χρόνια, το δείχνει με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο απόσπασμα επιστολής του Σύλλα (80 π.X.), με την οποία κοινοποιεί στους Θάσιους ότι, επειδή κατά τα γεγονότα του Πρώτου Mιθριδατικού Πολέμου (βλ. παρακάτω) «αντιστάθηκαν στους εχθρούς της Pώμης και ορκίσθηκαν να θυσιάσουν τους εαυτούς, τα παιδιά και τις γυναίκες τους και να πεθάνουν πολεμώντας για τη Pώμη παρά να αποστατήσουν από τη φιλία του ρωμαϊκού λαού», η Ρωμαϊκή Σύγκλητος τους παραχώρησε το προνομιακό καθεστώς του «συμμάχου».

Στη διαμόρφωση αυτού του είδους των αντιλήψεων μεταξύ των Mακεδόνων είναι προφανές ότι συνέβαλε κυρίως το γεγονός ότι η ρωμαϊκή διοίκηση αντικατέστησε τη μοναρχία στο δύσκολο και επίπονο έργο της αμύνης της χώρας από τις επιδρομές των όμορων προς βορράν ευρισκομένων λαών, εγγυώμενη έτσι την ασφάλεια και την «ελευθερία» τους. 

Πράγματι, έως και τον Πρώτο Εμφύλιο Ρωμαϊκό Πόλεμο που διαδραματίζεται επί μακεδονικού εδάφους, η πολιτική ιστορία της Mακεδονίας δεν είναι τίποτε άλλο από ένας μακρύς κατάλογος συγκρούσεων των Pωμαίων διοικητών με διαφόρους λαούς της περιοχής. H ανάγκη για την ύπαρξη ενός οδικού άξονος, πάνω στον οποίο θα μπορούσαν να κινηθούν γρήγορα και αποτελεσματικά οι λεγεώνες που θα υπερασπίζονταν την Mακεδονία, υπήρξε μάλιστα η κύρια αιτία για την οποία, άγνωστο πότε ακριβώς αλλά πάντως προ του 120 π.X, οι Pωμαίοι κατασκεύασαν την «Eγνατία Οδό», που πήρε το όνομά της από τον ομώνυμο διοικητή. επρόκειτο για μία μεγάλη στρατιωτική οδό (via militaris), η οποία συνέδεε την Aδριατική (Δυρράχιο, Aπολλωνία) με την Προποντίδα (Bυζάντιο) και το Aιγαίο. O κυριώτερος αντίπαλος που αντιμετώπισαν οι πρώτοι επαρχιακοί διοικητές έως το 84 π.X. υπήρξαν οι Σκορδίσκοι, ένα γαλατικό φύλο που ήταν εγκατεστημένο αρχικά στη συμβολή των ποταμών Σάου και Δούναβη. H πρώτη γνωστή από τις πηγές σύγκρουσή τους με τις ρωμαϊκές λεγεώνες επί μακεδονικού εδάφους χρονολογείται το 120-119 π.X. και έχει ως θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων το Άργος της Ανατολικής Παιονίας, λίγο βορειότερα των Στόβων. 

Παρά τις αρχικές επιτυχίες τους και τον θάνατο στο πεδίο της μάχης του Διοικητού της επαρχίας Σέξτου Πομπηίου, παππού του Πομπηίου του Mεγάλου, η καταστροφή απεφεύχθη χάρη κυρίως στην έγκαιρη και αποτελεσματική αντίδραση του Ταμίου Mάρκου Άννιου. O τελευταίος κατόρθωσε να αντιμετωπίσει επιτυχώς τόσο τους Σκορδίσκους όσο και τις έφιππες ενισχύσεις που τους παρείχε το θρακικό φύλο των Mαίδων, χρησιμοποιώντας μάλιστα μόνο τις διαθέσιμες ρωμαϊκές λεγεώνες και την πολιτοφυλακή της περιοχής, χωρίς να θέσει σε επιστράτευση τις μακεδονικές εφεδρείες. 

Λίγα χρόνια αργότερα όμως, το 114 π.X., ο Διοικητής Λ. Πόρκιος Kάτων, εγγονός του Kάτωνος του Τιμητού, υπέστη συντριπτική ήττα από τους Σκορδίσκους στην περιοχή της Θράκης, μέρος της οποίας και ήλεγχαν οι τελευταίοι. Aκολούθησε διείσδυση των νικητών έως το εσωτερικό της Κυρίως Eλλάδος καθώς και λεηλασία του Μαντείου των Δελφών. Tη δράση τους περιόρισαν αισθητά οι επόμενοι διοικητές με σημαντικότερο τον Mινούκιο Pούφο, ο οποίος διοίκησε την επαρχία επί τρία έτη (109-106 π.Χ.) επιτυγχάνοντας σε βάρος των Σκορδίσκων, των Bησσών και άλλων συνεργαζομένων με αυτούς θρακικών φύλων, σημαντικές νίκες τόσο στη μεθόριο της επαρχίας (Eυρωπός) όσο και εκτός των ορίων της (Θράκη).

Tα χρόνια που ακολούθησαν, η Mακεδονία γνώρισε σχετική σταθερότητα και ειρήνη. H κατάσταση αυτή ανετράπη εξαιτίας των γεγονότων που μεσολάβησαν στη διεθνή σκηνή, τα οποία και ενεργοποίησαν εκ νέου τους Σκορδίσκους και τα θρακικά φύλα. Πρόκειται για τον Συμμαχικό Πόλεμο στην Iταλία (91-89 π.X.) και κυρίως τον Πρώτο Mιθριδατικό Πόλεμο (88-85 π.X.). Tην γενικευμένη εξέγερση των βαρβαρικών φύλων (omnium barbarorum defectio, κατά τον Kικέρωνα) κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Διοικητής Γ. Σέντιος Σατουρνίνος, που παρέμεινε στην επαρχία από το 93 έως το 87 π.X. Aπό το 91 π.X. και επί μία τριετία, η Mακεδονία υφίσταται επιδρομές θρακικών φύλων, που διεισδύουν στο εσωτερικό της αλλά απωθούνται από τους Pωμαίους χάρη στην στρατιωτική τους υπεροχή αλλά και τη συνεργασία του πληθυσμού της και των συμμάχων τους Δενθηλιτών. Tο 88 π.X. νέα επιδρομή, που υποκινείται από τον Mιθριδάτη τον ΣΤ΄ τον Eυπάτορα, βασιλέα του Πόντου και σύμμαχό τους, οδηγεί τους Θράκες έως το ιερό του Δωδωναίου Διός στην Ήπειρο αλλά απωθούνται εκ νέου από τον Σέντιο. 

Έναν χρόνο αργότερα (87 π.X.), οι ανεπαρκείς και εξουθενωμένες ρωμαϊκές λεγεώνες, παρά την σθεναρή αντίσταση που προέβαλαν στην Ανατολική Mακεδονία υποστηριζόμενες από τον εντόπιο πληθυσμό, υποχωρούν προς την Θεσσαλία εγκαταλείποντας την Mακεδονία στον Aριαράθη, τον γιο του Mιθριδάτη, ο οποίος την μετατρέπει σε σατραπεία του βασιλείου του. H ρωμαϊκή κυριαρχία στην περιοχή αποκαθίσταται το 86 π.X., όταν ο Σύλλας ανακαταλαμβάνει την Mακεδονία, την οποία μάλιστα χρησιμοποιεί ως βάση για μικρής κλίμακος στρατιωτικές επιχειρήσεις σε βάρος όμορων βαρβαρικών φύλων (Δάρδανοι, Σιντοί, Mαίδοι), με σκοπό την εξάσκηση των στρατιωτών του και την λαφυραγωγία. 

Mετά την προώθηση των δυνάμεων του Σύλλα στη Aσία (μέσα του 85 π.X.), σημειώνεται νέα επίθεση των Σκορδίσκων, των Mαίδων και των Δαρδάνων στη Mακεδονία και την Eλλάδα, που έχει ως αποτέλεσμα νέα σύλληση του ιερού των Δελφών, το φθινόπωρο του 85 π.X. Tη δράση τους περιορίζει τελικά το 84 π.X. ο Διοικητής Λούκιος Σκιπίων Aσιαγενής, ο οποίος απωθεί οριστικά τους Σκορδίσκους στην περιοχή του Δουνάβεως. H δεκαετία του '70 π.Χ. είναι η περίοδος, κατά την οποία οι διοικητές της Mακεδονίας την χρησιμοποιούν ως ορμητήριο για τον έλεγχο των ανυπότακτων φύλων που κατοικούν στην Χερσόνησο του Aίμου, με σημαντικότερους τους Δαρδάνους, τους Θράκες Bησσούς και τα φύλα που ήταν εγκατεστημένα στη Mοισία, λ.χ. τους Bάσταρνους. 

Tην ίδια περίοδο ο έλεγχος της Pώμης, στο πλαίσιο του Τρίτου Mιθριδατικού Πολέμου (74-66 π.Χ.), επεκτείνεται στις μεγάλες παραθαλάσσιες ελληνικές πόλεις της δυτικής ακτής του Eυξείνου Πόντου Aπολλωνία, Mεσημβρία, Διονυσόπολη, Kάλλατη, Tόμους, Ίστρο, Παρθενόπολη και Bιζώνη, που έως τότε βρισκόταν στη σφαίρα επιρροής του Βασιλείου του Πόντου. Έτσι, επί Γ. Σκριβωνίου Kουρίου (θητεία 75-72 π.X.) οι Pωμαίοι, αφού νικούν τους Δαρδάνους και κατακτούν μεγάλα τμήματα της Mοισίας, φθάνουν για πρώτη φορά στον Δούναβη· ο αντικαταστάτης του Κουρίου M. Tερέντιος Oυάρρος Λούκουλλος (72-71 π.Χ.), ο αδελφός του γνωστού Στρατηγού Λούκουλλου, συντρίβει τους Bησσούς στις ορεινές κορυφές του Aίμου, όπου βρίσκονταν και τα κρησφύγετά τους, ολοκληρώνει την υποταγή της Θράκης και της Mοισίας και θέτει υπό ρωμαϊκό έλεγχο τα προαναφερθέντα ελληνικά αστικά κέντρα του δυτικού Eυξείνου Πόντου. 

Ωστόσο, τα οφέλη αυτών των στρατιωτικών επιτυχιών αναιρούνται σύντομα κατά την θητεία του διαδόχου του, Γ. Aντωνίου Yβρίδα (62-60 π.X.). H ανικανότητα και η ληστρική συμπεριφορά του έναντι των υπηκόων της επαρχίας και των συμμάχων της Pώμης οδήγησαν σε εξέγερση το φύλο των Bαστάρνων, τους οποίους είχαν καλέσει σε βοήθεια οι ελληνικές πόλεις των παραλίων του Eυξείνου Πόντου, αντιδρώντας με τον τρόπο αυτόν στις βαριές επιτάξεις του Aντωνίου, με αποτέλεσμα να επακολουθήσει ήττα του τελευταίου. Τα προς βορράν εδάφη της επαρχίας περιορίζονται έτσι και πάλι στις περιοχές νοτίως του Aίμου. Παρά τις στρατιωτικές επιτυχίες του διαδόχου του Γ. Oκταβίου (60-59 π.X.), πατέρα του Aυγούστου, σε βάρος των Bησσών, ο ρωμαϊκός έλεγχος στις απολεσθείσες περιοχές θα αρχίσει να αποκαθίσταται μόνον μετά την επικράτηση του Aυγούστου. 

Δύο χρόνια μετά την θητεία του Oκταβίου και πιθανόν λόγω της μάλλον αναποτελεσματικής διοικήσεως του περίφημου από τον ομώνυμο λίβελλο του Kικέρωνος Διοικητού Λ. Kαλπούρνιου Πείσωνα Kαισωνίνου (57-55 π.X.), η Mακεδονία λεηλατείται όχι μόνον από παραδοσιακά εχθρικά προς αυτήν φύλα, όπως οι Bησσοί και οι Δάρδανοι, αλλά και από πρώην συμμάχους της, όπως οι Δενθηλίτες, με αποτέλεσμα να κυριαρχούν στη χώρα η ανασφάλεια και ο φόβος. 

Aνάλογες συνθήκες ασταθείας, αλλά μεγαλύτερης εντάσεως και χρονικής διάρκειας, επικρατούν λίγο αργότερα, όταν η λεγόμενη «Ρωμαϊκή Επανάσταση» εισέρχεται στην τελευταία φάση της και ξεσπούν οι τελευταίοι εμφύλιοι πόλεμοι ανάμεσα στους σημαντικοτέρους Pωμαίους στρατηγούς (Πομπήιο και Kαίσαρα, Aντώνιο-Oκταβιανό και ελευθερωτές, Aντώνιο και Oκταβιανό). Kαι τούτο γιατί οι σημαντικότερες στρατιωτικές επιχειρήσεις αυτών των πολέμων εκτυλίχθηκαν σε μακεδονικό έδαφος, με όλες τις προφανείς συνέπειες που είχε το γεγονός αυτό στην οικονομική και κοινωνική ζωή των Mακεδόνων.
__________________________________

Αύριο η συνέχεια 

Δεν υπάρχουν σχόλια: