02 Δεκεμβρίου, 2011

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

 
Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η μυκηναϊκή κεραμική, που κάνει την δειλή εμφάνισή της είτε με αγγεία που προέρχονται από τη Νοτιότερη Ελλάδα, είτε με τοπικές απομιμήσεις. Η πρώτη κεραμική αυτού του είδους εμφανίζεται στην Τορώνη της Χαλκιδικής και είναι σύγχρονη με τους κάθετους λακκοειδείς τάφους των Μυκηνών. Η κεραμική αυτή, που είναι περιορισμένη, είναι αναμφίβολα εισηγμένη. Κεραμική σύγχρονη της ΥΕΙΙΙ (ΙΓ΄-ΙΒ΄ αιώνας) σταδιακά γίνεται συχνότερη και είναι συνήθως τοπική απομίμηση. Για πρώτη φορά στη Μακεδονία διαπιστώνεται η χρήση κεραμικού τροχού για την κατασκευή αυτών των αγγείων. 

Η τεχνολογία της νέας κεραμικής αντιπροσωπεύει μία σημαντική προσθήκη στις παραδοσιακές μακεδονικές τεχνικές, οι οποίες εξακολουθούν να παράγουν χειροποίητα και όχι τροχήλατα αγγεία και να χρησιμοποιούν την όπτηση σε ανοιχτή φωτιά και όχι σε κλίβανο. Οι υπόλοιπες τεχνολογικές λεπτομέρειες όπως, για παράδειγμα, εκείνες που σχετίζονται με τις βαφές και με το είδος του πηλού, προσθέτουν ενδιαφέρουσες όψεις στον χαρακτηρισμό της νέας τεχνολογίας. Το ερώτημα που τίθεται, επομένως, είναι αν οι τοπικές απομιμήσεις παράγονται συγκεντρωτικά σε λίγα κέντρα που ιδρύονται στη Μακεδονία ή αν παράγονται σε κάθε οικισμό χωριστά, από τεχνίτες που γνωρίζουν είτε έχουν μάθει τις νέες τεχνολογίες της κεραμικής. 

Ειδικές αρχαιομετρικές αναλύσεις, που έχουν πραγματοποιηθεί με αφορμή τις ανασκαφές της Ασσήρου και της τούμπας Θεσσαλονίκης, έχουν δείξει ότι η τεχνολογία παραγωγής της κεραμικής αυτής είναι ελάχιστα τυποποιημένη σε όλα τα χαρακτηριστικά της, πράγμα που δεν υποστηρίζει την ερμηνεία της συγκεντρωτικής παραγωγής, αλλά περισσότερο την ύπαρξη ενός αριθμού μικρών κέντρων, από τα οποία το καθένα εφαρμόζει διαφορετικές συνταγές παραγωγής κεραμικής. Αυτή την εικόνα της ανομοιομορφίας δεν τη συναντούμε σε άλλες περιοχές, που συνήθως αποκαλούνται «μυκηναϊκές περιφέρειες» και στις οποίες έχει εφαρμοσθεί ανάλογη αναλυτική προσέγγιση. Πρόκειται, λοιπόν, για την μεταφορά στις μακεδονικές κοινότητες ενός στοιχείου του μυκηναϊκού υλικού πολιτισμού, το οποίο όμως κάθε κοινότητα το κατασκευάζει με διαφορετικό τρόπο, συχνά διαφορετικό και μέσα στα όρια της ίδιας κοινότητος.

Το σύνολο της κεραμικής αυτής, μιμήσεις και εισαγωγές, δηλώνει αναμφίβολα ότι στο δίκτυο των επικοινωνιών της περιοχής βρισκόταν και η Νότια Ελλάδα. Ποιός όμως ήταν ο χαρακτήρας και το περιεχόμενο αυτής της επικοινωνίας, δεν γνωρίζουμε ακριβώς. Οπωσδήποτε, θα βοηθούσε στην κατανόηση του φαινομένου να μην υιοθετήσουμε εξ αρχής εύκολες ερμηνείες, όπως για παράδειγμα τον αποικισμό και την εγκατάσταση «Μυκηναίων» και των «εμπορείων» τους, για τα οποία δεν έχουμε καμία σοβαρή αρχαιολογική ένδειξη, παρ' όλες τις αρχαιολογικές έρευνες και τις ανασκαφές που έχουν γίνει τις τελευταίες δεκαετίες, ούτε καμία επιβεβαίωση από τα πορίσματα της αναλυτικής ερεύνης, που μόλις είδαμε παραπάνω. 

Για να κατανοήσουμε τη σημασία της μεταφοράς αυτού του στοιχείου του μυκηναϊκού υλικού πολιτισμού στις τούμπες της Ύστερης Εποχής του Χαλκού της Μακεδονίας, θα πρέπει να προσεγγίσουμε το ζήτημα από μια περισσότερο ανθρωπολογική σκοπιά, λαμβάνοντας υπόψη μας ότι ο υλικός πολιτισμός είναι καταρχήν μία σειρά αντικειμένων, τα οποία οι άνθρωποι χρησιμοποιούν σε συγκεκριμένες συνθήκες και για συγκεκριμένους σκοπούς. Το παράδειγμα της εκλείψεως της γραπτής λεπτής κεραμικής στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, που ήδη αναφέρθηκε, μας επιτρέπει να συμπεράνουμε γενικότερα ότι τα αντικείμενα του υλικού πολιτισμού ενσωματώνονται στις κοινωνικές πρακτικές και τις ακολουθούν καθώς αυτές μετασχηματίζονται, αντί να επιβάλλουν εκείνα κάποιο σταθερό πολιτισμικό περιεχόμενο που εμείς τους αποδίδουμε και το οποίο υποτίθεται ότι έχουν.

Είναι πιθανόν ότι η μυκηναϊκή κεραμική έπαιζε κεντρικό ρόλο σε επεισόδια κοινωνικής καταναλώσεως τροφής στις μακεδονικές τούμπες. Η κεντρική σημασία της ενσωματώσεως της κατανάλωσης της τροφής στις κοινωνικές πρακτικές έχει συζητηθεί από πολλούς ερευνητές τα τελευταία χρόνια -με διάφορες αφορμές και σε διαφορετικά πολιτισμικά και χρονολογικά πλαίσια- και θεωρούμε ότι ανάλογες τελετές θα πρέπει να συνέβαιναν και στις μακεδονικές τούμπες της Ύστερης Εποχής του Χαλκού.

Σε αντίθεση με τις δημόσιες νεολιθικές τελετές, ένα σαφές δείγμα των οποίων αποκαλύφθηκε με λεπτομέρεια στον Μακρύγιαλο της Πιερίας, οι τελετές εδώ πρέπει να ελάμβαναν χώρα στο εσωτερικό των «οίκων», κάτι ανάλογο με τα συμπόσια που οργανώνονταν στα μυκηναϊκά μέγαρα της Νότιας Ελλάδος, φυσικά εκεί σε εντελώς διαφορετική κλίμακα και με ακραία «ανακτορική» εκζήτηση, όπως μπορούμε να κρίνουμε από τα σκεύη που τα συνόδευαν. Πρόκειται δηλαδή για «ιδιωτικές» τελετές, στις οποίες ο διοργανωτής επιδιώκει να αποκτήσει κύρος και κοινωνικό κεφάλαιο επιβεβαιώνοντας τον ρόλο του στον έμφυλο κοινωνικό ανταγωνισμό. 

Η μυκηναϊκή κεραμική αντικαθιστά τις τοπικές χειροποίητες διακοσμημένες κατηγορίες αγγείων προσφοράς και καταναλώσεως τροφής, η οποία σταδιακά μειώνεται. Αυτό συμπεραίνεται από τα σχήματα των μυκηναϊκών αγγείων που ανήκουν αποκλειστικά στις κατηγορίες αυτές και από την περιορισμένη παρουσία τους στα κεραμικά σύνολα, δεδομένα που δείχνουν ότι η κεραμική αυτή ποτέ δεν είχε τον κύριο ρόλο στην καθημερινή ζωή των κατοίκων, οι οποίοι συνέχιζαν να μαγειρεύουν, να τρώνε και να αποθηκεύουν στα αγγεία της δικής τους παραδόσεως. Στον κοινωνικό ανταγωνισμό, όμως, τα «εξωτικά» αγγεία που προέρχονταν ή μιμούνταν την μυκηναϊκή πολυτέλεια των ηγεμόνων του Νότου, προσέφεραν αναμφίβολα πρόσθετη αίγλη στον ιδιοκτήτη τους, έστω και αν, όπως οι αναλύσεις δείχνουν, είχαν κατασκευασθεί από τεχνίτες της άμεσης περιοχής.

Το τέλος της Εποχής του Χαλκού συνδέεται συνήθως από τους ερευνητές με μετακινήσεις πληθυσμών και φύλων και άλλα παρεμφερή φαινόμενα, που ωστόσο είναι δύσκολο -αν όχι αδύνατο- να αποδειχθούν από την αρχαιολογική έρευνα, όπως ήδη συζητήσαμε στην εισαγωγή. Αντίθετα, η αρχαιολογική μαρτυρία παρέχει πληθώρα στοιχείων που πιστοποιούν τη συνέχεια αυτών των μικρών τοπαρχιών, που είχαν διαμορφωθεί στη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού και κατά τους επόμενους αιώνες. Η μορφή των οικισμών αλλά και η θέση τους παραμένει ταυτόσημη και τα οικήματά τους, όπως καταδεικνύει πέρα από κάθε αμφιβολία το παράδειγμα της τούμπας Θεσσαλονίκης, συνεχίζουν να κατοικούνται χωρίς διακοπή ή να ανοικοδομούνται στο ίδιο σημείο.

Μοναδική σαφής και αναμφισβήτητη μεταβολή αυτή την εποχή είναι η αύξηση του πληθυσμού των οικισμών, ο οποίος, καθώς δε χωρά στον μικρό χώρο της κορυφής των γηλόφων, απλώνεται στη βάση τους, δημιουργώντας για πρώτη φορά εκτεταμένους και πυκνά οικοδομημένους οικισμούς όπως, για παράδειγμα, στην τούμπα Θεσσαλονίκης ή στο Αξιοχώρι. Στο τοπίο εμφανίζεται μία αύξηση των οικισμών, ορισμένοι από τους οποίους καταλαμβάνουν για πρώτη φορά κορυφές των ημιορεινών περιοχών και εποπτεύουν τα χαμηλότερα σημεία. 

Ίσως αυτό που αρχαιολογικά παρατηρούμε, να αντιπροσωπεύει αναδιοργανώσεις στα όρια και στις περιοχές των μικρών τοπαρχιών και την δημιουργία περιφερειακών ηγεμονιών, που γρήγορα καταλαμβάνουν το τοπίο. Η εξάπλωση των νεκροταφείων των τύμβων στη Βεργίνα και στον ημιορεινό Όλυμπο μπορεί να σηματοδοτεί ένα τέτοιο επεισόδιο συμβολικής κατοχής του τοπίου, που εντάσσεται σ' αυτή την διαδικασία. Εννοείται ότι καθόλου δεν είναι απαραίτητο τα επεισόδια αυτά να είχαν αποκλειστικά συμβολικό χαρακτήρα.

Είναι βέβαιο ότι οι υποθέσεις αυτές χρήζουν συστηματικής ερεύνης πεδίου και βαθύτερης θεωρητικής επεξεργασίας για να τεκμηριωθούν. Σε γενικές γραμμές, η προϊστορία της Μακεδονίας χαρακτηρίζεται από αργές διαδικασίες, που στο πέρασμα του χρόνου μετασχηματίζουν τις τοπικές κοινωνίες οδηγώντας τες προς τα μορφώματα που γνωρίζουμε καλύτερα από τις αναφορές των μεταγενεστέρων αρχαίων συγγραφέων. Έως ένα σημείο, είναι αναμενόμενο οι αρχαίοι συγγραφείς να δίνουν έμφαση στα χαρακτηριστικά εθνοτικής και φυλετικής κινητικότητος που τους ήταν περισσότερο οικεία, επειδή ταίριαζαν με τον τρόπο που προσελάμβανε τον κόσμο η εποχή τους. 

Τις μακρές διάρκειες και τις συνέχειες δεν είχαν φυσικά τον τρόπο να τις γνωρίζουν, αντίθετα από εμάς, που διαθέτουμε το εργαλείο της αρχαιολογικής ερεύνης. Επεισόδια γοργών μεταβολών, που ενδιαφέρουν ίσως περισσότερο την Ιστορία, αναμφίβολα θα υπήρξαν, είναι όμως περιορισμένη η δυνατότητα της αρχαιολογικής ερεύνης να τα εντοπίσει στον υλικό πολιτισμό και -πολύ περισσότερο- να τα ερμηνεύσει. Ωστόσο, στους αιώνες που ακολουθούν, σημαντικό από κάθε άποψη ιστορικό γεγονός αποτελεί η εμφάνιση στον χώρο της Μακεδονίας αποικιών των νοτίων ελληνικών πόλεων. Η παρουσία των οργανωμένων άστεων δημιουργεί μία νέα πραγματικότητα, αναμφίβολα ανταγωνιστική για τους επί χιλιετίες αγροτικούς οικισμούς της Μακεδονίας. Οι επαφές τώρα με τη Νότιο Ελλάδα γίνονται στενώτερες μέσα σ' έναν ελληνικό κόσμο που σταδιακά ενοποιείται τόσο πολιτισμικά και ιδεολογικά όσο, κυρίως, οικονομικά.
____________________________
Αύριο η συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: