17 Απριλίου, 2011

ΤΟ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ (Γ’ ΜΕΡΟΣ)

image

Ο Παπαδιαμάντης στέκεται ιδιαίτερα στο Τριώδιο της Μεγάλης Δευτέρας, "Τω την άβατον κυμαινομένην θάλασσαν", δηλαδή στον κανόνα που έχει τρείς ωδές και είναι ποίημα του "υψιπέτου" – όπως τον χαρακτηρίζει – Κοσμά του Μελωδού. Τα τροπάρια του κανόνος τα θεωρεί "κατανυκτικότατα και τρυφερά, άτινα εν ήχω αρμόζοντι ψάλλονται".21 Ο αρμόζων ήχος εδώ είναι ο δεύτερος.

"Εν γένει, γράφει ο Παπαδιαμάντης, όλα τα τροπάρια είναι αμίμητου καλλονής και μελωδίας, και συνιστώμεν να προσέξωσιν οι φιλόχριστοι αναγνώστες όχι διά των εξωτερικών οφθαλμών αυτών, αλλά διά των ομμάτων της ψυχής εν καθαρώ συνειδότι".22

Δηλαδή, αυτό όπου έχει μεγαλύτερη σημασία δεν είναι ο πιστός να προσεγγίζει τους ύμνους της Εκκλησίας διανοητικά, αλλά κυρίως βιωματικά. Δεν έχει σημασία αν ο ψάλτης έχει ορισμένες τυπικές ή τεχνικές γνώσεις, αλλά το αίσθημα που εκφράζει. Και το ήθος του μέλους εκπηγάζει από την ψυχή.

Την Μεγάλη Τρίτη στον Όρθρο ψάλλεται “το Διώδιον του θεσπεσίου ποιητού Κοσμά", 23 το οποίο περιλαμβάνει βραχύτατα τροπάρια, αλλά περιεκτικά σε νοήματα υψηλά και διδακτικά. Εδώ ο Παπαδιαμάντης προβαίνει σε απίθανες παρατηρήσεις περί της αρχαίας Ελληνικής μετρικής και της σχέσεώς της με την εκκλησιαστική:

"Καθώς η ρυθμοποιία του Πινδάρου και των άλλων χορικών της Δωρίου μούσης βαίνει κατά κώλον, ήτοι ημιστίχιον, και ουχί κατά στίχον, δεσπόζοντος μεν του μέλους, υπουργούντος δε του ρυθμού, ούτω και των ιερών ποιητών μας, αληθών εγκαλλωπισμάτων του μεσαιωνικού Ελληνισμού, η ρυθμοποιία βαίνει κατά κώλον, και ουχί κατά στίχον, διαφέρουσα μόνον της πινδαρικής κατά τούτο, ότι βάσις του ρυθμού είναι ο λογικός ήτοι γραμματικός τόνος, και όχι η απολεσθείσα ποσότης των μακρών και βραχέων.

Και η λυρική δε ποίησις της Εκκλησίας είναι χορική, καθώς η της Δωρίου σχολής των αρχαίων, και οι ειρμοί και τα τροπάρια είναι αι στροφαί και αντιστροφαί, και η καταβασία ουδέν άλλο είναι ειμή η επωδός της πινδαρικής ποιήσεως. Γράφονται δε τα τροπάρια κατά συνήθειαν εν συνεχεία και ισότητι γραμμών..., της στίξεως γενομένης ουχί κατ’ έννοιαν, αλλά κατά ρυθμόν και μέλος".24 Οι παρατηρήσεις αυτές φανερώνουν πόσο ο Παπαδιαμάντης γνώριζε καλά την αρχαία ελληνική ποίηση και θεωρούσε ότι συνέχειά της είναι η ποίηση της Εκκλησίας.

Σ’ ένα άλλο κείμενό του που διερευνά την σχέση αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής μουσικής, αποφαίνεται με κατηγορηματικότητα. Και, θα πρέπει να πούμε ότι και σύγχρονη μουσικολογική έρευνα τον δικαιώνει: "Η Βυζαντινή μουσική είναι τόσον Ελληνική όσον πρέπει να είναι. Ούτε ημείς την θέλομεν, ούτε την φανταζόμεθα, ως αυτήν την μουσικήν των αρχαίων Ελλήνων. Άλλ' είναι η μόνη γνησία και η μόνη υπάρχουσα. Και δι’ ημάς, εάν δεν είναι η μουσική των Ελλήνων, είναι η μουσική των Αγγέλων".25

Την Μεγάλη Τετάρτη στον όρθρο “ψάλλεται αργώς και μετά μέλους το πλήρες βαθείας ποιήσεως εκκλησιαστικής τροπάριον της Κασσιανής, το ευωδέστερον ίσως άνθος της Βυζαντίδος μούσης", 26 σημειώνει ο Παπαδιαμάντης. Και εξηγεί ότι "μέλος ημείς εννοούμεν το Βυζαντινόν, διότι η ποίησις και ο ρυθμός αυτός του τροπαρίου... έχει τονισθεί υπό αρχαιοτάτου μουσικοσυνθέτου, συνδυάσαντος τον ρυθμόν των στίχων με του μέλους την αφελή χάριν.

Δεν χωρεί λοιπόν εις ταύτα ουδείς νεωτερισμός, ουδεμία καινοτομία τετραφωνική ή πολυφωνία, ως την σήμερον αποπειρώνται τούτο καινοτόμοι τινές. Δεν είναι δυνατόν να τονίση τις σήμερον αυτό καλλίτερον ή ο ποιητής του τροπαρίου ο και μελοποιός τυγχάνων.

Ώστε κατά τας ημέρας τουλάχιστον ταύτας άφετε την μονοφωνίαν της Βυζαντινής και μη μιγνύετε εν αυτή ξενισμούς, οίτινες δεν είναι άλλο παρά αυτόχρημα βεβήλωσις του αγνού θρησκευτικού βυζαντινού μέλους".27 Ο Παπαδιαμάντης εδώ αναδεικνύεται υπέρμαχος της μονόφωνης εκκλησιαστικής μουσικής, καταδικάζοντας οποιαδήποτε απόπειρα καινοτομίας.

Είναι αξιοσημείωτο ότι επειδή γνωρίζει την έλλειψη του αρχετύπου μέλους, δηλαδή του μέλους της Κασσιανής, σημειώνει: “προτιμάται και σχετικώς τελειοτέρα λογίζεται του αρχαιοτέρου τονίσαντος μουσικού η περισωζομένη σύνθεσις".28 Κάτι που συμβαίνει εν πολλοίς και κατ' αναλογίαν στις μέρες μας, καθώς επικράτησε να ψάλλεται η μουσική σύνθεσις του τροπαρίου από τον Πέτρο τον Πελοποννήσιο, Λαμπαδάριο της Μ.τ.Χ.Ε. περί τα μέσα 18ου αιώνα.

Γι’ αυτό προβαίνει και σε δύο καίριες επισημάνσεις που αφορούν στους ψάλτες της εποχής του, και όχι μόνο... Σημειώνει ότι το "περιλάλητον ιδιόμελον Κασσιανής μοναχής... οι πολλοί των εν Αθήναις ψαλτών καλώς εν γένει φιλοτιμούνται να μέλπωσιν, ως και παν ό,τι από διφθέρας ψάλλουσιν.

Τα ποιητικώτατα όμως και μελωδικότατα τριώδια του ιερού Κοσμά, δεν ηξίωσαν ποτέ να μελετήσωσιν, αταλαιπώρως έχοντες και ολιγώρως προς τα τοιαύτα".29 Δηλαδή, μπορεί οι ψάλτες να αποδίδουν το περίτεχνο και μακροσκελές τροπάριο της Κασσιανής, αλλά αδυνατούν να ερμηνεύουν όμως πρέπει τους κανόνες της Μεγάλης Εβδομάδος, που είναι μέλη συλλαβικά.

Ο απαράμιλλος γνώστης των κανόνων, ο κυρ Αλέξανδρος, ονειδίζει έτσι την ολιγωρία των ψαλτών σε σχέση με το λαμπρό αυτό ποιητικό είδος. Κι ακόμα διαπιστώνει με θλίψη ότι το τροπάριο της Κασσιανής "δυστυχώς δεν ψάλλεται παντού, ως δεί, κατανυκτικώς, αλλά φωναίς ατάκτοις!!"30

Δεν υπάρχουν σχόλια: