14 Απριλίου, 2011

ΜΕΛΕΤΗ ΤΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΦΩΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ Β) (Του Προκοπίου Δενδρινού)

image3

Προς τούτοις έγνώριζε πολλά καλά, ότι καί ώς φώς άχειροποίητον, λέγω τό άνωθεν έκ τού Πατρός τών φώτων κατερχόμενον, είναι καί άϋλον καί χερσίν άνέπαφον, καί ουδέποτε όλως καυστικόν, επειδή καί είναι απόρροιά τις, καί οιονεί άπό μοίρα, του έν τή παλιγγενεσία άνεσπέρου εκείνου φωτός, καθ' ήν «οί δίκαιοι έκλάμψουσιν ώς ό ήλιος» (Ματθ. ιγ', 43) καί άπηλλαγμένον δι' όλου καυστικής ενεργείας, ώς όν απαύγασμα όχι τού έμπύρου τούτου φωστήρος, άλλά τού νοητού της δικαιοσύνης Ήλίου, ό όποιος «ώς δρόμος έσται τω Ισραήλ», κατά τόν Ώσηέ (Κεφ. ιδ', 6).

Καί «φώς αίώνιον» (Ήσαίου κεφ. ξ', 19) καί τί λέγω, φώς; έν ώ ούτε φλόξ άχειροποιήτου πυρός έχει φυσικόν ιδίωμα νά καίη οποίαν ύλην, καί αν ήθελε τύχη. Διότι ούτε ή βάτος εκείνη, οπού έφάνη τω Μωϋσή υπό τω όρει Σινά, έν φλογί πυρός καιομένη, κατεκαίετο ούτε η σκηνή του μαρτυρίου επυρπολείτο, έν ω κατεκάλυπτεν αυτήν, και έπλήρου ή νεφέλη έν είδει πυρός, εις τρόπον ότι μήτε αυτός ό Μωϋσής ήδύνατο νά εισέλθη εις αυτήν (Έξόδ. κεφ. μ', 34) άλλ' ουδέ τού Όρους Σινα αί ύπ' αύτου εώς του ουρανού καιόμεναι λαμπάδες πυρός, ήψαντο καθ' όλου (Έξόδ. ιθ', 18 και Δευτερονομ. δ', 11 και θ', 15, και Προς Έβρ. ιβ', 18) και δέν λέγω τάς έφ' ένα έκαστον τών Αποστόλων άφλέκτως καθεσθείσας γλώσσας, «ώσεί πυρός».

Ή δέ ύγρόϋλος εκείνη και άμυδρόφωτος φλόξ, αφού καταδαπανήση τήν εαυτής πνευματώδη καί φλογοτρόφον ύλην, ή όποία εζαπτει άπό ύλην, ήτις έχει, φυσικόν ιδίωμα νά έξάπτη αυτομάτως, σβέννυται καί παντελώς εκλείπει. Όταν δέ τύχη παχυτέραν τινά ύλην, και όχι όλιγώτερον άπό τό πύρ, μάλλον δέ εξελέγχει τόν εαυτόν της, ή οποία έν προοιμίοις έλάνθανεν οποία τις ήτο την φύσιν. Ή δέν φαίνεται ότι είναι πύρ, ή οποία δεσμάς όλας κηρίων κατακαίει;

Άλλ' εάν φαίνεται είς κανέν μέρος της Ιέρας Γραφής, ότι καί τό άχειροποίητον, είτουν έξ ουρανού πύρ, ύπήρξεν άναλωτικόν, ο έστι καυστικόν (Λευϊτικ. θ', 24' Γ' Βασιλ. ιη', 38' Λ' Βασιλ. ιβ', 10 Β' Παραλειπ. ζ', Γ Γεν. ιθ', 24 Αριθμ. ια', 1 και ιστ', 25 Ίώβ α', 16), άλλ' αύτοί τήν έπί τού Μνημείου άμυδρόφωτον έκείνην άνάχυσιν δέν τήν λέγουσιν, ότι είναι πύρ, άλλά φώς, και ότι είναι άπτόν, ώς μή όν καυστικόν!

Κατά τινα ούν λόγον, τό έν προοιμίου καί άπυρον, ώς αυτοί λέγουσι, καί άπτόν εκείνο φώς, είς άναφές και παμφάγον μετ' ολίγον μεταβάλλεται, ενώ δέν πρόκεινται μήτε νομικαί θυσίαι εις όλοκαύτωσιν, μήτ' εκείνα, τά όποία συνηθίζει έκ θεομηνίας νά κατακαίεται τό άχειροποίητον, οίον γογγυστάς τινάς ή Κορίτας (Αριθμ. ια', 1 και ιστ', 35) ή Άχααβαποστόλους (Α' Βασιλ. Α', 10).

Είς ποίον μέρος, παρακαλώ, της Ιεράς Γραφής, ευρίσκεται ή τό άναλωτικόν πύρ, ότι μετεβλήθη άπό άπυρον φώς, ή τό άπυρον φώς μεταβάλλεται εις καυστικόν πύρ; Ότι δέ δέν είναι άπυρος, άλλ' έμπυρος καί καθ' έαυτήν ή άμυδρόφωτος εκείνη και άδρανόφλοξ έπί τού Μνημείου άνάχυσις, τό όποίον αυτοί όνομάζουσιν (οίμοι!) Άγιον φώς, μάρτυς - καί δέν λέγω τά κηρία, τά όποια κατακαίει - και αυτός ούτος ό ύποδεικνύμενος διερρηγμένος κίων, άπό τόν όποίον, ώς λέγουσιν, εξήλθε φώς επειδή δέν είναι ίδιον άπύρου φωτός, άλλ' έμπύρου μάλιστα φλογός καί απλώς πυρός ίδιον τό νά διαρρήση τα οποία ήθελε τύχη στέρεα σώματα.

Άλλά διατί καθώς άπό τόν έπιτάφιον λίθον, ούτω καί έκ τού κίονος, δεν έξέθορε τότε τό φώς άρρήκτως; ή δέν είναι καταφανές, ότι ό κίων έγχειριδίω τρωθείς, είχεν έμβόλιμον τήν πνευματώδη ύλην, τήν οποίαν δέν ήδύνατο, ώς ρευστήν, νά βαστάση ό κίων επάνω είς τήν όρθήν καί κυλινδρικήν του έπιφάνειαν μέχρι τής αυτομάτου έξάψεως; Άλλά διατί καί όταν οί Αρμένιοι, ώς αυτοί λέγουσι, έδέσποσαν τό θεοδόχον Μνήμα, δέν άνεδόθη τό φώς άπό τήν ίεράν τράπεζαν τού Βήματος, ή οποία έκτυποί τόν τάφον τού Κυρίου, άλλ' έκ τού έξωθεν κίονος;

Τί γάρ κοινόν κίονι καί τώ Ζωοδόχω Τάφω; Καί πάλιν τίνα λόγον έχει εκείνο, όπου ό φοτοδόχος τάφος του Κυρίου δέν ήθέλησεν, ώς αυτοί λέγουσιν, νά μεταδώση τότε είς τούς Αρμενίους, ώς αναξίους, μεταδίδει ήδη εις αυτούς, ώς άξίους ό φωτεκφόρος Άγιος Πέτρας κατ' έτος, ό όποίος συγχρόνως καί ωσαύτως φωτοδοτεί μέ τήν μίαν χείρα είς τούς πιστούς και μέ τήν άλλην είς τούς Αρμενίους;

Διότι δέν διαφέρει καθ' όλου είτε αμέσως άπό τού τάφου, είτε εμμέσως διά τού φωτεκφόρου μεταδίδεται τό άγιον φώς εις τούς αναξίους Αρμενίους, καθ' όσα και είς τούς πιστούς. Όθεν ανάγκη δυοίν θάτερον, ή νά μή φωτοδότη καί είς εκείνους ή τόν διερρηγμένον κίονα νά τόν θάψωσιν, ίνα μή φαίνηται όλως, επειδή φωτοφορία Αρμενίων και ρήξις κίονος, ίνα μή φωτοφορώσιν, είναι άλλήλοις ασύμβατα. Άλλ' ό κίων, λέγουσιν, διερράγη ούχ ίνα μή φωτοφορώ

σι κάκείνοι, άλλ' ίνα μή πρώτον εκείνοι φωτεκφορήσαντες, άνατρέψωσι, ταύτόν ειπείν ύφαρπάσωσι τήν τάξιν τών πρωτείων, γενόμενοι οί έσχατοι πρώτοι. Άλλ' υποστολή μόνη τού είθισμένου φωτός ήτον αυτάρκης είς έλεγχον, μάλλον δέ και ανατροπή τής περί τά πρωτεία αταξίας" προίκα δέ μάλλον αποδεικνύεται περιττή και περίεργος ή φωτοπάροχος ρήξις τού κίονος, όστις δέν έχει, ώς είπομεν, μηδέν κοινόν πρός τόν τού Κυρίου Τάφον, καθότι καί τόν Κάιν ό Θεός, έπί τής θυσίας αυτού μόνον μή προσεχών, άπεδοκίμασεν'

Έπειτα σύ, όστις δεικνύεις τόν κίονα διερρωγότα, διά νά μή άνατραπή ή τάξις τών πρωτείων, πώς σύ αυτός πρωθυστέρως φωτεκφορών, ατακτείς περί τόν καιρόν της φωτοφανείας; Δέν προαρπάζεις καί σύ τά πρεσβεία τής Αναστάσιμου ημέρας και τά κληροδοτείς ατάκτως τώ πρό αυτής νεκρωσίμω Σαββάτω, καταγλαΐζων τό μέν Σάββατον διά τής φωτοφανείας τής Αναστάσεως, τήν δέ Άναστάσιμον, καθ' όσον ανήκει νά ήναι φωτοφανής καί λαμπρά, άφήκας άφωταγώγητον;

Διότι, έάν λαμπαδουχή κάκείνη, όχι όμως μέ έδικόν της φώς, άλλ' έκ τής ημέρας τού Σαββάτου λαβούσα έχει τό φώς, και ούτω δεικνύεις αυτήν τά δευτερεία έχουσαν. Άλλ' ή έκ τού διερρωγότος κίονος φωτοφάνεια δέν ήτον διά τά πρεσβεία, άλλ' ότι είς τούς Ιεροσολυμίτας ήτον κατ' έξαίρετον άνωθεν καί έξ αρχής, ό έστι άρχήθεν άποκεκληρωμένον, νά έορτάζωσι τήν τού Κυρίου 'Ανάστασιν μέ θεόσδοτον φώς, επειδή όχι άλλου που, άλλ' είς τά Ιεροσόλυμα ηύδόκησε νά εκτέλεση τά της οικονομίας του, καί τούτου, λέγουσι, σαφής άπόδειξις, αυτός ούτος ό Ζωοδόχος Τάφος, ό οποίος κατ' έτος αποδίδει άχειροποίητον φώς, όστις, επειδή είχε κατασχεθή τότε άπό τούς Αρμενίους, τό φώς εκείνου έκ τού διερρωγότος κίονος άνέθορε.

Πόθεν ούν δήλον, ότι καί ή έκ του διερρωγότος κίονος φωτοφάνεια είναι καί επιτάφιος καί άχειροποίητος, ταύτόν ειπείν θεόσδοτος ό όποίος, ώς δέδεικται, δέν έχει ουδέν κοινόν πρός τόν Ζωοδόχον τάφον, οπόταν ουδέ αυτή ή άπό, μάλλον δέ ή επί τού Ζωοδόχου τάφου, όμολόγως είναι άχειροποίητος, ήτις υφίσταται καί αναδίδεται όχι ύπ' όψιν πάντων, άλλ' εις άπρόσιτον σκότος (μέσα εις άθυρίδωτον καί κεκλεισμένον, λέγω, κουβούκλιον) και παντεπόπτους προφυλακάς και προδιαθέσεις;

Πώς δέ και άρχήθεν, λέγουσι τούς Ιεροσολυμίτας, ότι έπιτελούσι τό Πάσχα μέ θεόσδοτον φωτοφάνειαν, οίτινες άδυνατούσι νά δείξωσι, τήν οποίαν λέγουσι θεόσδοτον, ότι εμφαίνεται άπό τής τού Κυρίου Αναστάσεως, άχρις ού ό Μέγας Κωνσταντίνος, σύν τώ Γολγοθά καί τόν τάφον τού Κυρίου άναλώσας, εμφανή κατέστησεν; Έάν είπωμεν, ότι εξ ότου ό Ζωοδόχος Τάφος, είς τούμφανές κατέστη, έκτοτε καί τό άχειροποίητον φώς αναδίδεται, άλλά καί τούτο δέν δύνανται νά τό πιστοποιήσωσιν άπό καμμίαν άξιόπιστον ίστορίαν.

Διότι τό φώς εκείνο, τό όποίον ό Πέτρος, κατά τόν Μελωδόν, είδεν έν τώ τάφω, πρέπει νά έξέλιπεν άπό τόν τάφον, έως ότου ή Μακαρία Ελένη ή Βασιλίς άνεκάθηρεν αυτόν, ό όποίος ήτο κεχωσμένος, ώς ό λόγος της ιστορίας, άπό τά σκούπαρα και περικαθάρματα τής πόλεως. Ας άφήσωσιν, έάν έθέλωσι (και ας μή μας κατηγορήση τινάς δι' αυτήν τήν περιέργειαν, γνωρίζων άκατηγόρητον τόν έπί τοίς τοιούτοις, πολλώ μάλλον, περιεργότερον Θωμάν), άς άφήσωσι, λέγω, τάς μέν έν τώ Ναώ καί τώ Κουβουκλίω άπηωρημένας κανδήλας άνεπισκευάστους.

Δηλονότι νά μή βάλωσιν είς αύτάς έλαιον καί θρυαλλίδας, άλλά νά τάς άφήσωσι πάντη άψηλαφήτους καί ανέπαφους - τήν δέ θύραν του Κουβουκλίου (διότι ή ακριβής περιέργεια καί αυτό τό άθυρίδωτον Κουβούκλιον θέλει νά ήναι ήνεωγμένον πανταχόθεν), διά νά φαίνηται και αυτός ό επιτάφιος λίθος όλος πανταχόθεν, άπό όλους τούς έκείσε παρεστώτας, καθ' όλην αυτού την έπιφάνειαν (διότι τί κωλύει, όχι μέσα είς τό σκότος, άλλ' ύπ' όψεσι πάντων νά φαίνηται, ότι άναθρώσκει την αρχήν, είτουν άναχέεται τό έπιτάφιον εκείνο φώς επειδή, κατά τόν Άπόστολον, («παν τό φανερούμενον φώς έστι»).

Καθώς και ό προφήτης Ηλίας διεπραγματεύθη τήν ιδίαν αύτου θυσίαν πάντη άνεπίληπτα ύπ' όψεσι πάντων καί τήν έσπαργάνωσε μέ ύδατα πολλά, καί το ούράνιον πύρ έξ ουρανού κατήγαγε, καί ύπ' όψεσι πάντων κατέφαγε καί τά κρέη καί τούς σχίδακας καί τά λοιπά της ίερας αυτού θυσίας, καί όχι ό,τι λογής οί ιερείς τού Βήλ έν νυκτί και σκοτομήνη βαθεία έδείκνυον, οτι έτρωγεν ό Βήλ τάς προσφερομένας αυτώ θυσίας.

Άς άπομακρυνθώσι καί οί θυρωροί, μάλλον δέ στήτωσαν μεν, όχι όμως οί ειρισμένοι Αγαρηνοί, άλλά τών παρεπίδημων προσκυνητών οί περιεργότεροι καί οί τοιούτοι αφού φιλοπραγμονήσωσι πρότερον αύτοψεί τού επιταφίου λίθου τήν έπίπεδον έπιφάνειαν, μάλλον δέ, ει δοκεί, καί αυτόν τόν λίθον όλον, άφ' ού τον άποσμήξωσι μέ ύδωρ καθαρόν, ού μήν άλλά καί υδρίας ύδατος, κατά ζήλον Ήλιου, έάν όχι τρεις, τουλάχιστον μίαν, άς έπιχύσωσιν επάνω εις αυτόν.

Έπειτα στήτωσαν έξωθεν έκ διαδοχής πρό της θύρας ήνεωγμένης, ώς είρηται, κωλύοντες πρό πάντων αύτού τού φωτεκφόρου Άγίου Πέτρας τήν είσοδον, μάλλον δέ καί τήν παρουσίαν αύτού, άπό πρωίας της Μεγάλης Πέμπτης, άχρι πρωίας τής Αναστάσιμου. Καί οπόταν, έπιφωσκούσης τής Αναστάσιμου, φανή φωταψία τις ύπ' όψεσι πάντων, ότι αυτομάτως άναθρώσκει έπί τού μνημείου, δηλονότι άναχεομένη και έπικυμαίνουσα, τότε άς προσκληθή καί άς είσέβη ό φωτεκφόρος, κάν τέ ό 'Ιεροσολυμίτης, κάν τέ άλλος τίς τών παρεπίδημων επισκόπων.

Διότι δέν είναι υψηλότερα, ούτε θειοτέρα ή διακονία εκείνη τής αναιμάκτου θυσίας, της οποίας συλλειτουργός γίνεται κάθε παρεπίδημος, δηλονότι ύπερόριος επίσκοπος είς έκάστου παροικίαν, καί ας μαση τό χαμερπώς επικυμαίνον εκείνο έξαμμα, οποίον πότε ήθελεν είναι κατά τήν φύσιν, καθώς αυτοί λέγουσι, κάν τέ έμπυρον, λέγω, καν τε άπυρον - διότι μή γένοιτο νά ήμεθα ήμείς τόσον εκστατικοί τών φρενών, ώστε νά στοχαζώμεθα τό άϋλον καί ύπερφυές χειραπτόν, ένώ τό ύλικόν τούτο, ήγουν τό ήλιακόν καί απλώς τό φυσικόν φώς, αυτό καθ' εαυτό είναι άναφές καί άψαυστον)- καί αφού ανάψη τα σπιρτόδητα κηρία, άς τα δώση είς τούς εξω.

Διότι αυτόν τόν τρόπον θέλει προνοείται, κατά τόν 'Απόστολον, καλά ενώπιον Θεού καί ανθρώπων, καί θέλει έχει τήν συνείδησίν του άπρόσκοπον καί προς τόν Θεόν καί πρός τούς ανθρώπους, καί θέλει είναι κατ' αυτόν τόν τρόπον πολλώ άξιοπιστότερος καί άπό τόν όποίον άποδεικνύουσι κίονα. Εί δέ μόνος μέν καί καθ' εαυτόν έν σκοτομήνη προδιαθέτει τά εντός τού άθυρηδότου Κουβουκλίου καί σφραγίζει τήν θύραν εξερχόμενος καί βάλλει θυρωρούς αποτόμους - όχι διά νά μή παρεισαχθή παρά τίνος φώς, ώς αυτοί λέγουσι, χειροποίητον - διότι πώς είναι δυνατόν, ένώ περιΐσταται άπειρον πλήθος τών θεωρούντων - άλλά διά νά μην άνοιξη τίς τήν θύραν καί φωραθή ή λανθάνουσα προκατασκευή καί προδιάθεσις τού χειροποίητου φωτός, τάς δέ κρεμάμενας έν τώ ναώ κανδήλας μονός αυτός τότε περιερχόμενος, αύτοχείρως προδιασκευάζει.

Ένώ όλον τόν άλλον καιρόν επισκευάζονται υπό τού νεωκόρου φανερόν, διά νά γένηται καμμία άπό αύτάς τή ταυτοπαθεία προάγγελος τής άπό τού δυνάμει έπί τό ενεργεία ήδη προόδου τής έν τω Κουβουκλίω προδιαθέσεως, διότι έξωθεν δέν προεπισκευάσθη προφανές σημείον τής έσωθεν αφανούς, είτουν έγκλείστου φωταυγείας καί φοβείται ό φωτεκφόρος, ίνα μή είσέλθη κατ' αυτήν τήν φωταύγειαν, ή μετ' αυτήν διαπνευσθείσαν, καί δέν δυνηθή νά εύγάλη τό θείον φώς.

Διά τούτο είναι ανάγκη νά προσεχή, διά νά είσέλθη μέσα εις τό ιερόν Κουβούκλιον μικρόν πρό τής φωταυγείας καί προαναξαίνει μέ κτένιον τά φιτίλια των ανά χείρας κηρίων καί τά αλείφει με σπίρτον (διά νά μήν ήθελε καταδαπανήση καθ' έαυτήν ή ύγρόϋλος εκείνη έμπυραύγεια τό πνευματώδες τής ιδίας ύλης, καί μετ' ολίγον αποσβέση, άλλά διά συγγενούς πάλιν ύλης, διότι πνευματώδες είναι καί τό σπίρτον, αφού άνάψη τά κηρία, διαρκέση) καί δέν συγχωρεί τήν φωτεκφορίαν είς τινά τών παρεπίδημων επισκόπων, εάν ήναι καί τίς άπό αυτούς καί κατά τήν άρετήν καί αγιότητα άλλος Άδελφόθεος, άλλ' είς μόνον τόν εαυτόν του.

Καί πάλιν άπό τούς περιεστώτας προσκυνητάς, εάν τύχη τις, καί αυτός είναι σφόδρα έπιφανής καί αιρέσιμος, πρός δε καί υπερευδοκίμησεν όλους τούς άλλους κατά τήν χρηματοδοσίαν, έάν θελήση, όταν άνοίγηται ή θύρα τού Κουβουκλίου, νά δοκιμάση νά είσέλθη ομού μέ τόν φωτεκφόρον, ευθύς πίπτουσιν έπάνωθέν του οί θυρωροί καί τόν δέρουσι μέ τάς έν χερσίν αυτών φραγγελομάστιγας, ώστε τόν φέρουσιν είς τό κατάλυμα του σηκωτόν.

Λοιπόν, εν όσω ταύτα επιτηδεύωνται, εάν και περισσοτέρους διερρωγότας έπιδείξωσι κίονας, πάλιν δέν θέλουσι τρομάξει καθ' όλου οί έν αύτοίς ύπεμβόλιμοι πρηστήρές τους, όσοι γνωρίζουσι τόν ζωοδόχον τού Κυρίου τάφον, και δίχα τινός φωτοφανείας, ότι είναι όχι όλιγώτερον πανσέβαστος και πάντιμος και προσκυνητές. Τό δέ νά ύποπαραιτούνται την παντός μάλλον πιστωτικήν περιέργειαν τών κατά τόν Θωμάν φιλοπραγμόνων, την οποίαν ούδ' αυτός ο Κύριος ημων απεποιησατο, είναι δείξις σαφής, ότι είναι αυτόχρημα δραματουργία, ώς και διά πολλών άλλων ανωτέρω έδείξαμεν, όχι διαπιστούντες είς τάς θεοσημείας. Διότι τί θεοπρεπές είναι αδύνατον είς τόν Θεόν;

Άλλ' επειδή ήξεύρομεν, ότι τά μέν αρχαία σημεία, τό λαλείν δηλονότι γλώσσας καί αί προφητείαι έπαυσαν προ πολλού, ή δέ επιτάφιος εκείνη φωταγωγία, ή οποία δέν αποδεικνύεται ποθέν, ότι είναι αρχαία, ώς ανωτέρω διείληπται, εάν δέ καί θεόσδοτος άλλως ύποτεθή, καί όμως έξ όσων περί αυτήν επιτηδεύονται, άποφάσκει, ότι είναι εκείνο, τό όποίον λέγεται.

Καί δέν λέγω, ό,τι οί έν προοιμίοις αξιόπιστοι εκείνοι άνδρες είπον καί όσ' άλλα ύποψιθυρίζονται άπό τινάς άλλους άγιοταφίτας, οίτινες διελέγχουσι τήν φωτεκφορίαν ταύτην. Έπί πάσι τούτοις πρέπει νά στοχασθώμεν κακείνο, ότι ή τών έκασταχού Εκκλησιών Ιερά Τράπεζα έκτυποί, ώς προείρηται, τόν τού Κυρίου Τάφον. Διατί, λοιπόν, οί Ιεροσολυμίται, ένώ αυτοί μάλιστα πρέπει νά λειτουργώσιν επάνω είς αύτόν τούτον, δηλονότι τον επί τού Τάφου άγιον λίθον, όστις είναι τό αρχέτυπον τών ιερών Τραπεζών, καί αυτοί μέν είς αυτόν ουδαμώς, άλλαχού δέ, λειτουργούσιν;

Βέβαια διά τήν μιαράν τελετήν, τήν οποίαν επάνω είς αυτόν έκτελούσιν οί Παπίσται, οί Αρμένιοι και οί Χαμπέσιοι και, κατά τόν Ιερομάρτυρα Κυπριανόν, βέβηλον αυτών τελετήν (Δοσιθ. βιβλ. ΙΒ', κεφ. στ και ιγ'). Βεβηλούσι, δέν λέγω τόν έν μυχοίς τού Κυρίου τάφον, διότι αυτός είναι άναφής, όχι μόνον άπό τούς παρεπίδημους προσκυνητάς, άλλά καί άπό τούς περισσοτέρους αυτών τών Άγιοταφιτών, μάλλον δέ ουδέ απτός όλως, κείμενος έν άδύτοις μυχοίς, ώς είρηται, άλλά τόν έπιτάφιον λίθον, επειδή, κατά τόν Παροιμιαστήν, τών άσεβων αί θυσίαι βδέλυγμά εισί τώ Θεώ οι δέ Αιρετικοί, κατα τους Αποστολικούς κανόνας, είναι καί ασεβείς καί άπιστοι.

Αιρετικοί δέ είναι και οί Λατίνοι, επειδή καί ή διαφορά, τήν οποίαν έχουσι μέ ήμάς, είναι περί τής είς Θεόν πίστεως καί απλώς περί δόγματος, τό όποίον είναι ό όρος τής αιρέσεως, κατά τον α κανόνα του Μ. Βασίλειου" λοιπόν καί αί θυσίαι τών Λατίνων, καί απλώς αί άτέλεστοι τελεταί, βδέλυγμά είναι είς τόν Θεόν, ταύτόν ειπείν είσίν ακάθαρτοι διότι μιαίνονται έκ τών ακαθάρτων όχι μόνον τά κοινά, κατά τόν Άγγαίον (Κεφ. β', 1) και τούς Αποστολικούς Κανόνας, άλλά και τόπος ιερός και Ναός άγιος κατά τόν Δαβίδ (Ψαλμ. oη, 1 και Β' Παραλειπ. λστ', 14 καί Μ' Μακκαβ. κ', 46).

Ό γούν επιτάφιος εκείνος λίθος, ό οποίος όχι πλέον διά τόν ένδόμυχον τού Κυρίου Τάφον άγιος, ή διά τήν έπ' αυτού τών βέβηλων αιρετικών τελετήν βέβηλος, καί διά τούτο ανεπίδεκτος τής αναίμακτου θυσίας, πώς γίνεται ποτέ επιδεκτικός, ώς αυτοί λέγουσιν, άγίου φωτός; Άλλ' επειδή πρό πολλού καί άλλοι τινές ώμίλησαν περί της είς Ιερουσαλήμ άποδημίας, συμβουλεύοντες τούς φιλοθεάμονας τών έν Iεροσολύμοις ιερών τόπων, ότι είναι και καλήτερον και ώφελιμώτερον εις αυτούς ν' άποστέλλωσιν είς τούς προσεδρεύοντας εις τόν Ζωοδόχον Τάφον τήν εύλογίαν, είτουν έλεημοσύνην των, καθώς ποτέ ή Μακεδονία και Αχαΐα, τήν οποίαν ήθελον δώσει, έάν ύπάγωσιν εκεί, και νά έχωσι κέρδος τάς καθ' όδόν καί έπάνοδον καί πολυμόχθους καί πολυδάπανους.

Έσθ' ότε καί έπικινδύνους ταλαιπωρίας, να έχωσι πρός τούτοις κέρδος καί όσα έκτός τής ελεημοσύνης, τήν οποίαν δίδουσιν είς τήν Ιερουσαλήμ, προσεπιχορηγούσιν είς τούς έκείσε τοποτηρητάς καί όδοστάτας Άγαρηνούς καί άλλους Άραβας επειδή διά τάς είθισμένας τών Άγαρηνών εισπράξεις είναι ίκαναί, μάλλον δέ ύπερίκαναι αί πολυχρήματοι κατ' έτος άποστελλόμεναι πρόσοδοι τών έν Ούγγροβλαχία και Μολδαυία και Γεωργία και Ρωσσία Μοναστηριών καί αί έν μια εκάστη τών απανταχού τής γής Εκκλησιών καθ' έκάστην μεγαλώνυμον ήμέραν καί απαραιτήτως καί προηγουμένως γινόμεναι λογίαι.

Ήγουν συνάξεις καί αί αδραί συνεισφοραί τών εκασταχού Μετοχιών, παρεκτός όσα έκ περιουσίας συνεισφέρει ή Α. Θεία Μακαριότης, κληρονομούσα οικίας όλας χηρών και τών μή εχόντων κληρονόμους και ή παγκόσμιος περιήγησις τών ύπ' αυτής στελλομένων Πρωτοσυγκέλλων καί Αρχιμανδριτών, καί εμπορίας έμπορων, καί ναυκλήρων ποντοπορίας, καί ευπόρων περιουσίας, καί απόρων υστερήματα, καί απερίττων αυταρκείας, καί τεθνεώτων διαθήκας, καί απλώς δασμολογεί απαντάς, ζώντας τέ καί νεκρούς, καί τών ζώντων τούς περισσοτέρους μέ τά παρ' αυτών περιττώς (διά νά είπη τις εύφημότερον) διδόμενα είς αυτούς άφεσίμων γραμματείων να κεροισώσι.

Λέγω, αυτά καί νά τά διανέμωσιν είς τούς ενδεείς πατριώτας, διά νά έχωσιτόν μισθόν, καθώς διά τήν έλεημοσύνην, τήν οποίαν απέστειλαν είς Ιερουσαλήμ, ούτω καί δι' όσα ήθελον διανείμωσιν είς τούς αδελφούς τού Χριστού μάλλον, παρά νά τά έπιχορηγήσωσιν είς τούς 'Αγαρηνούς καί ήθελον έξοδεύση είς τάς όδοιπορίας. Επειδή, λοιπόν, εκείνοι ούτω συνεβούλευσαν είς τούς Χριστιανούς, εξεδόθη συνοδικόν γράμμα, καθυποβάλλον εις έπιτίμια εκείνους, όπου έμποδίζουσι τούς ανθρώπους νά πηγαίνωσιν εις τήν Ιερουσαλήμ.

Καί όμως πρέπει νά όμιλήσωμεν και περί τούτου, ότι εκείνοι, όπου κανονικώς πρέπει νά επιτιμούνται, ομολογουμένως πρέπει νά έπραξαν ή νά είπόν τι παρ' έντολήν, κατά τόν β' κανόνα τής έν Τρούλλω καί απλώς όσοι οπωσδήποτε παραλύουσι καμμίαν έντολήν έκκλησιαστικήν, δηλονότι κανονικήν (κατά τόν αυτόν), επειδή τό δεσμείν και τό λύειν και κατ' αυτόν τόν Κύριον, όστις έδωκεν είς τούς Αποστόλους τήν έξουσίαν τούτου καί δι' εκείνων τοίς εκείνων διαδόχοις, όχι απλώς, άλλ' έπί μόνων τών αμαρτημάτων έχει τήν χώραν «λάβετε γάρ φησί πνεύμα άγιον άν τινών άφήτε τάς αμαρτίας, άφίενται αύτοίς, άν τινών κρατήτε, κεκράτηνται» άξια δέ δεσμού καί λύσεως αμαρτήματα είναι, τά όποία κρίνουσιν οί πνευματικοί έξομολογουντες καί όχι πάντα απλώς, όσα δέν άρέσουσιν είς τούς ανθρώπους, άλλά μόνα τά έν παραβάσει θείας εντολής τολμώμενα (Ρωμ. ε', 19 καί ζ', 9-22-23 καί Γεν. γ, 11 Λευϊτ. δ' 2-13-14-22-17-28' Ιησούς ζ', 11 Α' Βασιλ. 12-24 και Δανιήλ θ', 5).

Άλλά μήν της είρημένης όδοιπορίας μή ούσης τών κατ' έντολήν καί κατ' αυτόν έτι τόν Χρύσανθον (εις τό Προσκυνητάριον τής Ιερουσαλήμ), εκείνοι, όπου ταύτην όνησίμως και έπικερδώς κωλύουσι και δια τούς προσεδρεύοντας είς τόν Ζωοδόχον Τάφον, καί είς αυτούς τούς κωλυόμενους δέν είναι άπό εκείνους όπου πράττουσιν ή διδάσκουσί τι παρ' έντολήν καί διά τούτο δέν παραλύουσι καμμίαν έντολήν λοιπόν δέν ενέχονται καθ' όλου είς τά παρά κανόνας, διά νά μή λέγω παράλογα, έπιτίμια (κατά τάς θείας Γραφάς). «Άρα γάρ ματαία, ώς όρνεα πετώμενα καί στρουθοί, ούδενι έπελεύσεται» (Παροιμ. κστ', 2).

Άς άποδειχθή πρότερον ότι είναι εντολή ή είς Ιερουσαλήμ χάριν προσκυνήσεως όδοιπορία, καί έπειτα άς έπιτιμώνται καί άς άφορίζωνται εκείνοι, οί όποίοι τήν έμποδίζουσιν ή διά νά ειπώ καλήτερον καί άληθέστερον, άς άφορίζωνται πολύ πρό τούτων όλοι, όσοι θεληματικούς παραιτούνται καί δέν πηγαίνουσιν είς τήν Ιερουσαλήμ, ένώ πρέπει νά πηγαίνωσιν, έάν ήναι εντολή. Έπειδή όχι οί μέν, οί δέ ού, άλλά ξύμπαντες απλώς καί χωρίς καμμίαν έξαίρεσιν χρεωστούν νά έκπληρώσι τήν έντολήν (Λουκ. ιζ', 10).

Εώς ότου δέ και ύπ' αυτών τούτων τών έπιτιμώντων ομολογείται, ότι δέν είναι εντολή, είναι άργά καί μάταια τά έπιτίμια, καί ώς στρουθοί έπαναστρέφουσιν έπί τάς κεφάλας τών έπιτιμώντων. Τούτο γάρ δίδωσιν ή γραφική λέξις («ώς στρουθοί») νά έννοώμεν ή καί κατά τόν ιερόν Φώτιον, λέγοντα «ήν ποτέ, λέγει, Ίγνατίω Κλαυδιουπόλεως γράφων, φρικτόν καί φοβερόν τό ανάθεμα, ότε κατά τών ένόχων τής ασεβείας ύπό τών τής ευσέβειας κηρύκων έφέρετο άφού δέ ή τολμηρά καί αναίσχυντος τών άλαστόρων άπόνοια, παρά πάντα θεσμόν θείον τέ καί άνθρώπινον καί παρά πάντα λόγον έλληνικόν τε και βάρβαρον, τό οίκείον ανάθεμα κατά τών προμάχων τής Όρθοδοξίας άναστρέφειν έφρυάξαντο καί τήν βαρβαρικήν μανίαν έκκλησιαστικήν παρανομίαν έφιλονίκησαν άπεργάσασθαι, αύτίκα καί τό φρικτόν εκείνο καί ποινής άπάσης πέρας έσχατον είς μύθους καί παίγνια μεταπέπτωκε, μάλλον δέ τοίς εύσεβέσι καί αίρετόν παρεσκεύασται.

Ουδέ γάρ ούδ' ή πάντολμος τών έχθρων τής αληθείας γνώμη, τάς ποινάς καί μάλιστα τάς έκκλησιαστικάς ποιεί φοβέρας, άλλά τών πασχόντων τό ύπεύθυνον, ώς τό γέ άνυπεύθυνον καί είς χλεύην τάς εκείνων τιμωρίας πρέπει καί κατ' εκείνων τό δικαίωμα τής τιμωρίας αναστρέφει, καί τώ ύπ' αυτών τιμωρουμένω στεφάνους ακήρατους καί αθάνατον δόξαν άντί ποινής άπεργάζεται.

Άλλως δέ πρό πάντων καί μετά πάντων θέλει, έπιτιμάται καί ενοχοποιείται είς τούς αφορισμούς καί τά έπιτίμια ό μέγας φωστήρ της Εκκλησίας, ό Νύσσης λέγω Γρηγόριος, όστις οπωσδήποτε κωλύει τήν είς Ιεροσόλυμα άποδημίαν, ού τί άν γένοιτο παραλογώτερον; όπερ έδει δείξαι.

Ταύτα ού δογματικούς, άλλ' άπορών έγραψεν ό Αρχιμανδρίτης Προκόπιος, ό έκ τού Ρωσσικού, καθυποτάττων αυτά τή Όρθοδόξω και κανονική 'Εκκλησία.

ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: