12 Απριλίου, 2011

ΜΕΛΕΤΗ ΤΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΦΩΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ Α) (Του Προκοπίου Δενδρινού)

image

Ό Νικόλαος ό Διδάσκαλος, ό Λογάδης, πρός τοίς άλλοις μοί είπεν ότι έφιλοπόνησε και εν σπούδασμα περί του επιταφίου Φωτός, τό όποιον, έπιγράψας Φωτομαχικά, προσεκόμισε τη Α. θεία Μακαριότητι, άντιφερόμενος ίσως, ή άνασκευάσαι βουλόμενος τά υπό του Κοραή περί τούτου γραφέντα τε και τυπωθέντα, τά όποία και αμέσως και εμμέσως πολλάκις έζήτησα εις θεωρίαν και ούκ εδόθησάν μοι.

Είπον δε τη Αυτού Σοφολογιότητι, ότι δεν έπρεπε νά έπιχειρισθή ν' απόδειξη τά άναπόδεικτα, και έπιχειρισθείς νά τό προσφέρη εις την Α. θείαν Μακαριότητα ώς έγκεκριμένον υπό της Εκκλησίας, ίνα μη τύποις εκδοθέντος, προστριβή κοινός μώμος εις την Έκκλησίαν, έπιφέρων αύτω και άλλους μεν λόγους ισχυρούς έκ των ιερών Γραφών και ότι και ό Εύφραίμ εκείνος τών Ιεροσολύμων ό Πατριάρχης, ό εξ Αθηνών, ερωτηθείς πότε έν Βουκουρεστίου της Ούγγροβλαχίας κατά τό, αψζθον έτος, τάς διατριβάς αυτού έκείσε τότε ποιούμενος, παρά τινος τών του εσω λόγου κατ' ιδίαν περί τούτου, του έν 'Ιεροσολύμοις δηλονότι επιταφίου εκείνου Φωτός, άπεκρίνατο εις αυτόν, έκδημούντων τηνικαύτα εκεί και άλλων τινών του έσω λόγου, ότι, εάν, λέγει, ήτον εις την έξουσίαν μου, ήθελον καταργήση και την εκείνου «χειροποίητον μηχανουργίαν».

Άλλά και ό Ίεροκήρυξ Διδάσκαλος κύριος Δωρόθεος ό Βουλισμάς, συμπεσόντος λόγου, εδιηγείτο πρός τον εμόν Σεβάσμιον Γέροντα τον Ίερώτατον Σάββαν, ότι έτι Ιεροδιάκονος ών, ευρισκόμενος εις την Ιερουσαλήμ, έν μια έπορεύετο εις την Βηθλεέμ μετά του Ανθίμου, του μετά ταύτα Πατριάρχου τών Ίεροσολύμων, Ιερομονάχου τότε όντος, ίνα συλλειτουργήσωσιν έκείσε, έρωτήσας καθ' όδόν την Α. Μακαριότητα περί τούτου, έπιπληχθείς πρώτον ίκανώς παρά του αυτού δια την τοιαύτην έρώτησιν, ήκουσε τέως τα αυτά τοις του άοιδίμου Εύφραίμ εκείνου, προσθείς δέ ότι και μακρώ προ τούτου και ό έν μακαρία τη λήξει γενόμενος αυτού πρός μητρός θείος, ό ιεροπρεπής, λέγω, εκείνος και αποστολικός άνήρ, ό και τον βίον και τον τρόπον και τον λόγον φιλόσοφος, Αγάπιος, λέγω, ο Ιθακήσιος, περιστήσας εν τη νήσω Πάτμω τους έν τη Σχολή μαθητάς, σχολαρχούντος έκείσε τό τηνικαύτα του άοιδίμου εκείνου και έν Ιερομονάχοις ήγιασμένου Γερασίμου, εις τον οποίον και αυτός τότε εμαθητεύετο.

Συνεβούλευεν αύτοίς νά καταπείθωσι, όσοι έθέλουσι νά ύπάγωσιν εις Ιερουσαλήμ χάριν προσκυνήσεως, νά ύπάγωσι δι' αυτόν τούτον τον Ζωοδόχον τάφον του Κυρίου και όχι διά τό χειροποίητον εκείνο φώς, του οποίου καγώ, έλεγεν ό αείμνηστος, τήν δραματουργίαν αύτοψεί κατανοήσας, ολίγον έλειψε και νά λιθοβοληθώ από τούς έκείσε φωτοποιούς, ώς δήθεν κατάσκοπος και όσα έτι ό ιερός τών Νυσσαέων Γρηγόριος περί τών έν Ιεροσολύμοις άποδημούντων έγραψεν. Άλλα συν πάσι τούτοις δεν ηθέλησε νά καταπεισθή. Άλλά και έτερος τίς τών έλλογίμων Άνδρών έπανελθών από της του Ζωοδόχου τάφου προσκυνήσεως, μαθών παρά τινός τών συνόντων μοι τά ανωτέρω και όσα έτι περί τούτου σημειώσας απέστειλα τή Α. Σοφολογιότητι από Θεσσαλονίκης πρότερον, «τίποτε, είπε, δέν κατώρθωσε», περί εμού τούτο λέγων, εάν μή και συλλογιστικώς δέν απογύμνωση του φωτός εκείνου τήν δραματουργίαν.

Τούτων τοίνυν ημείς άκούσαντες, και όσα καθ' εαυτούς διηπορήσαμεν, έγνωμεν και γραφή εξαγγείλαι ότι τι δήποτε η εκκλησία μνημονεύει μεν εκείνα, τά όποια οί τάφοι τών Ευαγγελιστών Λουκά τε και Ιωάννου κατ' έτος έν τή εαυτών μνήμη άνεδίδοσαν, ό μεν φημί κόνεως, ό δέ κολλουρίων, ό του Λουκά, τό δέ έν 'Ιεροσολύμοις έπιτάφιον εκείνο φώς, τό κατ' έτος άναθρώσκον, δέν τό αναφέρει ούτε ή Εκκλησία, ένω κατ' έτος εκτελεί τά εγκαίνια του Ναού της Χριστού Αναστάσεως, ούτε τις τών θεοφόρων Πατέρων, έν οίς ώμίλησαν περί τής τού Χριστού Σταυρώσεως και ταφής και Αναστάσεως; Άλλ' ούτε τό φώς, τό όποίον ό Πέτρος κατά τον μελωδόν Δαμασκηνόν είδεν έν τώ τάφω (κάθισμα, όκτώηχος, ήχος πλ. Δ') συνηγορεί μέ εκείνα, όπου λέγει ό Ιεροσολύμων Μελέτιος. Διότι εκείνο έφάνη, ώς αυτός έμελώδησε, τήν νύκτα και έν τω τάφω (δια νά ιδή, στοχάζομαι, ό Πέτρος τά έν τω τάφω) και μετά τήν 'Ανάστασιν του Κυρίου.

'Αλλά τούτο φαίνεται και έν ημέρα, και πρό του Αναστάσιμου καιρού, και ούδ' έν τω τάφω, άλλ' επί του Μνήματος, δείλης εσπέρας Σαββάτου, μάλλον δέ μικρόν μετά μεσημβρίαν άναθρώσκον επιπολάζει και ούτε πρέπει, επειδή και τήν ώραν, καθ' ήν ανέστη ό Κύριος, δέν άπηκρίβωσαν οι Εύαγγελισταί, άλλά μόνον τούς καιρούς άναγράψαντες, καθ' ούς οι από τό μνημείον έλθόντες είπον, ότι εύρον τόν Κύριον άναστάντα ούτε πρέπει, λέγω, προ όψέ τής μίας σαββάτων, έν αύτώ τω σαββάτω, έν ώ κατά τάς τών Αποστόλων διαταγάς και τό δόγμα της Εκκλησίας ημών , ο Δημιουργός ήν υπό γήν, να φωτουργώσι τό τής Αναστάσεως, μάλλον δέ τό μετά τήν 'Ανάστασιν, φώς. Προ του νά έλθωσιν ό Πέτρος και Ιωάννης, μάλλον δέ πρό τού νά έλθώσιν αί Μυροφόροι εις τό μνημείον, όρθρου βαθέος (Ίωάν. κεφ. κ', έδ. 2-3-4) και νά ίδωσι και νά άκούσωσι (Λουκάς 24, 1ε) όσα και αί περί τήν Μαγδαληνήν Mαρίαν είδον και ήκουσαν και απεστάλησαν νά τά άπαγγείλωσιν εις τούς Μαθητάς και τον Πέτρον (Μάρκ. κεφ. ιστ', 4-5-6-7.), διότι τό παρά καιρόν γινόμενον, τών παρ' έντολήν εστί, κατά τον Μέγαν Βασίλειον (Λόγ. Β' περί Βαπτίσμ(ατος), έρ(ώτησις) η'), τά δέ παρ' έντολήν, δέν ήξεύρω πώς δύνανται νά έχωσι τό θείον συνήγορον και τήν άνωθεν ροπήν σύνδρομον;

Προανακρούει μέν ή Εκκλησία εσπέρας Σαββάτου τά της Αναστάσεως, άλλά όχι και τά μετά τήν 'Ανάστασιν πρό τής Αναστάσεως τελεί. Διότι καθ' έκάστην έσπέραν Σαββάτου, ούτε έωθινά τών Μυροφόρων άναγινώσκει Ευαγγέλια, ούτε τό ιερόν Εύαγγέλιον προτίθησιν εις άσπασμόν, ούτε τό «'Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι» και τ.τ. επιφωνεί, άλλ' ουδέ τις τών Ευαγγελιστών ευρίσκεται νά είπεν, ότι ό Πέτρος είδε και φώς έν τω τάφω, ό δέ έκ Δαμασκού φωστήρ (τον οποίον ζητώ και συγγνώμην διά τήν τόλμαν, επειδή ό λόγος μου δέν άντιφέρεται εις αυτόν, άλλ' εις εκείνα, τά όποία άλλοι περιέργως άναπλάττουσιν, έξ ών εκείνος άπεριέργως έμελογράφησε), προϋποθέμενος, ώς φαίνεται, τον Πέτρον, ότι, έν νυκτί κατέλαβε τό μνημείον, και παρακύψας, ότι είδεν, άπερ είδεν εντεύθεν, στοχάζομαι, έσυλλογίσθη, ότι έν νυκτί, φωτός μή παρόντος, δέν ήδύνατο νά ίδή τά προκείμενα (ουδείς γάρ, φησί, βλέπειν δύναται έν νυκτί τά προκείμενα) άλλά μήν Πέτρος έν νυκτί είδεν, υπό φωτί άρα είδε.

Και όμως ό Πέτρος «έδραμεν επί τό μνημείον» κατά μέν τον ιερόν Λουκάν, άφ' ού υπό τών Μυροφόρων εύαγγελισθείς τήν 'Ανάστασιν τού Κυρίου μετά τών περί αυτόν ήπίστησε (Λουκ. κεφ. κη', 9-11-12: Μάρκ. κεφ. ιστ', 7-10-11-13), αί δέ Μυροφόροι μετά τήν άνατολήν τού ήλιου άποστρέψασαι άπό του μνημείου εύηγγελίσαντο τοίς 'Αποστόλοις, επειδή κατά τον Διονύσιον Αλεξανδρείας, όστις ερμηνεύει έν τή πρός Βασιλείδην κανονική αυτού επιστολή τού Μάρκου τό, «καί λίαν πρωΐ έρχονται επί τό μνημείον, άνατείλαντος του ηλίου», τήν μέν όρμήν του έπί τό μνημείον δρόμου, όρθρου βαθέος, ειτ' ούν λίαν πρωί (ταυτοδύναμα γάρ είσι, λέγει, αμφότερα) έποιήσαντο, τήν δέ έπί τό μνημείον πορείαν και τήν περί αυτό διατριβήν παρέτειναν μέχρις ανατολής ηλίου, κατά δέ τον Ίωάννην αφού ή Μαγδαληνή Μαρία, πρωί σκοτίας έτι ούσης, ελθούσα εις τό μνημείον, έδραμεν έπειτα πρός αυτόν, όχι τού Κυρίου τήν 'Ανάστασιν, άλλά κλοπήν, ώς ύπενόησαν, άπαγγέλλουσα εις αυτόν. Μετά τούτο έδραμε και αυτός έπί τό μνημείον (Ίωάν. κεφ. κ', 1-2-3-4), άλλ' όχι βέβαια και έν σκοτία έφθασεν, ουδέ ή Μαγδαληνή πρό αυτού βέβαια έφθασεν εκεί εν σκοτία, άλλά της έπ' αυτό ορμής και του δρόμου έν σκοτία άρξαμένου, πρωΐας αυτό, ώς εικός, κατέλαβε καθώς και παρά τω Μάρκω περί τών άλλων Μυροφόρων είπώθη, ότι λίαν πρωί έπί τό μνημείον όρμήσασαι, άνατείλαντος τού ηλίου ήλθον έπ' αυτό.

Οπότε ούτε, εάν ή Μαγδαληνή καθ' ύπόθεσιν ήλθεν έπί τό μνημείον, σκοτίας έτι ούσης, ούτε πάλιν, λέγω, ακολουθεί, ότι καί ό Πέτρος, όστις έδραμε μετ' αυτήν, κατέλαβεν αυτό έν σκοτία. Έπειδή ανάγκη διά τήν παράτασιν του χρόνου, έν όσω ή Μαγδαληνή νά έλθη, τρέχουσα άπό του μνημείου εις τον Πέτρον και μετ' αυτού πάλιν νά έπανέλθη έπί τό μνημείον, νά άπέρασεν ή τότε επικρατούσα σκοτία.Άλλ' ίσως ήθελεν είπή τις, ότι δέν έφάνη τό φώς έν τω τάφω, ίνα ίδη ό Πέτρος τά έν αύτώ, άλλ' εις έκπληξιν θαύματος: «Απήλθε γάρ, φησί, πρός εαυτόν θαυμάζων τό γεγονός». Και όμως τόν Πέτρον τόν εξέπληξαν μόνα τά έν τώ τάφω κείμενα όθόνια και τό σουδάριον, «ό ήν έπί της κεφαλής αυτού, ού μετά τών όθονίων κείμενον» έπί τής κεφαλής του Σωτήρος, «άλλά χωρίς έντετειλιγμένον εις ένα τόπον» (Λουκ. κεφ. κδ', 12 Ίωάν. κ', 6-7).

Έάν δέ ήτον και φώς, τό όποίον έξέπληξεν αυτόν, δέν ήθελον τό παραδράμη οί Εύαγγελισταί, οίτινες ανιστόρησαν και τά έν τω τάφω και τά περί τό μνημείον εκπληκτικά, είτουν ύπερφυή, τόν μέγαν, λέγω, γεγονότα σεισμόν (Ματθ. κεφ. 27, 54), τό δι' αγγέλου άποκύλισμα τού λίαν μεγάλου λίθου άπό τής θύρας τού μνημείου, τόν έπ' αυτού καθήμενον άστραπόμορφον άγγελον (Μάρκ. κεφ. ιστ', 3-4-5) και τούς «έν έσθήτεσιν άστραπτούσαις» έπιστάντας ταίς έν τω τάφω γυναιξί δύο άνδρας, αγγέλους δηλονότι, «έν λευκοίς καθεζομένους, ένα πρός τή κεφαλή και ένα πρός τοίς ποσίν, όπου έκετο το σώμα τού Ιησού» (Λουκ. κεφ. κδ', 4 Ίωάν. κεφ. κ', 12). Είναι όμόλογον, ότι βέβαια κατελάμπετο ό τάφος τού Κυρίου έκ τών αυτώ άστραπομόρφων αγγέλων, παρόντων δηλονότι, είτουν φαινομένων και ομιλούντων ταίς γυναιξίν, επειδή και εις τόν Πέτρον, όταν επέστη ό άγγελος, φώς, λέγει, έν τω οίκήματι (Πράξ. κεφ. ιε', 7). Φωτεινοί γάρ είσίν οί άγιοι άγγελοι (Β' Κορ. ΙΒ', 14), «ώς τού πρώτου φωτός φώτα λειτουργικά δεύτερα κατά μέθεξιν χρηματίζοντες», κατά τόν Θεολόγον Γρηγόριον. 'Αλλ' ούτε ό Πέτρος είσελθών εις τό μνημείον φαίνεται ότι είδέ τινα έξ αυτών, άλλ' ούτε τήν εκείνων έν τω τάφω άστράπτουσαν αίγλην ό λόγος ημών σκοπεί, άλλ' έάν και άποστάντων τών αγγέλων και πρό τής εκείνων επιστασίας φώς ύπερφυές έωράτο, πρός μίμησιν τού οποίου φωτουργούσιν οί μετά ταύτα.

Επειδή, εάν έφαίνετο, ήθελεν είναι όχι όλιγώτερον εις λόγον γραφικής ιστορίας τό φώς εκείνο, άπό τά φώτα εκείνα, άπό εκείνο, τό όποιον, λέγω, περιήστραψε τούς περί τόν Παύλον ημέρας μέσης (Πράξ. κεφ. κβ', 6-9) και άπό εκείνο, τό όποιον έλαμψε νυκτός έν τω οίκήματι τού Πέτρου (Πράξ. ιβ', 7), άπό τήν έπισκιάσασαν τούς Αποστόλους νεφέλην έπί τού Θαβώρ (Ματθ. ιζ', 5), άπό τόν στύλον πυρός και νεφέλης, ό όποιος προηγείτο τού παλαιού Ισραήλ ('Έξοδ. ιγ', 21-22), άπό τήν άφλέκτως πυρπολούσαν τήν βάτον φλόγα ('Έξοδ. γ', 2), άπό τό άχειροποίητον εκείνο πύρ, τό όποίον κατέφλεξε τάς νομικάς θυσίας (Λευϊτ. θ', 24' Γ Βασιλ. ιδ', 38 Β' Παραλειπ. ζ', 1), από τό εξελθόν εκ τής πέτρας καί καταφαγόν τάς θυσίας τού Γεδεών, από τήν νεφέλην έκείνην, ήτις ένθεν μέν, έν δει πυρός έκάλυπτε τήν σκηνήν, ένθεν δε έπλήρου τόν οίκον Κυρίου (Έξόδ. κεφ. μ', 34-35-38 Γ' Βασιλ. Η 7, 10). Διότι μάλλον είναι κρείττων εις λόγον σεβάσματος ό τού Κυρίου τάφος καί τα έν αυτώ, καί από τό Σινά, καί από την Σκηνήν τήν νομικήν, καί του Σολομωντείου Ναού, και τών εν αυτοίς, καθώς λέγει ο ίδιος, «μείζον του ιερού και του Σολομώντος ωδε».

Καί όμως εγώ από τήν σύγκρισιν των έλαττόνων τεκμαίρομαι, μάλλον δε και πέπεισμαι όχι ολιγώτερον, ει μη και περισσότερον, ότι έφωτίσθη τήν νύκτα έκείνην ό τάφος τού Κυρίου από ύπερουράνιον φώς, ώς ύποδεξάμενος τό φώς τού κόσμου, και ότι παρεσιώπησαν τούτο οι Εύαγγελισταί, προαναστέλλοντες, στοχάζομαι, τήν των μετά ταύτα δραματουργίαν πρός μίμησιν τού φωτός έκείνου, τήν οποίαν πνευματικώς προέβλεπον καί όμως ούτε τήν σκηνήν του μαρτυρίου μετά τήν διάβασιν του Ιορδανού, αφού κατάπαυσαν εις τήν γην της επαγγελίας, φαίνεται είς κανέν μέρος της Ιεράς Γραφής, η επί Ιησού τού Ναυή, η επί τού Δαβίδ, ότι εκάλυπτεν ή νεφέλη έν είδει πυρός ώς τό πρότερον, ούτε τον Ναόν τού Σολομώντος έπλήρου κατ' έτος, ούτε έπί τού αγνισμού αυτού, μιάναντος αυτόν τού Άχάζ (Β' Παραλειπ. κεφ. κθ', 19-27), άλλ' ούτε εις τά εγκαίνια αυτού, ή τά πρώτα (Έσδρας, κεφ. στ, 16' Β' Παραλειπ. κθ' 7-19) ή τά δεύτερα (Α' Μακβ. δ', 54)' καί όχι μόνον ή νεφέλη δέν έπλήρου πλέον κατ' έτος τήν σκηνήν τού μαρτυρίου, αφού κατέπαυσαν εις τήν γην τής επαγγελίας, ή τον Ναόν του Σολομώντος, άλλ' ουδέ τό ούράνιον εκείνο πύρ, τό όποίον άπαξ εξελθόν κατέφαγε τά έπί τού θυσιαστηρίου ολοκαυτώματα (Λευϊτ. θ', 24).

Κατήρχετο και έφ' εκάστης θυσίας κατ' έτος, άλλά διά διηνεκούς καύσεως ξύλων διετηρείτο άσβεστον (Λευϊτ. κεφ. στ', 9-12), τό όποίον συνεξέλιπεν όμού με τάς θυσίας, όπου έγίνοντο έν τω ναώ, έμπρήσαντος αυτόν του Ναβουζαρδάν (Δ' Βασιλ. κεφ. κε', 9' Β' Παραλειπ. λστ', 7-19), μάλλον δε και προ του εμπρησμού έπί Άχάζ, τού μιάναντος τόν οίκον Κυρίου και άποκλείσαντος τάς θύρας αυτού, ώστε μήτε λίχνους νά άπτωσι, μήτε θυμιάματα νά θυμιώσι, μήτε ολοκαυτώματα νά άναφέρωσι (Β' Παραλειπ. κεφ. κθ', 7-19) και ούτε αυτό φαίνεται, ότι κατήρχετο ή έν τώ άγνισμώ τού Ναού, ή έν τοίς έγκαινίοις - και δέν λέγω τάς έπί τάς κεφάλας τών Μαθητών πυρίνους γλώσσας, τάς προφητείας και τά σημεία (Πράξ. κεφ. β', 3 και [;] 7) και τάς μετά ταύτα έκ τε τών Μαρτυρικών και όσιακών λαρνακών αναβλύσεις τού μύρου και εκείνα, τά οποία οί τάφοι τών δύο είρημένων Αποστόλων κατ' έτος άνεδίδοσαν αυτά όλα ώς πάλαι παύσαντα παρατρέχω.

Τό δέ πύρ εκείνο, τό όποίον ούρανόθεν κατέβαινε τό πάλαι έπί τά θεία θυσιαστήρια, λέγει ό ιερός Κύριλλος Αλεξανδρείας, ήτο μία προαναφώνησις του κατά Άριστον μυστήριου (Λόγοι κατά Ιουλιανού, εν τή περικοπή, ής η αρχή «εν τούτοις μέν ο συμπάς αυτώ διαπεραίνεται λόγος» διακωλύσας γάρ ό θείος νόμος τό άλλότριον πύρ, έτύπου, ότι εις εστίν ό μόνος φύσει και αληθώς Θεός, καί ούδενα έτερον συναριθμεί παντελώς μέ λόγου του ότι καταυγάζει μέ νοητόν φώς την άληθεστέραν σκηνήν, τούτ' εστί την Έκκλησίαν. Και δυνάμεθα νά κατοπτεύσωμεν αποχρώντως με τα όμματα της διανοίας ημών δια μέσου τών τότε γενομένων, ωσάν μέσα εις καθρέπτην, τό κάλλος τής αληθείας διαμορφούμενον, επειδή ή θυσία ημών είναι πολλώ κρείττων της νομικής. Διότι εις τήν ημετέραν θυσίαν κατέρχεται όχι πύρ αίσθητόν, εικονίζον τήν άρρητον δε φύσιν, άλλ' έκ Πατρός Υιού τό Πνεύμα τό άγιον, τό όποίον καταφωτίζει τήν Έκκλησίαν και δέχεται τάς παρ' ημών, πνευματικάς δηλονότι και νοητάς θυσίας.

Βλέπεις, λοιπόν, τό πύρ, τό όποίον τώρα κατέρχεται ούρανόθεν και καταφωτίζει τήν Έκκλησίαν πώς δέν είναι πύρ αισθητόν; Άλλ' ούδ' έξ όσων λέγουσιν οί θέλοντες νά συστήσωσι το πάντη άνιστόρητον ταύτης τής μηχανικής φωτουργίας άπό τούς λόγους τού Μελωδού, ωφελούνται κατ' ουδέν πλέον ότι εκείνα, τά όποία γίνονται προφανώς και άπαραλλάκτως κατ' έτος, δέν έχουσι χρείαν άπό καμμίαν ίστορίαν, επειδή έχουσι τήν όψιν τών όρώντων, έπιμαρτυρούσαν τορώτερον από κάθε ιστορίαν. Άλλά δύναται ν’ άντείπη τίς είς αυτά τί προφανέστερον άπό τήν άνατολήν τού γιγαντοδρόμου ηλίου (Ψαλμ. ιη', 5) καί ότι εκλείπει μέν ήλιος, Σελήνη δέ φθίνει; Καί ότι υψηλός μέν ό ουρανός, νεοσσοί δέ γυπός έπί τά υψηλά πέτονται, ό δέ άνθρωπος ταπεινός (Ίώβ); Τί γνωριμώτερον άπό τά διερχόμενα ύδατα άνά μέσον τών ορέων, καί τών έν φάραγξι πηγών, καί τής τών πετεινών τού ουρανού έπί τά όρη κατασκηνώσεως; Καί ότι μέν θηρία νυκτός έπί βρώσει διέρχεται, άνατείλαντος δέ τού ήλίου, εκείνα μέν είς τάς εαυτών μάνδρας συναγόμενα κοιτάζεται, άνθρωπος δέ εξέρχεται έπί τήν έργασίαν αυτού έως εσπέρας;

Καί ότι καρδίαν στηρίζει μέν άρτος, «εύφραίνει δε οίνος», «το δε πρόσωπον έν ελαίω ιλαρύνεται» (αυτόθι) και ότι «εύφραινομένης μέν καρδίας, θάλλει πρόσωπον, έν λύπαις δέ ούσης, σκυθρωπάζει» (Παροιμ.); Τίς τών ποιούντων εργασίαν εν ύδασι πολλοίς αγνοεί, ότι ευρύχωρος μέν ή θάλασσα, τοίς όρεσιν άμιλλωμένη, καί έν αυτή αναρίθμητα καί ερπετά νηκτοπόρα; Καί πλοία ποντοπόρα (Ψαλμ. 50) Τίς δέν βλέπει πάντων τών ορωμένων την ματαιότητα; (Ψαλμ. και Έκκλησιαστ.) ή τήν άνθρωπίνην ζωήν, ότι είναι έβδομηκοντούτις ή όγδοηκοντούτις καί «τό πλείον αυτής κόπος καί πόνος» καί ότι «ώσεί χόρτος αί ήμέραι» τού ανθρώπου, και «πάσα δόξα ανθρώπου ώς άνθος χόρτου»; (Ψαλμ.). Καί όμως τούτων έκαστον, διά ν' αφήσω τά πλείστα, μόλον ότι όχι κατ' έτος μόνον, άλλά και καθ' έκάστην, διά να ειπώ, γίνεται και φαίνεται όχι όλιγώτερον και γραφικής ιστορίας ήξίωται. Λοιπόν, έάν αυτά τά φυσικά και καθ' έκάστην ύπ' όψιν προκείμενα, ιστορούνται, διατί τό ύπερφυές, καθώς λέγουσιν, αυτής τής κατ' έτος επιταφίου επιφανείας άφήκαν ανιστόρητον οί θεοφόροι Πατέρες, και μάλιστα ό Νυσσαέων Γρηγόριος, όστις αυτοπροσώπως ύπήγεν εις Ιεροσόλυμα και μετά τήν εκείθεν έπάνοδόν του συνέγραψε λόγον ούκ αγενή, δι' όσους ύπάγουσιν εις τά Ιεροσόλυμα χάριν προσκυνήσεως;

Και αφήνω, διά νά ειπώ, τόν ιερόν Κύριλλον Αλεξανδρείας, και τόν ιερόν Χρυσόστομον, Πνευματοφόρους Πατέρας, οί όποίοι δέν ώμίλησαν διόλου εις τήν έξήγησιν, όπου κάμνουσιν εις τό κατά Ίωάννην Εύαγγέλιον, ούτε διά τό φώς εκείνο, τό όποίον ό Πέτρος είδεν έν τω τάφω, ούτε διά τήν κατ' έτος έπιτάφιον φωτοφάνειαν επειδή τότε ακόμη δέν είχε, στοχάζομαι, δραματουργηθή. Άλλ' υπέρ μέν τής τού Ζωοδόχου Τάφου προσκυνήσεως πολλά πολλοί και όρεσίτροφοι και πολιούχοι Πατέρες είπαν, και μάλιστα ό ιερός Ιερώνυμος περί δέ τής έπί τού μνήματος κατ' έτος φωτοφανείας, ουδείς ουδέν είπεν, ούτε αυτός ό μετά τόν Δοσίθεον προχειρισθείς Ιεροσολύμων Χρύσανθος , ό όποίος λέγει τήν εις τά Ιεροσόλυμα όδοιπορίαν τών Χριστιανών, ότι είναι μέγα μέρος τής σωτηρίας καί τής μετανοίας αυτών, εί μή μόνος ο υπό τού Δοσιθέου προχειρισθείς άσημος τίς ιστορικός εις έλεγχον μάλλον, παρά εις σύστασιν τού πράγματος (βιβλ. Ξ', κεφ. η', § ε')και τί τάχα θέλει ό κύριος Δοσίθεος, έν ω αυτός μέν εις τήν πολυμαθεστάτην αύτού δωδεκάτευχον βίβλον δέν λέγει οίκοθεν τι περί τής επιταφίου κατ' έτος φωτοφανείας, τής οποίας και αυτόπτης, τυχόν δέ και αυτουργός έγένετο, άλλ' άπαξ εις ένα μέρος παρεισάγει ως δήθεν αυτού αξιοπιστότερον τόν διαληφθέντα ιστορικόν, εξιστορούντα περι τούτου ετεροίως και πάντη παρηλλαγμένως, ότι εγινετο εις τάς ημέρας εκείνου η εφ’ ήμερων του Δοσιθέου και κατά τόν καιρόν και τόν τρόπον τής είρημένης φωτοφανείας, έπειτα δέ, ένώ έπρεπε νά αιτιολόγηση τό παρηλλαγμένον τού καιρού και τού τρόπου, αυτός μέ σιωπήν τό παρατρέχει;

«Έπί Λέοντος, λέγει, βασιλέως του Σοφού, ώς γράφει ό Καισαρείας Άρέθας προς Ούϊζήρ τόν φύλαρχον τών Αράβων, αύτή τη ημέρα τής τού Χριστού Αναστάσεως, παντός πυρός σβεσθέντος εν Ιερουσαλήμ, εσκευάζετο κανδήλα μετά ελλυχνίου, καί ισταμένων τού μέν κατά την Ιερουσαλήμ Άμηρα εγγύς τού Αγίου Τάφου, έσφραγισμένης τής θύρας ύπ' αύτου, τών δέ Χριστιανών έξω εις τόν ναόν της Αγίας Αναστάσεως και κραζόντων τό, «Κύριε έλέησον», εξαίφνης αστραπής γενομένης, άνηπτεν εις τήν κανδήλαν φώς, και ες αυτού του φωτός πάντες οι κατοικούντες τήν Ιερουσαλήμ έλάμβανον και άνήπτον πύρ». Καί τότε μέν ούτως έγίνετο, νύν δέ ούτε μετ' αστραπής, ώς τό πάλαι, ούτε κατ' αυτήν τήν αναστασιμόν ημέραν, ούτε εκ μόνης της κανδήλας , αλλά καί χωρίς άστραπήν, και έν τή πρό της αναστάσεως ήμερα, και έπ' αυτού τού Ζωοδόχου Τάφου χέεται, κακείθεν διαδίδεται τό φώς.

Τούτο είδώς ό κύριος Δοσίθεος δέν ήτιολόγησε καθ' όλου διά την παραλλαγήν και τού χρόνου και τού τρόπου και τού τόπου. Και μέ αυτά δέν δίδει νά καταλάβωσιν, όσοι γινώσκουσιν ά άναγινώσκουσιν , ότι ούτε αυτός κατά τον ειρημένον Ευφραίμ συνευδοκεί είς αυτά, ώς εύεξέλεγκτα, όθεν ουδέ γρύ, τό του λόγου, είπεν οίκοθεν; Άλλ' ουδέ Ούρβανός ό Β' πάπας ό όποίος ομιλών παρά Βαρωνίω Λατίνω κατά τό αθ ον έτος, έν τή κατά Κλαρομοντέσαν Συνόδω περί τού κατ' έτος γινομένου έν τή Εκκλησία τού Άγίου Τάφου, ούτε αυτός, λέγω, συμφωνεί μέ εκείνα, τά όποία γίνονται νυν, καθώς εξ ακοής εξιστορεί, διότι όλαι λέγει αί κανδήλαι τού Ναού καί τού τάφου σβεννύμεναι, πάλιν θεόθεν άπτουσι.

Καί όμως τώρα λέγει, όχι όλαι, άλλ' άπ' όλας άπτει μία μόνον, καί αυτή όχι ή τυχούσα, άλλ' εκείνη, ή οποία είναι έσκευασμένη ώρισμένως έπ' αύτώ τούτω, άφού προανελκυσθή υψηλότερα άπό όλας, εώς ύπ' αυτήν τήν αψίδα τού Ναού, διά νά λάθη ίσως τούς οφθαλμούς τών κάτω, πώς κατεσκευάσθη και πώς άπτει. Περί δέ επιταφίου φωτός δέν ομιλεί ούτ' αυτός τίποτες, καθώς ούτε ό παρά τω Δοσιθέω Ιστορικός, έξ' ών γίνεται δήλον, ότι είναι ύστερογενές διότι ήδύναντο νά όμιλήσωσι καί περί τούτου, και μάλιστα περί τούτου, εάν ήτο παλαιγενές. Διότι τί έκώλυε καί αυτόν, έάν και όχι άλλο, νά μεταχειρισθή κάν άπαξ τό φώς εκείνο εις άπόδειξιν, τό όποίον ό Πέτρος «έν τώ τάφω ορών κατεπλήττετο»; Καί όμως έγνώριζε πολλά καλά, ότι τό φώς εκείνο δέν έφάνη εις τόν Πέτρον πρό τής Αναστάσεως, άλλά μετά την 'Ανάστασιν και όχι έξωθεν τού τάφου έπί τού μνημείου, έπάνωθεν τού σπηλαίου ρητώς άνακεχυμένον καί συμμαζωνόμενον, ώσπερ ύδωρ άπό τάς χείρας τών Μυροφόρων, ή τού Πέτρου, άλλ' έξήστραπτεν άναφές μέσα εις αυτόν τόν τάφον.

Καί ούτε περί σταθηράν μεσημβρίαν της ημέρας, άλλά λίαν πρωί, κατά μεν τον Ευαγγελίστην σκοτίας, κατά δέ τόν μελωδόν νυκτός έτι ούσης.

Τη επαύριω η συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: