04 Απριλίου, 2011

Το Αρχιεπισκοπικό ζήτημα (1900-1910) ως έκφαση του Ενωτικού Κινήματος: Η Βρετανική Θεώρηση. ( Γ’ ΜΕΡΟΣ ) ‏

image2

B. Οι βασικοί πρωταγωνιστές

του Αρχιεπισκοπικού Ζητήματος και της «Ένωσης»

Όταν στις 9 Μαΐου του 1900 (π.η.) απεβίωσε ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος, λίγοι θα πίστευαν ότι ο διάδοχός του θα ανέβαινε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο δέκα ολόκληρα χρόνια αργότερα. Αυτή η ταραχώδης περίοδος που μεσολάβησε μέχρι την εκλογή του νέου αρχιεπισκόπου – αρκετά έντονη κατά περιόδους – κατά την οποία κυριάρχησε η διαμάχη μεταξύ των δύο διεκδικητών του αρχιεπισκοπικού θρόνου, έγινε ευρέως γνωστή ως το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα.

Σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό νόμο, ο επίσκοπος Πάφου, ως ο πρώτος τη τάξει ανάμεσα στους ιεράρχες και προεδρεύων της Συνόδου, αναλάμβανε (προσωρινά) το ρόλο του τοποτηρητή του αρχιεπισκοπικού θρόνου, μέχρι να εκλεγεί ο νέος αρχιεπίσκοπος[50]. Στην περίπτωση αυτή όμως, ο επίσκοπος Πάφου, είχε πεθάνει ένα χρόνο ενωρίτερα και διάδοχός του δεν είχε ακόμη εκλεγεί[51].

Η κατάσταση έγινε ακόμη πιο περίπλοκη όταν τα δύο εναπομείναντα και με δικαίωμα εκλογής μέλη της Ιεράς Συνόδου αξίωναν τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Αφού και οι δύο είχαν το ίδιο όνομα (Κύριλλος), οι πιστοί αναφέρονταν σε αυτούς  χρησιμοποιώντας παρώνυμα, τα οποία σχετίζονταν με τη σωματική διάπλασή τους: «Κυριλλάτσος» για τον Κύριλλο Παπαδόπουλο, επίσκοπο Κιτίου και «Κυριλλούδιν» για τον Κύριλλο Βασιλείου, επίσκοπο Κυρηνείας[52]. Ο πρώτος είχε ορμητικό και επιθετικό χαρακτήρα, ενώ ο δεύτερος ήταν ήρεμος και κατά κάποιο τρόπο πιο πνευματικός[53].

Επιπλέον, ο Κιτίου είχε ενεργό σχέση με την πολιτική καθότι ήταν βουλευτής[54], και δεν δίστασε πολλές φορές να εκδηλώσει τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Για παράδειγμα, το 1901 δεν επέτρεψε να πραγματοποιηθεί μνημόσυνο εις μνήμη της Βασίλισσας Βικτώριας[55]. Το Σεπτέμβριο του 1900, το στρατόπεδο του επισκόπου Κιτίου εξασφάλισε σαράντα έξι «υποστηρικτές» οι οποίοι είχαν αναδειχθεί νικητές στις εκλογές των γενικών αντιπροσώπων[56].

Ωστόσο, οι αντίπαλοί τους αμφισβήτησαν τις εκλογικές διαδικασίες ως αντικανονικές, άποψη που συμμεριζόταν και η πλειοψηφία της Συνόδου, που απαρτιζόταν τότε από τους επισκόπους Κιτίου και Κυρηνείας, τους ηγουμένους του Κύκκου και του Μαχαιρά, τον Αρχιμανδρίτη και τον Έξαρχο της Αρχιεπισκοπής. Ο Κιτίου αρνήθηκε να δεχθεί τις αποφάσεις της Συνόδου και αποσύρθηκε από αυτή, οδηγώντας  με αυτό τον τρόπο την εκλογική διαδικασία σε ένα αδιέξοδο και δημιουργώντας ένα οξύ ανταγωνισμό μεταξύ των δύο υποψηφίων[57].

Κατά τα πρώτα χρόνια, η σύγκρουση ήταν τεταμένη, προτού περάσει –προσωρινά– από μια φάση ηρεμίας. Αναζωπυρώθηκε κατά το έτος 1907, μετά την αξίωση των υποστηρικτών του επισκόπου Κιτίου να εισαγάγουν νομοθεσία με στόχο την ομαλοποίηση των αρχιεπισκοπικών εκλογών. Αυτή η απόφαση προκάλεσε ισχυρές αντιδράσεις από την Ιερά Σύνοδο και σύντομα η κατάσταση περιπλέχτηκε και πάλι[58].

Ξέσπασε τόσο μεγάλη αναταραχή που ο Μέγας Αρμοστής υποχρεώθηκε να «κηρύξει στρατιωτικό νόμο στην πρωτεύουσα και να χρησιμοποιήσει στρατεύματα για να διατηρήσει την τάξη»[59]. Το Φεβρουάριο του 1908, ο Κυρηνείας ορίστηκε αρχιεπίσκοπος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο παρενέβη στο ζήτημα μετά από σχετική πρόσκληση  από τη Σύνοδο[60]. Η «εκλογή» του όμως, προκάλεσε μεγάλη αντίδραση από τους αντιπάλους του και με τη συγκατάθεση των Βρετανών αναγκάστηκε να αποσυρθεί[61].

Τελικά, το 1909 ο Κιτίου Κύριλλος Παπαδόπουλος εκλέχθηκε αρχιεπίσκοπος[62] ενώ στον Κυρηνείας Κύριλλο Βασιλείου δόθηκε ο τίτλος «Μακαριώτατος, πρώην Αρχιεπίσκοπος Κύπρου και πρόεδρος Κυρηνείας»[63]. Η διαμάχη λύθηκε οριστικά το Φεβρουάριο του 1910, με τους δύο πρωταγωνιστές του αρχιεπισκοπικού ζητήματος να συμφιλιώνονται δημόσια[64].Εκτός από τη διαμάχη μεταξύ των δύο επισκόπων[65], το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα αποτέλεσε ένα βασικό πολιτικό ζήτημα που είχε σχέση με την ένωση.

Ο Κυρηνείας υποστηριζόταν από το άτυπο κόμμα των Συντηρητικών, με επικεφαλής τους πολιτικούς Αχιλλέα Λιασίδη και Πασχάλη Κωνσταντινίδη. Αυτό όμως δεν πέρασε απαρατήρητο από τους Βρετανούς οι οποίοι περιέγραψαν τον Κυρηνείας ως «ένα άντρα χωρίς πολλή λαϊκή επιρροή, ο οποίος όμως υποστηριζόταν από δύο μέλη του Νομοθετικού και Εκτελεστικού Συμβουλίου»[66].

Από την άλλη, ο Κιτίου υποστηριζόταν από το «πολιτικό κόμμα  των Αδιάλλακτων» με επικεφαλής τους Πελοποννήσιους Νικόλαο Κατάλαλο και Φίλιο Ζαννέτο, και τον Θεοφάνη Θεοδότου, οι οποίοι ήταν φανατικοί υποστηρικτές της ένωσης[67]. Ο ίδιος ο Κιτίου ήταν μέλος του Νομοθετικού Συμβουλίου μεταξύ του 1899 και 1911, απολαμβάνοντας ευρεία υποστήριξη στη βάση της πίστης ότι η ένωση θα επέλθει μόνο μέσα από τη συνεχή και ανυποχώρητη πίεση πάνω στους Βρετανούς[68].

Επιπλέον, η φιλονικία εξελίχθηκε σε μια πολιτική διαμάχη ανάμεσα στην παλαιά τάξη, που αντιπροσώπευαν οι υποστηρικτές του Επισκόπου Κυρηνείας και τη νέα τάξη, που προωθούσε μια πιο ριζοσπαστική στάση στο θέμα της ένωσης. Τη νέα αυτή τάξη εκπροσωπούσε η νέα γενιά, η οποία δεν είχε βιώσει την Οθωμανική κυριαρχία.

Πολλά από τα μέλη της είχαν σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο και ήταν διαποτισμένο από τον πανελλήνιο (Panhellenic) αλυτρωτισμό[69] και είχε διαμορφώσει την καινούρια μεσαία τάξη[70] προσδίδοντας εις το εξής στη διαμάχη και μια κοινωνική διάσταση. Οι πιστοί έλαβαν ενεργό μέρος στη διαμάχη και χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα:

Στους Κιτιακούς, που χαρακτηρίζονταν από μία αδιάλλακτη στάση απέναντι στους Βρετανούς και την έντονη επιθυμία για ένωση, και στους Κυρηνειακούς, που εκπροσωπούνταν από τους παλαιούς συντηρητικούς πολιτικούς του νησιού. Οι τελευταίοι αποκαλούνταν από τους αντιπάλους τους «Καταχθόνιοι», ενώ οι Κιτιακοί χαρακτηρίζονταν ως «Μασόνοι».

Η κατηγορία της «μασονίας» (τεκτονισμού) δεν ήταν άσχετη με το οργανωμένο σχέδιο των Κυρηνειακών να στηρίξουν την εκστρατεία τους πάνω στο θεμέλιο της επίκλησης της θρησκείας, στο βαθμό που και οι Κιτιακοί είχαν αναγάγει την εθνική ταυτότητα σε σύνθημά τους[71] αφού πολλοί αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «πατριώτες» [72].

Η διαμάχη απέκτησε ένα ταξικό χαρακτήρα σε τέτοια έκταση που «διέσπασε την εμπορική και επαγγελματική τάξη, και διαμέσου αυτών το υπόλοιπο του νησιού, σε “μετριοπαθείς” και σε “ασυμβίβαστους εθνικιστές”»[73]. Πραγματικά, το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα πέρα από πόλεμος δύο μεγάλων μεσαιωνικών αρχόντων, ήταν η σύγκρουση δύο τάξεων, της παλιάς και της νέας, δύο ιδεολογιών, του φιλελεύθερου συντηρητισμού της Λευκωσίας, που έβγαινε από την τουρκοκρατούμενη Κύπρο, και του συντηρητικού φιλελευθερισμού της Λεμεσού και της Λάρνακας[74], που εμφανίσθηκε με τη νέα γενιά.

[…] Αυτόματα, ήταν η σύγκρουση δύο στάσεων και προγραμμάτων έναντι της Αγγλίας[75].Επιπλέον, κατά τη δεκαετία του 1900 ενδυναμώθηκε το αίτημα και η επιθυμία για ένωση. Κατά το 1903 και 1904 οι εννέα Έλληνες-μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου πέρασαν ψηφίσματα υπέρ της ένωσης, επωφελούμενοι από την απουσία ενός από τα μη Ελληνικά μέλη[76].

Δύο χρόνια μετά, το Υπουργείο Εξωτερικών της Βρετανίας ζήτησε από την πρεσβεία του στην Αθήνα να διαμαρτυρηθεί στην Ελληνική κυβέρνηση εξαιτίας εκδηλώσεων που υποκινήθηκαν από την επίσκεψη του εκπαιδευτικού στρατιωτικού πλοίου του ελληνικού ναυτικού «Ναύαρχος Μιαούλης» στη Λεμεσό[77].

Τον Οκτώβριο του 1907, η επίσκεψη του Υφυπουργού Αποικιών, Winston Churchill, αντιμετωπίστηκε από τον ελληνικό πληθυσμό ως  ακόμη μια ευκαιρία  για να εκφράσουν τα εθνικά τους οράματα. Ο Κιτίου τον υποδέχθηκε στη Λάρνακα θυμίζοντάς του την επιθυμία του λαού για ένωση[78].

Επιπλέον, ένα μνημόνιο που του παραδόθηκε από τους Έλληνες-μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου έκανε για μια ακόμα φορά αναφορά στον Gladstone και στο προηγούμενο της παραχώρησης των Ιονίων Νήσων, ενώ ο ίδιος ο Churchill δέχθηκε επανειλημμένα τη θερμή παράκληση να κατανοήσει τον «ισχυρό και ένθερμο πόθο που κατακαίει το στήθος κάθε Κυπρίου»[79].

Μεταξύ αυτών που υπόγραψαν το υπόμνημα ήταν οι πολιτικοί Θεοφάνης Θεοδότου και ο μεγαλύτερος αδερφός του Αντώνιος Θεοδότου, ο Χριστόδουλος Σώζος, ο Ιωάννης Κυριακίδης και φυσικά ο ίδιος ο Κιτίου, όλοι τους μέλη του στρατοπέδου των Κιτιακών[80].

Σε κάθε σχεδόν περίσταση, οι Κιτιακοί προωθούσαν την αξίωσή τους για ένωση, για να συναντήσουν τη βρετανική άρνηση στη βάση του ότι «η Βρετανία δεν θα μπορούσε να παραχωρήσει την Κύπρο εφόσον δεν είχε καθαρό καθεστώς ιδιοκτησίας της»[81]. Έτσι, η προοπτική της ένωσης, σύμφωνα με δήλωση του Αρμοστή, δεν ήταν παρά «ένας κυκεώνας από αδύνατους παραλογισμούς»[82].

Πάνω απ’ όλα όμως, οι Βρετανοί αντιμετώπιζαν τους Κιτιακούς με περισσότερο σκεπτικισμό παρά τους αντιπάλους τους και, μολονότι είχαν χειριστεί το ζήτημα της διαδοχής με διακριτικότητα, τα συμφέροντά τους στο νησί θα εξυπηρετούνταν προφανώς καλύτερα από μια πιθανή νίκη των Κυρηνειακών.

Παρόμοια άποψη συμμερίζεται και ο Sir George Hill που αναγνωρίζει ως Ίσως μοιραίο το γεγονός ότι οι συμπάθειες των βρετανικών αρχών, όσο κι αν δεν επιθυμούσαν να αναμειχθούν στη διαμάχη μεταξύ των δύο παρατάξεων στην Εκκλησία, τάσσονταν υπέρ της πλευράς που ήταν αντίπαλη του Επισκόπου Κιτίου[83].

Σημειώσεις:

49.    Georghallides, History (υποσ. 5) 62.
50.    Σύμφωνα με τον τότε εκκλησιαστικό νόμο, τον αρχιεπίσκοπο θα αναδείκνυαν οι ψήφοι της Ιεράς Συνόδου (που απαρτιζόταν από τους Επισκόπους, τους Ηγουμένους των μεγαλύτερων μοναστηριών και τους αξιωματούχους κληρικούς της Αρχιεπισκοπής) μαζί με αυτούς των εξήντα γενικών αντιπροσώπων (είκοσι κληρικοί και σαράντα λαϊκοί). Οι τελευταίοι εκλέγονταν από τους ειδικούς αντιπροσώπους, που με τη σειρά τους εκλέγονταν ανάμεσα στους άνδρες άνω των είκοσι ετών. CO 67/131/29932: Sir W. F. Haynes-Smith (Μέγας Αρμοστής) στον Joseph Chamberlain (Υπουργός Αποικιών), 22 Ιουλίου 1902.  Βλ. επίσης Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 32-3, 45˙ Alastos, Cyprus (υποσ. 1), 332˙ Hill, «Ottoman province» (υποσ. 14), τ. 4ος, 581.
51.    Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 56-7.
52.    Γ. Μιχαηλίδης, «Ο λόγιος κληρικός Ιωάννης Μακούλης και τα εν Λεμεσώ παρεπόμενα του Αρχιεπισκοπικού Ζητήματος του 1900-1909» ΚΣ 64-65 (2000-1) 626˙ Παπαπολυβίου, «Κύπρος 1878-1909» (υποσ. 37), τ. 5ος, 293.
53.    Για βιβλιογραφικές πληροφορίες σχετικά με αμφότερους τους δύο υποψηφίους, βλ. Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 36-9 και Κουδουνάρης, Λεξικόν (υποσ. 18), 198-99.
54.    Όπως τονίζει ο Hill, στο βιβλίο του  «Ottoman province», (υποσ. 14 ), τ. 4ος, 508, «σε ένα τόπο όπου κάθε κληρικός είναι ένας πολιτικός, η υποψηφιότητα του επισκόπου Κιτίου για την αρχιεπισκοπή ήταν στενά συνδεδεμένη με την εκστρατεία για την ένωση με την Ελλάδα».
55.    Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 37.
56.    Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 50-1.
57.    Alastos, Cyprus (υποσ. 1), 332˙ Katsiaounis, Labour (υποσ. 37), 230˙ Κιτρομηλίδης, «Η ζωή» (υποσ. 22), τ. 14ος, 394.
58.    Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 76-8.
59.    Alastos, Cyprus (υποσ. 1), 333. Βλ. επίσης Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 93˙ Μιχαηλίδης, «Κληρικός Ιωάννης Μακούλης» (υποσ. 52), 626.
60.    Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 91-2˙ Alastos, Cyprus (υποσ. 1), 333.
61.    G. S. Georghallides, «Lord Crewe’s 1908 statement on Greek Cypriot national claims», ΚΣ 34 (1970) 28˙ Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 92-8.
62.    Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 109-12. Οι υποστηρικτές του επισκόπου Κυρηνείας απείχαν από τις εκλογές με αποτέλεσμα να δώσουν τη νίκη στους αντιπάλους τους.
63.    Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 111.
64.    Alastos, Cyprus (υποσ. 1), 333. Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 113-16.
65.    Εγγλεζάκης, Είκοσι μελέται (υποσ. 44), 582.
66.    CO 67/125/42242: Haynes-Smith στον Chamberlain, 15 Δεκεμβρίου 1900. Βλ. επίσης Hill, «Ottoman province» (υποσ. 14), τ. 4ος, 579.
67.    Αναγνωστοπούλου, Εκκλησία (υποσ. 17), 204.
68.    Κουδουνάρης, Λεξικόν (υποσ. 18), 198˙ Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 38.
69.    Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 19˙ Γ. Τσαλακός, «Σύντομη επισκόπηση ορισμένων όψεων της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο», στο (επιμ. Γ. Τενεκίδης και Γ. Κρανιδιώτης ), Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της, Αθήνα 1981, 152˙ Georghallides, «Churchill’s visit» (υποσ. 2), 182. Ο Επίσκοπος Κυρηνείας ήταν επίσης απόφοιτος του ίδιου πανεπιστημίου, προτίμησε ωστόσο να ακολουθήσει μια εντελώς διαφορετική στάση στο ζήτημα της ενώσεως.
70.    Αναγνωστοπούλου, Εκκλησία (υποσ. 17), 203.
71.    Katsiaounis, Labour (υποσ. 37), 229.  Οι κατηγορίες κατά των αντιπάλων τους ήταν ότι πρόσφεραν βοήθεια στην Κυβέρνηση και ότι πρόδιδαν την ίδια τη χώρα τους˙ Hill, «Ottoman province» (υποσ. 14), τ. 4ος, 508-9.
72.    CO 67/127/8845: Haynes-Smith στον Chamberlain, 28 Φεβρουαρίου 1901.
73.    Attalides, Cyprus (υποσ. 35), 24.
74.    «Οι ταραχές στις πόλεις εκπηγάζουν από τη Λεμεσό και τη Λάρνακα όπου διαμένουν οι πιο εύρωστοι οικονομικά από τους Έλληνες κατοίκους της Κύπρου, και διεκπεραιώνεται η κύρια εμπορική δραστηριότητα»˙ CO 67/128/45019: Haynes-Smith στον Chamberlain, 28 Νοεμβρίου 1901.
75.    Εγγλεζάκης, Είκοσι μελέται (υποσ
. 44),  582.
76.    Georghallides, «Churchill’s visit» (
υποσ
. 2), 182.
77.    Hill, «Ottoman province» (
υποσ. 14), τ. 4ος
, 514.
78.    Georghallides, «Churchill’s 1907 visit» (
υποσ. 2), 183-4˙ Georghallides, «Lord Crewe’s statement» (υποσ
. 61), 27.
79.    CO 67/149/38671: King-Harman
στον Bruce, 21 Οκτωβρίου 1907˙ Reed Coughlan, «Sources for the History of Cyprus», New York 2004, τ. 6ος, 62-4˙ Georghallides, «Churchill’s visit» (υποσ.
2), 192-9.
80.    Το 1906, το κόμμα των Κιτιακών βγήκε κερδισμένο από τις εκλογές για το Νομοθετικό Συμβούλιο εκτοπίζοντας τους Κυρηνειακούς˙ Alastos, Cyprus (υποσ.
1), 333.
81.    Georghallides, «Churchill’s visit» (
υποσ
. 2), 186.
82.    Hill, «Ottoman province» (
υποσ. 14), τ. 4ος
, 517.
83.    Αναφορά στο Hill, «Ottoman province» (υποσ. 1)

Δεν υπάρχουν σχόλια: