12 Μαρτίου, 2010

Η ΗΜΙΜΑΘΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΚΟΙΜΩΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΦΑΝΑΡΙΟΥ π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΣΕΤΣΗ 12/3/2010.

image

ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΩΝ

ΑΠΟ ΑΙΘΕΡΟΒΑΜΟΝΑ ΠΑΡΑΚΟΙΜΟΜΕΝΟ

ΤΟΥ ΦΑΝΑΡΙΟΥ

Ο αιδεσ/τατος π. Γεώργιος Τσέτσης, παρακοιμώμενος του σεπτού Θρόνου του Φαναρίου, σε κείμενο του στον ηλεκτρονικό τύπο, 7/3/2010, παραληρεί, αναφερόμενος σε θέματα εκκλήτου προς τον Οικουμενικό Θρόνο, και πολλά άλλα παρασυρόμε­νος από ψευδαισθήσεις. Αρχικά αναφέρεται στο παράνομο και αντικανονικό «Εκκλητο» προς τον Οικ. Θρόνο του τέως Αττικής και νυν Μοναχού, κ. Παντελήμονα Μπεζενίτη, και ισχυρίζεται, ότι το έκκλητον προς το Οικ. Πατριαρχείον ανήκει, «στα από αιώνων εκκλησιαστηκώς κρατούντα».

Επίσης, ο π. Γεώργιος, αναφέρεται, και «μέμφεται ασυστόλως», στο Πλαίσιο του καθεστώ­τος της Νόμω κρατούσης Πολιτείας που υποχρεούται να κινείται η Αυτοκέφαλος αδελφή Εκκλησία της Ελλάδος. Ακόμη, ισχυρίζεται, ότι το Πατριαρχείον δεν σκέπτεται «με τη μέθοδο του Σαλαμιού» να άρει το Αυτοκέφαλο της αδελφής Εκκλησίας της Ελλάδος. Πηγαίνοντας παραπέρα υβρίζει τον αείμνηστο και πανάξιο Πατριάρχη κυρό Δημήτριον.

Και τέλος «έμπλεος ψευδαισθήσεων του παρελθόντος», επιμένει ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης της Κων/πόλεως«μπορεί να επεμβαίνει στα εσωτερικά της αυτοκέφαλης Εκκλη­σίας της Ελλάδος». Μάλιστα για να στηρίξει τα όσα ισχυρίζεται, και αφού, «με τον τρόπο του», μας υβρίζει όλους «ως αδαείς περί τα εκκλησιαστικά», αναφέρεται, «αιθεροβατώντας» και σε δύο, (άσχετους σήμερα για την αυτοκέ­φαλη Ελλαδική Εκκλησία), Ιερούς Κανόνες της Δ' Οικ. Συνόδου, τον 9ο και τον 17ο (έτους 451 μ.χ.), τους οποίους, ο π. Γεώργιος, παραμερίζοντας την ιστορία εποχής, τους κακοποιεί και παραχαράττει, «για τη λήψη του ζητουμένου του».

Αυτά, και πολλά άλλα, μας λέει, ο π. Γεώργιος Τσέτσης, «μη ιδώς, (βέβαια). ά λέγει», γιατί, οι άγιοι Πνευματοφόροι Πατέρες μας, τους οποίους το Φανάρι (χάριν άραγε του αιρεσιάρχη πάπα(;)), τους κατηγορεί, ότι υπήρξαν θύματα του αρχεκάκου όφεως, έχουν ήδη φροντίσει για την Εκκλησία του Ιησού Χριστού, ώστε να έχει πάντοτε « κάθε τόπος και ζακόνι και κάθε μαχαλάς» την ισχύουσα απαραχάρακτη, και εν προκειμένω, Εθνικονομοκανονική και Εκκλησιολογική Τάξη.(Καν. 34ος Αγ. Α­ποστόλων, και 17ος Δ " Οικ. Συν.).

Τώρα, ας επιτραπεί και σε μας, να απαντήσουμε εν ΟΡΘΟΔΟΞΩ Νομοκανονική και Εκκλησιολογική αληθεία στον παρακοιμώμενο του Φαναρίου και απρόσεκτο Νομοκανονικοεκκλησιολογικά π. Γεώργιο Τσέτση. α) Κακώς- κάκιστα ασχολήθηκε το Φανάρι με την υπόθεση του τέως Αττικής και νυν Μοναχού κ. Παντελεήμονα Μπεζενίτη, π. Γεώργιε, γιατί η υπόθεσή του, Νομοκανονικά, είχε τεθεί στο Αρχείο της Ιεράς Συνόδου από το Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, και ως εκ τούτου δεν Εφεσιβάλλεται.

Πού ακούστηκε ποτε, να εφεσιβάλλει κατηγορούμενος αθωωτική του απόφαση; Και πέραν τού­του, το χείριστο, να ζητείται, από το πάντα απρόσεκτο, και αδιάβαστο Φανάρι, να επιστρέψει η υπόθεση στο Πρωτοβάθμιο εκκλησιαστικό δικαστήριο που τον αθώωσε, (και να κάνει τί;), εν συνεχεία να ακολουθηθεί η δήθεν περαιτέρω Κανονική οδός, κατά το Φανάρι, ώστε τελικά και κατά τον παραλογισμό της θεωρίας «της λήψεως του ζητουμένου» να φτάσει στα χέρια του ενδιαφερό­μενου (για πιο λόγο άραγε) Φαναρίου, και να δικαστεί τελεσίδικα από αυτό;

Ιδού η ωμή εισβολή στα εσωτερικά εκκλησιαστικά πράγματα άλλης αδελφής Εκκλησίας, και η σκαιότατη παραδιοίκηση που ασκήθηκε από το Φανάρι, π. Γεώργιε... Κρίμα που παρότι είσαστε αδαής περί τα εκκλησιαστικά Νομοκανονικά πράγματα, εν τούτοις μιλάτε, και μιλάτε πολύ, και άσχημα. β) Το ότι το φανάρι δεν σκοπεύει να άρει το Αυτοκέφαλο από την αδελφή Εκ­κλησίας της Ελλάδος, τί το θέλατε και το αναφέρατε, π. Γεώργιε; Δεν το έχετε ακούσει, ή καλύτερα, ως παρακοιμώμενος, δεν το έχετε ακόμη διαπιστώσει, ότι με υπόγειες διαδρομές, και τη μέθοδο του σαλαμιού, το Φανάρι όχι απλώς το θέλει, αλλά διακαώς το επιθυμεί;

«Όλοι το έχουν τούμπανο και σύ κρυφό κα­μάρι;». Θα σου αναφέρουμε εμείς μιά, από τις πολλές, ύπουλες μεθοδεύσεις, και υπόγειες διαδρομές του ύπουλου Φαναρίου. Εδώ και χρόνια τώρα, π. Γεώργιε, το Φανάρι, «έχει κόψει τον άλυσο» κατά το κοινώς λεγόμενο, προσπαθώντας και επιμένοντας, με κάθε τρόπο και μέσον, ώστε να τροποποιηθεί ο ν.590/77 «Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας», για να περάσει μέσα στο νόμο και να αναγνωριστεί η ανυπόληπτη Νομοκανονικοεκκλησιολογικά και Εθνικά, Συνοδική Πατριαρχική Απόφαση του 1928, και να επιτραπεί να ανοίξει Γραφείο το Φανάρι στην Αθήνα.

Στη συνέχεια να το ανυ­ψώσει σε ΕΞΑΡΧΙΑ, με απώτερο σκοπό να ασκεί από κοντά, και επί του ασφα­λούς πλέον, με υπόγειες διαδρομές και τη μέθοδο του σαλαμιού, τα σε βάρος του Αυτοκέφαλου της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας, ώστε να την καταστήσει τελικά ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΔΑ του; Ούτε και αυτό δεν το έχετε πάρει χαμπάρι π. Γεώρ­γιε; Μα όλα αυτά είναι σκέψεις, έργα, και μέθοδοι δικοί σας σε βάρος της ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ Εκκλησίας της Ελλάδος.

Και το τονίζουμε αυτό «Ποιλίκοις υμίν Γράμμασι» το «ΟΡΘΟΔΟΞΗ», π. Γεώργιε, γιατί εσείς εκεί στο Φανάρι την ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ - ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ την έχετε, εδώ και καιρό, φασκελώσει, και το λέ­με αυτό με μεγάλη μας λύπη. γ) Από πού και γιατί, π. Γεώργιε, ο Πατριάρχης μπορεί να επεμβαίνει στα εσωτερικά πράγματα της αδελφής Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος;

Εσύ αναφέρεσαι στον Πατριαρχικό Συνοδικό Τόμο του 1850, δεν τον έχεις μελετήσει και δεν έχεις ιδεί ποτέ, ότι ορίζει ρητά και κατηγορηματικά, πως η αδελφή Εκκλησία του βασιλείου της Ελλάδος: «...υπάρχει του λοιπού κανονικώς αυτοκέφαλος, υπερτάτην εκκλησιαστικήν αρχήν γνωρίζουσα Σύνοδον διαρκή... πρόεδρον έχουσαν τον κατά καιρόν ιερώτατον Μητροπολίτην Αθηνών και διοι­κούσαν τα της Εκκλησίας κατά τους Θείους και ιερούς κανόνας, ελευθέρως και ακωλύτως ... δαψιλεύομεν δε αυτή και πάσας τας προνομίας και πάντα τα κυ­ριαρχικά δικαιώματα τα τη ανωτάτη εκκλησιαστική αρχή παρομαρτούντα, ...».

Μη στέκεσαι στη Πατριαρχική Πράξη του 1928, γιατί είναι εντελώς Νομοκανονικά απαράδεκτη και ανυπόληπτη. δ) Ο π. Γεώργιος για να στηρίξει και Κανονικά τα «διάτρητα» λεγόμενα του, αναφέρει δύο Ιερούς Κανόνες, τον 9° & 17° της Δ' Οικ. Συνόδου, αλλά οι Θείοι και Ιεροί αυτοί Κανόνες απολήγουν σε «Μπούμερανκ» τελικά, γιατί τα λεγό­μενά τους αναφέρονται στο τότε 451 μ.χ. όταν η Κωνσταντινούπολις ήταν η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και όπου όλες οι Εκκλησίες, μη εξαιρουμένων και των Πατριαρχείων, ήτοι, όλη Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ όφει­λε να αναφέρεται στον Πρώτο της Βασιλεύουσας.

Σήμερα έχουμε Εθνη(= Επαρ­χίες) με διεθνώς ανεγνωρισμένα Σύνορα, συντεταγμένες Πολιτείες(= Κράτη), οπότε σε ένα τέτοιο συντεταγμένο Ελληνικό Κράτος το εκκλησιαστικό Αυτοκέ­φαλο χορηγείται άνευ όρων, και εκτείνεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της Επι­κράτειάς του: «Τους επισκόπους εκάστου έθνους ειδέναι χρή τον εν αυτοίς πρώτον και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις, και των Εκκλησιαστικών παροικιών η τάξις ακολουθήτω ...» (Καν. 34ος Αγ. Αποστόλων & 17ος της Δ΄ Οικ. Συνόδου).

Σε στήριξη μάλιστα των λεγομένων του, ο π. Γεώργιος, αφού απομονώνει τα περί των τότε δικαιωμάτων του Πατριάρχη Κων/πόλεως προλεγόμενα, του μεγάλου ερμηνευτή των Θείων Ιερών Κανόνων Μ. Βλάσταρη, αναφέρεται, όλως επιλεκτικά, σε λέγόμενά του της παραγράφου 5, και το πράττει ενσυνείδητα, για να δείξει τη διαχρονική δύναμη του Πατριάρχη της Βασιλεύουσας και σήμερα.

Αλλά αν ανατρέξουμε στη προηγούμενη παράγραφο του Μ. Βλαστάρη, θα διαπι­στώσουμε, ότι μας δικαιώνει απόλυτα, ότι δηλαδή τότε, επί Βυζαντινής Αυτο­κρατορίας, είχε ο Κωνσταντινουπόλεως ανεγνωρισμένα κυριαρχικά εκκλη­σιαστικά δικαιώματα. Σχολιάζει ο Μ. Βλάσταρης: παρ. 1, 2, 3:  «Της πολιτείας εκ μερών και μορίων αναλόγως τώ τινι ανθρώπω συνισταμένης, τα μέγιστα και αναγκαιότατα μέρη, βασιλεύς εστί και Πατριάρχης, διό... βασιλείας εστί και αρχιερωσύνης εν πάσιν ομοφροσύνη και συμφωνία», παρότι υπήρχαν αμφισβη­τήσεις από άλλους θρόνους, όπως αναφέρει στην αμέσως επόμενη παράγραφο του 4, ο εν λόγω Σχολιαστής των Κανόνων Μ. Βλαστάρης, η οποία έχει ως εξής:

Παρ. 4: «Ο Κωνσταντινουπόλεως θρόνος βασιλεία επικοσμηθείς ταις συνοδικαίς ψήφοις πρώτος ανηγορεύθη, αίς οι θείοι κατακολουθούντες νόμοι, και τας υπό ετέρους θρόνους γινομένας αμφισβητήσεις, υπό την εκείνου προστάττουσιν αναφέρεσθαι διάγνωσιν και κρίσιν». Και στην 5η παράγραφο προσθέτει:

Παρ. 5: «Πάντων των μητροπόλεων, και επισκοπείων, μοναστηρίων τε και Εκκλησιών η πρόνοια και φροντίς, έτι δε και κρίσις, και κατάκρισις, και αθώωσις, τω οικείω Πατριάρχη ανάκειται. Τω δε Κωνσταντινουπόλεως προέδρω, έξεστι και εν ται των άλλων θρόνων ενορίαις ... ου μην αλλά και τας εν τοις άλλοις θρόνοις γινομένας αμφισβητήσεις επιτηρείν και διορθούσθαι, και πέρας επιτιθέναι ταις κρίσεσιν. Ωσαύτως... και αιρέσεων, αυτός και μόνος καθίσταται διαιτητής τε και γνώμων». (ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ, Γ. ΡΑΛΛΗ-Μ. ΠΟΤΛΗ», Μ. Βλάσταρης «ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΟΝ, Π', Κεφ. Η' «περί Πατριάρχου», τόμ. ΣΤ', σελ. 428- 429).

Και ναί μεν όλα αυτά, π. Γεώργιε, περί του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, αλλά τότε, «ότε ο Κωνσταντινουπόλεως θρόνος βασιλεία επικοσμηθείς», όταν δηλαδή ήταν βασιλεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σήμερα, όπως ήδη είπαμε και παραπάνω, τα πάντα έχουν αλλάξει, και η κάθε Εκκλησία, ανά­λογα, έχει επωμισθεί όλο το βάρος της εφαρμογής της ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ Πίστεως, και της Νομοκανονικοεκκλησιολογικής Τάξης των Οικουμενικών Συνόδων των Θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού, αμετακίνητα οριοθετημένων.

Κρίμα, π. Γεώργιε, κρίμα. Στην απέλπιδα προσπάθειά σου, «πάσι θυσία», να υποστηρίξεις τον προστατευόμενό σου, θυσίασες τα πάντα, ακόμη και την αλη­θινή αλήθεια. Αλλά το μεγαλύτερο λάθος σου ήταν, ότι αγνόησες, «ετσιθελικά(;), το λίαν απαραίτητο εργαλείο, για σοβαρά ιστορικά θέματα, την «ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΠΟΧΗΣ». Διό και ήταν φυσικό επόμενο να τα σαλαμοποιήσεις όλα, μετατρέπο­ντάς τα σε, «λίθους και κεράμους ατάκτως ερριμμένους».

Παραλήρησες, π. Γεώργιε, κάτω από το βάρος ψευδαισθήσεων, και έγινες «αιθεροβάμων». Κρίμα... Παρ' όλα αυτά εμείς, «οι σε βάθος γνώστες περί τα εκκλησιαστικά, Νομοκανονικά και εκκλησιολογικοεθνικά πράγματα», συγχωρούμε την η­μιμάθειά σου, «περί τα εκκλησιαστικά», και σου συνιστούμε, του λοιπού να προσέχεις, ή καλύτερα να μην ασχολήσαι κάν, γιατί η «ημιμάθεια είναι χείρον της αμαθείας».

Voiotosp.blogspot.com