04 Μαρτίου, 2010

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΥΡΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΑΘΗΝΩΝ ΚΥΡΟ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΗΘΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥ ΤΟΤΕ ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ ΚΑΙ ΝΥΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΤΟ 1989 ΣΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΗΣ 54ης ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΤΗΣ Δ.Ε.Θ.

image

Έν Θεσσαλονίκη τή 19.9.1989

Αριθμ. Πρωτ. 417

Πρός

την Α.Θ. Μακαριότητα τόν Αρχιεπίσκοπον Αθηνών καί πάσης Ελλάδος κύριον κύριον Σεραφείμ, Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος Εις Αθήνας

Μακαριώτατε, Πάτερ καί Δέσποτα,

Μετά βαθύτατης οδύνης καί πάνυ εύλαβώς ύποβάλλομεν τή Ιερά ημών Συνάδω τά διαδραματισθέντα γεγονότα κατά τόν έγκαινισμόν τής 54ης περιόδου τής Δ.Ε.Θ. καί τών οποίων αίτιος ύπήρξεν ό Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φιλαδέλφειας κ. Βαρθολομαίος, ό καί Διευθυντής του ιδιαιτέρου Γραφείου του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κ.κ. Δημητρίου. Ούτος εμφανιζόμενος ώς νομοκανονολόγος έδει νά γνωρίζη ότι τόσον κατά τούς Θείους Κανόνας, όσον καί κατά τούς κειμένους νόμους τής πολιτείας απαγορεύεται ρητώς καί κατηγορηματικώς ή έλευσις εις έτέραν Μητροπολιτικήν περιφέρειαν οιουδήποτε κληρικού, μηδ' Αυτού του Οικουμενικού Πατριάρχου εξαιρουμένου, όστις κατά τά επικρατούντα έν τή Ανατολική Όρθοδόξω Εκκλησία, είναι απλώς, Πρώτος μεταξύ Ίσων.

Ή τοιαύτη παράβασις ονομάζεται υπό τών Θείων καί Ιερών Κανόνων, εισπήδησις, καί τιμωρείται ύπ' αυτών (πρβλ. Καν. 35ον τών Αγίων Αποστόλων, 2ον τής Β' Οίκουμ. Συνόδου, 8ον τής Στ' έν Τρούλλω Οίκουμ. Συνόδου, 13ον τής έν Αντιόχεια Συνόδου, 22ον τής έν Αντιόχεια Συνόδ, 3ον καί 11ον τής έν Σαρδική Συνόδου, 20όν (28ον) τής έν Καρθαγένη Συνόδου). Αλλά καί ό Νόμος τής πολιτείας ό 2.200/40, καθώς καί αί σχετικαί Συνοδικαί Εγκύκλιοι τής Ιεράς Συνόδου τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, εάν απαγορεύουν την εισόδον παντός κληρικού εις έτέραν ένορίαν, κατά μείζονα λόγον τοϋ Αρχιερέως εις έτέραν Μητρόπολιν.

Ημείς έπ' ευκαιρία συγχαίρομεν από καρδίας τόν Σεβα-σμιώτατον Μητροπολίτην Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως κ. Διονύσιον, όστις ορισθείς ύπό του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Δημητρίου ώς εκπρόσωπός Του έν τοις προαναφερθείσιν έγκαινίοις τής Δ.Ε.Θ., έπέστρεψεν πάραυτα την έντολήν τω Παναγιωτάτω Οικουμενικώ Πατριάρχη, διότι λόγοι κανονικοί άπηγόρευον την τοιαύτην προσέλευσιν, ένώ, αντιθέτως, ό προαναφερθείς Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Φιλαδέλφειας, του Οικουμενικού Θρόνου προσήλθεν κατά τρόπον άνοίκειον εις την Δ.Ε.Θ., καί όταν του συνεστήσαμεν κατά τρόπον άδελφικόν νά έξέλθη, ούτος «έτσιθελικώς», έπιτραπείτω ήμίν ή έκφρασις αύτη, είσήλθεν καί κατέλαβε τήν θέσιν έκείνην τήν οποίαν έπί 54 έτη κατελάμβανεν ό Κυρίαρχης τής τών Θεσσαλονικέων Εκκλησίας Μητροπολίτης.

Πρίν ή συμβή τό γεγονός τούτο, ημείς είδοποιήσαμεν εγκαίρως τό Φανάριον ϊνα μη προβή εις τοιαύτην ένέργειαν, άφ' ενός μεν καταπατήσεως τών προαναφερθέντων Ιερών κανόνων, άφ' έτερου δέ του προαναφερθέντος Νόμου της Πολιτείας. Οταν έπεμείναμεν εις τούτο, ό Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Μελιτινής, Πρωτοσυγκελλεύων, είπεν ήμίν, ότι μόνον εάν παραιτηθώμεν τών δικαιωμάτων τής Ενορίας τής Παναγίας τής Λαοδηγητρίας, ήτις, σημειωτέον, άπό τό έτος 1883 ανήκει εις τήν Ίεράν Μητρόπολιν Θεσσαλονίκης καί αριθμεί υπέρ τούς εκατόν πεντήκοντα χιλιάδας Χριστιανούς, τότε θά δοθή εις ημάς ή έκπροσώπησίς των, άλλέως έμμένονσιν εις τήν άπόφασίν των.

Έρωτώμεν πάνυ εύλαβώς Υμάς, Μακαριότατε "Αγιε Πρόεδρε, καί Σεβασμιότατοι Άγιοι Συνοδικοί Σύνεδροι, έν τίνι δικαιώματι θ' άπεκόπτομεν τήν ένορίαν ταύτην, έκ του Πνευματικού Σώματος τής Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, τής οποίας ή έλαχιστότης μου τυγχάνει ουχί ιδιοκτήτης άλλ' οικονόμος; Καί όταν μάλιστα, ή δικαιοσύνη τής Πατρίδος ημών, έν τω Πρωτοδικείω, Έφετείω καί Αρείω Πάγω, ήθώωσεν ομοφώνως τούς ύπό τής Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Δημητρίου καί του Ήγουμενεύοντος τής Ιεράς Μονής Βλατάδων, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Τυρολόης καί Σερεντίου κ. Παντελεήμονος έπί άπατη μηνυθέντας, Πρόεδρον καί Έκκλησιαστικόν Συμβούλιον τής ως είρηται ενορίας.

Καί μάλιστα, μετά τήν τοιαύτην όμόφωνον άθώωσιν, συνέστησεν ό Εισαγγελέυς εις τό Εκκλησιαστικόν Συμβούλιον, νά μηνύση τόν Παναγιώτατον Οίκουμενικόν Πατριάρχην, έπί εξυβρίσει καί συκοφαντική δυσφημήσει αυτού, ή άλλέως, θά έπενέβαινεν ό ίδιος αυτεπαγγέλτως, κατηγορών τόν Οίκουμενικόν Πατριάρχην, ώς ύβριστήν καί συκοφάντην του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Πληροφορηθέντες δέ τό τοιούτον, έσπεύσαμεν αμέσως πρός τό μέρος του κ. Εισαγγελέως καί του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, διά νά παρακαλέσωμεν ένθέρμως τούτους, όπως μή θιγή, έστω καί εις τό ελάχιστον, τό γόητρον, τό κύρος καί ή αξιοπρέπεια του Οικουμενικού Πατριάρχου. Ούτοι δέ, βαθύτατου σεβασμού καί υίϊκής αγάπης ένεκεν πρός τό πρόσωπον ημών, ύπήκουσαν καί εις ούδεμίαν ένέργειαν προέβησαν.

Διερωτάται τις, "Αγιοι Πατέρες καί έν Χριστώ Άγιοι Αδελφοί- ποία αντιδικία υφίσταται μεταξύ τού Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου καί ημών, όταν ή ταπεινότης μου, εις τήν διένεξιν μεταξύ τής Ιεράς Μονής Βλατάδων καί του Ενοριακού Ιερού Ναού Παναγίας Λαοδηγητρίας, ώς αποδεικνύεται εκ τών εγγράφων του φακέλλου, τόν οποίον ή Ιερά Σύνοδος άπό μακρού έχει εις τήν διάθεσίν της, ουδέποτε παρενέβη κατά τής Μονής;Αντιθέτως δέ, τό στενόν περιβάλλον τοϋ Παναγιωτάτον Οικουμενικού Πατριάρχου, ώς ό ϊδιος ώμολόγησεν εις τόν νομικόν έκπρόσωπον του Ενοριακού Ιερού Ναού Παναγίας τής Λαοδηγητρίας, Δικηγόρον, άξιότιμον κ. Εύστράτιον Ταγαράκην, «δυστυχώς κ. Ταγαράκη έσφαλον καί πρέπει νά πληρώσω. Μέ παρέσυραν καί μου ύπέκλεψαν τήν υπογραφή μου».

Ό ίδιος επομένως αποκαλύπτει, ότι, ένώ θά έπρεπε ή διένεξις νά περιορισθή μεταξύ Εκκλησιαστικού Συμβουλίου καί Ήγουμενοσυμβουλίου, οί Ιθύνοντες τά τής Μονής καί τά του Πατριαρχείου, παρέσυραν εντελώς καί τόν Παναγιωτάτον Οίκουμενικόν Πατριάρχην ημών, όστις δέν έτήρησεν στάσιν ουδετέραν ώς καί ή έλαχιστότης μου έπραξεν. Ενταύθα πρέπει νά άναφέρωμεν, ότι τό Οίκουμενικόν Πατριαρχείον, ήτο γνώστης καί έτερου κανονικού παραπτώματος είσπηδήσεως καί τελέσεως Ιερών Ακολουθιών, υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Τυρολόης καί Σερεντίου κ. Παντελεήμονος (Ροδοπούλου), ό όποιος, άνευ τής κανονικής αδείας ημών, τήν 19ην Απριλίου 1985, συνοδευόμενος υπό Πρεσβυτέρου, Διακόνου καί Ίεροψάλτου τής Ιεράς Μονής Βλατάδων, είσήλθεν εις τόν Ιερόν Ναόν Παναγίας Λαοδηγητρίας, καί έτέλεσεν τήν Ακολουθίαν του Εσπερινού.

(Τήν σχετικήν άπό 20.4.85 άναφοράν τοϋ Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ιερού Ναού Παναγίας τής Λαοδηγητρίας διεβιβάσαμεν εις τό Οίκουμενικόν Πατριαρχείον καί έπισυνάπτομεν ενταύθα έν φωτοαντιγράφω. Ούδεμίαν άντιδικίαν είχομεν ή έχομεν μετά τής Μητρός Μεγάλης τον Χριστού Εκκλησίας. Αντιθέτως εύλαβούμεθα Ταύτην βαθύτατα καί ένισχύομεν Ταύτην καί ηθικώς καί οικονομικώς. "Οπου καί έάν εύρεθώμεν, έν τω έσωτερικώ ή έν τω έξωτερικώ, εις τό οποίον μεταβαίνομεν κατόπιν κανονικής αδείας τής Ιεράς ημών Συνόδου, τών Πατριαρχείων, Πρεσβυγενών καί Νεωτέρων, καί τών Ιερών Μητροπόλεων, εσαεί εύφήμως όμιλούμεν διά τό Οίκουμενικόν Πατριαρχείον καί διά τόν Σεπτόν Προκαθήμενον Τούτου.

Πλέον δέ τούτων, άχρι τής στιγμής ταύτης, ένεχειρήσαμεν, δι' επιταγών τής Τραπέζης Αττικής, τό ποσόν τών 5.500.000 δραχμών, ώς βοήθημα, πρός αυτόν Τούτον τόν Πατριάρχην καί παρεκινήσαμεν τήν Αξιότιμον Οίκογένειαν του Αειμνήστου Αγγελοπούλου, όταν, κατά τήν δεξίωσιν έν τω ξενοδοχείω τής «Μεγάλης Βρεττανίας», πρός τιμήν του Οικουμενικού Πατριάρχου, ύπό τής Αυτού Θειοτάτης Μακαριότητος καί τών μελών τής Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, ερωτηθέντες ύπό τής χήρας του Αειμνήστου Βιομηχάνου Αγγελοπούλου καί του αδελφού τούτου, «κατά ποίον τρόπον θά πρέπη νά τιμήσωμεν τήν μνήμην του δολοφονηθέντος αδελφού;» παρεκινήσαμεν λέγομεν τούτους, όπως βοηθήσωσιν τόν Παναγιώτατον Οίκουμενικόν Πατριάρχην, διά τήν άναστήλωσιν του κατά καιρούς καέντος Πατριαρχικού Μεγάρου, όπερ καί έγένετο.

Όλίγον μάλιστα πρό τών προαναφερθέντων γεγονότων, κατά τόν έγκαινισμόν τής ΔΕΘ καί τά όποια σημειωτέον ήγειραν διαμαρτυρίας του ποιμνίου καί πλείστων όσων άλλων κληρικών καί λαϊκών, διά τήν τοιαύτην άχαρακτήριστον ένέργειαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήτις μάλιστα προνκάλεσεν καί δυσμενέστατα σχόλια εις βάρος τής Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, είμεθα έτοιμοι, νά μεταβώμεν εις τό Φανάριον κατόπιν αδείας τής' Ιεράς Συνόδου, διά νά έπιδώσωμεν ακόμα 2.000.000 δραχμάς, ώς βοήθημα. Κατόπιν όμως τής συμπεριφοράς ταύτης διά τών εκπροσώπων Της πρός ημάς, προβληματιζόμεθα, εάν θά πρέπει νά συνεχίσωμεν παρέχοντες τήν τοιαύτην ήθικήν καί οίκονομικήν ένίσχυσιν.

Τελευτώντος βαθυσεβάστως παρακαλούμεν τήν Ύμετέραν περισπούδαστον ήμίν Μακαριότητα καί τούς περί Αυτήν Σεβασμιωτάτους Αγίους συνέδρους καί αγαπητούς έν Χριστώ αδελφούς, όπως, εγκαίρως καί Συνοδική άποφάσει ληφθώσιν τά προσήκοντα μέτρα διά τήν αποφυγήν εις τό μέλλον τοιούτων θλιβερών γεγονότων, ένεκα τών οποίων, άνεπανορθώτως εκτίθεται τό σεπτόν Οίκουμενικόν Πατριαρχείον. Τούτο δέ έτι περισσότερον καθόσον εκ τής ανακοινώσεως τής Αρχιγραμματείας, τό Πατριαρχεΐον εμφανίζεται νά έχη έπί τών Μητροπόλεων τής Εκκλησίας τής Ελλάδος «κυριαρχικά δικαιώματα», τά όποια καί ασκεί δι' εγκυκλίων, όπως τήν προσφάτως άποσταλείσαν περί εκκλησιαστικής καί τελετουργικής ομοιομορφίας καί τάξεως, κατά τήν θείαν Λατρείαν.

Άλλ' ώς προκύπτει τόσον έκ του Νόμου 3615/10.7.28, όσον καί έκ τής Συνοδικής καί Πατριαρχικής Πράξεως τής 4.9.1928, ούτε «κυριαρχικά δικαιώματα», ούτε τό «άχρι καιρού» αναφέρονται ή αναγράφονται ούδαμού, ώς υποστηρίζει ή άνακοίνωσις τής Αρχιγραμματείας τον Οικουμενικού Πατριαρχείου, διά νά άσκή ταύτα τό Οίκουμενικόν Πατριαρχείον έπί τών Μητροπόλεων τών Νέων Χωρών τής Εκκλησίας τής Ελλάδος.

Ταύτα, πάνυ εύλαβώς ύποβάλλομεν τή Ιερά ημών Συνόδω πρός γνώσιν.

Μετά βαθύτατου σεβασμού καί υίϊκής έν Κυρίω αγάπης

Ό Θεσσαλονίκης Παντελεήμων Β'