08 Φεβρουαρίου, 2010

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΦΩΤΙΟΥ 6/2/2010

image

ΔΕΛ­ΤΙ­ΟΝ ΤΥ­ΠΟΥ

Με λαμπρότητα εορτάστηκε και εφέτος η μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Μεγάλου, Προστάτου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το πρωί τελέστηκε στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου Πεντέλης, ο Όρθρος και η Θεία Λειτουργία, Ιερουργούντος του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου μετά δύο Συνοδικών Μητροπολιτών, του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου κ. Ιεροθέου και του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου.

Παρέστησαν ο εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας στην Αθήνα, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αξώμης κ. Πέτρος, ο Έξαρχος του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης κ. Δαμιανός Πάνου, οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Περιστερίου κ. Χρυσόστομος, Ζακύνθου κ. Χρυσόστομος, Μυτιλήνης κ. Ιάκωβος, Γουμενίσσης κ. Δημήτριος, Βεροίας κ. Παντελεήμων, Ξάνθης κ. Παντελεήμων, Ελασσώνος κ. Βασίλειος, Φθιώτιδος κ. Νικόλαος, Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος, Θεσσαλιώτιδος κ. Κύριλλος, Πειραιώς κ. Σεραφείμ, Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαος, Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, Κορωνείας κ. Παντελεήμων, οι Θεοφιλέστατοι Επίσκοποι Θερμοπυλών κ. Ιωάννης, Νεοχωρίου κ. Παύλος, και Ναζιανζού κ. Θεοδώρητος, ο Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου κ. Κύριλλος Μισιακούλης.

Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας στο Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος που ευρίσκεται στο χώρο της Ιεράς Μονής Πεντέλης, πραγματοποιήθηκε η καθιερωμένη, κατά την ημέρα αυτή, σύσκεψη των μελών της Ιεράς Συνόδου με τους Καθηγητές και τους λοιπούς διδάσκοντες στις Θεολογικές Σχολές των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης.

Της Συσκέψεως προΐστατο ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, ο οποίος κατά την έναρξη είπε τα εξής: «Η σοφή επιλογή της εορτής του ιερού Φωτίου για την καθιέρωση της επίσημης συναντήσεως και κοινής διασκέψεως των Σεβασμιωτάτων Αρχιερέων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με τους ελλογιμωτάτους καθηγητές των Θεολογικών Σχολών των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης για ένα σύγχρονο θεολογικό ζήτημα της Εκκλησίας έχει ήδη διαμορφώσει μία μακρά παράδοση εποικοδομητικής συνεργασίας για την ανάδειξη της διαχρονικής αξίας της ορθοδόξου παραδόσεως.

Υπό την έννοια αυτή, υποδέχομαι με ιδιαίτερη χαρά τους εκλεκτούς εκπροσώπους της ποιμαίνουσας Εκκλησίας και των Θεολογικών Σχολών, όπως και τους εκλεκτούς συμμετέχοντες στην παρούσα συνάντηση, είμαι δε βέβαιος ότι η εισήγηση, οι παρεμβάσεις και οι προτάσεις θα φωτίσουν σημαντικές πτυχές του θέματος».

Θέμα της εφετινής συσκέψεως ήταν: «Ο ιερός Φώτιος και το πρωτείον του επισκόπου Ρώμης». Εισηγητής ήταν ο καθηγητής του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοφιλέστατος επίσκοπος Αβύδου κ. Κύριλλος (Κατερέλος).

Ο Εισηγητής λαμβάνοντας αφορμή από τις συναντήσεις των μικτών θεολογικών επιτροπών διαλόγου σημειώνει: «Εί­ναι πρά­γμα­τι ε­ντυ­πω­σι­α­κό ό­τι σε έ­να α­πό τα κεί­με­να που εκ­δό­θη­καν α­πό τη μι­κτή θε­ο­λο­γι­κή ε­πι­τρο­πή δι­α­λό­γου Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κής Εκ­κ­λη­σί­ας και Ορ­θο­δό­ξων Εκ­κ­λη­σι­ών, κα­τά τη Δ’ γε­νι­κή συ­νέ­λευ­ση της ε­πι­τρο­πής αυ­τής στο Bari της Ι­τα­λί­ας (1987), στην κα­τα­λη­κτι­κή του πα­ρά­γρα­φο, α­φού προ­η­γου­μέ­νως το­νί­ζε­ται ό­τι η μυ­στη­ρι­α­κή κοι­νω­νί­α δεν εί­ναι δυ­να­τή ά­νευ κοι­νω­νί­ας εν τη πί­στει, γί­νε­ται α­να­φο­ρά σε μι­α α­πό τις α­πο­φά­σεις της συ­νό­δου που συ­νήλ­θε κα­τά τα έ­τη 879-880 στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Η σύνοδος αυτή, με­τά α­πό μι­α πο­λυ­τά­ρα­χη και ο­δυ­νη­ρή γι­α την Α­να­το­λή εκ­κ­λη­σι­α­στι­κή πε­ρί­ο­δο, α­να­γνώ­ρι­σε τον Ι. Φώ­τι­ο ως Οι­κου­με­νι­κό Πα­τρι­άρ­χη, α­πη­γό­ρευ­σε ο­ποι­α­δή­πο­τε προ­σθή­κη στο Σύμ­βο­λο της Πί­στε­ως και με­τα­ξύ των άλ­λων ό­ρι­σε ό­τι έ­κα­στος θρό­νος μπορεί να δι­α­τη­ρεί τα αρ­χαί­α έ­θη και τις πα­ρα­δό­σεις του.

Εί­ναι βε­βαί­ως ε­ντυ­πω­σι­α­κό και εν­δι­α­φέ­ρον ό­τι γί­νε­ται η α­να­γω­γή σε μι­α σύ­νο­δο που συ­νι­στά την τε­λευ­ταί­α συ­να­γω­γή Α­να­το­λής και Δύ­σης πριν α­πό την ο­ρι­στι­κή τους ρή­ξη το 1054. Κυ­ρί­ως ε­ντυ­πω­σι­α­κό και εν­δι­α­φέ­ρον εί­ναι το γε­γο­νός ό­τι η σύ­νο­δος που προ­βάλ­λε­ται σή­με­ρα ως πρό­τυ­πο συμ­φω­νί­ας με τη Δύ­ση εί­ναι ε­κεί­νη που ακύρωσε τη σύ­νο­δο που εί­χε α­να­γνω­ρί­σει ως Πα­τρι­άρ­χη τον Ι­γνά­τι­ο, α­κρι­βώς δέ­κα χρό­νι­α προ­η­γου­μέ­νως, το 869-870.

H προ δεκαετίας αυτή σύνοδος εί­ναι ε­κεί­νη που έ­θε­σε στα μέ­λη της ως προϋ­πό­θε­ση γι­α τη συμ­με­το­χή τους σ’αυτή την α­να­γνώ­ρι­ση του πα­πι­κού πρω­τεί­ου, εί­ναι ε­κεί­νη που θε­ω­ρεί­ται ως η Η­’ Οι­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος της ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κής Εκ­κ­λη­σί­ας, εί­ναι αυ­τή που μα­ζί με τη Β’ Σύ­νο­δο στη Λυ­ών (1274) και τη σύ­νο­δο Φερ­ρά­ρας- Φλω­ρε­ντί­ας μνημονεύονται στο τέ­ταρ­το κε­φά­λαι­ο του Συ­ντά­γμα­τος Pastor aeternus της Α­’ Βα­τι­κα­νής Συ­νό­δου το 1870, ό­που κα­τα­γρά­φε­ται η ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κή δι­δα­σκα­λί­α γι­α το α­λά­θη­το του Πά­πα».

Σε άλλο σημείο υπογράμμισε :« Ο πα­τρι­άρ­χης Φώ­τι­ος και ο πά­πας Νι­κό­λα­ος, α­κό­μα και μέ­σα στην πε­ρί­ο­δο της κοι­νής πα­ρα­δό­σε­ως της α­’ χι­λι­ε­τί­ας εμ­φα­νί­ζο­νται να εκ­προ­σω­πούν δι­α­φο­ρε­τι­κές με­τα­ξύ τους Εκ­κ­λη­σι­ο­λο­γί­ες. Κα­τη­γο­ρή­θη­κε α­πό τον πά­πα Νι­κό­λα­ο ό­τι α­νήλ­θε α­ντι­κα­νο­νι­κά στον πα­τρι­αρ­χι­κό θρό­νο με την «α­θρό­ον» χει­ρο­το­νί­α του στους τρεις βα­θμούς της ι­ε­ρω­σύ­νης. Στην α­πο­λο­γη­τι­κή του ε­πι­στο­λή στο Νι­κό­λα­ο τον Αύ­γου­στο – Σε­πτέμ­βρη του 861 θα μνη­στεί της λα­μπρής του στα­δι­ο­δρο­μί­ας στην αυ­το­κρα­το­ρι­κή αυ­λή και της υ­πη­ρε­σί­ας του ως κα­θη­γη­τού στο παν­δι­δα­κτή­ρι­ο της Μα­γναύ­ρας, θέ­σεις που του εί­χαν προσ­δώ­σει κύ­ρος και α­να­γνώ­ρι­ση, ώ­στε να μην χρει­ά­ζε­ται την ά­νο­δο στον πα­τρι­αρ­χι­κό θρό­νο γι­α να τα α­πο­κτή­σει. Κα­τα­δει­κνύ­ει δι­ά­θε­ση ει­ρή­νης και κα­ταλ­λα­γής γι­α τη δι­α­τή­ρη­ση της ε­νό­τη­τας, ενώ θα ακολουθήσει η σύγκλιση της Πρωτοδευτέρας συνόδου για να επουλωθούν τελείως οι πληγές της εικονομαχίας».

«Α­πο­τε­λού­σε και α­πο­τε­λεί βα­σι­κή α­ντί­λη­ψη της Α­να­το­λής, ή­δη α­πό τον Αγ. Ι­γνά­τι­ο, ό­τι η Εκ­κ­λη­σί­α στην ευ­χα­ρι­στι­α­κή σύ­να­ξη της το­πι­κής Εκ­κ­λη­σί­ας α­πο­κα­λύ­πτε­ται ως κα­θο­λι­κή, ως το πλή­ρες σώ­μα του Χρι­στού. Κά­θε το­πι­κή Εκ­κ­λη­σί­α α­πο­βαί­νει στην ι­στο­ρί­α συ­γκε­κρι­μέ­νη μορ­φή της κα­θό­λου Εκ­κ­λη­σί­ας, αυ­τή εί­ναι η Κα­θο­λι­κή Εκ­κ­λη­σί­α. Κά­θε το­πι­κή Εκ­κ­λησί­α σύμ­φω­να με την Μαρ­τυ­ρί­ου Πο­λυ­κάρ­που ε­πι­γρα­φή α­πο­τε­λεί «πα­ροι­κί­αν» της κα­θο­λι­κής Εκ­κ­λη­σί­ας. Ως πα­ρου­σί­α η το­πι­κή Εκ­κ­λη­σί­α δεν συ­νι­στά τμή­μα της Κα­θο­λι­κής, αλ­λά τον τό­πον, εις το ο­ποί­ον «σύ­νο­λος η Κα­θο­λι­κή Εκ­κ­λη­σί­α εν­δη­μοί», ό­πως ε­πι­ση­μαί­νει ο Μη­τρο­πο­λί­της Περ­γά­μου Ι­ωάν­νης Ζη­ζι­ού­λας.

Εί­ναι α­πό­λυ­τα σύμ­φω­νο με την αρ­χαί­α πα­ρά­δο­ση ό­τι κά­θε το­πι­κή Εκ­κ­λη­σί­α ευ­ρι­σκό­με­νη σε κοι­νω­νί­α με τις άλ­λες το­πι­κές Εκ­κ­λη­σί­ες α­πο­τε­λεί φα­νέ­ρω­ση της μι­άς και α­δι­αί­ρε­της Εκ­κ­λη­σί­ας του Θε­ού, ό­πως ε­πι­ση­μαί­νει τελευταία και το κεί­με­νο της Ρα­βέν­νας (2007) και προηγούμενα το κείμενο του Μονάχου (1982). Υ­πό την έν­νοι­α αυ­τή η κα­θο­λι­κό­τη­τα κά­θε το­πι­κής Εκ­κ­λη­σί­ας νο­εί­ται ως δι­α­χρο­νι­κή κοι­νω­νί­α με τη μί­α Εκ­κ­λη­σί­α σε κά­θε τό­πο. Λο­γι­κή συ­νέ­πει­α αυ­τών των εκ­κ­λη­σι­ο­λο­γι­κών θε­ω­ρή­σε­ων εί­ναι η α­να­γνώ­ρι­ση της αυ­τάρ­κει­ας και της αυ­το­νο­μί­ας της το­πι­κής Εκ­κ­λη­σί­ας και παρεπόμενα η ποι­κί­λι­α των εκ­φρα­στι­κών μορ­φών της μι­άς και ε­νι­αί­ας πί­στης των κατά τόπους Εκκλησιών που συν­δέ­ονται με το σύν­δε­σμο και την κοι­νω­νί­α της α­γά­πης. Α­πέ­να­ντι σ’ αυ­τές τις εκ­κ­λη­σι­ο­λο­γι­κές θε­ω­ρή­σεις ί­στα­νται στη Δύση πολιτικές και πολιτιστικές εξελίξεις κα­τά τον 9ο αι­ώ­να, που δεν αφήνουν αδιάφορη τη θεολογική σκέψη και την εκκλησιαστική ζωή, που ή­δη εί­χε αρ­χί­σει να πο­ρεύ­ε­ται το δι­κό της δρό­μο».

Τέλος ο Θεοφιλέστατος ομιλητής, συμπλήρωσε: «Η ρωμαλέα και γεραρά στάση του ι. Φωτίου απέναντι στους πάπες Νικόλαο, Ανδριανό και Ιωάννη καταδεικνύει ότι η ποικιλομορφία γίνεται δεκτή σε δευτερευούσης σημασίας θέματα, ποτέ όμως σε θέματα που εγγίζουν και αφορούν τη δογματική διδασκαλία του Filioque, ενώ η όλη πολιτεία του Ι. Φωτίου καταδεικνύει επίσης ότι ο 34 Αποστολικός κανών ίσχυσε κατά την α΄ χιλιετία όχι μόνο στο επαρχιακό επίπεδο αλλά και στο παγκόσμιο. Το πρωτείο σε οποιοδήποτε επίπεδο δε νοείται και δεν ασκείται έξω από τη συνοδικότητα. Η θέση του επισκόπου Ρώμης δεν μπορεί να νοηθεί έξω ή υπεράνω της Πενταρχίας των Πατριαρχών, έξω και υπεράνω της Οικουμενικής Συνόδου.

Η έρευνα των ιστορικών πηγών της εποχής του ι. Φωτίου μαρτυρεί αναμφίβολα ότι ο δρόμος ώστε να φθάσουμε ομολογούντες «ένα Κύριον, μίαν πίστιν, εν βάπτισμα» είναι ακόμα μακρύς, είναι όμως ένας δρόμος ανοικτός σε όσους με νηφαλιότητα και βαθύ αίσθημα ευθύνης διεξάγουν και στηρίζουν το διεξαγόμενο διάλογο αληθείας και αγάπης, « ίνα πάντες εν ώσι, .... ίνα ο κόσμος πιστεύσῃ (Ιω. 17,21). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό το δρόμο ακολουθούν οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, υπό τη συντονιστική κατεύθυνση της Πρωτοθρόνου Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου».

Παρεμβάσεις έκαναν οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, Περιστερίου κ. Χρυσόστομος, Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος. Επίσης και οι Ελλογιμώτατοι κ.κ. Νικόλαος Μητσόπουλος, Γαλίτης Γεώργιος, Οικονόμου Ηλίας, Βούλγαρης Χρήστος και Βλάσιος Φειδάς. Ο Μακαριώτατος έκλεισε την όλη εκδήλωση αφού ευχαρίστησε τόσο τον Εισηγητή όσο και τους συνέδρους. Στις 13,00 ο Μακαριώτατος παρέθεσε επίσημο γεύμα προς τιμήν των Ελλογιμωτάτων Καθηγητών των Θεολογικων Σχολών το οποίο τίμησε με την παρουσία Του ο ευρισκόμενος στην Αθήνα Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, ο οποίος μετά τήν προσφώνηση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου αντιφώνησε χαιρετίζοντας την ολη εκδήλωση και τους παρακαθημένους και αναφέρθηκε στο ιερό πρόσωπο του αγίου Φωτίου.

Εκ του Γρα­φείου Τύ­που της Ιε­ράς Συ­νό­δου.

ΤΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

image

Τό λειτούργημα του πρώτου στο συνοδικό θεσμό προέκυψε από τό ευχαριστιακό καί συνοδικό γεγονός της Θείας Ευχαριστίας ώς συλλειτουργίας τών επισκόπων μίας περιφέρειας, διαμορφώνοντας την όλη διοικητική άρθρωση καί οργανωτική δομή τής Εκκλησίας. "Ετσι σταδιακά δρομολογήθηκαν νέες μορφές στην έκφραση τής ενότητας τών τοπικών Εκκλησιών, άπό τό μητροπολιτικό σύστημα, τίς Οικουμενικές Συνόδους, τό θεσμό τής Πενταρχίας ώς τίς σύγχρονες αυτοκέφαλες Όρθόδοξες Εκκλησίες.

Ό 34ος αποστολικός κανόνας συνοψίζει τή σημασία του συνοδικού θεσμού ώς γεγονότος κοινωνίας τών τοπικών Εκκλησιών καί αναδεικνύει τό λειτούργημα του πρώτου όχι ώς καθυπόταξη άλλα ώς σχέση συναρμογής στο πλαίσιο τής αμοιβαιότητας καί αλληλεξάρτησης μέ τούς άλλους επισκόπους. «Τούς επισκόπους εκάστου έθνους ειδέναι χρή τόν έν αυτοίς πρώτον, καί ήγείσθαι αυτόν ώς κεφαλήν, καί μηδέν τι πράττειν περιττόν άνευ τής εκείνου γνώμης' εκείνα δέ μόνα πράττειν έκαστον, όσα τή αυτού παροικία επιβάλλει καί ταις ύπ' αύτώ χώραις. Άλλά μηδέ εκείνος (ό πρώτος) άνευ τής πάντων (επισκόπων) γνώμης ποιείτω τί. Ούτως γάρ ομόνοια έσταί, καί δοξασθήσεταί ό Θεός δια Κυρίου έν Άγίω Πνεύματι» (Constitutiones Apostolorum, VIII, 47).

Ό πρώτος ώς κεφαλή τίποτε δέν πράττει δίχως τή συγκατάθεση τών άλλων άλλά καί οί υπόλοιποι επίσκοποι δέν προβαίνουν δίχως τόν πρώτο σέ ενέργειες πού αφορούν όχι απλώς τή δική τους επισκοπή άλλά καί τίς άλλες τοπικές Εκκλησίες. Ή διοίκηση τής Εκκλησίας, λοιπόν, συνιστά καί τόν τρόπο έκφρασης τής αλήθειας καί ενότητάς της. Συνεπώς, ή σύνοδος δέν είναι υπεράνω τών τοπικών Εκκλησιών ή τών επισκόπων άλλά ακριβώς ή έκφραση τής κοινωνίας, συναίνεσης καί ενότητάς τους.

Τό αντίθετο θά σημαίνε τήν ύπαρξη μίας πυραμιδοειδούς, έστω καί συνοδικής, παγκόσμιας οργάνωσης, τό συλλογικό υποκατάστατο ενός οικουμενικού υπερεπισκόπου. Κάθε επίσκοπος, είτε Μητροπολίτης, είτε Πατριάρχης, είναι πάνω άπ' όλα προεστώς τής Ευχαριστίας πού προσκομίζει στη σύνοδο τή μαρτυρία καί εμπειρία του λαϊκού σώματος τής ευχαριστιακής του συνάξεως ώς αλήθεια τής καθολίκής Εκκλησίας.

Γί' αυτό καί υφίσταται ισοτιμία ψήφου καί γνώμης όλων τών επισκόπων, μέ μόνη διαφορά τήν πρωτοκαθεδρία. Κάθε επίσκοπος μιάς τοπικής Εκκλησίας μετέχει στή σύνοδο ή εάν τούτο είναι αδύνατο, συγκατατίθεται μέ τίς αποφάσεις της, για νά μήν είναι ξένες ώς πρός τήν κοινότητά του οί συνοδικές πράξεις, οί όποιες οπωσδήποτε υπόκεινται στή διαδικασία ελεύθερης αποδοχής από τίς κατά τόπους Εκκλησίες. 'Άν τό συνοδικό σύστημα χαρακτηρίζει ανέκαθεν τήν ορθόδοξη Παράδοση τής Ανατολής, ή χριστιανική Δύση παγίωσε άπό τό Μεσαίωνα μία μοναρχιανίζουσα Έκκλησιολογία, προβάλλοντας τόν επίσκοπο Ρώμης ώς ύπερεπίσκοπο τής παγκόσμιας Εκκλησίας μέ ανάλογη δικαιοδοσία.

Ή χριστιανική Δύση δέν αρκέστηκε στά πρωτεία τιμής τής πρεσβυτέρας Ρώμης άλλά οικοδόμησε σταδιακά μιά συμπαγή θεωρία τού αποστολικού πρωτείου τού Πέτρου, πού κληρονομείται καί αναπαράγεται προσωπικά άπό τόν επίσκοπο Ρώμης. Ή ευχαριστιακή Έκκλησιολογία τής αρχαίας Εκκλησίας, πού άνεγνώριζε τήν πληρότητα καί αυτοτέλεια κάθε τοπικής ύπό τόν επίσκοπο κοινότητας, εκτρέπεται σέ έναν έκκλησιολογικό «ουνιβερσαλισμό» πού έχει ώς κέντρο ολοκληρώσεώς του ένα εντοπισμένο γεωγραφικά κέντρο, τή μοναρχική εξουσία τού επισκόπου Ρώμης.

Σύμφωνα μέ τή ρωμαιοκαθολική Έκκλησιολογία, όλες οί προσωπικές εξουσίες του Χριστού άλλά καί τό υποτιθέμενο, έναντι τών άλλων Αποστόλων, πρωτείο του Πέτρου, μεταβιβάζονται στον Ρωμαίο ποντίφηκα. Ώς αντιπρόσωπος του Χρίστου έπί τής γής, ό επίσκοπος Ρώμης αντιπαρέρχεται τή συνοδική δομή πού απορρέει άπό τήν καθολικότητα τών κατά τόπους Εκκλησιών καί κυβερνά θείω δικαίω απολυταρχικά τήν Εκκλησία, πού λαμβάνει πλέον μία παγκόσμια καθιδρυματική δομή.

Πρόκειται, όντως, για ένα εκκλησιαστικό imperium. Ώς υπέρτατος επίσκοπος, ό Ρώμης επεμβαίνει καί διοικεί άμεσα κάθε επισκοπική επαρχία, ένώ κάθε επίσκοπος εξαρτάται καί υποτάσσεται στον πάπα, άπό τόν όποιο λαμβάνει απευθείας καί τήν επισκοπική του εξουσία. Ή λεγόμενη συλλογικότητα (collegialitas) τών επισκόπων - ώς αναλογία του υποτιθέμενου «κολλεγίου τών Αποστόλων» ύπό τόν Πέτρο - δέν είναι, απλώς, μiά ανεξάρτητη καί υπεράνω τών τοπικών Εκκλησιών δομή, άλλά καί υπάγεται τελικώς στον διάδοχο του Πέτρου.

Έτσι, ή Έκκλησιολογία μετατρέπεται σέ μία πυραμιδική καί δικανική ίεραρχολογία.

Σταυρός Γιαγκάζογλου