29 Νοεμβρίου, 2009

† Αγίου ενδόξου Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου 30 Νοεμβρίου

ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ

Ο Απόστολος Ανδρέας καταγόταν από την Βηθσαϊδά, ήταν υιός του Ιωνά και αδελφός του πρωτοκορυφαίου Αποστόλου Πέτρου. Η οικογένεια του Ανδρέα και ο ίδιος ήταν ψαράδες. Πολύ νωρίς όμως ο εκλεκτός του Θεού Απόστολος διάλεξε τον δρόμο της αφιέρωσης στον Θεό γενόμενος μαθητής του Ιωάννη του Προδρόμου. Ο ίδιος ο Προφήτης και Πρόδρομος του Χριστού μαρτύρησε ενώπιον του Ανδρέα και του ευαγγελιστή Ιωάννη ότι ο Ιησούς είναι «ο αμνός του Θεού» και αμέσως ακολούθησαν τον Χριστό ως δικοί Του πλέον μαθητές.

Ο Ανδρέας είχε την μεγάλη ευλογία να κληθεί πρώτος ανάμεσα στους δώδεκα μαθητές του Χριστού, για αυτό και ονομάστηκε Πρωτόκλητος. Είχε μάλιστα τέτοια αγάπη και αφοσίωση προς τον διδάσκαλό του, που επιθυμούσε από πολύ νωρίς να αξιωθεί του μαρτυρίου για χάρη του Χριστού.

Ο Ανδρέας ήταν ο μαθητής του Χριστού, που πλησίασε τον Κύριο στην έρημο όταν πείνασε το πλήθος των πεντακις χιλίων ανδρών χωρίς τις γυναίκες και τα παιδιά, και τον ρώτησε «τί να κάνουν που έχουν να χορτάσουν τόσο πλήθος, ενώ έχουν μόνο πέντε άρτους και λίγα ψάρια;» και αμέσως ακολούθησε το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων.

Μετά την Ανάληψη του Ιησού και την Πεντηκοστή, όταν έλαβαν οι Μαθητές την Θεία Χάρη του Παρακλήτου, έριξαν κλήρο σε ποιά μέρη της γης θα διδάξει ο καθένας τον χριστιανισμό, κατά την εντολή του Ιησού: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη».

Στον Απόστολο Ανδρέα, λοιπόν, έτυχε η Ελλάδα ολάκερη, η Μακεδονία, η Θεσσαλία, από τη Θεσσαλονίκη μέχρι τα Φάρσαλα και την Αχαΐα. Πέραν τούτων ο Απόστολος κήρυξε και σε όλα τα μέρη της Ανατολής, της Μαύρης Θάλασσας και της Σκυθίας. Ο Απόστολος Ανδρέας είναι και ο ιδρυτής και πρώτος επίσκοπος της εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, γι’ αυτό και το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον εορτάζει λαμπρώς.

Όπου δίδασκε ο άγιος με την Χάρη του Θεού στους τόπους που περιδιάβηκε, αναρίθμητα θαύματα και θεραπείες μαρτυ-ρούσαν των πραγμάτων και των λόγων την αλήθεια. Και το μεγαλύτερο θαύμα ήταν η μεταστροφή από την πλάνη στην αλήθεια όσων άκουγαν το κήρυγμά του. Στην Αμισό, στην Τραπεζούντα, στη Νίκαια, στην Προποντίδα, αναρίθμητο πλήθος πίστεψε στο κήρυγμα του Ευαγγελίου και βαπτίστηκαν.

Όταν έφτασε στην Σινώπη, είχε ήδη πάει ο Απόστολος Ματθίας, τον οποίο κακοφέρθηκαν και φυλάκισαν. Μόλις το έμαθε ο Ανδρέας προσευχήθηκε θερμά και αμέσως έσπασαν τα δεσμά, ανοίχτηκε η φυλακή και ο Ματθίας βγήκε έξω ελεύθερος. Τότε οι Σινωπείς θύμωσαν πολύ και βασάνισαν ανηλεώς τον Απόστολο, ώσπου τον πέταξαν σχεδόν πεθαμένο σε ακάθαρτο τόπο έξω από την πόλη. Το βράδυ, όμως, εμφανίστηκε ο Χριστός, που τον θεράπευσε, και την επόμενη μέρα εισήλθε πάλι χαρούμενος ο Απόστολος στην πόλη, μάλιστα αρτιμελής, μολονότι την προηγουμένη ανάμεσα στα άλλα βασανιστήρια του απέκοψαν και ένα δάχτυλο.

Οι κάτοικοι της Σινώπης βλέποντας όλα αυτά τα θαυμάσια μετανόησαν, ζήτησαν συγχώρεση και βαπτίστηκαν όλοι στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Την ευλογία επισφράγισε ένα μεγάλο θαύμα του Αποστόλου, που ανέστησε τον φονευθέντα μονογενή υιό μιας γυναίκας.

Αξίζει, τέλος, να σταθούμε στην τελευταία ιεραποστολική στάση του Αποστόλου Ανδρέα, στην πόλη της πελοποννήσου, Παλαιές Πάτρες. Εκεί φιλοξενήθηκε αρχικά από κάποιον Σώσιο, τον οποίο θεράπευσε από ανίατη ασθένεια. Θεράπευσε, επίσης, κάποιον δούλο της Μαξιμίλλας, συζύγου του ηγεμόνα της πόλεως Αιγεάτη, που ήταν βαρειά ασθενής χωρίς ελπίδα ζωής. Λίγες μέρες αργότερα ασθένησε βαρειά και η ίδια η Μαξιμίλλα, χωρίς να μπορέσει να τη θεραπεύσει κανένας γιατρός, παρ’ ότι διέθεσαν όλη την περιουσία τους για τον σκοπό αυτό. Αφού απελπίστηκαν, θυμήθηκαν τον Απόστολο και τον παρακάλεσαν να έλθει.

Μόλις έφτασε ο άγιος και με την επίθεση της χειρός του αμέσως η γυναίκα θεραπεύτηκε και σηκώθηκε από την κλίνη της ασθένειας υγιής. Τότε ο ηγεμόνας για να τον ευχαριστήσει του χάρισε θησαυρούς μεγάλους, τους οποίους όμως ο Απόστολος ταπεινά αρνήθηκε, υπενθυμίζοντας τα λόγια και την εντολή του Χριστού «δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε». Έτσι με πολλές διδαχές και θαύματα οδήγησε όλους τους κατοίκους της Πάτρας στην πίστη και τον Χριστό.

Λίγο καιρό αργότερα, όμως, ο ηγεμόνας που προαναφέραμε ταξίδεψε στη Ρώμη για να δώσει αναφορά και όταν επέστρεψε έμαθε ότι η σύζυγός του Μαξιμίλλα έγινε χριστιανή. Κυκλωμένος τότε από δαιμόνια και λησμονώντας τις δωρεές του αγίου, θύμωσε πολύ, διέταξε να φυλακίσουν τον άγιο και σκεφτόταν με ποιόν τρόπο να τον θανατώσει. Κατέληξε έτσι στην απόφαση να τον τιμωρήσει με σταυρικό θάνατο, μήπως φοβηθεί ο άγιος και μεταμεληθεί.

Ο Άγιος, όμως, που όπως προείπαμε, επιθυμούσε από πολύ νέος τον μαρτυρικό θάνατο σκίρτησε από χαρά, καθώς θα μπορούσε να γίνει κοινωνός στα Πάθη και τον Σταυρό του αγαπημένου του Διδασκάλου. Οδηγήθηκε λοιπόν στον ετοιμασμένο τόπο, προσευχήθηκε, ευλόγησε και δίδαξε για τελευταία φορά τον λαό του Θεού και αγαλλόμενος ανέβηκε στον σταυρό, στον οποίο τον κάρφωσαν οι στρατιώτες με το κεφάλι προς τα κάτω, καθώς εικονίζεται και στις ιερές εικόνες.

 

image

__________________________________

Των Εορταστικών Εκδηλώσεων εφέτος στην Πόλη των Πατρών θα προστεί η Α.Θ.Μ. ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ

Άρθρο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου Τό ιδεολόγημα τού «Χωρισμού Εκκλησίας καί Πολιτείας».

image

Κατά καιρούς έχω γράψει γιά τόν «μύθο τού χωρισμού Εκκλησίας καί Πολιτείας», γιατί πολλοί πού ασχολούνται μέ αυτό τό θέμα δέν ξέρουν τί είναι ο «χωρισμός», αλλά εδώ θά καταθέσω μερικές σύντομες καί τηλεγραφικές σκέψεις σχετικά μέ τό «ιδεολόγημα» τού λεγόμενου «χωρισμού».

Κατ' αρχάς η φράση «χωρισμός Εκκλησίας καί Πολιτείας» είναι παντελώς αδόκιμη καί από εννοιολογική καί από νομική πλευρά. Από εννοιολογική, γιατί η Εκκλησία είναι κάτι ευρύτερο από τήν Ιερά Σύνοδο, τίς Μητροπόλεις, τίς Ενορίες, τά Μοναστήρια, καί τά μέλη τής Εκκλησίας είναι πολίτες αυτής τής Χώρας, πού δέν χωρίζονται από αυτήν, αλλά καί από νομική πλευρά, γιατί κανένας Οργανισμός δέν μπορεί νά είναι χωρισμένος από τήν κάθε ευνομούμενη Πολιτεία. Όλοι οι Οργανισμοί, Σωματεία κλπ. κάποια σχέση πρέπει νά έχουν μέ τήν Πολιτεία, όπως τό Βατικανό, πού είναι Κράτος, κάποια σχέση έχει (Κογκορδάτο) μέ τήν Ιταλική Πολιτεία. Οπότε, η ακριβέστερη διατύπωση θά ήταν «καθορισμός ή οριοθέτηση τών σχέσεων (όχι χωρισμός) μεταξύ εκκλησιαστικής καί κρατικής διοίκησης» καί θά πρέπει νά επιλεγούν οι καλύτερες σχέσεις μεταξύ τους.

Μιά τέτοια οριοθέτηση τών σχέσεων πρός τήν θετική κατεύθυνση υφίσταται μέ τό ισχύον Σύνταγμα καί τήν όλη νομοθεσία, θά μπορούσε δέ νά βελτιωθή πρός τό καλύτερο μέ μιά υπεύθυνη, σοβαρή καί επιστημονική μελέτη. Τό θέμα όμως είναι ότι στήν Χώρα μας, κατά καιρούς, διατυπώνονται τέτοιες προτάσεις συνθηματολογικά, όταν δημιουργούνται κάποια προβλήματα στήν κοινωνία καί κυρίως όταν τό ευνοούν διάφορες ιδεολογικές καί κομματικές αντιπαραθέσεις. Μεταξύ τών Κομμάτων εξουσίας παρατηρείται σύγκλιση απόψεων στά εθνικά, οικονομικά καί κοινωνικά ζητήματα καί γι' αυτό η διαφοροποίηση επιχειρείται σέ μερικές λεπτομέρειες καί κυρίως στήν σχέση τους μέ τήν «Εκκλησία». Οπότε, ο «χωρισμός Εκκλησίας καί Πολιτείας» λειτουργεί ως κομματικό σύνθημα ιδεολογικής διαφοροποίησης.

Έπειτα, είμαι πεπεισμένος ότι τό Κράτος μέ τίς διάφορες εκλεγμένες, κατά καιρούς, Κυβερνήσεις του δέν θέλει πραγματικά τόν λεγόμενο «χωρισμό» ή τήν απελευθέρωση τής Εκκλησίας, όπως λένε, από τά «δεσμά» τής κρατικής εξουσίας. Καί δέν θέλει νά υλοποιήση τέτοιες προτάσεις, αφ' ενός μέν γιατί φοβάται τό λεγόμενο πολιτικό κόστος από μερικές ποσοστιαίες μονάδες μέ τίς οποίες κρίνονται τά εκλογικά αποτελέσματα, αφ' ετέρου δέ γιατί δέν θέλει νά έχη ανέλεγκτο τόν εκκλησιαστικό οργανισμό μέ τήν μεγάλη απήχηση στόν λαό, λόγω τής φιλανθρωπικής δράσεως πού εξασκεί. Δηλαδή, θεωρώ σαφέστατα ότι οι ίδιοι οι πολιτικοί, παρά τό ότι επαγγέλλονται έναν τέτοιο «χωρισμό», δέν τόν θέλουν.

Απτό παράδειγμα είναι τά αποτελέσματα τών κατά καιρούς διαφόρων προσπαθειών. Άν υπάρχη ένα σημείο στό οποίο θά πρέπει νά οριοθετηθούν ακόμη καλύτερα οι σχέσεις εκκλησιαστικής καί πολιτικής διοίκησης είναι ο Καταστατικός Χάρτης τής Εκκλησίας, στόν οποίον πρέπει νά γίνουν αλλαγές πρός τήν θετική κατεύθυνση, κυρίως στήν απελευθέρωση τής διοίκησης τής Εκκλησίας από τόν δεσμό τής κρατικής εξουσίας καί έτσι νά διευθύνεται η Εκκλησία βάσει τού δικού της Κανονικού Δικαίου.

Διάβασα τό «προσχέδιο νόμου περί Καταστατικού Χάρτου τής Εκκλησίας τής Ελλάδος», τόν οποίο κατήρτισε τό 1987-88 η «Μικτή Επιτροπή μεταξύ Εκκλησίας καί Πολιτείας» –στήν οποία από πλευράς Ιεραρχίας συμμετείχαν οι τότε Μητροπολίτες Δημητριάδος Χριστόδουλος, Θηβών καί Λεβαδείας Ιερώνυμος, Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος καί Τρίκκης Αλέξιος– ύστερα από 36 πολύωρες Συνεδριάσεις, τό οποίο προσχέδιο θεωρώ πολύ σημαντικό καί εάν εφαρμοζόταν θά λύνονταν πολλά θέματα. Όμως τό κείμενο αυτό παραμένει στά σκοτεινά ερμάρια τού Υπουργείου Παιδείας καί Θρησκευμάτων είκοσι (20) χρόνια. Καί ερωτώ: Θέλει τόν «χωρισμό» τό Κράτος ή τόν φοβάται; Κλείνω πρός τό δεύτερο.

Νομίζω ότι πρέπει νά είμαστε σοβαροί καί νά αποφεύγουμε νά ομιλούμε ιδεολογικά, συνθηματολογικά καί κομματικά, γιατί όταν ομιλούμε μέ τέτοιον τρόπο, τότε οι μέν σοβαροί άνθρωποι γελούν οι δέ αφελείς απογοητεύονται όταν αισθάνονται ότι τούς εμπαίζουν.