20 Οκτωβρίου, 2009

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΟΡΚΟΥ (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2009)

 
ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΟΡΚΟΥ ΒΕΒΑΙΩΣΕΩΣ 
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΟΦΕΙΛΕΙ ΝΑ ΟΡΚΙΣΤΕΙ ΜΟΝΟΝ 
ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ.

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΡΚΟΥ

« ... άνθρωποι μεν κατά του μείζονος ομνύουσι καί πάσης αυτοίς
 αντιλογίας πέρας εις βεβαίωσιν ο όρκος» (Εβρ.6,16).

Η κίνηση του πρώην Υπουργού Δικαιοσύνης τον Μάρτιο του 2001 για να προωθήσει σχετικό νομοσχέδιο «περί εφαρμογής του πολιτικού όρκου» γέμει υποκρισίας για να μην είπω, ότί ενέχει και δολιότητα. Ο πρώην Υπουργός, στα λεγόμενα του και στα γραφτά του παρουσίαζε μιά κάποια περίεργη συμπεριφορά καί διάλεχτο.

Οταν μιλούσε άλλα έλεγε, άλλα εννοούσε και άλλα ήθελε να πεί. Και όταν έγραφε αναμόχλευε τα παλιά γιατί δεν είχε να γράψει κάτι καινούργιο. Έτσι φώναζε στον αέρα, καί «πίστευε ως εις αέρα δέρων» (Α' Κορ.9,26-27), με αποτέλεσμα να προκαλεί τότε βάναυσα το δημόσιον αίσθημα. Λέγω ότι άλλα έλεγε και άλλα εννοούσε και δεν μας έλεγε τίποτε το καινούριο με τα λεγόμενά του και τις ενέργειές του, γιατί αυτά που μας έλεγε, ότι θα κάνει, έχουν ήδη γίνει προ πολλού.

Ενέχουν ίσως καί ύπουλότητα τα λεγόμενά του γιατί ως απώτερον σκοπόν μάλλον είχαν να χτυπήσουν τα άρθρα εκείνα του Συντάγματος για να περιθωριοποιηθούν, (και μέσα στο ναό της Δημοκρατίας, τη Βουλή), η Χριστιανοσύνη και τα Ελληνορθόδοξα ιδεώδη και ιδανικά.

Να χτυπηθούν και να καταργηθούν τα άρθρα εκείνα του ισχύοντος Συντάγματος, που μιλούν ευθέως για την Επικρατούσα θρησκεία (3), για την «ανάπτυξιν της Εθνικής, καί θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων πολιτών» (16) καί κυρίως ο καϊμός του ήταν να καταργηθεί το άρθρο 59, όπου ομιλεί ευθέως καί κατηγορηματικώς, ότι οι Βουλευτές του λαού, «Ομνύουν εις το όνομα της Αγίας καί Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» 

Ομως ο λαός είναι εδώ, παρών. Και μνήμη διαθέτει και γνώση έχει καί την ανάλογη αγωνιστικότητα και θάρρος έχει καί την άδεια από το ισχύων Σύνταγμα, για να ενεργήσει καί να πράξει ανάλογα, γιατί «η τήρησίς του Συντάγματος επαφίεται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων, δικαιουμένων καί υποχρεουμένων εις την δια παντός μέσου αντίστασιν κατά οιουδήποτε επιχειρούντος την βιαίαν κατάλυσιν αυτού» (άρθρον 120). ΑΛΛΑ ας επανέλθουμε στο προκείμενον, που θα μας απασχολήσει, τον ΟΡΚΟ, ο οποίος θα είναι: Θρησκευτικός ή Πολιτικός;

Ομνύω = Ορκίζομαι = δεσμεύομαι με όρκο, βεβαιώ ενόρκως, ορκίζομαί σε ό,τι έχω ιερόν, στο Ευαγγέλιο, διαβεβαιώ ενώπιον του δικαστηρίου επικαλούμενος ως μάρτυρα το Θεό, ότι θα πω την αλήθεια, σε ό,τι ερωτηθώ. Άρα ΟΡΚΟΣ είναι η άμεση επίκληση του ονόματος του Θεού ως μάρτυρα της αλήθειας των όσων λέγω ή της ειληκρίνειάς μου των όσων υπόσχομαι.

Υπάρχουν δύο όρκοι: Ο Βεβαιωτικός που δίνει, κάποιος, όταν καλείται ως μάρτυρας στα διάφορα θρησκευτικά και πολιτικά δικαστήρια και ο Υποσχετικός που δίνει αυτός; που γίνεται Μοναχός ή που διορίζεται: Δημόσιος υπάλληλος, Στρατιωτικός, Υπουργός, Βουλευτής πριν αναλάβει τα καθήκοντά του ή όταν θέλει να πείσει τους άλλους για την ειλικρίνειά του καί προς τούτο επικαλείται το Θεό ως εγγυητή των υποσχέσεών του, ή των καλών του προθέσεων.

Ο όρκος είναι ισχυρός ηθικός θεσμός καί παράγων αρμονίας στις ανθρώπινες κοινωνίες καί σχέσεις, λόγω της αξίας που έχει για την απόδειξη της αλήθειας. Για το λόγο αυτόν ο όρκος χρησιμοποιείται ανέκαθεν απ' όλους τους λαούς στην ιδιωτική ζωή και προ πάντων στην απονομή της δικαιοσύνης.

Στην αρχαία Ελλάδα ο όρκος εδίδετο «εις το όνομα των θεών», οί οποίοι «επιβλέπουσιν την τήρησιν του όρκου και τημωρούσιν τον παραβαίνοντα αυτόν» (Ευρ. Φοίν.).Ο Ξενοφών (Ανάβαση), δηλώνει: " Ομνυμί θεούς καί θεάς». Ο Ευριπίδης και ο Αριστοφάνης μας ενημερώνουν, ότι έχει γίνει όρκος στο όνομα του Δία «ομώμοστε Ζεύς». Και ο Δημοσθένης σημειώνει «ομωμοχώς τους θεούς».

Στην αρχαιότητα ο όρκος της γυναίκας και του μοιχού, αν καί ορκίζοντο, ήσαν άνευ ουδεμιάς σημασίας, κατά ρητορική έκφραση των Σοφοκλή, Φίλωνίδου, κ.π.ά…, «όρκους εγώ γυναικός εις ύδωρ γράψω (καί) όρκους δε μοιχών εις τέφραν εγώ γράψω». Ο Ησίοδος τον όρκο τον προσωποποιεί «ως υιόν της Έριδος». Στο Χριστιανισμό ο όρκος εκτίθεται και εξετάζεται σε δύο χρονικές περιόδους. Στην περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης (Π.Δ), και στην περίοδο της Καινής Διαθήκης (Κ.Δ).

Α' ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ.
Στην περίοδο της Π.Δ. βλέπουμε, ότι ο ίδιος ο Θεός ορκίζεται στο όνομα Του, ότι θα τηρήσει τις υποσχέσεις, που έδωσε στον Αβραάμ, και στα άλλα εκλεχτά πρόσωπα του περιούσιου λαού Του. Και ορκίζεται στο Όνομα Του, γιατί δεν υπάρχει κάποιος άλλος ανώτερος Του, ώστε να ορκιστεί στο όνομα Του. «κατ' εμαυτού ώμοσα... αρώ εις τον αυοανόν την χείρα μου και ομούμαι τη δεξιά και ερώ, ζώ εγώ είς τον αιώνα… διαθέμην διαθήκην τοίς εκλεχτοίς μου, ώμοσα Δαυίδ τω δούλω μου ... ή μην ευλόγων ευλογήσω σε καί πληθύνων πληθυνώ σε... Ώμοσε Κύριος τω Δαβίδ αλήθειαν και ου μη αθέτηση αυτήν» (Γεν.22,16-17. Δευτ.32,40. Ψαλμ.88,4 & 131.11. Ησ.55,23, κατ πολλαχού της Π.Δ.).

Ακόμη, ο υπάρχων Θεός καλεί τους ανθρώπους μάρτυρες υπεράσπισής Του στα δικαστήρια «πάντα τα έθνη συνήχθησαν άμα καί συναχθήσονται άρχοντες εξ' αυτών... αγαγέτωσαν τους μάρτυρας αυτών καί δικαιωθήτωσαν καί ακουσάτωσαν και ειπάτωσαν αληθή... γενέσθαι μοι Μάρτυρες... υμείς εμοί μάρτυρες» (Ησ.43,9-13) Επίσης, τους καλεί να ορκίζονται μόνον στο όνομα Του καί όχι στους ψεύτικους θεούς «Κύριον τον Θεόν σου φοβηθήση καί αυτώ μόνω λατρεύσεις και προς αυτόν κολληθήση καί επί τω ονόματι αυτού ομή… ευφρανθήσεται επί τω θεώ πας ο ομνύων εν αυτώ. ότι ενεφράγη στόμα λαλούντων άδικα» (Δευτ. 6,13 & 10,20. Ψαλμός 62,12).

Β' ΚΑΙΝΗ ΑΙΑΘΗΚΗ.
Η ίδια τακτική φαίνεται, ότι συνεχίζεται καί στη Καινή Διαθήκη τόσον από τον θεάνθρωπον Ιησού Χριστό, ο Οποίος όχι μόνον φαίνεται, ότι ορκίζεται με το «Αμήν, Αμήν λέγω υμίν»αλλά καί όταν καλείται, να ορκιστεί από τον Αρχιερέα Καϊάφα «εξορκίζω σε κατά του θεού του ζώντος, ίνα ημίν είπης. εί σύ εί ο υιός του θεού» απαντά στον Αρχιερέα: «λέγει αυτώ ο Ιησούς σύ είπας» (Ματθ.26,63-64). Επομένως τον αποδέχεται. Ακόμη καλεί τους μαθητές Του να γίνουν μάρτυρές Του, «...υμείς δέ έστε μάρτυρες τούτων... λήψεσθε δύναμιν επελθόντος του Αγίου Πνεύματος εφ' υμάς και έσεθέ μοι μάρτυρες ... έως εσχάτου της γης» (Πράξ.1,8). 

Αλλά καί οί Απόστολοι κάνουν το ίδιο, ορκίζονται στο όνομα του Θεού. Σας βεβαιώνω ενώπιον του Θεού, ότι δεν ψεύδομαι γράφει ο Απόστολος Παύλος στους Γαλάτες, «ά δε γράφω υμίν, ιδού ενώπιον του Θεού, ότι ου ψεύδομαι» (Γαλ.1,20). 

Το ίδιο γράφει καί προς τους Κορίνθιους «ο Θεός καί Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού οί δεν, ότι ου ψεύδομαι». Το ίδιο δε γράφει καί προς τους Ρωμαίους, «αλήθείαν λέγω εν Χριστώ, ου ψεύδομαι» (Ρωμ.9,1) . Ωστόσο ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός μας δηλώνει ρητά και κατηγορηματικά ν' αποφεύγουμε παντελώς τον όρκο «μη ομόσαι όλως».

Λέγοντας αυτό ο Κύριος Ιησούς Χριστός, έχει υπόψη Του την τέλεια κοινωνία Αγίων, αυτή του «ελθέτω η Βασιλεία Σου, ως εν ουρανώ καί επί της γης» όπου και θα ισχύει «το ναί, ναί καί το ου, ου», αλλά τούτο θα ισχύει μέχρι του σημείου, που δεν θα υπάρξει ουδεμία διαφωνία μεταξύ των πιστών. Γιατί αν θα υπάρξει κάτι τέτοιο, τότε την αλήθεια θα την αποδείξουν δύο ή τρείς μάρτυρες «επί στόματος δύο ή τριών μαρτύρων σταθήσεται παν ρήμα» (Ματθ. 18.15-17).

Εδώ, ο Κύριος Ιησούς Χριστός νομοθετεί αποβλέπων, όχι στις ανάγκες του παρόντος, αλλά στις ανάγκες του μέλλοντος οπότε οί πιστοί του θα σχημάτιζαν κοινωνίες αφωσιωμένες σ'Αυτόν, καί που θα όφειλαν, μέσα στις δυσκολίες της ζωής, να πειθαρχούσαν στην διδασκαλία Του. Γι' αυτό καί οί φιλονικίες, λογομαχίες, καυγάδες, διχόνοιες, ανταγωνισμοί και έριδες, μεταξύ των χριστιανών θα διευθετούνται καί θα τελειώνουν με όρκο στο όνομα του Ζώντος Θεού. Καί στο σημείον αυτό ο λόγος του Θεού είναι λίαν σαφής:

«... Κύριον τον Θεόν σου φοβηθήση και αυτώ μόνω λατρεύσεις καί προς αυτόν κολληθήση. και επί τω ονόματι αυτού ομή... ομνύντες επί τω ονόματι Κυρίου Σαβαώθ…άνθρωποι μεν γαρ κατά του μείζονος ομνύουσι, καί πάσης αυτοίς αντιλογίας πέρας εις βεβαίωσιν ο όρκος... εν ώ περισσότερον βουλόμενος ο Θεός επιδείξαι τοις κληρονόμοις της επαγγελίας το αμετάθετον της βουλής αυτού εμεσίτευσεν όρκω» (Ματθ.5,34 & 18,16-17. Αριθ.30,3. Δευτ.6,13, 10,20. 23,21. Ψαλμ.49,14. Ησ.19,18. Εβρ.6,14-17). Ακριβώς αυτό έχει υπόψη Του ο Θεάνθρωπος Κύριος, καί όταν κηρύττει, «... όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σιαγόνα, στρέφον αυτώ καί την άλλην» (Ματθ.5,39), αλλά όταν ένας υπηρέτης τον εράπησε μπροστά στον Αρχιερέα, δεν «έστρεψε καί την άλλην», αλλά του ζήτησε επίμονα εξηγήσεις γιατί τον κτύπησε; 

«... εις των υπηρετών παρεστικώς έδωκε ράπισμα τω Ιησού ειπών, ούτως αποκρίνη τω αρχιερεί; απεκρίθη αυτώ ο Ιησούς, εί κακώς ελάλησα, μαρτύρησαν περί του κακού, εί δε καλώς, τί με δέρεις; (Ιωάν.18,22). Τούτο σημαίνει, ότι θα στρέψω «και την άλλην» σε μιά κοινωνία αγίων, όπου καί θα διδάξω με την ενέργεια μου αυτή, αλλά όταν το ράπισμα θα δημιουργήσει υπονοούμενα, είμαι υποχρεωμένος, να ζητήσω δημόσια εξηγήσεις για την άρση των υπονοουμένων καί την άρση των οποίων αντιδράσεων.

Ο όρκος του χριστιανού στο όνομα του Θεού έχει δύο στόχους:
α) Φανερώνει, ότι αναγνωρίζει Θεό του σ'αυτόν που ορκίζεται, και β) Το πλέον σημαντικό, ότι θα τιμωρηθεί από τον θεόν αν επικαλεσθεί το όνομα Του «επί ματαίω» και ορκιστεί ψέματα «ουκ ομείσθε τω ονόματί μου αδίκω και ου βεβηλώσετε το όνομα του Θεού ημών... εμίσησας πάντας τους εργαζομένους την ανομίαν, απολείς πάντας τους λαλούντας το ψεύδος»,(Λευίτ.19,12. Ψαλμ.5,6-7)

Κατά το λόγο λοιπόν του Θεού ο χριστιανός πρέπει, ν' αποφεύγει να φτάνει στο σημείο, να ορκίζεται «μη ομόσαι όλως» «καί να λύνει τίς διαφορές του μεταξύ των αδελφών του, ή εν «εκκλησία» (Ματθ.18,15-17), αλλά αν παρ' όλα αυτά φτάσει στην ανάγκη, να καταλήξει στα δικαστήρια καί να κληθεί να βεβαιώσει την αλήθεια, τότε δεν έχει δικαίωμα, ούτε ν'αρνηθεί, ούτε και περιθώρια επιλογής, παρά υποχρεούται να βεβαιώσει την αλήθεια επικαλούμενος μόνον το όνομα του ζώντος Θεού γιατί «άνθρωποι μεν γαρ κατά του μείζονος ομνύουσι και πάσης αυτοίς ατιλογίας πέρας είς βεβαίωσιν ο όρκος.., καί επί το ονόματι αυτού ομή».

Π η γ έ ς:
1)Αγία Γραφή.
2)Ιωήλ Γιαννακοπούλου (Η Παλαιά Διαθήκη).
3)Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον καί
τον Ησαία, Παν. Ν. Τρεμπέλα.
4) ΘΗΕ, τόμ. 9ος.
5)Παν. Χ. Δημητροπούλου (Ορθ. Χρι/κή Ηθική).
6)Νικοδήμου Αγιορείτου (Πηδάλιον).
7)Εγκυκλοπαίδεια (Φάρος).
8)Λεξικό (Lidell & Scott) καί διάφορα άλλα Λεξικά της Ελληνικής Γλώσσας.
9)Ισχύον Σύνταγμα της Ελλάδος 1975.
10)Ιστορία του "ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ" (Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΟΡΚΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
Ο όρκος τόσον εις την Π.Δ. όσον και εις την Ελλ. Μυθολογίαν έχει την εμφάνισιν του, κατά τας πεποιθήσεις των λαών της εποχής εκείνης, εις αυτόν και από αυτόν τον Θεόν. Ούτω εν μεν τη Π.Δ. ο Θεός αναφέρεται, ως ορκιζόμενος καθ' εαυτού, ίνα σταθεροποίηση τον Άβρααμ εις πίστιν, προς εκείνα τα όποια του υπέσχετο «κατ' εμαυτού ώμοσα» (Γεν. 22, 16) και πάλιν «και στήσω τον όρκον μου ον ώμοσα Άβρααμ τω πατρί σου» (Γεν, 26, 3. Δευτ. 32, 40 Λουκ. 1, 73. Πραξ. 2. 30 Εβρ. σελ. 13 - 14).

Οι "Έλληνες έπιστευον ότι οι θεοί των ώρκιζοντο εις τα Ύδατα της Στυγός' «Στυγός Ύδωρ, ώστε μέγιστος όρκος πάλει μακάρεσι θεοΐσι» (Λεξ. Σταμ.). Κατ' άλλην εκδοχήν, ο όρκος ήτο υιός της Έριδος η του Αιθέρος και της Γαίας (Ησιόδου Θεογ. 231), όστις επιβλέπει την τήρησιν του όρκου και τιμωρεί τους επιόρκους (Λεξ. Σταμ.) παρβλ. (Εγκ. Παπ. Τ. 10). Επομένως, οι "Έλληνες και οι Εβραίοι εχρησιμοποίουν τον όρκον. δια την εξεύρεσιν της αληθείας, ο όρκος απαντά και εις τους Ρωμαίους ρητώς επιβαλλόμενος υπό των νόμων, εκείθεν δε παρελήφθη και είσηχθη εις τας νομοθεσίας πασών των χριστιανικών πολιτειών (Ηθ και Θρ. Εγκ.).

Εις την επί του όρους ομιλίαν του ο Κ.η.Ι. Χριστός απηγόρευσε τον όρκον. δια του: «ηκούσατε ότι ερέθη τοις αρχαίοις ουκ επιορκήσεις, αποδώσεις δε τω Κυρίω τους όρκους σου εγώ δε λέγω ύμιν μη ομόσαι όλως μήτε εν τω ουρανώ, ότι Θρόνος εστίν του Θεού μήτε εν τη γη, ότι υποπόδιον εστίν των ποδών αυτού μήτε εις Ιεροσόλυμα, ότι πόλις εστίν του μεγάλου Βασιλέως, μήτε εν τη κεφαλή σου ομόσης, ότι ου δύνασαι μίαν τρίχα λευκήν η μέλαινα ποιήσαι έστω δε ο λόγος υμών το ναι ναι, και το ου ου το δε περισσόν τούτων, εκ του πονηρού εστίν» (Ματθ 5. 33—37).

Ο Ιάκωβος ο αδελφόθεος, την ιδίαν του Κυρίου διδασκαλίαν επαναλαμβάνων, προτρέπει να μην ορκίζωνται, ινά μη πέσουν εις υπόκρισιν «Προ πάντων δε, αδελφοί μου, μη όμνυεται, μήτε τον ούρανον μήτε την γην, μήτε άλλον τινά όρκον η τω δε υμών το ναι ναι και το ου ου, ίνα μη υπό κρίσιν πέσητε» (Ίακ. 5. 12). Ο απόστολος Παύλος συμβουλεύει τους Χριστιανούς, να μη καταφεύγουν εις τα πολιτικά δικαστήρια, άλλα να λύουν τας διαφοράς των αναμεταξύ των, εν τη Εκκλησία, προς αποφυγήν ασφαλώς του όρκου και εκείθεν της επιορκίας, εκτός του ότι ήθελε να τους κόψη τας σχέσεις με τους μη πιστεύοντας εις Χριστόν. 

«Τολμά τις υμών πράγμα έχων προς τον έτερον, κρίνεσθαι επί των αδίκων, και ουχί επί των αγίων; η ουκ οίδατε οτι οι άγιοι τον κόσμον κρίνουσιν; και ει εν υμίν κρίνεται ο κόσμος, ανάξιοι έστε κριτηρίων ελαχίστων; η ουκ οίδατε ότι αγγέλους κρίνουμεν;... Ούτως, ουκ ένι εν ύμιν ουδείς σοφός, ος δυνήσεται διακρίναι ανά μέσον του αδελφού αυτού; άλλα αδελφός μετά αδελφού κρίνεται και τούτο επί απίστων (Α. Κορ. σ. 1—6). Μέχρι του Αυγουστίνου διδάσκεται η απαγόρευσις του όρκου (Άνδρ. Ηθ. 341).

Οι πατέρες της Εκκλησίας προτρέπουν να μη ορκιζόμεθα «Ει μεν πιστεύεις ότι αληθής εστίν ο ανήρ, μη επαναγάγης του όρκου την ανάγκην ει δε οίδας ότι ψεύδεται μη αναγκάσης επιορκείν. (Ρ.G.Τ. 49, σελ. 161). «Το γαρ ορκίζειν του φονεύειν έστι χείρον» (Ρ.G.Τ. 49, σελ.. 160) παρβλ. (Μ Αθ. Τ. 28 σελ. 192 (C.Τ. 28 σελ.. 189 Β4, Π. Τρμπ., Ματθ. 105).

Η ΣΤ. Οικ. Σύνοδος επικυρούσα τους κανόνας Ι και Κθ' του Μ. Βασιλείου απαγορεύει τον όρκον «Καθ΄άπαξ μεν ουν ο όρκος απαγορεύεται,».

Η Ζ' Οικ. Σύνοδος επίσης απαγορεύει τον όρκον αναφερομένη εις το θέμα αυτό, εις την στ' πράξιν αυτής «όρκω μη εθίσωμεν το στόμα άλλά της Κυριακής φωνής ακούσομεν λεγούσης το' «έγω δε λέγω ύμιν ομόσαι όλως». (Ηθ. θρ. Εγκ.). Ομοίως εις την Η' πράξιν αυτής «Σοφ. Σιρ. ΚΓ' 9» (Συντ. Ρ. Π. σελ. 620).

Εις τας νεαράς διατάξεις της Αυτοκράτειρας Ειρήνης ως και επί Αυτοκρατόρων Βασιλείου, Κων)τίνου και Λέοντος, είχε θεσπισθή νόμος απαγορεύον τον όρκον, επί τη βάσει της διδασκαλίας του Κ. η. Ι. Χριστού. «Συνήθεια δε τις ου καλή και αρεστή Κυρίω, ειπείν δε μάλλον, ως τα πολλά Εβραϊκή, έως του νυν κεκράτηκε, τας στραγκαλιάς των φιλονεικιών, δι' όρκου λύεσθαι του γαρ Σωτήρος και Θεού ημών Ιησού Χριστού, του και τα πάλαι νομοθετήσαντος, διαρρήδην φάσκοντος, ως είρηται μη ομόσαι όλως... ταύτη τη θεία νομοθεσία τον αυχένα του Κράτους ημών υποκύπτομεν και την, παρά ταύτην, κρατήσασαν παράνομον συνήθειαν αποπεμπόμεθα, ουκ εύλογον οίομενοι, μέσον του εμπιστευθέντος ημίν χριστιανικότατου ποιμνίου το του όρκου άγος εμπολιτεύεσθαι.» (Συντ. Ρ. Π. Τ. 5 σελ. 248. παρβλ. 617, 623).

Από της αλώσεως της Κων) πόλεως και εντεύθεν επεβλήθη ο όρκος, εις τον υπόδουλον χριστιανικόν κόσμον, υπό των Σουλτάνων βάσει του Κορανίου τη επιδράσει της Π.Δ., όπου επιτρέπεται ο όρκος, εις δε την Δύσιν εκ της Ρωμαϊκής νομοθεσίας, και εκείθεν επεκράτησε μέχρι σήμερον, ως αναγκαίον κακό, έν τω κόσμω, χωρίς όμως η Εκκλησία να αναγνωρίζη τον όρκον, ως εκ του Ευαγγελίου προερχόμενον, άλλα μετά πολλής δυσαρεσκείας, προτρέπουσα τους ορκιζομένους εις πολιτικά δικαστήρια, να εξευμενίζουν το θείον, και αυτή εύχεται υπέρ αυτών. 

«Η δ' ουν Εκκλησία τη μεν ειρημένη πολιτική Ρωμαϊκή νομοθεσία υποχωρεί, εξ ανάγκης ανεχομένη, ει γε προς μειζόνων κακών και κινδύνων απαλλαγήν και οικονομίαν επίβαλοι.το, παρά των πολιτικών νόμων όρκος (ως μήποτ' ώφειλε). Τους γε μην αναγκασθέντας, υπό πολιτικών νόμων ορκωμοτήσαι, πρώτον μεν παραγγέλλει και ευορκήσαντας εξευμενίζειν το Θείον και αυτή υπέρ αυτών ευχάς και δεήσεις προσάγει, προς τον μη ομόσαι, όλως εντειλάμενον Δεσπότην και Κύριον, ίνα της αυτού φιλανθρωπίας, «ει όρκω υπήχθησαν» τύχωσιν. (Συντ. Ρ.Π. Τ. 5 σελ. 623).

Από της ιδρύσεως της Εκκλησίας Απόστολοι, Πατέρες, διδάσκαλοι, Σύνοδοι προτρέπουν άποχην από τον όρκον, ως αντιβαίνοντα προς την Χριστιανική αλήθειαν του «μη ομόσαι όλως». Έκαμνον δε αυτήν την προτροπήν, άφ' ενός μεν διότι είχον καθήκον να διδάξουν και αυτήν την Χριστιανικήν αλήθειαν, άφ' ετέρου διότι απηυθύνοντο εις ακροατάς Έλληνας, Εβραίους και Ρωμαίους, οι οποίοι ορκίζοντο, διότι η εθνική των νομοθεσία το επέβαλλε.

Επομένως, το «μη ομόσαι όλως» το νομοθετηθέν από τον Κ.η.Ι. Χριστόν, το όποιον εκ πρώτης όψεως αντιλαμβάνεται όποιος δήποτε ότι σημαίνει παντελή άρνησιν του όρκου και αποχήν από αυτόν, ούτω εξελήφθη και ούτω ηρμηνεύθη από την γενικήν συνείδησιν της Εκκλησίας και ούτω εδιδάχθη από την Εκκλησίαν, ούτω δε επιστεύθη από το πλήρωμα της Εκκλησίας και αυτού το βίωμα προσπαθεί να εφαρμόση, ανθίσταμενον και αντιδρών, εις την πολιτικήν νομοθεσίαν και θλιβόμενον και λυπούμενον, δια την μέχρι σήμερον ελαστικότητα και εν πολλοίς αδιαφορίαν της διδασκούσης Πανεπιστημιακής θεολογικής ηγεσίας, με το αιώνιον «ναι μεν άλλα» το οποίον δεν είναι φράσις του Ευαγγελίου, άλλα είναι —εφεύρεσις επιτήδειος, των υποχωρήσεων και των συμβιβασμών.

Έννοια του όρκου
1. Διάφοροι ορισμοί
Ο όρος όρκος κατ' αρχάς ήτο ισοδύναμος με τον όρον έρκος, εκ του έργω, αττικόν είργω, όπερ σημαίνει φράζω, εμποδίζω, οχυρώνω, προστατεύω, προφυλάσσω «"Όρκος (αρχικώς ήτο ισοδύναμον τω έρκος, δηλαδή φραγμός, εμπόδιον, εκ του έργω αττ. είργω)».

«Έρκος - εος (έργω - είργω) φραγμός, φράχτης, περίβολος, τείχος μεταφορικώς κάθε φράγμα η μέσον αμύνης, οχύρωμα, προπύργιον». «Όρκιος - ον ενίοτε και θυλικόν ορκία (όρκος), ο ανήκων εις όρκον, η ο αρμόζων εις όρκον, ο ορκισμένος, ο δι' όρκου δεσμευμένος» (Λεξ. Σταμ. Παρβλ. Εγκ. Παπ., Θρ. και ηθ. Εγκ.). Κατά τα ανωτέρω ο ορκιζόμενος προστατεύεται, προφυλάσσεται, οχυρώνεται η δεσμεύεται με τον όρκον, δια να είπη την αλήθειαν». Δίδων τον όρισμον του όρκου ο Ανδρούτσος γράφει, «όρκος είναι επίσημος ενίσχυσις δηλώσεως τίνος, δι' έπικλήσεως του Θεού ως μάρτυρος της αληθείας». (Ηθ. 339).

Ο Άγιος Κλήμης ο Αλεξανδρεύς λέγει «όρκος εστίν ομολογία καθοριστική, μετά προσπαραλήψεως θείας» (Άγιος Νεκτ. Κεφ. σελ. 5).

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης λέγει «"Όρκος εστίν λόγος πιστούμενος δι' εαυτού την αλήθειαν διπλή δε η κατά τον όρκον ενέργεια η γαρ αυτός πιστούται τω ακούοντι την αλήθειαν, η άλλοις δια του ορκισμού την ανάγκην επάγει, του μη διαψεύδεσθαι». (Νεκτ. Κεφ. σελ. 5).

Ο Φίλων ορίζει τον όρκον ως έξης «όρκος ουδέν άλλο εστί η μαρτυρία Θεού περί πράγματος αμφισβητουμένου».

Ο Μ. Βασίλειος (τον όρκον πολλαχού την αμετάθετον περί εκάστου πράγματος διαβεβαίωσιν ονομάζει». (Νεκτ. Κεφ. σελ. 5).

Κατά τους ανωτέρω ορισμούς, ο όρκος είναι εκείνος ο όποιος, εν ενεργητική εννοία, παρουσιάζει την αλήθειαν, επί αμφισβητουμένων γεγονότων, οι μάρτυρες είναι υποχρεωμένοι, εν παθητική εννοία να ειπούν την αλήθειαν, οι δε ενδιαφερόμενοι δι' αυτήν, εν παθητική εννοία θα αποδεχθούν την μαρτυρίαν των μαρτύρων ως αληθή. 

Τούτο όμως δεν είναι ορθόν, διότι οι μάρτυρες καίτοι ορκιζόμενοι. καθ' ένας λέγει την άποψίν του, υποκειμενικώς, και όχι την αλήθειαν αντικειμενικώς, επομένως είναι δυνατόν όσους μάρτυρας έχομεν, και τόσας ομολογίας, όχι όμως και τόσας αληθείας, διότι η αλήθεια περί ενός γεγονότος είναι μία.

"Ώστε ούτε τον μάρτυρα αναγκάζει ο όρκος να είπη την αλήθειαν, άλλα θα μας την είπη εάν θέλη και οπόταν θέλη, ούτε οι ακούοντες, ως άδουλα όντα θα παραδεχθούν ως αληθείς τας μαρτυρίας των μαρτύρων, άλλα κατόπιν συγκρίσεως των μαρτυριών, υπό της κρίσεως και της λογικής αυτών. Οι αρχαίοι "Έλληνες είχον θεοποιήσει τον όρκον, έχοντα ως αποστολήν την επίβλεψιν της τηρήσεως του όρκου, ως και την τιμωρίαν των επιόρκων (Λεξ. Σταμ.)

«"Όρκος Μυθολογίας θεότης, εθεωρείτο ως υιός της Έριδος (Ησιόδου θεογονία 231) η του Αιθέρος και της Γαίας» (Εγκ. Παπ.). Η άποψις της ισχύος του όρκου να αναγκάζη τους μεν μάρτυρας παθητικώς να λέγουν την αλήθειαν, τους δε ενδιαφερομένους παθητικώς να αποδέχωνται, ως αληθείς τας μαρτυρίας των μαρτύρων, δύναται να ισχύση ως προς τας πεποιθήσεις των αρχαίων Ελλήνων, όπου ο όρκος επιστεύετο ότι ήτο Θεός , και ότι επιβλέπει προσωπικώς δια την τήρησιν του όρκου, και ότι τιμωρεί τους επιόρκους, άλλα και τούτο θα ίσχυεν, εφ όσον αμφότεραι αι πλευραί θα επίστευον ότι ο όρκος ήτο Θεός, είδ' άλλως τε και πάλιν θα ίσχυεν η ελευθέρα βούλησις έκαστου.

Επομένως μόνον όταν υπάρχη πίστις εις τον Θεόν, είναι δυνατόν και αι μαρτυρίαι να είναι αληθείς και οι αναζητούντες την αλήθειαν των γεγονότων, να τας παραδεχθούν, ως αληθείς.

2. Εξαγωγή του ορισμού περί όρκου
Επί του προκειμένου, έχομεν, βάσει των ανωτέρω, ένα η περισσότερα ιστορικά γεγονότα, των οποίων δεν γνωρίζομεν την αλήθειαν, είναι όμως ανάγκη να την μάθωμεν. β' "Έναν η περισσοτέρους ανθρώπους, οι όποιοι γνωρίζουν την αλήθειαν των ανωτέρω γεγονότων, τους οποίους καλούμεν να μας την ειπουν, γ' "Ίνα η μαρτυρία των είναι αληθής και όχι ψευδής, να την πιστεύσωμεν δε και ημείς ως αληθή, δ' Τους αναγκάζομεν να επικαλεσθούν τον Θεόν ως μάρτυρα, επί της μαρτυρίας των ότι είναι αληθής, με την προϋπόθεσιν ότι εάν είπουν ψεύματα να τιμωρηθούν από αυτόν.

"Ώστε όρκος καλείται, η ελεύθερα αποδοχή ύφ' ημών απαιτήσεως άλλων, όπως τους είπωμεν την αλήθειαν, δι' ώρισμένον ιστορικόν γεγονός, αφού επικαλεσθώμεν, ως μάρτυρα τον Θεόν, ότι λέγομεν την αλήθειαν, προς τους ενδιαφερομένους, ίνα ούτοι μας πιστεύσουν, με την προϋπόθεσιν, ότι, εάν δεν είπωμεν την αλήθειαν να τιμωρηθώμεν από τον Θεόν. Κατά ταύτα, ο ορκιζόμενος έχει σχέσιν α' με εκείνους που τον αναγκάζουν ελευθέρως να όρκισθη, β' με τον Θεόν, τον όποιον επικαλείται ως μάρτυρα, γ' με την αλήθειαν των γεγονότων η με το ψεύδος δι' αυτά, και των ύπ' αυτού λεγομένων.

Επομένως, επιβάλλομεν τον όρκον, εις τον ορκιζόμενον, ίνα προφυλαχθή και προστατευθή ούτος, από το ψεύδος, κατοχυρωθή δε με την αλήθειαν, δια της επιβλέψεως του θεού και μας είπη αυτήν, ημείς δε άνευ ετέρας λογικής ενεργείας η κρίσεως, θα παραδεχθώμεν την ομολογίαν του ορκιζομένου, ως αληθή, με την μόνην λογικήν ενέργειαν ότι πίστευομεν ότι επιβλέπει ο Θεός. (Νεκτ. Κεφ. σελ. 5). 

"Ώστε δια του όρκου κατοχυρώνεται ο ορκιζόμενος, από την προσβολήν του ψεύδους, και οι ορκίζοντες κατοχυρώνονται, ότι θα μάθουν την αλήθειαν και μόνην την αλήθειαν, διότι ο ορκιζόμενος επικαλείται τον Θεόν ως μάρτυρα (Νεκτ. Κεφ. σελ. 5). "Άρα όρκος είναι η εν ελεύθερα βουλήσει, επίκλησις του Θεού, ως μάρτυρος και τιμωρού, υπό των ορκιζόντων και των ορκιζομένων, προς διακρίβωσιν και εξακρίβωσιν της αληθείας, παραδοχήν αυτής υπό των ορκιζόντων, τιμωρίας δε των ορκιζομένων, εις περίπτωσιν επωρκίας. 

Εν τη πραγματικότητι όμως ο όρκος είναι κάτι το κενόν, άνευ ουσίας και περιεχομένου, διότι, ούτε ο Θεός κατέρχεται ίνα επιβεβαιώση την αλήθειαν της αναληθούς μαρτυρίας των μαρτύρων, κατά το «ουκ εκπειράσης Κύριον τον Θεόν σου», δηλαδή δεν θα αναγκάσης να κάμη ο Θεός εκείνο που θέλεις εσυ (Ματθ. 4.7), ως και το ου λήμψη το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω» ("Εξ. 20.7, Δευτ. 5.11).

Ούτε συμφωνεί με τους ορκίζοντας, ίνα δια του όρκου, ως μέσου, εξευρέθη η αλήθεια, ούτε αναγκάζει τους ενδιαφερομένους να παραδεχθούν ασυζητητί τας μαρτυρίας των ορκιζομένων, άλλα κηρύσσει τον όρκον ως άχρηστον, δια του «εγώ δε λέγω ύμιν, μη ομόσαι όλως», δηλαδή να μη χρησιμοποίητε όρκον, άλλα να λέγετε ελευθέρως την αλήθειαν. 

"Ίνα όμως λέγωμεν την αλήθειαν, θα πρέπει να πιστεύωμεν εις την αγάπην του Θεού, προς τα λογικά πλάσματά του και εκείθεν θα πρέπει να πιστεύωμεν, ότι θα πρέπει ν' αγαπώμεν πάντα συνάνθρωπόν μας, ώστε, εις περίπτωσιν διαφωνίας, δι' ώρισμενα γεγονότα, να είμεθα αντικειμενικοί και ν' αποδίδωμεν δικαιοσύνην, αδιακρίτως, εις τε τον κατήγορον και τον κατηγορούμενον, όποτε θα είμεθα φιλαλήθεις και θα λέγωμεν την αλήθειαν.

3. Λόγοι υπέρ του όρκου
"Όταν ομιλούμεν, περί των λόγων των υπέρ του όρκου, εννοούμεν τους λόγους εκείνους, επί των οποίων στηρίζονταί τινες και υποστηρίζουν, ότι ο όρκος είναι απαραίτητος, εις την ανθρώπινην κοινωνίαν και παρά την, υπό του Κυρίου. κατάργησιν αυτού, πρέπει να διατηρηθή. 

Ο Ανδρούτσος γράφει «Οι συνηγορούντες υπέρ του όρκου, αξιούσιν, ότι, ούτος και ως δραστικώτατον μέσον, προς εξεύρεσιν της αληθείας, εν διεφθαρμένη κοινωνία, και ως βεβαίωσις της πίστεως, εις τους νόμους και εις τας αρχάς, διδομένη παρά των υπαλλήλων του Κράτους, και ως υψηλόν τι και μεγαλοπρεπές και τον άνθρωπον εξαίρον, ιδία εν επισήμοις πατριωτικαίς στιγμαίς. πρέπει να διατηρηθή» (Ηθ. Άνδρ. 340) (Παράδλ. Ραμ. σελ. 3 - 2,ύποσ. α', Παν. Τρεμ. Υπομ. Ματθ. σελ. 105, Εγκ. Παπ. 10).

Οι αναφερόμενοι λόγοι, από τους υποστηρικτάς του όρκου, δεν έχουν καμμίαν βάσιν. θρησκευτικήν, ηθικήν, κοινωνικήν και προσωπικήν. α΄ Ο όρκος ως απαγορευόμενος, από τον Θεάνθρωπον Σωτήρα της ανθρωπότητος, δια του «μη ομόσαι όλως», υπό αυτού τούτου του Υιού του Θεού ,του οποίου το ναι είναι ναι και το όχι είναι όχι. 

δηλαδή ότι λέγει αυτό και πράττει, τούτο δε είναι και το συμφέρον της ανθρωπότητος, δια την τελειοποίησίν της, προσλαμβάνει Θρησκευτικόν χαρακτήρα και ως τοιούτον χαρακτήρα έχων, αποβλέπει εις την τελειοποίησιν της οντότητος των μη ορκιζομένων και την εν αμαρτίαις ζωή των ορκιζόμενων, δια της παραβάσεως των δύο εντολών, α' «μη ομόσαι όλως» και β΄ «ουκ εκπειράσεις Κύριον, τόν Θεόν σου».

Ηθικώς δεν αποκαλύπτει την αλήθειαν ο όρκος. αλλά η πίστις και η καλή θέλησις του μάρτυρος. Κοινωνικώς, δεν κάμνει, ομαλάς τας σχέσεις των μελών της κοινωνίας, διότι αναγκαζόμενός τις να ορκισθή, αγανακτεί κατά των νόμων του Κράτους και των Αρχών των θεσπιζουσών τους νόμους και διοικουσών αυτό, έφ' όσον του αφαιρούν την λογικώς και εν ηθική εννοία νοουμένην προσωπικήν ελευθερίαν, και τον αναγκάζουν να κάμη κάτι το όποιον ο θείος νόμος του απαγορεύει.

Προσωπικώς δεν προάγεται, ο ορκιζόμενος εις ηθικήν, θρησκευτικήν, κοινωνικήν και πνευματικήν προσωπικότητα εφ όσον ευρίσκεται η υπό τον ζυγόν της ανάγκης του νόμου του Κράτους, του αντιβαίνοντος τον θείον νόμον, η τελών εν παραβάσει της θειας εντολής. Οι επιβάλλοντες τον όρκον αυταπατώνται πιστεύοντες ότι δι' αυτού θα μάθουν την αλήθειαν των γεγονότων η θ' αποκαλύψουν αυτήν, διότι εάν πιστεύουν ότι η ανθρωπίνη κοινωνία είναι, διεφθαρμένη ως και οι μάρτυρες, εις τους οποίους επιβάλλουν τον όρκον, εάν τούτο αληθεύη, τότε οι μάρτυρες δεν λέγουν την αλήθειαν, διότι ως διεφθαρμένοι, δεν πιστεύουν εις τον Θεόν, ούτε εις τον όρκον.

Ο όρκος ο διδόμενος υπό των υπαλλήλων του Κράτους, ως βεβαίωσις πίστεως αυτών, εις τους νόμους αυτού, είναι τυπικόν και ουδεμίαν ουσιαστικήν σημασίαν εχει, προς τούτο ας ερωτήση έκαστος τον εαυτόν του και ας ανασκοπήση την ζωήν του και ας δώση μόνος του την απάντησιν, εις τον εαυτόν του ενήργησε ποτέ νομίμως η παρανόμως, έχων ύπ' όψιν του τον επαγγελματικόν όρκον, η εκ της προσωπικής του ισχύος η αδυναμίας. Ως προς το υψηλόν τι και μεγαλόπρεπες και τον άνθρωπον έξαίρον, ιδία εν επισήμοις πατριωτικαίς στιγμαίς..

Το πνεύμα του χωρίου αυτού, και των σκεπτομένων ούτω δεν είναι χριστιανικόν, άλλα κοσμικόν, αποβλέπον εις τους επαίνους και την δόξαν του κόσμου τούτου και μάλιστα ουχί δι' εμπραγμάτου αρετής, άλλα δια παραβάσεως εντολής, δηλαδή αμαρτάνοντες ορκιζόμενοι, έχομεν την ιδέαν ότι ο κόσμος μας τίμα και μας δοξάζει, και το πλέον χειρότερον έχομεν την ίδέαν ότι καλώς και χριστιανικώς πράττομεν, την διδασκαλίαν του Κ.η. Ι. Χρίστου παραβαίνοντες. 

Το χωρίον (Εβρ. σ. 16) αναφέρεται εις τους νόμους των Εβραίων της π.Χ. εποχής «άνθρωποι γαρ κατά του μείζονος ομνύουσιν, και πάσης αυτοίς αντιλογίας πέρας εις βεβαίωσιν ο όρκος» ως απευθυνόμενης της επιστολής προς Εβραίους επομένως δεν έχει σχέσιν με την χριστιανικήν εποχήν. 

Ο επιμεληθείς την εργασίαν περί όρκου του Νεκτ. Κεφάλα, γράφει «Εκ των υπό του Σωτήρος ειρημένων, δεν εξακριβούται η απαγόρευσις του όρκου, απαιτουμένου υπό των Άρχων, προς πίστωσιν η εξακρίβωσιν της αληθείας, ζητουμένης ύπ' αυτών, χάριν του δικαίου, η της ασφαλείας των συμφερόντων του Κράτους, η χάριν άλλης τίνος νενομοθετημένης απαιτήσεως» (Νεκτ. Κεφ. σελ. 6).

Δεν έχει δίκαιον διότι ο Κύριος σαφώς λέγει, ηκούσατε ότι ερέθη τοις αρχαίοις, ουκ επιορκήσεις, αποδώσεις δε τω Κυρίω τους όρκους σου, εγώ δε λέγω υμίν, μη ομόσαι όλως» (Ματθ. 5, 34). Δηλαδή ούτε δια την π.Χ. εποχήν αναφέρεται ειδικώς ο Κύριος εις όρκους δικαστικούς, η Αρχών, ούτε εις την μ.Χ. εποχήν, άλλα γενικώς ομιλεί περί όρκου, και λέγει ότι εις την π.Χ. εποχήν απηγορεύετο η επιορκία και επετρέπετο ο όρκος γενικώς, επομένως και εις τας δικαστικάς και τας κρατικάς Αρχάς.

Τώρα που ο Κύριος νομοθετεί τον νόμον της Κ.Δ., λέγει ότι απαγορεύει πάντα όρκον γενικώς, επομένως και τον όρκον τον διδόμενον εις τας δικαστικάς η τας Κρατικάς Αρχάς, να λέγεται δε η αλήθεια άνευ όρκου τούτο σημαίνει και το «έστω ο λόγος υμών ναι ναι ου ου, το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστίν».

Λόγοι κατά του όρκου
Ο Ανδρούτσος γράφει «Τουναντίον δε οι κατ΄ αυτού ενιστάμενοι προσάγουσι τους εξής λόγους ο όρκος λέγουσιν, εν πρώτοις, εμφαίνει αντίθεσιν εν τω ανθρώπω, όστις ορκιζόμενος υπολαμβάνεται ως θρησκευτικώς μόνον αξιόπιστος, όχι όμως και ηθικώς. 

Έπειτα δε είναι και βία κατά της ελευθερίας της συνειδήσεως, καθ' όσον αναγκάζονται να ορκίζωνται άνθρωποι η ευσεβείς μεν άλλά δια λόγους Γραφικούς η εξ άλλης επόψεως. μη στέργοντες, κατ' αρχήν, τον όρκον, η άνθρωποι περιδεείς, προ του όρκου, μη τι ορκιζόμενοι. είπωσί τι, εκ πλάνης και μετεωρίας, η υποσχεθώσιν ότι, εξ ασθενείας δεν δύνανται είτα να εκτελέσωσιν.

Άφ' ετέρου, ο όρκος είναι περιττός, δια τους τίμιους ανθρώπους, αφορμή δε νέας αμαρτίας, δια τους αναξιοπίστους, οίτινες γίνονται επίορκοι. 1. Η επιβολή του όρκου, υπό ελαφρών δικαστών υποβιβάζει την αγιότητα του όρκου. 2. Η χρησιμοποίησις του όρκου, εις τον λόγον υπονοεί ότι όπου δεν υπάρχει όρκος είναι ψεύδος. 3. Ό λόγος του τιμίου άνθρωπου είναι και λόγος τιμής αυτού, αποτελεί προσβολήν, κατ' ουσίαν η πρόκλησις, όπως και ρητώς δώση τον λόγον της τιμής αυτού» (Ηθ. Άνδρ. σελ. 340). 

Πάντες οι ανωτέρω λόγοι έχουν βάσιν θρησκευτικήν, ηθικήν, κοινωνικήν και προσωπικήν, είναι περιττόν να τους αναπτύξωμεν». Και εις άλλο μέρος ο Ανδρούτσος γράφει «Ιδίως εις την πλάστιγγα των του όρκου πολεμίων, βαρύνει το γεγονός, ότι πολύπειροι δικασταί και των εγκλημάτων ερευνηταί βεβαιούσιν, ότι ο όρκος ουδέν έτερον είναι η επαχθής τις τύπος, ουδέν αποδεικνύων, μάλλον δε συντελών, κατά το πλείστον, εις την παραγωγήν του σμήνους εκείνου των ασεβεστάτων ανθρώπων, οίτινες, δια του επιπολαιοτάτου τρόπου, παριστώσι το «ψεύδος ως αλήθειαν, των καλουμένων επιόρκων.» (Ηθ. Άνδρ. σελ. 340—1).

Ούτω, όχι μόνον οι επίορκοι γίνονται κατώτερα ανθρώπινα όντα, ως άτομα, άλλά δημιουργούν θύματα οικονομικά, εγκλειόμενα εις τας φυλακάς, πολλάκις δε καταστρέφονται και οικογένειαι, παραμένουσαι απροστάτευται, γινόμενοι ως επίορκοι ούτω επικίνδυνοι εις την κοινωνίαν, αλλά ταυτοχρόνως και αυτοί σκληρύνονται εξ επαγγέλματος ψευδορκούντες, απομακρυνόμενοι της αποστολής της τελειοποιήσεώς των, και οδηγούμενοι εις την αιωνίαν του μέλλοντος καταδίκην, εκκινήσαντες προς τον κατήφορον της καταστροφής, από τον όρκον.

Έπ' αυτού η Ηθ. και Θρ. Έγκυκλοπαίδεια αναγράφει «Ανεξαρτήτως όμως των κινδύνων της επιορκίας και ψευδορκίας, ους συνεπάγεται το αλογίστως και ευχερώς ομνύειν, ο όρκος καθ' εαυτόν έστω και ευόρκως διδόμενος, ως τι μέσον κοινόν και πρόχειρον, προς εξασφάλισιν κοινών συμφερόντων, αποτελεί τουτ΄ αυτό ασύγγνωστον ασέβειαν και βεβήλωσιν του αγίου ονόματος του Θεού, υποβάλλων δια τούτο, εις μέγαν κίνδυνον την ψυχικήν σωτηρίαν του ομνύοντος» (Εξ. κ. 7. Δευτ. Ε., 12, Ίακ. 5.12).

"Οπως δε είναι απόβλητος και φευκτέος ο όρκος, δια τους εξ αυτού κινδύνους, ούτω και κατ' έτι μείζονα λόγον είναι περιττός, μεταξύ αληθών Χριστιανών, οι όποιοι πάντοτε, εις ανώτερον και τελειότερον βίον αφορώντες, έχουν κανόνα ζωής την φιλαλήθειαν και την χρηστότητα, αρετάς εχούσας δύναμιν και παρεχούσας αξιοπιστίαν, πολλώ μάλλον ανωτέραν, των ενόρκων διαβεβαιώσεων.

Ο Μ. Αθανάσιος γράφει «'Ομνύουσιν γαρ οι άνθρωποι, ουχί ίνα τα πράγματα σημάνωσιν, άλλ' ίνα την αλήθειαν πιστώσωνται, και ότι λέγοντες ου ψεύδονται ει μεν ουν εστί τω ομνύοντι πίστις και αλήθειά τις η χρεία του όρκου; Ει δε μη εστίν εν αυτώ πίστις, διατί τοσούτον ασεβούμεν, ώστε δι' ανθρώπινα και θνητά τον υπεράνθρωπον Θεόν καλείν μάρτυρα ; (Τ. 28 col 192 c). Και εις άλλο μέρος γράφει «Ει γαρ όλως άξιος τυγχάνει τις ονομάσαι τον Θεόν, αξιόπιστός εστίν και χωρίς όρκου πιστευθήναι ο γαρ προς το μείζον ικανός γενόμενος, πολλώ πλέον προς το έλαττον γένοιτ΄ αν ικανός. 

Ει δε μη εστίν αξιόπιστος χωρίς όρκου πιστευθήναι, ουκ έστιν άρα άξιος ουδέ ονομάσαι το όνομα Κυρίου, ουκ έστι πιστός εν λόγω. Πως γαρ όλως τούτω μαρτυρήσει ο Θεός ομνύοντι, μη έχοντι πίστιν, εις ην ο Κύριος επιβλέπει;» (Τ. 28 col. 189 Β 4).

Και εις άλλο μέρος «Ει γαρ τον βασιλέα τον επί της γης, εις τα έξω δικαστήρια καλείν μάρτυρα, ου θέμις, ως κρείττονα και των εγκαλούντων και των δικαζόντων, τι τον αγέννητον, εις τα γεννητά καλούμεν και τον Θεόν, υπό ανθρώπων, ποιούμεν καταφρονείσθαι; Άπαγε τούτο πάσαν υπερβάλλει παρανομίαν και τόλμαν. Τι ουν δει ποιείν; Ουδέν πλέον η είναι ημών το ναι ναι και το ου ου και καθόλου μη ψεύδεσθαι (Τ. 28 col. 192 c).

Και εξάγει το συμπέρασμα «Ούτε ουν Θεός κατά τους ανθρώπους ομνύει, ούτε υμάς εκ τούτου, εις όρκους επιτρίβεσθαι χρή άλλά τοιαύτα λέγομεν και πράττομεν, ως μη όρκου δείσθαι τους ακούοντας, άλλ' άφ' εαυτών έχειν τα λεγόμενα της αληθείας την μαρτυρίαν, εν τούτω γαρ όντως μιμησόμεθα το θείον». (Μ. 'Αθ. Τ. 28 Ρ. Μg. col. 193 c).

Ταύτα περί του όρκου.