11 Μαΐου, 2009

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ και ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ με ΘΕΜΑ: ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ (10/5/2009)

971163_b

Μεταξύ άλλων στην ομιλία του ο Μακαριώτατος ετόνισε ότι: Το συγκεκριμένο συνέδριο είναι ένα άνοιγμα για την κοινωνία, και ότι ο πολιτισμός είναι ένας χώρος ο οποίος μπορεί να προσφέρει πολλά, τονίζοντας ότι δυστυχώς η Εκκλησία δεν τον έχει αγκαλιάσει. «Πολλοί άνθρωποι της διανόησης, πολλοί άνθρωποι που έχουν αναζητήσεις, που έχουν περιεχόμενο, στο τόπο μας είτε στη ποίηση, είτε στη μουσική και μπορούν να εμπνεύσουν το λαό, δεν ξέρω πως τα έχουμε καταφέρει εμείς της ποιμένουσας Εκκλησίας, να τους έχουμε απέναντι ή να τους έχουμε βάλλει στην άκρη, να μην τους υπολογίζουμε, όπως και εκείνοι εμάς.


Έχουμε χάσει πολλές ευκαιρίες, έχει περάσει πολύς καιρός, έχουν χαθεί πολλά χρήσιμα πράγματα και γι΄ αυτό νομίζω ότι αυτό το συνέδριο μπορεί να γίνει ένα εφαλτήριο, ένα άνοιγμα προς σ ένα χώρο που το χρειάζεται. Βέβαια είμαστε ακόμα άτολμοι προς αυτούς και γι’ αυτό το συνέδριο είναι το έναυσμα για να σκεφθούμε».


Ο Μακαριώτατος υπογράμμισε ότι η Εκκλησία δεν έγινε για τον πολιτισμό, αλλά τον δημιουργεί. Χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της τέχνης τόνισε ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να προσέχουν τα εσωτερικά χαρακτηριστικά και όχι τα εξωτερικά «δεν απασχολεί το πώς φαίνεται προς τα έξω αλλά το τι είναι εσωτερικά».


Σημείωσε επίσης ότι: Στη σύγχρονη εποχή επικρατεί σύγχυση τόσο στη τέχνη, όσο και στη ζωή του καθενός. «Ένα ψέμα μπορεί να παρουσιαστεί ως αλήθεια, κάτι το άσχημο, μπορεί να παρουσιαστεί ως καλό. Ο άνθρωπος ζει συγκεχυμένα και έτσι οι ρίζες της τέχνης να φυτρώνουν εκεί που είναι τα πιστεύω του».

ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΟΜΟ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΣΥΝΟΔΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ν. 5383/32 (29/3/2009)

Ναυπάκτου

Εκτελεστέα η απόφαση του Αρείου Πάγου ως σύμφωνη με τους ιερούς Κανόνες

Η πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αναιρέσεως της καταδικαστικής εφετειακής απόφασης του Μητροπολίτου πρ. Αττικής κ. Παντελεήμονος, δημιούργησε σε μερικούς έναν προβληματισμό κατά πόσον πρέπει η Εκκλησία να την εφαρμόση. Διότι κατά την άποψη αυτή η Εκκλησία καθαιρεί τους Κληρικούς της με τα Συνοδικά Δικαστήρια και δεν πρέπει να εφαρμόζη αποφάσεις των πολιτικών Δικαστηρίων, διότι αυτό συνιστά εκκοσμίκευση της εκκλησιαστικής ζωής. Φυσικά το θέμα αυτό είναι μεγάλο και πρέπει να εξετασθή από πολλές πλευρές. Με το σύντομο αυτό άρθρο θα υπογραμμισθούν πολύ συνοπτικά μερικά σημεία, χωρίς να διεκδικήται το θέσφατο.


1. Εκκλησιαστικός νόμος Ο νόμος 5383/1932 «Περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων...» είναι εκκλησιαστικός νόμος, για τον οποίον η Ιερά Σύνοδος συνέπραξε πολλές φορές, ιδίως κατά τη σύνταξη του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το 1977. Βεβαίως υπάρχουν ελλείψεις στον νόμο αυτόν, αλλά όταν ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος εισηγήθηκε την αλλαγή του νόμου και τον εκσυγχρονισμό του, πολλοί υποστήριζαν ότι «εξυπηρέτησε» την Εκκλησία κατά τη διάρκεια των 77 ετών. Η αλήθεια είναι ότι χρειάζεται βελτίωση.


Πάντως, επί τη βάσει του νόμου αυτού δικάζουμε τους Κληρικούς και μοναχούς και με τον νόμο αυτόν συγκροτήθηκε πρόσφατα το Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο που εξέδωσε, με τον τρόπο που το εξέδωσε, απαλλακτικό βούλευμα για τον Μητροπολίτη πρ. Αττικής κ. Παντελεήμονα. Δεν θεωρώ ότι είναι λογικό να δεχόμαστε σύνολο τον εκκλησιαστικό νόμο και να τον εφαρμόζουμε στην πράξη για τους άλλους βαθμούς της ιερωσύνης, αλλά το άρθρο που αφορά τους Μητροπολίτας να το θεωρούμε μη εφαρμοστέο. Δεν είναι δίκαιο να καθαιρούνται Διάκονοι και Πρεσβύτεροι, σύμφωνα με τον νόμο αυτόν, και να αμφισβητήται η κανονικότητά του όταν εκδικάζονται Αρχιερείς. Δεν μπορούν να ισχύουν δύο μέτρα και δύο σταθμά.


2. Το παράπτωμα της κλοπής Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, του οποίου η απόφαση επικυρώθηκε από τον Αρειο Πάγο, είναι μεν πολιτικό-κοσμικό Δικαστήριο, αλλά έκρινε, συνεκδοχικώς, παραπτώματα που δικάζονται με καθαίρεση και από τους ιερούς Κανόνας. Συγκεκριμένα, η μη σωστή διαχείριση των οικονομικών θεμάτων από τους Επισκόπους και ιδίως η κλοπή χρημάτων και πραγμάτων υπόκειται στους ιερούς Κανόνας της Εκκλησίας και εκείνος που διαπράττει τέτοιο ατόπημα καθαιρείται. Για παράδειγμα, ο κε΄ αποστολικός Κανόνας διαλαμβάνει: « Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή διάκονος επί πορνεία ή επιορκία ή κλοπή αλούς καθαιρείσθω και μη αφοριζέσθω ».


Επίσης πολλοί ιεροί Κανόνες προσδιορίζουν παρόμοια ποινή στα ίδια θέματα, όπως ο κστ΄ της Δ Δ Οικουμενικής Συνόδου, που διαλαμβάνει: « υποκείσθω αυτόν τοις θείοις κανόσιν », ο ιβ Δ της Ζ Δ Οικουμενικής Συνόδου ότι « ο Επίσκοπος...ο τούτο ποιών, εκδιωχθήτω...του επισκοπείου », ο κστ΄ της Καρθαγένης, που διαγορεύει: « αλλότριος της οικείας τιμής » κ.λπ. Η διαχείριση των εκκλησιαστικών πραγμάτων πρέπει να γίνεται « ως του Θεού εφορώντος » και δεν επιτρέπεται σε κανέναν Επίσκοπο το « σφετερίζεσθαί τι εξ αυτών », όπως αυτό διαλαμβάνεται σε πολλούς ιερούς Κανόνας. Αυτό σημαίνει ότι η κακή διαχείριση των οικονομικών πραγμάτων και ο σφετερισμός του εκκλησιαστικού χρήματος που είναι «ιερό», γιατί δίδεται από τους πιστούς Χριστιανούς και πρέπει να καταλήγη πάλι στους πτωχούς Χριστιανούς, υπόκειται στις κανονικές εκκλησιαστικές κυρώσεις.


Επομένως, δεν μπορούμε να ισχυριζόμαστε ότι δεν πρέπει να εφαρμόζουμε τις αποφάσεις των πολιτικών-κοσμικών Δικαστηρίων, όταν το παράπτωμα αποδείχθηκε με την βάσανο της εξετάσεως, και το οποίο τιμωρείται και από τους ιερούς Κανόνας. Πολλώ δε μάλλον όταν η αντιμετώπιση του θέματος από αρμόδια Συνοδικά Οργανα δεν έγινε με υπευθυνότητα και σοβαρότητα. Η Εκκλησία θα έπρεπε και από μόνη της να κρίνη Κληρικούς που καταδικάστηκαν από τα πολιτικά Δικαστήρια για ποινικά αδικήματα, όχι να αναζητεί τρόπους αθωώσεως.


3. Σεβασμός στους νόμους Ολοι είμαστε πολίτες αυτής της Χώρας και οφείλουμε να τηρούμε τη νομοθεσία της Πολιτείας. Δεν είναι δίκαιο να επικαλούμαστε τη νομοθεσία, όταν είναι προς το συμφέρον μας και να την αρνούμαστε όταν δεν μας συμφέρη. Η προς Διόγνητον επιστολή του 2ου αιώνος γράφει ότι οι Χριστιανοί « πείθονται τοις ωρισμένοις νόμοις και τοις ιδίοις βίοις νικώσι τους νόμους ».


Ιδιαιτέρως εμείς οι Μητροπολίτες προκειμένου να αναλάβουμε τη διοίκηση των Μητροπόλεών μας, δώσαμε διαβεβαίωση ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι θα τηρούμε « υπακοήν εις το Σύνταγμα και τους Νόμους του Κράτους ». Πολλώ δε μάλλον που ο εν ισχύι νόμος περί Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων είναι εκκλησιαστικός και εφαρμόζεται από την Εκκλησία για πολλά χρόνια. Βεβαίως η διαβεβαίωση των Αρχιερέων ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας και μάλιστα για την εκπλήρωση των αρχιερατικών καθηκόντων και την τήρηση των αποστολικών και συνοδικών Κανόνων και της Ιεράς Παραδόσεως πρέπει σε μια σύγχρονη Πολιτεία να αναθεωρηθή, αλλά στην παρούσα περίπτωση όλοι οι Αρχιερείς, μηδέ και του Αρχιεπισκόπου εξαιρουμένου, την δώσαμε και οφείλουμε να την τηρήσουμε.


Η άποψη περί του δεδικασμένου από πλευράς Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων δεν μπορεί να σταθή και από λογικής πλευράς, αν εξετάση κανείς πώς ελήφθη η συγκεκριμένη απόφαση και ότι αμφισβητήθηκε ακόμη και από τους Αρχιερείς που συμμετείχαν στο Συνοδικό αυτό όργανο.


4. Το «δίκαιον της κρίσεως» Κάθε Κληρικός και Επίσκοπος που διαθέτει ένα στοιχειώδες εκκλησιαστικό φρόνημα λυπάται όταν φθάνη στο σημείο να επιβάλη την ποινή της καθαιρέσεως σε έναν Κληρικό και μάλιστα Επίσκοπο, αλλά είναι και αυτό μέσα στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής μας αρμοδιότητας.


Το « δίκαιον των χειροτονιών » και το « δίκαιον της κρίσεως » είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα των Επισκόπων που συσκέπτονται και συναποφασίζουν συνοδικώς.


Επομένως, θεωρώ ότι η απόφαση του Αρείου Πάγου, για τους λόγους που ανέφερα συντόμως πιο πάνω, είναι εφαρμοστέα από τα Συνοδικά Δικαστήρια, είναι στην πραγματικότητα απόφαση που προβλέπεται και από τους ιερούς Κανόνας. Αντίθετα, η ποινή της εκθρονίσεως, χωρίς ταυτόχρονη καθαίρεση, είναι αντικανονική, γιατί δεν προβλέπεται από τους ιερούς Κανόνας.

Εκκλησιαστική Δικαιοσύνη και έννομη τάξη

Το κατά το άρθρο 20 ν. 5383/1932 Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για τους Αρχιερείς είναι όργανο της ελληνικής έννομης τάξης, στους κόλπους της οποίας η Εκκλησία της Ελλάδος, κατά τον κατηγορηματικό ορισμό του άρθρου 1 § 4 του ν. 590/1977 (Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος), είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, κάτι που σημαίνει ότι διοικείται κάτω από τους περιορισμούς της ελληνικής έννομης τάξης, ιδίως δε δικάζει τα εκκλησιαστικά αδικήματα σύμφωνα με τους νόμους του ελληνικού κράτους, και ιδίως σύμφωνα με τον ν. 5383/1932 περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασία. Συνακόλουθα είναι δεσμευτικό και για το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για τους Αρχιερείς το άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος, που ορίζει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη.


Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για τους Αρχιερείς, που επελήφθη του ανακριτικού πορίσματος του σ. μητροπολίτη Καρυστίας εναντίον του ήδη αμετακλήτως καταδίκου σε εξαετή κάθειρξη π. μητροπολίτη Αττικής, από καιρού εγκλείστου στις φυλακές Κορυδαλλού, φέρεται να εξέδωσε κατά πλειοψηφία (7-5) απόφαση, η οποία όμως, κατά τους θεμελιακούς κανόνες της ελληνικής έννομης τάξης, είναι ανυπόστατη, για τους ακόλουθους λόγους:


- Πρώτον, επειδή, κατά το άρθρο 146 ν. 5383/1932, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για τους Αρχιερείς μόνον «ητιολογημένως» έχει εξουσία να αποφανθεί «ότι δεν υπάρχει αφορμή προς κατηγορίαν και να αναστείλει πάσαν περαιτέρω καταδίωξιν». Αν δε τυχόν το Δικαστήριο τον απαλλάξει δίχως τεκμηριωμένη αιτιολογία, η απόφασή του είναι παράνομη και ανυπόστατη, καθώς, ως απόφαση Δικαστηρίου της ελληνικής έννομης τάξης, είναι αντίθετη στο άρθρο 93 §3 του Συντάγματος που επιτάσσει: «κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη». Και είναι μεν αλήθεια ότι, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 της Πολιτικής Δικονομίας, η δικαστική απόφαση που δεν έχει καθόλου αιτιολογίες φέρεται και ως δεκτική προσβολής με αναιρετική αίτηση. Ομως, κατά το εδάφιο β' της § 1 του άρθρου 313 Πολ.Δ., η δικαστική απόφαση είναι ανύπαρκτη, αν εκδόθηκε καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας. Τόσο δε κατά το άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος όσο και κατά το άρθρο 146 § 1 ν. 5383/1932, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για τους Αρχιερείς έχει δικαιοδοσία ν' αποφανθεί ότι δεν υπάρχει αφορμή προς κατηγορία αποκλειστικώς και μόνο «ητιολογημένως». Διαφορετικά, αποφαίνεται καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας, έτσι που η απόφασή του ν' αποβαίνει ανυπόστατη. Η απόφαση του Πρωτοβάθμιου για τους Αρχιερείς Δικαστηρίου είναι προδήλως ανυπόστατη ως αναιτιολόγητη, αφού, κατά τη συνεδρίασή του, δεν αναγνώστηκαν ούτε με άλλον τρόπο εξετάστηκαν, έστω και αποσπασματικώς, τα πρακτικά της συνεδρίασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, μήτε η ήδη αμετάκλητη καταδικαστική απόφασή του.


Η φερόμενη ως πλειοψηφία των επτά μελών του Πρωτοβάθμιου για τους Αρχιερείς Δικαστηρίου περιορίστηκε να χαρακτηρίσει τις εκκρεμείς κατηγορίες ως προϊόν συκοφαντιών, δίχως καμιάν αιτιολογία, που να ανατρέπει το υλικό είτε της ανάκρισης του σ. μητροπολίτη Καρυστίας είτε των δύο δικών ενώπιον του Τριμελούς και του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, των οποίων οι αποφάσεις και τα πρακτικά συνεδρίασης δεν αναγνώστηκαν.

Ακόμη και ο κατηγορούμενος δεν αποπειράθηκε να εξειδικεύσει ποιες συγκεκριμένες μαρτυρίες ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων ήταν τάχα προϊόν σκευωρίας. Και πολύ περισσότερο, δεν αποτόλμησε να ζητήσει την ποινική δίωξη, ως ψευδομαρτύρων, εκείνων των συγκεκριμένων προσώπων, στων οποίων τις ένορκες καταθέσεις στηρίχθηκαν τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια. Εξ άλλου, δεύτερον, είναι ανυπόστατη η προαναφερόμενη απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου για τους Αρχιερείς, επειδή, αμέσως μετά την έκδοσή της, ο σ. μητροπολίτης Λαρίσης Ιγνάτιος, μέλος αυτού του Δικαστηρίου, που είχε ψηφίσει υπέρ της απαλλαγής του κατηγορουμένου, με επίσημο έγγραφό του προς την Ιερά Σύνοδο δήλωσε ότι παραπλανήθηκε και ζήτησε συγγνώμη για την αμαρτωλή αθωωτική ψήφο που παρασύρθηκε και απερισκέπτως έδωσε.


Ομως αυτή η δήλωση μεταμέλειας, πριν ακόμη συμπληρωθεί εικοσιτετράωρο μετά την ψηφοφορία, κάνει φανερό ότι οι συνθήκες της ψηφοφορίας ήταν τέτοιες, που να μην παρέχουν εγγύηση αμερόληπτης και υπεύθυνης τοποθέτησης των δικαστών που ψήφισαν. Και φυσικά, ένα τέτοιο κλίμα ψηφοφορίας είναι ξένο προς τη δικαιική τάξη κάθε ευρωπαϊκού κράτους, το οποίο οφείλει να λειτουργεί κατά τους ορισμούς του άρθρου 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που κατοχυρώνει τη θεμελιακή δικαιική αρχή της έντιμης δίκης (fair trial). Μια δικονομικώς ανυπόστατη απόφαση δεν μπορεί λοιπόν να προβληματίζει. Δεν μπορεί να είναι ούτε αντικείμενο έφεσης ενώπιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καθώς εκείνο λειτουργεί ως προπύργιο και των δικαιικών αρχών που μας κληροδότησαν οι αιώνες. Συνακόλουθα, κανένας δισταγμός δεν δικαιολογείται για τη συμμόρφωση με το άρθρο 160 § 1 ν. 5383/1932, που επιτάσσει την «υπό του αρμοδίου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου καθαίρεσιν του καταδικασθέντος άνευ ετέρας τινός διαδικασίας».


Υστατη, αλλά καθόλου έσχατη υπόμνηση: το προαναφερόμενο άρθρο 160 ν. 5383/1932 ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 158 του ίδιου νόμου, όχι μόνο για τους αρχιερείς, αλλά και για τον έσχατο κληρικό (αρχιμανδρίτη, ιερέα, διάκονο ή μοναχό). Εφόσον οποιουδήποτε βαθμού κληρικός καταδικάστηκε αμετακλήτως από ποινικό δικαστήριο σε κάθειρξη, το κατά περίπτωση αρμόδιο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο έχει υπηρεσιακό καθήκον να προχωρήσει εντός 15 ημερών στην έκδοση διαπιστωτικής πράξης, με την οποία βεβαιώνεται η καθαίρεση του αμετακλήτως καταδικασθέντος από τα ποινικά δικαστήρια, και η εφεξής αυτόματη περιέλευσή του στη θέση του λαϊκού.


Είναι μάταιη λοιπόν η αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης. Ο νόμος δεν αφήνει καμιάν άλλη διέξοδο, πέραν από την ατιμωτική έξοδο στις τάξεις των λαϊκών. Και, φυσικά, λαϊκοί δεν έχουν δικαίωμα έφεσης στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Πολύ δε περισσότερο εναντίον ανυπόστατης απόφασης, όπως εκείνη που εξέδωσε την προπερασμένη εβδομάδα το Συνοδικό Δικαστήριο για Αρχιερείς.

ΚΩΣΤΑΣ Ε. ΜΠΕΗΣ