09 Μαΐου, 2009

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ



«Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω, ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ βάλη με εις την κολυμβήθραν» (Ιω. 5,78), Εις την ζωήν των ατόμων και των κοινωνιών πολλαί είναι αι ανάγκαι και τα προβλήματα. Δια την υπέρβασιν και την λύσιν αυτών, μετά τον Θεόν, συμβάλλουν πολλοί παράγοντες. Και πρώτος μεταξύ αυτών ο παράγων άνθρωπος όπως θα ίδωμεν.


Ο παράλυτος, περί του οποίου ομιλεί το σημερινόν ιερόν Ευαγγέλιον, ελπίζει εις τον Θεόν. Και περιμένει το θαύμα της θεραπείας του, επί 38 συνεχή έτη, κατάκοιτος επί κραββάτου, παρά την θαυματουργόν κολυμβήθραν της Βηθλεέμ. Αναμένει να έλθη και δι’ αυτόν η χαρμόσυνη ώρα της θεραπείας και της απαλλαγής του από την μακροχρόνιον ακινησίαν και καθήλωσίν του στο κρεββάτι του πόνου.


Δοκιμάζει όμως αμέτρητες απογοητεύσεις. Ενώ «άγγελος κατά καιρόν κατέβαινεν εν τη κολυμβήθρα και ετάρασσε το ύδωρ, (και κάθε φοράν), «ο πρώτος εμβάς μετά την ταραχήν του ύδατος υγιής εγίνετο», αυτός έμενε με το παράπονον ότι «άλλος προ αυτού καταβαίνει» και θεραπεύεται. Τα χρόνια παρέρχονται αυτός δε εξακολουθεί να μένη και πάλιν και πάλιν, με νέαν προσδοκίαν και ανανέωσιν της ελπίδος του δι άλλην ευκαιρίαν. Ήτο εν μέρει ζήτημα προτεραιότητος. Αλλά και συμπαραστάσεως. Διότι ένας μόνον εθεραπεύετο «μετά την ταραχήν του ύδατος» της κολυμβήθρας υπό του αγγέλου. Μόνον «ο πρώτος εμβάς». Οι άλλοι ασθενείς ήσαν ευκίνητοι, διότι δεν ήσαν παράλυτοι, ή και εβοηθούντο και από άλλον άνθρωπον και ήτο επόμενον να τον προσπερνούν και να επωφελούνται της θαυματουργού κολυμβήθρας, χωρίς αυτός να μπορεί να έχει ποτέ την προτεραιότητα και την μετ’ αυτής συνδεδεμένην άμεσον θεραπείαν.


Και από μεν της ευδοκίας και της χάριτος του Θεού ήλθε και δι’ αυτόν η ώρα της θαυματουργικής θεραπείας. Ήλθεν ο ίδιος ο Θεός προς αυτόν ως άνθρωπος, κατ’ ακρίβειαν ως «εν προσώπω Ιησού Χριστού», δια να δικαιώσει την ελπίδα και την υπομονήν του. Ιδού, έχει ενώπιόν του τον Χριστόν. Και χωρίς να γνωρίζει προς ποίον ομιλεί, εκφράζει το άλυτον πρόβλημά του, «Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω», να με βοηθήσει προς τούτο. Αν είχα έναν άνθρωπον, να με βάλει μίαν φοράν πρώτον εις την θαυματουργόν κολυμβήθραν, θα ελάμβανα κι εγώ τη δωρεά του Θεού, θα εγίνετο και δι ‘ εμέ το θαύμα της θεραπείας μου.


«Άνθρωπον ουκ έχω … Αυτή είναι η μεγάλη μου στέρησις. Αυτό το κενόν εάν καλυφθή η θεραπεία μου θα είναι βεβαία.


Πράγματι δια την περίπτωσίν του δεν ετίθετο ζήτημα υλικών μέσων. Και, εξ άλλου, δεν ανέμενε την σωτηρίαν του από τα ανύπαρκτα τότε – μέσα της Επιστήμης. Ολίγα μόνον βήματα τον εχώριζαν από την επαφήν με την αμεσότητα της στιγμής της καταπεμπομένης δωρεάς του Θεού, δια να γίνει και εις αυτόν το θαύμα της ιάσεως. Ω! αν είχε άνθρωπον εκείνην τη στιγμήν! θα επρολάμβανε την ανακίνησιν του ύδατος υπό του αγγέλου, που έδινε την υγείαν εις τον πρώτον μέτοχον του ελέους του Θεού.


Ο ιερός υμνογράφος της Εκκλησίας μας ζωντανεύει τον διάλογόν του με τον Χριστόν. Εις το άκουσμα της φράσεως του παραλύτου «άνθρωπον ουκ έχω», παρουσιάζει τον Χριστόν να του απαντά θερμά και αποφασιστικά: «δια σε άνθρωπος γέγονα, και λέγεις άνθρωπον ουκ έχω;» Και (εις επιβεβαίωσιν ότι του ομιλεί ως Θεάνθρωπος, πολυεύσπλαγχνος, αλλά και παντοδύναμος) να του λέγει εξουσιαστικώς: «άρον σου τον κράββατον και περιπάτει κηρύττων μου την δύναμιν και το μέγα έλεος».


Ο παράλυτος εγείρεται, σηκώνει με δύναμιν το κράββατόν του, και περιπατεί σταθερά και εντυπωσιακά ως τελείως υγιής. Παραμένει εν τούτοις, και φθάνει μέχρις ημών σήμερον ο απόηχος της πικράς φράσεώς του, «άνθρωπον ουκ έχω». Αυτές οι δύο λέξεις έχουν πάντοτε την επικαιρότητα και το κοινωνικόν μήνυμά των, ότι υπάρχει ανάγκη ανθρώπων. Έλλειψις ανθρώπων αγάπης, ανθρώπων με χρηστότητα και αγαθωσύνη». Η κορυφαία αξία εις τον κόσμον είναι ο άνθρωπος. Η κορωνίς του Σύμπαντος. Η ολοκλήρωσις και επίστεψις της Δημιουργίας.


Εις ένα ποιητικώτατον ύμνον της Δημιουργίας, ο Ψαλμωδός Δαβίδ θαυμάζει το μεγαλείον του Σύμπαντος και ανυμνεί τον Δημιουργόν Θεόν. Όταν όμως αναλογίζεται και φέρει τον άνθρωπον εις σύγκρισιν προς το Σύμπαν, διερωτάται, «ότι όψομαι τους ουρανούς, έργα των δακτύλων σου, σελήνην και αστέρας, ά συ εθεμελίωσας» (σκέπτομαι, ποίαν σύγκρισιν έχει ο άνθρωπος με αυτά), «τι έστιν άνθρωπος ότι μιμνήσκη αυτού, ή υιός ανθρώπου, ότι επισκέπτη αυτόν»;


Αλλ’ ευθύς αμέσως απαντά ο ίδιος με τον φωτισμόν του Αγίου Πνεύματος: «ηλάττωσας αυτόν βραχύ τι παρ’ αγγέλους δόξη και τιμή εστεφάνωσας αυτόν, και κατέστησας αυτόν επί τα έργα των χειρών σου, πάντα υπέταξας υποκάτω των ποδών αυτού» (Ψαλ. 8,1-7). Ο άνθρωπος είναι περίπου ισάγγελος. Επλάσθη δια να είναι εύχρηστος εις τον Θεόν και τον συνάνθρωπον.


Αυτή είναι η υψηλή περιωπή, και η αξία του ανθρώπου ενώπιον του Θεού. Άραγε πόσοι την συναισθάνονται; και πόσοι κρατούν τόσον υψηλά την ανθρωπίνην αξίαν, την ηθικήν αξίαν της ανθρωπίνης προσωπικότητος;


Συνηθέστατα είναι λυπηρά η διαπίστωσις το “άνθρωπον ούκ έχω”. Διότι σπανίζουν οι τοιαύτης υψηλής περιωπής και ηθικής αξίας άνθρωποι, μέχρι σημείου πολλάκις να αποτελεί ανησυχητικήν πραγματικότητα η κατάστασις που προδιέγραψεν ο λόγος του Θεού, “ουκ έστι ποιών χρηστότητα – ουκ έστι ποιών αγαθών – ουκ έστιν έως ενός. Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν” (ψαλ. 13,1-3 και ψαλ. 52,4). Και άλλος δε προφητικός θείος λόγος που οικτίρει τον εκπεσμόν του ανθρώπου και λέγει: “άνθρωπος εν τιμή ων ου σηνήκε, παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς”.


Υπάρχει όμως –δόξα τω Θεώ – άλλη κολυμβήθρα, ανωτέρα εκείνης της Βηθεσδά, η επτάκρουνος κολυμβήθρα, η Εκκλησία του Χριστού και τα αγιαστικά αυτής μυστήρια. Εκ της κολυμβήθρας αυτής ανεδύθησαν «κατά καιρόν» «άγιοι του Θεού άνθρωποι εις παν έργον αγαθόν εξηρτισμένοι», και εύθετοι πολίται της βασιλείας του Θεού. Προορισμός δε και αποστολή της Εκκλησίας είναι ο «καταρτισμός των αγίων» (Εφεσ. 4,12) και η «οικοδομή του Σώματος του Χριστού» (αυτόθι) – «ήτις έστιν εκκλησία Θεού ζώντος, στύλος και εδραίωμα της αληθείας».


Δια το εξαγιασμόν δε των μελών της Εκκλησίας, «ήτις έστι το Σώμα αυτού», υπάρχει πάντοτε ανάγκη στελεχών, δηλ. ανθρώπων κλητών «εις έργον διακονίας» ιεράς. Και έδωκε πάντοτε ο Κύριος εις την Εκκλησίαν Του «τους μεν αποστόλους, τους δε ευαγγελιστάς τους δε ποιμένας και διδασκάλους, προς τον καταρτισμόν των αγίων». Ο Χριστός ήλθεν εις τον κόσμον όχι δια να φέρει μίαν νέαν θρησκείαν, αλλά δια ιδρύσει επί της γης την Εκκλησίαν, ως κιβωτόν των σωζομένων εκ του εν τω κόσμω κατακλυσμού της αμαρτίας.


Αυτός δε είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας. «Και εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής (εις θάνατον σταυρικόν), ίνα αυτήν αγιάση» (Εφεσ. 5,25-26) και δημιουργήσει μίαν «κοινωνίαν αγίων», κατευθύνει δε ούτω τους ανθρώπους προς την βασιλείαν Του, συγκροτών αυτούς εις ζώντα μέλη «Εκκλησίας πρωτοτόκων εν ουρανοίς απογεγραμμένων» (Εβρ. 12,23). Και αυτή είναι η μεγάλη προσφορά της Εκκλησίας προς τον κόσμον. Προσφορά ανακαινιστική δια την κοινωνίαν, η οποία κοινωνία σημειωτέον, όσες άλλες, προόδους και αγαθά και πολιτισμόν αν διαθέτει, τότε μόνον θα ευημερήσει, όταν πρωτίστως αποκτήσει ανθρώπους τα του Χριστού φρονούντας και κατά Χριστόν ζώντας. Τότε, και μόνο τότε, θα παύσει να υπάρχει το μεγάλο έλλειμμα που εκφράζουν αι δύο αυταί λέξεις «άνθρωπον ουκ έχω».