17 Δεκεμβρίου, 2008

Αντιφώνηση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου στο Δήμο Ζακύνθου (16/12/2008)

Κύριε Δήμαρχε,


Σας ευχαριστώ πολύ για την εγκάρδια υποδοχή εδώ στο Δημαρχείο και τα καλά σας λόγια προς την ελαχιστότητά μου, τα οποία δέχομαι ως έκφραση σεβασμού και αγάπης προς την αγία Εκκλησία μας.


Αυτός ο σεβασμός και η εκ μέρους σας τιμή προς την Εκκλησία μας, ώθησε τόσον εσάς κ. Δήμαρχε, όσον και το περί ημάς Δημοτικό Συμβούλιο να μάς τιμήσετε με την ουσιαστική αυτή πράξη, της ανακηρύξεώς μας σε Επίτιμο Δημότη του Δήμου Ζακυνθίων. Δεχόμεθα εν ευχαριστία πολλή την τιμιωτάτη αυτή ενέργειά σας προς το ταπεινό πρόσωπόν μας, και την εκλαμβάνομε ως έκφραση τιμής και σεβασμού προς την Αγία Εκκλησία μας.


Ήρθαμε εδώ στην όμορφη Ζάκυνθο για να συνεορτάσουμε όλοι τον άγιο της πόλεως και του νησιού και να επικοινωνήσουμε εν αγάπη με αδελφούς εν Χριστώ ηγαπημένους και να μεταφέρουμε την ευλογία της Εκκλησίας μας προς όλους τους ευλογημένους κατοίκους της.


Ευρισκόμεθα στην Ζάκυνθο, στο νοτιότερο νησί του Ιονίου, το προικισμένο από τη φύση με μοναδικές ομορφιές και το ευλογημένο απόν Θεό να κατέχει ως πολύτιμο πνευματικό θησαυρό το Ιερό Σκήνωμα του αγίου Διονυσίου. Και αν σήμερα η γεωγραφική της θέση με τις αναρίθμητες ομορφιές, αποτελούν κίνητρο ισχυρό για την ανάπτυξη του νησιού, στο παρελθόν απετέλεσε αιτία δεινών, καθώς βρέθηκε στο στόχαστρο πολλών κατακτητών και ισχυρών δυνάμεων, διαφόρων ιστορικών περιόδων, που ήθελαν να έχουν τον έλεγχο του «Άνθους της Ανατολής», όπως συνήθιζαν ν’ αποκαλούν οι Ενετοί την πανέμορφη Ζάκυνθο και δεν εννοούσαν μόνο τ’ ανθισμένα τοπία που την περιβάλλουν, αλλά κυρίως την άνθηση στις Τέχνες και στα Γράμματα.


Το νησί σας είναι ένα νησί με ξεχωριστή κουλτούρα. Γνώρισε μεγάλη πνευματική άνθηση και γέννησε σπουδαίες προσωπικότητες που διακρίθηκαν στις Καλές Τέχνες, την Λογοτεχνία και την Ποίηση. Είναι η ιδιαίτερη πατρίδα του Εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού και του Ανδρέα Κάλβου. Είναι ο τόπος που έζησε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και πολλές άλλες προσωπικότητες της νεότερης ιστορίας μας.


Η πόλη σας κ. Δήμαρχε, παρόλο που καταστράφηκε από τους σεισμούς του 1953, όπως και όλο το νησί, κατάφερε να διατηρήσει μέχρι σήμερα τη μοναδική αίγλη και αρχοντιά που είχε. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι πάντοτε αισιόδοξοι και πρόσχαροι Ζακυνθινοί με την αγάπη και την φροντίδα που έδειξαν για τον τόπο τους· οι ευλογημένοι κάτοικοι αυτού του νησιού, που έχουν μάθει να ντύνουν τα συναισθήματά τους με νότες και να παράγουν μουσική, πολιτισμό.

Σ’ αυτό, λοιπόν, το όμορφο νησί του Ιονίου ήρθαμε και μεις σήμερα, ευλαβείς προσκυνητές του αγίου Διονυσίου, που η αγία μας Εκκλησία, πανηγυρικά προβάλλει ενώπιόν μας.

Και πάλιν κ. Δήμαρχε θερμά σας ευχαριστούμε για την εγκάρδια υποδοχή, τα καλά σας λόγια και την μεγάλη τιμή της ανακηρύξεώς μας εις Επίτιμο Δημότη Ζακυνθίων.

Διαπύρως ευχόμαστε όπως η χάρις και η ειρήνη του Θεού με τις πρεσβείες του αγίου Διονυσίου να είναι πάντοτε μαζί σας, στην πόλη σας και σ’ ολόκληρο το ευλογημένο και όμορφο νησί Σας για να συνεχίζετε εν υγεία και ειρήνη τα καλά σας έργα.

Αντιφώνηση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου στη Νομαρχία Ζακύνθου (16/12/2008)

Κύριε Νομάρχα,

αγαπητοί αδελφοί.


Με ευγνώμονα διάθεση και με αισθήματα χαράς και πολλής ελπίδας επισκέπτομαι σήμερα την Νομαρχία της Ζακύνθου. Είναι αλήθεια ότι η Ζάκυνθος, όπως υπήρξε πρωτοπόρα και ιδιαίτερη όλα τα χρόνια έτσι και παραμένει. Έχει μια χάρη, κάτι αλλιώτικο.


Έχει μια ζεστασιά και μια ιδιαιτερότητα. Έχει μια εμμονή σε κάθε τι πιο πέρα από το κοινό, το ίδιο.


Αυτή η άλλη διάθεση των ανθρώπων της μαζί με τις άλλες φυσικές προνομίες της έχουν σημάνει την Ζάκυνθο μέσα στο ιστορικό, πολιτισμικό και κοινωνικό όλο. Ό Άγιος Διονύσιος αναντίλεκτα έχει παίξει και εξακολουθεί να παίζει ένα ρυθμιστικό και απροσπέραστο ρόλο. Αυτή η κοινή παραδοχή στον άνθρωπό σας, που είναι ο φίλος και αποδέκτης των εσωτερικών διαθέσεων του καθενός σα, είναι μια πρόκληση σήμερα, που γίνεται πολύ και πολλές φορές ανούσιος λόγος για το πώς και το είναι της Εκκλησίας σε αυτό τον τόπο, στην πατρίδα μας.

Θα μού επιτρέψετε με αφορμή την καθολική αποδοχή της μορφής του Αγίου Διονυσίου, από την τοπική κοινωνία της Ζακύνθου να εκφράσω λίγες σκέψεις.

Είναι πραγματικά η εποχή μας μια καμπή σε όλες της τις εκφάνσεις, σχετικά με ό,τι παραλάβαμε και παραδεχθήκαμε σαν σταθερές και σαν όρια.

Το πρόβλημα της εποχής μας δεν εστιάζεται στην διαβούλευση για την δημιουργία νέων δεδομένων που θα δώσουν στον σύγχρονο άνθρωπο ώθηση για καλύτερες συνθήκες γενικής διαβίωσης και περαιτέρω προοπτικής του, αλλά στους όρους και τους τρόπους με τους οποίους εκφράζεται η αντίρρηση ή η παραδοχή τους.

Αλίμονο εάν οι εναλλασσόμενες ιστορικές εποχές δεν είχαν στην διάθεσή τους την ανατροπή και την δημιουργία νέων δομών, οραματισμών και προτεραιοτήτων. Θέλω με σεβασμό και χωρίς κομπασμούς να υπενθυμίσω ότι η εκκλησιαστική ζωή και ό,τι αυτή εμπεριέχει, είναι αυτή που για πολλούς αιώνες νοηματοδοτούσε το είναι των ανθρώπων μας.

Τον τελευταίο καιρό, με αφορμή ανθρώπινες υπερβολές ή και παραλείψεις, ανασύρεται από το συρτάρι του εντυπωσιασμού και της προχειρότητας το ζήτημα του λεγόμενου χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας. Το ερώτημα αυτό, αγαπητοί μου, είναι πλασματικό.

Η Εκκλησία και η Πολιτεία είναι δύο οντότητες, που υποχρεωτικά είναι χωρισμένες σε διακριτούς όρους και αυτονόητα συνδεδεμένες. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος και άλλος λόγος για να ορίσουμε την διαφορετικότητα των δύο και συγχρόνως την κοινή τους πορεία σε ό,τι αφορά το κοινό ζητούμενο, τον άνθρωπο.

Η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού. Οι τοπικές Εκκλησίες της πατρίδας μας είναι ένα μέρος του καθολικού Σώματος και συνάμα μια δυναμική φανέρωση της άλλης σημαντικής και του ήθους της. Η Ευαγγελικότητα αφορά στο όλο του ανθρώπου του κάθε σήμερα και έχει χρέος και ευθύνη με σταθερές, το άγιο χθες να χαράζει και να ευθυπορεί το αύριο.

Η Εκκλησία δεν περιορίζεται μέσα στην πολιτειακή διάρθρωση και δεν μπορεί να εντοπίζεται ο ρόλος της μόνο σε μια περιθωριακή θρησκευτικότητα. Χωρίς να υποκαθιστάνει τις άλλες συντεταγμένες του κοινωνικού και ευρύτερου χάρτη δεν παραθεωρεί το είναι της και δεν αντιπαρέρχεται ανεύθυνα και ανέξοδα την ανθρώπινη ανησυχία, τον πόνο, τον προβληματισμό, την ανισομέρεια στην κατανομή των ευκαιριών και της προσβάσεως στα υλικά και πνευματικά αγαθά.

Αυτά και όλα τα άλλα σύγχρονα προβλήματα κάνουν την Εκκλησία περισσότερο από το χθες να είναι έτοιμη να προσφέρει καταφύγιο στον εσωτερικό των ανθρώπων ξεσηκωμό και την ανησυχία για το πώς και πού βαδίζουμε.

Η Εκκλησία του Χριστού, εδώ και αιώνες έχει αποκηρύξει σαν αίρεση την διάθεση πολλών για μια ιδεαλιστική θεώρηση του είναι της και ευτυχώς γνωρίζει και αισθάνεται ότι διακονεί τον άνθρωπο σε όλες του τις ανάγκες.

Χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς μεγαλοστομίες, χωρίς έπαρση, χωρίς την κακώς νοούμενη δημοσιότητα, πορεύεται και κηρύττει με την ζωή της, και προσκαλεί τον σύγχρονο άνθρωπο στην πραγματιστική και συνάμα οραματιστική της πνοή, που λέγεται αγιότητα.

Αυτή είναι η έννοια και η μέριμνα της Εκκλησίας να κεντρίσει τους ανθρώπους προς την αληθινή και μόνη ελπίδα, τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό. Ο λόγος λοιπόν και ο τρόπος της είναι ισόρροπος, είναι ελκυστικός.

Δεν την αφορά την Εκκλησία, η νομική θεώρηση και το status στην συνεργασία της με τις συντεταγμένες πολιτείες, όπου αυτή ζει και ενυπάρχει.

Δεν είναι και δεν πρέπει να καλλιεργούμε την ψευδαίσθηση ότι το κυρίαρχο θέμα μας είναι το νομικό καθεστώς στις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους. Αυτά και αλλάζουν και οριοθετούνται σε πνεύμα αμοιβαιότητος, κατανοήσεως και συνεργασίας, προκειμένου να θεραπεύουν τις πολλές ανάγκες του ανθρωπίνου προσώπου και να του δίνουν νόημα, ενδιαφέρον, ελπίδα και λύσεις στην πολυπλοκότητα της καθημερινής του ροής.

Αν κατασταθεί κυρίαρχο ζήτημα η νομική μορφή της αμφίδρομης αυτής σχέσεως τότε μάλλον έχουμε εμείς εκπέσει από Εκκλησία, δηλαδή από το Άγιον Σώμα του Χριστού, σε απρόσωπη και άψυχη νομική οντότητα χωρίς προοπτική και μέλλον και αντίστοιχα η Πολιτεία, και ό,τι την απαρτίζει, θα έχουν χάσει την φερεγγυότητα και την δυναμική για λύσεις την κάθε ώρα και την κάθε στιγμή, που ο άνθρωπος την θέλει κοντά του. Με χαρά μεγάλη βλέπω την συνεργασία της τοπικής Αυτοδιοικήσεως και της Εκκλησίας εδώ και αναπτερώνει την ελπίδα όλων μας ότι ξεπερνώντας τα κωλύματα και τις αγκυλώσεις που ανακύπτουν θα πάμε εμπρός σε καλύτερες ημέρες, Σας παρακαλώ όλους σας να προσεύχεσθε να μπορέσουμε να σταθούμε όπως μας θέλει ο Κύριός μας και να δώσουμε ελπίδα στον σύγχρονο άνθρωπο, που προσβλέπει σε εμάς και μας κρίνει σε κάθε μας βήμα.

Σας ευχαριστώ για την ευκαιρία που μού δώσατε, για την ανοχή και την αγάπη σας.

Χριστουγεννιάτικο Μήνυμα της Α. Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου 17/12/2008


Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ

ΕΛΕΩι ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ

ΚΑΙ ΕΛΕΟΣ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ

ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ



Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ἀνέτειλεν μεγάλη καὶ ἁγία ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, μητρόπολις, δηλ. μήτηρ καὶ ρίζα ὅλων τῶν ἑορτῶν, καὶ μᾶς συγκαλεῖ ὅλους εἰς πνευματικὴν ἀνάτασιν καὶ συνάντησιν μετὰ τοῦ νηπιάζοντος διἡμᾶς Παλαιοῦ τῶν Ἡμερῶν.


«
Εὐδοκίᾳ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός», ὅπως ὑπογραμμίζει ἱερὸς Ἰωάννης Δαμασκηνός, « μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, ὤν εἰς τὸν κόλπον τοῦ Πατρός, ὁμοούσιος τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, προαιώνιος, ἄναρχος», συγκαταβαίνει πρὸς ἡμᾶς τοὺς δούλους Του «καὶ Θεὸς ὤν τέλειος, ἄνθρωπος τέλειος γίνεται, καὶ ἐπιτελεῖται τὸ πάντων καινῶν καινότατον, τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον».(1) ἐνσάρκωσις αὐτὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἕνας συμβολισμός, ὅπως αἱ ἐνσαρκώσεις τῶν ποικιλωνύμων «θεῶν» τῆς Μυθολογίας, ἀλλὰ μία πραγματικότης, ὄντως νέα πραγματικότης, τὸ μόνον νέον ὑπὸ τὸν ἥλιον, ὁποία ἔγινεν εἰς συγκεκριμένην ἱστορικὴν στιγμήν, ἐπὶ τοῦ Αὐτοκράτορος Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου, περὶ τὸ 746 (μὲ τὰ νέα ἀστρονομικὰ δεδομένα) ἀπὸ κτίσεως Ρώμης, ἐν μέσῳ συγκεκριμένου λαοῦ, τοῦ Ἰουδαϊκοῦ, «ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δαβίδ»,(2) εἰς συγκεκριμένον τόπον, τὴν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας, καὶ μὲ πολὺ συγκεκριμένον σκοπόν: «Αὐτὸς ἐνηνθρώπησεν ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»,(3) κατὰ τὴν ἐπιγραμματικὴν ἔκφρασιν τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου.


Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ-Λόγου μᾶς δίδει τὴν δυνατότητα νἀ φθάσωμεν εἰς τὰ ἀκρότατα τῶν ὁρίων μας, τὰ ὁποῖα δὲν ταυτίζονται οὔτε μὲ τὸ «καλὸν κἀγαθὸν» τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, οὔτε μὲ τὴν «ἀρετὴν» καὶ «δικαιοσύνην» τῶν φιλοσόφων, οὔτε μὲ τὴν γαλήνην τῆς βουδδιστικῆς «νιρβάνα», οὔτε μὲ τὴν ὑπέρβασιν τῆς «εἱμαρμένης» τοῦ λεγομένου «κάρμα» διὰ θρυλουμένων συνεχῶν μεταλλάξεων μορφῶν ζωῆς, οὔτε μὲ τὴν «ἁρμονίαν» τῶν δῆθεν ἀντιθετικῶν στοιχείων κάποιας φαντασιώδους «ζωτικῆς δυνάμεως», οὔτε μὲ κάτι ἄλλο, ἀλλὰ εἶναι ὀντολογικὴ ὑπέρβασις τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου διὰ τοῦ Χριστοῦ, ἐγκεντρισμός μας εἰς τὴν θείαν ζωὴν καὶ δόξαν Του, καὶ κατὰ χάριν ἕνωσίς μας διΑὐτοῦ μετὰ τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Αὐτὰ εἶναι τὰ ἔσχατα ὅριά μας: Ἡ προσωπικὴ ἕνωσις μετὰ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ! Καὶ ἡ Γέννησις τοῦ Χριστοῦ δὲν μᾶς ὑπόσχεται μίαν χιμαιρικὴν μακαριότητα ἤ μίαν ἀφῃρημένην αἰωνιότητα, ἀλλὰ μᾶς προσφέρει «εἰς τὸ χέρι» τὴν δυνατότητα τῆς προσωπικῆς μετοχῆς εἰς τὴν θείαν ζωὴν καὶ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, εἰς μίαν ἀτελεύτητον κλιμάκωσιν! Μᾶς χαρίζει τὴν δυνατότητα ὄχι μόνον «ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν»(4) ἀλλὰ καὶ «θείας κοινωνοὶ φύσεως»(5) νὰ ἀναδειχθῶμεν.


Βεβαίως μέσα εἰς τὴν παγκόσμιον σύγχυσιν καὶ κρίσιν τῶν ἡμερῶν μας αἱ ἀλήθειαι αὐταὶ ἠχοῦν παράξενα. Ἡ ἐλπὶς τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων, ἐναποτεθεῖσα εἰς ἐνδοκοσμικὰς «θεότητας», διαψεύδεται καθημερινῶς κατὰ τρόπον οἰκτρόν. Τὸ ἀνθρώπινον πρόσωπον ταπεινοῦται καὶ συνθλίβεται ἐν μέσῳ ἀριθμῶν, μηχανημάτων, ὑπολογιστῶν, χρηματιστηρίων καὶ ποικιλοχρώμων σημαιῶν κενῆς ἰδεολογικῆς εὐκαιρίας. Ἡ φύσις περιυβρίζεται. Τὸ περιβάλλον συμπάσχει. Οἱ νέοι ἀπογοητεύονται καὶ ἐξεγείρονται διαμαρτυρόμενοι διὰ τὴν ἀδικίαν τοῦ παρόντος καὶ τὴν ἀβεβαιότητα τοῦ μέλλοντος. «Σκότος, γνόφος, θύελλα, φωνὴ μεγάλη»(6) ἐπικρατεῖ εἰς τὸν κόσμον μας καὶ δίδεται ἡ ἐντύπωσις ὅτι ἀπειλεῖται νὰ ἀποκρυβῇ τὸ φῶς τῆς ἐν Βηθλεὲμ ἀνατελλούσης ἐλπίδος καὶ νὰ καλυφθῇ ὁ ἀγγελικὸς ὕμνος τῆς παγκοσμίου χαρᾶς: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».(7) Ὅμως, ἡ Ἐκκλησία, καλοῦσα τοὺς πάντας εἰς σώφρονα περισυλλογήν, ἐπανεκτίμησιν τῶν ἐν τῷ βίῳ προτεραιοτήτων καὶ ἀναζήτησιν εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἑκάστοτε «ἄλλου» τὰ ἴχνη τῆς ἀξίας παντὸς σεβασμοῦ εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ παύσῃ νὰ καταγγέλλῃ μὲ ὅλην τὴν δύναμιν ποὺ τῆς χαρίζει ἡ ὑπερδισχιλιετὴς ἐμπειρία της ὅτι τὸ ἐν τῇ φάτνῃ τῆς Βηθλεὲμ ἀνακείμενον Παιδίον εἶναι «ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς», εἶναι ὁ Λόγος καὶ ἡ ἐντελέχεια τῆς ζωῆς, εἶναι ἡ λύτρωσις, τὴν ὁποίαν ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν λαόν Του, τοὐτέστιν εἰς ὁλόκληρον τὴν ἀνθρωπότητα.


Ταῦτα ἐν ἀγάπῃ πολλῇ ἀπὸ τῆς μαρτυρικῆς καθέδρας τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας εὐαγγελιζόμενοι πρὸς τὰ ἀνὰ τὸν κόσμον τέκνα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ πρὸς πάντα θεοδιψῆ ἄνθρωπον, ἐπικαλούμεθα ἐπὶ πάντας τὴν εὐδοκίαν, τὴν εἰρήνην, τὴν χάριν καὶ τὴν σωτήριον δωρεὰν τοῦ διἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντος ἐκ τῶν οὐρανῶν, καὶ σαρκωθέντος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου, καὶ ἐνανθρωπήσαντος Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, δόξα, τὸ κράτος, τιμὴ καὶ προσκύνησις, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς τοὺς αἰῶνας.


Φανάριον, Χριστούγεννα ,βη’


+ Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος


Διάπυρος πρὸς Θεὸν εὐχέτης πάντων ὑμῶν